Στην παρούσα σελίδα θα βρείτε πληροφορίες για τις εξής περιοχές: Κρήτη, Μακεδονία, Ήπειρος, Πόντος, Κύπρος, Θράκη και Πελοπόννησος.
Κρήτη
Θάνατος
Ο θάνατος θεωρούταν φυσικό επακόλουθο της ζωής γι αυτό και δεν τον φοβόντουσαν και πολλές φορές μάλιστα τον σάρκαζαν κιόλας. Όταν όμως πέθαινε κάποιος νέος οι άντρες που ήταν στενοί συγγενείς ή φίλοι του δεν έκοβαν τα μαλλιά τους και δεν ξυρίζονταν για μεγάλο χρονικό διάστημα και έβαζαν ολόμαυρα ρούχα. Ο πατέρας του νέου συνήθως άφηνε τα γένια για πάντα. Στο σπίτι του νεκρού όταν ο θανών ήταν νέος όλα βάφονταν μαύρα: καναπελίκια, τραπεζομάντιλα, σεντόνια κ.τ.λ. Η μάνα ή γυναίκες από το στενό οικογενειακό περιβάλλον μοιρολογούνταν το νεκρό. Οι γυναίκες που χήρευαν νέες έβαφαν μαύρα ακόμα και τα εσώρουχά τους. Όταν ο νεκρός ήταν κάποιο σπουδαίο πρόσωπο ή έχαιρε μεγάλης εκτίμησης ή ήταν νέος το πένθος ήταν τοπικό και για μεγάλο διάστημα, συνήθως για ένα χρόνο, δεν μπορούσε να γίνει στο χωριό ούτε γλέντι ούτε άλλη χαρμόσυνη εκδήλωση. Το 18ο αιώνα αν σκοτωνόταν ο αρραβωνιαστικός μιας κοπελιάς αυτή έκοβε την πλεξούδα της και την έστελνε στο νεκρό για να τον συνοδεύσει. Ακολούθως ο επόμενος γιός έπρεπε να παντρευτεί την κοπελιά. Μια άλλη δοξασία που έχουν οι Κρητικοί για τον θάνατο είναι και το γεγονός ότι αν ο νεκρός είναι μαλωμένος με κάποιον είχε βάρος στην ψυχή του. Για να του φύγει αυτό έπρεπε ο άνθρωπος με τον οποίο ήταν μαλωμένος να χύσει λίγο νερό έξω από την πόρτα του την ώρα που περνούσε το λείψανο και να πει: «Ο Θεός να του συγχωρέσει ». Σημαντική είναι επίσης για αυτούς η μέρα που θα ξεψυχήσει κάποιος. Γενικά πιστεύουν ότι οι πιο καλοί πεθαίνουν τα «Λαμπρόσκαλα» (περίοδος που διαρκούσε 40 ημέρες από το Πάσχα), τότε που είναι ανοιχτός ο Παράδεισος για 40 ημέρες. Ακόμα πίστευαν ότι : «οι καλοί άνθρωποι ποθαίνουν το Σαββατοκύριακο». Ιδιαίτερη ήταν και η περιποίηση του νεκρού. Αρχικά, τον αναλάμβανε η σαβανώτρα για να τον «ανεβολιάσει». Το «ανεβόλι» ήταν από άσπρο άπλυτο πανί ή χασέ που το άνοιγαν στη μέση με κερί, το έκαιγαν δηλαδή λίγο στη μέση και κατόπιν το έσκιζαν τόσο ώστε να περνάει το κεφάλι του νεκρού. Αφού τον έπλεναν με κρασί που είχαν βάλει μέσα μερικές στάλες λάδι, του περνούσαν το «ανεβόλι». Πάνω από αυτό έβαζαν τα ρούχα του νεκρού. Συνήθως προτιμούσαν τα ανοιχτά χρώματα για να μην μαυρίσουν τα κόκκαλα. Στη συνέχεια, τον σαβανωμένο τον έβαζαν πάνω σε κρεβάτι ή σε σκέτο σανίδι μέχρι να του φέρουν την κασέλα. Αν δεν είχαν κασέλα λόγω του κόστους τον έβαζαν πάνω σ’ ένα φορείο, το «καδελέτο», και τον μετέφεραν με αυτό τον τρόπο στο μνήμα. Τέλος, για το σώμα πίστευαν ότι: "Στα τρίμερα τρίζει, στα ‘νιάμερα χωρίζει, και στα διπλοσαράντα, μουδ’ ήταν μουδ’ εφάνη" Μνημόσυνο Γνωστή σε όλη την Ελλάδα, αν και με μικρές διαφορές, είναι η προετοιμασία των κολλύβων για τα μνημόσυνα, που τελούνται για την ανάπαυση των νεκρών. Στην Κρήτη όμως εκτός από αυτά σε πολλές περιοχές φτιάχνουν και κουλούρια, καλτσούνια ενώ σε κάποιες περιπτώσεις πήγαιναν σ’ έναν δίσκο κομμάτια τυρί. |
Μοιρολόγια
«Σαν θες ν’ακούσεις κλάηματα κι όμορφα μοιρολόγια πρόβαλε στο Ξυλοδεμα ν’ακύσεις την Κανάκαινα πως κλαίει τα παιδιά τζη..» «Γεπώνυμε με το ψηφί Και Πώλο μου αντρειωμένε Και σύ παιδί μου Σιλβερή Στον κόσμο ξακουσμένε Ποινού θα δώσω τα μαλλία και ποιο θα πρωτοκλάψω.. ποιον ν’ασπαστώ,ποιον να κρατώ και ποιο να πρωτοκτάξω..» «Χριστέ μου και να κατέβαινε Βρύση απού τη Μαδάρα Να πορπατεί κλιτά-κλιτά Να’ρχεται αγάλι-αγάλι Να βρει τσι γούρνες εύκαιρες Να μπει να τσι γεμίσει Να πλύνουν οι αντήπλυτες Να πλύνουν κ’οι πλυμένες Να πλύνει κ’η Κανακαίνα Τα ματωμένα ρούχα..» «Πωλιό μου σγουρομάλλη μου, Σήφη μου τσελεπή μου Γιάννη μου καπετάνιο μου Και κοσμογυρευτή μου.. Γιάννη μου δεν σου το ‘λεγα Γίαννη μου δεν σου το ‘πα Πως είναι οι πλάλες δανεικές Δεν είναι δα σαν πρώτα..» Πάντα θλιμμένη, πάντα θλιμμένη χαραυγή Αμάν χαραυγή, Πάντα θλιμμένη χαραυγή για μένα ξημερώνει άντες αμάν για μένα ξημερώνει Γιατί την ώρα, γιατί την ώρα που ξυπνώ Αμάν που ξυπνώ, Γιατί την ώρα που ξυπνώ, κάθε χαρά τελειώνει άντες αμάν κάθε χαρά τελειώνει Πάντα με το παρά, πάντα με το παράπονο Αμάν παράπονο, Πάντα με το παράπονο, τ' αχείλι μου ανοίγει Παράπονο τ' αχείλι μου ανοίγει Γιατί είναι, γιατί είναι η πίκρα μου πολλή, Αμάν πολλή, Γιατί είναι η πίκρα μου πολλή και η χαρά μου λίγη Πάντα με το παράπονο τ' αχείλι μου ανοίγει «Άμε παιδί μου στο καλό, καμάρι μου και μη ξαναγυρίσεις, κοπελλάρη μου και άψε λαμπάδα και κερί, παιδί μου τον Άδη να γυρέψεις, μερακλή μου Κ’ εις τη δεξιά μου τη μεριά, λιοντάρι μου, ειν’ ένα κυπαρίσσι, ατσιποδιάρη μου. Κρεμούν οι νέοι τα’ άρματα, κουμπέ μου κ’ οι νέες τα φουστάνια μενεξέ μου, κι άμε λεβέντη μου και συ, χρυσέ μου, εκεί να τα κρεμάσεις άμοιρέ μου. Ψάξε να βρεις τσι συγγενείς, καμάρι μου τσι φίλους, τσι δικούς μας, παλληκάρι μου, να μου τσι χαιρετήσεις άγγελέ μου, και να σε πάνε στσι γιατρούς, καλέ μου» «Γιέ μου που σ’ ηύρε ο Χάροντας κ’ εμαχαιρόσφαξέ σε; Κι α σ’ ηύρε στο ζευγάρι μας να το ξεζευγαρώσω, Κι α σ’ ηύρε στο κουράδι μας, να το ξετσαφαρώσω, Κι α σ’ ηύρε στο περιβόλι μας μπλιό να μη το ποτίσω, Κι α σ’ ηύρε στο αμπέλι μας να το ξεκουρμουλώσω Κι α σ’ ηύρε εις τη γειτονιά να μη τη χαιρετήξω…» «Κάστρο και που ν’ οι πύργοι σου, που ν΄τα καμπαναριά σου και που ν’ οιγι αντρειωμένοι σου τα όμορφα παλληκάρια;» «Δάσκαλε Γιάννη,ξακουστέ Πρωτόπαπα αντρειωμένε στη γνώση και στη φρόνεψη απ’ολους παινεμένε…» ή «Ανώπολη κι Αράδενα Και σεις Άι-Γιαννώτες που ΄ναι τα παλληκάρια σας οι γι όμορφοι παιγνιώτες Αόρια πουν’ οι γι άντρες σας, οι πολυοπαινεμένοι;…» «Φωνήν και κλάημας άκουσα στση Μεσαρές την πάντα σε ποια μεριά τση Μεσαρές, σε ποια μεριάτου κάμπου; Εις το Ντυμπάκι το ‘λεγε μια Σφακιανή κοπέλλα κ’ έκλαιγε τον υγιούκαν τση κ’ έκλαιγε τον υγιόν τση. -Γιέ μουπου σ’ ηύρε ο Χάροντας κ’ εμαχαιρόσφαξέσε κι α σ’ ηύρε στο ζευγάρι μας να το ζεξευγαρώσω κι α σ’ ηύρε στο κουράδι μας να το ξετσαφαρώσω κι α σ’ ηύρε στο περβόλι μας μπλιό να μην το ποτίσω κι ας’ ηύρεν εις το αμπέλι μας να το ξεκουρμουλώσω κι α σ’ ηύρεν εις την εκκλησιά να μην την λουτρουήσω κι α σ’ ηύρεν εις την γειτονιά να μην τη χαιρετήξω… -Μάνα λουτρούγα τσ’ εκκλησιές χαιρέτα τσι γειτόνους μα μεν’ ο Χάρος μ’ εύρηκε στα’αγάπης μου την πόρτα». «Σαν έχασα εσένα κανακάρη μου ίντ’ άλλο μου ΄πομένει Μον΄’ η ψυχή στα κόκκαλα υγιέ μου και κείνη είναι ξένη όμορφέ μου…» «Φεύγεις και που μ’ αφήνεις… Έρμη στσι πέντε δρόμους… Πως θα παλέψω τση ζωή βλαστέ μου τσι φοβερές φουρτούνες, σύντροφέ μου…» «Ε τον παντέρμο πόλεμο,παιδάκι μου πόσες καρδιές μαραίνει…» «Μάνα λειτούργα τα’ εκκλησιές, χαιρέτα τσι γειτόνους μα μεν ο Χάρος μ’εύρηκε στα’ αγάπης μου την πόρτα!» «Άνδρα μου και καρδιά μου και ζωή μου, κ’ ίντα ‘ναι που μου κάνεις τσελεπή μου; εκλείσανε τα μάθια μου σου κ’ ολοστράβη μ’ αγήκαν… κ’ εχάθηκεν η ζέστα σου κ’ ετράκτωσα η παντέρμη.. κ’ εχάθηκε το γέλιο σου κ’ εβούρκιασ’ η ψυχή μου» «Άνοιξε αητέ μου τα φτερά τα’ ανεμοτσακισμένα, άνοιξε τα ματάκια σου γή πάρε με και μένα. Με την καρδιά σου αγάπουνα, με τη μιλιά σου εμίλου…» |
Μακεδονία
Θάνατος
Μοιρολόγια Τα μοιρολόγια ανήκουν στα δημοτικά τραγούδια ,με λυπητερό περιεχόμενο. Σε όποια μορφή και να τα συναντήσουμε είναι η ψυχή ενός λαού αλλά και η ψυχοσύνθεσή του. Είναι, επίσης, το μέσο με το οποίο ο λαός έδωσε την εγκυρότερη έκφραση στον κόσμο του και στο πρόσωπό του .Τα μοιρολόγια κινούνται γύρω από τον Χάρο, την τραγική προσωπικότητα του θανάτου και εκφράζουν τον καημό των ζωντανών για τους εκλείποντες συγγενείς και φίλους .Εκτός όμως από την συγκεκριμένη θεματολογία ,τα μοιρολόγια τραγουδιόνταν απ’ τους ανθρώπους για να δηλώσουν τον στεναγμό από τα βάσανα ,την λύπη για έναν αποχαιρετισμό, ο οποίος δεν σηματοδοτείται μόνο από τον θάνατο αλλά και από την ξενιτιά αλλά και το περιεχόμενο τους σχετίζονταν με τα θρησκευτικά δρώμενα. Οπότε όπως και στα περισσότερα δημοτικά τραγούδια, έτσι και εδώ διακρίνουμε είδη μοιρολογιών. Αυτά είναι: · Ο θρήνος στα μοιρολόγια · Ο θρήνος στο κλέφτικο τραγούδι · Ο θρήνος στα τραγούδια της ξενιτιάς · Ο θρήνος του χωρισμού μάνας και κόρης στα νυφιάτικα τραγούδια. Ο θρήνος του χωρισμού στα τραγούδια του έρωτα Στις νεκρικές ιεροτελεστίες των σύγχρονων Μακεδόνων, ακόμα μπορούν να βρεθούν υπολείμματα πρωτόγονων δοξασιών. Όπως θα καταδειχθεί, μερικές από τις τελετές που περιγράφονται παρακάτω είναι μια συνέχεια των αρχαίων ελληνικών και ρωμαϊκών ιεροτελεστιών, αλλά έχουν επηρεαστεί ελαφρά από τον Χριστιανισμό. 1ο Στάδιο: Στην Μακεδονία η κηδεία του νεκρού ακολουθούσε πολύ συγκεκριμένο τελετουργικό .Μετά την εξομολόγηση και την άφεση των αμαρτιών, αυτός που πεθαίνει συμμετέχει στην ιερότητα της στιγμής. Την ώρα που αυτός ψυχορραγεί μόνο ένας ή δύο συγγενείς επιτρέπεται να παραμείνουν πλάι του. Σε αυτούς εναποτίθεται και το καθήκον να κλείσουν τα μάτια και το στόμα του πεθαμένου. Αμέσως μόλις ο νεκρός παραδώσει την ψυχή του , το σώμα του ραντίζεται με ένα κομμάτι βαμβάκι βουτηγμένο σε κρασί (αρχαίο υπόλειμμα της πλύσης του σώματος). Ύστερα τοποθετείται στο κεφάλι του το στεφάνι του γάμου(αν πρόκειται για νιόπαντρο) ή ένα λουλουδένιο στεφάνι με κουφέτα (για νεαρά κορίτσια και γυναίκες) και κάτω από την γλώσσα το νόμισμα του Χάροντα (αρχαίο υπόλειμμα). Επίσης σημαντικό βήμα αποτελούσε το να αφήσουν στο σπίτι όλες τις πόρτες ανοικτές. Μόνο όταν έχουν ολοκληρωθεί όλα τα παραπάνω βήματα αρχίζει το μοιρολόι. 2ο Στάδιο: Το μοιρολόι αποτελεί ένα τελετουργικό και έτσι σε αυτό συμπεριλαμβάνονται κάποια τυπικά βήματα. Σημαντικό είναι να αναφέρουμε ότι στα μοιρολόγια πολύ καταλυτικό ρόλο παίζει ο αυτοσχεδιασμός. Ένα μοιρολόγι ξεχωρίζει από τα άλλα τραγούδια επειδή η σύνθεση του δεν έγινε από πριν και με άνεση, αλλά αυτοσχεδιάζοντας τη στιγμή που τραγουδιέται και πάντα ταιριάζει στο πρόσωπο για το οποίο τραγουδιέται. Είναι ένας νεκρώσιμος αυτοσχεδιασμός, εμπνευσμένος από τον πόνο. Παρ’ όλα αυτά θα ήταν υπερβολή να θεωρήσουμε ότι τα μοιρολόγια ήταν εξ ολοκλήρου αυτοσχέδια. Εκτός από αυτόν συμπεριλαμβάνουν και την προσαρμογή , το ταίριασμα των καθιερωμένων θεμάτων, από την οποία προκύπτουν τα περιστασιακά μοιρολόγια. Τα περιστασιακά μοιρολόγια περιέχουν έτοιμο υλικό, καθιερωμένα λογότυπα και μοτίβα ,ανάλογα με την κοινωνική θέση του νεκρού, αναμνήσεις . Συγχρόνως όμως περιέχουν και καινούργια στοιχεία, προσαρμοσμένα στον καινούργιο νεκρό. Οι γυναίκες κατά κανόνα αναλαμβάνουν την δημιουργία και απαγγελία των μοιρολογιών. Και αυτό προκύπτει απ’ την ίδια τους την φύση. Η γυναίκα, συναισθηματική ,ευαίσθητη και επιρρεπή σε διαχύσεις, ήταν η πιο κατάλληλη για αυτήν την δουλειά. Ιδιαίτερα οι γυναίκες της Μακεδονίας ,οι οποίες έπρεπε να είναι ανθεκτικές και να χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερο πνευματικό σθένος, έβρισκαν τα μοιρολόγια ως ένα τρόπο να ταυτιστούν με την φύση τους ως γυναίκες, να εκφράσουν την λύπη και την δυσαρέσκεια τους που τόσο άγρια καταπιέζονταν λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν. Η γυναίκα του νεκρού, οι αδελφές , η μάνα ή οι κόρες συνήθως άρχιζαν, αν και σε τις περισσότερες φορές το απέφευγαν επειδή είναι πολύ καταβεβλημένες από την θλίψη. Σε άλλες περιπτώσεις τραγουδιόνταν από επαγγελματίες <<μοιρολογίστραις>> , που είχαν ως επάγγελμα να συνθέτουν τραγούδια κατάλληλα και πληρώνονταν για την μουρμουριστή δουλειά τους σε τρόφιμα και σπάνια σε χρήματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, κάποια ηλικιωμένη γυναίκα που είχε δει πολλές κηδείες στην δική της οικογένεια προσφερόταν να τραγουδήσει το μοιρολόγι. Οι πιο κοντινές συγγένισσες συμμετείχαν με ένα ρεφραίν που τελείωνε σε αχ! αχ! .