Στην παρούσα σελίδα θα βρείτε πληροφορίες για τις εξής περιοχές: Κρήτη, Μακεδονία, Ήπειρος, Σμύρνη, Πόντος, Κύπρος, Θράκη και Πελοπόννησος.
Κρήτη
Σημαντικό ρόλο στην ζωή των Κρητικών κατείχαν επίσης και οι μεγάλες γιορτές της Ορθοδοξίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα έθιμα των Χριστουγέννων. Κάποια από αυτά είναι: «το σφάξιμο του χοίρου», «το χριστόψωμο», «το ποδαρικό», «τα κάλαντα» κ. α
Το σφάξιμο του χοίρου Παλαιότερα στα χωριά ήταν έθιμο κάθε οικογένεια να μεγαλώνει ένα γουρούνι, το "χοίρο", όπως το έλεγαν. Ο χοίρος σφάζονταν την παραμονή των Χριστουγέννων κι ήταν το κύριο Χριστουγεννιάτικο έδεσμα. Τον χοίρο τον έσφαζαν την ημέρα των Αγίων Δέκα και έφτιαχναν: λουκάνικα, απάκια, πηχτή ή τσιλαδιά, σύγλινα (δηλαδή το κρέας του γουρουνιού κομμένο σε μικρά κομμάτια, που το έψηναν και το έβαζαν σε μεγάλα δοχεία και το κάλυπταν με το λιωμένο λίπος του ζώου), ομαθιές (έντερα χοίρου γεμισμένα με ρύζι, σταφίδες και κομματάκια συκώτι), τσιγαρίδες (κομμάτια μαγειρεμένου λίπους με μπαχαρικά που το έτρωγαν με ζυμωτό ψωμί για κολατσιό, όταν μάζευαν τις ελιές). Το Χριστόψωμο Το ζύμωμα του χριστόψωμου θεωρείται έργο θείο και είναι έθιμο καθαρά Χριστιανικό. Οι γυναίκες φτιάχνουν τη ζύμη με ιδιαίτερη ευλάβεια και υπομονή. Το ζύμωμα είναι μια ιεροτελεστία. Χρησιμοποιούν ακριβά υλικά, όπως ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα, και κατά τη διάρκεια του ζυμώματος λένε: "Ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει." Πλάθουν το ζυμάρι και παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες απ' τη ζύμη. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι ή ένα αυγό, συμβολίζοντας τη γονιμότητα. Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί, αφού αυτό θα στηρίξει τη ζωή του νοικοκύρη και της οικογένειάς του. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, δίνοντας πολλές ευχές. Στο Ηράκλειο υπάρχει και το έθιμο της μπουγάτσας, όπου οι κάτοικοι καταναλώνουν ανήμερα της Πρωτοχρονιάς μεγάλες ποσότητες μπουγάτσας θέλοντας να είναι γλυκιά η πρώτη τους γεύση. Μάλιστα σε όλους τους δρόμους του Ηρακλείου την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στήνονται υπαίθριοι πάγκοι για την διανομή μπουγάτσας. Παλιότερα, από την παραμονή των Χριστουγέννων οι γεωργοί, οι βοσκοί και οι ναυτικοί έλεγαν "πώς παλεύουν οι καιροί και οι αέρηδες ποιος θα γεννηθεί και ποιος θα βαπτισθεί''. Οποίος γεννηθεί, όποιος δηλαδή υπερισχύσει και βγει νικητής την ημέρα των Χριστουγέννων, αυτός θα υπερισχύσει μέχρι και τα Φώτα, αλλά και ολόκληρο τον καινούργιο χρόνο. Πιο παλιά το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων έκοβαν κλαδιά και βλαστούς οι νοικοκυρές και οι κόρες και τα πήγαιναν στο σπίτι. Τα έβαζαν σε ποτήρι με νερό και προσμονούσαν να ανθίσουν. Το "ακοίμητο" τζάκι με τα μεγάλα κούτσουρα εξακολουθεί και τις ημέρες μας να δίνει τον τόνο μιας γιορτής οικογενειακής που όλοι αναζητούν ελπίζοντας σε ένα καλύτερο νέο έτος. Οι παλαιότεροι έλεγαν πώς μέσα από την αθρακιά -την στάχτη- μπορούσαν να μαντέψουν τα μελλούμενα. Πηγή:2810.gr Το ποδαρικό Για να πάει καλά ο χρόνος που έρχεται, την Πρωτοχρονιά, το πρώτο παιδί που θα χτυπήσει την πόρτα του σπιτιού, το παίρνουν μέσα και το βάζουν ν’ ανακατέψουν την φωτιά. Αυτό ανακατεύοντας την φωτιά μ’ ένα ραβδί εύχεται: «πουλιά, αρνιά, κατσίκια και γρόσια». Αλλού την νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων, πριν ξημερώσει, βάζουν ένα βόδι μέσα στο σπίτι, για να κάνει «ποδαρικό», όπως λένε, και το αφήνουν εκεί μέχρι να κατουρήσει. Τα κάλαντα Τα έθιμα των Χριστουγέννων αρχίζουν από την παραμονή. Την ημέρα αυτή τα παιδιά ξεχύνονται, πριν ακόμα ξημερώσει, στους δρόμους για να φέρουν στα σπίτια το μήνυμα του μεγάλου γιορτασμού. Χτυπούν με ραβδιά τις πόρτες ρυθμικά και τραγουδούν τα κάλαντα. Η πόρτα ανοίγει και τα παιδιά είναι παντού ευπρόσδεκτα γιατί φέρνουν την καλοτυχία. Τα κάλαντα είναι τραγούδια ευχετικά, που περιέχουν επαίνους για τον νοικοκύρη, τη νοικοκυρά και τα άλλα μέλη της οικογένειας, καθώς και ειδικές ευχές για τον καθένα. |
Κάλαντα Χριστουγέννων
Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας Χριστού την Θείαν γέννησιν να πω στ’αρχοντικό σας. Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει , οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσης όλη. Εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη των αλόγων ο Βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων. Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το «Δόξα εν υψίστοις» και τούτο αξιόν εστιν η των ποιμένων πίστις. Παινέματα Κυρά καμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα ν’απού τον έχεις τον υγιό το μοσχοκανακάρι, που λούεις και χτενίζεις τον και σρο σχολειό τον πέμπεις κι ο δάσκαλος τον έδειρε μ’ένα χρυσό βεργάλι και η κύρα δασκάλισσα με το μαργαeCFιτάρι ή κι ο δάσκαλος τον έβαλε να του καλοναρχίση κι εξέπεσέ του το κερί κι έκαψε το χαρτί του κι έκαψε και τα ρούχα του τα μορφογαζωμένα. Είπαμε δα για την κυρά, ας πούμε για τη Βάγια: «’Αψε,Βαγίτσα,το κερί, άψε και το διπλέρι και κάτσε και κουσούντησε ίντα θα μας εφέρης. Απάκι γη λουκάνικο γη από πλευράς κομμάτι από τον πόρο του βουσιού να πιούμε μια γιομάτη» Έπα που καλαντίσαμε καλά μας επλερώσα, καλά να παν τα τέλη των και τα αποδώματα των. Και εις έτη πολλά. Άλλα παινέματα Ακόμα δεν τον εύρηκες το μάνταλο ν’ανοίξης να μας δώσης το βουτσί κι ύστερα να σφαλίσης. και είναι με το θέλημα,χρυσή μου περοστέρα, άνοιξέ μας την πόρτα σου να πούμε καλησπέρα. τέσσερα πέντε γράμματα γραφεί η γιάλφα-βήτα, όσοι κι αν απομένετε έχετε καληνύχτα. Άψε,Βαλίτσα ,το κερί.άξε και το λυχνάρι και κάτσε και ντουχούνιζε ίντα θα μας εβγάλης Για απάκι για λουκάνικο,για χοιρινό κομμάτι κι από τον πίρο του βουτσιού να πιούμε μια γεμάτη κι από τη μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι κι αν τόκαν κι η γαλανή αι είναι ζευγαράκι κι από το πιθαράκι σαςένα κουρούπι λάδι Φέρε πανέρι κάστανα,πανέρι λεπτοκάρυα κι αν είναι με το θέλημα,άσπρη μου περιστέρα άνοίξετε την πόρτα σας να πούμε καλησπέρα. Καλήν έσπέραν, άρχοντες, άν είναι ορισμός σας, Χριστού τήν θείαν Γέννησιν να πώ στ' άρχοντικό σας. Χριστός γεννάται σήμερον έν Βηθλεέμ τη πόλει, οί ουρανοί άγάλλονται, χαίρει ή κτίσις όλη. Έν τω σπηλαίω τίκτεται, έν φάτνη των άλογων ό Βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων. Πλήθος άγγέλων ψάλλουσι τό «Δόξα έν ύψίστοις» και τούτο άξιόν έστιν ή των ποιμένων πίστις. Πρωτοχρονιάς Ταχιά, ταχιά ‘ν’ αρχιμηνιά, πρώτη γιορτή του χρόνου, αρχή πού βγήκεν ό Χριστός στή γή και περπάτει. Και βγήκε και χαιρέτησε όλους τσί ζευγολάτες και πρώτος πού χαιρέτησε ήταν ό Αη Βασίλης. -«Καλώς τα πας, Βασίλειε, καλόν ζευγάριν έχεις». -«Καλό τό λές, αφέντη μου, καλό κι εϋλογημένον, καλό 'ναι μα τή δόξα σου και μα τή δύναμή σου, πού τό εύλόγησ’ ό Χριστός μέ τό δεξί του χέρι, μέ τό δεξί, μέ τό ζερβό, μέ τό μαλαματένιο». -«Για πές μας, άγιε Δέσποτα, τί σπέρνεις τήν ήμέρα;» -«Σπέρνω σιτάρι δώδεκα, κριθάρι δεκαπέντε, ταή και ρόβι δεκοχτώ κι άπό νωρίς στο στάβλο». Επά πού καλαντίσαμε καλά πλερώσετέ μας, καλά νά παν τά τέλη σας και τ' άποδέματά σας. Ταχιά, ταχιά 'ν' άρχεμηνιά, ταχιά 'ν' άρχή του χρόνου! Αρχή που βγηκεν ό Χριστός στή γή νά πορπατήση κι έκειά πού πρωτοπάτησε χρυσό δεντρόν έβγήκε˙ χρυσό δεντρί, χρυσό βαγί, χρυσό κυπαρισσάκι. Χρυσά 'ταν τά κλωνάρια του κι όλάργυρη ή κορφή του και κάτω στή ριζίτσα του γράμματα ήσαν γραμμένα. Δάσκαλοι τ' άναγνώθουνε, διάκοι κανοναρχούν 'τα. Κι ό ήλιος άπού πρόβαλε σ' Ανατολής τά μέρη, παίρνει τα και πηγαίνει τα κάτω στο περιγιάλι. Βρίσκουν έκειά τό Βασιλειό άπού 'κανε ζευγάρι. -«Καλώς τα πάς, Βασίλειε, καλόν ζευγάριν εχεις». -«Καλό τό λέω, άφέντη μου, καλό κι εύλοημένο. αφού τό βλόησ' ό Χριστός μέ τό δεξί του χέρι, μέ τό δεξό, μέ τό ζερβό, μέ τό μαλαματένιο». -«Πευκένιο 'ναι τ' άλέτρι σου, δαφνένιος ό ζυγός σου, τ' άπάνω ζεύγια του ζυγού βασιλικό κλωνάρι». -«Πές μας, νά ζής, Βασίλειε, πόσα μουζούρια σπέρνεις;» -«Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δεκαπέντε, ταγή και ρόβι δεκοχτώ κι άπό νωρίς στο στάβλο». Άν είναι θέλημα Θεού, χρυσή μου περιστέρα, άνοίξετε τήν πόρτα σας νά πούμε καλησπέρα. 