Στην παρούσα σελίδα θα βρείτε πληροφορίες για τις εξής περιοχές: Κρήτη, Μακεδονία, Ήπειρος, Σμύρνη, Πόντος, Κύπρος, Θράκη και Πελοπόννησος.
Κρήτη
Η περίοδος του Πάσχα αλλά ταυτόχρονα και η περίοδος της προετοιμασία μας για αυτό που ξεκινάει με τις Αποκριές αποτελούν μια ιδιαίτερη ενότητα με πλήθος εθίμων σε όλη την Ελλάδα.
Η περίοδος της Απόκρεω αρχίζει την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου και η εβδομάδα που ακολουθεί ονομάζεται «Κρεατινή». Την βδομάδα αυτή δεν νηστεύεται το κρέας ούτε την Τετάρτη ή την Παρασκευή αλλά μόλις σβήσει η Κυριακή αυτής της εβδομάδος δεν τρώγεται κρέας μέχρι το Πάσχα. Η Πέμπτη αυτής της εβδομάδος ονομάζεται « Τσικνοπέμπτη» γιατί όλοι ψήνουν στα κάρβουνα κρέας, το « τσικνίζουν». Κατά την διάρκεια των Αποκριών , πολύ διαδεδομένες είναι γιορτές και συγκεντρώσεις όπου τραγουδιόνται πληθώρα τραγουδιών συνήθως με αστείο ή υπαινικτικό περιεχόμενο. Η επόμενη εβδομάδα ονομάζεται « Τυρινή» γιατί επιτρέπονται μόνο όλα τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Σε πολλά χωριά της Κρήτης φτιάχνουν ένα ειδικό είδος καλτσουνιών με πολλή μυζήθρα. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι την τελευταία αυτή Κυριακή της Αποκριάς, την Κυριακή της Τυρινής, ντύνονται όλοι μασκαράδες. Τις μασκάρες ή μουτσούνες τις ετοίμαζαν από καιρό με δέρμα λαγού ή κουνελιού συνήθως. Απαραίτητα για την ολοκλήρωση της μεταμφίεσης ήταν τα κουδούνια (λέρια, καμπανέλια, μεσόλερα, σκλαβέρια), και χοντρά ραβδιά, τις χουρχούδες, με τα οποία έκαναν χειρονομίες. Γυρνούσαν σε όλα τα σπίτια του χωριού για να χαιρετίσουν και να πάρουν το συνηθισμένο κέρασμα στο καλάθι τους. Στη συνέχεια, μαζεύονται όλοι σ’ ένα κεντρικό μέρος όπου το γλέντι κρατούσε μέχρι το πρωί. Η επόμενη εβδομάδα ονομάζεται « Καθαρή» διότι καθαριζόμαστε από τις καταχρήσεις των Αποκριών και μπαίνουμε στην Σαρακοστή. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στην Δευτέρα αυτή κατά την οποία παραδοσιακά τρώγεται η «λαγάνα», ο χαλβάς, τα παξιμάδια, οι ελιές, ο ταραμάς κ.α. Ένα περίεργο έθιμο είναι και το βάψιμο της Καθαρής Δευτέρας όπου ο ένας βάφει το πρόσωπο του άλλου. Επίσης, το πέταγμα του χαρταετού, αν και είναι μεταγενέστερο έθιμο, τα τελευταία χρόνια αποτελεί μια απαραίτητη διαδικασία κάθε Καθαρή Δευτέρα. Το Σάββατο του Λαζάρου άρχιζαν οι προετοιμασίες για την «Μεγαλοβδομάδα» με πρώτη την εορτή του Λαζάρου. Σε ορισμένες περιοχές ομάδες παιδιών κρατώντας είτε εικονίσματα είτε καλάθια με λουλούδια έλεγαν τα κάλαντα του Λαζάρου. Το απόγευμα της ίδιας μέρας ετοίμαζαν την εκκλησία με βάγια για να είναι έτοιμη για την Κυριακή των Βαΐων. Τα βάγια στην συνέχεια τα έπαιρναν στο σπίτι τους και αφού έλεγαν :Όξω ψύλλοι και κοργοί μέσα μπαίνει το βαγί, τα τοποθετούσαν στο εικονοστάσι. Η Μεγάλη Εβδομάδα άρχιζε με την καθαριότητα του σπιτιού και της αυλής και κυρίως με το άσπρισμα, το ασβέστωμα των σπιτιών. Ακολουθούσε η Μεγάλη Πέμπτη κατά την οποία έβαφαν οι νοικοκυρές κόκκινα αυγά και το βράδυ στόλιζαν τον Εσταυρωμένο. Την Μεγάλη Παρασκευή μάζευαν λουλούδια και στόλιζαν τον Επιτάφιο. Το βράδυ της Ανάστασης καίνε και τον Ιούδα στο κέντρο του χωριού, ένα σκιάχτρο, δηλαδή, που από κάτω του έχουν βάλει πολλά ξύλα και βέργες. Το Πάσχα γιορτάζεται, λοιπόν, και στην Κρήτη, όπως και σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα, πανηγυρικά και με τα αντίστοιχα έθιμα που συνοδεύουν την μεγάλη αυτή γιορτή της Ορθοδοξίας. Τέλος, μέσα από ένα παιχνίδι ομοιοκαταληξίας μας γίνονται φανερές οι αντιλήψεις των κατοίκων της Κρήτης για τη «Μεγαλοβδομάδα»: Μεγάλη Δευτέρα Μεγάλη μαχαίρα Μεγάλη Τρίτη Μεγάλη κρίση Μεγάλη Τετάρτη Ο Χριστός εχάθη/ ή ο Χριστός επαραστάθη Μεγάλη Πέμπτη Ο Χριστός ευρέθη/ ή η Μεγάλη γέψη Μεγάλη Παρασκευή Ο Χριστός στο καρφί/ ή η μεγάλη ταραχή Μεγάλο Σαββάτο Ο Χριστός στο τάφο/ ή αρνιά και ρίφια κάτω Μεγάλη Κυριακή Ο Χριστός Αναστημένος και ο Ιούδας κρεμασμένος |
Τραγούδια της Αποκριάς
«Ήμουνε κράχτης πετεινός, κ’να εδά στα γεραθειά μου, να με τσιμπούν οι γι όρνιθες, δεν το βαστά η καρδιά μου» «Το μερακλή τον πετεινό, όσο κι ανέ γεράσει, οι γι όρνιθες τόνε σέβουνται, απ’ όπου κι αν περάσει» «Οι πέρδικες είναι πολλές, μα που ‘ναι το τουφέκι, η κάνη του εσκούργιασε, κι ο πετεινός δε στέκει» «Σαν παίξ’ ο γέρος την καρδιά και τύχει κι αστοχήσει, τρείς μήνες θα περάσουνε, για να … ξαναγεμίσει» «Πώς ήτον και πώς ετούτηνια η Κρήτη, να μην μπορεί κανείς φαμέγιο για το σπίτι, κι αν βρει κιανένα, να ζητά να κάνουμε παζάρι: Κάτσε καλέ μ’ αφεντικέ να κάμομε παζάρι. Εγώ σαν είναι συννεφιά δεν πάω στο ζευγάρι. Θέλω στιβάνια κόκκινα και καλογαζωμένα, σαν πορπατώ να τρίζουνε και να ‘ναι παινεμένα. Θέλω καρτσόνια γαλανά, κόκκινους καρστοδέτες. Και θέλω και τη βράκα μου να ‘ναιοχταφυλλάτη’ να μην στιτώνει απάνω μου, σαν την προβιά του κάτη. Θέλω και ζώνη κόκκινη μεταξοφοδιασμένη, απ’ τση κεραδοπούλας μου τα χέρια περασμένη. Θέλω ψιλό πουκάμισο και σταυρωτό γελέκι να μην με πιάνει ο φταρμός, μηδέ το αστροπελέκι» «Γεις μέρμηγκας μ’ απάντηξε κ’ είχε τ’ ατζί στριμένο το μπράτσο σηκωμένο και το μπερτσέ πλεμένο κι οπίσω γυρισμένο σφικτά καλά ζωσμένος φράγκικα ξυρισμένος οβρέικα ντυμένος τούρκικ’ αρματωμένος κ’ ήταν και μέρμηγκας! Πού πας αφέη μέρμηγκα, κ’ έχεις τ’ ατζί στριμένο; το μπράτσο σηκωμένο … κ.τ.λ. Αμπέλι ν είχα στη Βλαχιά και πα’ να τα τρυγίσω κ’ επέτυχε το έρημο κ’ έκανε πέντε ρώγες» ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ Σήμερον έρχετ' ό Χριστός, ό έπουράνιος Θεός έν πόλει Βηθανίςι, Μάρθα κλαίει και Μαρία Λάζαρον τόν άδερφό τους, τόν γλυκύ και καρδιακό τους Τρείς ήμέρες τόν θρηνούσαν και τόν έμοιρολογούσαν, τήν τετάρτη τήν ήμέρα κίνησ' ό Χριστός για νάρθη κι έβγήκεν κι ή Μαρία έξω άπό τή Βηθανία. -«Αν έδώ ήσουνα, Χριστέ μου, δέν θά πέθαιν' αδερφός μου, μά τώρα έγώ πιστεύω και καλότατα ήξεύρω, ότι δύνασαι άν θελήσης και νεκρούς νά άναστήσης». -«Λέγε, πίστευε, Μαρία, άγωμεν εις τά μνημεία». Τότε ό Χριστός δακρύζει και τόν 'Άδη φοβερίζει: -«Δεύρο έξω, Αάζαρέ μου, φίλε και άγαπητέ μου». Παρευθύς άπό τόν Άδη ώς εξαίσιο σημάδι, ζωντανός άπενεκρώθη, άνεστήθη κι έσηκώθη. -«Άάζαρε, πές μας τί είδες εις τόν Άδη πού έπήγες;» -«Είδα φόβους, είδα τρόμους, ειδα βάσανα και πόνους, δώστε μου λίγο νεράκι, νά ξεπλύνω τό φαρμάκι της καρδίας και τών χειλέων και μή μέ ρωτάτε πλέον». Του χρόνου πάλι νάρθουμε, μέ ύγεία νά σας βρούμε, στά σπίτια σας χαρούμενοι πάλι νά σας τά πούμε. Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα, σήμερον όλοι θλίβονται και τά βουνά λυπούνται. Σήμερον έβαλαν βουλή οί άνομοι Εβραίοι, οί άνομοι και τά σκυλιά κι οί τρισκαταραμένοι, γιά νά σταυρώσουν τό Χριστό τόν πάντων Βασιλέα κι ό Κύριος ήθέλησε νά μπή σέ περιβόλι, νά λάβη Δείπνο μυστικό, γιά νά τόν λάβουν όλοι. Κι ή Παναγιά ή Δέσποινα καθόταν μοναχή της, τάς προσευχάς της έκανε γιά τόν μονογενή της. Φωνή έξήλθε έξ ούρανού κι άπ' 'Αρχαγγέλου στόμα- -«Σώνει, κερά μου, οί προσευχές, σώνει και οί μετάνοιες, και τόν υιό σου πιάσανε και σάν φονιά τόν πανε» |
Μακεδονία
Πάσχα
Την Άνοιξη πέφτει η μεγαλύτερη γιορτή της Ορθοδοξίας, το Πάσχα, και τα περισσότερα έθιμα αυτής της εποχής σχετίζονται όπως είναι φυσικό με αυτήν .Στην Μακεδονία με το που μπαίνει η Άνοιξη ,τα παιδιά δηλώνουν την ανυπομονησία τους για την μεγάλη αυτή γιορτή με τα ακόλουθα στιχάκια:
Πότε ναρθ’ η Πασχαλιά
Με τα κόκκινα τα’ αυγά
Με τα’αρνούδι’ς τον ταβά, κτλ
ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ: Την ημέρα αυτή ξεκινάει αυστηρή νηστεία. Οι νοικοκυρές πλένουν με σταχτόνερο τα μαγειρικά σκεύη και τις κουζίνες τους από τα λίπη και τις βρωμιές. Η γιορτινή διάθεση όμως δεν εγκαταλείπεται. Στην Θεσσαλονίκη για παράδειγμα, μια ορχήστρα νέων ντυμένων με φουστανέλες ώστε να παριστάνουν τους ληστές, φορώντας μάσκες στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους ,παίζουν τους ληστές των ταξιδιωτών. Κάνουν παρέλαση στους δρόμους τραγουδώντας κλέφτικα τραγούδια και όταν φτάνουν στην εξοχή πιάνουν ένα σημείο και σταματούν όλους τους διαβάτες και τα αμάξια που πρόθυμα τους δίνουν χρήματα. Αλλού πάνε όλοι στην εξοχή και τρώνε τα νηστίσιμα φαγητά τους με χορούς και τραγούδια. Στο Σωχό τέλος νέοι ,ντυμένοι με φουστανέλες, εκτελούν στρατιωτικούς χορούς με σπαθιά ,άλλοι τυλίγουν τα σώματά τους με δέρματα γιδιών και σκεπάζουν το πρόσωπο και το κεφάλι με ένα κωνικό κάλυμμα (καλπάκι). Την φορεσιά τους συμπληρώνουν λουλούδια και κουδούνια που κρέμονται από την μέση τους. Ντυμένοι έτσι παριστάνουν τους κλέπτες, ληστεύουν τα χρήματα όσων κοριτσιών συναντήσουν και τρομάζουν τους περαστικούς. Ακολουθεί γλέντι στην κεντρική πλατεία του χωριού.
ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ: Στην Μακεδονία οι γυναίκες και κυρίως τα κορίτσια ,μικρά και μεγάλα, τιμούν ιδιαίτερα τον φίλο του Χριστού Λάζαρο με διάφορα γιορταστικά έθιμα και ονομάζονται Λαζαρίνες. Πιο συγκεκριμένα, σε ορισμένες περιοχές της Μακεδονίαςαπό την Καθαρή Δευτέρα μέχρι του Λαζάρου τα κορίτσια τραγουδούν τον Λάζαρο. Μόλις δηλ. εμφανιστεί ξένος στο χωριό όλα τα κορίτσια μαζεύονται στο σπίτι όπου κόνεψε και του τραγουδούν. Αλλού το Σάββατο του Λαζάρου κορίτσια αμέσως μετά την εκκλησία σχηματίζουν ομάδες, περπατούν στους δρόμους του χωριού τραγουδώντας και χορεύοντας και μαζεύουν δώρα (αγερμός). Τα τραγούδια που λένε παραδίδονται προφορικά από μητέρα σε κόρη για αιώνες.
Κίνησαν οι Λαζαρίνις
Κίνησαν σι Λαζαρίνις
την Παρασκιουβή, την Παρασκιουβή
κι ως την Κυριακή του γιόμα,
τα ιστολίζαν. τα ιστσλίζαν
κι την Κυριακή ιου βράδυ,
τα ηρουβάδιζαν. τα προυβόδιζαν
Ήρθαμι στουν Αφέντη μας
Ήρθαμι στουν Αφέ-νε-ντη μας, τουν
τουν πρώτου τιμημένου, τουν πρώτου τιμημένου.
π' τουν τίμήσιν η Πανα- ναγιά. μι
μι του σταυρό στα χέρια, μι του σταυρό στα χέρια.
Σι σένα πρέπει Γε-νέ-ρουντα οτα-
σταυρός κι κουμπουλόι, σταυρός κι κουμπουλόι.
Κι ‘νια μι τόνι’ ς του -νου προυίκι
κι 'νια του μησμέρι. κι ' ναι του μησμέρι,
κι δέκα του από- νο-βραδου να
να πέφτεις να κοψόσι. να πέφτεις να κοιμόσι.
Δρόμου, δρόμου γκιζιρουσα
Δρόμου, δρόμου γκιζιρούσα.
δρόμουν γκιζιρώ. δρόμουν γκιζιρώ.
βρίσκου μια μηλιά στου δρόμου.
μήλα φουρτουμέν', μήλα φουρτουμέν'.
έσκυψα να πάρου ένα.
δε μι το δουσι. δε μι το 'δουσι.
τα "χει αφέντις μητρμένα κι ου παπάς λουγαριασμένα.
δρόμουν γκιζιρώ. δρόμουν γκιζιρώ.
Μια μάνα πo' χει ένα υγιόν
Μια μάνα πo' χει ένα υγιόν. μι-
μικρόν και χαίδεμένουν. μικρόν και χαίδεμένουν.
τουν άλλαζιν. του στού-νο-λιζιν κι.
κι στου σκουλιό τουν στέλνει, κι στού σκουλιό τουν στέλνει.
Κι ου δάσκαλους τουν δε-νε-χουνταν μι μι τη χρυσή τη βέργα, μι τη χρυσή τη βέργα.
Πιδί μ' πού είνι τα γρά-να-μματά σ', πού πού είνι η γραφή σου. πού είνι η γραφή σου.·
Τα γράμματα είνι στου -νου χαρτί κι ο κι ου νους μου είνι στη μάνα μ', κι ου νους μου είνι στη μάνα μ'.
Μάνα μ' τις θυγατέρις σου
Μάνα μ' τις θυγατέ- νε-ρις σου, μα·
μάνα μ' τις ακριβές σου. μάνα μ' τις ακριβές σου.
τις άλλαζις τις στου- νο λιζις,
στα σύννιφα της Κρήτης, στα σύννεφα της Κρήτης
κι ανοίξανι τα συ-νι-ννιφα, κι
κι φάνηκαν οι κόρις, κι φάνηκαν οι κόρις,
φάνηκαν τα ξανθά-να μαλλιά , τα
τα λινουμιταξένια, τα λινουμιταξένια
Σύρτι μάτια μ’, σύρτι φρύδια μ'
Σύρτι μάτια μ', σύρτι φρύδια μ', σύρτι στου καλό. σύρτι στου καλό. χιριτίματα να πάη.
κείνουν π’ αγαπώ, κείνουν π' αγαπώ, να μι στείλ' τα μαύρα μάτια τ', μέσα στου γυαλί,
μέσα στου γυαλί, κι τα κόκκιανά του χείλη,
πάνου στου χαρτί, πάνου στου χαρτί
Μάνα μ' ου γιους συντα-να-ζιτι
νύ-νύφη για να σου φέρει, νύφη για να σου φέρει,
πααίν’μακριά, πααί-νεν’κουντά,
σ’έ-σ’΄ενα βουργαρουχώρι, σ’΄ενα βουργαροχώρι,
βρίσκει χουρόν που χου-νό-ριβαν σα-
σαρανταπέντι γρόσια. σαρανταπέντι γρόσια.
τουν αρραβώνα τ' εν- έριξιν στ' Κου-,
στ Κσυτσάμπασ' τ' θυγατέρα, στ' Κουιοάμπασ' τ' θυγατέρα.
πο' 'χει του μάτι σαν 'ναν ιλιά. του
του φρύδι σα γαϊτάνι, του φρύδι σα γαϊτάνι.
του δόλιου του ματό- νοκλαδισυ σα
σα κρόσ' απού μαντήλι, σα κρόσ' απού μαντήλι.
Ιδώ έχουν κόρη για παντρειά
Ιδώ έχουν κόρη για πα-να-ντρειά, κου-
Κουράσι γι’ αρραβώνα,κουράσι γι’ αρραβώνα,
Την προυξενούν στουν Βα-να-σιλιά,την
Την προυξινούν του Ρήγα, ,Την προυξινούν του Ρήγα,
Κι αυτήν δεν θέλ’ του Βα-να-σιλιά,κι α-
Κι αυτήν δεν θελ’ του Ρήγα, Κι αυτήν δεν θελ’ του Ρήγα
Μον’ θέλ’ του πρώτου λυ-νι-χνιστή που
Που μεσ’ απού τη χώρα, που μες απού τη χώρα
πo' χει μαντήλι στου -νου λιμό, μι- μιτζίτι στου κιψάλι, μιτζίτι στου κιφάλι.
ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ: Την μέρα αυτή σε κάποιες περιοχές της Μακεδονίας μετά την εκκλησία κορίτσια σχηματίζουν ομάδες τριών και τεσσάρων ανθρώπων και κρατώντας χρυσοκέντητα μαντήλια τραγουδούν και χορεύουν έξω από κάθε σπίτι τραγούδια που ταιριάζουν στην ηλικία και στην οικονομική θέση των ενοίκων του. Οι τραγουδίστριες ονομάζονται Βαΐστραις και τα τραγούδια τους Βαΐτικα (έθιμο αντίστοιχο με τις Λαζαρίνες).
Ήρθι ου Λάζαρους, ήρθαν τα Βάια
Ήρθι ου Λάζαρους, ήρθαν τα Βάία ήρθι η Κυριακή που τρων' τα ψάρια.
Σήκου Λάζαρι μ’ κι μην κοιμάσι. ήρθι η μάνα σου απού την Πόλη.
απού φιρί χαρτί κι καλαμάρι, γράψτει Θόδουρι. γράψτει Δημήτρη.
γράψτει λιμουνιά κι κυπαρίσσι, τώρα λάλησιν πουλί κι αηδόνι, τώρα λάλησιν κι χιλιδόνι.
Σ κώθηκα Κυριακή ταχνίτσα
.Σ'κώθηκα Κυρική ταχνίτσα. κ' ήταν κατιχνιά, κ’ ήταν κατιχνιά.
κι μι δρόσισιν τα τολούψια μ', τα ζγουρά μαλλιά, τα ζγουρά μαλλιά,
κι μι δρόσισιν τ' σιρβέτις , τις μιταξουτές. τις μιταξουτές.
Πως πρέπει τ' αργυρόνπμα στην αργυρή ανέμη
Πως πρέπει τ' αργυρό- νο-νημα στη. στην αργυρή ανέμη,
στην αργυρή ανέμη, έτσ' πρέπει κι ένας νιού- νου-τσικος
να παίζει μι την κόρη. να παίζει μι την κόρη.
στουν πύκνου-πύκνου παί-νε-ξιμου κοι- κοιμήθηκιν η κόρη.
κοιμήθηκιν η κόρη. να παρ' νιρό να τη -νη δρουσίο' φου- φουβάτι μη τη σκιάξει.
φουβάτι μη τη σκιάξει. βάζει νταούλια σι-νι-γανά. ζου- ζουρνάδις δικαπέντι. ζουρνάδις δικαπέντι.
Βαλαντουμένη μου καρδιά
Βαλαντουμένη μου -νου καρδιά,
Κι πικραμένα χείλη,
Ν’όποιος μι γλεπ’ν’ απού-νου γιλώ,
Θα-θαρρεί καμόν δεν έχου, θαρρεί καμόν δεν έχου,
Ν’ έχου καμόν μες την-νη καρδιά κι
Κι πικρ’ απάν στα χείλι, κι πικρ’ απάν στα χείλι.
ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ: Τα πασχαλινά έθιμα αρχίζουν κυρίως από την Μεγάλη Πέμπτη. Την μέρα αυτή στην Μακεδονία κρεμούν κόκκινα υφάσματα και μαντήλια από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια. Επίσης τότε βάφουν και τα κόκκινα αυγά – τα πρώτα από αυτά τα έστελναν μαζί με τσουρέκια στα πεθερικά τους -εξαιτίας ενός μύθου από την Καστοριά, σύμφωνα με τον οποίο «όταν αναστήθηκεν ο Χριστός ,το’ παν σε μια χωρικιά κι αυτή δε πίστεψε και είπεν :όταν τα αυγά αυτά που κρατώ γίνουν κόκκινα ,τότε θ’ αναστηθή και ο Χριστός .Και αυτά κοκκίνισαν .Και από τότε τα βάφουν κόκκινα. Ακόμα φτιάχνουν ένα είδος γλυκίσματος που ονομάζεται «δεκαοχτούραις» με γαρύφαλλο ή ένα κόκκο μαύρο πιπέρι που παριστάνει το μάτι της δεκοχτούρας. Τέλος σε κάποιες περιοχές συνηθίζουν να «φυλάγουν και να μοιρολογούν τον Χριστό» όλες οι γυναίκες τη νύχτα στην εκκλησία ,λέγοντας με κατάνυξη τραγούδια για τα Πάθη του Χριστού ή το μοιρολόγι της Παναγίας:….Την Μεγάλη Παρασκευή οι χωρικοί εκτός από την καθορισμένη νηστεία απέχουν και από το ξύδι γιατί με αυτό πότισαν το Χριστό πάνω στον Σταυρό ,ενώ το Μεγάλο Σάββατο δεν πρέπει να λύσουν τα μαλλιά τους γιατί υποτίθεται ότι θα ασπρίσουν.
Κυριακή ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ: Η πασχαλινή λειτουργία γινόταν το βράδυ του Σαββάτου έξω από την εκκλησία και οι χωρικοί την ονόμαζαν Καλό Λόγο .Όταν ακουγόταν για πρώτη φορά το Χριστός Ανέστη άναβαν φωτιές και έπεφταν πλήθος βεγγαλικών. Το Άγιο Φώς θεωρείτο ότι είχε μαγικές ιδιότητες, δηλ. αν έκαιγες με αυτό μερικούς ψύλλους τα ζωύφια αυτά δε θα σε απασχολούσαν τον υπόλοιπο χρόνο, για αυτό το λόγο και το κρατούσαν άσβεστο για τουλάχιστον μια εβδομάδα. Ακόμα κατά την διάρκεια της λειτουργίας τοποθετούν αυγά κάτω από την εικόνα του Χριστού στην Ωραία Πύλη για να ευλογηθούν και στην συνέχεια μοιράζονται στο εκκλησίασμα που τα σπάει μετά την λειτουργία. Αφού τελειώσει η λειτουργία καίγεται και ο Ιούδας ,ένα αχυρένιο ομοίωμα του μαθητή που πρόδωσε τον Χριστό. Το πρωί γίνεται η δεύτερη λειτουργία στην οποία όλοι έρχονται με αναμμένες λαμπάδες και στο τέλος της ζητούν συγχώρεση ο ένας από τον άλλο και κάνουν προφορικές επιθέσεις μεταξύ τους. Η γιορτή της Πασχαλιάς διαρκεί τρεις μέρες και τη διάρκεια των οποίων ανταλλάσσονται επισκέψεις μεταξύ των συγγενών και κόκκινα αυγά .Το απαραίτητο έδεσμα της γιορτής είναι το αρνί, που όπως λένε «Πάσχα χωρίς αρνί δεν γίνεται». Την Τρίτη μέρα του Πάσχα όλο το χωριό πάει στην εξοχή όπου τα κορίτσια χορεύουν ενώ τα αγόρια διαγωνίζονται ανεπίσημα στα αθλήματα. Ένα από τα τραγούδια που λέγονται το Πάσχα είναι και το ακόλουθο:….
Ήρθε τό Μέγα Σάββατο, ήρθ’ ή Μεγάλη Πέφτη Ήρθε κ ’ ή Λαμπροκυριακή μέ τόν καλό τον λόγο.
Η μάν ’ αλλάζει τόν ύγιό κ' ή άδερφή τόν ζώνει,
Τόν ζών ’ τό χρυσοζούναρο, χρυσό μαλαματένιο.
Καί κίνησαν καί πάηναν νά πάν νά μεταλάβουν.
Βεργούλα
Τώρα που στη- Βιργούλα μου. τώρα που 'στήσαν του χουρό.(δις)
Τώρα που 'στήσαν του χουρό, να τραγουδήσου κι να πω.(δις)
Να τραγουδή- Βιργούλα μου. να τραγουδήσου κι να πω.(δις)
Να τραγουδήσου κι να πω. τα δυό τα μάτια π' αγαπώ.(δις)
Τα δυό τα μα- Βιργούλα μου. τα δυό τα μάτια π αγαπώ.(δις)
Τα δυό τα μάτια π' αγαπώ, τηρώ κι δεν τα βρίσκου ιδώ.(δις)
Τηρώ κι δεν τα βρίσκω ιδώ. κι γω στη βρύση καρτιρώ.(δις)
Κι γω στη βρυ- Βιργούλα μου. κι γω στη βρύση καρτιρώ.(δις)
Κι γω στη βρύση κσρτιρώ. να της βουλώσου το νιρό.(δις)
Να της βουλώ- Βιργούλα μου. να της βουλώσου το νιρό,(δις)
Να της βουλώσου το νιρό. να της τσακίσου του σταμνί.(δις)
Να της τσακί- Βιργούλα μου, να της τσακίσου του σταμνί,(δις)
Να της τσακίσου του σταμνί, να πάει στη μάνα τ'ς αδειανή, (δις)
Σήμιρα Δέσπου Πασχαλιά
Να. σήμιρα Δε- λε. μπρε Δέσπου μ' Πασχαλιά, να σήμιρα Δε- λε, μπρε Δέσπου μ' Πασχαλιά.
Να σήμιρα Δέσπου μ' Πασχαλιά.
κι όλη την ιβδουμάδα. κι όλη την ιβδουμάδα
Σήμιρα Δέοπου μ' Πασχαλιά,
κι όλη την ιβδουμάδα. κι όλη την ιβδουμάδα
Να κι συ Δέσπου μ' λε Δέσπου μ' δεν φαίνισι,
Να κι ‘συ Δέσπου μ’ –λε Δέσπου μ’δεν φαίνησι.
Να, κι συ Δέσπου μ’ , δεν φαίνισι,
Σιργιάνι για να κάνεις, σιργιάνη για να κάνεις.
Να, κι συ Δέσπου μ’ , δεν φαίνισι,
Σιργιάνι για να κάνεις, σιργιάνη για να κάνεις
Να κι τι καλό-λε καλό έχου ιγού η πικριά
να κι τι καλό -λε καλό έχου ιγώ η πικριά.
Να κι τι καλό έχου ιγώ η πικρία, ιγώ η φαρμοκουμένη, ιγώ η φαρμακουμένη.
Κι τι καλό έχου ιγώ π πικριά. ιγώ η φαρμακουμένη. ιγώ η φαρμακουμένη.
Να. ιψές πιθά- λε. πιθάνι ου άντρας μου.
να. ιψές πιθά- λε. πιθάνι ου άντρας μου.
Να. ιψές πιθάνι ου άντρας μου, προυψές ου πιθιρός μου. προυψές ου πιθιρός μου.
Ιψές πιθάνι ου άντρας μου. προυψές ου πιθιρός μου, προυψές ου πιθιρός μου.
Να. κι του πιδί -λε πιδί μου δεν μπουρεί να. κι του πιδί -λε πιδί μου δεν μπουρεί.
Να. κι του πιδί μου δεν μπουρεί. βαριά είναι θιρμασμένου, βαριά είναι θιρμασμένου,
Κι του πιδί μου δεν μπουρεί, βαριά είναι θιρμασμένου. βαριά είναι θιρμασμένου .
Να, κι’γω θαρρού- λέ θαρρορύσα δεν μπουρεί,
Να, κι’γω θαρρου-λε θαρρούσα δεν μπορεί.
Να ,κι ‘γω θαρρούσα δεν μπορεί,
Κι αυτο ήταν πιθαμένου, κι αυτό ήταν πιθαμένου.
Κι ‘γωθαρρούσα δεν μπουρεί,
Κι αυτό ήταν πιθαμένου, κι αυτό ήταν πιθαμένου.
Πάω να βρω βασιλικό
Πάω να βρω. μαύρα μάτια μου. πάω να βρω κόρη μ'βασιλικό,
πάω να βρω. μαύρα μάτια μου. πάω να βρω κόρη μ' βασιλικό.
Γιε μ’να φκιά-, γιε μ' να φκιάξω ένα φουκάλι
τ' όμορφο τ' όμορφο το παλικάρι,.
Να φουκαλνώ μαύρα μάτια μου. να φουκαλνώ
κόρη μ' τρεις θάλασσες
να φουκαλνώ μαύρα μάτια μου. να φουκαλνώ
κόρη μ’ τρεις θάλασσες
Γε μ' τρία, γιε μ'τρία καλά καράβια, τ' όμορφα τ' όμορφα τα παλικάρια.
Γε μ' τρία, γιε μ'τρία καλά καράβια, τ' όμορφα τ' όμορφα τα παλικάρια.
Που ‘ταν γιομά , μαύρα μάτια μου , που ήταν γιομάτα Βεργιώτισσες.
Που ‘ταν γιομά , μαύρα μάτια μου , που ήταν γιομάτα Βεργιώτισσες.
Γιέ μ’κι όλο , γιέ μ’κι όλο Κατερινιώτ’σσις, τ’όμορφα τ’΄ομορφα
Τα παλικάρια
Γιέ μ’κι όλο , γιέ μ’κι όλο Κατερινιώτ’σσις, τ’όμορφα τ’΄ομορφα
Τα παλικάρια
Τ'ς Κατιρίνους ή Τα μάτια σου Κατιρίνου μωρή
Τα μάτια σου Κατερίνου μώρη, τα μάτια σου, Ρήνα μ’, τα παρδαλά,
Γιε μ’ , τα φρυ-, γιε μ’ τα φρύδια σ’ τα γραμμένα
Ρήνα μου. Ρήνα μου και ΚατερΙνα
Που να βρω ιγώ, Κατερίνου μωρή,που να βρω ιγώ, Ρήνα μ’ , βασιλικό
Γιε μ’ , να κα-,γιε μ’, να κάνω ε΄να φουκάλι,
Ρήνα μου, Ρήνα μου και Κατιρίνα.
Να φουκαλνώ. Καιερίνω μωρή. να φουκαλνώ, Ρήνα μ', τρεις θάλασσις.
γιε μ', τρία, γιε μ’ τρία καλά καράβια.
Ρήνα μου. Ρήνα μου και Κατερίνα
Κυριακή ΤΟΥ ΘΩΜΑ: Και η μέρα αυτή γιορτάζεται με λαμπρότητα από τους χωρικούς. Μετά την λειτουργία στην Νίγριτα για παράδειγμα μαζεύονται όλοι στις γλιστερές όχθες ενός «λάκκου» όπου υπό τον ήχο των νταουλιών και των οργάνων οι νέοι αγωνίζονται στο πάλεμα και σεάλλα αγωνίσματα. Ο νικητής κερδίζει τις επευφημίες του πλήθος και ένα αρνί ή κατσίκι .Οι κοπέλες φορώντας άσπρα μαντήλια χορεύουν εκεί κοντά τραγουδώντας:……
Ή Μαρουδιά 'Χινιώτισσα Δευτέρα μέρα κίνησε
Νά πάη γιά σημόχωμα, ’σημόχωμα, πατόχωμα,
Καί σκεπαρνιά δέν ελαχε, μόν’ λάχε τ’ άργυρό τσαπί,
Καί κρούει μιά καί κρούει δυό, καί κρούει τρεις καί τέσσαρες,
Καί πέσε τ’ άσημόχωμα καί σκέπασε τη Μαρουδιά.
Ψιλή λαλίτσαν έβγαζε, «λαλίτσα μ’, σκίσε τά βουνά,
Νά πας ’ς τη μάνα μ ’ μήνυμα, νά φουκαλίσγ) της αϋλαΐς, Νά στρώσ’ τόν καμοχά...»
Αητός
Βρε δείτι τον μωρ’ μάτια μου. βρε δείτι τον χρυσόν αητό. (δις)
βρε δείτι τον χρυσόν αητό. πώς κυνηγάει την πέρδικα (δις)
Πώς κυνηγάει μωρ'μάτια μου. πώς κυνηγάει την πέρδικα, (δις)
Πώς κυνηγάει την πέρδικα , για την βάλει στο κλουβί.
Για να την βαλ’μωρ’μάτια μου , για να την βάλει στο κλουβί,
για να την βάλει στο κλουβί, για να λαλεί πασά προυί.
Πασά προυί μωρ’μάτια μου πασά προυί πασά βραδύ.
Πασά προυί πασά βραδύ για να λαλεί κάθι αυγή.
Όλις οι έμουρφις σέρνουν καμάρι
Όλις οι έμουρφις σέρνουν καμάρι, σέρνουν καμάρι,(δις)
Κι μια π'τις έμουρφις σέρνει τα κάλλη, σέρνει τα κάλλη.(δις)
Σέτι κι λυγίζιτι σαν του καλάμι, σαν του καλάμι, (δις)
Μιτράει τη μέση της μι του γαϊτάνι, μι του γαϊτάνι, (δις)
Τούρκους τ’ν σγάπησι. θέλ'να την πάρει, θέλ' να την πάρει, (δις)
- Μάνα μου αφάζουμι. μάνα μ’κριμιούμι Τούρκου δεν παίρνου. (δις)
- Μιλίσι γίνουμι τα ρμάνια παίρνου. Τούρκου δεν παίρνου. (δις)
Τζιτζίκι θα σπαρθώ. στη γη φυτρώνου. στη γη φυτρώνου. (δις)
Του τζιτζίκ του έμουρφου Τούρκους του κόβει. Τούρκους του κόβει (δις)
ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ: Εικοσιπέντε μέρες μετά την Λαμπρή γιορτάζονται τα Ρουσάλια ,ένα πανηγύρι με σκοπό την εξόρκιση του θανάτου και της αρρώστιας από τα παιδιά. Κατά την διάρκειά του ένα κορίτσι με μοναδικό όνομα στην γειτονιάφτιάχνει στην μέση της γειτονιάς κουλούρες με αλεύρι ,λάδι κτλ που μαζεύουν πόρτα πόρτα τα υπόλοιπα παιδιά.Στην συνέχεια ακολουθεί γιορτή με τραγούδια και χορό για όλα τα παιδιά της γειτονιάς ,καθένα από τα οποία παίρνει και από μία κουλούρα. Αν κατά την διάρκεια του χρόνου κάποιο από τα παιδιά αρρωστήσει από κάποια εξανθηματική ασθένεια ,ιδίως από οστρακιά, κόβονται τρίμματα από την κουλούρα ,ανακατεύονται με μέλι ή σησαμέλαιο και αλείφονται στο σώμα του άρρωστου παιδιού.
ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ: Διάφορες λαϊκές δοξασίες σχετίζονται με την μέρα αυτήν ,με κυριότερη το ότι εκείνη την μέρα παύει η ελευθερία που είχαν οι ψυχές των πεθαμένων από την ημέρα της Αναστάσεως. Έτσι σε κάποιες περιοχές μαζεύονται το μεσημέρι οι γειτόνισσες σε ένα από τα σπίτια και κάθονται σαν να ξενυχτούν κάποιον νεκρό.