Ο πόνος τους ξεσπούσε άτακτα και αβίαστα σε δάκρυα, ξεφωνητά ή σε λόγια . Ύστερα από αυτές οι άλλες συγγενείς, οι φίλες ή οι απλές γειτόνισσες μπορούν να κλάψουν τον νεκρό .Τα μοιρολόγια της συνοδεύονται από έντονες κινήσεις των ποδιών, των χεριών και του κεφαλιού καθώς θέλουν να δηλώσουν πως ο σπαραγμός έχει απλωθεί σε όλο τους το σώμα. Πολλές φορές οι γυναίκες που λένε τα μοιρολόγια πενθούν οι ίδιες και βρίσκουν έτσι την ευκαιρία να εκφράσουν την δικιά τους θλίψη για τον δικό τους νεκρό. ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ «Όλες οι μάνες έστελναν τα παιδιά τους να καζαντήσουν Εκτός μια μάνα , κακομάνα, του Γιάννη η μάνα. Καθόταν στο παράθυρο, πικρές κατάρες έλεγε: ‘’ Πας ‘ς τα ξένα , Γιάννη μου, κι ίσως δεν ξαναγυρίσεις! Τα χελιδόνια θα’ ρχονται χρόνο ξανά τον χρόνο Αλλά εσύ ,Γιάννη μου, ίσως δεν ξαναφανείς, δεν θα γυρίσεις πίσω!’’ ‘’Σώπασε , μάνα μ’, ακριβή , σώπασε! Και μη με καταριέσαι! Θα’ ρθη , μάνα μ’, η γιορτή τα Αϊ-Γιώργη, η ιερότερη μέρα του χρόνου Και συ θα πας, μάνα μ’,στη εκκλησία, θα πας να προσκυνήσεις Και κει θα δεις τις κοπελιές, θα δεις εσύ τους νέους, θα δεις τους νοικοκύρηδες Θα δεις τη θέση μου αδειανή και το στασίδι μ’ άδειο Και συ θε να καταληφθείς με τύψεις και θα ντραπείς τον κόσμο Θα πάρεις δρόμο στα βουνά και μες ‘πό τα δάση Στη θάλασσα θα κατεβείς και τους θαλασσινούς θε να ρωτήσεις ‘’Θαλασσινοί μου αγαπητοί και φίλοι μου γραφιάδες Έχετε δει τον Γιάννη μου, τον γιό μου τον καλό μου;’’ ‘’Κυρά μου, ειν’ ξένοι αρκετοί σε ξένες χώρες και δεν ξέρω τον γιό σου. Δείξε σημάδια απ’ το κορμί τα’ π’ως τάχατες να μοιάζει;’’ ‘’Ήταν ψηλός, ήταν λεπτός κι ‘χε φρύδια τοξοτά Και στο μικρό του δάχτυλα δαχτυλίδι αρραβώνα φορούσε’’ ‘’Τον είδαμε, κυρά μ’ στην άμμο ξαπλωμένο Μαύρα πουλιά τον έτρωγαν κι άσπρα τον τριγυρνούσαν Μόν ‘ ένα θαλασσοπούλι σταμάτησε και θρηνούσε Αχ! Μήπως είχε μάνα αυτός , μην ήταν παντρεμένος!’’» |
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΒΑΛΑ
Μια μάνα μυριολόγαε για τον μονάκριβο της «Παιδάκι μου τον πόνο σου και που να τον ερίξω; Να τον ερίξω ‘ς το ϊβουνό τον παίρνουν τα πουλάκια, Να τον ερίξω ‘ς τον γιαλό τον τρώγουν τα ψαράκια, Να τον ερίξω δίστρατο θα τον πατούν διαβάτες. Ας τον ερίξω ‘σ την καρδιά που’ ναι γεμάτη πόνους, Να κάθουμαι σαν σε πονώ, να γέρνω σαν με σφάζει, Σαν πέφτω ΄ς το προσκέφαλο να λαχταρό τον ύπνο». Κι ο Χάρος ‘πηλογήθητκε, κι ο Χάρος ‘πηλογάται , «Όλον τον κόσμο γύρισα, τη γης , την οικουμένη Κ’ είδα μανάδες ‘ς τον γκρεμνό, είδ’ αδερφές ‘σ τον βράχο, Γυναίκες των καλών ανδρών ‘ς την άκρη ‘σ τα ποτάμια. Μα πάλι ξαναπέρασα συνάντημα του χρόνου, Κ’ είδα μανάδες ‘ς τον χορό ,ειδ’ αδερφές ‘ς τον γάμο, Γυναίκες των καλών αντρών ‘ς τα ‘μορφα πανηγύρια» Ματάκια που δεν βλέπονται γλήγορα λησμονιούνται <<Μέσα η καρδιά μου με πονεί, μα δεν ηξεύρω τι έχει, κάνε πουλί τηνέ τσιμπά, κάνε θηριό την τρώγει, κάνε μαχαίρι δίκοπο είναι και τήνε κόβει>> Βλέπεις εκείνο μανούλα μου Βλέπεις εκείνο το βουνό Πού είναι ψηλό απο τ’ άλλα Στή ρίζα βγαίνει μανούλα μου Στη ρίζα βγαίνει ένα νερό Βγαίνει μια κρύα βρύση Που χει ο χάρος διπλός καημός Ο χάρος είναι καυτερός Που χει ο χάρος πέρασμα Τα κάνει πανυγήρι Βάζει τους νιούς μες το χορό Τους γέρους για τραγούδι Και τα μικρούλια τα παιδιά Τα βάζει για παιχνίδι Που δεν χαρήκανε ντουνια Μα ιδε και πάνω κόσμο 3ο Στάδιο: Τα μοιρολόγια τα λένε ως την στιγμή που οι παπάδες έρχονταν για να πάρουν τον νεκρό. Τη στιγμή που το φέρετρο βγαίνει έξω από το σπίτι, οι γυναίκες ξεσπούν σε δυνατές κραυγές (ξεφωνάγματα). Επίσης κατά την διάρκεια της πορείας προς την εκκλησία μερικοί ρίχνουν ένα μήλο ή κυδώνι ή κάποιο άλλο φρούτο ανάμεσα στα πόδια του νεκρού , πράξη που μπορεί να συμβολίζει είτε την προσφορά προς τον νεκρό για να έχει τροφή στον Άδη είτε σαν δώρο που στέλνεται με την φροντίδα του για να το δώσει σε συγγενείς που πήγαν πριν από αυτόν σε αυτό το ταξίδι (αρχαίο υπόλειμμα) . Πρώτα πηγαίνουν το φέρετρο στην εκκλησία όπου ψάλλεται η νεκρώσιμη ακολουθία, η οποία κορυφώνεται στον μελωδικό ύμνο << Ματαιότης πάντα τα ανθρώπινα όσα ουχ υπάρχει μετά θάνατον>>. Τα μοιρολόγια σταματούν όσο κρατούν οι ψαλμωδίες και ξαναρχίζουν την στιγμή που το σώμα θα μπει στο χώμα. Τη ώρα που το φέρετρο κατεβάζεται στον τάφο ένα μαξιλάρι γεμάτο με χώμα τοποθετείται κάτω από το κεφάλι, το σάβανο τραβιέται πάνω από το πρόσωπο, κρασί ραντίζεται πάνω του και μία χούφτα χώμα ρίχνεται από τον ιερέα και ύστερα το φέρετρο σκεπάζεται με το καπάκι. Αφού σκεπάζεται ο τάφος οι θλιμμένοι συγγενείς σκορπίζουν πάνω από το χώμα καλάθια γεμάτα κομμάτια ψωμιού και βρασμένο σιτάρι. Τότε τραγουδιέται: << Περιπλεμένη λεμονιά μεσ’ ‘ ς τα’ άνθη στολισμένη Την ώρα που σ’ αγάπησα δεν ήταν βλογημένη Αρρώστησα και έκανα σαράντα μία ημέρα. Τα’ ακούσανε κ’ οι φίλοι μου και κλαίνε γιατ’ εμένα, Τα’ άκουσε κ’η μάνα μου και μπήκε μεσ’ ’ ς τα μαύρα ΄Ελα τριανταφυλλένια μου, και πιασ’ μ’ απ’ το χέρι, Και ρώτα την μανούλα μου <<Κυρά τι κάν’ ο γιός σου;>> Και κείνη θα’ πολογηθεί με την καρδιά καμμένη <<Για τους, για τους που κείτεται και λε’ πως αποθαίνει>>. Έλα , τριανταφυλλένια μου, κάτσε ‘ς τη κεφαλή μου, Και πιάσε το χεράκι μου όσο να βγει ψυχή μου. Όντας θα βγει ψυχίτσα μου ,τριανταφυλλιάς κλωνάρι Βάλε με το ζουνάρι μου, το πειό λαχουρ’ ζουνάρι. Όντας θα βγει ψυχούλα μου , συ να με σαβανώσεις Να κλείσεις τα ματάκια μου, τα χέρια μ’ να σταυρώσεις. Όντας θάρθει φημέριος με θυμιατό ‘ς το χέρι Να κλαις , να λες τριανταφυλλιά μ’ μ <<πού πας γλυκό μου ταίρι;>> Όντας θα με σηκώσουνε τέσσερα παλληκάρια, Να κρούεις το κεφάλι σου με πέτρες με λιθάρια. Όντας θα με περάσουνε από τα μαχαλά σου, Έβγα κρυφά απ’ τη μάνα σου και τράβα τα μαλλιά σου. Όντας θα με πηγαίνουνε ‘ς της εκκλησιάς τη πόρτα, Να βγάλεις μια ψιλή φωνή να μαραθούν τα χόρτα. Όντας θα μ’ ακουμπήσουνε ‘ς της εκκλησιάς τη μέση, Ν βγάλεις μία ψιλή φωνή ο κράββατος να πέσει. Όντας θα με μοιράσουνε τα έρ’μα κόλυβα μου Φάγε και συ, αγά%8pη μου, για την παρηγοριά μου. Όντας θα με μοιράσουνε παπάδες τα κεριά μου, Τότες, τριανταφυλλένια μου, χωρίζεις ‘π’ τη καρδιά μου.>> Τα μοιρολόγια που αναφέρονται στην χήρα είναι πολυάριθμα .Τα περισσότερα έχουν τελετουργικό χαρακτήρα και καθιερώνουν το πέρασμα της γυναίκας από τον γάμο στην χηρεία και περιγράφουν και σχολιάζουν την μοίρα της. Ένα τελετουργικό θέμα είναι εκείνο όπου η μοιρολογίστρα διατάζει την χήρα να κάνει μία σειρά από συμβολικές χειρονομίες. Οι εικόνες έχουν μεγάλη δύναμη και μοιάζουν με πραγματική τελετή καθαίρεσης. Κυρά που κάθεσαι ψηλά, κατέβα παρακάτω, Και κάτσε με τοις άμοιρες , και κάτσε με τοις χήραις, Και τίναχτ’το κεφάλι σου, να γκρεμιστή η κορώνα, Τίναξε και το δάχτυλο, να πέση η αρραβώνα Και βγάλ’τα κόκκινα, και φόρεσε τα μάυρα Τα κόκκινα είναι της χαράς, τα μαύρα είναι της λύπης Η χήρα μέσα κάθεται ,κι όξω κουβεντιάζουν Αν περπατήσει ταπεινά, της λέν πως καμαρώνει Κι αν περπατήσει ογλήγορα, της λέν πως εζουρλάθει Κι αν κουβεντιάσει μ’’αλλονε,της λεν άντρα γυρεύει Κι αν νέθεο και την ρόκα της ,της λεν πως προίκα φτιάνει Κι αν αρρωστήσει και καμιά, της λεν παιδί θα κάμει Αν το μοιρολόγι δεν αφορά νεκρό, τότε η άμεση ενδιαφερόμενη εκφράζει την θλίψη της για το εκάστοτε γεγονός. Στην Μακεδονία ,όπου ήταν οργανωμένη σε μικρές κοινότητες, κάθε θάνατος αποτελούσε γεγονός πένθους, το οποίο καθόριζε την ροή των γεγονότων. ΤΟ ΓΕΥΜΑ ΤΗΣ ΚΗΔΕΙΑΣ Αφού γυρίσουν στο σπίτι οι θλιμμένοι συγγενείς και πλύνουν τα χέρια τους με την σειρά μέσα στην λεκάνη που κρατά ο υπηρέτης ,ακολουθεί το γεύμα της κηδείας (μακαριό ή μακαριά). Εκεί προπόσεις και σπονδές γίνονται μερικ΄ς φορές και μάλιστα τόσο πολύ εγκάρδιες ,ώστε οι συμποσιαζόμενοι να ξεχνούν την θλιβερή στιγμή της γιορτής (Οι πεθαμένοι ,με τους πεθαμένους και οι ζωντανοί, με τους ζωντανούς).Γενικότερα η φιλοσοφία τω Μακεδόνων συνοψίζεται στην φράση : «Όλοι οι θνητοί προορίζονται να πεθάνουν Επομένως, έχοντας μάθει από μένα σωστά Χαρήτε, πιέστε, την μέρα που περνάει Θεωρήστε την δική σας , τα άλλα ‘ναι Τυχαία» ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ Οι φροντίδες για τον νεκρό δεν τελειώνουν με τις τελετές της κηδείας. Φυλάσσεται ζωντανή από τους συγγενείς η αίσθηση της απώλειας, η οποία διαρκεί περίπου ένα χρόνο. Στην διάρκεια αυτού του δωδεκαμήνου όλοι φορούν παλιά ρούχα και η μητέρα και η χήρα του πεθαμένου αποφεύγουν να βγουν έξω μαζί. Την Τρίτη μέρα μετά την κηδεία ,οι φίλες επισκέπτονται την μητέρα του νεκρού και την παρηγορούν με λυπητερή μουσική. «Ήταν εννέα αδέλφια και μία καλή αδερφή, Πολύ ήταν μαυρομάτα. Έβαλαν βουλή τα εννέα αδέλφια να βγουν από τον Άδη ‘’Το που θα πάτε αδέφια μου, θα’ ρθω κει γω κοντά σας’’ ‘’Το που θα πας μωρ’ αδερφή , πολύ είσαι μαυρομάτα. Ημείς θε να περάσουμε ‘π’ του Χάροντα τη πόρτα, Θα βγει ο Χάροντας να μας αποτυχαίνει» Το παραπάνω τραγούδι περιγράφει και τον Χάρο. Γενικά σαν κάτισχνος ,σκληρός και πανούργος γέρος, ντυμένος στα μαύρα κουφός. Η καρδιά του δεν μαλακώνει από παρακαλετά για έλεος. Σε μια περίπτωση μια μάνα τον παρακαλεί: «Λυπήσου μάνες που έχουν μικρά παιδιά, αδερφούς που έχουν αδερφές Λυπήσου ακόμα νιόπαντρα ζευγάρια. Αλλά αυτός απαντά σκληρά: Όπου βρίσκω τρεις παίρνω δύο, κι όπου βρίσκω δύο παίρνω τον ένα. Όπου βρίσκω μοναχό, κι αυτόν ακόμα παίρνω μακριά.» |
Ήπειρος
Ο λαός χαίρεται και τραγουδάει για τη ζωή, τις χαρές και τις λύπες, τις αγωνίες και τους πόθους του. Τραγουδάει για τη πατρίδα του, τους ήρωες του και τη φύση. Τραγουδάει όμως και για το θάνατο, τον Χάρο, τον αποχωρισμό αγαπημένων προσώπων, είτε για τον Κάτω Κόσμο είτε για τόπους ξένους και μακρινούς. Το τραγούδι αυτό είναι το μοιρολόι ή μυρολόι (με “οι” εκ της μοίρας και με “υ” εκ του μυρώ=θρηνώ).