'Ακόμα δεν τον ηύρηκες τό μάνταλο ν' άνοιξης, νά μας έδώσης τίποτε κι άπόκειας νά σφαλίξης; "Άν έχης θηλυκό παίδι καλή μοίρα νά κάμη, του Ρεντεσπάνη τον υιό άντρα νά τόνε πάρη! Έπά πού καλαντίσαμε καλά πλερώσετέ μας, καλά νά παν' τά τέλη σας και τ' άποδέματά σας. Πό πάνω ό Θιός στήν πόρτα σας γράφει τήν άλφα βήτα, τώρα μισεύγομε κι έμείς κι έχετε καληνύχτα. Ταχιά, ταχιά 'ν' αρχιμηνιά, πρώτη γιορτή του χρόνου, άπού πρωτοπερπάτηξεν άφέντης μας στον κόσμο. Έκεί πού πρωτοπάτησε χρυσό δέντρον έβγήκε, χρυσά 'σαν τα κλωνάρια του κι όλάργυρ' ή κορφή του, και κάτω στήν ποδίτσα του σαν γράμματα γραμμένα, δασκάλοι τ' άναγνώθουνε, διάκοι καλοναρχοΰνε κι έ'να μικρό διακόπουλο έβγήκεν και διαλάλιε. Πρώτος άπου τ' άπάντηξεν ήτον Άης Βασίλης. -«Πέ μου, να ζήσης, Βασίλειο, τί σπέρνεις τήν ήμέρα;» -«Σπέρνω σιτάρι δώδεκα, κριθάρι δεκατρία, ταή και ρόβι δεκοχτώ κι άπό νωρίς στο στάβλο». -«Πέ μου, να ζήσης, Βασίλειο, καλό ζευγάριν έχεις;» -«Καλό 'ναι, μά τή δόξα του και μα τή δύναμή του, τό μαύρο και τό μελισσό και τό στεφανοκέρι άπού τό βλόησ' ό Χριστός μέ τό δεξί του χέρι, μέ τό δεξό, μέ τό ζερβό, μέ τό μαλαματένιο, άρσήλιο 'ναι τ' άλέτρι μου, πευκένιος ό ζυγός μου, λαμπάδα τό βουκέντρι μου, τ' άλυσιδόσκοινό μου, τ' άπανωζεύλια τοΰ ζυγού στ' άσήμι βουτημένα. Κάτω στή σάρκα του γιαλού κάτω στο περιγιάλι, κουκάκι ρόβιν έσπειρα κι έβγήκεν άστοχάρι κι ήλεγα δέν έφύτρωνε κι είπα πώς δέ φυτρώνει κι έκείνον έξεφύτρωσε κι άθεί και λουλουδώνει. Κι έκεί τ' άνεργιαστήκανε λαγούδια και περδίκια κι εις τα 'πολαγουδίσματα έβγαλα χίλια μόδια κι εις τα 'ποπερδικίσματα χίλια και δυό χιλιάδες• και παίρνω τό στρατί-στρατί, τα δυό τό μονοπάτι, να πά' να βρω τον πιθαρα πιθάρια να μου κάμη• στή στράτα μ' άπαντήξανε οί άνομοι Όβραίοι και τό σταυρό μου θέκανε να πώ 'να τραγουδάκι' -«Βασίλη και τραγούδηξε, Βασίλη, πέ τραγούδια», εμένα δέν μού μάθαινεν ή μάνα μου τραγούδια, μα γράμματα μού μάθαινε και γράμματα κατέχω. Και σαν κατές τα γράμματα πέ μας τήν άλφα βήτα, κι είς τό ραβδίν τ' ακούμπησε, τήν άλφα βήτα λέει και τό ραβδ' ήτονε ξερό, χλωρά βλαστάρια βγάνει και μέσα 'ςτσοί χλωρούς βλαστούς άητοφωλιά χτισμένη, και μέσα στήν άητοφωλιά χώρα ξετελεσμένη και μέσ' άφέντης κάθεται ό μοσκοκανακάρης• και ποιός θά μπή και ποιός θά βγή και ποιός θά τον ξυπνήση, φέρετε μήλα δώδεκα, κυδώνια δεκατρία, μά 'γώ θά μπω κι έγώ θά βγω κι έγώ θά τον ξυπνήσω. Ξύπνησ', άφέντη, ξύπνησε, πέντε βολές άφέντη, πέντε βολές γραμματικέ κι έννιά βολές ροδάρη, ή φούρτσα πάει τό νερό κι ή φάσα τό σαπούνι κι ή πέρδικα τά ρούχα του τά μοσκομυρισμένα, άπού τά μοσκομύριζεν ή ήλιος τήν ήμέρα, και τό φεγγάρι τήν αύγή και τ' άστρα άποσπέρας. Είπαμε δά τ' άφέντη μας, νά πούμε στή κερά μας. Κερά μαρμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα και κρουσταλίδα του γιαλού και πάχνη άπού τά χιόνια, κερά έκκλησιά θέ νά γενής μέ τσί γιοντές καμάρες, κάθε καμάρα τό κερί, σέ κάθε δυό διπλέρι, σέ κάθε τρεις και τέσσερις βρύση ξετελεσμένη κι έγώ διαβάτης θά περνώ, διαβάτης θά περάσω, νά πίνω το κρυγιό νερό και σένα να δοξάσω. Είπαμε δα και τση κεράς, νά πούμε και τση βάγιας. Βάστα, Βαγίτσ', άψε κερί, Βαγίτσα τό διπλέρι, βάλε τό φελοκάλυκο κι άνέβα και κατέβα και γιάϊδε και ντουντούνισε ήντα νά μας έφέρης, γη άπάκι ή λουκάνικο γη άφράτο παξιμάδι γη άπου τή μπουζουνιέρα σου κιανένα δεκαράκι, κι άν είναι κι άπου τό βουτσι νά πιούμε μιά γεμάτη κι άν είναι και περσότερο βαστούμε και τ' άσκάκι κι άπου τήν μαύρην όρνιθα κιάν έναν αύγουλάκι κι άν είν' κι άπου τή γαλανή άς είναι ζευγαράκι κι άκόμη δέν τον εύρισκες τό μάνταλο ν' άνοιξης νά μας έδώσης τίποτα κι άπόκιας νά σφαλίξης. Έπά πού καλαντίσαμε καλά μας έπληρώσα, καλά νά παν' τά τέλη των και τ' άποδόματά των κι άν εχουνε μωρό παιδί στά πύρπυρα χωσμένο κι άν έχουν μεγαλύτερο στήν κούνια καθισμένο νά ση τό κανυκάκι του νά πέφτη τό λογάδι, νά τό μαζών' ή μάνα του νά 'χη χαρά μεγάλη, νά τό μαζώνουν άρχοντες νά κάνουν δαχτυλίδια και τά μικρά διακόπουλα μικρά παρανοιξίδια. Ταχιά, ταχιά 'ν' άρχεμηνιά, ταχιά 'ν' άρχή του χρόνου! 'Αρχή που βγήκεν ό Χριστός στή γη νά πορπατήση κι έκειά πού πρωτοπάτησε χρυσό δεντρόν έβγήκε- χρυσό δεντρί, χρυσό βαγί, χρυσό κυπαρισσάκι. Χρυσά 'ταν τά κλωνάρια του κι όλάργυρη ή κορφή του και κάτω στή ριζίτσα του γράμματα ήσαν γραμμένα. Δάσκαλοι τ' άναγνώθουνε, διάκοι κανοναρχούν 'τα. Κι ό ήλιος άπου πρόβαλε σ' 'Ανατολής τά μέρη, παίρνει τα και πηγαίνει τα κάτω στο περιγιάλι. Βρίσκουν έκειά τό Βασίλειο άπού 'κανε ζευγάρι. -«Καλώς τά πάς, Βασίλειε, καλόν ζευγάριν έχεις». -«Καλό τό λέω, άφέντη μου, καλό κι εύλοημένο. άφού τό βλόησ' ό Χριστός μέ τό δεξί του χέρι, μέ τό δεξό, μέ τό ζερβό, μέ τό μαλαματένιο». -«Πευκένιο 'ναι τ' άλέτρι σου, δαφνένιος ό ζυγός σου, τ' άπάνω ζεύγια τοϋ ζυγού βασιλικό κλωνάρι». -«Πές μας, νά ζής, Βασίλειε, πόσα μουζούρια σπέρνεις;» -«Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δεκαπέντε, ταγή και ρόβι δεκοχτώ κι άπό νωρίς στο στάβλο». Έπα πού καλαντίσαμε καλά πλερώσετέ μας, καλά νά πάν' τά τέλη σας και τ' άποδέματά σας. 'Εσένα πρέπ', άφέντη μου, τό άξιο τό ζευγάρι, τό άξιο, τό περήφανο και τό στεφανωμένο. Ας είν' καλά τ' άλέτρι σου, Θεός νά τό πλουταίνη, για νά θερίζης σταυρωτά, νά δένης άντρειωμένα, νά θυμωνίζης πυργωτά, νά ζής γιά νά σέ πάρω. Νά κοσκινίζης μάλαμα, νά πέφτη τό χρυσάφι, τά χρυσο(πευκο)κοσκινίσματα νά δίνης στις βαΐστρες. 'Εδώ πού καλαντίσαμε πέτρα νά μή ραΐση κι ό νοικοκύρης κι ή κερά χρόνια πολλά νά ζήσουν. Έμείς έπά δέν ήρθαμε νά φαμε και νά πιούμε, μόνο σάς άγαπούσαμε κι ήρθαμε νά σας δούμε. Του χρόνου τούτον τον καιρό και τούτη τήν ήμέρα νάμαστε όλοι μας καλά στό δροσερόν αέρα. Σ' αύτό τό σπίτι πούρθαμε τά ράφια 'ν' άσημένια, του χρόνου σάν ξανάρθουμε νάναι μαλαματένια. Σ'αύτό τό σπίτι πούρθαμε ειν' ένα περιστέρι, του χρόνου σαν ξανάρθουμε νά τοβρουμε μέ ταίρι. Αρχιμηνιά κι άρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά, κι άρχή καλός μας χρόνος, Εκκλησιά και άγιος θρόνος. Άγιος Βασίλης έρχεται, άρχοντες τό κατέχετε, άπό τήν Καισαρεία, σύ 'σ' άρχόντισσα κυρία. Βαστα εικόνα και χαρτί, χαρτί καί καλαμάρι, δές κι έμέ τό παλληκάρι Αρχιμενιά κι αρχιχρονιά κι άρχή καλός μας χρόνος κι άρχή πού βγήκεν ό Χριστός στή γή και περιπατεί, ή κι άρχή πού βγήκεν ό Χριστός τον κόσμο νά διδάξη. Και βγήκε και χαιρέτησε όλους τούς ζευγολάτες κι ό πρώτος πού χαιρέτησε ήταν ό Άη Βασίλης. Αρχιμηνιά κι άρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά, κι άρχή καλός μας χρόνος, Εκκλησιά και άγιος θρόνος. 'Αρχή πού βγήκε ό Χριστός, άγιος και πνευματικός, στή γη νά περπατήση και τον κόσμο νά φωτίση. Άγιος Βασίλης έρχεται, άρχοντες τον κατέχετε, άπό τήν Καισαρεία, σύ 'σ' άρχόντισσα κυρία. Βαστάει πέννα και χαρτί, ζαχαροκάντιο ζυμωτή, χαρτί και καλαμάρι, δές κι έμέ τό παλληκάρι. Έμείς πού τραγουδήσαμε και σας έκαλαντίσαμε, τούτο σάς λέμε μόνο, καλά νάστε και του χρόνου! Αύριο ειν' άρχιμενιά, πρώτη γιορτή του χρόνου οπού γεννήθηκ' ό Χριστός καί πήγε περιπάτι και πήγε κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι καί κιά βρήκε τό Βασιλιό καί λάλιε τό ζευγάρι. -«Καλά ντά κάνεις, Βασιλιό, πόσα μουζούρια σπέρνεις;» -«Σπέρνω σιτάρι δώδεκα, κριθάρι δεκαπέντε, ταγή καί ρόβι δεκοχτώ κι άπό νωρίς στο στάβλο». -«'Ασήμι νάν' τ' άλέτρι σου, χρυσάφι ό ζυγός σου, τά πανωζεύλια του ζυγού ασημονιού κλωνάρι, τό βουκεντράκι πού βαστας σαφή μαργαριτάρι». -«Ώ Θεέ μου, πού μου τό 'πεψες αυτό τό ζευγαράκι, τό μαύρο καί τό μελισσό καί τό λαμπαδοκέρι, όπου τό 'βλόγησ' ό Θεός μέ τό δεξί του χέρι, μέ τό δεξί, μέ τό ζερβό, μέ τό μαλαματένιο». Κάλαντα των Φώτων Αύριο είναι των Φωτών π' άγιάζουν οί παπάδες, μέσα στά σπίτια μπαίνουνε καίλέν' τσί έορτάδες. Ό 'Ιωάννης Βαπτιστής έπέρασε καί είπε, χαρίσετέ μου τά κλειδιά τά μαργαριταρένια, ν' άνοίξω τον Παράδεισο, νά μπω στο περβολάκι, νά πέσω ν' άποκοιμηθώ σέ μια μηλιά 'πό κάτω. Νά πέσουν μήλα κόκκινα άπάνω στήν ποδιά μου και τά χρυσά τριαντάφυλλα άπάνω στά μαλλιά μου. 'Ήλθανε τά Φώτα κι οι φωτισμοί καί χαρές μεγάλες κι άγιασμοί. Ηλθε κι ή κυρά μας ή Δέσποινα περπατεί όμάδι μέ τό Χριστό, Ηλθε ή κυρά μας άργή-πυργί, όργανον έβάστα βεργί, κερί. Καί τον άγιο Γιάννη παρακαλεί, -«"Ελα νά βάφτισης Θεού παιδί». -«Δύναμαι καί θέλω καί προσκυνώ καί τον Κύριό μου παρακαλώ. Αύριο ν' άνέβω στους ουρανούς νά καταπατήσω τά είδωλα, νά καταθυμιάσω τον ούρανό καί θέ νά βαπτίσω Σέ τον Χριστό». Σήμερον τά Φώτα καί ό φωτισμός καί του Ιησού μας ό βαφτισμός. Κάτου στον 'Ιορδάνη τον ποταμό ειν' ή Παναγία ή Δέσποινα μέ τά θυμιατούρια στά χέρια της καί τον Αη Γιάννη παρακαλεί: -«Αγιέ μου Γιάννη καί Πρόδρομε, δύνασαι βάφτισης Θεού παιδί;» -«Δύναμαι καί θέλω καί προσκυνώ καί τον Κύριό μου παρακαλώ. Πώς έγώ ν' άγγίξω τή χείρα μου είς τον 'Ιησού τό Σωτήρα μου; πώς έγώ ν' άγγίξω στήν κορυφή είς του 'Ιησού μου τήν κεφαλή; Αύριο ν' άνέβω στούς ούρανούς νά καταπατήσω τά είδωλα, νά καταθυμιάσω τον ούρανό καί θέ νά βαφτίσω Σέ τό Χριστό». |