Την Άνοιξη πέφτει η μεγαλύτερη γιορτή της Ορθοδοξίας, το Πάσχα, και τα περισσότερα έθιμα αυτής της εποχής σχετίζονται όπως είναι φυσικό με αυτήν .Στην Μακεδονία με το που μπαίνει η Άνοιξη ,τα παιδιά δηλώνουν την ανυπομονησία τους για την μεγάλη αυτή γιορτή με τα ακόλουθα στιχάκια:
Πότε ναρθ’ η Πασχαλιά
Με τα κόκκινα τα’ αυγά
Με τα’αρνούδι’ς τον ταβά, κτλ
ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ: Την ημέρα αυτή ξεκινάει αυστηρή νηστεία. Οι νοικοκυρές πλένουν με σταχτόνερο τα μαγειρικά σκεύη και τις κουζίνες τους από τα λίπη και τις βρωμιές. Η γιορτινή διάθεση όμως δεν εγκαταλείπεται. Στην Θεσσαλονίκη για παράδειγμα, μια ορχήστρα νέων ντυμένων με φουστανέλες ώστε να παριστάνουν τους ληστές, φορώντας μάσκες στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους ,παίζουν τους ληστές των ταξιδιωτών. Κάνουν παρέλαση στους δρόμους τραγουδώντας κλέφτικα τραγούδια και όταν φτάνουν στην εξοχή πιάνουν ένα σημείο και σταματούν όλους τους διαβάτες και τα αμάξια που πρόθυμα τους δίνουν χρήματα. Αλλού πάνε όλοι στην εξοχή και τρώνε τα νηστίσιμα φαγητά τους με χορούς και τραγούδια. Στο Σωχό τέλος νέοι ,ντυμένοι με φουστανέλες, εκτελούν στρατιωτικούς χορούς με σπαθιά ,άλλοι τυλίγουν τα σώματά τους με δέρματα γιδιών και σκεπάζουν το πρόσωπο και το κεφάλι με ένα κωνικό κάλυμμα (καλπάκι). Την φορεσιά τους συμπληρώνουν λουλούδια και κουδούνια που κρέμονται από την μέση τους. Ντυμένοι έτσι παριστάνουν τους κλέπτες, ληστεύουν τα χρήματα όσων κοριτσιών συναντήσουν και τρομάζουν τους περαστικούς. Ακολουθεί γλέντι στην κεντρική πλατεία του χωριού.
ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ: Στην Μακεδονία οι γυναίκες και κυρίως τα κορίτσια ,μικρά και μεγάλα, τιμούν ιδιαίτερα τον φίλο του Χριστού Λάζαρο με διάφορα γιορταστικά έθιμα και ονομάζονται Λαζαρίνες. Πιο συγκεκριμένα, σε ορισμένες περιοχές της Μακεδονίαςαπό την Καθαρή Δευτέρα μέχρι του Λαζάρου τα κορίτσια τραγουδούν τον Λάζαρο. Μόλις δηλ. εμφανιστεί ξένος στο χωριό όλα τα κορίτσια μαζεύονται στο σπίτι όπου κόνεψε και του τραγουδούν. Αλλού το Σάββατο του Λαζάρου κορίτσια αμέσως μετά την εκκλησία σχηματίζουν ομάδες, περπατούν στους δρόμους του χωριού τραγουδώντας και χορεύοντας και μαζεύουν δώρα (αγερμός). Τα τραγούδια που λένε παραδίδονται προφορικά από μητέρα σε κόρη για αιώνες.
Κίνησαν οι Λαζαρίνις
Κίνησαν σι Λαζαρίνις
την Παρασκιουβή, την Παρασκιουβή
κι ως την Κυριακή του γιόμα,
τα ιστολίζαν. τα ιστσλίζαν
κι την Κυριακή ιου βράδυ,
τα ηρουβάδιζαν. τα προυβόδιζαν
Ήρθαμι στουν Αφέντη μας
Ήρθαμι στουν Αφέ-νε-ντη μας, τουν
τουν πρώτου τιμημένου, τουν πρώτου τιμημένου.
π' τουν τίμήσιν η Πανα- ναγιά. μι
μι του σταυρό στα χέρια, μι του σταυρό στα χέρια.
Σι σένα πρέπει Γε-νέ-ρουντα οτα-
σταυρός κι κουμπουλόι, σταυρός κι κουμπουλόι.
Κι ‘νια μι τόνι’ ς του -νου προυίκι
κι 'νια του μησμέρι. κι ' ναι του μησμέρι,
κι δέκα του από- νο-βραδου να
να πέφτεις να κοψόσι. να πέφτεις να κοιμόσι.
Δρόμου, δρόμου γκιζιρουσα
Δρόμου, δρόμου γκιζιρούσα.
δρόμουν γκιζιρώ. δρόμουν γκιζιρώ.
βρίσκου μια μηλιά στου δρόμου.
μήλα φουρτουμέν', μήλα φουρτουμέν'.
έσκυψα να πάρου ένα.
δε μι το δουσι. δε μι το 'δουσι.
τα "χει αφέντις μητρμένα κι ου παπάς λουγαριασμένα.
δρόμουν γκιζιρώ. δρόμουν γκιζιρώ.
Μια μάνα πo' χει ένα υγιόν
Μια μάνα πo' χει ένα υγιόν. μι-
μικρόν και χαίδεμένουν. μικρόν και χαίδεμένουν.
τουν άλλαζιν. του στού-νο-λιζιν κι.
κι στου σκουλιό τουν στέλνει, κι στού σκουλιό τουν στέλνει.
Κι ου δάσκαλους τουν δε-νε-χουνταν μι μι τη χρυσή τη βέργα, μι τη χρυσή τη βέργα.
Πιδί μ' πού είνι τα γρά-να-μματά σ', πού πού είνι η γραφή σου. πού είνι η γραφή σου.·
Τα γράμματα είνι στου -νου χαρτί κι ο κι ου νους μου είνι στη μάνα μ', κι ου νους μου είνι στη μάνα μ'.
Μάνα μ' τις θυγατέρις σου
Μάνα μ' τις θυγατέ- νε-ρις σου, μα·
μάνα μ' τις ακριβές σου. μάνα μ' τις ακριβές σου.
τις άλλαζις τις στου- νο λιζις,
στα σύννιφα της Κρήτης, στα σύννεφα της Κρήτης
κι ανοίξανι τα συ-νι-ννιφα, κι
κι φάνηκαν οι κόρις, κι φάνηκαν οι κόρις,
φάνηκαν τα ξανθά-να μαλλιά , τα
τα λινουμιταξένια, τα λινουμιταξένια
Σύρτι μάτια μ’, σύρτι φρύδια μ'
Σύρτι μάτια μ', σύρτι φρύδια μ', σύρτι στου καλό. σύρτι στου καλό. χιριτίματα να πάη.
κείνουν π’ αγαπώ, κείνουν π' αγαπώ, να μι στείλ' τα μαύρα μάτια τ', μέσα στου γυαλί,
μέσα στου γυαλί, κι τα κόκκιανά του χείλη,
πάνου στου χαρτί, πάνου στου χαρτί
Μάνα μ' ου γιους συντα-να-ζιτι
νύ-νύφη για να σου φέρει, νύφη για να σου φέρει,
πααίν’μακριά, πααί-νεν’κουντά,
σ’έ-σ’΄ενα βουργαρουχώρι, σ’΄ενα βουργαροχώρι,
βρίσκει χουρόν που χου-νό-ριβαν σα-
σαρανταπέντι γρόσια. σαρανταπέντι γρόσια.
τουν αρραβώνα τ' εν- έριξιν στ' Κου-,
στ Κσυτσάμπασ' τ' θυγατέρα, στ' Κουιοάμπασ' τ' θυγατέρα.
πο' 'χει του μάτι σαν 'ναν ιλιά. του
του φρύδι σα γαϊτάνι, του φρύδι σα γαϊτάνι.
του δόλιου του ματό- νοκλαδισυ σα
σα κρόσ' απού μαντήλι, σα κρόσ' απού μαντήλι.
Ιδώ έχουν κόρη για παντρειά
Ιδώ έχουν κόρη για πα-να-ντρειά, κου-
Κουράσι γι’ αρραβώνα,κουράσι γι’ αρραβώνα,
Την προυξενούν στουν Βα-να-σιλιά,την
Την προυξινούν του Ρήγα, ,Την προυξινούν του Ρήγα,
Κι αυτήν δεν θέλ’ του Βα-να-σιλιά,κι α-
Κι αυτήν δεν θελ’ του Ρήγα, Κι αυτήν δεν θελ’ του Ρήγα
Μον’ θέλ’ του πρώτου λυ-νι-χνιστή που
Που μεσ’ απού τη χώρα, που μες απού τη χώρα
πo' χει μαντήλι στου -νου λιμό, μι- μιτζίτι στου κιψάλι, μιτζίτι στου κιφάλι.
ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ: Την μέρα αυτή σε κάποιες περιοχές της Μακεδονίας μετά την εκκλησία κορίτσια σχηματίζουν ομάδες τριών και τεσσάρων ανθρώπων και κρατώντας χρυσοκέντητα μαντήλια τραγουδούν και χορεύουν έξω από κάθε σπίτι τραγούδια που ταιριάζουν στην ηλικία και στην οικονομική θέση των ενοίκων του. Οι τραγουδίστριες ονομάζονται Βαΐστραις και τα τραγούδια τους Βαΐτικα (έθιμο αντίστοιχο με τις Λαζαρίνες).
Ήρθι ου Λάζαρους, ήρθαν τα Βάια
Ήρθι ου Λάζαρους, ήρθαν τα Βάία ήρθι η Κυριακή που τρων' τα ψάρια.
Σήκου Λάζαρι μ’ κι μην κοιμάσι. ήρθι η μάνα σου απού την Πόλη.
απού φιρί χαρτί κι καλαμάρι, γράψτει Θόδουρι. γράψτει Δημήτρη.
γράψτει λιμουνιά κι κυπαρίσσι, τώρα λάλησιν πουλί κι αηδόνι, τώρα λάλησιν κι χιλιδόνι.
Σ κώθηκα Κυριακή ταχνίτσα
.Σ'κώθηκα Κυρική ταχνίτσα. κ' ήταν κατιχνιά, κ’ ήταν κατιχνιά.
κι μι δρόσισιν τα τολούψια μ', τα ζγουρά μαλλιά, τα ζγουρά μαλλιά,
κι μι δρόσισιν τ' σιρβέτις , τις μιταξουτές. τις μιταξουτές.
Πως πρέπει τ' αργυρόνπμα στην αργυρή ανέμη
Πως πρέπει τ' αργυρό- νο-νημα στη. στην αργυρή ανέμη,
στην αργυρή ανέμη, έτσ' πρέπει κι ένας νιού- νου-τσικος
να παίζει μι την κόρη. να παίζει μι την κόρη.
στουν πύκνου-πύκνου παί-νε-ξιμου κοι- κοιμήθηκιν η κόρη.
κοιμήθηκιν η κόρη. να παρ' νιρό να τη -νη δρουσίο' φου- φουβάτι μη τη σκιάξει.
φουβάτι μη τη σκιάξει. βάζει νταούλια σι-νι-γανά. ζου- ζουρνάδις δικαπέντι. ζουρνάδις δικαπέντι.
Βαλαντουμένη μου καρδιά
Βαλαντουμένη μου -νου καρδιά,
Κι πικραμένα χείλη,
Ν’όποιος μι γλεπ’ν’ απού-νου γιλώ,
Θα-θαρρεί καμόν δεν έχου, θαρρεί καμόν δεν έχου,
Ν’ έχου καμόν μες την-νη καρδιά κι
Κι πικρ’ απάν στα χείλι, κι πικρ’ απάν στα χείλι.
ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ: Τα πασχαλινά έθιμα αρχίζουν κυρίως από την Μεγάλη Πέμπτη. Την μέρα αυτή στην Μακεδονία κρεμούν κόκκινα υφάσματα και μαντήλια από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια. Επίσης τότε βάφουν και τα κόκκινα αυγά – τα πρώτα από αυτά τα έστελναν μαζί με τσουρέκια στα πεθερικά τους -εξαιτίας ενός μύθου από την Καστοριά, σύμφωνα με τον οποίο «όταν αναστήθηκεν ο Χριστός ,το’ παν σε μια χωρικιά κι αυτή δε πίστεψε και είπεν :όταν τα αυγά αυτά που κρατώ γίνουν κόκκινα ,τότε θ’ αναστηθή και ο Χριστός .Και αυτά κοκκίνισαν .Και από τότε τα βάφουν κόκκινα. Ακόμα φτιάχνουν ένα είδος γλυκίσματος που ονομάζεται «δεκαοχτούραις» με γαρύφαλλο ή ένα κόκκο μαύρο πιπέρι που παριστάνει το μάτι της δεκοχτούρας. Τέλος σε κάποιες περιοχές συνηθίζουν να «φυλάγουν και να μοιρολογούν τον Χριστό» όλες οι γυναίκες τη νύχτα στην εκκλησία ,λέγοντας με κατάνυξη τραγούδια για τα Πάθη του Χριστού ή το μοιρολόγι της Παναγίας:….Την Μεγάλη Παρασκευή οι χωρικοί εκτός από την καθορισμένη νηστεία απέχουν και από το ξύδι γιατί με αυτό πότισαν το Χριστό πάνω στον Σταυρό ,ενώ το Μεγάλο Σάββατο δεν πρέπει να λύσουν τα μαλλιά τους γιατί υποτίθεται ότι θα ασπρίσουν.
Κυριακή ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ: Η πασχαλινή λειτουργία γινόταν το βράδυ του Σαββάτου έξω από την εκκλησία και οι χωρικοί την ονόμαζαν Καλό Λόγο .Όταν ακουγόταν για πρώτη φορά το Χριστός Ανέστη άναβαν φωτιές και έπεφταν πλήθος βεγγαλικών. Το Άγιο Φώς θεωρείτο ότι είχε μαγικές ιδιότητες, δηλ. αν έκαιγες με αυτό μερικούς ψύλλους τα ζωύφια αυτά δε θα σε απασχολούσαν τον υπόλοιπο χρόνο, για αυτό το λόγο και το κρατούσαν άσβεστο για τουλάχιστον μια εβδομάδα. Ακόμα κατά την διάρκεια της λειτουργίας τοποθετούν αυγά κάτω από την εικόνα του Χριστού στην Ωραία Πύλη για να ευλογηθούν και στην συνέχεια μοιράζονται στο εκκλησίασμα που τα σπάει μετά την λειτουργία. Αφού τελειώσει η λειτουργία καίγεται και ο Ιούδας ,ένα αχυρένιο ομοίωμα του μαθητή που πρόδωσε τον Χριστό. Το πρωί γίνεται η δεύτερη λειτουργία στην οποία όλοι έρχονται με αναμμένες λαμπάδες και στο τέλος της ζητούν συγχώρεση ο ένας από τον άλλο και κάνουν προφορικές επιθέσεις μεταξύ τους. Η γιορτή της Πασχαλιάς διαρκεί τρεις μέρες και τη διάρκεια των οποίων ανταλλάσσονται επισκέψεις μεταξύ των συγγενών και κόκκινα αυγά .Το απαραίτητο έδεσμα της γιορτής είναι το αρνί, που όπως λένε «Πάσχα χωρίς αρνί δεν γίνεται». Την Τρίτη μέρα του Πάσχα όλο το χωριό πάει στην εξοχή όπου τα κορίτσια χορεύουν ενώ τα αγόρια διαγωνίζονται ανεπίσημα στα αθλήματα. Ένα από τα τραγούδια που λέγονται το Πάσχα είναι και το ακόλουθο:….
Ήρθε τό Μέγα Σάββατο, ήρθ’ ή Μεγάλη Πέφτη Ήρθε κ ’ ή Λαμπροκυριακή μέ τόν καλό τον λόγο.
Η μάν ’ αλλάζει τόν ύγιό κ' ή άδερφή τόν ζώνει,
Τόν ζών ’ τό χρυσοζούναρο, χρυσό μαλαματένιο.
Καί κίνησαν καί πάηναν νά πάν νά μεταλάβουν.
Βεργούλα
Τώρα που στη- Βιργούλα μου. τώρα που 'στήσαν του χουρό.(δις)
Τώρα που 'στήσαν του χουρό, να τραγουδήσου κι να πω.(δις)
Να τραγουδή- Βιργούλα μου. να τραγουδήσου κι να πω.(δις)
Να τραγουδήσου κι να πω. τα δυό τα μάτια π' αγαπώ.(δις)
Τα δυό τα μα- Βιργούλα μου. τα δυό τα μάτια π αγαπώ.(δις)
Τα δυό τα μάτια π' αγαπώ, τηρώ κι δεν τα βρίσκου ιδώ.(δις)
Τηρώ κι δεν τα βρίσκω ιδώ. κι γω στη βρύση καρτιρώ.(δις)
Κι γω στη βρυ- Βιργούλα μου. κι γω στη βρύση καρτιρώ.(δις)
Κι γω στη βρύση κσρτιρώ. να της βουλώσου το νιρό.(δις)
Να της βουλώ- Βιργούλα μου. να της βουλώσου το νιρό,(δις)
Να της βουλώσου το νιρό. να της τσακίσου του σταμνί.(δις)
Να της τσακί- Βιργούλα μου, να της τσακίσου του σταμνί,(δις)
Να της τσακίσου του σταμνί, να πάει στη μάνα τ'ς αδειανή, (δις)
Σήμιρα Δέσπου Πασχαλιά
Να. σήμιρα Δε- λε. μπρε Δέσπου μ' Πασχαλιά, να σήμιρα Δε- λε, μπρε Δέσπου μ' Πασχαλιά.
Να σήμιρα Δέσπου μ' Πασχαλιά.
κι όλη την ιβδουμάδα. κι όλη την ιβδουμάδα
Σήμιρα Δέοπου μ' Πασχαλιά,
κι όλη την ιβδουμάδα. κι όλη την ιβδουμάδα
Να κι συ Δέσπου μ' λε Δέσπου μ' δεν φαίνισι,
Να κι ‘συ Δέσπου μ’ –λε Δέσπου μ’δεν φαίνησι.
Να, κι συ Δέσπου μ’ , δεν φαίνισι,
Σιργιάνι για να κάνεις, σιργιάνη για να κάνεις.
Να, κι συ Δέσπου μ’ , δεν φαίνισι,
Σιργιάνι για να κάνεις, σιργιάνη για να κάνεις
Να κι τι καλό-λε καλό έχου ιγού η πικριά
να κι τι καλό -λε καλό έχου ιγώ η πικριά.
Να κι τι καλό έχου ιγώ η πικρία, ιγώ η φαρμοκουμένη, ιγώ η φαρμακουμένη.
Κι τι καλό έχου ιγώ π πικριά. ιγώ η φαρμακουμένη. ιγώ η φαρμακουμένη.
Να. ιψές πιθά- λε. πιθάνι ου άντρας μου.
να. ιψές πιθά- λε. πιθάνι ου άντρας μου.
Να. ιψές πιθάνι ου άντρας μου, προυψές ου πιθιρός μου. προυψές ου πιθιρός μου.
Ιψές πιθάνι ου άντρας μου. προυψές ου πιθιρός μου, προυψές ου πιθιρός μου.
Να. κι του πιδί -λε πιδί μου δεν μπουρεί να. κι του πιδί -λε πιδί μου δεν μπουρεί.
Να. κι του πιδί μου δεν μπουρεί. βαριά είναι θιρμασμένου, βαριά είναι θιρμασμένου,
Κι του πιδί μου δεν μπουρεί, βαριά είναι θιρμασμένου. βαριά είναι θιρμασμένου .
Να, κι’γω θαρρού- λέ θαρρορύσα δεν μπουρεί,
Να, κι’γω θαρρου-λε θαρρούσα δεν μπορεί.
Να ,κι ‘γω θαρρούσα δεν μπορεί,
Κι αυτο ήταν πιθαμένου, κι αυτό ήταν πιθαμένου.
Κι ‘γωθαρρούσα δεν μπουρεί,
Κι αυτό ήταν πιθαμένου, κι αυτό ήταν πιθαμένου.
Πάω να βρω βασιλικό
Πάω να βρω. μαύρα μάτια μου. πάω να βρω κόρη μ'βασιλικό,
πάω να βρω. μαύρα μάτια μου. πάω να βρω κόρη μ' βασιλικό.
Γιε μ’να φκιά-, γιε μ' να φκιάξω ένα φουκάλι
τ' όμορφο τ' όμορφο το παλικάρι,.
Να φουκαλνώ μαύρα μάτια μου. να φουκαλνώ
κόρη μ' τρεις θάλασσες
να φουκαλνώ μαύρα μάτια μου. να φουκαλνώ
κόρη μ’ τρεις θάλασσες
Γε μ' τρία, γιε μ'τρία καλά καράβια, τ' όμορφα τ' όμορφα τα παλικάρια.
Γε μ' τρία, γιε μ'τρία καλά καράβια, τ' όμορφα τ' όμορφα τα παλικάρια.
Που ‘ταν γιομά , μαύρα μάτια μου , που ήταν γιομάτα Βεργιώτισσες.
Που ‘ταν γιομά , μαύρα μάτια μου , που ήταν γιομάτα Βεργιώτισσες.
Γιέ μ’κι όλο , γιέ μ’κι όλο Κατερινιώτ’σσις, τ’όμορφα τ’΄ομορφα
Τα παλικάρια
Γιέ μ’κι όλο , γιέ μ’κι όλο Κατερινιώτ’σσις, τ’όμορφα τ’΄ομορφα
Τα παλικάρια
Τ'ς Κατιρίνους ή Τα μάτια σου Κατιρίνου μωρή
Τα μάτια σου Κατερίνου μώρη, τα μάτια σου, Ρήνα μ’, τα παρδαλά,
Γιε μ’ , τα φρυ-, γιε μ’ τα φρύδια σ’ τα γραμμένα
Ρήνα μου. Ρήνα μου και ΚατερΙνα
Που να βρω ιγώ, Κατερίνου μωρή,που να βρω ιγώ, Ρήνα μ’ , βασιλικό
Γιε μ’ , να κα-,γιε μ’, να κάνω ε΄να φουκάλι,
Ρήνα μου, Ρήνα μου και Κατιρίνα.
Να φουκαλνώ. Καιερίνω μωρή. να φουκαλνώ, Ρήνα μ', τρεις θάλασσις.
γιε μ', τρία, γιε μ’ τρία καλά καράβια.
Ρήνα μου. Ρήνα μου και Κατερίνα
Κυριακή ΤΟΥ ΘΩΜΑ: Και η μέρα αυτή γιορτάζεται με λαμπρότητα από τους χωρικούς. Μετά την λειτουργία στην Νίγριτα για παράδειγμα μαζεύονται όλοι στις γλιστερές όχθες ενός «λάκκου» όπου υπό τον ήχο των νταουλιών και των οργάνων οι νέοι αγωνίζονται στο πάλεμα και σεάλλα αγωνίσματα. Ο νικητής κερδίζει τις επευφημίες του πλήθος και ένα αρνί ή κατσίκι .Οι κοπέλες φορώντας άσπρα μαντήλια χορεύουν εκεί κοντά τραγουδώντας:……
Ή Μαρουδιά 'Χινιώτισσα Δευτέρα μέρα κίνησε
Νά πάη γιά σημόχωμα, ’σημόχωμα, πατόχωμα,
Καί σκεπαρνιά δέν ελαχε, μόν’ λάχε τ’ άργυρό τσαπί,
Καί κρούει μιά καί κρούει δυό, καί κρούει τρεις καί τέσσαρες,
Καί πέσε τ’ άσημόχωμα καί σκέπασε τη Μαρουδιά.
Ψιλή λαλίτσαν έβγαζε, «λαλίτσα μ’, σκίσε τά βουνά,
Νά πας ’ς τη μάνα μ ’ μήνυμα, νά φουκαλίσγ) της αϋλαΐς, Νά στρώσ’ τόν καμοχά...»
Αητός
Βρε δείτι τον μωρ’ μάτια μου. βρε δείτι τον χρυσόν αητό. (δις)
βρε δείτι τον χρυσόν αητό. πώς κυνηγάει την πέρδικα (δις)
Πώς κυνηγάει μωρ'μάτια μου. πώς κυνηγάει την πέρδικα, (δις)
Πώς κυνηγάει την πέρδικα , για την βάλει στο κλουβί.
Για να την βαλ’μωρ’μάτια μου , για να την βάλει στο κλουβί,
για να την βάλει στο κλουβί, για να λαλεί πασά προυί.
Πασά προυί μωρ’μάτια μου πασά προυί πασά βραδύ.
Πασά προυί πασά βραδύ για να λαλεί κάθι αυγή.
Όλις οι έμουρφις σέρνουν καμάρι
Όλις οι έμουρφις σέρνουν καμάρι, σέρνουν καμάρι,(δις)
Κι μια π'τις έμουρφις σέρνει τα κάλλη, σέρνει τα κάλλη.(δις)
Σέτι κι λυγίζιτι σαν του καλάμι, σαν του καλάμι, (δις)
Μιτράει τη μέση της μι του γαϊτάνι, μι του γαϊτάνι, (δις)
Τούρκους τ’ν σγάπησι. θέλ'να την πάρει, θέλ' να την πάρει, (δις)
- Μάνα μου αφάζουμι. μάνα μ’κριμιούμι Τούρκου δεν παίρνου. (δις)
- Μιλίσι γίνουμι τα ρμάνια παίρνου. Τούρκου δεν παίρνου. (δις)
Τζιτζίκι θα σπαρθώ. στη γη φυτρώνου. στη γη φυτρώνου. (δις)
Του τζιτζίκ του έμουρφου Τούρκους του κόβει. Τούρκους του κόβει (δις)
ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ: Εικοσιπέντε μέρες μετά την Λαμπρή γιορτάζονται τα Ρουσάλια ,ένα πανηγύρι με σκοπό την εξόρκιση του θανάτου και της αρρώστιας από τα παιδιά. Κατά την διάρκειά του ένα κορίτσι με μοναδικό όνομα στην γειτονιάφτιάχνει στην μέση της γειτονιάς κουλούρες με αλεύρι ,λάδι κτλ που μαζεύουν πόρτα πόρτα τα υπόλοιπα παιδιά.Στην συνέχεια ακολουθεί γιορτή με τραγούδια και χορό για όλα τα παιδιά της γειτονιάς ,καθένα από τα οποία παίρνει και από μία κουλούρα. Αν κατά την διάρκεια του χρόνου κάποιο από τα παιδιά αρρωστήσει από κάποια εξανθηματική ασθένεια ,ιδίως από οστρακιά, κόβονται τρίμματα από την κουλούρα ,ανακατεύονται με μέλι ή σησαμέλαιο και αλείφονται στο σώμα του άρρωστου παιδιού.
ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ: Διάφορες λαϊκές δοξασίες σχετίζονται με την μέρα αυτήν ,με κυριότερη το ότι εκείνη την μέρα παύει η ελευθερία που είχαν οι ψυχές των πεθαμένων από την ημέρα της Αναστάσεως. Έτσι σε κάποιες περιοχές μαζεύονται το μεσημέρι οι γειτόνισσες σε ένα από τα σπίτια και κάθονται σαν να ξενυχτούν κάποιον νεκρό.
Ήπειρος
Οι προετοιμασίες για τον εορτασμό του Πάσχα ξεκινούσαν πριν την Μ. Εβδομάδα με τον καθαρισμό του σπιτιού και το ασβέστωμα της αυλής .
Το Σάββατο του Λαζάρου οι κάτοικοι των χωριών της Ηπείρου πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν τα κάλαντα του Λαζάρου, κρατώντας ένα καλάθι (σπόρτα), που ήταν στολισμένο με λουλούδια και κουδούνια και ο σπιτονοικοκύρης τους φίλευε με αυγά.
Τη Μεγάλη Πέμπτη, από το πρωί οι γυναίκες ζύμωναν τσουρέκια και έβαφαν τα αυγά. Το πρώτο βαμμένο αυγό που έβγαζαν από την κατσαρόλα το τοποθετούσαν στο εικονοστάσι και το φύλαγαν εκεί μέχρι το επόμενο Πάσχα. Το αυγό αυτό ήταν κάτι σαν φυλαχτό για το σπίτι τα χωράφια και τα ζώα. Το αυγό της προηγούμενης χρονιάς θάβονταν στα χωράφια ή στα μαντριά πιστεύοντας ότι έτσι τα «γεννήματα» της γης ή των ζώων θα είναι πολλά.
Το βράδυ της Ανάστασης οι νοικοκυραίοι γυρνώντας από την εκκλησία και πριν μπουν στο σπίτι σταύρωναν την εξώπορτα με το Άγιο Φως και μετά άναβαν το καντήλι έτσι ώστε να μπορέσουν να κρατήσουν το Άγιο Φως όλο το χρόνο στο σπίτι.
Πατροπαράδοτο γεύμα της Κυριακής του Πάσχα ήταν το σουβλιστό αρνί. Όμως παραδοσιακή θεωρούταν η γάστρα στην οποία έψηναν το πασχαλινό κρέας. Συνήθιζαν επίσης να φτιάχνουν πολλών ειδών πίτες. Ακόμα ένα παραδοσιακό ηπειρώτικο φαγητό, ήταν η συκωταριά με σπανάκι στη γάστρα το οποίο το έτρωγαν αντί για μαγειρίτσα. Σε πολλά χωριά μαζεύονταν οι χωριανοί στις πλατείες ή στις αλάνες έψηναν, έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν όλοι μαζί.
Οι πασχαλινές εθιμικές και λατρευτικές εκδηλώσεις ολοκληρώνονταν την Κυριακή του Πάσχα με τον Εσπερινό της Αγάπης. Στα χωριά που πολιούχος είναι ο Αγ. Γεώργιος συνήθισαν επίσης, να κάνουν γλέντια τα οποία διαρκούσαν μέχρι την Τρίτη μέρα του Πάσχα.
Όλα τα παραπάνω έθιμα αναβιώνουν, ευτυχώς, ακόμα και στις μέρες μας.
Στα Γιάννινα παλιά, οι νοικοκυρές έβαζαν τα βάγια στα εικονίσματα, σιμά στο Αγίασμα, στο κόκκινο αυγό και στο αναμμένο καντήλι.
Από τα φύλλα εκείνα χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική τους, στο θυμιάτισμα και στο ξεμάτιασμα. Βάγια επίσης έβαζαν και στους γείκους με τα μάλλινα και μαζί με τα καρυόφυλλα που προϋπήρχαν στα ρούχα, έδιωχναν το "κακό" από κείνα και από όλο το νοικοκυριό τους.
Το εθιμοβαγιάτικο "χτύπημα" ήταν ονομαστό στα Γιαννιωτόπουλα εκείνης της εποχής, που μετά την λειτουργία της Κυριακής των Βαϊων έβγαιναν στο προαύλιο της εκκλησίας τους και με τα πόδια, λέγοντας και το συμβολικό τραγούδι:
"Πουν'τα βάγια σου καλέ; Τάχω μέσ'στον καναπέ..."
Τα βάγια τάφερναν στα Γιάννινα, το πρωί του Σαββάτου του Λαζάρου, οι μεταπράτες χωρικοί από τα γύρω χωριά. Ο δρόμος στο Γυαλί Καφενέ πλημμύριζε από λογής-λογής ανθρώπους. Τα σχολεία τέλειωναν, οι χωρικοί με τα φορτωμένα ζωντανά τους, τα ζωντανά με τα μουγγανητά τους, έδιναν στο δρόμο μια ξέχωρη ζωντάνια και ευωδιά καθώς και η μυρωδάτη δάφνη έπαιρνε το δρόμο της για τις εκκλησιές. Μαζί με τα βάγια το Σάββατο του Λαζάρου έρχονται στα Γιάννινα και οι Λαζαραίοι.
Ροδοκόκκινα χωριατόπουλα, έφερναν το Λάζαρο μέσα σε κάθε πόρτα της μικρής πόλης, με το τραγούδι τους, που ακούγονταν σαν μοιρολοϊ καθώς τα χάλκινα κουδούνια των Λαζαραίων συνόδευαν μονότονα, λυπητερά το "Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα βάγια, ήρθε και ο Χριστός από τη Βηθανία..."
Στις φαμίλιες που είχαν μικρά παιδιά-μαξούμια στη σαρμανίτσα-οι Λαζαραίοι τραγούδαγαν "Ένα μικρό μικρούτσικο και παραχαϊδεμένο...", έπαιρναν το ρεγάλο τους από τις καλομανάδες κι ύστερα τραβούσαν με το ξύλινο σκόπι τους και τα κουδούνια τα χάλκινα παραμάσχαλα για την παραπάνω πόρτα και γειτονιά.
Τα Γιάννινα, γίνονταν αγνώριστα το Μεγαλοβδόμαδο. Σ'όλα τα σοκάκια, τα στενά, τους μαχαλάδες, οι νοικοκυρές άρχιζαν τα σερμπετώματα των σπιτιών. Οι φάτσες των χαμηλών σπιτιών, άστραφταν από τον κάτασπρο ασβέστη που οι νοικοκυρές "έσβηναν" στους τσίγγινους κουβάδες από βδομάδες πρωτύτερα. Οι γειτονιές πεντακάθαρες, ζαλίζονταν από το σύρε κι έλα των νοικοκυραίων, που πήγαιναν τα κουλούρια στον σιμτζή της γειτονιάς. Τα κουλούρια τα'φτιαχναν την Μ.Τρίτη και την Μ.Τετάρτη. Την Μ.Πέμπτη έβαφαν τα αυγά. Κατακόκκινα καλογυαλισμένα έμπαιναν με τάξη μέσα στις καλαθένιες κανίστρες και περίμεναν μαζί με τα κουλούρια το τσούγκρισμα τους, το βράδυ του "Χριστός Ανέστη". Το φύλλο της μπαρμπαρόζας που έδεναν γύρω απ'το αυγό προτού να μπει στον λουμινένιο τέντζερη με τη βαφή, άφηνε το σχήμα του σε κείνα από τ'αυγά που τα παιδιά θα κόλλαγαν τις χαλκομανίες. Την βαφή των αυγών οι νοικοκυρές την φύλαγαν 40 μέρες, δεν την σκαπετούσαν και όταν περνούσαν οι 40 της Πασχαλιάς, την "έθαβαν" σε μια γωνιά του μπαξέ τους.
Οι νοικοκυρές την Μ.Πέμπτη, έψαχναν η μια στο κοτέτσι της άλλης γειτόνισσας, να βρουν ένα αυγό "μεγαλοπεφτίσιο". Το αυγό που γένναγαν οι κότες εκείνη τη μέρα, το έβαφαν ξεχωριστά και τόβαζαν στα εικονίσματα. Την άλλη χρονιά, πάλι την Μ.Πέμπτη, έβαφαν καινούριο και το παλιό το έσπαζαν και τα τσόφλια τα έκαιγαν. Μόνο τα τσόφλια έμεναν. Γι'αυτό έβαφαν αυγά γεννημένα την Μ.Πέμπτη. Δεν πάθαιναν τίποτα, όλο το χρόνο στα εικονίσματα, ούτε μύριζαν, μόνο σώσονταν.
Την Μ.Πέμπτη το πρωί, τα παιδιά πήγαιναν στην εκκλησία για να μεταλάβουν. Καθαρά μέσα κι έξω έπαιρναν την μεταλαβιά απ'τα χέρια του σεβάσμιου ιερέα και γύρναγαν στο σπίτι. Στο κατώφλι του σπιτιού περίμεναν οι δικοί τους να τους φιλήσουν το χέρι και να τους δώσουν την ευχή τους. Και εκείνα όλο χαρά στρώνονταν στις αχνιστές τηγανίτες που μετά την μεταλαβιά συνήθιζαν να τρώνε. Γιατί μετά από τόση νηστεία, έπρεπε να συνηθίσουν τα στομάχια τους στο λάδι και το κρέας.
Το βράδυ της Μ.Πέμπτης, την ώρα που έβγαινε ο Σταυρός οι παλιές Γιαννιώτισσες, έβρεχαν με γκιουλς το πέρασμα Του. Με γκιουλς, άλειφαν και τα κουλούρια της Λαμπρής, που ήταν παράδοση στα γιαννιώτικα κουλούρια μαζί με την πατροπαράδοτη συνταγή τους.
Την Μ.Παρασκευή μικροί μεγάλοι πήγαιναν στην εκκλησία. Το πρωί παρακολουθούσαν με κατάνυξη την λειτουργία κι ύστερα τα παιδιά περνούσαν σταυρωτά κάτω απ'τον δαφνοστολισμένο Επιτάφιο.
Ασπάζονταν ευλαβικά την εικόνα της Ταφής, έπαιρναν λουλούδια και το βράδυ πάλι πήγαιναν στην εκκλησία με τις κόκκινες λαμπάδες τους. Κάθε ενορία της πόλης, φρόντιζε για το στόλισμα του Επιταφίου της.
Αγόρια και κορίτσια με καλάθια στα χέρια χτυπούσαν τις πόρτες των γειτόνων τους και μάζευαν λουλούδια. Γραβάνια, κρίνοι, άνθη λεμονιάς και κάρμποτου βρίσκονταν στις δόξεις τους εκείνη την εποχή και σ'όλους τους ανθόκηπους των χαμηλών σπιτιών.
Στους γυναικωνίτες των εκκλησιών, υπήρχε ο Επιτάφιος, που Γιαννιώτες νοικοκυραίοι χάριζαν σαν Τάμα, στην ενορία τους και εκείνον τον Επιτάφιο στόλιζαν με τα λουλούδια όταν έβγαινε στην περιφορά όλων των Επιταφίων, το βράδυ της Μ.Παρασκευής στην Κεντρική Πλατεία.