Το μοιρολόι αποτελεί από τις αρχαιότερες ποιητικές εκφράσεις, τραγούδι θρήνου και το πρωτοσυναντάμε στα έργα του Ομήρου. Στην Ιλιάδα αναφέρονται νεκρώσιμα και πένθιμα τραγούδια για τον Αχιλλέα, τον Πάτροκλο καθώς και για τη φυγή της Ελένης. Οι θρηνωδοί των αρχαίων χρόνων έγιναν οι μοιρολογίστρες των νεότερων χρόνων και στον καιρό μας. Τόσο στην αρχαιότητα όσο και στον νεότερο, αλλά και τωρινό, λαϊκό πολιτισμό, ενώ υπάρχει η πεποίθηση περί αθανασίας της ψυχής, οι συγγενείς του νεκρού δε παύουν να θρηνούν και να πενθούν για τον χαμό του αγαπημένου τους προσώπου. Τα μοιρολόγια συναντώνται σε κάθε γωνιά της Ελλάδος, εντός κι εκτός συνόρων του νεοελληνικού κράτους. Από την Βόρειο Ήπειρο στη Κρήτη, και από την Μάνη στον Πόντο και τη Μικρά Ασία. Την πλουσιότερη παράδοση σε βάθος χρόνου, αλλά και ποσοτικά, ακόμη και στις μέρες μας, τη βρίσκουμε στις περιοχές της Μάνης και της Ηπείρου. Τα μοιρολόγια στις περιοχές αυτές μεταφέρονται από γενιά σε γενιά. Σύνηθες φαινόμενο είναι και ο αυτοσχεδιασμός. Ο στίχος και ο ρυθμός των τραγουδιών αυτών της Ηπείρου είναι στα περισσότερα δεκαπεντασύλλαβος, ενώ της Μάνης έχει αντικατασταθεί με δεκαεξασύλλαβο και πολλές φορές με οκτασύλλαβο. Ο ρυθμός και το μέτρο των τραγουδιών αυτών από πολλούς θεωρείται σαν ο μακρινός απόγονος του Ομηρικού στίχου. Ενώ στην αρχαιότητα και στα μετέπειταχρόνια τα μοιρολόγια αποτελούν νεκρώσιμα τραγούδια και πιο σπάνια τραγούδια εκδίκησης. Στα νεότερα χρόνια είναι σύνηθες να αναφέρονται στη ξενιτιά στην οποία αναγκάστηκαν να φύγουν οι ντόπιοι κάτοικοι. Στη Μάνη τα συναντάμε στη νεκρώσιμη τους κυρίως μορφή και ακόμη και μέχρι τους πρόσφατους γδικιωμούς (οι γνωστές, λανθασμένα βέβαια, βεντέτες) τα μοιρολόγια μετατρέπονταν σε εκφράσεις αντεκδίκησης για τον χαμένο της οικογενείας. Ο Πουλίκος Κουράκος συνοπτικά μας λέει πως “το ξακουστό μανιάτικο μοιρολόγι δεν εκφράζει μόνο τη συνταρακτική παρουσία του θανάτου. Είναι και η σπαραχτική διαμαρτυρία της νέας γυναίκας που μένει χήρα. Η απελπισμένη φωνή της κόρης που μένει χωρίς προστάτη. Η λυπηρότερη έκφραση της υπέρτατης οδύνης, η γοερή και τρυφερή συνάμα κραυγή της κεραυνοχτυπημένης μάνας που μένει χωρίς παιδί.”. Στην Ήπειρο το μοιρολόι έχει πάρει μια διαφορετική μορφή, η οποία συμπληρώνειτην παραπάνω περιγραφή. Εκτός από εσωτερικά συναισθήματα που εξωτερικεύονταιμέσα από λόγια, κυρίως με τη μορφή των πολυφωνικών τραγουδιών, μοιρολόγια αποτελούν και μουσικά, ορχηστρικά (όσο μπορεί να ταιριάζει ο όρος) τραγούδια. Πολλά από αυτά έχουν ιδιαίτερο εθνικό χαρακτήρα, κατά της τουρκιάς και τηςτουρκο-αρβανιτιάς. Παράλληλα, πολλά από τα νεότερα μοιρολόγια αποτελούν, όπως αναφέραμε προηγουμένως, μοιρολόγια της ξενιτιάς και του αποχωρισμού, αποτυπώνοντας έτσι την κατάσταση των καιρών. Ακόμη και στα σημερινά πανηγύρια, οι οργανοπαίχτες παίζουν μοιρολόγια, γιατί όπως έχει αναφερθεί, στην Ήπειρο ακόμη και ο γάμος ξεκινάει με μοιρολόι. Είναι η μορφολογία του τόπου που έχει αποτυπωθεί στον ψυχισμό του λαού σε συνδιασμό με τον χαμό αγαπημένων προσώπων και την αγάπη για τον ίδιο τον τόπο. Εκεί όπου ζωή και θάνατος, πένθος και η χαρά γίνονται ένα. Μέσα από την ηχητική μυσταγωγία της δωρικής πεντατονικής αρμονίας. Αξίζει να σημειωθεί πως επίσημα η εκκλησία δεν επιτρέπει την εκδήλωση των μοιρολογιών μέσα στους ναούς μιας και θεωρεί πως αποτελούν απευθείας κατάλοιπο αρχαιών παγανιστικών δοξασιών. Όσοι έχουν παρεβρεθεί σε τέτοιους είδους κηδείες, αλλά και μνημόσυνα, θα πρέπει να έχουν προσέξει πως μέσα στην εκκλησία οι πενθούντες θρηνούν κλαίγοντας και μιλώντας στον νεκρό, αλλά δε κάνουν καμία αναφορά στον Κάτω Κόσμο, τον Άδη ή τον Χάρο. Μέσα στο ορμητικό ποτάμι της ιστορίας, ο λαϊκός πολιτισμός αποτελεί καθαρή έκφραση της εθνοφυλετικής συνέχειας ενός λαού, είναι το γεφύρι που μας ενώνει με το παρελθόν, όπως τα πέτρινα γεφύρια τις δυο όχθες των ποταμών. Ο λαϊκός αυτός πολιτισμός, του οποίου βρίσκουμε στοιχεία σε όλα τα μέρη όπου είχαν αποικήσει οι αρχαίοι μας πρόγονοι, σε ολόκληρο Βαλκανικό χώρο και φυσικά στη Μεγάλη Ελλάδα (Magna Graecia) της Νοτίου Ιταλίας. 1. Μες στο κοιμητήρι, αχ, πικρή βροχή, κάνε να μη σβήσει τούτο το κερί. Κι ούτε ένα λουλούδι να μη μαραθεί, δεν τον σκοτώσαν, έχει κοιμηθεί. Κι εσύ, αγέρα, πάψε πια να κλαις, δεν έχει φύγει, ψέματα μου λες. Μην κοιτάς το στήθος που ’χει ματωθεί, δεν τον σκοτώσαν, έχει κοιμηθεί. Ζεστό σαν το ψωμί, καθάριο σαν νερό, ένα παλληκάρι είκοσι χρονώ. Ούτε που τ’ αφήσαν ν’ απολογηθεί, δεν τον σκοτώσαν, έχει κοιμηθεί. Μαύρο κοιμητήρι, πώς και να γενείς κάμπος της ελπίδας και της προσμονής; Ο αρχάγγελός μου έχει πια χαθεί, μου τον σκοτώσαν, δε θα ξαναρθεί |
Πόντος
Οι δοξασίες για το θάνατο στην
Ελλάδα στηρίζονται το ίδιο στην αρχαία όσο και στη χριστιανική λαϊκή παράδοση.
Εκτός από την Κόλαση και τον Παράδεισο υπάρχει και ο απροσδιόριστος χώρος του «Κάτω Κόσμου», όπου ο Χάρος οδηγεί τις ψυχές, κι οι ψυχές (δίκαιες ή αμαρτωλές) υποφέρουν το ίδιο από το σκοτάδι και το κρύο. Η θύμηση των ζωντανών τους ανακουφίζει. Γι' αυτό κι οι φροντίδες που παίρνουν γι' αυτές οι ζωντανοί συγγενείς τους, από την ώρα του ξεψυχήματος ως τα Μνημόσυνα των μηνών και των χρόνων, είναι έργο αλληλεγγύης κι αμοιβαιότητας ανάμεσα σε ζωντανούς και σε νεκρούς. Παράλληλα όμως οι φροντίδες και τα μνημόσυνα είναι και μια μεσολάβηση των ζωντανών προς το Θεό, για να συγχωρήσει και να ανακουφίζει στον πόνο τους νεκρούς. Τα έθιμα του θανάτου, κινούνται μέσα σε τρεις σκοπούς: α) να βοηθήσουν τον νεκρό (την ψυχή του) στη μεταβατική πορεία του από τη ζωή προς το θάνατο και να ζήσει ήρεμος με τους άλλους νεκρούς, β) να εξασφαλίσουν από το Θεό τη συχώρεση με μνημόσυνα, ελεημοσύνες κτλ, γ) να προστατεύουν τους ζωντανούς από την πιθανή εχθρότητα ή εκδικητικότατα του νεκρού και να επιδιώξουν αντίθετα οικογενειακή και πλατύτερα κοινωνική προστασία. (Ίο τελευταίο αυτό εξηγεί τη συμμετοχή του κοινού στις κηδείες). Έτσι μεταξύ των πολλών και ποικίλων εθίμων του Ελληνισμού του Πόντου εξαιρετική θέση κατείχαν και αυτά που αναφέρονταν στους νεκρούς. Προθανάτια έθιμα Ο ετοιμοθάνατος προαισθανόμενος το τέλος της ζωής του επιζητούσε να συγχωρεθεί με όλους τους περί αυτόν και προ πάντων με εκείνους, προς τους οποίους ευρίσκετο εν διαστάσει ή ήτο θυμωμένος για διαφόρους αιτίας. Συνήθως κατά στις τελευταίας ημέρας του ασθενούς ελάμβαναν χώραν συχνά και αδιάκοπες επισκέψεις των συγγενών, των φίλων και των γειτόνων του, οι οποίοι προσπαθούσαν να παρηγορήσουν τον άρρωστο και τους οικείους του τονώνοντας ούτω το ηθικόν αυτών. Ο ηλικιωμένος ασθενής προσκαλούσε πλησίον του τους δικούς του και τους έδινε την ευχή του λέγων «την ευχή μ' να έχετε και τη Χριστού και τη Παναγίας». Εν τω μεταξύ γίνονται ενέργειες προς ανακούφιση ή ανάρρωση του ασθενούς. Εκαλείτο ο ιερεύς «για να απορκΐζ τον αρρωστον», δηλ. να εξορκίζει για διαφόρων ευχών τα πονηρά πνεύματα να απομακρυνθούν από τον ασθενή. Το απόρκιαμαν συντελούσε κυρίως για την απομάκρυνση του φόβου. Επίσης ετελείτο αγιασμός επί του στήθους του ασθενούς και αλείφετο δι' αυτού όλο το σώμα του για να ελαφρύνουν οι πόνοι και μετριασθεί η αγωνία του ετοιμοθάνατου. Προς ηθική ενίσχυση του ασθενούς εκαλείτο ο ιερεύς για να εξομολογήσει και να δώσει μετάδοση στον άρρωστο, διότι «η κοινωνα κι'βλάφτ'» (δενβλάφτει), «η μετάδοση δι' υαν» (δίνει υγεία) και προς τούτοις «για να έσ' χωρίουν τ' αμαρτίας άτ'» (για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες του) Εθεωρείτο «τρανόν αμαρταν» το να πεθάνει κανείς ακοινώνητος. Επήγαινε κολατισμένος και η ψυχή του μόνο στην κόλαση είχε θέση. Το κρίμα και η αμαρτία της περιπτώσεως ταύτης επεβάρυναν τον ιερέα, εάν ειδοποιηθείς δεν έφθανε εγκαίρως να κοινωνήσει τον ασθενή, ή τους οικείους του, εάν δεν ειδοποιούσαν εγκαίρως αυτόν. Όλες οι πράξεις των ανθρώπων μετά το θάνατο αυτών εθεωρούντο συγχωρημένοι, εφόσον εννοείται εξομολογούντο και εκοινωνούσαν. Εν εναντία περιπτώσει το σώμα των έμενεν άλυτον, δηλ. δεν διελύετο εντός του τάφου, οπότε έπρεπε απαραιτήτους να ζητηθεί η παρ' αρχιερέως συγχώρησις των. Προς τούτο ο δεσπότης «έβγαινεν άπαν' 'ς σο ταφίν», δηλ. ιστάμενος επ' του τάφου του νεκρού ανεγίνωσκε διαφόρους ευχές υπέρ συγχωρήσεως των αμαρτιών του κεκοιμημένου. Γι' αυτόν το λόγο το εσπέρας της Μ. Παρασκευής ο ιερεύς περιέφερε τον Έπτάφιον επ' των μνημάτων των νεκρών ευχόμενος «υπέρ συγχωρήσεως και αναπαύσεως της ψυχής αυτών». Όταν πέθαινε κάποιος χτυπούσε η καμπάνα και όλοι σταματούσαν τις δουλειές τους. Στο σπίτι έλουζαν τον νεκρό και τον έντυναν με τα ωραιότερα ρούχα που είχε. Μετά τον βάζανε πάνω σε μια πόρτα που είχανε βγάλει από το σπίτι και τον σκέπαζαν με ένα σεντόνι μέχρι την μέση και άφηναν δίπλα του ένα πιάτο με κόλλυβα με ένα αναμμένο κερί. Ύστερα οι συγγενείς καλούσαν τις μοιρολογίστρες και σιγά-σιγά μαζευότανε κόσμος και τότε οι μοιρολογίστρες άρχιζαν να μοιρολογούν τον νεκρό και οι συγγενείς τον θυμιάτιζαν. Εάν πέθαινε η μάνα οι κόρες μοιρολογούσαν και τις λέγανε: "Μανίτσα μ', μανίτσα μ', μανίτσα μ', μερ εφέκες μας και πας, μανίτσα μ', μικράν, ορφανάν εφέκες μας μανίτσα μ', εμνοστέσα μανίτσα μ' όόόόόι. Μάναν νέαν εσύ έσνε, και μικρά είμεσε μερ εφέκες μας και πας, μανίτσα μ', τον πατέρα μ' κι ελογαρίασες, μανίτσα μ' όόόόόι" Στο μεταξύ οι συμπολίτες έφτιαχναν το φέρετρο, τον σταυρό και άνοιγαν τον τάφο. Το φέρετρο από το σπίτι στην Εκκλησία και από την Εκκλησία στο νεκροταφείο το κουβαλούσανε 4 άντρες. Μετά την κηδεία οι συγγενείς μοίραζαν λαβασες και κόλλυβα. Έπειτα πηγαίνανε στο σπίτι του νεκρού οπού έπιναν καφέ και κονιάκ. |