Μακεδονία
Χριστούγεννα
Στις 23 Δεκεμβρίου, τις προπαραμονές των Χριστουγέννων στους μαχαλάδες (γειτονιές), στο μεσοχώρι ακόμη και στους σπιτότοπους των ρουμλουκιώτικων χωριών ανάβονταν μεγάλες φωτιές κυρίως από τα παιδιά σχολικής και εφηβικής ηλικίας. Η προετοιμασία για το άναμμα των φωτιών άρχιζε πριν ακόμα έρθει η Σαρακοστή, αφού υπήρχε έντονος ανταγωνισμός για το ποια γειτονιά θα ανάψει την καλύτερη και μεγαλύτερη φωτιά του χωριού,το "τζιάνι" τους στη ρουμλουκιώτικη διάλεκτο, με σκοπό να επιτύχουν τη ζύμη και το ψήσιμο των χριστόψωμων. Τα χριστόψωμα στο Ρουμλούκι ονομάζονταν ξώτουρτες ή σ’κότουρτες (συκότουρτες) λόγω των μικρών κομματιών ξερών σύκων με τα οποία ήταν στολισμένα. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων οι Ρουμλουκιώτες έκαιγαν στο τζάκι τους ένα μεγάλο κούτσουρο που το ονόμαζαν "καλικάντζαρο". Πίστευαν ότι καθώς καίγονταν το ξύλο, αποτρέπονταν η είσοδος των καλικάντζαρων στο σπιτικό τους διότι φοβόνταν τη φωτιά. Ο καλικάντζαρος συνήθως καίγονταν επί τρεις μέρες, τις παραμονές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων . Σύμφωνα με την λαογραφία της Μακεδονίας αυτοί οι << κακοί σατανάδες>> σύχναζαν στα σπίτια των γεωργών και ήθελαν να κάνουν την ζωή των χωρικών απολύτως αφόρητη. Υπήρχε και η δοξασία πως όποιοι είχαν <<ελαφρό>> φύλακα άγγελο γίνονταν γίνονταν τέρατα από τα Χριστούγεννα μέχρι <<να αγιαστούν τα νερά>>. Τόσο φοβόντουσαν τους Καλικανταρέους που την περίοδο που ήταν λυμένοι δεν γίνονταν γάμοι. Το σούρουπο της παραμονής τα παιδιά του παιδιού κάναν συντροφιές και γύριζαν χτυπώντας τις πόρτες των σπιτιών με ραβδιά φωνάζοντας <<Κόλιαντα!Κόλιαντά!>>. Πριν από το δείπνο καίνε λιβάνι.Το δείπνο της παραμονής των Χριστουγέννων δεν ήταν συνηθισμένο. Στο χαμηλό στρογγυλό τραπέζι (σοφρά) του Ρουμλουκιού έπρεπε να υπάρχουν εννιά είδη φαγητών, όπως και οι εννιά μήνες κυοφορίας της Παναγίας. Συνήθως οι νοικοκυρές έβαζαν στο τραπέζι πίττα με πράσο, σαραϊλί (γλυκό), σύκα, καρύδια, φρούτα, πιπεριές, νερό και κρασί. Όλα τα μέλη της οικογένειας κάθονταν γύρω από το σοφρά, τότε το μικρότερο παιδί πήγαινε πίσω από την είσοδο του σπιτιού και φώναζε τρεις φορές "έλα Χριστέ μ’ να φάμε" ή πήγαινε στα μπροστά του σπιτιού και φώναζε τρεις φορές "έλα Χριστέ μ’ να δειπνήσουμε, απόψι έχουμι τα ιννιά φαγιά". Επίσης απαραίτητο στοιχείο του δείπνου ήταν η <<Χριστόπιτα>> ή το <<Χριστόψωμο>> ένα είδος επίπεδου καρβελιού με ένα σταυρό χαραγμένο στο πάνω μέρος. Το τραπεζομάντιλο δεν βγαίνει από το τραπέζι, αλλά και κάθε τι αφήνεται στρωμένο όπως είναι γιατί πιστεύουν ότι κατά την διάρκεια της νύχτας <<ο Χριστός θα ερχόταν να φάει>> Το ίδιο βράδυ, αρκετοί Ρουμλουκιώτες τοποθετούσαν κάτω από το προσκέφαλο των μικρών παιδιών τους δώρα, παιχνίδια ή ρούχα οι πιο πλούσιοι και ζαχαρωτά ή φρούτα οι πιο φτωχοί. Τα δώρα αυτά τα ονόμαζαν δώρα του Χριστού γιατί έλεγαν στα παιδιά ότι τα έφερε ο Χριστός που γεννήθηκε. .Ανήμερα των Χριστουγέννων, οι κάτοικοι του Ρουμλουκιού σηκώνονταν πολύ νωρίς για να πάνε στην εκκλησία του χωριού τους και να παρακολουθήσουν τη Θεία Λειτουργία. Μόλις τελείωνε η Θεία Λειτουργία, όλοι οι εκκλησιαζόμενοι συγκεντρώνονταν στον νάρθηκα της εκκλησίας και αντάλλασαν χειραψίες και ευχές. Στη συνέχεια, έβγαζαν από τη τσέπη τους ένα σπουργίτι βρασμένο, ψημένο ή τηγανισμένο από το βράδυ της παραμονής και το έτρωγαν λέγοντας: "τσιρ-τσιρ κι απέταξιν". Το έθιμο αυτό απέβλεπε στο να καταλύσουν σιγά σιγά και με πετούμενο τη νηστεία τους, που τηρούσαν με τόση ευλάβεια και αυστηρότητα. Όταν έφευγαν από την εκκλησία, περνούσαν από τα σπίτια των τζιορμπατζήδων (εύπορων) συγχωριανών τους και έπαιρναν ένα μικρό ξύλο από το φράκτη τους, το οποίο έκαιγαν στο τζάκι για να "πάρουν αποδιακό", δηλαδή να αποκτήσουν και αυτοί πλούτη. Το ίδιο έκαναν και τη Πρωτοχρονιά επιστρέφοντας στα σπίτια τους μετά την εκκλησία. Επίσης καθώς γυρίζαν στο σπίτι οι χωρικοί σήκωναν ο καθένας μία πέτρα που την τοποθετούν στην γωνιά του τζακιού και την αφήνουν εκεί μέχρι την Δωδέκατη ημέρα όπου και την πετούν μακριά. Στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι τους είχαν μόνο πουλερικά όπως κότα, πετεινό, γαλοπούλα, χήνα, νερόκοτα (κουκλίκα) ή ακόμα και αγριόχηνες από το Βάλτο. Την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων δεν έτρωγαν χοιρινό κρέας για να είναι ελαφριοί όλο τον καινούριο χρόνο και γιατί δεν ήθελαν να καταλύσουν τη νηστεία τους με χοιρινό. ΚΑΛΑΝΤΑ Τα κάλαντα στο Ρουμλούκι όπως και σε αρκετά μέρη της Μακεδονίας ονομάζονταν κόλιντα. Τα παιδιά της σχολικής κυρίως ηλικίας, το βράδυ της 23ης Δεκεμβρίου και το πρωί της 24ης, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούσαν τα κόλιντα για να αναγγείλουν τη γέννηση του Θεανθρώπου. μπορεί να έχει ρωμαϊκή προέλευση, ως έθιμο όμως έρχεται από την Αρχαία ΕλλάeB4α και από τη γιορτή της Ειρεσιώνης, το σύμβολο της γονιμότητας της γης. Η Ειρεσιώνη εορτάζονταν δύο φορές το χρόνο. Τότε εκτός από τη λατρεία και ευχές προς τους Στο Ρουμλούκι τα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα ονομάζονταν κολινταρούδια. Στον ώμο τους είχαν κρεμασμένο ένα τουρβά (πάνινο σάκο) για να τοποθετούν τους ξηρούς καρπούς και τα σύκα που τους έδιναν οι νοικοκυρές. Επίσης κρατούσαν μία ματσούκα από καλά πελεκημένο χλωρό ξύλο που συμβόλιζε τα ραβδιά των βοσκών στο σπήλαιο της γέννησης. Αυτή τους χρησίμευε για να χτυπούν τις πόρτες των σπιτιών, να προφυλλάσονται από τα άγρια σκυλιά και να δίνουν ευχές στο σπίτι και τους νοικοκυραίους. Οι Ρουμλουκιώτες, που ήταν ιδιαίτερα προληπτικοί, πίστευαν ότι η ματσούκα μετάδιδε τη δύναμη και τη γεροσύνη της σε ό,τι άγγιζε, ότι είχε δηλαδή "τοτεμική" ιδιότητα. Τα κολινταρούδια προτιμούσαν να επισκέπτονται πρώτα τα σπίτια των πλουσίων, γιατί αν τους έκαναν ποδαρικό συνήθως έπαιρναν μεγαλύτερο φιλοδώρημα. Απέφευγαν να επισκέπτονται σπίτια με ετοιμοθάνατους και πενθούντες. Οι νοικοκυρές την ώρα που έλεγαν τα κόλιντα τα παιδιά έριχναν στα πόδια τους στάρι και τα έβαζαν να κάθονται στα γόνατα τους για να κάθονται και οι κότες του σπιτιού στις φωλιές τους και να γεννούν αυγά. Μόλις τα παιδιά τέλειωναν το τραγούδι, οι νοικοκυρές έφερναν από το φούρνο με το φτυάρι αναμμένα κάρβουνα για να τα ανακατέψουν με τη ματσούκα τους τα παιδιά και να δώσουν τις ευχές τους στο σπιτικό. Αυτά ανακάτευαν τα κάρβουνα και φώναζαν: "φέρνου υγειά, φέρνου καλουσύν’, φέρνου βιό, φέρνου μπιρικέτ’, φέρνου πρόβατα, φέρνου γιλάδια, φέρνου γαμπρούς καλούς, φέρνου άξιες κι προυκουμένις νύφις, φέρνου αγόρια (στις εγγυμονούσες)". Τα φιλοδώρημα των νοικοκυραίων προς τα παιδιών που έλεγαν τα κόλιντα ήταν ξυλοκέρατα (χαρούπια), κουκοσιές (καρύδια), κάστανα, φουντούκια, ξερά σύκα και σπάνια χρήματα. Σε όσα σπίτια δεν άνοιγαν την πόρτα για να τους πουν τα κόλιντα, τα παιδιά τους τραγουδούσαν το εξής σκωπτικό: "σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμι γιομάτο καλιακούδια, τα μ’σα γιννούν, τα μ’σα κλουσσούν, τα μ’σα τους βγάζ’ν τα μάτια" Κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου, οι πιο χωρατατζήδες Ρουμλουκιώτες είχαν το συνήθειο να μασκαρεύονται σε καλικάντζαρους. Φορούσαν παλιά ρούχα, έβαφαν μαύρο το πρόσωπο και τα χέρια τους με κάρβουνο και επισκέπτονταν τους πιο αφελείς και δεισιδαίμονες για να τους τρομάξουν. Επιπρόσθετα, φόβιζαν με αυτό τον τρόπο τα ζωηρά παιδιά για να γίνουν φρόνιμα. ΡΟΥΓΚΑΤΣΙΑ Ένα από τα ωραιότερα και παλιότερα έθιμα των Χριστουγέννων, που τελείται ως και σήμερα στα χωριά του Ρουμλουκιού είναι τα "Ρουγκάτσια". Οι μεταμφιέσεις αυτές αλλού παίρνουν την μορφή ζώων (αρκούδα, λύκος, τράγος, καμήλα) και αλλού φορούν ρούχα οπλισμένων αντρών, όπως στο Ρουμλούκι. Όσο για την ερμηνεία της λέξης ,τα ρουγκάτσια στην ουσία είναι αυτοί που ζητάνε. Η απαρχή του εθίμου αυτού ανάγεται στα πρωτοβυζαντινά χρόνια. Στη Βυζαντινή περίοδο ανέθεταν τη φύλαξη ορισμένων περιοχών σε μισθοφόρους, οι οποίοι περιόδευαν μία φορά το χρόνο στην περιοχή πουπροστάτευαν και συνέλλεγαν τη ρόγα, το συμφωνημένο ετήσιο μισθό τους από τουςκατοίκους