Σε κείνους τους πιστούς, τους ευεργέτες της πόλης των Γιαννίνων παλαιότερους και νεότερους έκαναν δέηση ξεχωριστή, καθώς η λιτανεία έφτανε σε σταυροδρόμι, επιστρέφοντας στην ενορία της.
Και το Μ.Σάββατο το βράδυ, όλοι με τα γιορτινά τους και τις άσπρες απλές λαμπάδες κάνανε Ανάσταση, κάτω απ'τις χαρμόσυνες καμπάνες στην εκκλησία της ενορίας τους.
Κάθε σπίτι, η οροφή της εξώπορτας, είχε το σημάδι του Σταυρού, που, καθώς έμπαιναν οι νοματαίοι, έκαναν με την κάπνα της αναμμένης λαμπάδας, για το καλό του σπιτιού. Μέσα στα μαντζάτα των σπιτιών, η νοικοκυρά άναβε, το γεμάτο με λάδι, καντήλι απ'το Άγιο "δεύτε λάβετε φως" του Χριστός Ανέστη.
Όλες οι φαμίλιες εκείνες τις ώρες, ήταν συγκεντρωμένες γύρω απ'το Αναστάσιμο τραπέζι.
Η μυρωδάτη μαγειρίτσα, τα κόκκινα αυγά και τα ζαχαρωμένα λαμπροκούλουρα, ήταν όλα εκείνα που έκαναν τους απλοϊκούς ανθρώπους, να νοιώθουν βαθειά τη σημασία εκείνων των ημερών του μεγαλοβδόμαδου και το Μεγαλείο της Ανάστασης του Θεανθρώπου.
Την Κυριακή του Πάσχα, απ'το πρωϊ, οι άντρες της κάθε οικογένειας, άναβαν φωτιά στην αυλή του σπιτιού τους και ετοίμαζαν τη σούβλα. Κάρβουνα, κληματόβεργες και δαδί έκαναν τη φωτιά θράκα, κι ο οβελίας ψήνονταν αργά-αργά στη σούβλα. Και γύρω από εκείνη, η χαρούμενη οικογένεια ετοίμαζε το Λαμπριάτικο τραπέζι, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ήρεμημ φιλόξενη, απλή, και αρμονική όπως ήταν και σ'όλη την πόλη. Γιατί, ας ήταν μια σταλιά. Τα Γιάννενα τότε, είχανε κάτι αλλοιώτικο. Ήταν ο τρόπος της ζωής, της χαράς, της γαλήνης. Κυβέρναγε μέσ'στα μικρά τα γραφικά τα σπίτια, η αγάπη, η κατανόηση, η ανθρωπιά, η αλήθεια..
ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
Σήμερον έρχεται ο Χριστός Ο επουράνιος Θεός
Εν τη πόλει Βιθανία,
Μάρθα κλαίει και Μαρία
Λάζαρον τον αδερφόν της
Τον γλυκύν καρδιακό της
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
Και τον εμοιρολογούσαν
Την ημέρα την τετάρτην
Κίνησε ο Χριστός για να’ρθει.
Και εβγήκε κι η Μαρία έξω
Απο τη Βιθανία.
Σκύβει εμπρός γονατιστή και τους
Πόδες του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου,
δεν θα πέθαινε ο αδερφός μου.
Μα κι εγώ τώρα πιστεύω
Και καλότατα εξεύρω
Ότι δύνασαι αν θέλεις
Και νεκρούς να ανασταίνεις.
-Λέγε, πίστευε, Μαρία
άγωμεν εις τα μνημεία
Τότε κι ο Χριστός δακρύζει
Και τον Άδη φοβερίζει:
-Αδη, Τάρταρε και Χάρε
Λάζαρε να μη σε πάρει:
Δεύρο έξω Λάζαρε μου,
Φίλε και αγαπητέ μου
Παρευθύς απο τον Άδη
Ως εξαίσιο σημάδι.
Λάζαρος απενεκρώθη,
Ανεστήθη και σηκώθη.
Λάζαρος σαβανωμένος
Και με το κηρί ζωσμένος
-Λάζαρε πες μας τι είδες
εις τον Άδη που επήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι
Να ξεπλύνω το φαρμάκι
Της καρδίας, των χειλέων
Και μη με ρωτάτε πλέον
Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάγια
Ήρθε κι ο Χριστός να πούμε τ’Αγια
Ήρθε ο Χριστός απ’την Καισαρία
Εκεί εύρισκε Μάρθα και Μαρία
-Μάρθα, που’ναι ο Λάζαρος ο αδερφός σας
φίλος του Χριστού και ιδικός μας;
Λέγε αφέντη μου, που είναι απεθαμένος
Και με τους νεκρούς ανταμωμένους.
-Ας υπάγουμε να τον ιδούμε
και στον τάφο του να λυπηθούμε.
Λέγε Λάζαρε, τι είδες στον Κάτω Κόσμο που επήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Όσα φύλλα έχει ο κίσσαρας και η πόλη παραθύρια
Τόσα καλά μα δώσει ο Θεός εδώ που τραγουδούμε
Και τη Λαμπρή, την Πασχαλιά καλόκαρδοι να βρούμε.
Το Σάββατο του Λαζάρου οι κάτοικοι των χωριών της Ηπείρου πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν τα κάλαντα του Λαζάρου, κρατώντας ένα καλάθι (σπόρτα), που ήταν στολισμένο με λουλούδια και κουδούνια και ο σπιτονοικοκύρης τους φίλευε με αυγά.
Τη Μεγάλη Πέμπτη, από το πρωί οι γυναίκες ζύμωναν τσουρέκια και έβαφαν τα αυγά. Το πρώτο βαμμένο αυγό που έβγαζαν από την κατσαρόλα το τοποθετούσαν στο εικονοστάσι και το φύλαγαν εκεί μέχρι το επόμενο Πάσχα. Το αυγό αυτό ήταν κάτι σαν φυλαχτό για το σπίτι τα χωράφια και τα ζώα. Το αυγό της προηγούμενης χρονιάς θάβονταν στα χωράφια ή στα μαντριά πιστεύοντας ότι έτσι τα «γεννήματα» της γης ή των ζώων θα είναι πολλά.
Το βράδυ της Ανάστασης οι νοικοκυραίοι γυρνώντας από την εκκλησία και πριν μπουν στο σπίτι σταύρωναν την εξώπορτα με το Άγιο Φως και μετά άναβαν το καντήλι έτσι ώστε να μπορέσουν να κρατήσουν το Άγιο Φως όλο το χρόνο στο σπίτι.
Πατροπαράδοτο γεύμα της Κυριακής του Πάσχα ήταν το σουβλιστό αρνί. Όμως παραδοσιακή θεωρούταν η γάστρα στην οποία έψηναν το πασχαλινό κρέας. Συνήθιζαν επίσης να φτιάχνουν πολλών ειδών πίτες. Ακόμα ένα παραδοσιακό ηπειρώτικο φαγητό, ήταν η συκωταριά με σπανάκι στη γάστρα το οποίο το έτρωγαν αντί για μαγειρίτσα. Σε πολλά χωριά μαζεύονταν οι χωριανοί στις πλατείες ή στις αλάνες έψηναν, έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν όλοι μαζί.
Οι πασχαλινές εθιμικές και λατρευτικές εκδηλώσεις ολοκληρώνονταν την Κυριακή του Πάσχα με τον Εσπερινό της Αγάπης. Στα χωριά που πολιούχος είναι ο Αγ. Γεώργιος συνήθισαν επίσης, να κάνουν γλέντια τα οποία διαρκούσαν μέχρι την Τρίτη μέρα του Πάσχα.
Όλα τα παραπάνω έθιμα αναβιώνουν, ευτυχώς, ακόμα και στις μέρες μας.
Στα Γιάννινα παλιά, οι νοικοκυρές έβαζαν τα βάγια στα εικονίσματα, σιμά στο Αγίασμα, στο κόκκινο αυγό και στο αναμμένο καντήλι.
Από τα φύλλα εκείνα χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική τους, στο θυμιάτισμα και στο ξεμάτιασμα. Βάγια επίσης έβαζαν και στους γείκους με τα μάλλινα και μαζί με τα καρυόφυλλα που προϋπήρχαν στα ρούχα, έδιωχναν το "κακό" από κείνα και από όλο το νοικοκυριό τους.
Το εθιμοβαγιάτικο "χτύπημα" ήταν ονομαστό στα Γιαννιωτόπουλα εκείνης της εποχής, που μετά την λειτουργία της Κυριακής των Βαϊων έβγαιναν στο προαύλιο της εκκλησίας τους και με τα πόδια, λέγοντας και το συμβολικό τραγούδι:
"Πουν'τα βάγια σου καλέ; Τάχω μέσ'στον καναπέ..."
Τα βάγια τάφερναν στα Γιάννινα, το πρωί του Σαββάτου του Λαζάρου, οι μεταπράτες χωρικοί από τα γύρω χωριά. Ο δρόμος στο Γυαλί Καφενέ πλημμύριζε από λογής-λογής ανθρώπους. Τα σχολεία τέλειωναν, οι χωρικοί με τα φορτωμένα ζωντανά τους, τα ζωντανά με τα μουγγανητά τους, έδιναν στο δρόμο μια ξέχωρη ζωντάνια και ευωδιά καθώς και η μυρωδάτη δάφνη έπαιρνε το δρόμο της για τις εκκλησιές. Μαζί με τα βάγια το Σάββατο του Λαζάρου έρχονται στα Γιάννινα και οι Λαζαραίοι.
Ροδοκόκκινα χωριατόπουλα, έφερναν το Λάζαρο μέσα σε κάθε πόρτα της μικρής πόλης, με το τραγούδι τους, που ακούγονταν σαν μοιρολοϊ καθώς τα χάλκινα κουδούνια των Λαζαραίων συνόδευαν μονότονα, λυπητερά το "Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα βάγια, ήρθε και ο Χριστός από τη Βηθανία..."
Στις φαμίλιες που είχαν μικρά παιδιά-μαξούμια στη σαρμανίτσα-οι Λαζαραίοι τραγούδαγαν "Ένα μικρό μικρούτσικο και παραχαϊδεμένο...", έπαιρναν το ρεγάλο τους από τις καλομανάδες κι ύστερα τραβούσαν με το ξύλινο σκόπι τους και τα κουδούνια τα χάλκινα παραμάσχαλα για την παραπάνω πόρτα και γειτονιά.
Τα Γιάννινα, γίνονταν αγνώριστα το Μεγαλοβδόμαδο. Σ'όλα τα σοκάκια, τα στενά, τους μαχαλάδες, οι νοικοκυρές άρχιζαν τα σερμπετώματα των σπιτιών. Οι φάτσες των χαμηλών σπιτιών, άστραφταν από τον κάτασπρο ασβέστη που οι νοικοκυρές "έσβηναν" στους τσίγγινους κουβάδες από βδομάδες πρωτύτερα. Οι γειτονιές πεντακάθαρες, ζαλίζονταν από το σύρε κι έλα των νοικοκυραίων, που πήγαιναν τα κουλούρια στον σιμτζή της γειτονιάς. Τα κουλούρια τα'φτιαχναν την Μ.Τρίτη και την Μ.Τετάρτη. Την Μ.Πέμπτη έβαφαν τα αυγά. Κατακόκκινα καλογυαλισμένα έμπαιναν με τάξη μέσα στις καλαθένιες κανίστρες και περίμεναν μαζί με τα κουλούρια το τσούγκρισμα τους, το βράδυ του "Χριστός Ανέστη". Το φύλλο της μπαρμπαρόζας που έδεναν γύρω απ'το αυγό προτού να μπει στον λουμινένιο τέντζερη με τη βαφή, άφηνε το σχήμα του σε κείνα από τ'αυγά που τα παιδιά θα κόλλαγαν τις χαλκομανίες. Την βαφή των αυγών οι νοικοκυρές την φύλαγαν 40 μέρες, δεν την σκαπετούσαν και όταν περνούσαν οι 40 της Πασχαλιάς, την "έθαβαν" σε μια γωνιά του μπαξέ τους.
Οι νοικοκυρές την Μ.Πέμπτη, έψαχναν η μια στο κοτέτσι της άλλης γειτόνισσας, να βρουν ένα αυγό "μεγαλοπεφτίσιο". Το αυγό που γένναγαν οι κότες εκείνη τη μέρα, το έβαφαν ξεχωριστά και τόβαζαν στα εικονίσματα. Την άλλη χρονιά, πάλι την Μ.Πέμπτη, έβαφαν καινούριο και το παλιό το έσπαζαν και τα τσόφλια τα έκαιγαν. Μόνο τα τσόφλια έμεναν. Γι'αυτό έβαφαν αυγά γεννημένα την Μ.Πέμπτη. Δεν πάθαιναν τίποτα, όλο το χρόνο στα εικονίσματα, ούτε μύριζαν, μόνο σώσονταν.
Την Μ.Πέμπτη το πρωί, τα παιδιά πήγαιναν στην εκκλησία για να μεταλάβουν. Καθαρά μέσα κι έξω έπαιρναν την μεταλαβιά απ'τα χέρια του σεβάσμιου ιερέα και γύρναγαν στο σπίτι. Στο κατώφλι του σπιτιού περίμεναν οι δικοί τους να τους φιλήσουν το χέρι και να τους δώσουν την ευχή τους. Και εκείνα όλο χαρά στρώνονταν στις αχνιστές τηγανίτες που μετά την μεταλαβιά συνήθιζαν να τρώνε. Γιατί μετά από τόση νηστεία, έπρεπε να συνηθίσουν τα στομάχια τους στο λάδι και το κρέας.
Το βράδυ της Μ.Πέμπτης, την ώρα που έβγαινε ο Σταυρός οι παλιές Γιαννιώτισσες, έβρεχαν με γκιουλς το πέρασμα Του. Με γκιουλς, άλειφαν και τα κουλούρια της Λαμπρής, που ήταν παράδοση στα γιαννιώτικα κουλούρια μαζί με την πατροπαράδοτη συνταγή τους.
Την Μ.Παρασκευή μικροί μεγάλοι πήγαιναν στην εκκλησία. Το πρωί παρακολουθούσαν με κατάνυξη την λειτουργία κι ύστερα τα παιδιά περνούσαν σταυρωτά κάτω απ'τον δαφνοστολισμένο Επιτάφιο.
Ασπάζονταν ευλαβικά την εικόνα της Ταφής, έπαιρναν λουλούδια και το βράδυ πάλι πήγαιναν στην εκκλησία με τις κόκκινες λαμπάδες τους. Κάθε ενορία της πόλης, φρόντιζε για το στόλισμα του Επιταφίου της.
Αγόρια και κορίτσια με καλάθια στα χέρια χτυπούσαν τις πόρτες των γειτόνων τους και μάζευαν λουλούδια. Γραβάνια, κρίνοι, άνθη λεμονιάς και κάρμποτου βρίσκονταν στις δόξεις τους εκείνη την εποχή και σ'όλους τους ανθόκηπους των χαμηλών σπιτιών.
Στους γυναικωνίτες των εκκλησιών, υπήρχε ο Επιτάφιος, που Γιαννιώτες νοικοκυραίοι χάριζαν σαν Τάμα, στην ενορία τους και εκείνον τον Επιτάφιο στόλιζαν με τα λουλούδια όταν έβγαινε στην περιφορά όλων των Επιταφίων, το βράδυ της Μ.Παρασκευής στην Κεντρική Πλατεία.
Σε κείνους τους πιστούς, τους ευεργέτες της πόλης των Γιαννίνων παλαιότερους και νεότερους έκαναν δέηση ξεχωριστή, καθώς η λιτανεία έφτανε σε σταυροδρόμι, επιστρέφοντας στην ενορία της.
Και το Μ.Σάββατο το βράδυ, όλοι με τα γιορτινά τους και τις άσπρες απλές λαμπάδες κάνανε Ανάσταση, κάτω απ'τις χαρμόσυνες καμπάνες στην εκκλησία της ενορίας τους.
Κάθε σπίτι, η οροφή της εξώπορτας, είχε το σημάδι του Σταυρού, που, καθώς έμπαιναν οι νοματαίοι, έκαναν με την κάπνα της αναμμένης λαμπάδας, για το καλό του σπιτιού. Μέσα στα μαντζάτα των σπιτιών, η νοικοκυρά άναβε, το γεμάτο με λάδι, καντήλι απ'το Άγιο "δεύτε λάβετε φως" του Χριστός Ανέστη.
Όλες οι φαμίλιες εκείνες τις ώρες, ήταν συγκεντρωμένες γύρω απ'το Αναστάσιμο τραπέζι.
Η μυρωδάτη μαγειρίτσα, τα κόκκινα αυγά και τα ζαχαρωμένα λαμπροκούλουρα, ήταν όλα εκείνα που έκαναν τους απλοϊκούς ανθρώπους, να νοιώθουν βαθειά τη σημασία εκείνων των ημερών του μεγαλοβδόμαδου και το Μεγαλείο της Ανάστασης του Θεανθρώπου.
Την Κυριακή του Πάσχα, απ'το πρωϊ, οι άντρες της κάθε οικογένειας, άναβαν φωτιά στην αυλή του σπιτιού τους και ετοίμαζαν τη σούβλα. Κάρβουνα, κληματόβεργες και δαδί έκαναν τη φωτιά θράκα, κι ο οβελίας ψήνονταν αργά-αργά στη σούβλα. Και γύρω από εκείνη, η χαρούμενη οικογένεια ετοίμαζε το Λαμπριάτικο τραπέζι, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ήρεμημ φιλόξενη, απλή, και αρμονική όπως ήταν και σ'όλη την πόλη. Γιατί, ας ήταν μια σταλιά. Τα Γιάννενα τότε, είχανε κάτι αλλοιώτικο. Ήταν ο τρόπος της ζωής, της χαράς, της γαλήνης. Κυβέρναγε μέσ'στα μικρά τα γραφικά τα σπίτια, η αγάπη, η κατανόηση, η ανθρωπιά, η αλήθεια..
ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
Σήμερον έρχεται ο Χριστός Ο επουράνιος Θεός
Εν τη πόλει Βιθανία,
Μάρθα κλαίει και Μαρία
Λάζαρον τον αδερφόν της
Τον γλυκύν καρδιακό της
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
Και τον εμοιρολογούσαν
Την ημέρα την τετάρτην
Κίνησε ο Χριστός για να’ρθει.
Και εβγήκε κι η Μαρία έξω
Απο τη Βιθανία.
Σκύβει εμπρός γονατιστή και τους
Πόδες του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου,
δεν θα πέθαινε ο αδερφός μου.
Μα κι εγώ τώρα πιστεύω
Και καλότατα εξεύρω
Ότι δύνασαι αν θέλεις
Και νεκρούς να ανασταίνεις.
-Λέγε, πίστευε, Μαρία
άγωμεν εις τα μνημεία
Τότε κι ο Χριστός δακρύζει
Και τον Άδη φοβερίζει:
-Αδη, Τάρταρε και Χάρε
Λάζαρε να μη σε πάρει:
Δεύρο έξω Λάζαρε μου,
Φίλε και αγαπητέ μου
Παρευθύς απο τον Άδη
Ως εξαίσιο σημάδι.
Λάζαρος απενεκρώθη,
Ανεστήθη και σηκώθη.
Λάζαρος σαβανωμένος
Και με το κηρί ζωσμένος
-Λάζαρε πες μας τι είδες
εις τον Άδη που επήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι
Να ξεπλύνω το φαρμάκι
Της καρδίας, των χειλέων
Και μη με ρωτάτε πλέον
Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάγια
Ήρθε κι ο Χριστός να πούμε τ’Αγια
Ήρθε ο Χριστός απ’την Καισαρία
Εκεί εύρισκε Μάρθα και Μαρία
-Μάρθα, που’ναι ο Λάζαρος ο αδερφός σας
φίλος του Χριστού και ιδικός μας;
Λέγε αφέντη μου, που είναι απεθαμένος
Και με τους νεκρούς ανταμωμένους.
-Ας υπάγουμε να τον ιδούμε
και στον τάφο του να λυπηθούμε.
Λέγε Λάζαρε, τι είδες στον Κάτω Κόσμο που επήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Όσα φύλλα έχει ο κίσσαρας και η πόλη παραθύρια
Τόσα καλά μα δώσει ο Θεός εδώ που τραγουδούμε
Και τη Λαμπρή, την Πασχαλιά καλόκαρδοι να βρούμε.
Σμύρνη
Η γιορτή της Ανάστασης, συμπίπτοντας χρονικά με την άνοιξη, αποτελούσε για όλη τη Μ. Ασία κορύφωση όχι μόνο του εκκλησιαστικού αλλά και του ανοιξιάτικου λατρευτικού κύκλου.
Η χαρά της Ανάστασης η οποία συναντούσε τη φυσική αγαλλίαση της άνοιξης είχε δημιουργήσει παραδόσεις και έθιμα θρησκευτικού περιεχομένου που περιλάμβαναν τελετουργίες συμβολικού χαρα¬κτήρα που σχετίζονταν κυρίως με τη γονιμότητα.
Τη Μ. Παρασκευή, οι ανύπαντρες και παρθένες κοπέλες έπρεπε να μαζέψουν τα λουλούδια που θα στόλιζαν τον Επιτάφιο.
Από τη Μ. Τετάρτη οι γυναίκες ζύμωναν επτάζυμα και τσουρέκια. Συνήθως, την ίδια μέρα έφτιαχναν και το προζύμι για το ζύμωμα του ψωμιού όλης της χρονιάς.
Τη Μ. Πέμπτη έβαφαν τ' αυγά. Η παράδοση τα ήθελε κόκκινα, στο χρώμα της θυσίας του Χριστού και της χαρμόσυνης αναμονής. Πολλές νοικοκυρές έβαφαν τ' αυγά με κρεμμύδι. Έβαζαν φλούδες κρεμμυδιών στον πάτο μιας κατσαρόλας, από πάνω μια στρώση αυγά, από πάνω πάλι φλούδες και πάλι αυγά μέχρι να γεμίσει η κατσαρόλα. Πρόσθεταν νερό και τα έβραζαν σε σιγανή φωτιά μέχρι να πάρουν τ' αυγά χρώμα.
Το πρώτο αυγό που έβαφαν το τοποθετούσαν στο εικονοστάσι. Πολλοί το κρατούσαν ως φυλαχτό και το φύλαγαν μέχρι να γίνει ο κρόκος του σαν κεχριμπάρι.
Οι αγορές της Σμύρνης γέμιζαν από τη Μ. Δευτέρα με κοπάδια αρνιών που συνήθως τα έφερναν οι έμποροι με το σιδηρόδρομο από την Καππαδοκία.
Οι Σμυρνιοί αγόραζαν συνήθως δύο αρνιά. Ένα για τη Λαμπρή και ένα για τη γιορτή του Αγίου Γεωργίου. Το πασχαλινό αρνί δε συνήθιζαν να το σουβλίζουν. Το γέμιζαν με ρύζι, αμύγδαλα και κουκουνάρι και το έβαζαν στη χόβολη αποβραδίς για να ψηθεί σιγά σιγά ως το πρωί.
Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα οι γυναίκες άσπριζαν και καθάριζαν το σπίτι. Έπρεπε να λάμπει από καθαριότητα για να «υποδεχθεί τον Αναστάντα Χριστόν».
Το Πάσχα, για όλη τη Μ. Ασία αποτελούσε ένα κορυφαίο θρησκευτικό γεγονός που ήταν ταυ-τισμένο με την άνοιξη και την εποχή της γονιμότητας και της ευημερίας...
Το τραγούδι του Χριστού (ψάλλεται την Μ. Παρασκευή)
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και του Χριστού τον τάφο εκεί καθόταν Παναγιά μόνον και μοναχή της.
Τας προσευχάς της έκανε τον Μονογενή της. Φωνή εξήλθε εξ ουρανού κι απ' αρχάγγελου στόμα: «Σώνουν κυρά μ' οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες».
Βγαίνει στην πόρτα η Παναγιά να δει και να ρωτήσει, βλέπ' τον ουρανό θολό και τ' άστρα βουρκωμένα και το φεγγάρι της αυγής στο αίμα βουτηγμένο, βλέπει τον Γιάννη κι έρχεται κλαμένο, πικραμένο.
-Τι έχεις Γιάννη μ' κι έρχεσαι κλαμένος, πικραμένος;
-Το δάσκαλό μου πιάσανε και στα χαλκιά τον πάνε και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τυραννάνε.
Σαν τ' άκουσε η Παναγιά πέφτει λιποθυμάει, κρύο νερό της περιχούν, τρία κανάτια μόσχο και τρία το ροδόσταμο, ώσπου να σενεφέρει. Και πάνω που συνηφερε αυτόν τον λόγο λέει:
Πού είν' η Μάρθα και η Ματθία και του Λαζάρου η μάνα, του Ιακώβ η αδελφή κι οι τέσσερις αντάμα να πάμε να τον εβρούμε προτού τονε σταυρώσουνε, προτού του βάλουν τα καρφιά και τόνε φαρμακώσουν.
Πήραν το δρόμο το δρόμι, δρόμι το μονοπάτι, το μονοπάτι σ' έβγαλε στου τσιγγάνου την πόρτα.
-Ώρα καλή σου, μάστορα, και τι ’ναι αυτά που κάνεις;
—Ένανε θa σταυρώσουμε και κάνω τα καρφιά του, με παράγγειλαν τέσσερα, μα 'γω τα κάνω πέντε.
-Πες μου, αμάν, ω μάστορα, τι θa τα κάνεις πέντε;
-Τα δυο στα δυο τα χέρια Του, τα δυο στα γόνατα Του, το πέμπτο το φαρμακότερο το βάζω στην καρδιά Του, να τρέξει αίμα και νερό, να λιγοθ' η καρδιά Του.
Σαν άκουσε κι η Παναγιά πέφτει λιποθυμάει, κρύο νερό της περιχούν, τρία κανάτια μόσχο και τρία ροδόσταμο, ώσπου να σενεφέρει. Και πάνω που συνέφερε αυτόν τον λόγο λέει:
Ανάθεμα σε τσιγγάνε, ποτέ να μην χιλιάσεις, όπου κι αν πας και σταθείς, κατάστασ' να μην έχεις.
Πήραν το δρόμο το δρόμι, δρόμι το μονοπάτι, το μονοπάτι σ' έβγαλε στην πόρτα του Πιλάτου. Βρίσκουν τις πόρτες σφαλιστές και τα κλειδιά παρμένα και τα%2pμικρά παράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Άνοιξε πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου κι η πόρτ' από το φόβο της ανοίγει μοναχή της. Μπαίνει κει μέσα η Παναγιά, κανένα δε γνωρίζει, τηράει ζερβά, τηράει δεξά, τηράει τον Αϊ-Γιάννη.
-Γιάννη μου κι Αϊ-Γιάννη μου και Βαπτιστά του Γιου μου, μην
είδες το παιδάκι μου και σε το δάσκαλό σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σε μιλήσω, καρδιά δεν το νταγιαντά για να στ' ομολογήσω.
Το βλέπεις κείνο το γυμνό, τον παραπονεμένο, που φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο, όπου φορεί στην κεφαλή στεφάνι αγκαθένιο; Εκείνος είναι ο γιόκας σου κι εμέ διδάσκαλος μου.
Σαν τ' άκουσε η Παναγιά πέφτει λιποθυμάει, κρύο νερό της περιχούν, τρία κανάτια μόσχο και τρία το ροδόσταμο, ώσπου να συνεφέρει.
Και σαν της ήρθε ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της, ζητάει μαχαίρι να σφαγεί, φωτιά να πάει να πέσει, ζητάει γκρεμό να γκρεμιστεί για τον Μονογενή της.
Απιλογιέται κι ο Χριστός απ' τα σταυρώματά Του:
Μάνα μου σαν σφαγείς εσύ, σφαγετ' ο κόσμος όλος. Σύρε μάνα μ' στο σπίτι σου και στην καλή σου ώρα, βάλε κρασί μεσ' στο γυαλί κι αφράτο παξιμάδι και κάνε την παρηγοριά, να το βρει ο κόσμος όλος. Μόνον το Μέγα Σάββατο, κοντά στο μεσονύχτι, που θα λαλήσ' ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες, τότες και συ, μανούλα μου, να 'χεις χαρές μεγάλες, τότες κι εγώ θ' αναστηθώ με τις χρυσές λαμπάδες. Όποιος το λέει, σώζεται, κι όποιος τ' ακούει, αγιάζει, κι όποιος το καλοφουγκριστεί, παράδεισο θα λάβει, παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο».
Όλοι είχαν πάρα πολλά να κάνουν αυτές τις μέρες. Βέβαια οι άντρες πήγαιναν στις δουλειές τους και τα παιδιά στα σχολεία τους, αλλά δεν παρέλειπαν όλοι να πηγαίνουν στην εκκλησία κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Το πιο σημαντικό όμως αυτών των ημερών ήταν η νηστεία. Νηστεύαμε ακόμα και το λάδι, εκτός από τις Πέμπτες και τα Σαββατοκύριακα. Κρέατα και γαλακτοκομικά απαγορεύονταν αυστηρά σε όλους, εκτός από τους ασθενείς, και γι’ αυτούς μόνο όταν έλεγε ο γιατρός ότι έπρεπε να τρώνε κανονικά. Υπήρχαν όμως τόσα πολλά για να φάμε, που πραγματικά δε μας πείραζαν και πολύ όλες αυτές οι μέρες της νηστείας.
Δε μας έλειπαν ούτε τα γλυκά - ούτε τα λαδερά, βέβαια. Οι συκόπιτες με ανθόνερο ή ο χαλβάς με πετιμέζι και μέλι δεν έλειπαν από κανένα σπίτι. Τρώγαμε και πάρα πολλά αμύγδαλα, σύκα, τζίτζιφα, μουσταλευριές, καρύδια και κάστανα.
Αλλά και από φαγητά... Τι καλαμάρια, τι πίνες, τι ωραία μύδια... Τα θαλασσινά και τα λαδερά φαγητά είχαν την τιμητική τους. Μόνο του Ευαγγελισμού και των Βαΐων τρώγαμε ψάρι.
Των Βαΐων ήταν ιδιαίτερη γιορτή. Όλος ο κόσμος θα πήγαινε στη λειτουργία και μετά θα έπαιρνε κλαδάκια δάφνης από τη στολισμένη εκκλησία -βάγια, δηλαδή- και θα τα έβαζε στα εικονίσματα. Όταν προέκυπτε κάποια ανάγκη ή μια κακοκαιρία, θα τα χρησιμοποιούσε μαζί με τα επιταφιολούλουδα, για να θυμιατίζει μ’ αυτά και να προσεύχεται.
Το Σάββατο του Λαζάρου, την παραμονή των Βαΐων, φτιά- χναμε τα λεγόμενα λαζαράκια. Ήταν κάτι μικρά ψωμάκια, σαν ανθρωπάκια, ωραία ζυμωμένα, με λάδι και μαύρες σταφίδες. Όλα τα σπίτια φούρνιζαν λαζαράκια και φίλευαν τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα παρέες παρέες. Εκτός από κεράσματα, τα παιδιά έπαιρναν και φιλοδωρήματα, που τα χρησιμοποιούσαν για ν’ αγοράσουν τετράδια και βιβλία στα παιδιά που δεν είχαν τη δυνατότητα οι γονείς τους να τους πάρουν. Τα κάλαντα που λέγανε ήταν:
Σήμερον έρχεται ο Χριστός,
ο επουράνιος Θεός
εν πόλει Βηθανία
με κλάδους και βάια.
Εβγάτε, παρακαλούμε,
για να σας διηγηθούμε και να μάθετε τι εγίνη σήμερον στην Παλαιστίνη.
Εις την πόλιν Βηθανίαν κλαίγουν Μάρθα και Μαρία Λάζαρο, τον αδερφό τους,
και Γλυκή τον καρδιακό τους.
Τον μοιρολογούν και κλαίγουν τον μοιρολογούν και λέγουν.
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν και τον εμοιρολογούσαν.
Την ημέρα την Τετάρτη
κίνησε ο Χριστός για να ’ρθει.
Τότε η Μάρθα και η Μαρία, τότε όλη η Βηθανία,
τότε λέγει η Μαρία:
«Εάν εσύ είσαι ο εδώ Χριστός
μου,
δεν απέθνησκε ο αδερφός μου.
Μα και τάρα εγώ πιστεύω
και καλότατα ηξεύρω
ότι δύνασαι, αν θέλεις,
και νεκρό να αναστήσεις».
Λέγει: «Πίστευε, Μαρία,
Άγομεν εις τα μνημεία».
Τότε ο Χριστός δακρύζει
και τον Άδη φοβερίζει:
«Άδη, Τάρταρε και Χάρο,
Λάζαρε, θε να σε πάρω.
δεύρο έξω, Λάζαρέ μου, φίλε και αγαπητέ μου».
Παρευθύς, από τον Άδη, ω, εξαίσιο σημάδι,
Λάζαρός μου ελυτρώθη, ανεστήθη κι εσηκώθη, ζωντανός σαβανωμένος και με κερί ζωσμένος.
Τότε η Μάρθα και η Μαρία, τότε όλη η Βηθανία
«Δόξα τω Θεώ» φωνάζουν και τον Λάζαρο εξετάζουν.
«Λάζαρε, πες μας τι είδες, εις τον Άδη που επήγες;»
«Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι, να ξεπλύνω το φαρμάκι της καρδιάς και των χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον».
Του χρόνου πάλι να ’ρθουμε, με υγεία, να σας βρούμε.
Κι έτσι πέρναγαν τα παιδιά από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας την εικόνα του Λαζάρου στην αγκαλιά, τραγουδώντας τα κάλαντα και μαζεύοντας γλυκά και χρήματα για τα φτωχά παιδάκια.
Αλλά και την επόμενη μέρα, την Κυριακή των Βαΐων, τα παιδιά γύριζαν στις γειτονιές με ρουκάνες, που καθώς τις γύριζαν γύρω γύρω αυτές έκαναν ένα θόρυβο: «κρρρ κρρρ», και τραγούδαγαν:
Βάγιο βάγιο το βαγιό
τρώνε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή
τρώνε κόκκινο αβγό.
Το βράδυ των Βαΐων στην εκκλησία είχαμε το Μεγάλο Εσπερινό και την επόμενη μέρα άρχιζε η Μεγάλη Εβδομάδα.
Τότε συνήθιζαν να λένε ένα ποιηματάκι:
Μεγάλη Δευτέρα, μεγάλη μαχαίρα.
Μεγάλη Τρίτη, ο Χριστός εκρίθη.
Μεγάλη Τετάρτη, ο Χριστός επιάσθη.
Μεγάλη Πέμπτη, ο Χριστός παιδεύθη.
Μεγάλη Παρασκευή, κλάματα και οδυρμοί.
Μεγάλο Σάββατο, οι Εβραίοι στο θάνατο.
Μεγάλη Κυριακή, νταν εδώ, νταν εκεί, και στην εβραϊκή.
Όλη η εβδομάδα περνούσε με αυστηρή νηστεία. Ταχίνι, χαλβάς, ταραμάς και ό,τι δεν είχε αίμα ή λάδι ήταν το φαγητό μας.
Ερχόταν η Μεγάλη Παρασκευή και γινόταν ο Επιτάφιος. Το απόγευμα οι κοπέλες στόλιζαν τον Επιτάφιο με λουλούδια και το βράδυ τον περιέφεραν με πλήθος κόσμου να ακολουθεί. Οι πιστοί συνόδευαν με τα φαναράκια τους τους Επιτάφιους χιλιόμετρα ολόκληρα, μέχρι την επιστροφή τους στην εκκλησία.
Όλοι έπαιρναν λίγο κερί απ’ τα κεριά που έκαιγαν πάνω στον Επιτάφιο και λίγα επιταφιολούλουδα, που τα έβαζαν στα εικονίσματα για να θυμιατίζουν μ’ αυτά, όπως σας έχω ήδη διηγηθεί, όταν υπήρχε ανάγκη, δηλαδή όταν κάποιος αρ- ρώσταινε. Το θυμίαμα ήταν πολύ σημαντικό για όλα τα σπίτια. Κάθε απόγευμα άναβαν το καντήλι που υπήρχε στο εικο¬νοστάσι, θύμιαζαν κι έκαναν την προσευχή.
Τη νύχτα της Ανάστασης, οι γείτονες χτυπούσαν τις πόρτες των φίλων τους και όλοι μαζί πήγαιναν στη λειτουργία παίρνοντας και από ένα κόκκινο αβγό.
Από τη Μεγάλη Πέμπτη κι ύστερα, όλες οι γυναίκες ετοί-μαζαν τις κουλούρες και το εφτάζυμο. Το σμυρνιώτικο εφτάζυμο είχε ολόκληρη διαδικασία. Το φτιάχναμε με ρεβίθια, που τα κοπανίζαμε και τα βάζαμε σε λίγο νεράκι όλο το βράδυ δίπλα στο τζάκι, για να διατηρούνται ζεστά, κι αυτά άφριζαν. Το επόμενο πρωί ρίχναμε αλεύρι και το ζυμώναμε εφτά φορές, γι’ αυτό και λέγεται εφτάζυμο. Μαγιά δε βάζαμε. Το αφήναμε ν’ ανέβει μόνο του. Χρησιμοποιώντας προζύμι απ’ αυτό το ψωμί, φτιάχναμε και τις λαμπριάτικες κουλούρες, πάνω στις οποίες μπήγαμε και κόκκινα αβγά και τις στολίζαμε με ζυμάρι. Φτιάχναμε και παξιμάδια, που σίγουρα δεν υπάρχουν ωραιότερα.
Το Μεγάλο Σάββατο βάφαμε τα κόκκινα αβγά κι ετοιμάζαμε το σφάγιο. Το αρνί ή το κατσίκι που θα σφάζαμε το βράδυ ερχόταν στο σπίτι μας στολισμένο με μια κόκκινη κορδέλα στο λαιμό. Εμείς στην πατρίδα μας δεν ξέραμε τη μαγειρίτσα. Φτιάχναμε, βέβαια, σούπα αβγοκομμένη, αλλά από μοσχάρι. Ήταν το πρώτο πράγμα που τρώγαμε μόλις γυρίζαμε από τη λειτουργία της Ανάστασης. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσα μεζεκλίκια υπήρχαν στο γιορτινό τραπέζι - συκωτάκια, μυζήθρες, γεμιστά μπουμπάρια κι ένα σωρό άλλες λιχουδιές.