Μοιρολόγια
Το μοιρόλεμαν ήτο απαραίτητο για τους νεκρούς. Η διάταξη των μοιρολογουσαν γυναικών είχε ως εξής. Εκάθηντο καταγής ή επί χαμηλών σκαμνιών ή επί των γονάτων σε σχήμα χορού πέριξ του νεκρού. Κατ' έθιμον το μοιρολόγι ήρχζεν η πρεσβυτέρα γυναίκα της οικογενείας και ακολουθούσαν οι νεώτεροι κατά σειρά οικογενειακής ιεραρχίας, γιαγιά, μητέρα αδελφές, νύμφες κο.κ. Καθ' ον χρόνον μοιρολογούσε μία των γυνακών, οι άλλες ενέσυρναν, δηλαδή έκλαιαν σιωπηρώς αναστενάζουσχι. Το μοιρολόγι συνεχίζετο επί ώρας συνοδευόμενο συνήθως με γοερούς θρήνους και κοπετούς, με στηθοκτυπήματα, μάδισμα ή τράβηγμα μαλλιών, παρατεταμένον φίλημα του νεκρού κτλ. Για την αποτροπή τοιούτων υπερβασιών κατά τον θρήνο και την ματαιότητα αυτών χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι: «Αν αποθάνω, κάλη μου, μ' ευτάς παρανομίας, κλάψο μ' ατώρα ζωντανόν και φτούλτσον 'τα μαλλία σ'». Οι μοιρολογούσες είχαν εις στις χείρας των μαντήλι μαύρου ή σκούρου χρώματος, το οποίο κρατούσαν εκ των δυο ακρών του και το κινούσαν μάλλον σταυροειδώς και ρυθμικώς προς το μέρος του νεκρού. Ενίοτε το μοιρολόγημα ήτο τόσον έντονο και συνεχές, ώστε προκαλούσε εξάντληση και λιποθυμία των μοιρολογουσών. Τότε παρενέβαιναν άλλες γυναίκες ψυχραιμότερες ή και άνδρες και απεμάκρυναν ή καθησύχαζαν στις κλαίουσας γυναίκας. Υπήρχαν και ειδικές μοιρολογίστρες, στις οποίες εκκαλούν να μοιρολογούν τους νεκρούς έναντι αμοιβής. Χαρακτηριστική είναι η στιχομυθία μεταξύ της συζύγου νεκρού και μοιρολογίστρας η οποία εσταμάτη το μοιρολόγημα διότι η αμοιβή της δεν ήτο ικανοποιητική. Ερωτηθείσα δε περί της αιτίας απήντησε μοιρολογούσα: -Το φάβατα μ ' ολίγα είν' και' κ' επορώ να κλαίω». -Βάλτ' απάν' αλλ έναν βούραν», ανταπάντησε μοιρολογούσα και η σύζυγος του νεκρού. Τα μοιρολόγια του Ποντιακού ιδιώματος ήσαν ως επί το πλείστον αυτοσχεδίαστα Οσονδήποτε και αν διαφέρουν αναμεταξύ των λόγω των περιπτώσεων, της υποθέσεως των και των δημιουργών προσώπων, ακολουθούν όμοιον τρόπον εκφράσεως ο οποίος καθιερώθη υπό προγενεστέρων γενεών και λαμβάνουν ένα κοινό τύπον ως προς την μορφή και το περιεχόμενο αυτών. Μεταξύ αυτών είναι άξιο λόγου για την σύνθεση του το λεγόμενον κατά την ώραν, που ελάμβανε Ώσπου θα εν ο θάνατον Ώσπου θα εν ο θάνατον ώσπου θα εν ο χάρον κανείς κι κλώσκεται και λέει εγώ κι θα αποθάνω. Κόρ’ έπαρ’ ασό σάβανο κορδέλα σα μαλλία σ’ και όντες θα κορδελιάσ’ ατά να κλαις από καρδίας. Αν αποθάνω θάψτε με σύρτε απάν-ι-μ χώμα αφήστε με παράθυρον να ελέπω την τρυγώνα μ’. Ανάθεμα και το ρακίν ασ’ όλιον το καλλίον εκατό δράμια είν’ πολλά ημσόν οκάν ολί(γ)ον. Χορός Χαλάι Άγγελος με τα φτερά και με το σταυρόν σο χέρ' έρθεν και εμέντσε μας με τ' άγριον το χαπέρ Θα παίρομε την οδόν ο θεόν που θα ορίζ' κάποτε να κλώσκουμες το μένεμάν ατ' ορίζ' Βάι εμάς, αϊλί εμάς που επεκατήβαμε αοίκον τρανόν κακόν άλλο πουδέν 'κι είδαμε ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ 1-Ο Πόντον σίτα ερήμωσεν και όλ’ εταουτεύταν ο ουρανόν ελίβωσεν τ’άστρα εκαπατεύταν. 2-Εταουτεύταν τ’εμετέρ’ επέραν τα ρασία α’σόν εχτρόν κυνηγημέν’ άμον Θεού πουλία. 3-Ο Αε Σάββας σιγοκλαίει στενάζ’ ο Βαζελώνας, Αέρτς, ΑΓιάννες,ΑεΒασίλτς ψάλ’νε Θεού κανόνας. 4-Τα Σούρμενα τα έμορφα με τη τρανοψαλτάδες ψάλ’νε το "Κύρ’ ελέησον " εντάμαν με ποπάδες. 5-Η Κερασούντα κρυφοκλαίει η λεφτοκαρομάνα, τα λεφτοκάρια επέμνανε ασώρευτα σ’ορμάνια. 6-Σαμψούντα θαλασσόνυφε και θαλασσοδερμέντζα, εστά να κλαίς, ’κ’ι(γ)εύ’ σ’εσέν’ να φαίνεσαι κλαμέντζα. 7-Η Τραπεζούντα όντας κλαίει κλαινίζ’ όλον τον τόπον, η Παναΐα μοιρολο(γ)ά και σείεται ο Πόντον. 8-Τη Παναΐας Σουμελάς τ’ομμάτια εδακρύαν, Ματσούκα μ’ άλλο μη γελάς σα χώματα σ’ εξύαν. 9-Το μικροπούλ’ το Ζερφυρή εσιάσιεψεν και ετέρνεν, σίτ’ έφυεν η ταρασή παντέρημον επέμνεν. 10-Ορντού μοιρολο(γ)ούνε σε τρακόσια εννέα χωρία αιώνια θα τιμούν’εσε Ρωμαί-ι-κα παιδία. 11-Ρασόπα μη συρίζετεν ποτάμια μη βοάτεν, την χαμονήν τ’εμέτερον τούλα μοιρολο(γ)άτεν. 12-Ν’αϊλί σ’ε(κ)είνο το δεντρόν ντο τρώει αξιναρέαν, πάντα θα κλαίει και θα ματών α’ση γεράν μερέαν |
Κύπρος
Σούπα του πεθαμένου (ή φτωχού)
Έθιμο της Αραδίππου:"Για την μακάριση των ψυχών" εις μνημην και προς τιμήν των αποθανόντων της οικογένειας, ολόκληρη η οικογενεια, το σόι για την ακρίβεια, ασχολείται απο την προηγοuμεvη μερα (του Ψυχοσάββατου) με την ετοιμασια της "σουπας του πεθαμένου'', όπως την αποκαλουν στην Αραδίππου ή αλλιώς την "σούπα του φτωχού'" γιατί πέραν του συμβολισμού, ιδιαίτερα τα πιο παλιά χρόνια ολόκληρο σχεδόν το περιεχόμενο των καζανιών δινόταν στους φτωχούς της κοινότητας για να μακαρίσουν τους πεθαμένους τους.
Από τον θάνατο στην κηδεία
Στην παραδοσιακή κυπριακή κοινωνία ο άνθρωπος φοβόταν το θάνατο, όπως και σήμερα. Όταν για παράδειγμα έκλεγε κουκουβάγια, θεωρούσαν ότι κακό θα συμβεί, κάποιος θα αρρωστήσει βαριά ή θα πεθάνει. « Αμαν νειν κλάψη ο κουκκουφκιάος ήταν άσιημον σημάιν » .
Όταν πλησίαζε η ώρα κάποιου να πεθάνει του έδιναν Θεία Κοινωνία, γιατί όπως πίστευαν αν κάποιος πέθαινε ακινότητος ήταν αμαρτωλός. Με τη Θεία κοινωνία ο μελλοθάνατος θα ακολουθούσε το δρόμο του θεού. « Η θεία μετάληψις ... φανάρι, το οποίον φέγγει εις την ψυχήν εις το δεόμο προς τον θεόν... ». Επίσης έπρεπε να έρθουν άτομα που ήταν τσακωμένα με το μελλοθάνατο για να του δώσουν συγχώρεση. Αν κάποιο οικείο πρόσωπο του απουσίαζε, όπως πιστευόταν στα χωριά Δίκωμο και Ριζοκάρπασο, έπρεπε να δώσουν ένα ποτήρι νερό στο μελλοθάνατο στο όνομα του απόντος και να σταυρώσουν με φύλλα ελιάς το προσκέφαλο του. Με τον τρόπο αυτό ο ετοιμοθάνατος θα ξεψυχούσε πιο εύκολα. « Αν απουσιάζει προσφιλές πρόσωπον ... σταυρώνουν τρία φύλλα ελιάς εις την κεφαλήν... ».
Όταν ξεψυχούσε ο ετοιμοθάνατος , οι πλησιέστεροι συγγενείς, του έκλειναν τα μάτια. Αν ο νεκρός πριν το θάνατο του ζητούσε κάτι να φαει και δεν του δόθηκε, τότε τοποθετείτε μετά το θάνατο του, πάνω στα σταυρωμένα χέρια του.
Το σώμα του νεκρού το έλουζαν με χλιαρό νερό. Αργότερα, « μιζάρωναν » το σώμα του με άσπρο αχρησιμοποίητο πανί. Τα « μίζαρα » τα δίπλωναν στη μέση και τα έκαβαν με κερί μέχρι να μπορεί να περάσει το κεφάλι του νεκρού. « ... διπλώννουν το στην μέσην τζαι κρούζουν το με τζερίν για να χωρή την κκελέν του... ». Όπως υποστηριζόταν στα Κοκκινοχώρια, δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για τα « μίζαρα » ψαλίδι ή βελόνι. Ο ήχος των μετάλλων θα καλούσε το Χάρο στο σπίτι του νεκρού. « ... δεν επιτρέπεται να εγγίσει μέταλλον, δια τον νεκρόν μίζαρα ... κάλεσμα Χάρου... ». Πάνω από τα « μίζαρα » τους έντυναν με τα επίσημα τους ρούχα. Όταν τελείωναν με την ενδυμασία του νεκρού, του έδιναν τα χέρια και τα πόδια με ένα άσπρο μαντίλι και τοποθετούσαν στο στήθος του κέρινο σταυρό.
Όλοι όσοι ήταν παρόντες την ώρα του θανάτου έπρεπε να παραμείνουν άγρυπνοι όλοι τη νύχτα στο προσκέφαλο του νεκρού, για να μείνει ευχαριστημένος. Δίπλα από το λείψανο άναβαν καντήλι με λάδι ( το άφηναν για σαράντα ημέρες ) και έβαζαν μια κούπα με σιτάρι.
Όταν ερχόταν η ώρα να σηκωθεί το λείψανο του νεκρού, δεν έπρεπε να κοιμόταν κανείς. Την ημέρα της κηδείας δεν επιτρεπόταν να ανοίγονται ερμάρια ή σεντούκια, για να μην σκουπίσει όπως πιστευόταν, ο Χάρος το μαχαίρι του επάνω στα ρούχα.
Η κηδεία γινόταν πάντα ημέρα. Όπως πίστευαν όταν θαφτεί νεκρός την ώρα που δύει ο ήλιος, τρέχει και το θανατικό στο χωριό. Στο χωριό Δίκωμο υπήρχε η αντίληψη ότι ο νεκρός πρέπει να μείνει για οχτώ ώρες και μετά να θαφτεί. « Έπρεπε να μείνει οχτώ ώρες... αν ήταν δείλης εμείνισκεν ως το πρωίν ...».
Οι συγγενείς του νεκρού φώναζαν δυνατά και « νεκαλιούνταν ». Οι γυναίκες μοιρολογούσαν, κτυπούσαν τα στήθια τους, ντύνονταν στα μαύρα και φορούσαν μαύρη μαντίλα στο κεφάλι τους. Οι άντρες έμεναν χωρίς να ξυριστούν για σαράντα ημέρες, φορούσαν μαύρο πουκάμισο ή τοποθετούσαν ψηλά στο χέρι τους μαύρο πανί. Επίσης οι άντρες προσπαθούσαν να επαναφέρουν τις αιμόφυρτες, εξαντλημένες γυναίκες από το κλάμα, οι οποίες φώναζαν τις αρετές και τα κάλλη του νεκρού. « ... θρηνούσι, δηλ. ξεσχίζουσαι τα στήθη και τας παρειάς... μετά ολοφυρμών και καπετών ».
« ... οι γυναίτζες εντύννουνταν μαύρα... μαύρην κουρούκλαν. Οι αθθρώποι ως τες σαράντα άφηνναν το γένιν τους... εφορούσαν μαύρον πουκάμισον...».