της. Αυτή η συνήθεια διατηρήθηκε και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας από τους αρματολούς. Στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν δεν υπήρχε πια η ανάγκη για διατήρηση μισθοφόρων στρατιωτών, οι κάτοικοι ενός χωριού με τη σύμφωνη γνώμη της εκκλησίας αναπαράστησε το έθιμο με τα ρουγκάτσια, δηλαδή την παλιά συνήθεια των μισθοφόρων να συγκεντρώνουν χρήματα, που αυτή τη φορά συγκεντρώνονταν για τις ανάγκες της εκκλησίας του χωριού, του σχολείου και γενικότερα της κοινότητας. Τα ρουγκάτσια ήταν μία παρέα από δέκα - δεκαπέντε παλικάρια, ντυμένα με φουστανέλες και τσαρούχια και οπλισμένα με σιδερένια σπαθιά και αργότερα ξύλινα, που περιόδευαν χορεύοντας από σπίτι σε σπίτι σε όλα τα χωριά του κάμπου μέχρι και τη Νάουσα και μάζευαν χρήματα και γεννήματα (δημητριακά), δηλαδή "βακούφι" για την εκκλησιαστική επιτροπή του χωριού τους. Τα πιο ψηλά και γεροδεμένα παλικάρια του χωριού διαλέγονταν για να γίνουν "ρουγκατσιαροί ή ρουγκατσιαραίοι ή ρουγκατσιάρηδες". Οι τρεις καλύτεροι από αυτούς γίνονταν "καπεταναραίοι", δηλαδή οι αρχηγοί της ομάδας. Έπειτα, αφού επιλέγονταν οι ρουγκατσιάρηδες και οι αρχηγοί τους, έπρεπε να μάθουν τέσσερις συνεχόμενους χορούς που χόρευαν κατά τη περιοδεία τους στα χωριά με τη συνοδεία ζουρνάδων, νταουλιών και καμιά φορά πίπιζας. Όλοι μαζί οι τέσσερις αυτοί χοροί ονομάζονταν "ρουγκατσιάρικος". Την τρίτη μέρα των Χριστουγέννων ή ανήμερα της Πρωτοχρονιάς οι ρουγκατσιάρηδες μαζεύονταν στο περίβολο της εκκλησίας του χωριού τους για να ξεκινήσουν τη περιοδεία τους. Εμπρός πήγαιναν οι τρεις καπεταναραίοι καβάλα σε άλογα, ακολουθούσε η εκκλησιαστική επιτροπή με την άμαξα για τα γεννήματα και από πίσω πεζή η ομάδα των υπόλοιπων ρουγκατσιάρηδων. Μόλις έφταναν σε ένα χωριό, ένας από τους καπεταναίους, ο "κολαούζης" όπως αποκαλούνταν μαζί με την εκκλησιαστική επιτροπή εισέρχονταν στο χωριό και ζητούσαν την άδεια για να μπουν τα ρουγκάτσια. Αν γίνονταν δεκτοί, οι ζουρνάδες και τα νταούλια άρχιζαν να παίζουν και τα ρουγκάτσια έμπαιναν στο χωριό χορεύοντας. Στο αλώνι κάθε σπιτιού του χωριού, τους υποδέχονταν οι νοικοκυραίοι. Στη μέση του αλωνιού τοποθετούσαν ένα - δύο τενεκέδες ή τσουβαλάκια με σιτάρι ή καλαμπόκι ή τρόφιμα παστό και λουκάνικα, ό,τι μπορούσε κάθε νοικοκυριό να προσφέρει. Ένας από τους καπεταναραίους σταύρωνε με το σπαθί του την προσφορά (δώρο) και την πόρτα του σπιτιού των νοικοκυραίων και οι υπόλοιποι χόρευαν σε κύκλο γύρω από το δώρο το "ρουγκατσιάρικο χορό", σείοντας ταυτόχρονα τα σπαθιά τους στον αέρα. Όταν τέλειωνε ο χορός, μια γυναίκα του σπιτιού κερνούσε με το δίσκο ρακί ή κρασί τους χορευτές και τους συνοδούς τους και αυτοί απηύθυναν τις απαραίτητες ευeCFές για υγεία και προκοπή προς τους κατοίκους του σπιτιού. Τότε, ένας από τους καπεταναίους άπλωνε το σκούφο του στο νοικοκύρη για να προσφέρει τη χρηματική συνδρομή του. Τις περισσότερες όμως φορές, η προσφορά ήταν μόνο γέννημα, το οποίο φόρτωνε η εκκλησιαστική επιτροπή στην άμαξα της. Αυτή η διαδικασία ακολουθούνταν σε όλα τα σπίτια και σε όλα τα υπόλοιπα χωριά που επισκέπτονταν. Στο μέσο διακρίνονται τα σακιά με ταγεννήματα. Αν καθώς περιόδευαν στα χωριά του ρουμλουκιώτικου κάμπου συναντιόταν με ρουγκάτσια άλλου χωριού, η κάθε παρέα ρουγκατσιάρηδων ζητούσε υποταγή και ταπείνωση της άλλης, να σκύψει δηλαδή και να περάσει κάτω από τα σπαθιά της. Αυτό το δεχότανε σπάνια ο αρχικαπετάνιος κάθε παρέας, οπότε οι δύο αρχηγοί κάθε ομάδας πολεμούσαν άγρια μεταξύ τους και μέχρι θανάτου για το ποια παρέα θα υποταχτεί στην άλλη. Υπάρχει μάλιστα μια τοποθεσία έξω από το χωριό Μικρό Αλάμπουρο (Κυδωνιά), που την λένε "ρουγκάτσι ή ρουγκάτσικο" γιατί εκεί σκοτώθηκαν σε μονομαχία δύο καπεταναίοι. Από τότε στα ρουγκάτσια άρχισαν να χρησιμοποιούν ξύλινα σπαθιά. Το έθιμο αυτό της υποταγής εξασθένησε με τον καιρό και το αντικατάστησε η συνήθεια όταν συναντιόνται χορευτές διαφορετικής ομάδας ρουγκάτσιων να ανταλλάσουν μεταξύ τους κρόσσια από τις φούντες των φεσιών τους. Το νέο έθιμο ονομάστηκε "φιλικό". Ανήμερα των Φώτων η ομάδα των ρουγκατσιάρηδων ολοκλήρωνε την περιήγηση της και επέστρεφε στο χωριό της. Σύσσωμο το χωριό πήγαινε να τους προϋπαντήσει. Η υποδοχή από τους συγχωριανούς τους ήταν θριαμβευτική. Μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από το πλήθος, οι φουστανελοφόροι έπαιρναν θέση για τον καθιερωμένο αγώνα δρόμου που έκαναν μεταξύ τους. Από την μεριά του πλήθους, που τους περίμενε, είχε υψωθεί ένα μαντήλι σε ένα κοντάρι. Ο ταχύτερος μεταξύ των φουστανελοφόρων κέρδιζε το υψωμένο κοντάρι και την εκτίμηση των συγχωριανών του. Την επόμενη μέρα τα ρουγκάτσια χόρευαν στο δικό τους χωριό, όπου τελείωνε η κουραστική τους περιοδεία. Η Γρουνοχαρά (26 - 27 Δεκεμβρίου) Στις 26 με 27 Δεκεμβρίου οι Ρουμλουκιώτες είχαν τη συνήθεια να σφάζουν τους οικόσιτους χοίρους τους. Στο Ρουμλούκι μετά την παρατεταμένη περίοδο νηστείας, η σφαγή των χοίρων προσέφερε μία καλή ευκαιρία στους κατοίκους όχι μόνο για κατανάλωση χοιρινού κρέατος αλλά και για τη διοργάνωση γλεντιού και για αυτό τον λόγο την ονόμαζαν "γ’ρουνοχαρά". Σχεδόν κάθε ρουμλουκιώτικη οικογένεια στη διάρκεια του Δωδεκαημέρουέσφαζε ένα με δύο γουρούνια για τις ανάγκες της. Για το σφάξιμο των γουρουνιών χρειάζονταν δύο με τρεις άντρες με εμπειρία. Αφού έβγαζαν το χοίρο από το γουρουνοκούμασο, έπρεπε να τον ξαπλώσουν με την πλάτη του να ακουμπά στη γη. Μετά, δύο από αυτούς κάθονταν πάνω στο γουρούνι κρατώντας ο ένας τα μπροστινά και ο άλλος τα πισινά πόδια. Το ρουθούνι (σούκουλο) του γουρουνιού το έδεναν με ένα σχοινί για να μην στριγγλίζει. Αυτός που έσφαζε το γουρούνι σταύρωνε το λαιμό του τρεις φορές με το μαχαίρι και εύχονταν στους νοικοκύρηδες να είναι καλοφάγωτο. Μόλις έσφαζαν το γουρούνι η πιο ηλικιωμένη γυναίκα του σπιτιού έπαιρνε ένα φτυάρι με κάρβουνα και το θυμιάτιζε για να ευλογηθεί και να μην το πλησιάζουν οι καλικάντζαροι. Ο παππούς ταυτόχρονα τοποθετούσε κρυφά στην ουρά του γουρουνιού ένα αυγό και καμιά φορά κάστανα και φώναζε "το γ’ρούν γέν’σιν αυγό" με σκοπό να προκαλέσει έκπληξη στα παιδιά. Στη συνέχεια ο παππούς ή η γιαγιά έπαιρναν με το δάκτυλο αίμα από το λαιμό του χοίρου και έκαναν μία βούλα στο πρώτα μέτωπο των παιδιών και ύστερα στους μεγαλύτερους για να μην τους τσιμπούν κουνούπια το καλοκαίρι. Έπειτα, έγδερναν προσεκτικά το δέρμα των γουρουνιών με το οποίο ύστερα απόειδική επεξεργασία έφτιαχναν υποδήματα για όλα τα μέλη της οικογένειας Πρωτοχρονιά Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι Ρουμλουκιώτισσες νοικοκυρές έφτιαχναν πίττες για το βραδινό τραπέζι. Μία από τις πίττες που έκαναν ήταν με λουκάνικα ή κρέας χοιρινό και πράσα και αποτελούσε τη βασιλόπιττα, μέσα στην οποία τοποθετούσαν ένα νόμισμα. Αργά το βράδυ κάθε οικογένεια του Ρουμλουκιού μαζεύονταν γύρω από τον σοφρά, όπου τοποθετούσαν το ταψί (νοχιό) με τη βασιλόπιττα. . Η οικοδέσποινα άναβε ένα κερί και λιβανίζε πρώτα το τραπέζι και ύστερα κάθε μέρος της κατοικίας Μόλις άλλαζε ο χρόνος κάποιος από τους άντρες του σπιτιού έβγαινε στα μπρόστια και έριχνε τουφεκιές για να υποδεχτεί τον καινούριο χρόνο. Στη συνέχεια, ο παππούς ως ο γηραιότερος της οικογένειας σταύρωνε με το μαχαίρι τρεις φορές τη βασιλόπιττα και την έκοβε σε κομμάτια. Το πρώτο κομμάτι ήταν του Αγίου Βασιλείου, το δεύτερο του Χριστού ή της Εκκλησίας, το τρίτο του σπιτιού, το τέταρτο των χωραφιών, το πέμπτο των ζώων και τα υπόλοιπα για κάθε μέλος της οικογένειας, από τα μεγαλύτερα σε ηλικία στα μικρότερα. Αν υπήρχε ξενιτεμένος έκοβαν και για αυτόν. Όποιος τύχαινε το νόμισμα ήταν ο τυχερός της χρονιάς. Αν το τύχαινε ο ξενιτεμένος σήμαινε ότι θα επέστρεφε κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Αν τύχαινε στο σπίτι θα υπήρχε σε αυτό τυχερό, π.