Σαράντα μέρες μετά την Ανάσταση, κανείς δεν έλεγε «καλημέρα» ή «καλησπέρα», μόνο «Χριστός Ανέστη» και «Αληθώς Ανέστη».
Τη μέρα του Πάσχα και τη Λαμπροδευτέρα την περ νούσαμε στα σπίτια μας με γιορτές, τραγούδια και παρέες. Ήταν άνοιξη και πολλοί βγαίνανε στις εξοχές. Την Τρίτη, όμως, γινόταν το Νιότριτο, μεγάλη γιορτή. Το πρωί όλοι πήγαιναν στους ναούς και μετά τη λειτουργία θα έβγαζαν την εικόνα της Ανάστασης στο προαύλιο της εκκλησίας και θα γινόταν κάτι σαν πλειστηριασμός. Όποιος πρόσφερε τα περισσότερα χρήματα σήκωνε το εικόνισμα και το περνούσε απ’ την πόλη, ώσπου να συναντηθούν όλες οι Αναστάσεις στο κέντρο, όπως συναντιό-νταν και τη Μεγάλη Παρασκευή οι Επιτάφιοι.
Στο δρόμο δεν κρατούσε μόνο ένας το εικόνισμα - το κρατούσαν πολλοί, γιατί ο πλειστηριασμός συνεχιζόταν και στην πορεία, κι ώσπου η εικόνα να γυρίσει στην εκκλησία της, είχαν μαζευτεί πολλές λίρες, που τις κρατούσε ο επίτροπος μέσα σ’ ένα σακούλι.
Κάτι άλλο που γινόταν σ’ αυτή τη λιτανεία ήταν τα τάματα. Όλο το χρόνο, οι άνθρωποι -και συνήθως οι γυναίκες- τάζανε κάτι για την υγεία των δικών τους ή για τις σοδειές τους. Όπως πέρναγε λοιπόν η πομπή από τους δρόμους κι ανέβαινε στα σοκάκια, αυτοί που είχαν τάξιμο, στήνονταν στα φιλικά τους σπίτια απ’ όπου ήξεραν ότι θα πέρναγε η εικόνα της Ανάστασης της συγκεκριμένης εκκλησίας και κρέμαγαν στην εικόνα ένα σεντόνι ή ένα κεντημένο τραπεζομάντιλο από την προίκα τους, στην άκρη του οποίου είχαν δεμένο το χρηματικό ποσό που είχαν τάξει. Η εικόνα γύριζε τόσο φορτωμένη στην εκκλησία, που ο κόσμος συνήθιζε να λέει, όταν έβλεπε κάποιον πολύ καλοντυμένο, που φορούσε το φέσι του, τα μαντίλια του και τα νταραμπουλούσια του, πως ο άνθρωπος αυτός «φορτώθηκε σαν την Ανάσταση».
Μόλις η περιφορά γύριζε στο ναό, η δημογεροντία και οι επίτροποι κάθονταν στο γραφείο και μετρούσαν τα χρήματα. Τα αφιερώματα, τα υφαντά, τα σεντόνια και τα κεντήματα έβγαιναν σε δημοπρασία. Όλοι το είχαν σε καλό ν’ αγοράσουν κάτι και να το προσθέσουν στην προίκα των κοριτσιών τους.
Τις υπόλοιπες μέρες -μέχρι την Κυριακή του Θωμά- τις περνούσαμε στα εξοχικά μας με γιορτές και τραγούδια. Τα μικρά παιδιά και τα νεαρά παλικάρια και οι κοπέλες είχαν κι ένα άλλο έθιμο. Έφτιαχναν κούνιες, χρησιμοποιώντας σχοινιά και τάβλες, και τις κρεμούσαν από τα δέντρα. Σ’ όλους άρεσε να κουνιούνται. Οι νεαροί, μάλιστα, έφτιαχναν και στιχάκια με τα οποία δήλωναν τα τρυφερά τους αισθήματα για τις κοπέλες, γιατί δεν υπήρχαν και πολλοί τρόποι να δηλώσουν στις ενδιαφερόμενες τον έρωτά τους. Οι γονείς ήταν πολύ αυστηροί ως προς την ηθική των παιδιών τους. Οι κούνιες και τα στιχάκια ήταν ο μοναδικός τρόπος εκδήλωσης του έρωτα που πιθανόν να ένιωθαν τα παλικάρια και τα κορίτσια οι α μέρη μας. Κάθε άλλος τρόπος προσέγγισης απαγορευόταν αυστηρά. Αλίμονο στην κοπέλα που ο πατέρας της θα την έπιανε μαζί με κάποιο αγόρι - μπορεί και να τη σκότωνε.
Δουλειά ξαναπιάναμε τη Δευτέρα του Θωμά και η ζωή άρχιζε να βρίσκει πάλι τους καθημερινούς ρυθμούς της. Τέλειωναν οι σχολικές διακοπές, που εκείνη την εποχή ήταν τρεις μέρες τα Χριστούγεννα, τρεις τα Φώτα και έξι την Ανάσταση, και τα παιδιά επέστρεφαν στα θρανία.
Η χαρά της Ανάστασης η οποία συναντούσε τη φυσική αγαλλίαση της άνοιξης είχε δημιουργήσει παραδόσεις και έθιμα θρησκευτικού περιεχομένου που περιλάμβαναν τελετουργίες συμβολικού χαρα¬κτήρα που σχετίζονταν κυρίως με τη γονιμότητα.
Τη Μ. Παρασκευή, οι ανύπαντρες και παρθένες κοπέλες έπρεπε να μαζέψουν τα λουλούδια που θα στόλιζαν τον Επιτάφιο.
Από τη Μ. Τετάρτη οι γυναίκες ζύμωναν επτάζυμα και τσουρέκια. Συνήθως, την ίδια μέρα έφτιαχναν και το προζύμι για το ζύμωμα του ψωμιού όλης της χρονιάς.
Τη Μ. Πέμπτη έβαφαν τ' αυγά. Η παράδοση τα ήθελε κόκκινα, στο χρώμα της θυσίας του Χριστού και της χαρμόσυνης αναμονής. Πολλές νοικοκυρές έβαφαν τ' αυγά με κρεμμύδι. Έβαζαν φλούδες κρεμμυδιών στον πάτο μιας κατσαρόλας, από πάνω μια στρώση αυγά, από πάνω πάλι φλούδες και πάλι αυγά μέχρι να γεμίσει η κατσαρόλα. Πρόσθεταν νερό και τα έβραζαν σε σιγανή φωτιά μέχρι να πάρουν τ' αυγά χρώμα.
Το πρώτο αυγό που έβαφαν το τοποθετούσαν στο εικονοστάσι. Πολλοί το κρατούσαν ως φυλαχτό και το φύλαγαν μέχρι να γίνει ο κρόκος του σαν κεχριμπάρι.
Οι αγορές της Σμύρνης γέμιζαν από τη Μ. Δευτέρα με κοπάδια αρνιών που συνήθως τα έφερναν οι έμποροι με το σιδηρόδρομο από την Καππαδοκία.
Οι Σμυρνιοί αγόραζαν συνήθως δύο αρνιά. Ένα για τη Λαμπρή και ένα για τη γιορτή του Αγίου Γεωργίου. Το πασχαλινό αρνί δε συνήθιζαν να το σουβλίζουν. Το γέμιζαν με ρύζι, αμύγδαλα και κουκουνάρι και το έβαζαν στη χόβολη αποβραδίς για να ψηθεί σιγά σιγά ως το πρωί.
Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα οι γυναίκες άσπριζαν και καθάριζαν το σπίτι. Έπρεπε να λάμπει από καθαριότητα για να «υποδεχθεί τον Αναστάντα Χριστόν».
Το Πάσχα, για όλη τη Μ. Ασία αποτελούσε ένα κορυφαίο θρησκευτικό γεγονός που ήταν ταυ-τισμένο με την άνοιξη και την εποχή της γονιμότητας και της ευημερίας...
Το τραγούδι του Χριστού (ψάλλεται την Μ. Παρασκευή)
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και του Χριστού τον τάφο εκεί καθόταν Παναγιά μόνον και μοναχή της.
Τας προσευχάς της έκανε τον Μονογενή της. Φωνή εξήλθε εξ ουρανού κι απ' αρχάγγελου στόμα: «Σώνουν κυρά μ' οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες».
Βγαίνει στην πόρτα η Παναγιά να δει και να ρωτήσει, βλέπ' τον ουρανό θολό και τ' άστρα βουρκωμένα και το φεγγάρι της αυγής στο αίμα βουτηγμένο, βλέπει τον Γιάννη κι έρχεται κλαμένο, πικραμένο.
-Τι έχεις Γιάννη μ' κι έρχεσαι κλαμένος, πικραμένος;
-Το δάσκαλό μου πιάσανε και στα χαλκιά τον πάνε και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τυραννάνε.
Σαν τ' άκουσε η Παναγιά πέφτει λιποθυμάει, κρύο νερό της περιχούν, τρία κανάτια μόσχο και τρία το ροδόσταμο, ώσπου να σενεφέρει. Και πάνω που συνηφερε αυτόν τον λόγο λέει:
Πού είν' η Μάρθα και η Ματθία και του Λαζάρου η μάνα, του Ιακώβ η αδελφή κι οι τέσσερις αντάμα να πάμε να τον εβρούμε προτού τονε σταυρώσουνε, προτού του βάλουν τα καρφιά και τόνε φαρμακώσουν.
Πήραν το δρόμο το δρόμι, δρόμι το μονοπάτι, το μονοπάτι σ' έβγαλε στου τσιγγάνου την πόρτα.
-Ώρα καλή σου, μάστορα, και τι ’ναι αυτά που κάνεις;
—Ένανε θa σταυρώσουμε και κάνω τα καρφιά του, με παράγγειλαν τέσσερα, μα 'γω τα κάνω πέντε.
-Πες μου, αμάν, ω μάστορα, τι θa τα κάνεις πέντε;
-Τα δυο στα δυο τα χέρια Του, τα δυο στα γόνατα Του, το πέμπτο το φαρμακότερο το βάζω στην καρδιά Του, να τρέξει αίμα και νερό, να λιγοθ' η καρδιά Του.
Σαν άκουσε κι η Παναγιά πέφτει λιποθυμάει, κρύο νερό της περιχούν, τρία κανάτια μόσχο και τρία ροδόσταμο, ώσπου να σενεφέρει. Και πάνω που συνέφερε αυτόν τον λόγο λέει:
Ανάθεμα σε τσιγγάνε, ποτέ να μην χιλιάσεις, όπου κι αν πας και σταθείς, κατάστασ' να μην έχεις.
Πήραν το δρόμο το δρόμι, δρόμι το μονοπάτι, το μονοπάτι σ' έβγαλε στην πόρτα του Πιλάτου. Βρίσκουν τις πόρτες σφαλιστές και τα κλειδιά παρμένα και τα%2pμικρά παράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Άνοιξε πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου κι η πόρτ' από το φόβο της ανοίγει μοναχή της. Μπαίνει κει μέσα η Παναγιά, κανένα δε γνωρίζει, τηράει ζερβά, τηράει δεξά, τηράει τον Αϊ-Γιάννη.
-Γιάννη μου κι Αϊ-Γιάννη μου και Βαπτιστά του Γιου μου, μην
είδες το παιδάκι μου και σε το δάσκαλό σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σε μιλήσω, καρδιά δεν το νταγιαντά για να στ' ομολογήσω.
Το βλέπεις κείνο το γυμνό, τον παραπονεμένο, που φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο, όπου φορεί στην κεφαλή στεφάνι αγκαθένιο; Εκείνος είναι ο γιόκας σου κι εμέ διδάσκαλος μου.
Σαν τ' άκουσε η Παναγιά πέφτει λιποθυμάει, κρύο νερό της περιχούν, τρία κανάτια μόσχο και τρία το ροδόσταμο, ώσπου να συνεφέρει.
Και σαν της ήρθε ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της, ζητάει μαχαίρι να σφαγεί, φωτιά να πάει να πέσει, ζητάει γκρεμό να γκρεμιστεί για τον Μονογενή της.
Απιλογιέται κι ο Χριστός απ' τα σταυρώματά Του:
Μάνα μου σαν σφαγείς εσύ, σφαγετ' ο κόσμος όλος. Σύρε μάνα μ' στο σπίτι σου και στην καλή σου ώρα, βάλε κρασί μεσ' στο γυαλί κι αφράτο παξιμάδι και κάνε την παρηγοριά, να το βρει ο κόσμος όλος. Μόνον το Μέγα Σάββατο, κοντά στο μεσονύχτι, που θα λαλήσ' ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες, τότες και συ, μανούλα μου, να 'χεις χαρές μεγάλες, τότες κι εγώ θ' αναστηθώ με τις χρυσές λαμπάδες. Όποιος το λέει, σώζεται, κι όποιος τ' ακούει, αγιάζει, κι όποιος το καλοφουγκριστεί, παράδεισο θα λάβει, παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο».
Όλοι είχαν πάρα πολλά να κάνουν αυτές τις μέρες. Βέβαια οι άντρες πήγαιναν στις δουλειές τους και τα παιδιά στα σχολεία τους, αλλά δεν παρέλειπαν όλοι να πηγαίνουν στην εκκλησία κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Το πιο σημαντικό όμως αυτών των ημερών ήταν η νηστεία. Νηστεύαμε ακόμα και το λάδι, εκτός από τις Πέμπτες και τα Σαββατοκύριακα. Κρέατα και γαλακτοκομικά απαγορεύονταν αυστηρά σε όλους, εκτός από τους ασθενείς, και γι’ αυτούς μόνο όταν έλεγε ο γιατρός ότι έπρεπε να τρώνε κανονικά. Υπήρχαν όμως τόσα πολλά για να φάμε, που πραγματικά δε μας πείραζαν και πολύ όλες αυτές οι μέρες της νηστείας.
Δε μας έλειπαν ούτε τα γλυκά - ούτε τα λαδερά, βέβαια. Οι συκόπιτες με ανθόνερο ή ο χαλβάς με πετιμέζι και μέλι δεν έλειπαν από κανένα σπίτι. Τρώγαμε και πάρα πολλά αμύγδαλα, σύκα, τζίτζιφα, μουσταλευριές, καρύδια και κάστανα.
Αλλά και από φαγητά... Τι καλαμάρια, τι πίνες, τι ωραία μύδια... Τα θαλασσινά και τα λαδερά φαγητά είχαν την τιμητική τους. Μόνο του Ευαγγελισμού και των Βαΐων τρώγαμε ψάρι.
Των Βαΐων ήταν ιδιαίτερη γιορτή. Όλος ο κόσμος θα πήγαινε στη λειτουργία και μετά θα έπαιρνε κλαδάκια δάφνης από τη στολισμένη εκκλησία -βάγια, δηλαδή- και θα τα έβαζε στα εικονίσματα. Όταν προέκυπτε κάποια ανάγκη ή μια κακοκαιρία, θα τα χρησιμοποιούσε μαζί με τα επιταφιολούλουδα, για να θυμιατίζει μ’ αυτά και να προσεύχεται.
Το Σάββατο του Λαζάρου, την παραμονή των Βαΐων, φτιά- χναμε τα λεγόμενα λαζαράκια. Ήταν κάτι μικρά ψωμάκια, σαν ανθρωπάκια, ωραία ζυμωμένα, με λάδι και μαύρες σταφίδες. Όλα τα σπίτια φούρνιζαν λαζαράκια και φίλευαν τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα παρέες παρέες. Εκτός από κεράσματα, τα παιδιά έπαιρναν και φιλοδωρήματα, που τα χρησιμοποιούσαν για ν’ αγοράσουν τετράδια και βιβλία στα παιδιά που δεν είχαν τη δυνατότητα οι γονείς τους να τους πάρουν. Τα κάλαντα που λέγανε ήταν:
Σήμερον έρχεται ο Χριστός,
ο επουράνιος Θεός
εν πόλει Βηθανία
με κλάδους και βάια.
Εβγάτε, παρακαλούμε,
για να σας διηγηθούμε και να μάθετε τι εγίνη σήμερον στην Παλαιστίνη.
Εις την πόλιν Βηθανίαν κλαίγουν Μάρθα και Μαρία Λάζαρο, τον αδερφό τους,
και Γλυκή τον καρδιακό τους.
Τον μοιρολογούν και κλαίγουν τον μοιρολογούν και λέγουν.
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν και τον εμοιρολογούσαν.
Την ημέρα την Τετάρτη
κίνησε ο Χριστός για να ’ρθει.
Τότε η Μάρθα και η Μαρία, τότε όλη η Βηθανία,
τότε λέγει η Μαρία:
«Εάν εσύ είσαι ο εδώ Χριστός
μου,
δεν απέθνησκε ο αδερφός μου.
Μα και τάρα εγώ πιστεύω
και καλότατα ηξεύρω
ότι δύνασαι, αν θέλεις,
και νεκρό να αναστήσεις».
Λέγει: «Πίστευε, Μαρία,
Άγομεν εις τα μνημεία».
Τότε ο Χριστός δακρύζει
και τον Άδη φοβερίζει:
«Άδη, Τάρταρε και Χάρο,
Λάζαρε, θε να σε πάρω.
δεύρο έξω, Λάζαρέ μου, φίλε και αγαπητέ μου».
Παρευθύς, από τον Άδη, ω, εξαίσιο σημάδι,
Λάζαρός μου ελυτρώθη, ανεστήθη κι εσηκώθη, ζωντανός σαβανωμένος και με κερί ζωσμένος.
Τότε η Μάρθα και η Μαρία, τότε όλη η Βηθανία
«Δόξα τω Θεώ» φωνάζουν και τον Λάζαρο εξετάζουν.
«Λάζαρε, πες μας τι είδες, εις τον Άδη που επήγες;»
«Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι, να ξεπλύνω το φαρμάκι της καρδιάς και των χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον».
Του χρόνου πάλι να ’ρθουμε, με υγεία, να σας βρούμε.
Κι έτσι πέρναγαν τα παιδιά από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας την εικόνα του Λαζάρου στην αγκαλιά, τραγουδώντας τα κάλαντα και μαζεύοντας γλυκά και χρήματα για τα φτωχά παιδάκια.
Αλλά και την επόμενη μέρα, την Κυριακή των Βαΐων, τα παιδιά γύριζαν στις γειτονιές με ρουκάνες, που καθώς τις γύριζαν γύρω γύρω αυτές έκαναν ένα θόρυβο: «κρρρ κρρρ», και τραγούδαγαν:
Βάγιο βάγιο το βαγιό
τρώνε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή
τρώνε κόκκινο αβγό.
Το βράδυ των Βαΐων στην εκκλησία είχαμε το Μεγάλο Εσπερινό και την επόμενη μέρα άρχιζε η Μεγάλη Εβδομάδα.
Τότε συνήθιζαν να λένε ένα ποιηματάκι:
Μεγάλη Δευτέρα, μεγάλη μαχαίρα.
Μεγάλη Τρίτη, ο Χριστός εκρίθη.
Μεγάλη Τετάρτη, ο Χριστός επιάσθη.
Μεγάλη Πέμπτη, ο Χριστός παιδεύθη.
Μεγάλη Παρασκευή, κλάματα και οδυρμοί.
Μεγάλο Σάββατο, οι Εβραίοι στο θάνατο.
Μεγάλη Κυριακή, νταν εδώ, νταν εκεί, και στην εβραϊκή.
Όλη η εβδομάδα περνούσε με αυστηρή νηστεία. Ταχίνι, χαλβάς, ταραμάς και ό,τι δεν είχε αίμα ή λάδι ήταν το φαγητό μας.
Ερχόταν η Μεγάλη Παρασκευή και γινόταν ο Επιτάφιος. Το απόγευμα οι κοπέλες στόλιζαν τον Επιτάφιο με λουλούδια και το βράδυ τον περιέφεραν με πλήθος κόσμου να ακολουθεί. Οι πιστοί συνόδευαν με τα φαναράκια τους τους Επιτάφιους χιλιόμετρα ολόκληρα, μέχρι την επιστροφή τους στην εκκλησία.
Όλοι έπαιρναν λίγο κερί απ’ τα κεριά που έκαιγαν πάνω στον Επιτάφιο και λίγα επιταφιολούλουδα, που τα έβαζαν στα εικονίσματα για να θυμιατίζουν μ’ αυτά, όπως σας έχω ήδη διηγηθεί, όταν υπήρχε ανάγκη, δηλαδή όταν κάποιος αρ- ρώσταινε. Το θυμίαμα ήταν πολύ σημαντικό για όλα τα σπίτια. Κάθε απόγευμα άναβαν το καντήλι που υπήρχε στο εικο¬νοστάσι, θύμιαζαν κι έκαναν την προσευχή.
Τη νύχτα της Ανάστασης, οι γείτονες χτυπούσαν τις πόρτες των φίλων τους και όλοι μαζί πήγαιναν στη λειτουργία παίρνοντας και από ένα κόκκινο αβγό.
Από τη Μεγάλη Πέμπτη κι ύστερα, όλες οι γυναίκες ετοί-μαζαν τις κουλούρες και το εφτάζυμο. Το σμυρνιώτικο εφτάζυμο είχε ολόκληρη διαδικασία. Το φτιάχναμε με ρεβίθια, που τα κοπανίζαμε και τα βάζαμε σε λίγο νεράκι όλο το βράδυ δίπλα στο τζάκι, για να διατηρούνται ζεστά, κι αυτά άφριζαν. Το επόμενο πρωί ρίχναμε αλεύρι και το ζυμώναμε εφτά φορές, γι’ αυτό και λέγεται εφτάζυμο. Μαγιά δε βάζαμε. Το αφήναμε ν’ ανέβει μόνο του. Χρησιμοποιώντας προζύμι απ’ αυτό το ψωμί, φτιάχναμε και τις λαμπριάτικες κουλούρες, πάνω στις οποίες μπήγαμε και κόκκινα αβγά και τις στολίζαμε με ζυμάρι. Φτιάχναμε και παξιμάδια, που σίγουρα δεν υπάρχουν ωραιότερα.
Το Μεγάλο Σάββατο βάφαμε τα κόκκινα αβγά κι ετοιμάζαμε το σφάγιο. Το αρνί ή το κατσίκι που θα σφάζαμε το βράδυ ερχόταν στο σπίτι μας στολισμένο με μια κόκκινη κορδέλα στο λαιμό. Εμείς στην πατρίδα μας δεν ξέραμε τη μαγειρίτσα. Φτιάχναμε, βέβαια, σούπα αβγοκομμένη, αλλά από μοσχάρι. Ήταν το πρώτο πράγμα που τρώγαμε μόλις γυρίζαμε από τη λειτουργία της Ανάστασης. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσα μεζεκλίκια υπήρχαν στο γιορτινό τραπέζι - συκωτάκια, μυζήθρες, γεμιστά μπουμπάρια κι ένα σωρό άλλες λιχουδιές.
Σαράντα μέρες μετά την Ανάσταση, κανείς δεν έλεγε «καλημέρα» ή «καλησπέρα», μόνο «Χριστός Ανέστη» και «Αληθώς Ανέστη».
Τη μέρα του Πάσχα και τη Λαμπροδευτέρα την περ νούσαμε στα σπίτια μας με γιορτές, τραγούδια και παρέες. Ήταν άνοιξη και πολλοί βγαίνανε στις εξοχές. Την Τρίτη, όμως, γινόταν το Νιότριτο, μεγάλη γιορτή. Το πρωί όλοι πήγαιναν στους ναούς και μετά τη λειτουργία θα έβγαζαν την εικόνα της Ανάστασης στο προαύλιο της εκκλησίας και θα γινόταν κάτι σαν πλειστηριασμός. Όποιος πρόσφερε τα περισσότερα χρήματα σήκωνε το εικόνισμα και το περνούσε απ’ την πόλη, ώσπου να συναντηθούν όλες οι Αναστάσεις στο κέντρο, όπως συναντιό-νταν και τη Μεγάλη Παρασκευή οι Επιτάφιοι.
Στο δρόμο δεν κρατούσε μόνο ένας το εικόνισμα - το κρατούσαν πολλοί, γιατί ο πλειστηριασμός συνεχιζόταν και στην πορεία, κι ώσπου η εικόνα να γυρίσει στην εκκλησία της, είχαν μαζευτεί πολλές λίρες, που τις κρατούσε ο επίτροπος μέσα σ’ ένα σακούλι.
Κάτι άλλο που γινόταν σ’ αυτή τη λιτανεία ήταν τα τάματα. Όλο το χρόνο, οι άνθρωποι -και συνήθως οι γυναίκες- τάζανε κάτι για την υγεία των δικών τους ή για τις σοδειές τους. Όπως πέρναγε λοιπόν η πομπή από τους δρόμους κι ανέβαινε στα σοκάκια, αυτοί που είχαν τάξιμο, στήνονταν στα φιλικά τους σπίτια απ’ όπου ήξεραν ότι θα πέρναγε η εικόνα της Ανάστασης της συγκεκριμένης εκκλησίας και κρέμαγαν στην εικόνα ένα σεντόνι ή ένα κεντημένο τραπεζομάντιλο από την προίκα τους, στην άκρη του οποίου είχαν δεμένο το χρηματικό ποσό που είχαν τάξει. Η εικόνα γύριζε τόσο φορτωμένη στην εκκλησία, που ο κόσμος συνήθιζε να λέει, όταν έβλεπε κάποιον πολύ καλοντυμένο, που φορούσε το φέσι του, τα μαντίλια του και τα νταραμπουλούσια του, πως ο άνθρωπος αυτός «φορτώθηκε σαν την Ανάσταση».
Μόλις η περιφορά γύριζε στο ναό, η δημογεροντία και οι επίτροποι κάθονταν στο γραφείο και μετρούσαν τα χρήματα. Τα αφιερώματα, τα υφαντά, τα σεντόνια και τα κεντήματα έβγαιναν σε δημοπρασία. Όλοι το είχαν σε καλό ν’ αγοράσουν κάτι και να το προσθέσουν στην προίκα των κοριτσιών τους.
Τις υπόλοιπες μέρες -μέχρι την Κυριακή του Θωμά- τις περνούσαμε στα εξοχικά μας με γιορτές και τραγούδια. Τα μικρά παιδιά και τα νεαρά παλικάρια και οι κοπέλες είχαν κι ένα άλλο έθιμο. Έφτιαχναν κούνιες, χρησιμοποιώντας σχοινιά και τάβλες, και τις κρεμούσαν από τα δέντρα. Σ’ όλους άρεσε να κουνιούνται. Οι νεαροί, μάλιστα, έφτιαχναν και στιχάκια με τα οποία δήλωναν τα τρυφερά τους αισθήματα για τις κοπέλες, γιατί δεν υπήρχαν και πολλοί τρόποι να δηλώσουν στις ενδιαφερόμενες τον έρωτά τους. Οι γονείς ήταν πολύ αυστηροί ως προς την ηθική των παιδιών τους. Οι κούνιες και τα στιχάκια ήταν ο μοναδικός τρόπος εκδήλωσης του έρωτα που πιθανόν να ένιωθαν τα παλικάρια και τα κορίτσια οι α μέρη μας. Κάθε άλλος τρόπος προσέγγισης απαγορευόταν αυστηρά. Αλίμονο στην κοπέλα που ο πατέρας της θα την έπιανε μαζί με κάποιο αγόρι - μπορεί και να τη σκότωνε.
Δουλειά ξαναπιάναμε τη Δευτέρα του Θωμά και η ζωή άρχιζε να βρίσκει πάλι τους καθημερινούς ρυθμούς της. Τέλειωναν οι σχολικές διακοπές, που εκείνη την εποχή ήταν τρεις μέρες τα Χριστούγεννα, τρεις τα Φώτα και έξι την Ανάσταση, και τα παιδιά επέστρεφαν στα θρανία.
Πόντος
Η νηστεία της Σαρακοστής ξεκινούσε την Καθαρή Δευτέρα.
Από το προηγούμενο βράδυ τα παιδιά φιλούσαν το χέρι του παππού και της γιαγιάς , του πατέρα και της μητέρας τους. Τα αδέρφια μεταξύ τους αγκαλιάζονταν και φιλιόντουσαν .
Την ημέρα της καθαρής δευτέρας οι πιστοί πήγαιναν στην εκκλησία, κοινωνούσαν, έπαιρναν αντίδωρο και από τότε κάνανε.
Τις τρείς πρώτες ημέρες δεν τρώγανε τίποτα ούτε νερό δεν πίνανε. Τα καφενεία άνοιγαν αλλά κανείς δεν χόρευε.
Όταν πλησίαζε η Μεγάλη Εβδομάδα σκούπιζαν τα σπίτια, την Εκκλησία και όλη την πόλη η το χωριό. Το Σάββατο του Λαζάρου φτιάχνανε τα κουλούρια που τα λέγανε Κερκελέ και μαζί με τα άσπρα αυγά τα δίνανε στα παιδιά όταν ψέλνανε. Όταν ερχόταν η Μεγάλη εβδομάδα δεν δούλευαν όλη την εβδομάδα πηγαίνανε στην Εκκλησία. Τη Μεγάλη Πέμπτη ζύμωναν τα ψωμιά, έκαναν τα τσουρέκια και βάφανε τα αυγά. Το βράδυ πήγαιναν στα δώδεκα Ευαγγέλια. Βάζανε σε σακουλάκια διάφορα αντικείμενα, τα πήγαιναν στην εκκλησία να διαβαστούν για το καλό του χρόνου. Τη Μεγάλη Παρασκευή πήγαιναν στην εκκλησία, περνούσανε κάτω από τον επιτάφιο, κοινωνούσανε και μετά, στις 3.00, τρώγανε νερόβραστα φαγητά. Ερχόταν το Μεγάλο Σάββατο και όσοι δεν είχαν κάνει τα τσουρέκια τους τα κάναν την ημέρα αυτή. Έσφαζαν αρνιά, κότες, κόκορες, ότι είχε ο καθένας, και έκαναν τις ετοιμασίες για το Πάσχα. Οι γονείς ψώνιζαν κάποια δώρα για τα παιδιά και αυτά είχαν μεγάλη χαρά.
Το βράδυ της Ανάστασης, όλη τη νύχτα, ξημέρωναν. Μετά τις 2.00, με το πρώτο λάλημα του πετεινού χτυπούσε η καμπάνα. Όλο το χωριό πήγαινε στην εκκλησία προτού ξημερώσει έβγαινε η Ανάσταση. Μετά τις 4.00 γινόταν η λειτουργία. Όποιοι ήθελαν κάθονταν μέχρι το τέλος και οι άλλοι φεύγανε για τα σπίτια τους. Ο κόσμος είχε μαζί του αυγά, τα τσούγκριζε και έλεγε το "Χριστός Ανέστη". Το πρωί, μόλις σχολνούσε η εκκλησία, βάζανε τραπέζι και έτρωγαν ως το μεσημέρι.
Την πρώτη μέρα του Πάσχα τα καφενεία ήταν κλειστά. Όλος ο κόσμος ήταν έξω από τα σπίτια του και τσουγκρίζανε τα αυγά. Οι μεγάλοι, σε ομάδες 3 - 4 ατόμων πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι μαζί με μια λύρα, χόρευαν, τσούγκριζαν αυγά, τους κερνούσαν ούζο και μετά έφευγαν. Ερχόταν η δεύτερη Ανάσταση, η ώρα 12.00 το μεσημέρι. Πήγαινε πάλι ο κόσμος στην εκκλησία. Μετά όλο το χωριό μαζευόταν στην κεντρική πλατεία ή μπροστά στο σχολείο, κάποιος έπαιζε γκάιντα και όλο το χωριό χόρευε γιατί όλη την νηστεία δε χόρευε κανείς.
Από το προηγούμενο βράδυ τα παιδιά φιλούσαν το χέρι του παππού και της γιαγιάς , του πατέρα και της μητέρας τους. Τα αδέρφια μεταξύ τους αγκαλιάζονταν και φιλιόντουσαν .
Την ημέρα της καθαρής δευτέρας οι πιστοί πήγαιναν στην εκκλησία, κοινωνούσαν, έπαιρναν αντίδωρο και από τότε κάνανε.
Τις τρείς πρώτες ημέρες δεν τρώγανε τίποτα ούτε νερό δεν πίνανε. Τα καφενεία άνοιγαν αλλά κανείς δεν χόρευε.
Όταν πλησίαζε η Μεγάλη Εβδομάδα σκούπιζαν τα σπίτια, την Εκκλησία και όλη την πόλη η το χωριό. Το Σάββατο του Λαζάρου φτιάχνανε τα κουλούρια που τα λέγανε Κερκελέ και μαζί με τα άσπρα αυγά τα δίνανε στα παιδιά όταν ψέλνανε. Όταν ερχόταν η Μεγάλη εβδομάδα δεν δούλευαν όλη την εβδομάδα πηγαίνανε στην Εκκλησία. Τη Μεγάλη Πέμπτη ζύμωναν τα ψωμιά, έκαναν τα τσουρέκια και βάφανε τα αυγά. Το βράδυ πήγαιναν στα δώδεκα Ευαγγέλια. Βάζανε σε σακουλάκια διάφορα αντικείμενα, τα πήγαιναν στην εκκλησία να διαβαστούν για το καλό του χρόνου. Τη Μεγάλη Παρασκευή πήγαιναν στην εκκλησία, περνούσανε κάτω από τον επιτάφιο, κοινωνούσανε και μετά, στις 3.00, τρώγανε νερόβραστα φαγητά. Ερχόταν το Μεγάλο Σάββατο και όσοι δεν είχαν κάνει τα τσουρέκια τους τα κάναν την ημέρα αυτή. Έσφαζαν αρνιά, κότες, κόκορες, ότι είχε ο καθένας, και έκαναν τις ετοιμασίες για το Πάσχα. Οι γονείς ψώνιζαν κάποια δώρα για τα παιδιά και αυτά είχαν μεγάλη χαρά.
Το βράδυ της Ανάστασης, όλη τη νύχτα, ξημέρωναν. Μετά τις 2.00, με το πρώτο λάλημα του πετεινού χτυπούσε η καμπάνα. Όλο το χωριό πήγαινε στην εκκλησία προτού ξημερώσει έβγαινε η Ανάσταση. Μετά τις 4.00 γινόταν η λειτουργία. Όποιοι ήθελαν κάθονταν μέχρι το τέλος και οι άλλοι φεύγανε για τα σπίτια τους. Ο κόσμος είχε μαζί του αυγά, τα τσούγκριζε και έλεγε το "Χριστός Ανέστη". Το πρωί, μόλις σχολνούσε η εκκλησία, βάζανε τραπέζι και έτρωγαν ως το μεσημέρι.
Την πρώτη μέρα του Πάσχα τα καφενεία ήταν κλειστά. Όλος ο κόσμος ήταν έξω από τα σπίτια του και τσουγκρίζανε τα αυγά. Οι μεγάλοι, σε ομάδες 3 - 4 ατόμων πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι μαζί με μια λύρα, χόρευαν, τσούγκριζαν αυγά, τους κερνούσαν ούζο και μετά έφευγαν. Ερχόταν η δεύτερη Ανάσταση, η ώρα 12.00 το μεσημέρι. Πήγαινε πάλι ο κόσμος στην εκκλησία. Μετά όλο το χωριό μαζευόταν στην κεντρική πλατεία ή μπροστά στο σχολείο, κάποιος έπαιζε γκάιντα και όλο το χωριό χόρευε γιατί όλη την νηστεία δε χόρευε κανείς.
Κύπρος
Σήκωσες
Το βράδυ της Κυριακής των Απόκρεων και της Κυριακής της Τυροφάγου, αρκετά άτομα μασκαρεύονταν (συνήθως οι άντρες ντυνόντουσαν γυναίκες και οι γυναίκες άντρες) και γύριζαν σε συγγενικά και φιλικά σπίτια δημιουργώντας αρκετό κέφι. Οι οικοδεσπότες του κερνούσαν κρασί και φαγητό. Οι πιο καλά μασκαρεμένοι δεν αποκάλυπταν την ταυτότητα τους.
Την Δευτέρα της Καθαράς οι κάτοικοι έβγαιναν στα χωράφια τους με διάφορες παρέες για να κόψουν την «μούττη της Σαρακοστής» τρώγοντας νηστίσιμα φαγητά, όπως φασόλια βραστά, οκταπόδια στα κάρβουνα, χόρτα, ελιές και αρκετό κρασί. Επίσης την ημέρα αυτή πετούσαν τους χαρταετούς τους.
Τα ήθη και τα έθιμα του Αγίου Λαζάρου Στην Κύπρο
Η Κύπρος και Άγιος Λάζαρος είναι στενά συνδεδεμένοι. Σύμφωνα με τη παράδοση ο Άγιος Λάζαρος μετά την ανάσταση του από τους νεκρούς που έκανε ο Ιησούς, και μετά από τη σταύρωση του Χριστού, έφυγε από τη Βηθανία, και ήρθε στη Κύπρο, όπου έγινε τελικά ο πρώτος επίσκοπος Κιτίου, της πόλης που αποκαλείται σήμερα Λάρνακα.
Ο ερχομός του Αγίου Λαζάρου στο Κίτιο υποδεικνύεται από τις σχετικές τοπικές παραδόσεις και κυρίως, από την αρχαία και θαυμάσια βυζαντινή εκκλησία που κτίστηκε πάνω από τον τάφο του.