Το νεκρό τον μετέφεραν στο κοιμητήριο στα χέρια τέσσερις συγγενείς του. Η σωρός του νεκρού δεν έπρεπε να περάσει από σπίτι στο οποίο υπήρχε λεχώνα, γιατί όπως πίστευαν ο νεκρός θα την τραβούσε μαζί του. Μπροστά στη κηδεία ήταν ο σταυρός, τα εξεπτέρηγα με μαύρα ρούχα, το φανάρι, μετά ο ιερέας, ο νεκρός και ύστερα ο υπόλοιπος κόσμος. Όταν η σωρός περνούσε έξω από σπίτια, ο κόσμος έπρεπε να βγει έξω και όσοι κάθονταν σε καφενεία να σταθούν όρθιοι προς τιμή του νεκρού. « Έφκαινναν ούλλοι έξω που τα σπίθκια τους... ».
Για να κατεβάσουν το νεκρό μέσα στον τάφο χρησιμοποιούσαν σχοινιά. Στο Δίκωμο το νεκρό τον τοποθετούσαν δύο άντρες με τα χέρια. « Επιάνναν τον θκυο αθθρωποι στα σιέρκα τους ... εκατεβάζαν τον μεσ΄τον λούκκον ».
Ο ιερέας όταν τοποθετούσαν το νεκρό στον τάφο απάγγελλε ευχές της εκκλησίας, έριχνε λάδι στο σώμα του νεκρού και σχημάτιζε το σχήμα του σταυρού. Επίσης έριχνε χώμα στους τέσσερις ορίζοντες ( σχήμα σταυρού ) και νερό. Μετά οι συγγενείς του νεκρού, εναλλάξ σκέπαζαν το σώμα του με χώμα με φτυάρια. Όταν γέμιζε τελείως ο τάφος οι συγγενείς έπρεπε να πλύνουν τα χέρια τους με άφθονο νερό γιατί θεωρούνταν μολυσμένοι.
Όλοι όσοι παρευρέθηκαν στην κηδεία, για να μακαρίσουν το νεκρό έπρεπε να πιάσουν από τη λεγόμενη « παριορκά ». Μικρά κομματάκια ψωμιού, ελιές , κρασί και τυρί ( χαλούμι ). « ... να πάρουν δηλ. τεμάχια άρτου, τυριού, ελαίας ». « Στην μακάρισην, έκοφκαν ψουμίν μιτσιά ... κρασί ελιές ».
Μετά το τέλος της κηδείας ο ιερές και οι συγγενείς πήγαιναν στο χώρο όπου ξεψύχησε ο νεκρός και τον μνημόνευαν. Έπειτα φίλοι, συγγενείς έτρωγαν και εύχονταν να αναπαυθεί η ψυχή του αποθανόντος. Σε μερικά χωριά ( Κοιλάνι ) γινόταν ξημέρωμα του νεκρού. Την επόμενη ημέρα της κηδείας, πριν ο ήλιος ανατείλει, πήγαιναν όλοι οι συγγενείς με άνθη, κάπνιζαν το τάφο του νεκρού και μοιρολογούσαν.
Για σαράντα ημέρες, συγγενικό πρόσωπο του νεκρού έπρεπε να επισκέπτεται το κοιμητήριο, να καπνίζει και να ανάβει κερί. Όπως πιστευόταν αν στις σαράντα ημέρες εισερχόταν στην οικία του νεκρού πουλί ή πεταλούδα, σήμαινε ότι η ψυχή του αποθανόντος ερχόταν να αποχαιρετίσει τους συγγενείς του. « Αν κατά τας 40 αυτάς ημέρας ... πουλλί ή πεταλούδα ... επισκεφθή και ν΄αποχαιρετήση τους εν οικία ».
Στους τρεις μήνες ήταν τα τριμήνια του νεκρού, στους έξι μήνες τα εξαμήνια, στους εννιά τα εννιαμήνια και στο χρόνο, ο χρόνος. Την ώρα που ο ιερέας μνημόνευε το νεκρό στην εκκλησία όλοι οι συγγενείς άναβαν κερί.
Τα μνημόσυνα όπως υπήρχε η αντίληψη, γίνονταν γιατί ο νεκρός στον άλλο κόσμο συνεχίζει το βίον του και επομένως έχει την ανάγκη επικοινωνίας του με τους ζωντανούς. Οι ζωντανοί με αυτό τον τρόπο πίστευαν ότι έπρεπε να προσφέρουν στη ψυχή του νεκρού ότι χρειαζόταν. Επίσης με το άναμμα των κεριών στα μνημόσυνα «παίρνει άνεση ο πεθαμένος» και με τα κόλυφα τρέφεται.
Γενικότερες αντιλήψεις
Κατά την παράδοση, ο θάνατος μπαίνει αόρατος από την στέγη του σπιτιού, ειναι οι δύο Αρχαγγέλοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Ο ένας κρατάει σπαθί που παίρνει την ψυχή του ανθρώπου, ενώ ο άλλος κρατάει κρίνο και μυρίζει το νεκρό για να μη νιώσει πόνο την ώρα που αποσπάται η ψυχή του. Μετά το θάνατο, σηκώνουν τα ρούχα που πέθανε ο νεκρός και τα πλένουν ή τα καίνε, γιατί πιστεύουν ότι είναι γεμάτα αίματα από την σφαγή.
Για τρεις ημέρες, λένε, ότι η ψυχή του νεκρού πλανάται μέσα στο σπίτι και παρακολουθεί εκ του αφανούς. Μετά και επί σαράντα μέρες επισκέπτεται όλα τα μέρη που περπάτησε ο αποθανών κατά την διάρκεια της ζωής του.
Οταν καποιοι χαροπαλεύουν ολόκληρες μέρες και δεν βγαίνει η ψυχή τους και τυραννιούνται, σημαινει οι άνθρωποι αυτοί θεωρούνται κριματισμένοι. Αν έχει καμιά μεγάλη έχθρα με κάποιον, στέλνουν και τον καλούνε να συγχωρεθούνε και κατ' αυτόν τον τρόπο επιταχύνεται ο θάνατος.
Τους ετοιμοθάνατους τους κοινωνάνε για να γίνουν καλοί χριστιανοί, έστω και στο τέλος. Πολλοί δεν θέλουν να κοινωνήσουν, γιατί με την κοινωνία θεωρούν βέβαιο το θάνατο.
Πολλές φορές συμπίπτει την ημέρα του θανάτου κάποιου να γίνει μια θεομηνία. Το γεγονός το συσχετίζουν με τον θάνατο και θεωρούν τον άνθρωπο αυτό πολύ κακό και κριματισμένο.
Όταν το λείψανο βραχεί κατά την μεταφορά του στο νεκροταφείο, πιστεύουν ότι κι άλλος θα πεθάνει.
Οι γυναίκες προσέχουν τα μαλλιά τους να μην ακουμπήσουν στο πρόσωπο του νεκρού, γιατί πέφτουν.
Αν φτερνιστεί κάποιος μπροστά στο νεκρό, ξηλώνει μια ραφή από ένα ρούχο, γιατί αλλιώς πεθαίνει.
Σαν βγάλουν το λείψανο, πετάνε έξω από το παράθυρο διάφορα αντικείμενα όπως πιάτα και ποτήρια, έτσι πετούν το θάνατο.
Η μάνα, που της πεθαίνει το πρώτο παιδί, δεν κάνει να ακολουθήσει την κηδεία στην εκκλησία, γιατί υπάρχει κίνδυνος και για άλλο.
Σαν περνάει η κηδεία από τις γειτονιές, κλείνουν τις πόρτες για να μην μπει ο χάρος στα σπίτια.
Έθιμα
Το σφάλωμα των αμμαθκιών
Όταν εκπνεύσει και πεθάνει ο άνθρωπος, πρώτον μέλημα των παρισταμένων είναι να του κλείσουν τους οφθαλμούς με τους αντίχειρες των δυο χεριών τους, αφού πρώτα τους τρίψουν στο χώμα, ειδάλλως οι οφθαλμοί δεν κλείνουν. Λέγεται ότι όσες φορές εδοκίμασαν, οι οφθαλμοί δεν έκλειναν μέχρις ότου οι αντιχείρες ετρίβησαν στο χώμα. Φαίνεται εδώ να εφαρμόζεται ο θείος λόγος: «Γη εί και εις γην επελεύσει»
Η αγωνία του ετοιμοθάνατου
Συμβαίνει πολλές φορές ο ετοιμοθάνατος να μην ξεψυχά και να βασανίζεται και να αγωνιά ενώ καταλαβαίνει ότι θα πεθάνει, αλλά η ψυχή του να μην βγαίνει, και αυτό να παρατείνεται για μέρες χωρίς να επέρχεται το τέλος. Πιστεύουν ότι αυτό συμβαίνει γιατι ο ψυχορραγών αμάρτησεν και για να επισπεύσουν τον θάνατον, τοποθετούν στον λαιμόν του το όργανον με το οποίον αμάρτησε. Π.χ. αν ήταν ζυγιστής και ξεγελούσε τους πελάτες του στο ζύγισμα, του έβαζαν το καντάριν (όργανον ζυγίσματος) στο λαιμό και ευθύς ξεψυχούσε. Αν ήταν υφασματοπώλης και έκλεβε στο μέτρημα, του έβαζαν τον πήχη κτλ.
Στη Πάφο συνηθίζουν να παίρνουν χώμα από τον τάφο του πεθαμένου ο οποίος είχε αδικηθεί από τον ψυχορραγούντα, να το ανακατεύουν σε νερό και να ποτίζουν τον ετοιμοθάνατο. Έχει παρατηρηθεί ότι με αυτόν τον τρόπον ο άρρωστος εκπνέει και ησυχάζει.
Όταν ο ετοιμοθάνατος αναζητεί πεθαμένους οικείους του
Κάποιες φορές ο ετοιμοθάνατος αναζητεί επίμονα να δει κάποιον δικόν του ο οποίος όμως είναι ήδη πεθαμένος. Οι συγγενείς για να τον καθυσηχάσουν και να τον παρηγορήσουν, τοποθετούν στο στήθος του μικρά κλαδιά λεμονιάς, λέγοντας του ότι του τα στέλλει αυτός που απουσιάζει. Διαφορετικά, τον ποτίζουν τρεις γουλιές χλιαρό νερό λέγοντας του ότι τον ποτίζει ο αγαπημένος του που απουσιάζει και επέστρεψε. Με αυτό τον τρόπο υσηχάζει ο ετοιμοθάνατος, και ξεψυχά καθησυχασμένος.
Η επιθυμία του ψυχορραγούντος
Πολλές φορές οι ετοιμοθάνατοι ζητούν επίμονα κάποιο φαγητό το οποίον όμως τους βλάπτει ένεκα της καταστάσεως τους, οπότε οι οικείοι τους δεν εκπληρώνουν την επιθυμίαν τους. Αν ο ετοιμοθάνατος το επιζητεί μέχρι της τελευταίας του πνοής, μετά τον θάνατον του οι συγγενείς του εναποθέτουν επί των εσταυρωμένων χεριών του το φαγητό που επιθυμούσε.
Ο λαογράφος συγγραφεύς Ξενοφώντας Π. Φαρμακίδης, μαρτυρεί ότι το 1882 η αποθανούσα δεκαεφτάχρονη αδερφή του Ευλαλία, ζητούσε επιμόνως δαμάσκηνα τα οποία έβλεπε από το παράθυρο της στην απέναντι αυλή ενώ ευρισκόταν ετοιμοθάνατη στο κρεβάτι της. Όταν απεβίωσε, οι γονείς της εναπόθεσαν στα εσταυρωμένα χέρια της κλαδίν φορτωμένο με δαμάσκηνα.
Το καντήλι του νεκρού
Πεθαίνοντας ο άρρωστος τοποθετείται από τους συγγενείς του σε μακρουλό τραπέζι με την κεφαλήν στραμμένην προς την ανατολή και τον ευπρεπίζουν και τον μιζαρώνουν με τα σάβανα.
Από την κλίνην στην οποίαν εξέπνευσεν, σηκώνουν το κρεβάτι και στο μέρος της κεφαλής τοποθετούν καντήλιν αναμμένο και ένα πιάτο γεμάτο με νερό βάζοντας πάνω του δυο ξυλαράκια σε μορφή σταυρού, και επί αυτών τοποθετούν έναν άρτον. Τα αφήνουν επί τρεις ημέρες γιατί πιστεύουν ότι η ψυχή του τεθνεώτος έρχεται και νίπτεται για να παρουσιαστεί ευπρόσωπος ενώπιον του Θεού, αλλά και για να επισκοπήσει τα μέρη της οικίας του. Μετά την παρέλευση των τριών ημερών, ο άρτος δίδεται ελεημοσύνη επ’ ονόματι του νεκρού.
Σε ορισμένους τόπους μετά την εκπνοή του αρρώστου, τοποθετούν κάτω από την κλίνην πιάτο με άρτον επ’ αυτού, και καντήλι αναμμένο για σαράντα μέρες. Την τεσσαρακοστήν ημέρα ο άρτος δίδεται ως ελεημοσύνη στον πρώτον τυχόντα πτωχό. Λέγεται ότι ο άρτος αυτός αντέχει εις την ευρωτίασην, δηλαδή δεν μουχλιάζει.
Ο νεκρός και η βλασφημία
Όσο ο νεκρός μένει άταφος, θεωρείται κακό να διαπληχτίζονται και να μαλώνουν στην οικία του. Επίσης είναι κακό κάποιος να βλασφημεί, διότι αυτό είναι επίκληση του διαβόλου, και έχει ως αποτέλεσμα το στοίσιωμαν του νεκρού.
Το κρεβάτι και τα ενδύματα του νεκρού
Σε ορισμένα μέρη τυλίγουν το κρεβάτι του νεκρού επί της κλίνης και τοποθετούν πιάτο γεμάτο με λάδι από το ευχέλαιο και ένα φυτίλι να ανάβει. Μετά από σαράντα μέρες φέρουν το κρεβάτι στην αυλή και τοποθετούν πάνω τα ρούχα που φορούσε την ώρα που ξεψυχούσε ο νεκρός. Τα ραντίζουν με νερό και ύστερα τα πλένουν και τα δίδουν σε οποιονδήποτε φτωχό συναντήσουν πρώτον, ή τα αποστέλλουν σε κάποιον φτωχό που έχουν υπ’ όψιν τους.
Σε άλλους τόπους το περιτυλιγμένο κρεβάτι καθώς και τα ρούχα που φορούσε ο νεκρός κατά την ώρα της εκπνοής, τα τοποθετούν σε παράμερος μέρος της οικίας και καθημερινά επί σαράντα μέρες τα ραντίζουν με νερό.
Άλλοι άνθρωποι καίνε το κρεβάτι και τα ρούχα από φόβο μεταδόσεως μικροβίων ή ασθενειών.
Το πόσιμον ύδωρ
Μετά την εκπνοή του αρρώστου, οι νοικοκυραίοι χύνουν όλα τα πόσιμα ύδατα από τα οικιακά σκεύη, διότι θεωρείται ότι δι’ αυτών ο χάροντας έπλυνε την ρομφαία του (το σπαθί του) με την οποίαν αφαίρεσε την ψυχή του πεθαμένου. Σε ορισμένους τόπους δεν χύνουν τα ύδατα μόνο στο σπίτι του νεκρού, αλλά εις όλην την κοινότητα και τα αντικαθιστούν με φρέσκα, διότι θεωρούνται ύδατα του πεθαμένου και ότι είναι μολυσμένα και δεν είναι πλέον πόσιμα.
Κηδεία
Κατά την κηδεία συνηθίζεται να προπορεύεται κάποιος κρατώντας αγγείο γεμάτο νερό και να ακολουθεί άλλος κρατώντας πιάτο γεμάτο λάδι. Αν κάποιος έρχεται εκ της αντιθέτου μεριάς, πιστεύουν ότι πρεπει να λοξοδρομήσει διότι αν συναπαντηθεί μαζί τους θα πεθάνει εντός των ερχομένων σαράντα ημερών.