χ. γέννα ή γάμος για κάποιον του σπιτιού και τέλος αν τύχαινε το φλουρί στα χωράφια ή στα ζώα σήμαινε καλές παραγωγές και αύξησητων ζωντανών κατά το νέο έτος. Όταν τελειώσει το δείπνο, το τραπέζι μεταφέρεται σε μια γωνιά του δωματίου με όλα τα υπολείμματα της γιορτής αφημένα ώστε ο Αϊ –Βασίλης <<να έρθει και να φάει από αυτά>>. Την Πρωτοχρονιά, μία από τις γυναίκες του σπιτιού πήγαινε πολύ νωρίς το πρωί με μία στάμνα στη βρύση ή το πηγάδι του χωριού για να φέρει το πρώτο νερό της χρονιάς, το αμίλητο νερό όπως το έλεγαν αφού καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας της έπρεπε να είναι αμίλητη ώστε να τρέχει το βιός και το τυχερό στο σπιτικό σαν το νερό. Την ίδια ώρα ένας άντρας του σπιτιού καθάριζε το στάβλο από τις κοπριές και τις έριχνε στα κάρβουνα της φωτιάς της προηγούμενης νύχτας. Το πρωί τα μικρά παιδιά έπαιρναν τις χλωρές ίσιες βέργες τους και πήγαιναν να τραγουδήσουν τα "Σούρβα", ένα είδος καλάντων για την αναγγελία της νέας χρονιάς και της γιορτής του Αγίου Βασιλείου. Τα μικρά παιδιά χωρισμένα σε ολιγομελείς ομάδες επισκέπτονταν τα σπίτια του χωριού με τις χλωρές βέργες τους στα χέρια και φώναζαν: «Σούρβα, σούρβα τ’ Άη βασίλ’ κι του χρόν’ τουν Άη βασίλ’, μια κουπάνα πίτυρα κι του χρόν’ καλύτιρα.» Τότε ο νοικοκύρης του σπιτιού καλωσόριζε τα παιδιά και η νοικοκυρά περνούσε στη βέργα τους ένα κομμάτι λουκάνικο ή παστό και τους εύχονταν καλή χρονιά και καλή πρόοδο στο σχολείο. Μόλις γέμιζε η βέργα τους με κρέατα επέστρεφαν στο σπίτι για να ετοιμαστούν για την εκκλησία. Στη λειτουργία του Αγίου Βασιλείου και στη Δοξολογία για το νέο έτος παρευρίσκονταν όλοι οι κάτοικοι κάθε χωριού ακόμη και οι πενθούντες. Στο τέλος της λειτουργίας, όλοι μαζεύονταν στο νάρθηκα της εκκλησίας για να ευχηθούν ο ένας στον άλλο χρόνια πολλά και καλή χρονιά. Στη συνέχεια, στον ίδιο χώρο γίνονταν η αντικατάσταση της παλιάς εκκλησιαστικής επιτροπής από καινούρια. |
Πρωτοχρονιά
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι Ρουμλουκιώτισσες νοικοκυρές έφτιαχναν πίττες για το βραδινό τραπέζι. Μία από τις πίττες που έκαναν ήταν με λουκάνικα ή κρέας χοιρινό και πράσα και αποτελούσε τη βασιλόπιττα, μέσα στην οποία τοποθετούσαν ένα νόμισμα. Αργά το βράδυ κάθε οικογένεια του Ρουμλουκιού μαζεύονταν γύρω από τον σοφρά, όπου τοποθετούσαν το ταψί (νοχιό) με τη βασιλόπιττα. . Η οικοδέσποινα άναβε ένα κερί και λιβανίζε πρώτα το τραπέζι και ύστερα κάθε μέρος της κατοικίας Μόλις άλλαζε ο χρόνος κάποιος από τους άντρες του σπιτιού έβγαινε στα μπρόστια και έριχνε τουφεκιές για να υποδεχτεί τον καινούριο χρόνο. Στη συνέχεια, ο παππούς ως ο γηραιότερος της οικογένειας σταύρωνε με το μαχαίρι τρεις φορές τη βασιλόπιττα και την έκοβε σε κομμάτια. Το πρώτο κομμάτι ήταν του Αγίου Βασιλείου, το δεύτερο του Χριστού ή της Εκκλησίας, το τρίτο του σπιτιού, το τέταρτο των χωραφιών, το πέμπτο των ζώων και τα υπόλοιπα για κάθε μέλος της οικογένειας, από τα μεγαλύτερα σε ηλικία στα μικρότερα. Αν υπήρχε ξενιτεμένος έκοβαν και για αυτόν. Όποιος τύχαινε το νόμισμα ήταν ο τυχερός της χρονιάς. Αν το τύχαινε ο ξενιτεμένος σήμαινε ότι θα επέστρεφε κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Αν τύχαινε στο σπίτι θα υπήρχε σε αυτό τυχερό, π.χ. γέννα ή γάμος για κάποιον του σπιτιού και τέλος αν τύχαινε το φλουρί στα χωράφια ή στα ζώα σήμαινε καλές παραγωγές και αύξησητων ζωντανών κατά το νέο έτος. Όταν τελειώσει το δείπνο, το τραπέζι μεταφέρεται σε μια γωνιά του δωματίου με όλα τα υπολείμματα της γιορτής αφημένα ώστε ο Αϊ –Βασίλης <<να έρθει και να φάει από αυτά>>. Την Πρωτοχρονιά, μία από τις γυναίκες του σπιτιού πήγαινε πολύ νωρίς το πρωί με μία στάμνα στη βρύση ή το πηγάδι του χωριού για να φέρει το πρώτο νερό της χρονιάς, το αμίλητο νερό όπως το έλεγαν αφού καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας της έπρεπε να είναι αμίλητη ώστε να τρέχει το βιός και το τυχερό στο σπιτικό σαν το νερό. Την ίδια ώρα ένας άντρας του σπιτιού καθάριζε το στάβλο από τις κοπριές και τις έριχνε στα κάρβουνα της φωτιάς της προηγούμενης νύχτας. Το πρωί τα μικρά παιδιά έπαιρναν τις χλωρές ίσιες βέργες τους και πήγαιναν να τραγουδήσουν τα "Σούρβα", ένα είδος καλάντων για την αναγγελία της νέας χρονιάς και της γιορτής του Αγίου Βασιλείου. Τα μικρά παιδιά χωρισμένα σε ολιγομελείς ομάδες επισκέπτονταν τα σπίτια του χωριού με τις χλωρές βέργες τους στα χέρια και φώναζαν: «Σούρβα, σούρβα τ’ Άη βασίλ’ κι του χρόν’ τουν Άη βασίλ’, μια κουπάνα πίτυρα κι του χρόν’ καλύτιρα.» Τότε ο νοικοκύρης του σπιτιού καλωσόριζε τα παιδιά και η νοικοκυρά περνούσε στη βέργα τους ένα κομμάτι λουκάνικο ή παστό και τους εύχονταν καλή χρονιά και καλή πρόοδο στο σχολείο. Μόλις γέμιζε η βέργα τους με κρέατα επέστρεφαν στο σπίτι για να ετοιμαστούν για την εκκλησία. Στη λειτουργία του Αγίου Βασιλείου και στη Δοξολογία για το νέο έτος παρευρίσκονταν όλοι οι κάτοικοι κάθε χωριού ακόμη και οι πενθούντες. Στο τέλος της λειτουργίας, όλοι μαζεύονταν στο νάρθηκα της εκκλησίας για να ευχηθούν ο ένας στον άλλο χρόνια πολλά και καλή χρονιά. Στη συνέχεια, στον ίδιο χώρο γίνονταν η αντικατάσταση της παλιάς εκκλησιαστικής επιτροπής από καινούρια. Επιστρέφοντας στο σπίτι τους, οι Ρουμλουκιώτες είχαν το συνήθειο να περνούν όπως και τα Χριστούγεννα από τα σπίτια των τζιορμπατζήδων και να αφαιρούν από το φράκτη τους ένα ξυλαράκι, το οποίο έκαιγαν στο τζάκι για να πάρουν το "ουλούρμ", δηλαδή να έχουν τύχη και να πλουτίσουν στο νέο έτος. Επίσης, είχαν το έθιμο ο μεγαλύτερος σε ηλικία της οικογένειας να σπάζει στα μπρόστια του σπιτιού ένα ρόδι για να πολλαπλασιαστούν τα αγαθά του σπιτιού όπως οι σπόροι του ροδιού. Σημαντικό θεωρούνταν το ποιος θα κάνει ποδαρικό στο σπίτι, δηλαδή ποιος θα είναι ο πρώτος επισκέπτης της χρονιάς. Συνήθως διάλεγαν κάποιο γουρλή, ένα μικρό παιδί ή αυτόν που τους έκανε ποδαρικό την προηγούμενη χρονιά όταν αυτή πήγε καλά. Μερικοί διάλεγαν τον τσομπάνη υπάλληλο τους για να γεννηθούν πολλά και υγιή αρνιά Η νοικοκυρά υποδέχονταν το πρώτο επισκέπτη της χρονιάς στα μπρόστια, τον έβαζε να περάσει το κατώφλι με το δεξί και του έδινε λίγο αλάτι για να ρίξει στη φωτιά και να κάνει ευχές, όπως "να έχιτι καλή χρουνιά, υγεία κι γιρουσύν’, να έρθ’ν γαμπροί κι νύφις, κ.ά." Το μεσημεριανό πρωτοχρονιάτικο γεύμα τους ήταν πατσάς (γρουνοπατσιά) ή και καμιά φορά βασιλόπιττα εάν δεν είχαν προλάβει να την κόψουν το προηγούμενο βράδυ. Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς επισκέπτονταν όσους είχαν ονομασία, δηλαδή γιόρταζαν την ονομαστική γιορτή τους. Φώτα Την παραμονή των Φώτων, σύμφωνα με την παράδοση του Ρουμλουκιού και της υπόλοιπης Ελλάδας ο κόσμος γλίτωνε από την παρουσία των ενοχλητικών καλικάντζαρων, που γυρνούσαν στα έγκατα της γης για τον υπόλοιπο χρόνο. Ο ιερέας από πολύ νωρίς τελούσε στην εκκλησία του χωριού τον Αγιασμό των υδάτων μέσα σε ένα χάλκινο δοχείο (μπακράτσα). Μία τουλάχιστον γυναίκα από κάθε σπίτι, αφού εκκλησιαζόταν έπαιρνε ένα δοχείο με νερό από την εκκλησία και με αυτό λούζονταν όλα τα μέλη της οικογένειας και έπιναν τρεις γουλιές, όντας νηστικοί για να πάρουν φώτιση και να έχουν υγεία το καινούριο έτος. O ιερέας την ημέρα αυτή επισκέπτονταν όλα τα σπίτια του χωριού για να τα φωτίσει. Στο χέρι του κρατούσε την αγιαστούρα (κλώνο βασιλικού) και τον συνόδευε ο νεωκόρος (κλησιάτορας), ο οποίος κρατούσε ένα μικρό χάλκινο δοχείο με τον Αγιασμό. Ο ιερέας έραινε με τον Αγιασμό όλους τους χώρους κάθε σπιτιού, που επισκέπτονταν, καθώς και τους ανθρώπους που το κατοικούσαν ψάλλοντας ταυτόχρονα το "Εν Ιορδάνη Βαπτιζομένου σου Κύριε". Μόλις ο ιερέας τέλειωνε τον Αγιασμό, ο νοικοκύρης κάθε σπιτιού έριχνε στο χάλκινο δοχείο μερικά νομίσματα και του έδινε και ένα κομμάτι λουκάνικο ως πληρωμή. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, τα μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά πήγαιναν στα "Καλημέρα", δηλαδή πήγαιναν να τραγουδήσουν τα κάλαντα των Φώτων στα σπίτια του χωριού τους. Μάλιστα, στη μέση τους φορούσαν διαφόρων μεγεθών κουδούνια και στα χέρια τους κρατούσαν ματσούκες. Τα παιδιά μόλις τέλειωναν να τραγουδούν τα κάλαντα των Φώτων, φιλοδωρούνταν από τους νοικοκύρηδες με χρήματα και κομμάτια λουκάνικων και παστού. Την ημέρα των Θεοφανείων, οι Ρουμλουκιώτες πήγαιναν από πολύ νωρίς το πρωί στην εκκλησία. Ο αρχηγός κάθε οικογένειας κρατούσε στα χέρια του μία κανάτα για να πάρει Αγιασμό και μία από τις γυναίκες του σπιτιού έπαιρνε μαζί της στην εκκλησία ένα πιάτο, που περιείχε αλάτι και ένα φρούτο (πορτοκάλι ή ρόδι). Το πιάτο αυτό, τοποθετούνταν μπροστά στην Ωραία Πύλη για να το ευλογήσει ο ιερέας. Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, το εκκλησίασμα σχημάτιζε πομπή για τομέρος που θα τελούσε ο ιερέας τον Αγιασμό των υδάτων. Συνήθως, ο Αγιασμόςλάμβανε χώρα στον Αλιάκμονα ή σε μεγάλους νερόλακκους (μπουλντούκες), που υπήρχαν κοντά στους ρουμλουκιώτικους οικισμούς. Σε μερικά ρουμλουκιώτικα χωριά πριν ξεκινήσει η πομπή γίνονταν πλειστηριασμός για το ποιος θα κρατήσει το λάβαρο με την απεικόνιση της βάπτισης του Χριστού. Θεωρούσαν ότι έφερνε τύχη σε όποιον είχε τη τιμή να το κρατήσει. Οι προσφορές συνήθως ήταν γεννήματα και λάδι και δινόταν προς ενίσχυση της εκκλησίας. Η πομπή είχε ως επικεφαλείς τον ιερέα, τους ψάλτες και αυτόν που κρατούσε το λάβαρο. Μόλις έφταναν στο μέρος που θα τελούνταν ο Αγιασμός, ο ιερέας έριχνε τρεις φορές τον σταυρό στο νερό ψάλλοντας το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε". Στη συνέχεια, ενώ έλεγε ο ιερέας "το Πνεύμα εν είδη περιστεράς", κάποιος άφηνε ελεύθερα ένα ή δύο περιστέρια. Στο τέλος, αφού χαιρετούσαν όλοι το σταυρό, το ευαγγέλιο και την εικόνα της βαπτίσεως επέστρεφαν στα σπίτια τους παίρνοντας Αγιασμό. Στο σπίτι ο πιο ηλικιωμένος της οικογένειας έραινε με αγιασμό όλους τους χώρους του σπιτιού μαζί με τα ζώα και τα μαντριά καθώς και τα χωράφια. Ακόμη τη μέρα αυτή, είχαν την παράδοση να θάβουν στα χωράφια τους και συγκεκριμένα στις τέσσερις άκρες του, τα υπολείμματα και τις στάχτες από τον "Καλικάντζαρο" (μεγάλο κούτσουρο που έκαιγαν κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου) γιατί πίστευαν ότι τα σπαρτά θα προστατεύονταν από το χαλάζι και τις αρρώστιες. Στο μεσημεριανό φαγητό όλα τα μέλη της οικογένειας έτρωγαν ένα κομμάτι από το φρούτο που είχε ευλογήσει ο ιερέας το πρωί. Ενώ το αλάτι το ανακάτευαν με την τροφή των ζώων για να πάρουν και αυτά την ευλογία. Όσος Αγιασμός περίσσευε φυλάγονταν σε ένα μπουκάλι και το έπινε ως γιατρικό, όποιος αρρώσταινε. Σε παλιότερες εποχές μετά τον εκκλησιασμό της ημέρας των Φώτων, μερικοί μασκαρεύονταν, ντύνονταν καρναβάλια και επισκέπτονταν όλα τα σπίτια του χωριού διεξάγοντας έρανο για την εκκλησία. Μερικοί φορούσαν προβιές και μάσκες και έπαιρναν τη μορφή ζώων. Συνήθως, όμως, κάποιος άντρας ντύνονταν ως νύφη και αφού τον έβαζαν ανάποδα σε ένα γαϊδουράκι, τον περιέφεραν σε όλο το χωριό. Ο μασκαρεμένος άντρας, παρίστανε τη νύφη που είχε χάσει την αγνότητα της πριν το γάμο. Για αυτό προσποιούνταν πως έκλαιγε καθώς οι άλλοι τη διαπόμπευαν περιγελώντας την και δημιουργούσαν κρότο με χάλκινα σκεύη. Σε κάθε σπίτι, η νύφη προσκυνούσε τρεις φορές αργά τον νοικοκύρη και αυτός της έδινε ένα ποσό για την εκκλησία. Το έθιμο αυτό με τον καιρό εξαφανίστηκε λόγω ότι η εκκλησία ήταν εναντίον του και γιατί οι περισσότεροι Ρουμλουκιώτες προτιμούσαν να ντύνονται καρναβάλια μόνο στις Αποκριές, όπως οι υπόλοιποι Έλληνες. Σε ορισμένα χωριά το έθιμο αυτό αντικαταστάθηκε με το να περιφέρουν μία ομάδα αγοριών τον ασημένιο σταυρό του Αγιασμού από σπίτι σε σπίτι και να συγκεντρώνουν χρήματα για την εκκλησία. Στις 17 Ιανουαρίου, στο Ρουμλούκι εορτάζονταν η μνήμη του όσιου Αντώνιου, πολιούχου της Βέροιας. Ο Άγιος αυτός ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους Ρουμλουκιώτες. Ανήμερα της γιορτής του, πλήθος χωρικών από το Ρουμλούκι επισκέπτονταν το ναό του στη Βέροια, όπου φυλάγονταν η κάρα του για να την προσκυνήσουν. Οι προσκυνητές συχνά έφεραν μαζί τους αρνιά για να τα προσφέρουν στο ναό, εκπληρώνοντας κάποιο τάμα τους. Επίσης, έφερναν αναθήματα όπως ασημένια ομοιώματα μελών του σώματος, με τα οποία θα ζητούσαν τη χάρη του Αγίου ώστε να γίνουν καλά οι ίδιοι ή οι συγγενείς τους. Μερικοί έδεναν άσπρα μαντήλια στη μουριά, που βρίσκονταν έξω από το ναό του Οσίου Αντωνίου, για να του ζητούσαν κάτι να τους εκπληρώσει. Ο Όσιος Αντώνιος θεωρούνταν θεραπευτής των ψυχικών νοσημάτων για αυτόν το λόγο όσοι έπασχαν από τέτοια νοσήματα, διέμεναν (πολλές φορές αλυσοδεμένοι) στα κελιά πλησίον του ναού για να θεραπευτούν. Η επίσκεψη των Ρουμλουκιωτών στη Βέροια για τη γιορτή του πολιούχου της ήταν μία καλή ευκαιρία για αυτούς να προμηθευτούν διάφορα αγαθά από την πιο κοντινή πόλη για αυτούς. Συνήθως, αγόραζαν προϊόντα ρουχισμού, κοσμήματα, οικιακά σκεύη και γλυκίσματα από την εμποροπανήγυρη, που διοργανώνονταν εκείνη τη μέρα στη Βέροια. Τέλος, τους δίνονταν η ευκαιρία να φωτογραφηθούν από πλανόδιους φωτογράφους της Βέροιας και της Θεσσαλονίκης. Μια διασώζουσα παράδοση του Ρουμλουκιού αναφέρει ότι εφτά ονόματα χωριών του ρουμλουκιώτικου κάμπου οφείλονται σε διάφορα θαυμαστά συμβάντα που συνέβησαν με το λείψανο του Αγίου. Ο Όσιος Αντώνιος έζησε περίπου στα τέλη του 10ου αιώνα και ασκήτεψε ζώντας σε μια σπηλιά κοντά στη πόλη της Βέροιας22. Την ημέρα που παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο τα ορμητικά νερά του Αλιάκμονα παρέσυραν το λείψανο του στο Θερμαϊκό. Μετά από λίγες μέρες κάποιοι Θεσσαλονικείς ανακάλυψαν το σώμα του Αγίου άθικτο από τη φυσική φθορά οπότε και κατάλαβαν ότι ήταν Άγιος άνθρωπος. Τα νέα ότι βρέθηκε το λείψανο του Οσίου Αντωνίου διαδόθηκαν γρήγορα και έφτασαν ως τη Βέροια. Τότε, οι Βεροιείς έστειλαν απεσταλμένους στη Θεσσαλονίκη να φέρουν το λείψανο του συμπατριώτη τους στη γενέτειρα του. Όταν έφτασαν στη Θεσσαλονίκη το αίτημα τους δεν έγινε δεκτό αφού οι Θεσσαλονικείς ήθελαν το ιερό σκήνωμα να μείνει στην πόλη τους. Για να αποτραπεί η αιματοχυσία, οι γηραιότεροι πρότειναν να τοποθετήσουν το λείψανο επάνω σε μια άμαξα, που θα την έσερναν δύο βόδια, και να την αφήσουν να κατευθυνθεί μόνη της προς το μέρος που ήθελε ο Άγιος να παραμείνει το λείψανο του. Μόλις συνέβη αυτό τα βόδια, που έσερναν την άμαξα, με θαυματουργό τρόπο άρχισαν να διασχίζουν τον κάμπο του Ρουμλουκιού. Αφού διάβηκαν τον Αλιάκμονα, εισήλθαν στο χωριό Λουτρός, που ονομάστηκε έτσι επειδή οι κάτοικοι ένιψαν το λείψανο ή επειδή τα βόδια έκαναν μπάνιο στα νερά του χωριού. Από εκεί η άμαξα κατευθύνθηκε στο χωριό Ραψομανίκη, όπου οι κάτοικοι έραψαν το μανίκι από το ράσο του Αγίου. Στη συνέχεια η άμαξα τράβηξε προς το χωριό Ξεχασμένη. Υπάρχουν δύο εκδοχές για το πώς πήρε το όνομα του το χωριό αυτό. Κάποιοι λένε ότι η άμαξα το αγνόησε και δεν πέρασε από αυτό και κάποιοι άλλοι ότι τα ζώα ξεχάστηκαν στο μεσοχώρι του χωριού μετά το τάϊσμα και το πότισμα τους και έμειναν μέχρι το βασίλεμα του ήλιου. Η άμαξα μετά πέρασε από το χωριό Σταυρός, που πήρε το όνομα του λόγω ότι τα ζώα το σταύρωσαν από άκρη σε άκρη, δηλαδή σχημάτισε η πορεία τους ένα σταυρό καθώς το διέσχιζαν. Έπειτα, τα ζώα κατευθύνθηκαν στο χωριό Κουλούρα, στο οποίο δεν εισήλθαν αλλά απλώς διέγραψαν ένα μεγάλο κύκλο γύρω του. Μετά την Κουλούρα, διάβηκαν γρήγορα το χωριό Διαβατός, που οφείλει το όνομα του σε αυτό το γεγονός. Από εκεί πήγαν στο χωριό Μέση, που ονομάστηκε έτσι γιατί τα ζώα σταμάτησαν να ξαποστάσουν στο μεσοχώρι του χωριού. Από τη Μέση και έπειτα, η άμαξα συνέχισε την πορεία της προς τη Βέροια χωρίς να σταματήσει πουθενά. Μπαίνοντας η άμαξα στη πόλη της Βέροιας, η άμαξα σταμάτησε στο πατρικό σπίτι του Αγίου. Εκεί, η άμαξα χτύπησε σε μια μουριά, αυτήν στην οποία κρεμούσαν αργότερα τα μαντήλια. Με αυτόν τον τρόπο τα ζώα ελευθερώθηκαν από το ζυγό τους. Στο σημείο εκείνο χτίστηκε ο ναός του Όσιου Αντωνίου. Χριστούγιννα πρωτούγιννα, πρώτη γιορτή του χρόνου. Έβγατι, ίδέτι. μάθητι, τώρα Χριστός γιννιέτι. Τώρα Χριστός θα γιννηθή κι είναι χαρές μεγάλις. Τήν Παναϊά άσπάζουμαν κι του Χριστό προσκ'νοΰσα, για να μου δώσουν τά κλειδιά, κλειδιά του παραδείσου, ν' άνοίξου τούν παράδεισου κί να τούν σιργιανίσου. Κυρά μ', τή δυχατέρα σου, κυρά μ' τήν άκριβή σου, ποχει πλιξοΰδις τά μαλλιά, σαράντα πέντε πήχις. Κάνει τούν ήλιου πρόσωπου κί του φιγγάρ' άστέρι κί του κουράκου του φτερό βάνει καμπανοφρύδι. Μαργαριτάρι στρογγυλό εϊνι του πρόσουπό σου, λελούδ' άπ' τούν παφράδεισου εϊνι τού μάγουλο σου. Σ' αυτό τό σπίτι πούρθαμε, πέτρα νά μή ραΐση κι ό νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια νά ζήση. Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου. Έβγατε, ΐδέτε, μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται. Γεννιέται κι ανατρέφεται στο μέλι και στο γάλα, τό μέλι τρων' οί άρχοντες, τό γάλα οί αφεντάδες και τό μελισσοχόρταρο τό λούζονται οί κυράδες. Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά καμαροφρύδα, κυρά μ', δταν στολίζεσαι και πάς στήν έκκλησιά σου, βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και τό φεγγάρι άγκάλη και τον καθάριο αύγερινό τον βάνεις δαχτυλίδι. Σ' αύτό τό σπίτι πούρθαμε πέτρα νά μή ραΐση κι ό νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά νά ζήση . Καλήν έσπέρ' αρχοντικά, καλή- καλή ν έσπέρα φίλοι (ήμέραν) (καλή σας μέρα) Καιρός ήρθε ν' άνοίξουμι τα λυ- τα λυγιρά μας χείλη. Χρίστος γεννάται αύριο στή φά- στή φάτνη των αλόγων έκεϊ πού καταδέχτηκεν ό ποι- ό ποιητής των όλων. έτσι τό λέγει ή Γραφή, και τ' ά- και τ' άγιο τό Βαγγέλιο πού εχομεν οί Χριστιανοί, της πί- της πίστεως θεμέλιο. Λοιπόν τό νου σας νάχετε, πρωί, πρωί να σηκουθήτε, στην εκκλησιά να πάγετε κί νά, κί νά προσευχηθήτε. Ν' άκούσητε μ' ευλάβεια, τήν θεί- τήν θεία λειτουργία του Ιησού μας τοΰ Χριστού τήν Γέ- τήν Γέννηση τή θεία. Σ' αύτό τό σπίτι πούρθαμε πέτρα, πέτρα νά μή ραΐση κι ό νικοκύρης τοΰ σπιτού πολλά, πολλά χρόνια νά ζήση. 'Απλώστε τό χεράκι σας στήν ά- στήν αργυρή σας τσιέπη και δώστε μας τον κόπο μας ώς ά- ώς άρχοντες 'πως πρέπει. Χριστούγεννα πρωτούγεννα, τώρα Χριστός γιννιέτι, τώρα Χριστός γιννιέτι. Γιννιέτι κί βαφτίζιτι στους ούρανούς άπάνου, στους ούρανούς άπάνου. Όλ' οί Άγγέλοι χαίρουντι κι όλοι δοξολογιοΰντι, κι ολοι δοξολογιοΰντι. Και τά δαιμόνια σκάζουνε, και σκάζουν και πλαντάζουν, τά σίδερα ταράζουν. Σέ τοΰτ' τό σπίτι πούρθαμι, μί μάρμαρου στρουμένου, μί μάρμαρου στρουμένου. Ίδώ 'χουν κόρη γιά παντρειά, κόρη γιά άρρεβώνα, κόρη γιά άρρεβώνα. Της τάζουν γιο του Βασιλια, της τάζουν γιο του Ρήγα, της τάζουν γιο του Ρήγα. Δεν θέλει γιό του Βασιλια, δέν θέλει γιο του ρήγα, δέν θέλει γιό του Ρήγα. Μόν' θέλει τ' αρχοντόπουλο πού πιρπατάει καβάλα, πού πιρπατάει καβάλα. Σέ τουτ' τό σπίτι πούρθαμι πέτρα νά μή ραΐση, πέτρα νά μή ραΐση Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήση, Χρόνια πολλά να ζήση. Αγιος Βασίλης έρχιτι, Γινάρης ξημερώνει. Σα φέτου, παλληκάρια μου, σα φέτου και του χρόνου. -«Βασίλη μ', ποΰθεν έρχισι και ποΰθεν κατιβαίνεις;» -«Ίγώ 'π' τά ξένα έρχουμι και στα δικά μου πάου. Βασίλη μ', ξέρεις γράμματα, πές μας τήν αλφαβήτα» . Σέ τουτ' τό σπίτι πούρθαμι πέτρα νά μή ραΐση κι ό νοικοκύρης τοΰ σπιτιού χρόνους πολλούς νά ζήση 'Άγιους Βασίλης έρχιτι, Γινάρης ξημερώνει. Σά φέτου, παλληκάρια μου, σά φέτου και του χρόνου. Κι ένα μικρό, μικρούτσικο, μικρό κι χαϊδεμένου, μικρό τό έχ' ή μάνα του, μικρό κί ού πατέρας τ', τού έλουζι, τού χτένιζι κί στού σκουλειό τού στέλνει κι ού δάσκαλους τού καρτερεί μί τή χρυσή τή βέργα . Παραπουνέθ'κι τού πιδί στή μάνα του πααίνει: -«Πιδί μου, πού ειν' τά γράμματα, πιδί μου, πού ειν' ό νους σου;» -«Τά γράμματα ειν ι στού χαρτί κι ού νους μου στά πιγνίδια». Ε'ιπαμι στούν άφέντη μας, νά εΐποΰμ' κί στήν κυρά μας: -«Κυρά χρυσή, κυρά άργυρή, κυρά μαλαματένια, κυρά μ' δταν στολίζισι στήν έκκλησιά νά πάης, βάζεις τον ήλιο πρόσωπο κί τού φιγγάρ' άστήθι κί τούν καθάριο αύγερινό τον βάζεις δαχτυλίδι. Ίσιένα σ' πρέπ' άρχόντισσα βασίλισσα νά γένης κί στού θρονί νά κάθισι, τις εμουρφις νά κρένης, τις εμουρφις κί τις καλές κι αυτές τις μαυρουμάτις πώχουν τό μάτι σάν ίλιά, τ' 'άφρύδι σά γαϊτάνι». |
Ήπειρος
Τὰ Κάλαντα εἶναι ἔθιμο ποὺ διατηρεῖται ἀμείωτο ἀκόμα καὶ σήμερα μὲ τὰ παιδιὰ νὰ γυρνοῦν ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι σὲ ζεύγη ἢ καὶ περισσότερα καὶ νὰ τραγουδοῦν τὰ κάλαντα συνοδεύοντας τὸ τραγούδι τους μὲ τὸ τρίγωνο ἢ ἀκόμα καὶ κιθάρες, ἀκορντεόν, λύρες, ἢ φυσαρμόνικες. Τὰ παιδιὰ γυρνοῦν ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, χτυποῦν τὴν πόρτα καὶ ρωτοῦν: «Νὰ τὰ ποῦμε;». Ἂν ἡ ἀπάντηση ἀπὸ τὸν νοικοκύρη ἢ τὴν νοικοκυρὰ εἶναι θετική, τότε τραγουδοῦν τὰ κάλαντα γιὰ μερικὰ λεπτὰ τελειώνοντας μὲ τὴν εὐχὴ «Καὶ τοῦ Χρόνου. Χρόνια Πολλά». Ὁ νοικοκύρης τὰ ἀνταμοίβει μὲ κάποιο χρηματικὸ ποσό, ἐνῶ παλιότερά τους πρόσφερε μελομακάρονα ἢ κουραμπιέδες. Κάλαντα λέγονται τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων, τῆς Πρωτοχρονιᾶς καὶ τῶν Φώτων καὶ εἶναι διαφορετικὰ γιὰ κάθε γιορτή.
1.
Ελάτε εδώ γειτόνισσες
Και εσείς γειτονοπούλες,
Τα σπάργανα να φτιάξουμε
και το Χριστό ν΄ αλλάξουμε.
Τα σπάργανα για το Χριστό,
Ελάτε όλες σας εδώ.(δις)
Να πάμε να γυρίσουμε
Και βάγια να σκορπίσουμε .
Να βρούμε και την Παναγιά
οπού μας φέρνει τη χαρά.
Τα σπάργανα για το Χριστό,
ελάτε όλες σας εδώ.(δις)
Κοιμάται στα τριαντάφυλλα,
γεννιέται μες στα λούλουδα.
Γεννιέται μες στα λούλουδα ,
κοιμάται στα τριαντάφυλλα.
Τα σπάργανα για το Χριστό,
ελάτε όλες σας εδώ.
Τα σπάργανα να φτιάξουμε
και το Χριστό ν΄ αλλάξουμε
2.
Χριστούγεννα Πρωτούγεννα,
πρώτη γιορτή του χρόνου
αρχή και δόξα του Χριστού
και στη πομπή του Γιούδα.
Σήμερα αγγέλοι χαίρουνται
κι άγιοι δοξολογιούνται
και τα δαιμόνια θλίβονται
τ’ ότι ο Χριστός γεννιέται.
Χριστός γεννιέται σήμερα
εν Βηθλεέμ την πόλη
οι ουρανοί αγάλλονται,
χαίρετ’ η φύσις όλη.
Κυρά καλή, κυρά χρυσή,
κυρά μ’ ευτυχισμένη
κυρά μου τον 'ι γιόκα
σου και τον μονάκριβό σου
με μόσχο και βασιλικό
έλουζες τα μαλλιά του
και στο σκολειό τον
έστελνες γράμματα για
να μάθει.
Σε τούτ’ το σπίτι
που ’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια
χρόνια να ζήσει.
4.
Αρχιμηνιά Πρωτοχρονιά,
πρώτη του Γεναρίου
που είναι του Χριστού
γιορτή και του αϊ-Βασιλείου.
Άγιος Βασίλης έρχεται
από την Καισαρεία,βαστάει
πένα και χαρτί, χαρτί και
καλαμάρι,το καλαμάρι
έγραφε και το χαρτί μιλούσε.
Βασίλη πόθεν έρχεσαι και
πόθεν κατεβαίνεις.
-Από τη μάνα μ’ έρχομαι και
στο σχολειό πηγαίνω.
-Βασίλη ξέρεις γράμματα,
πες μας την αλφαβήτα.
Και το ραβδί τ’ εβλάστησε
και έβγαλε κλωνάρια
και πάνω στα κλωνάρια του
πέρδικες κελαηδούσαν.
5.
Ένας μικρός, μικρούτσικος,
μικρός και χαϊδεμένος.
Τον έπλενε, τον έντυνε
και στο σχολειό τον στέλνει.
Παιδί μ’ να μάθεις γράμματα,
παιδί μ’ να μάθεις γνώση.
Τα γράμματα μες στο χαρτί
κι η γνώση πέρα ως πέρα.
Για βάλε το χεράκι σου
στην αργυρή σακούλα
κι αν έχεις γρόσια δώσε μου
φλουριά μην τα λυπάσαι
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
χιλιά χρονιά να ζήσει.
Και του χρόνου!
6.
Αγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει.
Βασίλη μ', πόθεν έρχεσαι και πό- καί πόθεν κατεβαίνεις
Άπό το δάσκαλ' έρχομαι, στο σπίτι μου πηγαίνω».
Και στο ραβδί τ' ακούμπησε νά πη τήν αλφαβήτα.
Καί το ραβδί ήταν πράσινο κι έβγαλε νιά κλωνάρια.
Κλωνάρια, χρυσοκλώναρα καί χρυσομπουμπουτσέλια.
Κι απάνω στά κλωνάρια του μια πέρδικα γραμμένη,
νερόέπαιρνε στά νύχια της καί χιόνια τά φτερά της
κι έράντιζέ μας τήν κυρά, βασίλισσα στο σπίτι.
Άγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει,
Βασίλη μ', πόθεν έρχεσαι και πό- και πόθεν κατεβαίνεις;
7.
Κάτω στα Γεροσόλυμα, ματάκια (δίς)
και στοϋ Χρίστου τον τάφο, μα το Χριστός ανέστη, (δίς)
Έκεϊ δέντρος δεν ήτανε, ματάκια, (δίς)
δέντρος έφανερώθη, μα το Χριστός ανέστη, (δίς)
Ό δέντρος ήταν ό Χριστός κι ή ρίζα ή Παναγία,
τά φύλλα οπού έπεφταν ήταν οί μαρτυρίες του
που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του Χρίστου τά Πάθη.
Χριστέ μ', φόντας σέ σταύρωσαν οί γιάνομοι οί Όβραϊοι,
οί γιάνομοι και τά σκυλιά κι οϊ τρισκαταραμένοι,
το Φαραώ διέταξαν νά φτειάξ' τρία περόνια
κι αυτός ό τρισκατάρατος βάνει και φτειάνει πέντε.
Βρε Φαραέ, πού τά ‘φτειαξες, κάτσε νά μας διάταξης.
Τά δυο στά δυο τά πόδια του, τά δυο στά δυό του χέρια,
το πέμπτο τό φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του,
1.
Ελάτε εδώ γειτόνισσες
Και εσείς γειτονοπούλες,
Τα σπάργανα να φτιάξουμε
και το Χριστό ν΄ αλλάξουμε.
Τα σπάργανα για το Χριστό,
Ελάτε όλες σας εδώ.(δις)
Να πάμε να γυρίσουμε
Και βάγια να σκορπίσουμε .
Να βρούμε και την Παναγιά
οπού μας φέρνει τη χαρά.
Τα σπάργανα για το Χριστό,
ελάτε όλες σας εδώ.(δις)
Κοιμάται στα τριαντάφυλλα,
γεννιέται μες στα λούλουδα.
Γεννιέται μες στα λούλουδα ,
κοιμάται στα τριαντάφυλλα.
Τα σπάργανα για το Χριστό,
ελάτε όλες σας εδώ.
Τα σπάργανα να φτιάξουμε
και το Χριστό ν΄ αλλάξουμε
2.
Χριστούγεννα Πρωτούγεννα,
πρώτη γιορτή του χρόνου
αρχή και δόξα του Χριστού
και στη πομπή του Γιούδα.
Σήμερα αγγέλοι χαίρουνται
κι άγιοι δοξολογιούνται
και τα δαιμόνια θλίβονται
τ’ ότι ο Χριστός γεννιέται.
Χριστός γεννιέται σήμερα
εν Βηθλεέμ την πόλη
οι ουρανοί αγάλλονται,
χαίρετ’ η φύσις όλη.
Κυρά καλή, κυρά χρυσή,
κυρά μ’ ευτυχισμένη
κυρά μου τον 'ι γιόκα
σου και τον μονάκριβό σου
με μόσχο και βασιλικό
έλουζες τα μαλλιά του
και στο σκολειό τον
έστελνες γράμματα για
να μάθει.
Σε τούτ’ το σπίτι
που ’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια
χρόνια να ζήσει.
4.
Αρχιμηνιά Πρωτοχρονιά,
πρώτη του Γεναρίου
που είναι του Χριστού
γιορτή και του αϊ-Βασιλείου.
Άγιος Βασίλης έρχεται
από την Καισαρεία,βαστάει
πένα και χαρτί, χαρτί και
καλαμάρι,το καλαμάρι
έγραφε και το χαρτί μιλούσε.
Βασίλη πόθεν έρχεσαι και
πόθεν κατεβαίνεις.
-Από τη μάνα μ’ έρχομαι και
στο σχολειό πηγαίνω.
-Βασίλη ξέρεις γράμματα,
πες μας την αλφαβήτα.