Αυτή η εκκλησία, είναι το σημαντικότερο μνημείο της Λάρνακας, και συγχρόνως, ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα στη Κύπρο. Η Λάρνακα έμελλε επίσης να γίνει η εγγενής πόλη του Λαζάρου, μια δεύτερη Βηθανία. Εδώ συναντήθηκε με τους αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα κατά το ιεραποστολικό ταξίδι τους στη Κύπρο και σύμφωνα με την παράδοση, ορίστηκε από αυτούς ως ο πρώτος επίσκοπος Κιτίου. Για αυτό όλοι οι επισκοπικοί θρόνοι στις εκκλησίες της Λάρνακας έχουν την εικόνα του Αγίου Λαζάρου αντί αυτή του Χριστού, όπως είναι η συνήθεια στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Εδώ έζησε για τριάντα χρόνια περισσότερο, και εδώ θάφτηκε για δεύτερη και τελευταία φορά.
Στον τάφο του ο Λεόντιος ο Σοφός, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, έκτισε τη θαυμάσια εκκλησία πρίν 1110 χρόνια, σε βυζαντινό ύφος, που βλέπουμε σήμερα. Για αντάλλαγμα, τα λείψανά του μεταφέθηκαν από τη Κύπρο στη Κωνσταντινούπολη το 898, αν και το 1972 τα ανθρώπινα οστά που ανακαλύφθηκαν κάτω από το Ιερό κατά τη διάρκεια των εργασιών ανακαίνισης της εκκλησίας στη Λάρνακα, προσδιορίστηκαν ως μέρος των λειψάνων του Αγίου.
Τα λείψανα κλάπηκαν από τη Κωνσταντινούπολη από τους σταυροφόρους και μεταφέρθηκαν στη Γαλλία το 1204 ως τμήμα της λείας του πολέμου από την τέταρτη σταυροφορία. Έτσι είναι πιθανώς που ο Άγιος κατέληξε να γίνει ο πρώτος επίσκοπος της Μασσαλίας αλλά εάν είναι έτσι, ήταν νεκρός και όχι ζωντανός όταν αυτό συνέβη. Η παραμονή του Αγίου Λαζάρου στη Λάρνακα συνδέεται με διάφορες παραδόσεις.Σύμφωνα με μια από αυτές, κατά τη διάρκεια των τριάντα χρόνων που έζησε μετά από την ανάσταση του, δεν χαμογέλασε ποτέ εκτός από μια περίπτωση, όταν είδε κάποιον να κλέβει μια πήλινη στάμνα, όπου είπε χαμαγελώντας: "ο πηλός κλέβει τον πηλό". Μια άλλη παράδοση σχετίζεται με τις ακυλές (αλμυρές λίμνες) που βρίσκονται στα περίχωρα της Λάρνακας. Σύμφωνα με αυτή, οι αλυκές ήταν στο παρελθόν ένας απέραντος αμπελώνας.
Μια μέρα ο Άγιος έτυχε να περάσει από εκεί, και όντας διψασμένος, ζήτησε από τον ιδιοκτήτη μερικά τσαμπιά σταφύλια για να αποσβέσει τη δίψα του, αλλά ο ιδιοκτήτης αρνήθηκε να του προσφέρει ούτε ένα, και όταν ο Άγιος του έδειξε ένα καλάθι που φαινόταν να ήταν γεμάτο σταφύλια, αυτός απάντησε ότι περιείχαν άλας. Τότε ο Άγιος, για να τιμωρήσει τη διαφθορά και την υποκρισία τέτοιων ανθρώπων, μετέτρεψε ως εκ θαύματος τον απέραντο αμπελώνα σε αλμυρή λίμνη.
Στους παλαιά χρόνια, υπήρξε στη Κύπρο, η ακόλουθη εορτή που σχετίζεται με την ανάσταση του Λαζάρου.
Η εορτή τελείτο ως εξής: Το βράδυ της παραμονής της εορτής του Αγίου Λαζάρου, ο ιερέας του χωριού, έπαιρνε 3-4 παιδιά, ιδίως μαθητές και τους μάθαινε να απαγγέλουν « το τραγούδι του Λαζάρου». Την επομένη, ημέρα της εορτής μετά τη θεία λειτουργία, πήγαινε μαζί με αυτά τα παιδιά σε όλα τα σπίτια του χωριού όπου έψαλλαν τον»Λάραζον». Μετά το τέλος του τραγουδιού, ο ιερέας έψαλλε μόνος το τροπάριο της ημέρας: «Την κοινήν ανάστασιν....». Για αμοιβή η οικοδέσποινα πρόσφερε 3-8 αυγά, και άν ήταν γυναίκα βοσκού, μια αναρή, ή ένα τυρί. Σε πολλά μεγάλα χωριά και πόλεις όπου υπάρχουν φοινικόδεντρα, έκοβαν κλαδιά και τα έμπλεκαν σε βαϊα όπου τα κοσμούσαν με λουλούδια. Αυτά τα κοσμημένα από λουλούδια βαϊα, τα κρατούσαν τα παιδιά και οι ιερείς κατά τη λειτουργία, αλλά και κατά τη περιφορά τους στο χωριό.
Πολλοί άλλοι και κυρίως μικρά παιδιά, πήγαιναν μόνοι στα σπίτια του χωριού χωρίς το ιερέα και έλεγαν τον «Λάζαρον» για να μαζέψουν αυγά και τυριά. Αυτός ο εορτασμός του Λαζάρου γινόταν στα χωριά. Στις πόλεις όμως ο εορτασμός ετελείτο ως εξής: Μια ομάδα από άνδρες κοσμούσαν το σώμα τους με ανθισμένα σιμιλλούδκια (σιμίλλια) και με λουλούδια που είναι γνωστά στη Κύπρο ως «λάζαροι» με τέτοιο τρόπο ώστε κανένα μέρος από τα ρούχα τους η τα γυμνά μέρη του σωματός τους να φαίνεται. Όταν η πομπή των ανδρών έφθανε έξω από σπίτι, ένας από αυτούς ξάπλωνε κατά γης με σταυρομένα τα πόδια και τα χέρια, υποκρινόμενος τον νεκρό Λάζαρο.
Οι άλλοι άνδρες της ομάδας έψαλαν το τραγούδι του Λάζαρου και όταν έφθαναν στο «Λάζαρε δεύρο έξελθε», αμέσως ο υποκρινόμενος τον Λάζαρον σηκώνονταν πάνω. Όταν τελείωνε όλο το τραγούδι, οι οικοδέσποινες τους έδιναν αυγά και αν ήταν πλούσιο το σπίτι, μερικά κέρματα. Την ομάδα παρακολουθούσε ένα πλύθος περίεργων και ιδίως παιδιά. Στις πόλεις η αναπαράσταση της ανάστασης του Λαζάρου γινόταν με τον ίδιο τρόπο και μέσα στις εκκλησίες. Όταν έλεγε ο ιερέας το Ευαγγέλιο και άφθανε στο «Λάζαρε δεύρο έξελθε», ο στολισμένος με λουλούδια υποκρινόμενος Λάζαρος σηκονόταν από το έδαφος μέσα στην εκκλησία. Όλοι οι πιστοί μαζί με τους ιερείς συμμετείχαν σε αυτή τη τελετουργία. Σήμερα τα έθιμα αυτά δεν τελούνται πλέον.
Λάζαρος
«'Αρχοντες Καλή μέρα σας
Καλή γιορτή απάνω σας.
Ήλθαν τα Βάγια ήλθασιν
Και του Λαζάρου έγερσις.
Τ’ 'Αγια Πάθη του Χριστού
Αξίως προσκυνήσωμεν
Και την Λαμπράν Ανάστασιν
Καλώς να την εφθάσωμεν».
Το βράδυ της Κυριακής των Απόκρεων και της Κυριακής της Τυροφάγου, αρκετά άτομα μασκαρεύονταν (συνήθως οι άντρες ντυνόντουσαν γυναίκες και οι γυναίκες άντρες) και γύριζαν σε συγγενικά και φιλικά σπίτια δημιουργώντας αρκετό κέφι. Οι οικοδεσπότες του κερνούσαν κρασί και φαγητό. Οι πιο καλά μασκαρεμένοι δεν αποκάλυπταν την ταυτότητα τους.
Την Δευτέρα της Καθαράς οι κάτοικοι έβγαιναν στα χωράφια τους με διάφορες παρέες για να κόψουν την «μούττη της Σαρακοστής» τρώγοντας νηστίσιμα φαγητά, όπως φασόλια βραστά, οκταπόδια στα κάρβουνα, χόρτα, ελιές και αρκετό κρασί. Επίσης την ημέρα αυτή πετούσαν τους χαρταετούς τους.
Τα ήθη και τα έθιμα του Αγίου Λαζάρου Στην Κύπρο
Η Κύπρος και Άγιος Λάζαρος είναι στενά συνδεδεμένοι. Σύμφωνα με τη παράδοση ο Άγιος Λάζαρος μετά την ανάσταση του από τους νεκρούς που έκανε ο Ιησούς, και μετά από τη σταύρωση του Χριστού, έφυγε από τη Βηθανία, και ήρθε στη Κύπρο, όπου έγινε τελικά ο πρώτος επίσκοπος Κιτίου, της πόλης που αποκαλείται σήμερα Λάρνακα.
Ο ερχομός του Αγίου Λαζάρου στο Κίτιο υποδεικνύεται από τις σχετικές τοπικές παραδόσεις και κυρίως, από την αρχαία και θαυμάσια βυζαντινή εκκλησία που κτίστηκε πάνω από τον τάφο του.
Αυτή η εκκλησία, είναι το σημαντικότερο μνημείο της Λάρνακας, και συγχρόνως, ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα στη Κύπρο. Η Λάρνακα έμελλε επίσης να γίνει η εγγενής πόλη του Λαζάρου, μια δεύτερη Βηθανία. Εδώ συναντήθηκε με τους αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα κατά το ιεραποστολικό ταξίδι τους στη Κύπρο και σύμφωνα με την παράδοση, ορίστηκε από αυτούς ως ο πρώτος επίσκοπος Κιτίου. Για αυτό όλοι οι επισκοπικοί θρόνοι στις εκκλησίες της Λάρνακας έχουν την εικόνα του Αγίου Λαζάρου αντί αυτή του Χριστού, όπως είναι η συνήθεια στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Εδώ έζησε για τριάντα χρόνια περισσότερο, και εδώ θάφτηκε για δεύτερη και τελευταία φορά.
Στον τάφο του ο Λεόντιος ο Σοφός, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, έκτισε τη θαυμάσια εκκλησία πρίν 1110 χρόνια, σε βυζαντινό ύφος, που βλέπουμε σήμερα. Για αντάλλαγμα, τα λείψανά του μεταφέθηκαν από τη Κύπρο στη Κωνσταντινούπολη το 898, αν και το 1972 τα ανθρώπινα οστά που ανακαλύφθηκαν κάτω από το Ιερό κατά τη διάρκεια των εργασιών ανακαίνισης της εκκλησίας στη Λάρνακα, προσδιορίστηκαν ως μέρος των λειψάνων του Αγίου.
Τα λείψανα κλάπηκαν από τη Κωνσταντινούπολη από τους σταυροφόρους και μεταφέρθηκαν στη Γαλλία το 1204 ως τμήμα της λείας του πολέμου από την τέταρτη σταυροφορία. Έτσι είναι πιθανώς που ο Άγιος κατέληξε να γίνει ο πρώτος επίσκοπος της Μασσαλίας αλλά εάν είναι έτσι, ήταν νεκρός και όχι ζωντανός όταν αυτό συνέβη. Η παραμονή του Αγίου Λαζάρου στη Λάρνακα συνδέεται με διάφορες παραδόσεις.Σύμφωνα με μια από αυτές, κατά τη διάρκεια των τριάντα χρόνων που έζησε μετά από την ανάσταση του, δεν χαμογέλασε ποτέ εκτός από μια περίπτωση, όταν είδε κάποιον να κλέβει μια πήλινη στάμνα, όπου είπε χαμαγελώντας: "ο πηλός κλέβει τον πηλό". Μια άλλη παράδοση σχετίζεται με τις ακυλές (αλμυρές λίμνες) που βρίσκονται στα περίχωρα της Λάρνακας. Σύμφωνα με αυτή, οι αλυκές ήταν στο παρελθόν ένας απέραντος αμπελώνας.
Μια μέρα ο Άγιος έτυχε να περάσει από εκεί, και όντας διψασμένος, ζήτησε από τον ιδιοκτήτη μερικά τσαμπιά σταφύλια για να αποσβέσει τη δίψα του, αλλά ο ιδιοκτήτης αρνήθηκε να του προσφέρει ούτε ένα, και όταν ο Άγιος του έδειξε ένα καλάθι που φαινόταν να ήταν γεμάτο σταφύλια, αυτός απάντησε ότι περιείχαν άλας. Τότε ο Άγιος, για να τιμωρήσει τη διαφθορά και την υποκρισία τέτοιων ανθρώπων, μετέτρεψε ως εκ θαύματος τον απέραντο αμπελώνα σε αλμυρή λίμνη.
Στους παλαιά χρόνια, υπήρξε στη Κύπρο, η ακόλουθη εορτή που σχετίζεται με την ανάσταση του Λαζάρου.
Η εορτή τελείτο ως εξής: Το βράδυ της παραμονής της εορτής του Αγίου Λαζάρου, ο ιερέας του χωριού, έπαιρνε 3-4 παιδιά, ιδίως μαθητές και τους μάθαινε να απαγγέλουν « το τραγούδι του Λαζάρου». Την επομένη, ημέρα της εορτής μετά τη θεία λειτουργία, πήγαινε μαζί με αυτά τα παιδιά σε όλα τα σπίτια του χωριού όπου έψαλλαν τον»Λάραζον». Μετά το τέλος του τραγουδιού, ο ιερέας έψαλλε μόνος το τροπάριο της ημέρας: «Την κοινήν ανάστασιν....». Για αμοιβή η οικοδέσποινα πρόσφερε 3-8 αυγά, και άν ήταν γυναίκα βοσκού, μια αναρή, ή ένα τυρί. Σε πολλά μεγάλα χωριά και πόλεις όπου υπάρχουν φοινικόδεντρα, έκοβαν κλαδιά και τα έμπλεκαν σε βαϊα όπου τα κοσμούσαν με λουλούδια. Αυτά τα κοσμημένα από λουλούδια βαϊα, τα κρατούσαν τα παιδιά και οι ιερείς κατά τη λειτουργία, αλλά και κατά τη περιφορά τους στο χωριό.
Πολλοί άλλοι και κυρίως μικρά παιδιά, πήγαιναν μόνοι στα σπίτια του χωριού χωρίς το ιερέα και έλεγαν τον «Λάζαρον» για να μαζέψουν αυγά και τυριά. Αυτός ο εορτασμός του Λαζάρου γινόταν στα χωριά. Στις πόλεις όμως ο εορτασμός ετελείτο ως εξής: Μια ομάδα από άνδρες κοσμούσαν το σώμα τους με ανθισμένα σιμιλλούδκια (σιμίλλια) και με λουλούδια που είναι γνωστά στη Κύπρο ως «λάζαροι» με τέτοιο τρόπο ώστε κανένα μέρος από τα ρούχα τους η τα γυμνά μέρη του σωματός τους να φαίνεται. Όταν η πομπή των ανδρών έφθανε έξω από σπίτι, ένας από αυτούς ξάπλωνε κατά γης με σταυρομένα τα πόδια και τα χέρια, υποκρινόμενος τον νεκρό Λάζαρο.
Οι άλλοι άνδρες της ομάδας έψαλαν το τραγούδι του Λάζαρου και όταν έφθαναν στο «Λάζαρε δεύρο έξελθε», αμέσως ο υποκρινόμενος τον Λάζαρον σηκώνονταν πάνω. Όταν τελείωνε όλο το τραγούδι, οι οικοδέσποινες τους έδιναν αυγά και αν ήταν πλούσιο το σπίτι, μερικά κέρματα. Την ομάδα παρακολουθούσε ένα πλύθος περίεργων και ιδίως παιδιά. Στις πόλεις η αναπαράσταση της ανάστασης του Λαζάρου γινόταν με τον ίδιο τρόπο και μέσα στις εκκλησίες. Όταν έλεγε ο ιερέας το Ευαγγέλιο και άφθανε στο «Λάζαρε δεύρο έξελθε», ο στολισμένος με λουλούδια υποκρινόμενος Λάζαρος σηκονόταν από το έδαφος μέσα στην εκκλησία. Όλοι οι πιστοί μαζί με τους ιερείς συμμετείχαν σε αυτή τη τελετουργία. Σήμερα τα έθιμα αυτά δεν τελούνται πλέον.
Λάζαρος
«'Αρχοντες Καλή μέρα σας
Καλή γιορτή απάνω σας.
Ήλθαν τα Βάγια ήλθασιν
Και του Λαζάρου έγερσις.
Τ’ 'Αγια Πάθη του Χριστού
Αξίως προσκυνήσωμεν
Και την Λαμπράν Ανάστασιν
Καλώς να την εφθάσωμεν».
Πάσχα με ιδιαιτερότητες
Στην Κύπρο αν και τα βασικά έθιμα του Πάσχα είναι παντού τα ίδια, υπάρχουν κάποιες ιδιαιτερότητες που τις συναντούμε σε κάθε επαρχία.
Στα χωριά της Κερύνειας
Τα μεγαλύτερα παιδιά πήγαιναν μια δυό μέρες πριν από το Σάββατο του Λαζάρου στην θάλασσα και έβγαζαν «πογιά». Η μπογιά είναι ένα είδος φυτών που φυτρώνουν στους βράχους που σκεπάζονται από την θάλασσα.
Τα φυτά αυτά έχουν την ιδιότητα να βγάζουν χυμό τέτοιο που να βάφουν τα αυγά σε χρώμα κόκκινο βαθύ. Εκεί λοιπόν που πήγαιναν να πουν το τραγούδι του Λαζάρου έπαιρναν μαζί τους απ’ αυτή την μπογιά κι έδιναν στη νοικοκυρά λίγη, για το βάψιμο των Λαμπριάτικων αυγών. Εκείνη τους έδινε αυγά ή χρήματα.
Σε άλλα χωριά μαζεύουν Λιζάρι ένα φυτό δηλαδή που η ρίζα του περιέχει βαθυκόκκινη χρωστική ουσία για το βάψιμο των αυγών.
Είναι με άλλα λόγια μια παρόμοια διαδικασία που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι των μη παραθαλάσσιων περιοχών που χρησιμοποιούν για το βάψιμο των αυγών διάφορα είδη φυτών.
Την Κυριακή των Βαΐων ή της Ελιάς όπως χαρακτηριστικά λέγεται η τελευταία Κυριακή πριν από το Πάσχα,σ υνηθίζεται να παίρνει ο κόσμος κλαδάκια ελιάς σε μικρά μικρά δέματα στην εκκλησία. Εκεί παραμένουν μέχρι την ημέρα της Αναλήψεως. Αγιάζονται έτσι τα κλαδιά της ελιάς και τα φύλλα χρησιμοποιούνται για το κάπνισμαν, έθιμο που ακόμα παραμένει σε πολλά σπίτια μέχρι σήμερα.
Σε χωριά της Μαραθάσας
Σε διάφορα χωριά της Μαραθάσας έφτιαχναν το εφταλοϊτικον φαϊν, δηλαδή φαγητό από εφτά νηστίσιμα είδη, μαζί και το λάδι που κατά τις υπόλοιπες μέρες της Αγίας Εβδομάδας, απαγορεύεται. (Το έθιμο αυτό θυμίζει τα πολυσπόρια των αρχαίων).
Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης που τελείται η Σταύρωση του Χριστού, λέγονται στις εκκλησίες τα 12 Ευαγγέλια. Κάτω από το αναλόγιο στο οποίο τοποθετείται το Ευαγγέλιο βάζουν μπουκάλες με νερό οι πιστοί, για να αγιαστεί. Το αγιασμένο αυτό νερό το πίνουν για το φθόνο, όταν έχουν πονοκέφαλο και για άλλες αρρώστιες. Το χρησιμοποιούν επίσης για να κάνουν προζύμι για το ζύμωμα των Πασχαλινών ψωμιών. Στο χωριό Ξυλιάτο τοποθετούνται σε καλάθια δύο μπουκάλες, μια με κρασί και μια με νερό και τα βάζουν κάτω από τα 12 Ευαγγέλια.
Το κρασί πίνεται «κατανήστικα» όταν κάποιος είναι άρρωστος και με το αγιασμένο νερό πλάθεται προζύμι που με αυτό ζυμώνουν τις φλαούνες.
Η Κότσιηνη Πέφτη
Στην Κύπρο είναι συνηθισμένη η φράση «Την Κότσιηνη Πέφτη». Η Μεγάλη Πέμπτη λέγεται και Κοτσιηνόπεφτη γιατί αυτή την μέρα βάφονταν τα κόκκινα αυγά. Το έθιμο αυτό μεταφέρθηκε σιγά-σιγά στο Μεγάλο Σάββατο.
Στη Κύπρο η παράδοση λέει ότι τα κόκκινα αυγά βάφτηκαν έτσι από το αίμα του Χριστού που έσταξε από το μέτωπο του όταν του φόρεσαν το ακάνθινο στεφάνι.
Βέβαια το αυγό είναι σύμβολο της ζωής και στην περίπτωση της Ανάστασης συμβολίζει τη νέα ζωή, δηλαδή την ανάσταση εκ των νεκρών του Χριστού.
Και το τσούγκρισμα συμβολίζει την έξοδο της ζωής από αυτά μετά το σπάσιμο τους.
Παλαιότερα στην Κύπρο κατά την Μεγάλη Πέμπτη δεν εργάζονταν οι σιδηρουργοί γιατί από τους επαγγελματίες αυτούς είχε ζητήσει όπως επιστεύετο ο Πιλάτος τρία καρφιά για την Σταύρωση και αυτοί όχι μόνον τα έφτιαξαν, αλλά είχαν φτιάξει και περισσότερα.
Στην επαρχία Λεμεσού
Ένα άλλο έθιμο της Μεγάλης Πέμπτης σε μερικά χωριά της επαρχίας Λεμεσού, όπως στην Πάχνα, το Βουνί, το Κοιλάνι, το Πέρα – Πεδί , τα Μανδριά, την Κουκά, την Τριμίκλινη κ.α είναι το ζύμωμα των πατροπαράδοτων αρκατένων.
Τα αρκατένα είναι παξιμάδια που σαν βάση έχουν τον αρκάτη, ειδικό προζύμι δηλαδή που βγαίνει απο ρεβίθια. Δεν μπορούσε να νοηθεί Πάσχα στα χωριά αυτά χωρίς «παξιμαδκιές» όπως κοινά λεγόντουσαν.
Μεγάλη Παρασκευή
Τη Μεγάλη Παρασκευή στολίζεται με λουλούδια ο Επιτάφιος.
Το στόλισμα του Επιταφίου και γενικά η όλη τελετή θυμίζει την αρχαία γιορτή των Κυπρίων τα Αδώνια, στην οποία απαντώνται και άλλα στοιχεία της χριστιανικής θρησκείας, όπως λ.χ. η Ανάσταση του Λαζάρου.
Οι κάτοικοι των ορεινών χωριών συνηθίζουν να παίρνουν στον επιτάφιο τα γνωστά αγριολούλουδα που μοιάζουν πολύ με τη λεβάντα , τις μυροφόρες. Και τις θεωρούν απαραίτητες για το στόλισμα του Επιταφίου, ίσως προς ανάμνηση των Μυροφόρων, αλλά και για το γλυκύ, λεπτό άρωμα τους.
Πολύ βασικό αρωματικό φυτό της Κύπρου στο στόλισμα του Επιταφίου ήταν η μυρσίνη, η μερσινιά όπως τη λέει ο λαός. Αποτελούσε τη βάση, τον κορμό του στολισμού, πάνω στον οποίο στήριζαν τα υπόλοιπα λουλούδια.
Το βράδυ οι εκκλησίες πλημμυρίζουν απο κόσμο. Οι εικόνες είναι σκεπασμένες με μαύρο ύφασμα πενθώντας για το θείο δράμα. Σε μερικές εκκλησίες γυναίκες ξενυχτούν κοντά στον Επιτάφιο, ξενυχτούν δηλαδή τον νεκρό Ιησού, όπως συνηθίζεται να ξενυκτάται ο κάθε νεκρός.
Μετά το τέλος της λειτουργίας κάποιος από το εκκλησίασμα στέκει είτε μέσα στην εκκλησία είτε στο προαύλιο και τραγουδά τον Θρήνο της Παναγίας.
Το Μεγάλο Σάββατο
Το Μ. Σάββατο αρχίζουν από νωρίς οι προετοιμασίες για την Ανάσταση.
Πρώτο μέλημα το μάζεμα των ξύλων για το άναμμα της φωτιάς, «της Λαμπρατζιάς» στην αυλή της εκκλησίας. Κι εδώ συναγωνισμός για το ποιός θα φέρει το πιο μεγάλο ξύλο «τον κούζαλο» γιατί η μεγάλη φωτιά πρέπει να διαρκέσει μέχρι πρωίας.
Ήταν ο μόνος τρόπος για να ζεσταίνονται οι πιστοί αφού η λειτουργία γίνεται τα μεσάνυκτα, όταν το κρύο βρίσκεται στο κατακόρυφο.
Γύρω στα μεσάνυχτα θα κτυπήσουν οι καμπάνες χαρμόσυνα για τον «Καλό Λόγο».
Με το «Δεύτε λάβετε φώς...» όλοι θα ανάψουν τις λαμπάδες από το Άγιο Φώς και θα ακολουθήσει η λιτανεία γύρω από την εκκλησία. Ο παπάς θα διαβάσει το Ευαγγέλιο της Ανάστασης και θα πει το «Χριστός Ανέστη...».
Η Δεύτερη Ανάσταση
Η Δεύτερη Ανάσταση θα γίνει το απόγευμα της Κυριακής. Σε πολλούς τόπους ξεκινά στις 11 το πρωί λέγεται δε και Λειτουργία της Αγάπης. Το Ευαγγέλιο διαβάζεται σε πολλές γλώσσες και η λειτουργία δίνει την ευκαιρία της συμφιλίωσης και της αδελφοσύνης.
Συνοδευτικά Έθιμα του Εσπερινού είναι η λιτανεία των Εικόνων και ο χορός.
Το κάψιμο του Ιούδα
Τη γιορτή του απογεύματος κλείνει συνήθως το κάψιμο του Ιούδα, έθιμο σχεδόν Πανελλήνιο.
Στη Κύπρο τα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας έφτιαχναν το είδωλο του Ιούδα σατιρίζοντας τους ξένους και τον έντυναν σαν σύγχρονο της εποχής Άγγλο με το ημίψηλο καπέλο και το μπαστούνι του.
Τα παιχνίδια της Λαμπρής και άλλα
Στη Κύπρο η «λιτή» της Ανάστασης γίνεται την Κυριακή στις 11 το πρωί μετά τη Θεία Λειτουργία.
Μικροί, μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες ετοιμάζονται για τα «Λαμπριάτικα παιχνίδια» που φτάσανε στις μέρες μας ακόμα και από τα αρχαία χρόνια, κρατώντας τη παράδοση κόντρα στο χρόνο. Ένα από αυτά «οι Σούσες», ή «Κούνιες» έχει τη ρίζα του στην Αρχαία Αθήνα.
Τα παιχνίδια της Λαμπρής θα συνεχίσουν με μεγαλύτερη συμμετοχή όλο το απόγευμα.
Άλλα καθαρά αγωνιστικά και άλλα διασκεδαστικά. Από τα διασκεδαστικά κυρίαρχη θέση είχε το Διτζίμιν. Εκεί οι άνδρες δοκίμαζαν τη δύναμή τους. Το Διτζίμιν που η ονομασία του προέρχεται σίγουρα από το ρήμα Δοκιμάζω, ήταν μια μεγάλη πέτρα που δεν είχε εύκολο πιάσιμο λόγω όγκου, σχήματος αλλά και βάρους.
Περίμενε λοιπόν να αναδείξει τον δυνατότερο του χωριού ο οποίος θα ήταν εκείνος που θα το σήκωνε πιο ψηλά από όλους.
Άλλα αγωνιστικά παιχνίδια ήσαν τα τριάππιδκια, το σιοινίν, οι σακουλοδρομίες και οι γαϊδουροδρομίες που άφηναν πολύ γέλιο.
Από τα διασκεδαστικά παιχνίδια πιο γνωστά τα αυκά αυκά γοράζω τα, η συτζιά , Δκυό νάβρω τρείς να μέν έβρω, η Βασιλιτζιά, ο Ζίζιρος, και άλλα.
Μερικά από τα παιχνίδια , αγωνίσματα και έθιμα που αναφέραμε πιο πάνω, σε διάφορα χωριά γίνονταν την Δευτέρα ή και την Τρίτη αντί της Κυριακής του Πάσχα.
Στο χωριό Κάρμι της Κερύνειας τη Δευτέρα της Λαμπρής τα καφενεία άνοιγαν από τις συζύγους των καφετζήδων και λειτουργούσαν μόνο για γυναίκες. Οι άντρες συγκεντρώνονταν σε παρεκκλήσι έξω από το χωριό, στην Παναγία Τριμιθκιώτισσα, κοντά στο χωριό Τριμίθι όπου γινόταν πανηγύρι.
Στα Λειβάδια της Πιτσιλιάς την Τρίτη της Λαμπρής περιέφεραν από σπίτι σε σπίτι την τοπική Αγία Αρακλειτούν. Στον Αγρό, την Τρίτη τα χαράματα , συγκεντρώνονταν οι κάτοικοι και σχημάτιζαν πομπή μαζί με τους ιερείς , τα εξαπτέρυγα, την εικόνα της Παναγίας και άλλα σύμβολα, και πήγαιναν στο ξωκκλήσι της Παναγίας με την ανατολή του ήλιου, οπόταν γινόταν η λειτουργία.
Στο χωριό Λαγουδερά η λιτανεία γίνεται την Τρίτη σε ένα ύψωμα κοντά στην Παναγία του Άρακα που λέγεται Τρουλλίν.
Στον Άγιο Αθανάσιο της Λεμεσού την Τρίτη της Λαμπρής διάφορα άτομα ανέβαιναν με τη σειρά σε μια καρέκλα και σατίριζαν διάφορα γεγονότα που τους είχαν συμβεί στον χρόνο που πέρασε απο το προηγούμενο Πάσχα.
Στην Κύπρο αν και τα βασικά έθιμα του Πάσχα είναι παντού τα ίδια, υπάρχουν κάποιες ιδιαιτερότητες που τις συναντούμε σε κάθε επαρχία.
Στα χωριά της Κερύνειας
Τα μεγαλύτερα παιδιά πήγαιναν μια δυό μέρες πριν από το Σάββατο του Λαζάρου στην θάλασσα και έβγαζαν «πογιά». Η μπογιά είναι ένα είδος φυτών που φυτρώνουν στους βράχους που σκεπάζονται από την θάλασσα.
Τα φυτά αυτά έχουν την ιδιότητα να βγάζουν χυμό τέτοιο που να βάφουν τα αυγά σε χρώμα κόκκινο βαθύ. Εκεί λοιπόν που πήγαιναν να πουν το τραγούδι του Λαζάρου έπαιρναν μαζί τους απ’ αυτή την μπογιά κι έδιναν στη νοικοκυρά λίγη, για το βάψιμο των Λαμπριάτικων αυγών. Εκείνη τους έδινε αυγά ή χρήματα.
Σε άλλα χωριά μαζεύουν Λιζάρι ένα φυτό δηλαδή που η ρίζα του περιέχει βαθυκόκκινη χρωστική ουσία για το βάψιμο των αυγών.
Είναι με άλλα λόγια μια παρόμοια διαδικασία που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι των μη παραθαλάσσιων περιοχών που χρησιμοποιούν για το βάψιμο των αυγών διάφορα είδη φυτών.
Την Κυριακή των Βαΐων ή της Ελιάς όπως χαρακτηριστικά λέγεται η τελευταία Κυριακή πριν από το Πάσχα,σ υνηθίζεται να παίρνει ο κόσμος κλαδάκια ελιάς σε μικρά μικρά δέματα στην εκκλησία. Εκεί παραμένουν μέχρι την ημέρα της Αναλήψεως. Αγιάζονται έτσι τα κλαδιά της ελιάς και τα φύλλα χρησιμοποιούνται για το κάπνισμαν, έθιμο που ακόμα παραμένει σε πολλά σπίτια μέχρι σήμερα.
Σε χωριά της Μαραθάσας
Σε διάφορα χωριά της Μαραθάσας έφτιαχναν το εφταλοϊτικον φαϊν, δηλαδή φαγητό από εφτά νηστίσιμα είδη, μαζί και το λάδι που κατά τις υπόλοιπες μέρες της Αγίας Εβδομάδας, απαγορεύεται. (Το έθιμο αυτό θυμίζει τα πολυσπόρια των αρχαίων).
Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης που τελείται η Σταύρωση του Χριστού, λέγονται στις εκκλησίες τα 12 Ευαγγέλια. Κάτω από το αναλόγιο στο οποίο τοποθετείται το Ευαγγέλιο βάζουν μπουκάλες με νερό οι πιστοί, για να αγιαστεί. Το αγιασμένο αυτό νερό το πίνουν για το φθόνο, όταν έχουν πονοκέφαλο και για άλλες αρρώστιες. Το χρησιμοποιούν επίσης για να κάνουν προζύμι για το ζύμωμα των Πασχαλινών ψωμιών. Στο χωριό Ξυλιάτο τοποθετούνται σε καλάθια δύο μπουκάλες, μια με κρασί και μια με νερό και τα βάζουν κάτω από τα 12 Ευαγγέλια.
Το κρασί πίνεται «κατανήστικα» όταν κάποιος είναι άρρωστος και με το αγιασμένο νερό πλάθεται προζύμι που με αυτό ζυμώνουν τις φλαούνες.
Η Κότσιηνη Πέφτη
Στην Κύπρο είναι συνηθισμένη η φράση «Την Κότσιηνη Πέφτη». Η Μεγάλη Πέμπτη λέγεται και Κοτσιηνόπεφτη γιατί αυτή την μέρα βάφονταν τα κόκκινα αυγά. Το έθιμο αυτό μεταφέρθηκε σιγά-σιγά στο Μεγάλο Σάββατο.
Στη Κύπρο η παράδοση λέει ότι τα κόκκινα αυγά βάφτηκαν έτσι από το αίμα του Χριστού που έσταξε από το μέτωπο του όταν του φόρεσαν το ακάνθινο στεφάνι.
Βέβαια το αυγό είναι σύμβολο της ζωής και στην περίπτωση της Ανάστασης συμβολίζει τη νέα ζωή, δηλαδή την ανάσταση εκ των νεκρών του Χριστού.
Και το τσούγκρισμα συμβολίζει την έξοδο της ζωής από αυτά μετά το σπάσιμο τους.
Παλαιότερα στην Κύπρο κατά την Μεγάλη Πέμπτη δεν εργάζονταν οι σιδηρουργοί γιατί από τους επαγγελματίες αυτούς είχε ζητήσει όπως επιστεύετο ο Πιλάτος τρία καρφιά για την Σταύρωση και αυτοί όχι μόνον τα έφτιαξαν, αλλά είχαν φτιάξει και περισσότερα.
Στην επαρχία Λεμεσού
Ένα άλλο έθιμο της Μεγάλης Πέμπτης σε μερικά χωριά της επαρχίας Λεμεσού, όπως στην Πάχνα, το Βουνί, το Κοιλάνι, το Πέρα – Πεδί , τα Μανδριά, την Κουκά, την Τριμίκλινη κ.α είναι το ζύμωμα των πατροπαράδοτων αρκατένων.
Τα αρκατένα είναι παξιμάδια που σαν βάση έχουν τον αρκάτη, ειδικό προζύμι δηλαδή που βγαίνει απο ρεβίθια. Δεν μπορούσε να νοηθεί Πάσχα στα χωριά αυτά χωρίς «παξιμαδκιές» όπως κοινά λεγόντουσαν.
Μεγάλη Παρασκευή
Τη Μεγάλη Παρασκευή στολίζεται με λουλούδια ο Επιτάφιος.
Το στόλισμα του Επιταφίου και γενικά η όλη τελετή θυμίζει την αρχαία γιορτή των Κυπρίων τα Αδώνια, στην οποία απαντώνται και άλλα στοιχεία της χριστιανικής θρησκείας, όπως λ.χ. η Ανάσταση του Λαζάρου.
Οι κάτοικοι των ορεινών χωριών συνηθίζουν να παίρνουν στον επιτάφιο τα γνωστά αγριολούλουδα που μοιάζουν πολύ με τη λεβάντα , τις μυροφόρες. Και τις θεωρούν απαραίτητες για το στόλισμα του Επιταφίου, ίσως προς ανάμνηση των Μυροφόρων, αλλά και για το γλυκύ, λεπτό άρωμα τους.
Πολύ βασικό αρωματικό φυτό της Κύπρου στο στόλισμα του Επιταφίου ήταν η μυρσίνη, η μερσινιά όπως τη λέει ο λαός. Αποτελούσε τη βάση, τον κορμό του στολισμού, πάνω στον οποίο στήριζαν τα υπόλοιπα λουλούδια.
Το βράδυ οι εκκλησίες πλημμυρίζουν απο κόσμο. Οι εικόνες είναι σκεπασμένες με μαύρο ύφασμα πενθώντας για το θείο δράμα. Σε μερικές εκκλησίες γυναίκες ξενυχτούν κοντά στον Επιτάφιο, ξενυχτούν δηλαδή τον νεκρό Ιησού, όπως συνηθίζεται να ξενυκτάται ο κάθε νεκρός.
Μετά το τέλος της λειτουργίας κάποιος από το εκκλησίασμα στέκει είτε μέσα στην εκκλησία είτε στο προαύλιο και τραγουδά τον Θρήνο της Παναγίας.
Το Μεγάλο Σάββατο
Το Μ. Σάββατο αρχίζουν από νωρίς οι προετοιμασίες για την Ανάσταση.