Παρηορκά
Μετά την ταφή, επί του τάφου οι συγγενείς προσφέρουν οινοπνευματώδες ποτό μετά προδορπίου (συνήθως χαλούμι, ελιές και ψωμί). Σε διάφορους Ελλαδικούς χώρους ονομάζεται μακαρκά (μακαριά), δηλαδή παρηγοριά.
Καθαριότητα
Μετά την έξοδο του νεκρού το σπίτι σαρίζεται ολόκληρο αρχίζοντας το σκούπισμα από την κύρια είσοδο προς τα εντός της οικίας, πιστεύοντας ότι έτσι κανείς άλλος όταν εξέρχεται δεν πεθαίνει. Επίσης ραντίζουν και καπνίζουν το σημείο στο οποίο εξέπνευσε ο νεκρός.
Στο χωριό Ζώδκια θεωρείται δυσοίωνο να εκπνεύσει ο ασθενής επί της κλίνης, γι αυτό τον κατεβάζουν και τον ξαπλώνουν σε στρωσίδι στο πάτωμα για να μην αφήσει την τελευταια του πνοή στο κρεβάτι. Στο τόπο που έστρωσαν και εξέπνευσε σκουπίζουν, ραντίζουν και θυμιάζουν επί σαράντα μέρες. Το εθιμο του ραντίσματος και του θυμιάματος επί σαράντα μέρες το εφαρμόζουν και σε τόπους εκτός οικίας όπου εκεί πέθαναν άνθρωποι, πχ. από πτώση δένδρου ή γκραιμμού.
Ο νεκρός τη νύχτα
Σε παλαιότερες εποχές, ουδέποτε ο νεκρός αφηνόταν μόνος και αφύλαχτος τη νύχτα. Όφειλε κάποιος συγγενής ή κάποιος επί πληρωμή να αγρυπνήσει και να φυλάξει το πτώμα να μην το πλησιάσει γάτος, διότι πίστευαν ότι στοίσιωνε ή μετενσαρκωνόταν.
Έθιμο της Αραδίππου:"Για την μακάριση των ψυχών" εις μνημην και προς τιμήν των αποθανόντων της οικογένειας, ολόκληρη η οικογενεια, το σόι για την ακρίβεια, ασχολείται απο την προηγοuμεvη μερα (του Ψυχοσάββατου) με την ετοιμασια της "σουπας του πεθαμένου'', όπως την αποκαλουν στην Αραδίππου ή αλλιώς την "σούπα του φτωχού'" γιατί πέραν του συμβολισμού, ιδιαίτερα τα πιο παλιά χρόνια ολόκληρο σχεδόν το περιεχόμενο των καζανιών δινόταν στους φτωχούς της κοινότητας για να μακαρίσουν τους πεθαμένους τους.
Από τον θάνατο στην κηδεία
Στην παραδοσιακή κυπριακή κοινωνία ο άνθρωπος φοβόταν το θάνατο, όπως και σήμερα. Όταν για παράδειγμα έκλεγε κουκουβάγια, θεωρούσαν ότι κακό θα συμβεί, κάποιος θα αρρωστήσει βαριά ή θα πεθάνει. « Αμαν νειν κλάψη ο κουκκουφκιάος ήταν άσιημον σημάιν » .
Όταν πλησίαζε η ώρα κάποιου να πεθάνει του έδιναν Θεία Κοινωνία, γιατί όπως πίστευαν αν κάποιος πέθαινε ακινότητος ήταν αμαρτωλός. Με τη Θεία κοινωνία ο μελλοθάνατος θα ακολουθούσε το δρόμο του θεού. « Η θεία μετάληψις ... φανάρι, το οποίον φέγγει εις την ψυχήν εις το δεόμο προς τον θεόν... ». Επίσης έπρεπε να έρθουν άτομα που ήταν τσακωμένα με το μελλοθάνατο για να του δώσουν συγχώρεση. Αν κάποιο οικείο πρόσωπο του απουσίαζε, όπως πιστευόταν στα χωριά Δίκωμο και Ριζοκάρπασο, έπρεπε να δώσουν ένα ποτήρι νερό στο μελλοθάνατο στο όνομα του απόντος και να σταυρώσουν με φύλλα ελιάς το προσκέφαλο του. Με τον τρόπο αυτό ο ετοιμοθάνατος θα ξεψυχούσε πιο εύκολα. « Αν απουσιάζει προσφιλές πρόσωπον ... σταυρώνουν τρία φύλλα ελιάς εις την κεφαλήν... ».
Όταν ξεψυχούσε ο ετοιμοθάνατος , οι πλησιέστεροι συγγενείς, του έκλειναν τα μάτια. Αν ο νεκρός πριν το θάνατο του ζητούσε κάτι να φαει και δεν του δόθηκε, τότε τοποθετείτε μετά το θάνατο του, πάνω στα σταυρωμένα χέρια του.
Το σώμα του νεκρού το έλουζαν με χλιαρό νερό. Αργότερα, « μιζάρωναν » το σώμα του με άσπρο αχρησιμοποίητο πανί. Τα « μίζαρα » τα δίπλωναν στη μέση και τα έκαβαν με κερί μέχρι να μπορεί να περάσει το κεφάλι του νεκρού. « ... διπλώννουν το στην μέσην τζαι κρούζουν το με τζερίν για να χωρή την κκελέν του... ». Όπως υποστηριζόταν στα Κοκκινοχώρια, δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για τα « μίζαρα » ψαλίδι ή βελόνι. Ο ήχος των μετάλλων θα καλούσε το Χάρο στο σπίτι του νεκρού. « ... δεν επιτρέπεται να εγγίσει μέταλλον, δια τον νεκρόν μίζαρα ... κάλεσμα Χάρου... ». Πάνω από τα « μίζαρα » τους έντυναν με τα επίσημα τους ρούχα. Όταν τελείωναν με την ενδυμασία του νεκρού, του έδιναν τα χέρια και τα πόδια με ένα άσπρο μαντίλι και τοποθετούσαν στο στήθος του κέρινο σταυρό.
Όλοι όσοι ήταν παρόντες την ώρα του θανάτου έπρεπε να παραμείνουν άγρυπνοι όλοι τη νύχτα στο προσκέφαλο του νεκρού, για να μείνει ευχαριστημένος. Δίπλα από το λείψανο άναβαν καντήλι με λάδι ( το άφηναν για σαράντα ημέρες ) και έβαζαν μια κούπα με σιτάρι.
Όταν ερχόταν η ώρα να σηκωθεί το λείψανο του νεκρού, δεν έπρεπε να κοιμόταν κανείς. Την ημέρα της κηδείας δεν επιτρεπόταν να ανοίγονται ερμάρια ή σεντούκια, για να μην σκουπίσει όπως πιστευόταν, ο Χάρος το μαχαίρι του επάνω στα ρούχα.
Η κηδεία γινόταν πάντα ημέρα. Όπως πίστευαν όταν θαφτεί νεκρός την ώρα που δύει ο ήλιος, τρέχει και το θανατικό στο χωριό. Στο χωριό Δίκωμο υπήρχε η αντίληψη ότι ο νεκρός πρέπει να μείνει για οχτώ ώρες και μετά να θαφτεί. « Έπρεπε να μείνει οχτώ ώρες... αν ήταν δείλης εμείνισκεν ως το πρωίν ...».
Οι συγγενείς του νεκρού φώναζαν δυνατά και « νεκαλιούνταν ». Οι γυναίκες μοιρολογούσαν, κτυπούσαν τα στήθια τους, ντύνονταν στα μαύρα και φορούσαν μαύρη μαντίλα στο κεφάλι τους. Οι άντρες έμεναν χωρίς να ξυριστούν για σαράντα ημέρες, φορούσαν μαύρο πουκάμισο ή τοποθετούσαν ψηλά στο χέρι τους μαύρο πανί. Επίσης οι άντρες προσπαθούσαν να επαναφέρουν τις αιμόφυρτες, εξαντλημένες γυναίκες από το κλάμα, οι οποίες φώναζαν τις αρετές και τα κάλλη του νεκρού. « ... θρηνούσι, δηλ. ξεσχίζουσαι τα στήθη και τας παρειάς... μετά ολοφυρμών και καπετών ».
« ... οι γυναίτζες εντύννουνταν μαύρα... μαύρην κουρούκλαν. Οι αθθρώποι ως τες σαράντα άφηνναν το γένιν τους... εφορούσαν μαύρον πουκάμισον...».
Το νεκρό τον μετέφεραν στο κοιμητήριο στα χέρια τέσσερις συγγενείς του. Η σωρός του νεκρού δεν έπρεπε να περάσει από σπίτι στο οποίο υπήρχε λεχώνα, γιατί όπως πίστευαν ο νεκρός θα την τραβούσε μαζί του. Μπροστά στη κηδεία ήταν ο σταυρός, τα εξεπτέρηγα με μαύρα ρούχα, το φανάρι, μετά ο ιερέας, ο νεκρός και ύστερα ο υπόλοιπος κόσμος. Όταν η σωρός περνούσε έξω από σπίτια, ο κόσμος έπρεπε να βγει έξω και όσοι κάθονταν σε καφενεία να σταθούν όρθιοι προς τιμή του νεκρού. « Έφκαινναν ούλλοι έξω που τα σπίθκια τους... ».
Για να κατεβάσουν το νεκρό μέσα στον τάφο χρησιμοποιούσαν σχοινιά. Στο Δίκωμο το νεκρό τον τοποθετούσαν δύο άντρες με τα χέρια. « Επιάνναν τον θκυο αθθρωποι στα σιέρκα τους ... εκατεβάζαν τον μεσ΄τον λούκκον ».
Ο ιερέας όταν τοποθετούσαν το νεκρό στον τάφο απάγγελλε ευχές της εκκλησίας, έριχνε λάδι στο σώμα του νεκρού και σχημάτιζε το σχήμα του σταυρού. Επίσης έριχνε χώμα στους τέσσερις ορίζοντες ( σχήμα σταυρού ) και νερό. Μετά οι συγγενείς του νεκρού, εναλλάξ σκέπαζαν το σώμα του με χώμα με φτυάρια. Όταν γέμιζε τελείως ο τάφος οι συγγενείς έπρεπε να πλύνουν τα χέρια τους με άφθονο νερό γιατί θεωρούνταν μολυσμένοι.
Όλοι όσοι παρευρέθηκαν στην κηδεία, για να μακαρίσουν το νεκρό έπρεπε να πιάσουν από τη λεγόμενη « παριορκά ». Μικρά κομματάκια ψωμιού, ελιές , κρασί και τυρί ( χαλούμι ). « ... να πάρουν δηλ. τεμάχια άρτου, τυριού, ελαίας ». « Στην μακάρισην, έκοφκαν ψουμίν μιτσιά ... κρασί ελιές ».
Μετά το τέλος της κηδείας ο ιερές και οι συγγενείς πήγαιναν στο χώρο όπου ξεψύχησε ο νεκρός και τον μνημόνευαν. Έπειτα φίλοι, συγγενείς έτρωγαν και εύχονταν να αναπαυθεί η ψυχή του αποθανόντος. Σε μερικά χωριά ( Κοιλάνι ) γινόταν ξημέρωμα του νεκρού. Την επόμενη ημέρα της κηδείας, πριν ο ήλιος ανατείλει, πήγαιναν όλοι οι συγγενείς με άνθη, κάπνιζαν το τάφο του νεκρού και μοιρολογούσαν.
Για σαράντα ημέρες, συγγενικό πρόσωπο του νεκρού έπρεπε να επισκέπτεται το κοιμητήριο, να καπνίζει και να ανάβει κερί. Όπως πιστευόταν αν στις σαράντα ημέρες εισερχόταν στην οικία του νεκρού πουλί ή πεταλούδα, σήμαινε ότι η ψυχή του αποθανόντος ερχόταν να αποχαιρετίσει τους συγγενείς του. « Αν κατά τας 40 αυτάς ημέρας ... πουλλί ή πεταλούδα ... επισκεφθή και ν΄αποχαιρετήση τους εν οικία ».
Στους τρεις μήνες ήταν τα τριμήνια του νεκρού, στους έξι μήνες τα εξαμήνια, στους εννιά τα εννιαμήνια και στο χρόνο, ο χρόνος. Την ώρα που ο ιερέας μνημόνευε το νεκρό στην εκκλησία όλοι οι συγγενείς άναβαν κερί.
Τα μνημόσυνα όπως υπήρχε η αντίληψη, γίνονταν γιατί ο νεκρός στον άλλο κόσμο συνεχίζει το βίον του και επομένως έχει την ανάγκη επικοινωνίας του με τους ζωντανούς. Οι ζωντανοί με αυτό τον τρόπο πίστευαν ότι έπρεπε να προσφέρουν στη ψυχή του νεκρού ότι χρειαζόταν. Επίσης με το άναμμα των κεριών στα μνημόσυνα «παίρνει άνεση ο πεθαμένος» και με τα κόλυφα τρέφεται.
Γενικότερες αντιλήψεις
Κατά την παράδοση, ο θάνατος μπαίνει αόρατος από την στέγη του σπιτιού, ειναι οι δύο Αρχαγγέλοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Ο ένας κρατάει σπαθί που παίρνει την ψυχή του ανθρώπου, ενώ ο άλλος κρατάει κρίνο και μυρίζει το νεκρό για να μη νιώσει πόνο την ώρα που αποσπάται η ψυχή του. Μετά το θάνατο, σηκώνουν τα ρούχα που πέθανε ο νεκρός και τα πλένουν ή τα καίνε, γιατί πιστεύουν ότι είναι γεμάτα αίματα από την σφαγή.
Για τρεις ημέρες, λένε, ότι η ψυχή του νεκρού πλανάται μέσα στο σπίτι και παρακολουθεί εκ του αφανούς. Μετά και επί σαράντα μέρες επισκέπτεται όλα τα μέρη που περπάτησε ο αποθανών κατά την διάρκεια της ζωής του.
Οταν καποιοι χαροπαλεύουν ολόκληρες μέρες και δεν βγαίνει η ψυχή τους και τυραννιούνται, σημαινει οι άνθρωποι αυτοί θεωρούνται κριματισμένοι. Αν έχει καμιά μεγάλη έχθρα με κάποιον, στέλνουν και τον καλούνε να συγχωρεθούνε και κατ' αυτόν τον τρόπο επιταχύνεται ο θάνατος.
Τους ετοιμοθάνατους τους κοινωνάνε για να γίνουν καλοί χριστιανοί, έστω και στο τέλος. Πολλοί δεν θέλουν να κοινωνήσουν, γιατί με την κοινωνία θεωρούν βέβαιο το θάνατο.
Πολλές φορές συμπίπτει την ημέρα του θανάτου κάποιου να γίνει μια θεομηνία. Το γεγονός το συσχετίζουν με τον θάνατο και θεωρούν τον άνθρωπο αυτό πολύ κακό και κριματισμένο.
Όταν το λείψανο βραχεί κατά την μεταφορά του στο νεκροταφείο, πιστεύουν ότι κι άλλος θα πεθάνει.
Οι γυναίκες προσέχουν τα μαλλιά τους να μην ακουμπήσουν στο πρόσωπο του νεκρού, γιατί πέφτουν.
Αν φτερνιστεί κάποιος μπροστά στο νεκρό, ξηλώνει μια ραφή από ένα ρούχο, γιατί αλλιώς πεθαίνει.
Σαν βγάλουν το λείψανο, πετάνε έξω από το παράθυρο διάφορα αντικείμενα όπως πιάτα και ποτήρια, έτσι πετούν το θάνατο.
Η μάνα, που της πεθαίνει το πρώτο παιδί, δεν κάνει να ακολουθήσει την κηδεία στην εκκλησία, γιατί υπάρχει κίνδυνος και για άλλο.
Σαν περνάει η κηδεία από τις γειτονιές, κλείνουν τις πόρτες για να μην μπει ο χάρος στα σπίτια.
Έθιμα
Το σφάλωμα των αμμαθκιών
Όταν εκπνεύσει και πεθάνει ο άνθρωπος, πρώτον μέλημα των παρισταμένων είναι να του κλείσουν τους οφθαλμούς με τους αντίχειρες των δυο χεριών τους, αφού πρώτα τους τρίψουν στο χώμα, ειδάλλως οι οφθαλμοί δεν κλείνουν. Λέγεται ότι όσες φορές εδοκίμασαν, οι οφθαλμοί δεν έκλειναν μέχρις ότου οι αντιχείρες ετρίβησαν στο χώμα. Φαίνεται εδώ να εφαρμόζεται ο θείος λόγος: «Γη εί και εις γην επελεύσει»
Η αγωνία του ετοιμοθάνατου
Συμβαίνει πολλές φορές ο ετοιμοθάνατος να μην ξεψυχά και να βασανίζεται και να αγωνιά ενώ καταλαβαίνει ότι θα πεθάνει, αλλά η ψυχή του να μην βγαίνει, και αυτό να παρατείνεται για μέρες χωρίς να επέρχεται το τέλος. Πιστεύουν ότι αυτό συμβαίνει γιατι ο ψυχορραγών αμάρτησεν και για να επισπεύσουν τον θάνατον, τοποθετούν στον λαιμόν του το όργανον με το οποίον αμάρτησε. Π.χ. αν ήταν ζυγιστής και ξεγελούσε τους πελάτες του στο ζύγισμα, του έβαζαν το καντάριν (όργανον ζυγίσματος) στο λαιμό και ευθύς ξεψυχούσε. Αν ήταν υφασματοπώλης και έκλεβε στο μέτρημα, του έβαζαν τον πήχη κτλ.
Στη Πάφο συνηθίζουν να παίρνουν χώμα από τον τάφο του πεθαμένου ο οποίος είχε αδικηθεί από τον ψυχορραγούντα, να το ανακατεύουν σε νερό και να ποτίζουν τον ετοιμοθάνατο. Έχει παρατηρηθεί ότι με αυτόν τον τρόπον ο άρρωστος εκπνέει και ησυχάζει.
Όταν ο ετοιμοθάνατος αναζητεί πεθαμένους οικείους του
Κάποιες φορές ο ετοιμοθάνατος αναζητεί επίμονα να δει κάποιον δικόν του ο οποίος όμως είναι ήδη πεθαμένος. Οι συγγενείς για να τον καθυσηχάσουν και να τον παρηγορήσουν, τοποθετούν στο στήθος του μικρά κλαδιά λεμονιάς, λέγοντας του ότι του τα στέλλει αυτός που απουσιάζει. Διαφορετικά, τον ποτίζουν τρεις γουλιές χλιαρό νερό λέγοντας του ότι τον ποτίζει ο αγαπημένος του που απουσιάζει και επέστρεψε. Με αυτό τον τρόπο υσηχάζει ο ετοιμοθάνατος, και ξεψυχά καθησυχασμένος.
Η επιθυμία του ψυχορραγούντος
Πολλές φορές οι ετοιμοθάνατοι ζητούν επίμονα κάποιο φαγητό το οποίον όμως τους βλάπτει ένεκα της καταστάσεως τους, οπότε οι οικείοι τους δεν εκπληρώνουν την επιθυμίαν τους. Αν ο ετοιμοθάνατος το επιζητεί μέχρι της τελευταίας του πνοής, μετά τον θάνατον του οι συγγενείς του εναποθέτουν επί των εσταυρωμένων χεριών του το φαγητό που επιθυμούσε.
Ο λαογράφος συγγραφεύς Ξενοφώντας Π. Φαρμακίδης, μαρτυρεί ότι το 1882 η αποθανούσα δεκαεφτάχρονη αδερφή του Ευλαλία, ζητούσε επιμόνως δαμάσκηνα τα οποία έβλεπε από το παράθυρο της στην απέναντι αυλή ενώ ευρισκόταν ετοιμοθάνατη στο κρεβάτι της. Όταν απεβίωσε, οι γονείς της εναπόθεσαν στα εσταυρωμένα χέρια της κλαδίν φορτωμένο με δαμάσκηνα.
Το καντήλι του νεκρού
Πεθαίνοντας ο άρρωστος τοποθετείται από τους συγγενείς του σε μακρουλό τραπέζι με την κεφαλήν στραμμένην προς την ανατολή και τον ευπρεπίζουν και τον μιζαρώνουν με τα σάβανα.
Από την κλίνην στην οποίαν εξέπνευσεν, σηκώνουν το κρεβάτι και στο μέρος της κεφαλής τοποθετούν καντήλιν αναμμένο και ένα πιάτο γεμάτο με νερό βάζοντας πάνω του δυο ξυλαράκια σε μορφή σταυρού, και επί αυτών τοποθετούν έναν άρτον. Τα αφήνουν επί τρεις ημέρες γιατί πιστεύουν ότι η ψυχή του τεθνεώτος έρχεται και νίπτεται για να παρουσιαστεί ευπρόσωπος ενώπιον του Θεού, αλλά και για να επισκοπήσει τα μέρη της οικίας του. Μετά την παρέλευση των τριών ημερών, ο άρτος δίδεται ελεημοσύνη επ’ ονόματι του νεκρού.
Σε ορισμένους τόπους μετά την εκπνοή του αρρώστου, τοποθετούν κάτω από την κλίνην πιάτο με άρτον επ’ αυτού, και καντήλι αναμμένο για σαράντα μέρες. Την τεσσαρακοστήν ημέρα ο άρτος δίδεται ως ελεημοσύνη στον πρώτον τυχόντα πτωχό. Λέγεται ότι ο άρτος αυτός αντέχει εις την ευρωτίασην, δηλαδή δεν μουχλιάζει.
Ο νεκρός και η βλασφημία
Όσο ο νεκρός μένει άταφος, θεωρείται κακό να διαπληχτίζονται και να μαλώνουν στην οικία του. Επίσης είναι κακό κάποιος να βλασφημεί, διότι αυτό είναι επίκληση του διαβόλου, και έχει ως αποτέλεσμα το στοίσιωμαν του νεκρού.
Το κρεβάτι και τα ενδύματα του νεκρού
Σε ορισμένα μέρη τυλίγουν το κρεβάτι του νεκρού επί της κλίνης και τοποθετούν πιάτο γεμάτο με λάδι από το ευχέλαιο και ένα φυτίλι να ανάβει. Μετά από σαράντα μέρες φέρουν το κρεβάτι στην αυλή και τοποθετούν πάνω τα ρούχα που φορούσε την ώρα που ξεψυχούσε ο νεκρός. Τα ραντίζουν με νερό και ύστερα τα πλένουν και τα δίδουν σε οποιονδήποτε φτωχό συναντήσουν πρώτον, ή τα αποστέλλουν σε κάποιον φτωχό που έχουν υπ’ όψιν τους.
Σε άλλους τόπους το περιτυλιγμένο κρεβάτι καθώς και τα ρούχα που φορούσε ο νεκρός κατά την ώρα της εκπνοής, τα τοποθετούν σε παράμερος μέρος της οικίας και καθημερινά επί σαράντα μέρες τα ραντίζουν με νερό.
Άλλοι άνθρωποι καίνε το κρεβάτι και τα ρούχα από φόβο μεταδόσεως μικροβίων ή ασθενειών.
Το πόσιμον ύδωρ
Μετά την εκπνοή του αρρώστου, οι νοικοκυραίοι χύνουν όλα τα πόσιμα ύδατα από τα οικιακά σκεύη, διότι θεωρείται ότι δι’ αυτών ο χάροντας έπλυνε την ρομφαία του (το σπαθί του) με την οποίαν αφαίρεσε την ψυχή του πεθαμένου. Σε ορισμένους τόπους δεν χύνουν τα ύδατα μόνο στο σπίτι του νεκρού, αλλά εις όλην την κοινότητα και τα αντικαθιστούν με φρέσκα, διότι θεωρούνται ύδατα του πεθαμένου και ότι είναι μολυσμένα και δεν είναι πλέον πόσιμα.
Κηδεία
Κατά την κηδεία συνηθίζεται να προπορεύεται κάποιος κρατώντας αγγείο γεμάτο νερό και να ακολουθεί άλλος κρατώντας πιάτο γεμάτο λάδι. Αν κάποιος έρχεται εκ της αντιθέτου μεριάς, πιστεύουν ότι πρεπει να λοξοδρομήσει διότι αν συναπαντηθεί μαζί τους θα πεθάνει εντός των ερχομένων σαράντα ημερών.
Παρηορκά
Μετά την ταφή, επί του τάφου οι συγγενείς προσφέρουν οινοπνευματώδες ποτό μετά προδορπίου (συνήθως χαλούμι, ελιές και ψωμί). Σε διάφορους Ελλαδικούς χώρους ονομάζεται μακαρκά (μακαριά), δηλαδή παρηγοριά.
Καθαριότητα
Μετά την έξοδο του νεκρού το σπίτι σαρίζεται ολόκληρο αρχίζοντας το σκούπισμα από την κύρια είσοδο προς τα εντός της οικίας, πιστεύοντας ότι έτσι κανείς άλλος όταν εξέρχεται δεν πεθαίνει. Επίσης ραντίζουν και καπνίζουν το σημείο στο οποίο εξέπνευσε ο νεκρός.
Στο χωριό Ζώδκια θεωρείται δυσοίωνο να εκπνεύσει ο ασθενής επί της κλίνης, γι αυτό τον κατεβάζουν και τον ξαπλώνουν σε στρωσίδι στο πάτωμα για να μην αφήσει την τελευταια του πνοή στο κρεβάτι. Στο τόπο που έστρωσαν και εξέπνευσε σκουπίζουν, ραντίζουν και θυμιάζουν επί σαράντα μέρες. Το εθιμο του ραντίσματος και του θυμιάματος επί σαράντα μέρες το εφαρμόζουν και σε τόπους εκτός οικίας όπου εκεί πέθαναν άνθρωποι, πχ. από πτώση δένδρου ή γκραιμμού.
Ο νεκρός τη νύχτα
Σε παλαιότερες εποχές, ουδέποτε ο νεκρός αφηνόταν μόνος και αφύλαχτος τη νύχτα. Όφειλε κάποιος συγγενής ή κάποιος επί πληρωμή να αγρυπνήσει και να φυλάξει το πτώμα να μην το πλησιάσει γάτος, διότι πίστευαν ότι στοίσιωνε ή μετενσαρκωνόταν.
Θράκη
ΕΘΙΜΑ ΝΕΚΡΙΚΑ
1. ΤΟ ΨΥΑΡΙΚΟ ΨΩΜΙ (Σαμοθράκης)
Τη Μεγάλη Βδομάδα οι γυναίκες στη Σαμοθράκη μαζί με τα τσουρέκια κάνουν και κουλούρες. Στις κουλούρες αυτές μπήγουν από ένα αυγό κόκκινο και τις ψήνουν.
Την παραμονή του Πάσχα, αφού τις θυμιάσουν, τις μοιράζουν στα φτωχά σπίτια του χωριού για τις ψυχές των πεθαμένων.
2. ΤΟ ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΟ ΣΤΑΦΥΑΙ (Σαμοθράκης)
Του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου, παίρνουν ένα καλάθι σταφύλια και πηγαίνουν έξω από την εκκλησία.
Μετά τη λειτουργία, ο' όσους βγαίνουν από την εκκλησία, δίνουν από ένα τσαμπί για τις ψυχές των πεθαμένων.
3. ΤΟ ΜΕΡΑΣΜΑ (Σαμοθράκης)
Αυτές που έχουν πρόσφατο πένθος, της Παναγίας και τις Κυριακές πολλές φορές, φτιάχνουν γλυκό του ταψιού που το λένε μελαχρινό και γίνεται από αλεύρι, αυγά, καρύδια και ζάχαρη.
Το γλυκό αυτό το μοιράζουν έξω από την εκκλησία και το συνοδεύουν μ' ένα ποτηράκι ούζο για την ψυχή του πεθαμένου.
4. Ο ΚΟΑΥΒΟΖΟΥΜΟΣ (Σαμοθράκης)
Ο κολυβόζουμος γίνεται στα σαράντα του πεθαμένου (μνημόσυνο) και στο χρόνο.
Βράζουν το σιτάρι την Παρασκευή, καβουρντίζουν σε ταψιά αλεύρι, κάνουν σιρόπι και όταν τ' αλεύρι καβουρντιστεί το ανακατώνουν με το σιρόπι. Αυτό το παρασκεύασμα λέγεται «καρύδι».
Το Σάββατο το πρωί παίρνουν ένα μεγάλο καζάνι και βάζουν το ζουμί από τα κόλλυβα που έβρασαν την προηγούμενη μέρα. Μέσα στο ζουμί, όταν βράσει, ρίχνουν καβουρντισμένο αλεύρι και λίγα κόλλυβα για να χυλώσει και μετά ρίχνουν μέσα καρύδια, αμύγδαλα, σταφίδες και ζάχαρη (γλυκός χυλός). Όταν βράσει καλά, οι γυναίκες κατεβάζουν το καζάνι και το πηγαίνουν στη μέση στο δωμάτιο. Βάζουν δίπλα και τα κόλλυβα που θα στολίσουν την άλλη μέρα για το τρισάγιο, ανάβουν ένα κερί και φωνάζουν τον παπά να τα διαβάσει.
Παλιά είχαν κούπες πήλινες, τώρα χρησιμοποιούν γυάλινες,
Φωνάζουν κορίτσια και με δίσκους που χωράνε 10-15 κούπες πηγαίνουν και μοιράζουν σε συγγενείς και φίλους. Σε κάθε κούπα οι γυναίκες βάζουν το χυλό και απάνω ρίχνουν καρύδι και τέλος σχηματίζουν ένα σταυρό με κύμινο.
Αφού τελειώσει η διανομή θα καθίσουν όλοι μαζί στο τραπέζι, τα κορίτσια και οι γυναίκες που βοήθησαν και θα φάνε το σφαχτό.
Μαζί με τα κόλλυβα μοιράζουν και τα λειτουργούδια. Αυτά είναι μικρά ψωμάκια χτυπημένα από πάνω με το σφραγιστό.
5. ΤΟ ΚΕΡΑΜΙΔΙ (Μικρή Δοξαπάρα)
Την ώρα που είναι να κατεβάσουν τον πεθαμένο στον τάφο, μαζεύονται όλοι γύρω-γύρω και πιάνουν από λίγο χώμα. Μόλις τον κατεβάσουν κάτω, ρίχνουν απάνω στο φέρετρο το χώμα που κρατάνε στη φούχτα. Ύστερα παίρνουν ένα κεραμίδι και γράφουν απάνω το όνομα του Χριστού, το ρίχνουν κι αυτό μέσα στον τάφο και μετά τον σκεπάζουν.
Αυτό αποτελεί σημάδι πως ο άνθρωπος που βρίσκεται στον τάφο είναι χριστιανός.
6. ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
Λουλούδια που προορίζονται για κηδεία, δεν τα βάζουν μέσα στο σπίτι.