Πρώτο μέλημα το μάζεμα των ξύλων για το άναμμα της φωτιάς, «της Λαμπρατζιάς» στην αυλή της εκκλησίας. Κι εδώ συναγωνισμός για το ποιός θα φέρει το πιο μεγάλο ξύλο «τον κούζαλο» γιατί η μεγάλη φωτιά πρέπει να διαρκέσει μέχρι πρωίας.
Ήταν ο μόνος τρόπος για να ζεσταίνονται οι πιστοί αφού η λειτουργία γίνεται τα μεσάνυκτα, όταν το κρύο βρίσκεται στο κατακόρυφο.
Γύρω στα μεσάνυχτα θα κτυπήσουν οι καμπάνες χαρμόσυνα για τον «Καλό Λόγο».
Με το «Δεύτε λάβετε φώς...» όλοι θα ανάψουν τις λαμπάδες από το Άγιο Φώς και θα ακολουθήσει η λιτανεία γύρω από την εκκλησία. Ο παπάς θα διαβάσει το Ευαγγέλιο της Ανάστασης και θα πει το «Χριστός Ανέστη...».
Η Δεύτερη Ανάσταση
Η Δεύτερη Ανάσταση θα γίνει το απόγευμα της Κυριακής. Σε πολλούς τόπους ξεκινά στις 11 το πρωί λέγεται δε και Λειτουργία της Αγάπης. Το Ευαγγέλιο διαβάζεται σε πολλές γλώσσες και η λειτουργία δίνει την ευκαιρία της συμφιλίωσης και της αδελφοσύνης.
Συνοδευτικά Έθιμα του Εσπερινού είναι η λιτανεία των Εικόνων και ο χορός.
Το κάψιμο του Ιούδα
Τη γιορτή του απογεύματος κλείνει συνήθως το κάψιμο του Ιούδα, έθιμο σχεδόν Πανελλήνιο.
Στη Κύπρο τα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας έφτιαχναν το είδωλο του Ιούδα σατιρίζοντας τους ξένους και τον έντυναν σαν σύγχρονο της εποχής Άγγλο με το ημίψηλο καπέλο και το μπαστούνι του.
Τα παιχνίδια της Λαμπρής και άλλα
Στη Κύπρο η «λιτή» της Ανάστασης γίνεται την Κυριακή στις 11 το πρωί μετά τη Θεία Λειτουργία.
Μικροί, μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες ετοιμάζονται για τα «Λαμπριάτικα παιχνίδια» που φτάσανε στις μέρες μας ακόμα και από τα αρχαία χρόνια, κρατώντας τη παράδοση κόντρα στο χρόνο. Ένα από αυτά «οι Σούσες», ή «Κούνιες» έχει τη ρίζα του στην Αρχαία Αθήνα.
Τα παιχνίδια της Λαμπρής θα συνεχίσουν με μεγαλύτερη συμμετοχή όλο το απόγευμα.
Άλλα καθαρά αγωνιστικά και άλλα διασκεδαστικά. Από τα διασκεδαστικά κυρίαρχη θέση είχε το Διτζίμιν. Εκεί οι άνδρες δοκίμαζαν τη δύναμή τους. Το Διτζίμιν που η ονομασία του προέρχεται σίγουρα από το ρήμα Δοκιμάζω, ήταν μια μεγάλη πέτρα που δεν είχε εύκολο πιάσιμο λόγω όγκου, σχήματος αλλά και βάρους.
Περίμενε λοιπόν να αναδείξει τον δυνατότερο του χωριού ο οποίος θα ήταν εκείνος που θα το σήκωνε πιο ψηλά από όλους.
Άλλα αγωνιστικά παιχνίδια ήσαν τα τριάππιδκια, το σιοινίν, οι σακουλοδρομίες και οι γαϊδουροδρομίες που άφηναν πολύ γέλιο.
Από τα διασκεδαστικά παιχνίδια πιο γνωστά τα αυκά αυκά γοράζω τα, η συτζιά , Δκυό νάβρω τρείς να μέν έβρω, η Βασιλιτζιά, ο Ζίζιρος, και άλλα.
Μερικά από τα παιχνίδια , αγωνίσματα και έθιμα που αναφέραμε πιο πάνω, σε διάφορα χωριά γίνονταν την Δευτέρα ή και την Τρίτη αντί της Κυριακής του Πάσχα.
Στο χωριό Κάρμι της Κερύνειας τη Δευτέρα της Λαμπρής τα καφενεία άνοιγαν από τις συζύγους των καφετζήδων και λειτουργούσαν μόνο για γυναίκες. Οι άντρες συγκεντρώνονταν σε παρεκκλήσι έξω από το χωριό, στην Παναγία Τριμιθκιώτισσα, κοντά στο χωριό Τριμίθι όπου γινόταν πανηγύρι.
Στα Λειβάδια της Πιτσιλιάς την Τρίτη της Λαμπρής περιέφεραν από σπίτι σε σπίτι την τοπική Αγία Αρακλειτούν. Στον Αγρό, την Τρίτη τα χαράματα , συγκεντρώνονταν οι κάτοικοι και σχημάτιζαν πομπή μαζί με τους ιερείς , τα εξαπτέρυγα, την εικόνα της Παναγίας και άλλα σύμβολα, και πήγαιναν στο ξωκκλήσι της Παναγίας με την ανατολή του ήλιου, οπόταν γινόταν η λειτουργία.
Στο χωριό Λαγουδερά η λιτανεία γίνεται την Τρίτη σε ένα ύψωμα κοντά στην Παναγία του Άρακα που λέγεται Τρουλλίν.
Στον Άγιο Αθανάσιο της Λεμεσού την Τρίτη της Λαμπρής διάφορα άτομα ανέβαιναν με τη σειρά σε μια καρέκλα και σατίριζαν διάφορα γεγονότα που τους είχαν συμβεί στον χρόνο που πέρασε απο το προηγούμενο Πάσχα.
Θράκη
ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ
Ο ΧΑΛΒΑΣ
Την τελευταία Κυριακή της αποκριάς, την Τυρινή το βράδυ μετά το φαγητό, ο πατέρας κρεμάει μια κουλούρα χαλβά με μια κλωστή από το ταβάνι του δωματίου. Και ενώ η οικογένεια όλη κάθεται γύρω από το τραπέζι, τα παιδιά έχοντας δεμένα τα χέρια πίσω στη ράχη, προσπαθούν να πιάσουν με το στόμα το χαλβά που γυρίζει πάνω από τα κεφάλια τους. Γίνεται συναγωνισμός μεγάλος. Τα παιδιά πηδούν, ξεφωνίζουν την ώρα που πάνε να τον πιάσουν και τους ξεφεύγει την τελευταία στιγμή και με τα καμώματά τους αυτά σκορπούν το γέλιο ολόγυρά τους.
Με τα πολλά κάποιο από τα παιδιά, το πιο σβέλτο, αρπάζει το χαλβά και τον τρώει. Γιατί ο όρος του παιχνιδιού είναι ρητός. Όποιος πιάσει την κουλούρα χωρίς ζαβολιές, είναι δική του.
Μετά απ' αυτό, ανάβουν τη κλωστή που εξακολουθεί να κρέμεται από το ταβάνι χωρίς την κουλούρα. Αν η φωτιά ανέβει καίοντας την κλωστή ίσαμε το ταβάνι, σημαίνει πως η χρονιά θα πάει καλά.
Το αποκριάτικο τούτο έθιμο, το συναντάει κανείς στην Ορεστιάδα και σε πολλά χωριά της Θράκης.
Η ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ
Στη Ν. Βύσσα, ένα από τα μεγαλύτερα και πλουσιότερα χωριά του Νομού Έβρου, όπου οι άντρες φημίζονται για την παλικαριά τους, που καμιά φορά δεν καταφέρνουν να χαλιναγωγήσουν, με αποτέλεσμα να τους παρασέρνει σε πράξεις βίας για τις οποίες αργότερα μετανοούν, τηρείται το έθιμο της συγχώρεσης ανάμεσα στους άντρες.
Την τελευταία Κυριακή της αποκριάς, οι άντρες πάνε στον εσπερινό και συγχωρνιένται μεταξύ τους.
Άμα τελειώσει ο εσπερινός, ο παπάς βγαίνει μπροστά στην Ωραία Πύλη και περιμένει.
Τότε, ο γεροντότερος από όλους πάει, φιλάει το χέρι του παπά, συγχωρνιέται μαζί του και μετά πάει και στέκεται δίπλα του στα δεξιά.
Ύστερα, έρχεται ο επόμενος γέρος που είναι στην ηλικία μικρότερος από τον πρώτο, φιλάει το χέρι του παπά φιλάει και του πρώτου γέρου και στέκεται κι αυτός λίγο πιο πέρα.
Ακολουθεί η σειρά του τρίτου και μικρότερου από του δευτέρου, η σειρά του τέταρτου κ.ο.κ.
Έτσι, με τον τρόπο αυτό, περνούν μπροστά από τη σειρά που σχηματίστηκε σιγά-σιγά, όλοι οι άντρες που βρίσκονται στην εκκλησία και συγχωρνιένται.
ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΜΕ ΓΕΙΑ
Στο Αμόριο, την τελευταία Κυριακή της αποκριάς σε κάθε. Σπίτι, μαζεύεται το βράδυ όλη η οικογένεια και αποκρεύει. Τρώει δηλαδή τα τελευταία αρτυμένα φαγητά, γιατί την επαύριο θ' αρχίσει η νηστεία.
Μετά το φαγητό, αρχίζουν οι επισκέψεις ανάμεσα στους συγγενείς και τους γείτονες. Σκοπός τους είναι να συγχωρεθούν μεταξύ τους και να προετοιμαστούν (ψυχικά με τη μετάνοια και σωματικά με τη νηστεία, που θ' ακολουθήσει), να δεχτούν την Ανάσταση του Χριστού.
Για το σκοπό αυτό, τα πιο νεαρά άτομα της οικογένειας, παίρνουν ένα μπουκάλι κρασί και πηγαίνουν στον παππού και στη γιαγιά (αν φυσικά μένουν χωριστά). Τους φιλούν το χέρι, τους δίνουν να πιούν από το κρασί που έφεραν μαζί τους και φεύγουν για το σπίτι του νουνού.
Εκεί τους περιμένουν με στρωμένο το σινί (τραπέζι χαμηλό) κι απάνω ένα μπουκάλι με κρασί.
Σα φτάσουν τ' αναδεξίμια, ακουμπούν το δικό τους μπουκάλι με το κρασί πλάι στου νουνού και κάθονται στα χαμηλά μαξιλάρια γύρω από το τραπέζι. Και αφού φάνε και πιούν όλοι τους και από τα δυο μπουκάλια, σηκώνονται, δίνουν τα χέρια, σταυρώνουν τα κεφάλια τους τρεις φορές, έτσι που ν' αγγίζουν τα μάγουλά τους και λένε: Πασχαλιά με γεια. Συγχωρεμένοι.
Ύστερα καληνυχτίζουν και φεύγουν για κάποιο άλλο σπίτι συγγενικό ή φιλικό, να κάνουν κι εκεί πασχαλιά με γεια. Κι αυτό ίσαμε να συγχωρεθούν όλοι μεταξύ τους.
ΤΑ ΚΕΡΑΣΜΑΤΑ
Την αποκριά (Κυριακή απόγεμα), οι αρραβωνιασμένες στολίζονται, χτενίζονται και βγαίνουν στο μεσοχώρι.
Εκεί οι συγγενείς του γαμπρού τις προσφέρουν διάφορα δώρα. Τις κερνούν, όπως λένε στο χωριό. Η πεθερά της αρραβωνιασμένης και ο συγγένισσες του γαμπρού, στήνονται η μια δίπλα στην άλλη με τα δώρα στα χέρια. Τότε η νύφη περνάει μπροστά από την υποψήφια δωρήτρια, της φιλάει το χέρι, παίρνει το δώρο που συνοδεύεται συχνά και με λεφτά και μετά στέκεται μπρος στην επόμενη ίσαμε να τη δωρίσουν όλες.
Το δώρο που τις πιο πολλές φορές είναι φουστάνι, κάλτσες, κεφαλομάντηλο ή κάτι σχετικό, η δωρήτρια το καρφιτσώνει στον ώμο της νύφης. Τα μεγαλύτερα και ακριβότερα δώρα προσφέρονται από τους κοντινούς συγγενείς. Πάει να πει, από την πεθερά, τις αντραδέρφες, τις θείες και τις πρώτες ξαδέρφες του γαμπρού.
Το κέρασμα γίνεται μπροστά στο πλήθος που συνήθως το αποτελούν γυναίκες, οι όποιες περίεργες όπως είναι συνωστίζονται να δουν τα δώρα κι αν είναι πλούσια και ακριβά να θαυμάσουν και να καλοτυχίσουν την κοπέλα, να κουτσομπολέψουν δε και να επαινέσουν τους δωρητές αν τα δώρα τους είναι ακριβά.
ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΕΣ ΦΩΤΙΕΣ
Στην Ορεστιάδα, την τελευταία Κυριακή της αποκριάς, ανάβανε φωτιές στην πλατεία και μαζεύονταν όλοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά και τις πηδούσαν. Καθώς τις πηδούσαν έλεγαν: «Ψύλλοι και κοριοί στου παπά τα γένια».
Κατόπι, στήνανε χορό και χορεύανε με την ψυχή τους. Μάλιστα, τη μέρα κείνη επιτρέπονταν ο χορός και στους Ιερωμένους. Έτσι πλάι στους γέροντες πιανόταν κι ο παπάς κι έσερνε το χορό για το καλό του χρόνου.
Με το ομαδικό αυτό γλεντοκόπι, οι χριστιανοί σφράγιζαν την περίοδο των αποκριάτικων χορών, που μέχρι τη μέρα εκείνη έπαιρναν και έδιναν. Πετούσαν πέρα τη μάσκα της ευθυμίας και φορούσαν την άλλη, της περισυλλογής και της έγνοιας.
Ο χρόνος που θ' ακολουθούσε ίσαμε το Πάσχα, θα ήταν απαλλαγμένος από κάθε ψυχαγωγική εκδήλωση. Θα ήταν χρόνος εξαγνισμού και ψυχικής ανάτασης.
Μετά το χορό μπαίνουν όλοι στην εκκλησιά, παρακολουθούν με ευλάβεια τον εσπερινό και συγχωρνιένται μεταξύ τους. Οι μικρότεροι ζητούν συγνώμη από τους γεροντότερους και όλοι μαζί από τον παπά.
Έτσι, αφού πάρουν συγχώρηση γυρίζουν στα σπίτια τους. Έχουν κάνει κιόλας το πρώτο βήμα για να δεχτούν την ανάσταση του Χριστού.
Βέβαια θα χρειαστεί να κάνουν κι άλλα βήματα, ίσως πιο δύσκολα. Όμως θα τα καταφέρουν.
Στο Διδυμότειχο την τελευταία Κυριακή της αποκριάς, την τυρινή το βράδυ, κάθονταν στο τραπέζι το αποκριάτικο όλα τα μέλη της οικογένειας και απόκρεβαν.
Μετά το φαγητό βράζανε από ένα αυγό και μ' αυτό βουλώνανε το στόμα τους. Ήταν το τελευταίο αρτύσιμο φαγητό που τρώγανε. Από την άλλη μέρα, Καθαρή Δευτέρα και μέχρι το Πάσχα, θα κρατούσαν σαρακοστή και δε θα τρώγανε πια αρτυμή.
Και σαν έφτανε η Πασχαλιά ξεβουλώνανε το στόμα τους πάλι με αυγό. Τρώγανε το πασχαλινό αυγό ανοίγοντας δρόμο στα αρτύσιμα φαγητά, μαγειρίτσα, γκιουβέτσι στο φούρνο κ.ά.
ΤΟ ΤΡΙΗΜΕΡΟ
Την Καθαρή Δευτέρα μερικά κορίτσια, μπορεί και παντρεμένες γυναίκες, παίρνουν την ηρωική απόφαση να κρατήσουν «τρήμερο».
Το τρήμερο είναι μια τριήμερη νηστεία και για να την κρατήσεις ίσαμε το τέλος, χρειάζεται, πίστη και θέληση μεγάλη. Γι' αυτό, προτού αποφασίσουν αυτές που είναι να νηστέψουν, πρέπει να το σκεφτούν καλά.
Πόσες και πόσες δεν ξεκίνησαν μ' ενθουσιασμό και πίστη πως θα τα βγάλουν πέρα! Όμως δεν τα κατάφεραν να φτάσουν ίσαμε το τέλος. Η πείνα λύγισε τη θέλησή τους, έσπασε την αντοχή τους και τα παράτησαν στη μέση.
Όλο το διάστημα της νηστείας, αυτές που κρατάνε το τρήμερο την περνάνε με λίγο νερό μονάχα. Δεν πρέπει να βάλουν μπουκιά στο στόμα τους, κι ας τις θερίζει η πείνα τα σωθικά τους. Γι' αυτό όπως είπαμε πιο πάνω, χρειάζεται μεγάλη δύναμη για να κρατήσεις.
Όμως, όταν με το καλό περάσουν οι τρεις αυτές ατέλειωτες μέρες, η ικανοποίηση που νιώθουν αυτές που τερμάτισαν, για το κατόρθωμά τους, είναι πολύ μεγάλη. Χώρια που ο' όλο το χωριό μιλούν γι' αυτές με αληθινό θαυμασμό.
-Καλέ το μάθατε; Η τάδε κράτησε τρήμερο! λένε στις κουβέντες τους οι γυναίκες του χωριού.
-Μπράβο της, αποκρίνουνται άλλες.
Μετά τη λήξη της νηστείας, αυτές που κράτησαν, μοιράζουν χουσιάφι (κομπόστα) με γυρίκια στις φίλες τους και στις γνωστές τους, που τα συνοδεύουν με κουλίκια (κουλουράκια) ζυμωμένα στο σπίτι.
ΝΤΟΥΒΕΝΤΑ
Μετά την Κυριακή της αποκριάς αρχίζει η σαρακοστή. Ό,τι αρτύσιμο φαγητό περίσσεψε από την Κυριακή το δίνουν στις γύφτισσες ή το πετάνε. Κι από την Καθαρή Δευτέρα αρχίζει η νηστεία. Έτσι τουλάχιστον γινόταν παλιά. Σταματούν τα γλέντια και οι χοροί σε ανοιχτούς ή κλειστούς χώρους. Αυτό κοστίζει περισσότερο στους νέους που έχουν την κίνηση μέσα στο αίμα τους. Πάνε λοιπόν οι χαρές και τα γλέντια, τα φαγοπότια και τα ξεφαντώματα. Αρχίζει η υλική στέρηση που χρειάζεται χρόνος για να τη συνηθίσει κανείς. Ωστόσο είναι άσκηση εγκράτειας και πειθαρχία ψυχής και σώματος. Στην άσκηση αυτή πειθαρχούν κυρίως οι ηλικιωμένοι. Για τους νέους όμως δεν είναι το ίδιο. Έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος που να ικανοποιεί αυτή την ανάγκη για κίνηση, για χορό. Έτσι επινόησαν ένα είδος χορού που δεν είναι χορός φαινομενικά, αλλά στην ουσία είναι χορός, γιατί συνοδεύεται από τραγούδι, χωρίς οργανοπαίχτες βέβαια. Με τον τρόπο αυτό οι νέοι εκτονώνονται ικανοποιώντας την ανάγκη για κίνηση. Ο χορός αυτός είναι η «ντουβέντα».
Οι νέοι, αγόρια-κορίτσια πιάνονται από τα χέρια σε ίσια γραμμή, ποτέ σε κύκλο. Ο ένας πίσω από τον άλλο αρχίζουν να βηματίζουν σε ρυθμό μαρς. Το βηματισμό αυτό τον συνοδεύει το τραγούδι των κοριτσιών που είναι χωρισμένα σε μικρές ομάδες. Τελειώνει η μια ομάδα και αμέσως αρχίζει η άλλη. Με τον τρόπο αυτό τραγουδούν χωρίς να κουράζονται. Τραγουδούν μικρά αυτοσχέδια τετράστιχα (στιχάκια) κυρίως σατυρικού περιεχομένου. Η επωδός κάθε τετράστιχου είναι «Εν δύο εν, εν δύο εν» που επαναλαμβάνεται δυο φορές υπενθυμίζοντας το ρυθμό που δεν πρέπει να διακόπτεται. Μετά από κάθε τετράστιχο ακολουθεί η φράση «Ντούλτσε, ντούλτσε μπουσταντζήδες ντουβέντα».
Αυτός που είναι πρώτος και σέρνει τη ντουβέντα κάνει διάφορους ελιγμούς και όλα αυτά σε πολύ γρήγορο ρυθμό, έτσι που όταν τελειώνει η ντουβέντα νιώθουν όλοι εξουθενωμένοι από την κούραση. Με τον τρόπο αυτό εκτονώνονται από τη μια μεριά και από την άλλη μεριά έχουν την ψευδαίσθηση ότι χόρεψαν, χωρίς να παραβούν τους κανόνες της σαρακοστής.
ΣΤΙΧΑΚΙΑ ΝΤΟΥΒΕΝΤΑΣ
1
Όταν σε βλέπω να 'ρχεσαι
με τ' άλλα παλικάρια,
εσύ 'σαι το γαρίφαλο
και τ' άλλα τα κλωνάρια.
Εν δύο, εν, εν δύο εν. (δις).
2
Καλώς τα μάτια που 'ρθανε
τα φρύδια π' αγαπούσα,
που έλειπαν τόσον καιρό
και τα ελαχταρούσα.
Εν δύο εν, εν δύο εν. (δις).
3
Ποιος είν' αυτός που έρχεται
με γκουρλουμένα μάτια,
να τόνε δώσω τον τρουβά
να πάει να μασ' κουμμάτια.
Εν δύο εν, εν δύο εν. (δις).
4
Ήρθες μπρουστά κι έκατσις
σαν κούτσουρο καμμένο,
και γκούρλωσες τα μάτια σου
σα στχειό παραχωμένο.
Εν δύο εν, εν δύο εν. (δις).
5
Μέσα στη μεσ' τη θάλασσα
θα κάτσω σταυροπόδι
και στον αφρό θα κοιμηθώ
για μια μοναχοκόρη.
Εν δύο εν, εν δύο εν. (δις)
6
Ανέβα πάνω στο βουνό
να διεις το Ιλντιρϊμι,
να διεις και την αγάπη μου
με ποιόναν τρώει και πίνει.
Εν δύο εν, εν δύο εν. (δις)
7
Χορέψτε να χορέψουμε
παπούτσια μη λυπάστε,
γιατί θα 'ρθει ένας καιρός
όλα θα τα θυμάστε.
Εν δύο εν, εν δύο εν. (δις)
8
Με τη γειτονοπούλα μου
θέλω να κάνω κρίση,
που πήγε και παντρεύτηκε
χωρίς να με ρωτήσει.
Εν δύο εν, εν δύο εν. (δις)
9
Αχ ουρανέ πατέρα μου
και γης μάνα γλυκιά μου,
να μην τα παθ' άλλος κανείς
τα πάθη τα δικά μου.
Εν δύο εν, εν δύο εν. (δις)
10
Μέσα στη μεσ' τη θάλασσα
είδα ένα λελέκι,
να 'σαι εσύ αγάπη μου
με τ' άσπρο το γελέκι.
Εν δύο εν, εν δύο εν. (δις)
11
Μη με κοιτάς μικρή-μικρή,
μικρή σαν τη βελόνα
από τη γης δε φαίνομαι
και θέλω αρραβώνα.
Εν δύο εν, εν δύο εν. (δις)
ΜΠΟΥΜΠΟΣΙΑΡΟΣ
Την Καθαρή Δευτέρα στο Αμόριο έβγαινε ο μπουμπόσιαρος. Ένας άντρας μεταμφιεσμένος σε καμπούρη και κακομούτσουνο αράπη, με μεγάλες κουδούνες κρεμασμένες στη μέση του. Ο μπουμπόσιαρος κρατώντας μια φουρνόπανα κυνηγούσε τον κόσμο που τον ακολουθούσε. Σατίριζε, έλεγε βρωμόλογα και με τον τρόπο αυτό σκορπούσε το γέλιο και την ευθυμία ολόγυρά του.
Από τη μέρα εκείνη οι μητέρας όταν τα παιδιά τους ζητούσαν αυγό ή κρέας, τους έλεγαν: Δεν έχει αυγό, ούτε κρέας, «Τα πήρε ο μπουμπόσιαρος».
Ο ΚΙΟΠΕΠ ΜΠΕΗΣ
Ο Κιοπέκ μπέης (σκυλομπέης) είναι ένας διονυσιακός θίασος ή μάλλον ένας θίασος που φέρνει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του αρχαίου διονυσιακού θιάσου. Είναι πολυμελής. Ο μπέης ή ο δικαστής είναι καθισμένος σε κάρο (βοϊδάμαξα) που σέρνουν δυο γεροί νέοι ή βόδια (αυτό ποικίλει από περιοχή σε περιοχή) και συνοδεύεται από όργανα ή γκάιντα. Η παράσταση μπορεί αν παρουσιάζει ένα γάμο ή μια δίκη πάντοτε από την εύθυμη πλευρά. Εκεί ακούγονται οι πιο άγριες βωμολοχίες από το στόμα του πρωταγωνιστή και γίνεται η πιο άγρια σάτιρα προσώπων και καταστάσεων.
Το αποτέλεσμα φυσικά πετυχαίνει το στόχο του που είναι κυρίως το γέλιο.
Ο κοπέκ μπέης περνάει από όλα τα σπίτια του χωριού όπου τον κερνούν και του δίνουν και το ρεγάλο του, που είναι συνήθως λεφτά.
Στο τέλος στήνουν μεγάλο γλέντι γιατί ήδη με τα κεράσματα που δέχτηκαν από τις νοικοκυρές έχουν μεθύσει.
Στη Μικρή Δοξιπάρα, στην πλατεία την ώρα του γλεντιού γίνεται αναπαράσταση της σποράς. Δυο παλικάρια σέρνουν το αλέτρι και ένας που ακολουθεί ρίχνει το σπόρο.
Ακολουθεί χορός που πρώτος σέρνει ο παπάς και τέλος γίνεται εκλογή του κιοπέκ μπέη για την επόμενη χρονιά.
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΓΛΕΝΤΙ
Την Καθαρή Δευτέρα στην Ορεστιάδα οι άντρες τρώγανε σαρακοστιανά, έπιναν τσίπουρο, μεθούσαν και μουντζουρώνονταν. Και έτσι μασκαρεμένοι που ήταν το 'ριχναν στο χορό με τη συνοδεία γκάιντας, που συνήθως την έπαιζε ο Τσιτσιώνης, ένας αστείος γκαϊνταητζής. Με τον τρόπο αυτό αποχαιρετούσαν τα γλέντια και τις κάθε είδους διασκεδάσεις για να περάσουν στη σαρακοστή με την αυστηρότητα της νηστείας και της περισυλλογής.
Ο ΧΑΛΒΑΣ
-Την Κυριακή της αποκριάς στο Αμόριο, πήγαιναν χαλβά και διάφορα δώρα στις νεοαρραβωνιασμένες για να έχει αίσιο τέλος ο αρραβώνας.
-Το Σάββατο, παραμονή της τελευταίας Κυριακής της αποκριάς μοίραζαν χαλβά στη γειτονιά.
-Η θεία της μέλλουσας νύφης μάζευε στην ποδιά της τα δώρα που έδιναν στην αρραβωνιασμένη οι συγγενείς του γαμπρού.
Πασχαλινά έθιμα της Θράκης (Δ. Τοπείρου)
Τον καιρό της τουρκοκρατίας το Πάσχα για τους Έλληνες ήταν ξεχωριστής σημασίας. Δεν σήμαινε μόνο τα πάθη και την Ανάσταση του Χριστού, αλλά συγχρόνως τα παθήματα, τις θυσίες και τους υπεράνθρωπους αγώνες για την Ανάσταση του Γένους. Γι’ αυτό δημιουργήθηκε ένας διπλός συμβολισμός στα Πασχαλινά έθιμα του λαού μας. Μέσα στην εβδομάδα των παθών τα έθιμα και οι παραδόσεις του Πάσχα, βγαλμένα από τα βάθη του χρόνου και πλουτισμένα με στοιχεία από τις αλησμόνητες πατρίδες, αναβιώνουν στην Θράκη και γενικά στην Ελληνική επαρχία τη στιγμή που στις μεγάλες πόλεις ξεθωριάζουν.
Τα Πασχαλινά έθιμα αρχίζουν από το Σάββατο του Λαζάρου
Την ημέρα αυτή οι νοικοκυρές ζυμώνουν το πρωί «Λαζάρηδες» δηλαδή κουλούρια με ανθρώπινη μορφή που συμβολίζει την ψυχή του Λάζαρου. Επίσης σε πολλά χωριά της Θράκης γυρίζουν κορίτσια με κόκκινα φορέματα οι «Λαζαρίνες» κρατώντας κούκλα ή κόπανο ή ρόκα τυλιγμένη με πολύχρωμα κουρέλια ή πανέρι στολισμένο με λουλούδια χτυπούν τις πόρτες των σπιτιών τραγουδώντας: «Βάγια Βάγια του βαγιού τρώνε ψάρια και κολιό και την άλλη Κυριακή τρων' το κόκκινο αβγό».
Των Βαίων το πρωί πηγαίνουν όλοι στην εκκλησία για να πάρουν τα βάγια τα οποία τα δίνει ο παπάς που είναι φύλλα από δάφνη και τα διατηρούν οι πιστοί στο εικονοστάσι για το ξεμάτιασμα, καθιέρωσε η εκκλησία μας σε ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα. Στη Θράκη όπως και σε άλλα μέρη της πατρίδας μας συνηθίζονται τα «βαγιοχτυπήματα». Οι γυναίκες χτυπούν με βάγια τις έγκυες για να λευτερωθούν πιο εύκολα . Ο λαός αποδίδει γονιμοποιό δύναμη στα βάγια. Επίσης σε άλλα χωριά της Θράκης τα κορίτσια έκαναν στεφάνια από βάγια, που τους έδινε ο παπάς στην εκκλησία, και τα έριχνα στο ρέμα. Όποιας το στεφάνι έφτανε πρώτο στη ρεματιά φίλευε τις υπόλοιπες στο σπίτι της και διασκέδαζαν με χορό και τραγούδια.
ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ
Την Μεγάλη Εβδομάδα σε πολλές περιοχές της Θράκης κάνουν τριήμερο, δηλαδή νηστεύουν τις τρεις πρώτες ημέρες. Το έθιμο αυτό τηρούν συνήθως τα κορίτσια, γιατί πιστεύουν ότι «νηστικής καρδιάς πιάνει η ευχή» και ελπίζουν να βρουν γαμπρό. Την τελευταία μάλιστα βραδιά για να ονειρευτούν ποιόν θα πάρουν βάζουν κάτω από το μαξιλάρι τους «αλμυροκούλουρα». Οι μόνες δουλειές που επιτρέπονται την Μ. Εβδομάδα είναι το καθάρισμα του σπιτιού, το μαγείρεμα, το βράσιμο των αβγών και το ζύμωμα.
ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Την Μ. Τετάρτη γίνεται το ευχέλαιο στην εκκλησία και σε πολλά σπίτια. Ο παπάς ευλογεί τα αβγά και το αλεύρι. Επίσης παρασκευάζεται και το προζύμι για τα κουλούρια, οι νοικοκυρές ακόμη ζυμώνουν πρόσφορα και τα πηγαίνουν στην εκκλησία. Από αυτά ρίχνει ο παπάς μικρά τεμάχια στη Θεία Κοινωνία της Μεγάλης Πέμπτης που τα λένε «μαργαριτάρια».
ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
Τη Μ. Πέμπτη οι νοικοκυρές βάφουν τα αβγά με κόκκινη μπογιά, τα παλιά χρόνια στην Ανατολική Θράκη η βαφή των αβγών γίνονταν με μπογιά που παράγονταν από διάφορα χόρτα.
Μετά την βαφή των αβγών κρεμούν από το παράθυρο ένα κόκκινο πανί με την επωνυμία «κοκκινοπεφτιάτικο» και όσο το κόκκινο πανί είναι κρεμασμένο στο μπαλκόνι ή στο παράθυρο δεν πλένουν ούτε απλώνουν ρούχα γιατί το θεωρούν κακό σημάδι. Επίσης κρατούν τη μπογιά σαράντα ημέρες, επειδή πιστεύουν ότι είναι «του Χριστού το αίμα» και την βαφή δεν την χύνουν αλλά την παραχώνουν.
Αν υπάρχει αβγό από μαύρη κότα το βάφουν πρώτο και το βάζουν στο εικονοστάσι. Όποτε πιάνει μπόρα το χρησιμοποιούν μαζί με την πυροστιά, όπου τα βάζουν ανάποδα στην αυλή για να διώξουν το χαλάζι.
Για το κόκκινο χρώμα των αβγών, η λαϊκή παράδοση έχει να παρουσιάσει ενδιαφέροντες μύθους. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν διαδόθηκε ότι ο Χριστός αναστήθηκε, πολλοί δεν το πίστεψαν, μια γυναίκα που κρατούσε αβγά σε ένα καλάθι, αμφισβήτησε ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο λέγοντας: «Θα ήταν σαν να μου λετε ότι τα άσπρα αβγά που κρατώ θα γίνουν κόκκινα». Τότε, ως εκ θαύματος, τα αβγά της νοικοκυράς άλλαξαν χρώμα.
Επίσης τη Μ. Πέμπτη ζυμώνουν τα τσουρέκια σε κουλούρες και ένα σε σχήμα σταυρού με τέσσερα κόκκινα αβγά στις άκρες και ένα άσπρο στη μέση το οποίο τρώνε την Λαμπρή και τα τσόφλια των αβγών τα παραχώνουν στα αμπέλια για να τα προφυλάξουν από το χαλάζι.
Παλαιότερα, όταν η πίστη διατηρούσε ακόμη κάποια στοιχεία δεισιδαιμονίας, μία κουλούρα φυλάσσονταν στο εικονοστάσι για να καταναλωθεί την Πρωτομαγιά για να προστατεύονται τα μέλη της οικογένειας από τα μάγια.
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Κορυφώνεται τη Μεγάλη Παρασκευή το θείο δράμα, η ορθοδοξία με κατάνυξη και ευλάβεια, βιώνει τα πάθη του Θεανθρώπου. Οι πιστοί συρρέουν στις εκκλησίες και παρακολουθούν την τελετή της αποκαθήλωσης.
Το βράδυ ψάλλουν το «Ώ γλυκύ μου έαρ» καθώς το πένθος κορυφώνεται. Κρατώντας αναμμένα κεριά, ακολουθούν τις περιφορές των Επιταφίων, που είναι στολισμένοι με πολύχρωμα λουλούδια.
Καθώς το πένθος κορυφώνεται τη Μεγάλη Παρασκευή ένα αρχαίο πένθιμο έθιμο αναβιώνει. Την ώρα που περνά Επιτάφιος οι νοικοκυρές βγάζουν στην εξώπορτα ένα πιάτο με φυτρωμένους σπόρους και το ξαναπαίρνουν στο σπίτι τα ξημερώματα.
Με την επιστροφή της πομπής του Επιταφίου μπροστά στην είσοδο του ναού γίνεται η αναπαράσταση της σκηνής των «κεκλεισμένων θυρών». Ο ιερέας παριστάνει τον Χριστό ενώπιον των πυλών της Κόλασης και ψέλνει τους στίχους του Δαυίδ «Αρατε πύλας, οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξας». Ο ψάλτης από μέσα παριστάνει το διάβολο προσπαθεί να εμποδίσει την είσοδο. Τελικά ο ιερέας σπρώχνει ορμητικά την πόρτα του ναού και μπαίνει μέσα ως λυτρωτής των αμαρτωλών.
ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ
Το Μεγάλο Σάββατο οι πιστοί αρχίζουν την προετοιμασία για το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης. Το βράδυ της ίδιας ημέρας ο ιερέας βροντοφωνάζει το «Χριστός Ανέστη» μέσα σε θορυβώδεις εκδηλώσεις (από εδώ και η παροιμιακή φράση «Έγινε ανάστα ο Θεός». Οι λαογράφοι συσχετίζουν το στοιχείο των θορύβων με την διαδεδομένη δοξασία ότι τα βλαβερά και εχθρικά πνεύματα διώχνονταν με εκφοβιστικούς κρότους).
Ένα από τα βασικότερα τελετουργικά στοιχεία της Ανάστασης είναι το αναστάσιμο φως, με κορυφαία στιγμή την πρόσκληση του ιερέα «Δεύτε λάβετε φως». Παίρνουν τότε οι πιστοί το αναστάσιμο φως και το μεταφέρουν στα σπίτια τους. Μπαίνοντας στο σπίτι «σταυρώνουν» πρώτα το ανώφλι της εξώπορτας και μετά ανανεώνουν το φως της καντήλας.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Η σφαγή του οβελία ακολουθεί συγκεκριμένο τελετουργικό, και συμβολίζει τη θυσία του Χριστού. Σε πολλές περιοχές ρίχνουν ομοίωμα του Ιούδα στη φωτιά το οποίο αποτελεί ένδειξη αγανάκτησης των πιστών για την πράξη προδοσίας του Ιούδα. Τέλος μετά την «Δεύτερη Ανάσταση» ακολουθεί λιτανεία των εικόνων και αρχίζει το παραδοσιακό σούβλισμα του οβελία με χορούς και τραγούδια.
«Αναστάσεως ημέρα λαμπρυθώμεν λαοί
Πάσχα, Κυρίου Πάσχα…»
Υμνολογία
Το Πάσχα για τους Θρακιώτες και γενικά για όλους τους Έλληνες είχε μια ξεχωριστή σημασία. Τον καιρό της Τουρκοκρατίας δεν σήμαινε μόνο τα πάθη και την Ανάσταση του Χριστού, αλλά συγχρόνως τα παθήματα, τις θυσίες και τους υπεράνθρωπους αγώνες για την Ανάσταση του Γένους.
Τα πασχαλινά έθιμα αρχίζουν το Σάββατο του Λαζάρου. Ο Φτωχολάζαρος είναι μια εξαιρετικά συμπαθητική θρησκευτική μορφή για τον Ελληνικό λαό.
Του Λαζάρου κατά ομάδες τα παιδιά γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας τα «λαζαρινά»
Σε πολλά χωριά της Θράκης γυρίζουν μόνο κορίτσια με κόκκινα φορέματα, οι «Λαζαρίτσες», κρατώντας κούκλα ή σκούπα ντυμένη με κουρέλια. Τα κορίτσια κρατώντας καλαθάκι στολισμένο κτυπούν τις πόρτες των σπιτιών τραγουδώντας:
Ήρτ’ ο Λάζαρος ήρταν τα βάγια
ήρτ’ η Κυργιακή που τρών’ τα ψάρια.
Οι κοτίτσες μας αυγά γεννούνε
κι οι φωλίτσες μας δεν τα χωρούνε.
Δωσ’ και μας κι εμάς να τα χαρούμε.
Την Μεγάλη Τετάρτη γίνεται το ευχέλαιο στην εκκλησία και σε πολλά σπίτια. Στην Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης οι νοικοκυρές ζύμωναν πρόσφορα και τα πήγαιναν στην εκκλησία. Με αυτά ο παπάς έριχνε μικρά τεμάχια στη Θ. Κοινωνία της Μ. Πέμπτης, που τα έλεγαν «μαργαριτάρια».
Την Μεγάλη Πέμπτη οι νοικοκυρές έβαφαν τα αυγά. Επίσης κρατούσαν την μπογιά σαράντα μέρες, επειδή πίστευαν ότι είναι του Χριστού το αίμα. Αν υπήρχε αυγό από μαύρη κότα το έβαφαν πρώτο και το έβαζαν στο εικονοστάσι. Αν φυλαχθεί κοκκινοπεφτιάτικο αυγό επτά χρόνια γίνεται φυλαχτό για το «μάτι» έλεγαν.
Στην Αίνο κρεμούσαν στον Εσταυρωμένο πετσέτες κεντημένες και πουκάμισα (τάματα). Τα αφιερώματα αυτά, τα διέθετε η εκκλησία σε δημοπρασία και τα χρήματα τα έδινε για κοινωφελείς σκοπούς.
Μετά τα δώδεκα ευαγγέλια πολλές γυναίκες ξενυχτούσαν τον Χριστό. Περνούσαν τη νύχτα ψέλνοντας ύμνους και τραγουδώντας θρησκευτικά άσματα.
Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται
σήμερα βάλανε βουλή οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά και τρισκαταραμένοι
ο Κύριος θέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό για να τον λάβουν όλοι.
Την Μεγάλη Παρασκευή ο λαός μας συμμετέχει στο δράμα του Θεανθρώπου. Στη Θράκη οι γυναίκες τα παλιά χρόνια ντύνονταν όλες στα μαύρα. Όλη τη μέρα οι γυναίκες φύλαγαν τον Επιτάφιο λέγοντας μοιρολόγια. Έγραφαν τα ονόματα ζωντανών και πεθαμένων που θα μνημόνευε ο παπάς. Τη μεταφορά του επιταφίου στο χωριό μας αναλάμβαναν κατά το έθιμο οι υπό στράτευση νέοι του χωριού. Κατά την ημέρα αυτή συνηθίζεται μικρά παιδιά να περνούν κάτω από τον επιτάφιο τρεις φορές σταυρωτά, για να είναι γερά.
Το Μ. Σάββατο είναι ημέρα αναμονής, όλοι περιμένουν με λαχτάρα το βράδυ της Ανάστασης. Το απόγευμα σε πολλά μέρη θυμιάζουν τα λημόρια (μνήματα) «γιατί οι πεθαμένοι ξυπνούν κατά την παράδοση μαζί με το Χριστό».
Στο Αλμαζή των Μαλγάρων το απόγευμα του Σαββάτου πριν το Χριστός Ανέστη οι κάτοικοι τοποθετούσαν κόκκινα αυγά στους τάφους των πεθαμένων. Σε αυτούς που δεν είχανε χρονίσει βάζανε μαύρα βαμμένα αυγά. Το έθιμο αυτό που το έφεραν οι πρόγονοί μας από το Αλμαζή εξακολουθεί να γίνεται και στο χωριό μας. Το έθιμο αυτό συσχετίζεται με την πίστη των αρχαίων Ελλήνων ότι το αυγό ήταν «…ιερόν του Ασκληπιού και το μεταχειρίζοντο ως κόσμημα των τάφων».
Πηγή: Παντίρης Κυριαζής
Ο ΧΑΛΒΑΣ
Την τελευταία Κυριακή της αποκριάς, την Τυρινή το βράδυ μετά το φαγητό, ο πατέρας κρεμάει μια κουλούρα χαλβά με μια κλωστή από το ταβάνι του δωματίου. Και ενώ η οικογένεια όλη κάθεται γύρω από το τραπέζι, τα παιδιά έχοντας δεμένα τα χέρια πίσω στη ράχη, προσπαθούν να πιάσουν με το στόμα το χαλβά που γυρίζει πάνω από τα κεφάλια τους. Γίνεται συναγωνισμός μεγάλος. Τα παιδιά πηδούν, ξεφωνίζουν την ώρα που πάνε να τον πιάσουν και τους ξεφεύγει την τελευταία στιγμή και με τα καμώματά τους αυτά σκορπούν το γέλιο ολόγυρά τους.
Με τα πολλά κάποιο από τα παιδιά, το πιο σβέλτο, αρπάζει το χαλβά και τον τρώει. Γιατί ο όρος του παιχνιδιού είναι ρητός. Όποιος πιάσει την κουλούρα χωρίς ζαβολιές, είναι δική του.
Μετά απ' αυτό, ανάβουν τη κλωστή που εξακολουθεί να κρέμεται από το ταβάνι χωρίς την κουλούρα. Αν η φωτιά ανέβει καίοντας την κλωστή ίσαμε το ταβάνι, σημαίνει πως η χρονιά θα πάει καλά.
Το αποκριάτικο τούτο έθιμο, το συναντάει κανείς στην Ορεστιάδα και σε πολλά χωριά της Θράκης.
Η ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ
Στη Ν. Βύσσα, ένα από τα μεγαλύτερα και πλουσιότερα χωριά του Νομού Έβρου, όπου οι άντρες φημίζονται για την παλικαριά τους, που καμιά φορά δεν καταφέρνουν να χαλιναγωγήσουν, με αποτέλεσμα να τους παρασέρνει σε πράξεις βίας για τις οποίες αργότερα μετανοούν, τηρείται το έθιμο της συγχώρεσης ανάμεσα στους άντρες.
Την τελευταία Κυριακή της αποκριάς, οι άντρες πάνε στον εσπερινό και συγχωρνιένται μεταξύ τους.
Άμα τελειώσει ο εσπερινός, ο παπάς βγαίνει μπροστά στην Ωραία Πύλη και περιμένει.
Τότε, ο γεροντότερος από όλους πάει, φιλάει το χέρι του παπά, συγχωρνιέται μαζί του και μετά πάει και στέκεται δίπλα του στα δεξιά.
Ύστερα, έρχεται ο επόμενος γέρος που είναι στην ηλικία μικρότερος από τον πρώτο, φιλάει το χέρι του παπά φιλάει και του πρώτου γέρου και στέκεται κι αυτός λίγο πιο πέρα.
Ακολουθεί η σειρά του τρίτου και μικρότερου από του δευτέρου, η σειρά του τέταρτου κ.ο.κ.
Έτσι, με τον τρόπο αυτό, περνούν μπροστά από τη σειρά που σχηματίστηκε σιγά-σιγά, όλοι οι άντρες που βρίσκονται στην εκκλησία και συγχωρνιένται.
ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΜΕ ΓΕΙΑ
Στο Αμόριο, την τελευταία Κυριακή της αποκριάς σε κάθε. Σπίτι, μαζεύεται το βράδυ όλη η οικογένεια και αποκρεύει. Τρώει δηλαδή τα τελευταία αρτυμένα φαγητά, γιατί την επαύριο θ' αρχίσει η νηστεία.
Μετά το φαγητό, αρχίζουν οι επισκέψεις ανάμεσα στους συγγενείς και τους γείτονες. Σκοπός τους είναι να συγχωρεθούν μεταξύ τους και να προετοιμαστούν (ψυχικά με τη μετάνοια και σωματικά με τη νηστεία, που θ' ακολουθήσει), να δεχτούν την Ανάσταση του Χριστού.
Για το σκοπό αυτό, τα πιο νεαρά άτομα της οικογένειας, παίρνουν ένα μπουκάλι κρασί και πηγαίνουν στον παππού και στη γιαγιά (αν φυσικά μένουν χωριστά). Τους φιλούν το χέρι, τους δίνουν να πιούν από το κρασί που έφεραν μαζί τους και φεύγουν για το σπίτι του νουνού.
Εκεί τους περιμένουν με στρωμένο το σινί (τραπέζι χαμηλό) κι απάνω ένα μπουκάλι με κρασί.
Σα φτάσουν τ' αναδεξίμια, ακουμπούν το δικό τους μπουκάλι με το κρασί πλάι στου νουνού και κάθονται στα χαμηλά μαξιλάρια γύρω από το τραπέζι. Και αφού φάνε και πιούν όλοι τους και από τα δυο μπουκάλια, σηκώνονται, δίνουν τα χέρια, σταυρώνουν τα κεφάλια τους τρεις φορές, έτσι που ν' αγγίζουν τα μάγουλά τους και λένε: Πασχαλιά με γεια. Συγχωρεμένοι.
Ύστερα καληνυχτίζουν και φεύγουν για κάποιο άλλο σπίτι συγγενικό ή φιλικό, να κάνουν κι εκεί πασχαλιά με γεια. Κι αυτό ίσαμε να συγχωρεθούν όλοι μεταξύ τους.
ΤΑ ΚΕΡΑΣΜΑΤΑ
Την αποκριά (Κυριακή απόγεμα), οι αρραβωνιασμένες στολίζονται, χτενίζονται και βγαίνουν στο μεσοχώρι.
Εκεί οι συγγενείς του γαμπρού τις προσφέρουν διάφορα δώρα. Τις κερνούν, όπως λένε στο χωριό. Η πεθερά της αρραβωνιασμένης και ο συγγένισσες του γαμπρού, στήνονται η μια δίπλα στην άλλη με τα δώρα στα χέρια. Τότε η νύφη περνάει μπροστά από την υποψήφια δωρήτρια, της φιλάει το χέρι, παίρνει το δώρο που συνοδεύεται συχνά και με λεφτά και μετά στέκεται μπρος στην επόμενη ίσαμε να τη δωρίσουν όλες.
Το δώρο που τις πιο πολλές φορές είναι φουστάνι, κάλτσες, κεφαλομάντηλο ή κάτι σχετικό, η δωρήτρια το καρφιτσώνει στον ώμο της νύφης. Τα μεγαλύτερα και ακριβότερα δώρα προσφέρονται από τους κοντινούς συγγενείς. Πάει να πει, από την πεθερά, τις αντραδέρφες, τις θείες και τις πρώτες ξαδέρφες του γαμπρού.
Το κέρασμα γίνεται μπροστά στο πλήθος που συνήθως το αποτελούν γυναίκες, οι όποιες περίεργες όπως είναι συνωστίζονται να δουν τα δώρα κι αν είναι πλούσια και ακριβά να θαυμάσουν και να καλοτυχίσουν την κοπέλα, να κουτσομπολέψουν δε και να επαινέσουν τους δωρητές αν τα δώρα τους είναι ακριβά.
ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΕΣ ΦΩΤΙΕΣ
Στην Ορεστιάδα, την τελευταία Κυριακή της αποκριάς, ανάβανε φωτιές στην πλατεία και μαζεύονταν όλοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά και τις πηδούσαν. Καθώς τις πηδούσαν έλεγαν: «Ψύλλοι και κοριοί στου παπά τα γένια».
Κατόπι, στήνανε χορό και χορεύανε με την ψυχή τους. Μάλιστα, τη μέρα κείνη επιτρέπονταν ο χορός και στους Ιερωμένους. Έτσι πλάι στους γέροντες πιανόταν κι ο παπάς κι έσερνε το χορό για το καλό του χρόνου.
Με το ομαδικό αυτό γλεντοκόπι, οι χριστιανοί σφράγιζαν την περίοδο των αποκριάτικων χορών, που μέχρι τη μέρα εκείνη έπαιρναν και έδιναν. Πετούσαν πέρα τη μάσκα της ευθυμίας και φορούσαν την άλλη, της περισυλλογής και της έγνοιας.
Ο χρόνος που θ' ακολουθούσε ίσαμε το Πάσχα, θα ήταν απαλλαγμένος από κάθε ψυχαγωγική εκδήλωση. Θα ήταν χρόνος εξαγνισμού και ψυχικής ανάτασης.
Μετά το χορό μπαίνουν όλοι στην εκκλησιά, παρακολουθούν με ευλάβεια τον εσπερινό και συγχωρνιένται μεταξύ τους. Οι μικρότεροι ζητούν συγνώμη από τους γεροντότερους και όλοι μαζί από τον παπά.
Έτσι, αφού πάρουν συγχώρηση γυρίζουν στα σπίτια τους. Έχουν κάνει κιόλας το πρώτο βήμα για να δεχτούν την ανάσταση του Χριστού.
Βέβαια θα χρειαστεί να κάνουν κι άλλα βήματα, ίσως πιο δύσκολα. Όμως θα τα καταφέρουν.
Στο Διδυμότειχο την τελευταία Κυριακή της αποκριάς, την τυρινή το βράδυ, κάθονταν στο τραπέζι το αποκριάτικο όλα τα μέλη της οικογένειας και απόκρεβαν.
Μετά το φαγητό βράζανε από ένα αυγό και μ' αυτό βουλώνανε το στόμα τους. Ήταν το τελευταίο αρτύσιμο φαγητό που τρώγανε. Από την άλλη μέρα, Καθαρή Δευτέρα και μέχρι το Πάσχα, θα κρατούσαν σαρακοστή και δε θα τρώγανε πια αρτυμή.
Και σαν έφτανε η Πασχαλιά ξεβουλώνανε το στόμα τους πάλι με αυγό. Τρώγανε το πασχαλινό αυγό ανοίγοντας δρόμο στα αρτύσιμα φαγητά, μαγειρίτσα, γκιουβέτσι στο φούρνο κ.ά.
ΤΟ ΤΡΙΗΜΕΡΟ
Την Καθαρή Δευτέρα μερικά κορίτσια, μπορεί και παντρεμένες γυναίκες, παίρνουν την ηρωική απόφαση να κρατήσουν «τρήμερο».
Το τρήμερο είναι μια τριήμερη νηστεία και για να την κρατήσεις ίσαμε το τέλος, χρειάζεται, πίστη και θέληση μεγάλη. Γι' αυτό, προτού αποφασίσουν αυτές που είναι να νηστέψουν, πρέπει να το σκεφτούν καλά.
Πόσες και πόσες δεν ξεκίνησαν μ' ενθουσιασμό και πίστη πως θα τα βγάλουν πέρα! Όμως δεν τα κατάφεραν να φτάσουν ίσαμε το τέλος. Η πείνα λύγισε τη θέλησή τους, έσπασε την αντοχή τους και τα παράτησαν στη μέση.
Όλο το διάστημα της νηστείας, αυτές που κρατάνε το τρήμερο την περνάνε με λίγο νερό μονάχα. Δεν πρέπει να βάλουν μπουκιά στο στόμα τους, κι ας τις θερίζει η πείνα τα σωθικά τους. Γι' αυτό όπως είπαμε πιο πάνω, χρειάζεται μεγάλη δύναμη για να κρατήσεις.
Όμως, όταν με το καλό περάσουν οι τρεις αυτές ατέλειωτες μέρες, η ικανοποίηση που νιώθουν αυτές που τερμάτισαν, για το κατόρθωμά τους, είναι πολύ μεγάλη. Χώρια που ο' όλο το χωριό μιλούν γι' αυτές με αληθινό θαυμασμό.
-Καλέ το μάθατε; Η τάδε κράτησε τρήμερο! λένε στις κουβέντες τους οι γυναίκες του χωριού.
-Μπράβο της, αποκρίνουνται άλλες.
Μετά τη λήξη της νηστείας, αυτές που κράτησαν, μοιράζουν χουσιάφι (κομπόστα) με γυρίκια στις φίλες τους και στις γνωστές τους, που τα συνοδεύουν με κουλίκια (κουλουράκια) ζυμωμένα στο σπίτι.
ΝΤΟΥΒΕΝΤΑ
Μετά την Κυριακή της αποκριάς αρχίζει η σαρακοστή. Ό,τι αρτύσιμο φαγητό περίσσεψε από την Κυριακή το δίνουν στις γύφτισσες ή το πετάνε. Κι από την Καθαρή Δευτέρα αρχίζει η νηστεία. Έτσι τουλάχιστον γινόταν παλιά. Σταματούν τα γλέντια και οι χοροί σε ανοιχτούς ή κλειστούς χώρους. Αυτό κοστίζει περισσότερο στους νέους που έχουν την κίνηση μέσα στο αίμα τους. Πάνε λοιπόν οι χαρές και τα γλέντια, τα φαγοπότια και τα ξεφαντώματα. Αρχίζει η υλική στέρηση που χρειάζεται χρόνος για να τη συνηθίσει κανείς. Ωστόσο είναι άσκηση εγκράτειας και πειθαρχία ψυχής και σώματος. Στην άσκηση αυτή πειθαρχούν κυρίως οι ηλικιωμένοι. Για τους νέους όμως δεν είναι το ίδιο. Έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος που να ικανοποιεί αυτή την ανάγκη για κίνηση, για χορό. Έτσι επινόησαν ένα είδος χορού που δεν είναι χορός φαινομενικά, αλλά στην ουσία είναι χορός, γιατί συνοδεύεται από τραγούδι, χωρίς οργανοπαίχτες βέβαια. Με τον τρόπο αυτό οι νέοι εκτονώνονται ικανοποιώντας την ανάγκη για κίνηση. Ο χορός αυτός είναι η «ντουβέντα».
Οι νέοι, αγόρια-κορίτσια πιάνονται από τα χέρια σε ίσια γραμμή, ποτέ σε κύκλο. Ο ένας πίσω από τον άλλο αρχίζουν να βηματίζουν σε ρυθμό μαρς. Το βηματισμό αυτό τον συνοδεύει το τραγούδι των κοριτσιών που είναι χωρισμένα σε μικρές ομάδες. Τελειώνει η μια ομάδα και αμέσως αρχίζει η άλλη. Με τον τρόπο αυτό τραγουδούν χωρίς να κουράζονται. Τραγουδούν μικρά αυτοσχέδια τετράστιχα (στιχάκια) κυρίως σατυρικού περιεχομένου. Η επωδός κάθε τετράστιχου είναι «Εν δύο εν, εν δύο εν» που επαναλαμβάνεται δυο φορές υπενθυμίζοντας το ρυθμό που δεν πρέπει να διακόπτεται. Μετά από κάθε τετράστιχο ακολουθεί η φράση «Ντούλτσε, ντούλτσε μπουσταντζήδες ντουβέντα».
Αυτός που είναι πρώτος και σέρνει τη ντουβέντα κάνει διάφορους ελιγμούς και όλα αυτά σε πολύ γρήγορο ρυθμό, έτσι που όταν τελειώνει η ντουβέντα νιώθουν όλοι εξουθενωμένοι από την κούραση. Με τον τρόπο αυτό εκτονώνονται από τη μια μεριά και από την άλλη μεριά έχουν την ψευδαίσθηση ότι χόρεψαν, χωρίς να παραβούν τους κανόνες της σαρακοστής.
ΣΤΙΧΑΚΙΑ ΝΤΟΥΒΕΝΤΑΣ
1
Όταν σε βλέπω να 'ρχεσαι
με τ' άλλα παλικάρια,
εσύ 'σαι το γαρίφαλο
και τ' άλλα τα κλωνάρια.
Εν δύο, εν, εν δύο εν. (δις).
2
Καλώς τα μάτια που 'ρθανε
τα φρύδια π' αγαπούσα,
που έλειπαν τόσον καιρό
και τα ελαχταρούσα.
Εν δύο εν, εν δύο εν. (δις).
3
Ποιος είν' αυτός που έρχεται
με γκουρλουμένα μάτια,
να τόνε δώσω τον τρουβά
να πάει να μασ' κουμμάτια.
Εν δύο εν, εν δύο εν. (δις).
4
Ήρθες μπρουστά κι έκατσις
σαν κούτσουρο καμμένο,
και γκούρλωσες τα μάτια σου
σα στχειό παραχωμένο.
Εν δύο εν, εν δύο εν. (δις).
5
Μέσα στη μεσ' τη θάλασσα
θα κάτσω σταυροπόδι
και στον αφρό θα κοιμηθώ
για μια μοναχοκόρη.
Εν δύο εν, εν δύο εν. (δις)
6
Ανέβα πάνω στο βουνό
να διεις το Ιλντιρϊμι,
να διεις και την αγάπη μου
με ποιόναν τρώει και πίνει.
Εν δύο εν, εν δύο εν. (δις)
7
Χορέψτε να χορέψουμε
παπούτσια μη λυπάστε,
γιατί θα 'ρθει ένας καιρός
όλα θα τα θυμάστε.
Εν δύο εν, εν δύο εν. (δις)
8
Με τη γειτονοπούλα μου
θέλω να κάνω κρίση,
που πήγε και παντρεύτηκε
χωρίς να με ρωτήσει.
Εν δύο εν, εν δύο εν. (δις)
9
Αχ ουρανέ πατέρα μου
και γης μάνα γλυκιά μου,
να μην τα παθ' άλλος κανείς
τα πάθη τα δικά μου.
Εν δύο εν, εν δύο εν. (δις)
10
Μέσα στη μεσ' τη θάλασσα
είδα ένα λελέκι,
να 'σαι εσύ αγάπη μου
με τ' άσπρο το γελέκι.
Εν δύο εν, εν δύο εν. (δις)
11
Μη με κοιτάς μικρή-μικρή,
μικρή σαν τη βελόνα
από τη γης δε φαίνομαι
και θέλω αρραβώνα.
Εν δύο εν, εν δύο εν. (δις)
ΜΠΟΥΜΠΟΣΙΑΡΟΣ
Την Καθαρή Δευτέρα στο Αμόριο έβγαινε ο μπουμπόσιαρος. Ένας άντρας μεταμφιεσμένος σε καμπούρη και κακομούτσουνο αράπη, με μεγάλες κουδούνες κρεμασμένες στη μέση του. Ο μπουμπόσιαρος κρατώντας μια φουρνόπανα κυνηγούσε τον κόσμο που τον ακολουθούσε. Σατίριζε, έλεγε βρωμόλογα και με τον τρόπο αυτό σκορπούσε το γέλιο και την ευθυμία ολόγυρά του.
Από τη μέρα εκείνη οι μητέρας όταν τα παιδιά τους ζητούσαν αυγό ή κρέας, τους έλεγαν: Δεν έχει αυγό, ούτε κρέας, «Τα πήρε ο μπουμπόσιαρος».
Ο ΚΙΟΠΕΠ ΜΠΕΗΣ
Ο Κιοπέκ μπέης (σκυλομπέης) είναι ένας διονυσιακός θίασος ή μάλλον ένας θίασος που φέρνει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του αρχαίου διονυσιακού θιάσου. Είναι πολυμελής. Ο μπέης ή ο δικαστής είναι καθισμένος σε κάρο (βοϊδάμαξα) που σέρνουν δυο γεροί νέοι ή βόδια (αυτό ποικίλει από περιοχή σε περιοχή) και συνοδεύεται από όργανα ή γκάιντα. Η παράσταση μπορεί αν παρουσιάζει ένα γάμο ή μια δίκη πάντοτε από την εύθυμη πλευρά. Εκεί ακούγονται οι πιο άγριες βωμολοχίες από το στόμα του πρωταγωνιστή και γίνεται η πιο άγρια σάτιρα προσώπων και καταστάσεων.
Το αποτέλεσμα φυσικά πετυχαίνει το στόχο του που είναι κυρίως το γέλιο.
Ο κοπέκ μπέης περνάει από όλα τα σπίτια του χωριού όπου τον κερνούν και του δίνουν και το ρεγάλο του, που είναι συνήθως λεφτά.
Στο τέλος στήνουν μεγάλο γλέντι γιατί ήδη με τα κεράσματα που δέχτηκαν από τις νοικοκυρές έχουν μεθύσει.
Στη Μικρή Δοξιπάρα, στην πλατεία την ώρα του γλεντιού γίνεται αναπαράσταση της σποράς. Δυο παλικάρια σέρνουν το αλέτρι και ένας που ακολουθεί ρίχνει το σπόρο.
Ακολουθεί χορός που πρώτος σέρνει ο παπάς και τέλος γίνεται εκλογή του κιοπέκ μπέη για την επόμενη χρονιά.
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΓΛΕΝΤΙ
Την Καθαρή Δευτέρα στην Ορεστιάδα οι άντρες τρώγανε σαρακοστιανά, έπιναν τσίπουρο, μεθούσαν και μουντζουρώνονταν. Και έτσι μασκαρεμένοι που ήταν το 'ριχναν στο χορό με τη συνοδεία γκάιντας, που συνήθως την έπαιζε ο Τσιτσιώνης, ένας αστείος γκαϊνταητζής. Με τον τρόπο αυτό αποχαιρετούσαν τα γλέντια και τις κάθε είδους διασκεδάσεις για να περάσουν στη σαρακοστή με την αυστηρότητα της νηστείας και της περισυλλογής.
Ο ΧΑΛΒΑΣ
-Την Κυριακή της αποκριάς στο Αμόριο, πήγαιναν χαλβά και διάφορα δώρα στις νεοαρραβωνιασμένες για να έχει αίσιο τέλος ο αρραβώνας.
-Το Σάββατο, παραμονή της τελευταίας Κυριακής της αποκριάς μοίραζαν χαλβά στη γειτονιά.
-Η θεία της μέλλουσας νύφης μάζευε στην ποδιά της τα δώρα που έδιναν στην αρραβωνιασμένη οι συγγενείς του γαμπρού.
Πασχαλινά έθιμα της Θράκης (Δ. Τοπείρου)
Τον καιρό της τουρκοκρατίας το Πάσχα για τους Έλληνες ήταν ξεχωριστής σημασίας. Δεν σήμαινε μόνο τα πάθη και την Ανάσταση του Χριστού, αλλά συγχρόνως τα παθήματα, τις θυσίες και τους υπεράνθρωπους αγώνες για την Ανάσταση του Γένους. Γι’ αυτό δημιουργήθηκε ένας διπλός συμβολισμός στα Πασχαλινά έθιμα του λαού μας. Μέσα στην εβδομάδα των παθών τα έθιμα και οι παραδόσεις του Πάσχα, βγαλμένα από τα βάθη του χρόνου και πλουτισμένα με στοιχεία από τις αλησμόνητες πατρίδες, αναβιώνουν στην Θράκη και γενικά στην Ελληνική επαρχία τη στιγμή που στις μεγάλες πόλεις ξεθωριάζουν.
Τα Πασχαλινά έθιμα αρχίζουν από το Σάββατο του Λαζάρου
Την ημέρα αυτή οι νοικοκυρές ζυμώνουν το πρωί «Λαζάρηδες» δηλαδή κουλούρια με ανθρώπινη μορφή που συμβολίζει την ψυχή του Λάζαρου. Επίσης σε πολλά χωριά της Θράκης γυρίζουν κορίτσια με κόκκινα φορέματα οι «Λαζαρίνες» κρατώντας κούκλα ή κόπανο ή ρόκα τυλιγμένη με πολύχρωμα κουρέλια ή πανέρι στολισμένο με λουλούδια χτυπούν τις πόρτες των σπιτιών τραγουδώντας: «Βάγια Βάγια του βαγιού τρώνε ψάρια και κολιό και την άλλη Κυριακή τρων' το κόκκινο αβγό».
Των Βαίων το πρωί πηγαίνουν όλοι στην εκκλησία για να πάρουν τα βάγια τα οποία τα δίνει ο παπάς που είναι φύλλα από δάφνη και τα διατηρούν οι πιστοί στο εικονοστάσι για το ξεμάτιασμα, καθιέρωσε η εκκλησία μας σε ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα. Στη Θράκη όπως και σε άλλα μέρη της πατρίδας μας συνηθίζονται τα «βαγιοχτυπήματα». Οι γυναίκες χτυπούν με βάγια τις έγκυες για να λευτερωθούν πιο εύκολα . Ο λαός αποδίδει γονιμοποιό δύναμη στα βάγια. Επίσης σε άλλα χωριά της Θράκης τα κορίτσια έκαναν στεφάνια από βάγια, που τους έδινε ο παπάς στην εκκλησία, και τα έριχνα στο ρέμα. Όποιας το στεφάνι έφτανε πρώτο στη ρεματιά φίλευε τις υπόλοιπες στο σπίτι της και διασκέδαζαν με χορό και τραγούδια.
ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ
Την Μεγάλη Εβδομάδα σε πολλές περιοχές της Θράκης κάνουν τριήμερο, δηλαδή νηστεύουν τις τρεις πρώτες ημέρες. Το έθιμο αυτό τηρούν συνήθως τα κορίτσια, γιατί πιστεύουν ότι «νηστικής καρδιάς πιάνει η ευχή» και ελπίζουν να βρουν γαμπρό. Την τελευταία μάλιστα βραδιά για να ονειρευτούν ποιόν θα πάρουν βάζουν κάτω από το μαξιλάρι τους «αλμυροκούλουρα». Οι μόνες δουλειές που επιτρέπονται την Μ. Εβδομάδα είναι το καθάρισμα του σπιτιού, το μαγείρεμα, το βράσιμο των αβγών και το ζύμωμα.
ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Την Μ. Τετάρτη γίνεται το ευχέλαιο στην εκκλησία και σε πολλά σπίτια. Ο παπάς ευλογεί τα αβγά και το αλεύρι. Επίσης παρασκευάζεται και το προζύμι για τα κουλούρια, οι νοικοκυρές ακόμη ζυμώνουν πρόσφορα και τα πηγαίνουν στην εκκλησία. Από αυτά ρίχνει ο παπάς μικρά τεμάχια στη Θεία Κοινωνία της Μεγάλης Πέμπτης που τα λένε «μαργαριτάρια».
ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
Τη Μ. Πέμπτη οι νοικοκυρές βάφουν τα αβγά με κόκκινη μπογιά, τα παλιά χρόνια στην Ανατολική Θράκη η βαφή των αβγών γίνονταν με μπογιά που παράγονταν από διάφορα χόρτα.
Μετά την βαφή των αβγών κρεμούν από το παράθυρο ένα κόκκινο πανί με την επωνυμία «κοκκινοπεφτιάτικο» και όσο το κόκκινο πανί είναι κρεμασμένο στο μπαλκόνι ή στο παράθυρο δεν πλένουν ούτε απλώνουν ρούχα γιατί το θεωρούν κακό σημάδι. Επίσης κρατούν τη μπογιά σαράντα ημέρες, επειδή πιστεύουν ότι είναι «του Χριστού το αίμα» και την βαφή δεν την χύνουν αλλά την παραχώνουν.
Αν υπάρχει αβγό από μαύρη κότα το βάφουν πρώτο και το βάζουν στο εικονοστάσι. Όποτε πιάνει μπόρα το χρησιμοποιούν μαζί με την πυροστιά, όπου τα βάζουν ανάποδα στην αυλή για να διώξουν το χαλάζι.
Για το κόκκινο χρώμα των αβγών, η λαϊκή παράδοση έχει να παρουσιάσει ενδιαφέροντες μύθους. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν διαδόθηκε ότι ο Χριστός αναστήθηκε, πολλοί δεν το πίστεψαν, μια γυναίκα που κρατούσε αβγά σε ένα καλάθι, αμφισβήτησε ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο λέγοντας: «Θα ήταν σαν να μου λετε ότι τα άσπρα αβγά που κρατώ θα γίνουν κόκκινα». Τότε, ως εκ θαύματος, τα αβγά της νοικοκυράς άλλαξαν χρώμα.
Επίσης τη Μ. Πέμπτη ζυμώνουν τα τσουρέκια σε κουλούρες και ένα σε σχήμα σταυρού με τέσσερα κόκκινα αβγά στις άκρες και ένα άσπρο στη μέση το οποίο τρώνε την Λαμπρή και τα τσόφλια των αβγών τα παραχώνουν στα αμπέλια για να τα προφυλάξουν από το χαλάζι.
Παλαιότερα, όταν η πίστη διατηρούσε ακόμη κάποια στοιχεία δεισιδαιμονίας, μία κουλούρα φυλάσσονταν στο εικονοστάσι για να καταναλωθεί την Πρωτομαγιά για να προστατεύονται τα μέλη της οικογένειας από τα μάγια.
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Κορυφώνεται τη Μεγάλη Παρασκευή το θείο δράμα, η ορθοδοξία με κατάνυξη και ευλάβεια, βιώνει τα πάθη του Θεανθρώπου. Οι πιστοί συρρέουν στις εκκλησίες και παρακολουθούν την τελετή της αποκαθήλωσης.
Το βράδυ ψάλλουν το «Ώ γλυκύ μου έαρ» καθώς το πένθος κορυφώνεται. Κρατώντας αναμμένα κεριά, ακολουθούν τις περιφορές των Επιταφίων, που είναι στολισμένοι με πολύχρωμα λουλούδια.
Καθώς το πένθος κορυφώνεται τη Μεγάλη Παρασκευή ένα αρχαίο πένθιμο έθιμο αναβιώνει. Την ώρα που περνά Επιτάφιος οι νοικοκυρές βγάζουν στην εξώπορτα ένα πιάτο με φυτρωμένους σπόρους και το ξαναπαίρνουν στο σπίτι τα ξημερώματα.
Με την επιστροφή της πομπής του Επιταφίου μπροστά στην είσοδο του ναού γίνεται η αναπαράσταση της σκηνής των «κεκλεισμένων θυρών». Ο ιερέας παριστάνει τον Χριστό ενώπιον των πυλών της Κόλασης και ψέλνει τους στίχους του Δαυίδ «Αρατε πύλας, οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξας». Ο ψάλτης από μέσα παριστάνει το διάβολο προσπαθεί να εμποδίσει την είσοδο. Τελικά ο ιερέας σπρώχνει ορμητικά την πόρτα του ναού και μπαίνει μέσα ως λυτρωτής των αμαρτωλών.
ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ
Το Μεγάλο Σάββατο οι πιστοί αρχίζουν την προετοιμασία για το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης. Το βράδυ της ίδιας ημέρας ο ιερέας βροντοφωνάζει το «Χριστός Ανέστη» μέσα σε θορυβώδεις εκδηλώσεις (από εδώ και η παροιμιακή φράση «Έγινε ανάστα ο Θεός». Οι λαογράφοι συσχετίζουν το στοιχείο των θορύβων με την διαδεδομένη δοξασία ότι τα βλαβερά και εχθρικά πνεύματα διώχνονταν με εκφοβιστικούς κρότους).
Ένα από τα βασικότερα τελετουργικά στοιχεία της Ανάστασης είναι το αναστάσιμο φως, με κορυφαία στιγμή την πρόσκληση του ιερέα «Δεύτε λάβετε φως». Παίρνουν τότε οι πιστοί το αναστάσιμο φως και το μεταφέρουν στα σπίτια τους. Μπαίνοντας στο σπίτι «σταυρώνουν» πρώτα το ανώφλι της εξώπορτας και μετά ανανεώνουν το φως της καντήλας.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Η σφαγή του οβελία ακολουθεί συγκεκριμένο τελετουργικό, και συμβολίζει τη θυσία του Χριστού. Σε πολλές περιοχές ρίχνουν ομοίωμα του Ιούδα στη φωτιά το οποίο αποτελεί ένδειξη αγανάκτησης των πιστών για την πράξη προδοσίας του Ιούδα. Τέλος μετά την «Δεύτερη Ανάσταση» ακολουθεί λιτανεία των εικόνων και αρχίζει το παραδοσιακό σούβλισμα του οβελία με χορούς και τραγούδια.
«Αναστάσεως ημέρα λαμπρυθώμεν λαοί
Πάσχα, Κυρίου Πάσχα…»
Υμνολογία
Το Πάσχα για τους Θρακιώτες και γενικά για όλους τους Έλληνες είχε μια ξεχωριστή σημασία. Τον καιρό της Τουρκοκρατίας δεν σήμαινε μόνο τα πάθη και την Ανάσταση του Χριστού, αλλά συγχρόνως τα παθήματα, τις θυσίες και τους υπεράνθρωπους αγώνες για την Ανάσταση του Γένους.
Τα πασχαλινά έθιμα αρχίζουν το Σάββατο του Λαζάρου. Ο Φτωχολάζαρος είναι μια εξαιρετικά συμπαθητική θρησκευτική μορφή για τον Ελληνικό λαό.
Του Λαζάρου κατά ομάδες τα παιδιά γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας τα «λαζαρινά»
Σε πολλά χωριά της Θράκης γυρίζουν μόνο κορίτσια με κόκκινα φορέματα, οι «Λαζαρίτσες», κρατώντας κούκλα ή σκούπα ντυμένη με κουρέλια. Τα κορίτσια κρατώντας καλαθάκι στολισμένο κτυπούν τις πόρτες των σπιτιών τραγουδώντας:
Ήρτ’ ο Λάζαρος ήρταν τα βάγια
ήρτ’ η Κυργιακή που τρών’ τα ψάρια.
Οι κοτίτσες μας αυγά γεννούνε
κι οι φωλίτσες μας δεν τα χωρούνε.
Δωσ’ και μας κι εμάς να τα χαρούμε.