7. ΝΕΚΡΙΚΑ
Μόλις πεθάνει κάποιος του ανάβουν καντήλι, κερί και καίνε θυμίαμα. Το νεκρό τον πλένουν με κρασί, τον σταυρώνουν με λάδι του καντηλιού, τον αλλάζουν και του σταυρώνουν τα χέρια. Μετά την κηδεία πλένουν τα χέρια τους από ένα τσουκάλι και μετά το σπάζουν και πηγαίνουν στο σπίτι να συλλυπηθούν και να μακαρίσουν με νηστίσιμα. Την τρίτη μέρα πηγαίνουν στο νεκροταφείο και μοιράζουν στη γειτονιά προσφοράκια (κουλούρες). Την ένατη μέρα ξαναπηγαίνουν στο νεκροταφείο. Σαράντα μέρες τρώνε λαδερά (νηστεύουν). Στις σαράντα γίνεται μνημόσυνο και στο σπίτι στρώνουν τραπέζι με πίτες, ψάρια κλπ.
8. ΚΟΛΛΥΒΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ (Σαμοθράκης)
Τη μέρα του Αγίου Γεωργίου γίνεται άρτος και οι γυναίκες του χωριού βράζουν κόλλυβα (στάρι). Το βάζουν ο' ένα μεγάλο σινί και το στολίζουν με μεγάλη δεξιοτεχνία. Σχηματίζουν την εικόνα του Αγίου Γεωργίου με χρωματιστά λουλουδοπέταλα, ξύσματα καρπών και κομμάτια από πράσινα φύλλα.
Μετά το τέλος της λειτουργίας πηγαίνουν όλοι στα μνήματα κι εκεί γίνεται τρισάγιο, μοιράζονται τα κόλλυβα και γίνονται εκταφές.
1. ΤΟ ΨΥΑΡΙΚΟ ΨΩΜΙ (Σαμοθράκης)
Τη Μεγάλη Βδομάδα οι γυναίκες στη Σαμοθράκη μαζί με τα τσουρέκια κάνουν και κουλούρες. Στις κουλούρες αυτές μπήγουν από ένα αυγό κόκκινο και τις ψήνουν.
Την παραμονή του Πάσχα, αφού τις θυμιάσουν, τις μοιράζουν στα φτωχά σπίτια του χωριού για τις ψυχές των πεθαμένων.
2. ΤΟ ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΟ ΣΤΑΦΥΑΙ (Σαμοθράκης)
Του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου, παίρνουν ένα καλάθι σταφύλια και πηγαίνουν έξω από την εκκλησία.
Μετά τη λειτουργία, ο' όσους βγαίνουν από την εκκλησία, δίνουν από ένα τσαμπί για τις ψυχές των πεθαμένων.
3. ΤΟ ΜΕΡΑΣΜΑ (Σαμοθράκης)
Αυτές που έχουν πρόσφατο πένθος, της Παναγίας και τις Κυριακές πολλές φορές, φτιάχνουν γλυκό του ταψιού που το λένε μελαχρινό και γίνεται από αλεύρι, αυγά, καρύδια και ζάχαρη.
Το γλυκό αυτό το μοιράζουν έξω από την εκκλησία και το συνοδεύουν μ' ένα ποτηράκι ούζο για την ψυχή του πεθαμένου.
4. Ο ΚΟΑΥΒΟΖΟΥΜΟΣ (Σαμοθράκης)
Ο κολυβόζουμος γίνεται στα σαράντα του πεθαμένου (μνημόσυνο) και στο χρόνο.
Βράζουν το σιτάρι την Παρασκευή, καβουρντίζουν σε ταψιά αλεύρι, κάνουν σιρόπι και όταν τ' αλεύρι καβουρντιστεί το ανακατώνουν με το σιρόπι. Αυτό το παρασκεύασμα λέγεται «καρύδι».
Το Σάββατο το πρωί παίρνουν ένα μεγάλο καζάνι και βάζουν το ζουμί από τα κόλλυβα που έβρασαν την προηγούμενη μέρα. Μέσα στο ζουμί, όταν βράσει, ρίχνουν καβουρντισμένο αλεύρι και λίγα κόλλυβα για να χυλώσει και μετά ρίχνουν μέσα καρύδια, αμύγδαλα, σταφίδες και ζάχαρη (γλυκός χυλός). Όταν βράσει καλά, οι γυναίκες κατεβάζουν το καζάνι και το πηγαίνουν στη μέση στο δωμάτιο. Βάζουν δίπλα και τα κόλλυβα που θα στολίσουν την άλλη μέρα για το τρισάγιο, ανάβουν ένα κερί και φωνάζουν τον παπά να τα διαβάσει.
Παλιά είχαν κούπες πήλινες, τώρα χρησιμοποιούν γυάλινες,
Φωνάζουν κορίτσια και με δίσκους που χωράνε 10-15 κούπες πηγαίνουν και μοιράζουν σε συγγενείς και φίλους. Σε κάθε κούπα οι γυναίκες βάζουν το χυλό και απάνω ρίχνουν καρύδι και τέλος σχηματίζουν ένα σταυρό με κύμινο.
Αφού τελειώσει η διανομή θα καθίσουν όλοι μαζί στο τραπέζι, τα κορίτσια και οι γυναίκες που βοήθησαν και θα φάνε το σφαχτό.
Μαζί με τα κόλλυβα μοιράζουν και τα λειτουργούδια. Αυτά είναι μικρά ψωμάκια χτυπημένα από πάνω με το σφραγιστό.
5. ΤΟ ΚΕΡΑΜΙΔΙ (Μικρή Δοξαπάρα)
Την ώρα που είναι να κατεβάσουν τον πεθαμένο στον τάφο, μαζεύονται όλοι γύρω-γύρω και πιάνουν από λίγο χώμα. Μόλις τον κατεβάσουν κάτω, ρίχνουν απάνω στο φέρετρο το χώμα που κρατάνε στη φούχτα. Ύστερα παίρνουν ένα κεραμίδι και γράφουν απάνω το όνομα του Χριστού, το ρίχνουν κι αυτό μέσα στον τάφο και μετά τον σκεπάζουν.
Αυτό αποτελεί σημάδι πως ο άνθρωπος που βρίσκεται στον τάφο είναι χριστιανός.
6. ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
Λουλούδια που προορίζονται για κηδεία, δεν τα βάζουν μέσα στο σπίτι.
7. ΝΕΚΡΙΚΑ
Μόλις πεθάνει κάποιος του ανάβουν καντήλι, κερί και καίνε θυμίαμα. Το νεκρό τον πλένουν με κρασί, τον σταυρώνουν με λάδι του καντηλιού, τον αλλάζουν και του σταυρώνουν τα χέρια. Μετά την κηδεία πλένουν τα χέρια τους από ένα τσουκάλι και μετά το σπάζουν και πηγαίνουν στο σπίτι να συλλυπηθούν και να μακαρίσουν με νηστίσιμα. Την τρίτη μέρα πηγαίνουν στο νεκροταφείο και μοιράζουν στη γειτονιά προσφοράκια (κουλούρες). Την ένατη μέρα ξαναπηγαίνουν στο νεκροταφείο. Σαράντα μέρες τρώνε λαδερά (νηστεύουν). Στις σαράντα γίνεται μνημόσυνο και στο σπίτι στρώνουν τραπέζι με πίτες, ψάρια κλπ.
8. ΚΟΛΛΥΒΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ (Σαμοθράκης)
Τη μέρα του Αγίου Γεωργίου γίνεται άρτος και οι γυναίκες του χωριού βράζουν κόλλυβα (στάρι). Το βάζουν ο' ένα μεγάλο σινί και το στολίζουν με μεγάλη δεξιοτεχνία. Σχηματίζουν την εικόνα του Αγίου Γεωργίου με χρωματιστά λουλουδοπέταλα, ξύσματα καρπών και κομμάτια από πράσινα φύλλα.
Μετά το τέλος της λειτουργίας πηγαίνουν όλοι στα μνήματα κι εκεί γίνεται τρισάγιο, μοιράζονται τα κόλλυβα και γίνονται εκταφές.
Πελοπόννησος
Οι άνθρωποι στις μικρές κοινωνίες, από την στιγμή που κάποιος «έπεφτε του θανατά», συμπαραστέκονταν στην οικογένεια του με λόγια και έργα, προσπαθώντας να απαλύνουν τον πόνο τους, προετοιμάζοντας τους για το μοιραίο. Τις τελευταίες ώρες, παραστέκανε το μελλοθάνατο μέρα και νύχτα και όταν αντιλαμβάνονταν ότι φτάνει η ώρα, φώναζαν τον παπά να του δώσει την τελευταία μεταλαβιά.
Αφού τελείωνε αυτή η διαδικασία, στο σπίτι απλωνόταν βαθιά σιωπή. Πίστευαν ότι αν μιλούσαν θα φοβόταν η ψυχή και δεν θα έβγαινε από το σώμα και σε αυτήν την περίπτωση θεωρούσαν ότι ο άνθρωπος υπέφερε πολύ. Όταν ο μελλοθάνατος παρέδιδε το πνεύμα του, αμέσως μετά απομάκρυναν από το σπίτι τις γλάστρες και τα λουλούδια, σκέπαζαν τον καθρέφτη με μαύρο πανί, οι οικείοι φορούσαν μαύρα σαν ένδειξη μεγάλου πένθους και άνοιγαν τα παράθυρα διάπλατα για να βρει να φύγει ο χάρος και να μην πάρει άλλον μαζί του. Ύστερα ερχόταν η ώρα του καλλωπισμού του νεκρού. Του έκλειναν τα μάτια και περνούσαν μια λωρίδα πανί κάτω από το σαγόνι την οποία έδεναν πάνω από το κεφάλι για να κλείσει το στόμα. Του βγάζανε τα ρούχα και τον έπλεναν με ζεστό νερό και μετά τον περνούσαν με κρασί για να μυρίζει ωραία. Στο τέλος τον ράντιζαν με αγιασμό για να φύγουν τα δαιμονικά, γιατί λέει το νεκρό τον πλησίαζαν τα δαιμόνια για να κάνουν κατοικία το σώμα του. Μετά είχε σειρά το σαβάνωμα. Έσχιζαν το σάβανο, με το χέρι πάντα γιατί δεν κάνει να μπαίνει ψαλίδι, του έκαναν μια τρύπα και περνούσαν μέσα το κεφάλι, έτσι ώστε να είναι μια λωρίδα μπροστά και μια πίσω. Κατόπιν αφού τον τύλιγαν καλά, πρόσεχαν να μην κάνουν δέσιμο ή κόμπο πουθενά, γιατί τότε ο νεκρός «δένεται κι δεν λιώνει» κι όταν μετά του φορούσαν τα καλύτερα ρούχα που είχε, φρόντιζαν να μην κουμπώσουν κανένα κουμπί για να μπορεί να πετά ελεύθερα στον ουρανό. Αφού τον έντυναν, του έβαζαν κοντά του διάφορα αντικείμενα και χρήματα για να πληρώσει τον χάροντα να τον περάσει. Μετά γέμιζαν ένα μαξιλάρι από λιόκλαρα και το βάζανε κάτω από το κεφάλι του. Δεν παρέλειπαν να του κόψουν και ένα νυχάκι για να μείνει κάτι στο σπίτι από αυτόν. Όταν τέλειωναν όλα αυτά, τον τοποθετούσαν πάνω σε ένα ξυλοκρέβατο έτσι ώστε να βλέπει την Ανατολή γιατί από εκεί ήρθε ο Χριστός και από εκεί έρχεται το φως της μέρας. Το πρόσωπο του νεκρού έμενε ακάλυπτο, του σταύρωναν τα χέρια και επάνω στο στήθος τοποθέτησαν ένα εικόνισμα. Άναβαν δυο λαμπάδες και τις έβαζαν τη μία στα πόδια και την άλλη στο κεφάλι. Αν το λείψανο ήταν όμορφο, λέγανε πως και κάποιον άλλο συγγενή γρήγορα θα έπαιρνε κοντά του. Ταφή: Με πομπή μετέφεραν τον νεκρό στην εκκλησία και αφού τελείωνε η νεκρώσιμος ακολουθία, τον πήγαιναν στο κοιμητήρι για την ταφή. Εκεί κατέβαζαν το φέρετρο στον ανοιχτό τάφο, κάποιος έλυνε τα χέρια και τα σαγόνια του νεκρού και ο παπάς ψάλλοντας σταύρωνε μ’ ένα φτυάρι που έχει λίγο χώμα, λάδι, κρασί, νερό και το ρίχνει επάνω στον νεκρό. Κατόπιν τον σκεπάζουμε με χώματα και πέτρες και στο τέλος βάζουν έναν ξύλινο σταυρό. Εκεί που ξεψύχησε ο μακαρίτης λένε επιστρέφει η ψυχή του και γι’ αυτό άναβαν στο σημείο εκείνο καντήλι για 3 μέρες, μετά άναβαν στο μνήμα. Αν έβλεπαν κάποια μυγούλα να πλησιάζει το καντήλι, έλεγαν πως είναι η ψυχή του που πάει να πιεί νερό. Το πένθος κρατούσε ανάλογα, για την γυναίκα ή για τον άνδρα που έχαναν το ταίρι τους για την υπόλοιπη ζωή τους, για τους άλλους τουλάχιστον 3 χρόνια. Στο διάστημα αυτό δεν γινόταν καμιά γιορτή στο σπίτι, δεν έβαφαν κόκκινα αυγά, δεν έφτιαχναν γλυκά ή χριστόψωμα. |
Μοιρολόγια:
Ψαλτάδες και πνευματικοί για κοντοκαρτερείτε Ν’αφήκει διάτα στα παιδιά, ν΄αφήκει μιαν ορμηνιά Κλαίνε τα δέντρα, κλαίνε τα κλαριά Κλαίει και η φαρμελίτσα σου που δεν σε βλέπει πια. Και άκουσα την φωνούλα σου και σπάραξε η καρδιά μου Και μου ραγίστει το γυαλί και το κερί μου σβήστει Και στάζει η στάλα του κεριού μες τους αποθαμένους Καίει των νυφάδων τα χρυσά, των νιώνε τα σταλόδια Θυμώνει ο χάρος με τα με στη μαύρη γης με ρίχνει Το στόμα μ΄αίμα γιόμισε, τα χείλη μου φαρμάκι. Λεβέντης εροβόλαγε από ψηλή ραχούλα Και το φεσάκι του στραβά, την γκλίτσα του στις πλάτες Και ο χάρος τον απάντησε, στέκει και τον ρωτάει: Λεβέντη πόθεν έρχεσαι και πόθενε πηγαίνεις Από το σπίτι μου έρχομαι στα πράγματα πηγαίνω Πάω των τσοπάνηδων ψωμί και των σκυλιών ζυμάρι Λεβέντη μ’έστειλε ο Θεός να πάρω την ψυχή σου Κι αμέσως εγωνάτισε και τον παρακαλάει: Άσε με χάρε άσε με ακόμα πέντε χρόνια Τι έχω γυναίκα και είναι νια και χήρα δεν της πρέπει Τι έχω παιδάκια και είν’μικρά και ορφάνια δεν τους μοιάζει Τι έχω τα πρόβατα άκουρα και το τυρί στο ζύγι Τα πρόβατα κουρεύονται με το τυρί ζυγιέται Και το ορφανό πορεύεται κι η χήρα κυβερνιέται. Θέλω να ανάψω ένα κερί να πα στον κάτω κόσμο Να φέρω γύρω τον ταφά, γύρω τον κάτω κόσμο Ν’ανοίξω τον παράδεισο, να δώ τους πεθαμένους Να δω τους νιους πως κάθονται, τους γέρους πως κοιμούνται Και τα μικρούλια τα παιδιά πως παίζουν, πως γελάνε Τα παλικάρια τα καλά πως ρίχνουν το λιθάρι Τις νιονυφάδες τις καλές πως φτιάχνουν τις χωρίστρες. |