Την Μεγάλη Τετάρτη γίνεται το ευχέλαιο στην εκκλησία και σε πολλά σπίτια. Στην Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης οι νοικοκυρές ζύμωναν πρόσφορα και τα πήγαιναν στην εκκλησία. Με αυτά ο παπάς έριχνε μικρά τεμάχια στη Θ. Κοινωνία της Μ. Πέμπτης, που τα έλεγαν «μαργαριτάρια».
Την Μεγάλη Πέμπτη οι νοικοκυρές έβαφαν τα αυγά. Επίσης κρατούσαν την μπογιά σαράντα μέρες, επειδή πίστευαν ότι είναι του Χριστού το αίμα. Αν υπήρχε αυγό από μαύρη κότα το έβαφαν πρώτο και το έβαζαν στο εικονοστάσι. Αν φυλαχθεί κοκκινοπεφτιάτικο αυγό επτά χρόνια γίνεται φυλαχτό για το «μάτι» έλεγαν.
Στην Αίνο κρεμούσαν στον Εσταυρωμένο πετσέτες κεντημένες και πουκάμισα (τάματα). Τα αφιερώματα αυτά, τα διέθετε η εκκλησία σε δημοπρασία και τα χρήματα τα έδινε για κοινωφελείς σκοπούς.
Μετά τα δώδεκα ευαγγέλια πολλές γυναίκες ξενυχτούσαν τον Χριστό. Περνούσαν τη νύχτα ψέλνοντας ύμνους και τραγουδώντας θρησκευτικά άσματα.
Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται
σήμερα βάλανε βουλή οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά και τρισκαταραμένοι
ο Κύριος θέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό για να τον λάβουν όλοι.
Την Μεγάλη Παρασκευή ο λαός μας συμμετέχει στο δράμα του Θεανθρώπου. Στη Θράκη οι γυναίκες τα παλιά χρόνια ντύνονταν όλες στα μαύρα. Όλη τη μέρα οι γυναίκες φύλαγαν τον Επιτάφιο λέγοντας μοιρολόγια. Έγραφαν τα ονόματα ζωντανών και πεθαμένων που θα μνημόνευε ο παπάς. Τη μεταφορά του επιταφίου στο χωριό μας αναλάμβαναν κατά το έθιμο οι υπό στράτευση νέοι του χωριού. Κατά την ημέρα αυτή συνηθίζεται μικρά παιδιά να περνούν κάτω από τον επιτάφιο τρεις φορές σταυρωτά, για να είναι γερά.
Το Μ. Σάββατο είναι ημέρα αναμονής, όλοι περιμένουν με λαχτάρα το βράδυ της Ανάστασης. Το απόγευμα σε πολλά μέρη θυμιάζουν τα λημόρια (μνήματα) «γιατί οι πεθαμένοι ξυπνούν κατά την παράδοση μαζί με το Χριστό».
Στο Αλμαζή των Μαλγάρων το απόγευμα του Σαββάτου πριν το Χριστός Ανέστη οι κάτοικοι τοποθετούσαν κόκκινα αυγά στους τάφους των πεθαμένων. Σε αυτούς που δεν είχανε χρονίσει βάζανε μαύρα βαμμένα αυγά. Το έθιμο αυτό που το έφεραν οι πρόγονοί μας από το Αλμαζή εξακολουθεί να γίνεται και στο χωριό μας. Το έθιμο αυτό συσχετίζεται με την πίστη των αρχαίων Ελλήνων ότι το αυγό ήταν «…ιερόν του Ασκληπιού και το μεταχειρίζοντο ως κόσμημα των τάφων».
Πηγή: Παντίρης Κυριαζής
Πελοπόννησος
ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΕΘΙΜΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
Αρκαδία - Τρίπολη (Τσακωνιά)
Η νύκτα της Αναστάσεως στο Λεωνίδιο είναι η νύκτα των αεροστάτων, μοναδικό και φαντασμαγορικό έθιμο. Με το Χριστός Ανέστη παίρνουν φωτιά οι ‘’κολλημάρες’’ και τα αερόστατα ωθούνται προς τα πάνω. Ανεβαίνουν ψηλά και για 30-40 λεπτά κατακλύζουν τον ουρανό της ανοιξιάτικης αναστάσιμης νύκτας.
Το θέαμα είναι μοναδικό όταν καίγεται κάποιο αερόστατο από υπερβολικά μεγάλη ‘’κολλημάρα’’ ή από πολύ πετρέλαιο, η αγωνία κορυφώνεται διότι οι ανταγωνιστές των άλλων ενοριών κρατούν λογαριασμό αποτυχιών για να ακολουθήσουν τα πειράγματα το πρωί της Ανάστασης.
Την Κυριακή του Πάσχα, ο Δήμος Λεωνιδίου στον κήπο του Δημαρχείου έχει σούβλες με αρνιά και κοκορέτσια και φιλεύει όλους τους επισκέπτες.
Η ακολουθία της Αγάπης τελείται το απόγευμα, στην πλατεία 25ης Μαρτίου και το Ευαγγέλιο διαβάζεται και στην Τσακώνικη διάλεκτο.
Στον Τυρό Κυνουρίας η παράδοση καλά κρατεί. Τη Μεγάλη Παρασκευή η περιφορά των δύο επιτάφιων γίνεται στην παραλία με την συνοδεία των ψαροκάικων μέσα σε κατανυκτική ατμόσφαιρα.
Τη στιγμή της Ανάστασης, σε όλες τις ενορίες του χωριού οι Τσάκωνες μπουρλοτιέρηδες φωτίζουν τον Αναστάσιμο ουρανό με εκατοντάδες πυροτεχνήματα και αερόστατα.
Στην ενορία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στο λιμάνι θα γίνει το κάψιμο του Ιούδα μέσα στη θάλασσα πάνω σε ειδική σχεδία από τους Τσάκωνες πυρπολητές, ένα έθιμο που άρχισε από την εποχή της Τουρκοκρατίας και που φτάνει έως τις μέρες μας, ενώ στην ενορία της Αγίας Μαρίνας θα γίνει το κάψιμο του αφανού.
Την Κυριακή του Πάσχα η τελετή της Αγάπης τελείται στην πλατεία του χωριού και η ανάγνωση του Ευαγγελίου γίνεται στην Τσακώνικη διάλεκτο. Ακολουθεί γλέντι με σούβλες, ντόπιο κρασί και λαϊκή ορχήστρα, ενώ το χορευτικό του πολιτιστικού συλλόγου χορεύει τον ιστορικό Τσακώνικο χορό.
Μεσσηνία - Καλαμάτα
Βγαλμένο από τη Μεσσηνιακή ιστορία και τους ηρωικούς αγώνες των κατοίκων της Καλαμάτας κατά των Τούρκων, είναι το διάσημο πλέον έθιμο του σαΐτοπόλεμου. Σύμφωνα με την παράδοση, οι Μεσσήνιοι χρησιμοποίησαν τις σαΐτες για να αναχαιτίσουν το ιππικό των Τούρκων. Ο δυνατός θόρυβος και ο κρότος που προκάλεσαν τρόμαξαν τα άλογα τόσο πολύ που έριξαν κάτω τους αναβάτες τους και έφυγαν φοβισμένα. Οι σαΐτολόγοι προετοιμάζονται όλον τον χρόνο για εκείνη την ημέρα. Ετοιμάζουν τα χαρμάνια και γεμίζουν τους χαρτονένιους σωλήνες που θα σκάσουν την Κυριακή του Πάσχα. Οι συμμετέχοντες χωρίζονται σε ομάδες των 10-15 ατόμων, οι οποίες διαθέτουν λάβαρο, σαλπιγκτή και επικεφαλής. Πολλοί από αυτούς φορούν παραδοσιακές στολές, ενώ οι υπόλοιποι προτιμούν πρόχειρα ρούχα και στρατιωτικές στολές. Με το σύνθημα της έναρξης οι σαΐτες ανάβουν και η εκκωφαντική φασαρία ξεσηκώνει το πλήθος που ζητωκραυγάζει. Οι σαΐτολόγοι αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερο πάθος και ενθουσιασμό το συγκεκριμένο έθιμο, και εκφράζονται κάπως έτσι:
«Η μέση λυγίζει, τα γόνατα σπάνε, τα πόδια ψαλίδια, η πλάτη σκυμμένη, το κεφάλι χαμηλά, βλέμμα μακρινό, μυαλό σε έκσταση, χέρια φτερούγες». Η... νιρβάνα του σαϊτολόγου! Το έθιμο παλαιότερα αναβίωνε στο δημοτικό στάδιο του Μεσσηνιακού, όμως τα τελευταία χρόνια γίνεται στη Δυτική Παραλία (Παλιά Σφαγεία). Εκτός από την Καλαμάτα το έθιμο αναβιώνει στην Μεσσήνη και την Αιθαία.
Λακωνία – Μάνη
Το ψητό αρνί, τα κόκκινα αυγά και οι γαλατόπιττες είναι τα τρία απαραίτητα εδέσματα της λαμπρής, παμπάλαια καθιερωμένα.
Πρωί - πρωί μόλις βγει ο ήλιος της Λαμπρής, αρχίζει στα χωριά το ψήσιμο του αρνιού στη σούβλα. Ανάβουν έξω από το σπίτι τη φωτιά με κληματόβεργες, που κάνουν το σφαχτό πιο νόστιμο. «Το ψήσιμο είναι τέχνη», λένε οι τσομπάνηδές μας. Αναλαμβάνει λοιπόν ο πιο έμπειρος του σπιτιού. Αρχίζει το γύρισμα της ξύλινης σούβλας σιγά - σιγά, κι' όχι πολύ κοντά στη φωτιά, για να μην «πάρει», να μη φρυγανισθεί το αρνί πριν της ώρας του. Όσο ροδίζει και ζεσταίνεται, τόσο πλησιάζει τη φωτιά η σούβλα. Δίπλα ετοιμάζονται τα κοκορέτσια, τα γλυκάδια και οι μεζέδες για να συνοδεύσουν τα ποτήρια το κρασί, που θα πιούν οι παρέες των συγγενών και φίλων, περνώντας απ’ τις ψησταριές να πουν τα «Χρόνια Πολλά» και το «Χριστός Ανέστη». Κι αλίμονο σ’ όποιον βρουν να έχει άπαχο αρνί στη σούβλα του.
Είναι ζήτημα φιλοτιμίας στα χωριά το καλό λαμπριάτικο αρνί. Γι' αυτό πολλοί τρέφουν καλά μια ξεχωριστή προβατίνα, τη «μανάρα», που θα γεννήσει το λαμπρινό. Το αρνί αυτό δεν το «αποκόβουν σαν έλθη η ώρα του. Το αφήνουν να πιεί πολύ γάλα από τη μάνα του» Έτσι γίνεται παχύ και νόστιμο και φθάνει συχνά στους πέντε μήνες να ζυγίζει πάνω από 20 κιλά. Τη Μεγάλη Πέμπτη ο «λαμπρινός» στολίζεται με μια κόκκινη κορδέλα στο λαιμό ή σημαδεύεται, στη ράχη με κόκκινη βαφή. Την ίδια μέρα φθάνουν στο χωριό και οι τσοπάνηδες με το κοπάδι τα μανάρια, που θα αγοράσουν απ’ αυτούς οι πιο πολλοί χωρικοί. «Δεν στέργει όμως η πλάτη των αρνιών αυτών», λεν οι γέροι βοσκοί κι' οι άλλοι ειδικοί. που μαντεύουν τα μελλούμενα της ωμοπλάτης το κόκαλο στον ήλιο. Για να δείξει την τύχη του νοικοκύρη, η «σπάλα» του αρνιού της Λαμπρής, πρέπει να φάει το ζωντανό απ' το χέρι του πολλές φορές, να μείνει καιρό στο σπίτι και να συνδεθεί μ' αυτόν. Είναι κι’ αυτό κάπως ένας ακόμα λόγος, που ανατρέφουν τους «λαμπρινούς».
Ένα άλλο έθιμο, σχετικό με τη μαντική και τούτο, γίνεται σε μερικά χωριά με τα κόκκινα αυγά, το δεύτερο αυτό χαρακτηριστικό πασχαλινό φαγώσιμο.
Παραχώνουν στη γη ένα αυγό τη Μεγάλη Πέμπτη και το βγάζουν την Κυριακή. Απ' τα σχήματα των κηλίδων, που έχουν σχηματισθεί πάνω στο τσόφλι, προλέγουν οι εμπειρικοί τα μέλλοντα.
Τα αυγά, στα χωριά, τα μαζεύουν από τη Μεγάλη Σαρακοστή ,που τότε δεν τα τρων γιατί νηστεύουν. Παλαιότερα, ήταν γενική συνήθεια να τα πηγαίνουν στην εκκλησία να τα ευλογήσει ο παπάς, πριν ακόμη τα θάψουν, τη Μεγάλη Πέμπτη.
Άλλο έθιμο που γίνεται στην πατρίδα μας τη Μάνη, είναι και το ζύμωμα. Από την Μεγάλη Πέμπτη ζυμώνουν οι νοικοκυρές από μια λαμπριάτικη κουλούρα, με «επτάζυμο ζυμάρι» για καθέναν του σπιτιού, τους βαφτισιμιούς, τους συγγενείς και τους φίλους - ακόμη και γι' αυτούς που λείπουν στα ξένα - και ετοιμάζουν τη νόστιμη γαλακόπιτα.
Αχαϊα
Άνω Καστρίτσι: Θρησκευτική δέηση και πομπή
Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα στο Άνω Καστρίτσι αναβιώνει ένα έθιμο που έρχεται από τα βάθη των αιώνων. Η παράδοση θέλει τους κατοίκους του Άνω Καστριτσίου να τελούν θρησκευτικές δεήσεις στην προ¬σπάθεια τους να προφυλάξουν το χωριό από κάποια καταστροφή. Άλλοι λένε από λοιμό ή διάφορες επιδημίες και άλλοι από κατολισθήσεις. Οι κάτοικοι λοιπόν κατόπιν προτροπής των ιερωμένων πραγματοποιούσαν θρησκευτική λιτανεία και δέηση, περιφέροντας τις άγιες εικόνες σε κύκλο σε όλα τα υψώματα γύρω από το χωριό. Έτσι κι εφέτος τηρώντας την παράδοση τη Δευτέρα το πρωί θα αρχίσει η δέηση ή λέηση (στην τοπική διάλεκτο), από την κεντρική εκκλησία, θα προηγείται της πομπής η εικόνα της Ανάστασης και θα ακολουθούν σημαίες, εξαπτέρυγα και εικόνες που κρατούν οι κάτοικοι του χωριού ντυμένοι με παραδοσιακές στολές. Καθ' όλη τη διάρκεια της πομπής οι κάτοικοι επικαλούνται το «Κύριε Ελέησον». Η πομπή ακολουθεί περιμετρική διαδρομή σε κάθε ξωκλήσι, οι ιερείς "βγάζουν" ύψωμα σε συγκεκριμένο υπεραιωνόβιο δέντρο και καταλήγουν στο ξωκλήσι της Παναγίας, όπου τελείται Θεία Λειτουργία. Στη συνέχεια, όλοι όσοι συμμετέχουν στην πομπή, μικροί, μεγάλοι, ντόπιοι και επισκέπτες αφού έχουν διανύσει πεζοπορία πέντε ωρών περίπου καταλήγουν στην κεντρική πλατεία. Εκεί ο παπάς σύρει πρώτος το χορό με όλους τους φουστανελάδες και ακολουθεί γλέντι με ψητά αρνιά, κόκκινα αυγά, κουλούρια και κρασί.
Τεμένη Αιγίου: Καινε τον Ιούδα
Την Κυριακή του Πάσχα ή της Αγάπης, στην Τέμενη Αιγίου στην πλατεία του χωριού τελείται το έθιμο της καύσης του Ιούδα. Το έθιμο αναβιώνει από τον Πολιτιστικό Σύλλογο της περιοχής. Το βράδυ στην πλατεία μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου πραγματοποιείται θεατρικό δρώμενο που αναπαριστά τη δίκη του Ιούδα, του οποίου στο τέλος ρί¬χνουν το ομοίωμα στη φωτιά.
Τουρλάδες Καλαβρύτων: Το έθιμο της «Κουλούρας»
Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, γιορτάζεται το έθιμο της «Κουλούρας». Σε αυτό οι συμμετέχοντες λαμβάνουν μέρος σε αγώνα δρόμου, ο οποίος βέβαια γίνεται μέσα στην ανθισμένη φύση. Το έπαθλο του νικητή είναι μια «κουλούρα», ένα είδος ψωμιού με γλυκιά γεύση, που παρασκευάζεται τη Μεγάλη Πέμπτη μαζί με τα κόκκινα αυγά από ανύπαντρες κοπέλες του χωριού. Οι νικητές τεμαχίζουν τις κουλούρες και τις μοιράζουν στους παρευρισκόμενους.
«Κουλούρα» και στην Χαλανδρίτσα
Το έθιμο της Κουλούρας αναβιώνει και στην Χαλανδρίτσα. Ανήμερα της εορτής του Αγίου Γεωργίου το ομώνυμο ξωκλήσι της περιοχής ανοίγει τις πύλες του για να γιορτάσουν όλοι μαζί αναβιώνοντας παλαιά έθιμα χρόνων. Αρκετοί πιστοί ντόπιοι αλλά και επισκέπτες παρευρίσκονται στο εκκλησάκι του Αϊ Γιώργη για να παρακολουθήσουν τη Θεία λειτουργία καθώς και τους ιππείς, οι οποίοι συμμετέχουν στον αγώνα για την Κουλούρα.
Βασιλικό: Έφιπποι στον Αϊ Γιώργη
Κάθε χρόνο στο Δημοτικό Διαμέρισμα Βασιλικού Φαρρών αναβιώνει τη Δευτέρα του Πάσχα το έθιμο της λιτάνευσης της εικόνας του Αγίου Γεωργίου (προστάτη της περιοχής) με τη συνοδεία αλόγων.
Εκατοντάδες πιστοί πηγαίνουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να παρακολουθήσουν τη πανηγυρική Θεία Λειτουργία καθώς και την έφιππη λιτάνευση της εικόνας του Αγίου.
Μετά τη Θεία Λειτουργία ακολουθεί στους δρόμους του Βασιλικού η λιτάνευση της εικόνας, όπου της πομπής προηγείτο νεαροί έφιπποι οι οποίοι κρατούσαν την ελληνική σημαία και το λάβαρο της εκκλησίας, στη συνέχεια ακολουθούν ιερείς με την εικόνα και οι πιστοί.
Το συγκεκριμένο έθιμο αναβιώνει τα τελευταία πέντε χρόνια στην περιοχή ανήμερα της εορτής του Αγίου Γεωργίου. Οι νέοι του οικισμού προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανό αυτό το ξεχωριστό έθιμο γι΄ αυτό το λόγο και η συμμετοχή τους είναι μεγάλη.
Από την προηγούμενη ημέρα οι γυναίκες του Βασιλικού ετοιμάζουν διάφορα γλυκίσματα, τα οποία και μοιράζουν στους πιστούς έξω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Έφιπποι και στην Κρήνη Συμπολιτείας
Με επιτυχία πραγματοποιείται στο Δ.Δ. Κρήνη του Δήμου Συμπολιτείας η αναβίωση του παλαιού τοπικού εθίμου με αγώνες ιπποδρομίας μετά τον εορτασμό του Αγίου Γεωργίου σε ομώνυμο ξωκλήσι της περιοχής. Μετά τη Θεία Λειτουργία στο ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου οι καβαλάρηδες ιδιοκτήτες των αλόγων που συμμετείχαν στην ιπποδρομία προσκύνησαν ένας – ένας την εικόνα του Αγίου και ξικηνούν τον αγώνα. Η διαδρομή που κάνουν είναι από το ξωκλήσι μέχρι την πλατεία του χωριού Κρήνη. Η εκδήλωση συνδιοργανώνεται από τον Δήμο Συμπολιτείας και τον Ιππικό Όμιλο Αιγίου.
Διακοπτό: Υπαίθριο ψήσιμο
Αρκετές είναι οι εκδηλώσεις που τελούνται την εβδομάδα της Διακαινησίμου, δηλαδή την εβδομάδα μετά το Πάσχα. Στο μεταξύ, την Κυριακή του Πάσχα ψήνουν αρνιά σε κάθε γειτονιά, με πειράγματα για τον πιο καλοψημένο οβελία, καθώς επίσης χορό και τραγούδι.
ΠΗΓΕΣ: «Ο Φάρος της Λακωνίας», Τετάρτη 22 Απριλίου 1981, έτος 29ο, αρ.φ. 439.
http://www.thebest.gr/news/index/viewStory/12509 - Πέπη Ρουμελιώτη
http://www.mani.org.gr/ithi/pasha/pasha.htm
http://omogeneia.ana-mpa.gr/press.php?id=9532 (ΑΠΕ-ΜΠΕ)
http://www.scribd.com/doc/
http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=13175&subid=2&pubid=10907109
Αρκαδία - Τρίπολη (Τσακωνιά)
Η νύκτα της Αναστάσεως στο Λεωνίδιο είναι η νύκτα των αεροστάτων, μοναδικό και φαντασμαγορικό έθιμο. Με το Χριστός Ανέστη παίρνουν φωτιά οι ‘’κολλημάρες’’ και τα αερόστατα ωθούνται προς τα πάνω. Ανεβαίνουν ψηλά και για 30-40 λεπτά κατακλύζουν τον ουρανό της ανοιξιάτικης αναστάσιμης νύκτας.
Το θέαμα είναι μοναδικό όταν καίγεται κάποιο αερόστατο από υπερβολικά μεγάλη ‘’κολλημάρα’’ ή από πολύ πετρέλαιο, η αγωνία κορυφώνεται διότι οι ανταγωνιστές των άλλων ενοριών κρατούν λογαριασμό αποτυχιών για να ακολουθήσουν τα πειράγματα το πρωί της Ανάστασης.
Την Κυριακή του Πάσχα, ο Δήμος Λεωνιδίου στον κήπο του Δημαρχείου έχει σούβλες με αρνιά και κοκορέτσια και φιλεύει όλους τους επισκέπτες.
Η ακολουθία της Αγάπης τελείται το απόγευμα, στην πλατεία 25ης Μαρτίου και το Ευαγγέλιο διαβάζεται και στην Τσακώνικη διάλεκτο.
Στον Τυρό Κυνουρίας η παράδοση καλά κρατεί. Τη Μεγάλη Παρασκευή η περιφορά των δύο επιτάφιων γίνεται στην παραλία με την συνοδεία των ψαροκάικων μέσα σε κατανυκτική ατμόσφαιρα.
Τη στιγμή της Ανάστασης, σε όλες τις ενορίες του χωριού οι Τσάκωνες μπουρλοτιέρηδες φωτίζουν τον Αναστάσιμο ουρανό με εκατοντάδες πυροτεχνήματα και αερόστατα.
Στην ενορία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στο λιμάνι θα γίνει το κάψιμο του Ιούδα μέσα στη θάλασσα πάνω σε ειδική σχεδία από τους Τσάκωνες πυρπολητές, ένα έθιμο που άρχισε από την εποχή της Τουρκοκρατίας και που φτάνει έως τις μέρες μας, ενώ στην ενορία της Αγίας Μαρίνας θα γίνει το κάψιμο του αφανού.
Την Κυριακή του Πάσχα η τελετή της Αγάπης τελείται στην πλατεία του χωριού και η ανάγνωση του Ευαγγελίου γίνεται στην Τσακώνικη διάλεκτο. Ακολουθεί γλέντι με σούβλες, ντόπιο κρασί και λαϊκή ορχήστρα, ενώ το χορευτικό του πολιτιστικού συλλόγου χορεύει τον ιστορικό Τσακώνικο χορό.
Μεσσηνία - Καλαμάτα
Βγαλμένο από τη Μεσσηνιακή ιστορία και τους ηρωικούς αγώνες των κατοίκων της Καλαμάτας κατά των Τούρκων, είναι το διάσημο πλέον έθιμο του σαΐτοπόλεμου. Σύμφωνα με την παράδοση, οι Μεσσήνιοι χρησιμοποίησαν τις σαΐτες για να αναχαιτίσουν το ιππικό των Τούρκων. Ο δυνατός θόρυβος και ο κρότος που προκάλεσαν τρόμαξαν τα άλογα τόσο πολύ που έριξαν κάτω τους αναβάτες τους και έφυγαν φοβισμένα. Οι σαΐτολόγοι προετοιμάζονται όλον τον χρόνο για εκείνη την ημέρα. Ετοιμάζουν τα χαρμάνια και γεμίζουν τους χαρτονένιους σωλήνες που θα σκάσουν την Κυριακή του Πάσχα. Οι συμμετέχοντες χωρίζονται σε ομάδες των 10-15 ατόμων, οι οποίες διαθέτουν λάβαρο, σαλπιγκτή και επικεφαλής. Πολλοί από αυτούς φορούν παραδοσιακές στολές, ενώ οι υπόλοιποι προτιμούν πρόχειρα ρούχα και στρατιωτικές στολές. Με το σύνθημα της έναρξης οι σαΐτες ανάβουν και η εκκωφαντική φασαρία ξεσηκώνει το πλήθος που ζητωκραυγάζει. Οι σαΐτολόγοι αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερο πάθος και ενθουσιασμό το συγκεκριμένο έθιμο, και εκφράζονται κάπως έτσι:
«Η μέση λυγίζει, τα γόνατα σπάνε, τα πόδια ψαλίδια, η πλάτη σκυμμένη, το κεφάλι χαμηλά, βλέμμα μακρινό, μυαλό σε έκσταση, χέρια φτερούγες». Η... νιρβάνα του σαϊτολόγου! Το έθιμο παλαιότερα αναβίωνε στο δημοτικό στάδιο του Μεσσηνιακού, όμως τα τελευταία χρόνια γίνεται στη Δυτική Παραλία (Παλιά Σφαγεία). Εκτός από την Καλαμάτα το έθιμο αναβιώνει στην Μεσσήνη και την Αιθαία.
Λακωνία – Μάνη
Το ψητό αρνί, τα κόκκινα αυγά και οι γαλατόπιττες είναι τα τρία απαραίτητα εδέσματα της λαμπρής, παμπάλαια καθιερωμένα.
Πρωί - πρωί μόλις βγει ο ήλιος της Λαμπρής, αρχίζει στα χωριά το ψήσιμο του αρνιού στη σούβλα. Ανάβουν έξω από το σπίτι τη φωτιά με κληματόβεργες, που κάνουν το σφαχτό πιο νόστιμο. «Το ψήσιμο είναι τέχνη», λένε οι τσομπάνηδές μας. Αναλαμβάνει λοιπόν ο πιο έμπειρος του σπιτιού. Αρχίζει το γύρισμα της ξύλινης σούβλας σιγά - σιγά, κι' όχι πολύ κοντά στη φωτιά, για να μην «πάρει», να μη φρυγανισθεί το αρνί πριν της ώρας του. Όσο ροδίζει και ζεσταίνεται, τόσο πλησιάζει τη φωτιά η σούβλα. Δίπλα ετοιμάζονται τα κοκορέτσια, τα γλυκάδια και οι μεζέδες για να συνοδεύσουν τα ποτήρια το κρασί, που θα πιούν οι παρέες των συγγενών και φίλων, περνώντας απ’ τις ψησταριές να πουν τα «Χρόνια Πολλά» και το «Χριστός Ανέστη». Κι αλίμονο σ’ όποιον βρουν να έχει άπαχο αρνί στη σούβλα του.
Είναι ζήτημα φιλοτιμίας στα χωριά το καλό λαμπριάτικο αρνί. Γι' αυτό πολλοί τρέφουν καλά μια ξεχωριστή προβατίνα, τη «μανάρα», που θα γεννήσει το λαμπρινό. Το αρνί αυτό δεν το «αποκόβουν σαν έλθη η ώρα του. Το αφήνουν να πιεί πολύ γάλα από τη μάνα του» Έτσι γίνεται παχύ και νόστιμο και φθάνει συχνά στους πέντε μήνες να ζυγίζει πάνω από 20 κιλά. Τη Μεγάλη Πέμπτη ο «λαμπρινός» στολίζεται με μια κόκκινη κορδέλα στο λαιμό ή σημαδεύεται, στη ράχη με κόκκινη βαφή. Την ίδια μέρα φθάνουν στο χωριό και οι τσοπάνηδες με το κοπάδι τα μανάρια, που θα αγοράσουν απ’ αυτούς οι πιο πολλοί χωρικοί. «Δεν στέργει όμως η πλάτη των αρνιών αυτών», λεν οι γέροι βοσκοί κι' οι άλλοι ειδικοί. που μαντεύουν τα μελλούμενα της ωμοπλάτης το κόκαλο στον ήλιο. Για να δείξει την τύχη του νοικοκύρη, η «σπάλα» του αρνιού της Λαμπρής, πρέπει να φάει το ζωντανό απ' το χέρι του πολλές φορές, να μείνει καιρό στο σπίτι και να συνδεθεί μ' αυτόν. Είναι κι’ αυτό κάπως ένας ακόμα λόγος, που ανατρέφουν τους «λαμπρινούς».
Ένα άλλο έθιμο, σχετικό με τη μαντική και τούτο, γίνεται σε μερικά χωριά με τα κόκκινα αυγά, το δεύτερο αυτό χαρακτηριστικό πασχαλινό φαγώσιμο.
Παραχώνουν στη γη ένα αυγό τη Μεγάλη Πέμπτη και το βγάζουν την Κυριακή. Απ' τα σχήματα των κηλίδων, που έχουν σχηματισθεί πάνω στο τσόφλι, προλέγουν οι εμπειρικοί τα μέλλοντα.
Τα αυγά, στα χωριά, τα μαζεύουν από τη Μεγάλη Σαρακοστή ,που τότε δεν τα τρων γιατί νηστεύουν. Παλαιότερα, ήταν γενική συνήθεια να τα πηγαίνουν στην εκκλησία να τα ευλογήσει ο παπάς, πριν ακόμη τα θάψουν, τη Μεγάλη Πέμπτη.
Άλλο έθιμο που γίνεται στην πατρίδα μας τη Μάνη, είναι και το ζύμωμα. Από την Μεγάλη Πέμπτη ζυμώνουν οι νοικοκυρές από μια λαμπριάτικη κουλούρα, με «επτάζυμο ζυμάρι» για καθέναν του σπιτιού, τους βαφτισιμιούς, τους συγγενείς και τους φίλους - ακόμη και γι' αυτούς που λείπουν στα ξένα - και ετοιμάζουν τη νόστιμη γαλακόπιτα.
Αχαϊα
Άνω Καστρίτσι: Θρησκευτική δέηση και πομπή
Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα στο Άνω Καστρίτσι αναβιώνει ένα έθιμο που έρχεται από τα βάθη των αιώνων. Η παράδοση θέλει τους κατοίκους του Άνω Καστριτσίου να τελούν θρησκευτικές δεήσεις στην προ¬σπάθεια τους να προφυλάξουν το χωριό από κάποια καταστροφή. Άλλοι λένε από λοιμό ή διάφορες επιδημίες και άλλοι από κατολισθήσεις. Οι κάτοικοι λοιπόν κατόπιν προτροπής των ιερωμένων πραγματοποιούσαν θρησκευτική λιτανεία και δέηση, περιφέροντας τις άγιες εικόνες σε κύκλο σε όλα τα υψώματα γύρω από το χωριό. Έτσι κι εφέτος τηρώντας την παράδοση τη Δευτέρα το πρωί θα αρχίσει η δέηση ή λέηση (στην τοπική διάλεκτο), από την κεντρική εκκλησία, θα προηγείται της πομπής η εικόνα της Ανάστασης και θα ακολουθούν σημαίες, εξαπτέρυγα και εικόνες που κρατούν οι κάτοικοι του χωριού ντυμένοι με παραδοσιακές στολές. Καθ' όλη τη διάρκεια της πομπής οι κάτοικοι επικαλούνται το «Κύριε Ελέησον». Η πομπή ακολουθεί περιμετρική διαδρομή σε κάθε ξωκλήσι, οι ιερείς "βγάζουν" ύψωμα σε συγκεκριμένο υπεραιωνόβιο δέντρο και καταλήγουν στο ξωκλήσι της Παναγίας, όπου τελείται Θεία Λειτουργία. Στη συνέχεια, όλοι όσοι συμμετέχουν στην πομπή, μικροί, μεγάλοι, ντόπιοι και επισκέπτες αφού έχουν διανύσει πεζοπορία πέντε ωρών περίπου καταλήγουν στην κεντρική πλατεία. Εκεί ο παπάς σύρει πρώτος το χορό με όλους τους φουστανελάδες και ακολουθεί γλέντι με ψητά αρνιά, κόκκινα αυγά, κουλούρια και κρασί.
Τεμένη Αιγίου: Καινε τον Ιούδα
Την Κυριακή του Πάσχα ή της Αγάπης, στην Τέμενη Αιγίου στην πλατεία του χωριού τελείται το έθιμο της καύσης του Ιούδα. Το έθιμο αναβιώνει από τον Πολιτιστικό Σύλλογο της περιοχής. Το βράδυ στην πλατεία μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου πραγματοποιείται θεατρικό δρώμενο που αναπαριστά τη δίκη του Ιούδα, του οποίου στο τέλος ρί¬χνουν το ομοίωμα στη φωτιά.
Τουρλάδες Καλαβρύτων: Το έθιμο της «Κουλούρας»
Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, γιορτάζεται το έθιμο της «Κουλούρας». Σε αυτό οι συμμετέχοντες λαμβάνουν μέρος σε αγώνα δρόμου, ο οποίος βέβαια γίνεται μέσα στην ανθισμένη φύση. Το έπαθλο του νικητή είναι μια «κουλούρα», ένα είδος ψωμιού με γλυκιά γεύση, που παρασκευάζεται τη Μεγάλη Πέμπτη μαζί με τα κόκκινα αυγά από ανύπαντρες κοπέλες του χωριού. Οι νικητές τεμαχίζουν τις κουλούρες και τις μοιράζουν στους παρευρισκόμενους.
«Κουλούρα» και στην Χαλανδρίτσα
Το έθιμο της Κουλούρας αναβιώνει και στην Χαλανδρίτσα. Ανήμερα της εορτής του Αγίου Γεωργίου το ομώνυμο ξωκλήσι της περιοχής ανοίγει τις πύλες του για να γιορτάσουν όλοι μαζί αναβιώνοντας παλαιά έθιμα χρόνων. Αρκετοί πιστοί ντόπιοι αλλά και επισκέπτες παρευρίσκονται στο εκκλησάκι του Αϊ Γιώργη για να παρακολουθήσουν τη Θεία λειτουργία καθώς και τους ιππείς, οι οποίοι συμμετέχουν στον αγώνα για την Κουλούρα.
Βασιλικό: Έφιπποι στον Αϊ Γιώργη
Κάθε χρόνο στο Δημοτικό Διαμέρισμα Βασιλικού Φαρρών αναβιώνει τη Δευτέρα του Πάσχα το έθιμο της λιτάνευσης της εικόνας του Αγίου Γεωργίου (προστάτη της περιοχής) με τη συνοδεία αλόγων.
Εκατοντάδες πιστοί πηγαίνουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να παρακολουθήσουν τη πανηγυρική Θεία Λειτουργία καθώς και την έφιππη λιτάνευση της εικόνας του Αγίου.
Μετά τη Θεία Λειτουργία ακολουθεί στους δρόμους του Βασιλικού η λιτάνευση της εικόνας, όπου της πομπής προηγείτο νεαροί έφιπποι οι οποίοι κρατούσαν την ελληνική σημαία και το λάβαρο της εκκλησίας, στη συνέχεια ακολουθούν ιερείς με την εικόνα και οι πιστοί.
Το συγκεκριμένο έθιμο αναβιώνει τα τελευταία πέντε χρόνια στην περιοχή ανήμερα της εορτής του Αγίου Γεωργίου. Οι νέοι του οικισμού προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανό αυτό το ξεχωριστό έθιμο γι΄ αυτό το λόγο και η συμμετοχή τους είναι μεγάλη.
Από την προηγούμενη ημέρα οι γυναίκες του Βασιλικού ετοιμάζουν διάφορα γλυκίσματα, τα οποία και μοιράζουν στους πιστούς έξω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Έφιπποι και στην Κρήνη Συμπολιτείας
Με επιτυχία πραγματοποιείται στο Δ.Δ. Κρήνη του Δήμου Συμπολιτείας η αναβίωση του παλαιού τοπικού εθίμου με αγώνες ιπποδρομίας μετά τον εορτασμό του Αγίου Γεωργίου σε ομώνυμο ξωκλήσι της περιοχής. Μετά τη Θεία Λειτουργία στο ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου οι καβαλάρηδες ιδιοκτήτες των αλόγων που συμμετείχαν στην ιπποδρομία προσκύνησαν ένας – ένας την εικόνα του Αγίου και ξικηνούν τον αγώνα. Η διαδρομή που κάνουν είναι από το ξωκλήσι μέχρι την πλατεία του χωριού Κρήνη. Η εκδήλωση συνδιοργανώνεται από τον Δήμο Συμπολιτείας και τον Ιππικό Όμιλο Αιγίου.
Διακοπτό: Υπαίθριο ψήσιμο
Αρκετές είναι οι εκδηλώσεις που τελούνται την εβδομάδα της Διακαινησίμου, δηλαδή την εβδομάδα μετά το Πάσχα. Στο μεταξύ, την Κυριακή του Πάσχα ψήνουν αρνιά σε κάθε γειτονιά, με πειράγματα για τον πιο καλοψημένο οβελία, καθώς επίσης χορό και τραγούδι.
ΠΗΓΕΣ: «Ο Φάρος της Λακωνίας», Τετάρτη 22 Απριλίου 1981, έτος 29ο, αρ.φ. 439.
http://www.thebest.gr/news/index/viewStory/12509 - Πέπη Ρουμελιώτη
http://www.mani.org.gr/ithi/pasha/pasha.htm
http://omogeneia.ana-mpa.gr/press.php?id=9532 (ΑΠΕ-ΜΠΕ)
http://www.scribd.com/doc/
http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=13175&subid=2&pubid=10907109