Και το ραβδί τ’ εβλάστησε
και έβγαλε κλωνάρια
και πάνω στα κλωνάρια του
πέρδικες κελαηδούσαν.
5.
Ένας μικρός, μικρούτσικος,
μικρός και χαϊδεμένος.
Τον έπλενε, τον έντυνε
και στο σχολειό τον στέλνει.
Παιδί μ’ να μάθεις γράμματα,
παιδί μ’ να μάθεις γνώση.
Τα γράμματα μες στο χαρτί
κι η γνώση πέρα ως πέρα.
Για βάλε το χεράκι σου
στην αργυρή σακούλα
κι αν έχεις γρόσια δώσε μου
φλουριά μην τα λυπάσαι
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
χιλιά χρονιά να ζήσει.
Και του χρόνου!
6.
Αγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει.
Βασίλη μ', πόθεν έρχεσαι και πό- καί πόθεν κατεβαίνεις
Άπό το δάσκαλ' έρχομαι, στο σπίτι μου πηγαίνω».
Και στο ραβδί τ' ακούμπησε νά πη τήν αλφαβήτα.
Καί το ραβδί ήταν πράσινο κι έβγαλε νιά κλωνάρια.
Κλωνάρια, χρυσοκλώναρα καί χρυσομπουμπουτσέλια.
Κι απάνω στά κλωνάρια του μια πέρδικα γραμμένη,
νερόέπαιρνε στά νύχια της καί χιόνια τά φτερά της
κι έράντιζέ μας τήν κυρά, βασίλισσα στο σπίτι.
Άγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει,
Βασίλη μ', πόθεν έρχεσαι και πό- και πόθεν κατεβαίνεις;
7.
Κάτω στα Γεροσόλυμα, ματάκια (δίς)
και στοϋ Χρίστου τον τάφο, μα το Χριστός ανέστη, (δίς)
Έκεϊ δέντρος δεν ήτανε, ματάκια, (δίς)
δέντρος έφανερώθη, μα το Χριστός ανέστη, (δίς)
Ό δέντρος ήταν ό Χριστός κι ή ρίζα ή Παναγία,
τά φύλλα οπού έπεφταν ήταν οί μαρτυρίες του
που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του Χρίστου τά Πάθη.
Χριστέ μ', φόντας σέ σταύρωσαν οί γιάνομοι οί Όβραϊοι,
οί γιάνομοι και τά σκυλιά κι οϊ τρισκαταραμένοι,
το Φαραώ διέταξαν νά φτειάξ' τρία περόνια
κι αυτός ό τρισκατάρατος βάνει και φτειάνει πέντε.
Βρε Φαραέ, πού τά ‘φτειαξες, κάτσε νά μας διάταξης.
Τά δυο στά δυο τά πόδια του, τά δυο στά δυό του χέρια,
το πέμπτο τό φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του,
Σμύρνη
Το Δωδεκαήμερο στη Μικρά Ασία είχε ξεχωριστή και πλούσια εθιμολογία και στις τρεις μεγάλες γιορτές του, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Θεοφάνια.
Αυτές τις τρεις μέρες συναντούσε κανείς έθιμα χριστιανικά αλλά και παγανιστικά, που είχαν σχέση με τον καινούργιο χρόνο και είχαν επίκεντρο και «ζητούμενα» την καλή υγεία και την πλούσια καρποφορία.
Την Πρωτοχρονιά και τις πρώτες ημέρες του καινούργιου χρόνου απέφευγαν καθετί κακό και επιλήψιμο, αφού πίστευαν ότι αυτό μπορεί να επαναλαμβάνεται σ' όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Ιδιαίτερη σημασία έδιναν στο «ποδαρικό», που το συνέδεαν με την καλοτυχία όλο το χρόνο.
Σύμβολο την ημέρα της Πρωτοχρονιάς η βασιλόπιτα και το τελετουργικό της κοπής της. Οι παραδόσεις με τους καλικάντζαρους ήταν πλούσιες σ' όλες τις περιοχές της Μ. Ασίας, σχεδόν περισσότερο από κάθε άλλο δημιούργημα της νεοελληνικής μυθοπλασίας...
Το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα στις πόρτες των σπιτιών με τουμπελέκια και σιδερένια τρίγωνα, κρατώντας σήμαντρα και φαναράκια κρεμασμένα σε κοντάρι. Οι νοικοκυρές τούς έδιναν παράδες, φρούτα και φοινίκια (μελομακάρονα).
Οι μεγαλύτεροι έλεγαν τα κάλαντα έχοντας μαζί τους ένα φωτισμένο καραβάκι. Χειροποίητο από χαρτί ή ξύλο, έφτανε και τα τρία μέτρα σε μήκος. Το κατάρτι του ήταν στολισμένο και είχε μια ελληνική σημαία. Το κόστος κατασκευής του «απαιτούσε» μεγαλύτερο μπαξίσι.
Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά,
πρώτη γιορτή τον χρόνου.
Για βγείτε, δέτε, μάθετε, όπου Χριστός γεννάται.
Γεννάται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα.
Το μέλι τρώγουν άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες...
Τα κάλαντα τελείωναν με την ευχή «Και εις έτη πολλά. Και του Χρόνου να 'στε καλά».
Στα σπίτια τους, μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, άρχιζαν οι μπουγάδες και τ' ασπρίσματα. Στόλιζαν συνήθως καραβάκια. Χριστουγεννιάτικο δέντρο συνήθιζαν να στολίζουν κυρίως οι κάτοικοι του Πόντου, χρησιμοποιώντας χρυσωμένες κουκουνάρες, χρυσές καραμέλες, μανταρίνια και βαμβάκι. Μάλιστα δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, έφτιαχναν και το τραπέζι της Παναγιάς, με το εικόνισμα και τα γιορτινά γλυκά.
Εκείνες τις μέρες, οι νοικοκυρές πηγαινοέρχονταν στους μαχαλάδες μεταφέροντας στους φούρνους τις λαμαρίνες με τα χριστουγεννιάτικα εδέσματα. Φαγιάντσες, μπακίρια, ταβάδες, ζάχαρη, πετιμέζι, χουρμάδες, μέλι, καρύδια, κάστανα, αμύγδαλα, φρούτα, όλα αραδιασμένα και έτοιμα να «υποδεχτούν» τα σαραγλί, τους μπακλαβάδες, τα φοινίκια, τους κουραμπιέδες, τα σεκέρ λουκούμια και τα κανταίφια.
Προετοίμαζαν και τα φαγητά για την ημέρα των Χριστουγέννων.
Ψητό γουρουνόπουλο, σέλινο με κρέας, τουρσιά, σαρμάδες...
Σε πολλές περιοχές της Μ. Ασίας, ιδιαίτερα στην Καππαδοκία, πριν από τα Χριστούγεννα ξεκινούσαν τα «γουρουνοσφαξίματα».
Ανήμερα των Χριστουγέννων, μαγείρευαν το γουρουνόπουλο, περιχυμένο με χυμό από νεράντζι. Το γιορτινό γεύμα ξεκινούσε με σούπα από βραστό. Χριστουγεννιάτικο τραπέζι σε ζεστή ατμόσφαιρα με κανόνες απαράβατους και οικογενειακό χαρακτήρα...
Την Πρωτοχρονιά, από την παραμονή το βράδυ, τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα...
Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά,
ψιλή μου δεντρολιβανιά
κι' αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ' άγιο θρόνος...
Σ' αυτό το σπίτι που 'ρθαμε πέτρα να μην ραγίσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει...
Στη Σμύρνη, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, συνήθιζαν να στολίζουν ένα τραπέζι με ξηρούς καρπούς και γλυκίσματα για να κεράσουν τον Αγιο Βασίλη, όταν θα επισκεπτόταν το σπίτι.
Η νοικοκυρά ράντιζε το σπίτι με ξηρούς καρπούς κι έλεγε: Κάλαντα και καλού σκαίρα και πάντα και του χρόνου.
Το πρωί όλη η οικογένεια πήγαι¬νε στη λειτουργία. Ο πατέρας έπαιρνε ένα ρόδι στην τσέπη του ν' αγιαστεί. Μόλις επέστρεφαν στο σπίτι, έσπαζε το ρόδι πίσω από την πόρτα λέγοντας: «Καλημέρα, έτη πολλά». Το ρόδι έπρεπε να είναι γερό και τα σπυριά του τραγανά, γιατί αν ήταν σάπιο, κάτι κακό θα συνέβαινε. Στη Σμύρνη χτυπάγανε με δύναμη το ρόδι να σκορπίσει.
Έκαναν ποδαρικό πατώντας ένα σίδερο, λέγοντας: σίδερο πάνω, σίδερο κάτω, σίδερο οι άνθρωποι που είναι μέσα, σίδερο η μέση μου, σίδερο το κεφάλι μου.
Ο νοικοκύρης έκανε το σταυρό του, σταύρωνε με το μαχαίρι τρεις φορές την πίτα και έκοβε τόσα κομμάτια, όσα ήταν και τα μέλη της οικογένειας.
Το πρώτο κομμάτι ήταν του Χριστού, μετά της Παναγίας, του Αϊ- Βασίλη, του σπιτιού και του φτωχού.
Χαρακτηριστικό στοιχείο ήταν το φλουρί της βασιλόπιτας, με το οποίο δοκίμαζαν την τύχη τους. Σε όποιον έπεφτε το φλουρί αυτός θα ήταν ο τυχερός και ευνοούμενος της νέας χρονιάς.
Κομμάτια της βασιλόπιτας οι νοικοκυρές άφηναν, μαζί με ξηρούς καρπούς και γλυκά, στις δημόσιες βρύσες της πόλης, για τους περαστικούς και τους φτωχούς...
Μετά επέστρεφαν στο σπίτι αμίλητες, με το νερό της βρύσης για να «τρέχουν» τα αγαθά στα σπίτια τους.
Για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, οι νοικοκυρές ετοίμαζαν συνήθως κόκκορα κοκκινιστό στην κατσαρόλα, κεμπάπ με ρύζι, και γενικά φαγητά με ρύζι, για να είναι γεμάτος ευτυχία ο νέος χρόνος...
Οι γιορτές του Δωδεκαήμερου τελείωναν με τα Θεοφάνια.
Τα έλεγαν και «Φώτα Ολόφωτα» ή και «Φωτόγεννα» επειδή αγιάζονται τα νερά και φωτίζεται ο κόσμος.
Οι ηλικιωμένοι περιέγραφαν ιστορίες με καλικάντζαρους. Μιλούσαν για τα μαυριδερά, κόκαλιάρικα όντα που τραγουδούσαν, φώναζαν και γκρίνιαζαν. Μάλιστα αν δεν θυμιάτιζαν την παραμονή των Χριστουγέννων, πίστευαν ότι θα έμπαιναν από την καμινάδα για να τυραννήσουν την οικογένεια...
Μεγάλη γιορτή τα Χριστούγεννα για τους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Οι προετοιμασίες άρχιζαν με το ασβέστωμα. Ο ασβέστης δεν ήταν μόνο ομορφιά, ήταν και καθαριότητα.
Τα σπίτια ασπρίζονταν μια φορά το χρόνο από πάνω μέχρι κάτω, αλλά κάθε Σάββατο οι νοικοκυρές «έπαιρναν τα χαμηλά», δηλαδή ασβέστωναν τα σημεία που λερώνονταν περισσότερο από την καθημερινή χρήση. Σε κάθε σπίτι υπήρχε ασβεστοντενεκές για να σβήνουν τον ασβέστη, κι αυτό το έκαναν μέσα στο σπίτι, γιατί πίστευαν πως, όταν έσβηνε ο ασβέστης σε νερό που άρχιζε να κοχλάζει, έβγαζε αναθυμιάσεις που αποστείρωναν το σπίτι. Σπίτι που δε μύριζε ασβέστη δεν ήταν χριστιανικό - έτσι πίστευαν, οι μουσουλμάνοι δεν άσπριζαν τα σπίτια τους - ήταν ακάθαρτοι.
Αφού, λοιπόν, τα σπίτια είχαν αστράψει από καθαριότητα, άρχιζαν οι προετοιμασίες για τα γλυκά. Στα σπίτια υπήρχαν πάντα τσερέζια, δηλαδή ξηροί καρποί: αμύγδαλα, κάστανα, καρύδια, ξερά δαμάσκηνα, σύκα, τζίτζιφα, σταφίδες, χουρμάδες -που τους έφερναν από την Αίγυπτο-, αλλά και καρότα. Στον τόπο μας τα καρότα δεν τα χρησιμοποιούσαν στο φαγητό αλλά στα γλυκά· ή τα σερβίριζαν μαζί με άλλα φρούτα και τσερέζια.
Οι γυναίκες κοπάνιζαν τα τσερέζια και οι άντρες πήγαιναν ν’ αγοράσουν ό,τι έλειπε. Τα ψώνια τα μετέφεραν στο σπίτι μέσα σ’ ένα μεγάλο μαντίλι, κόκκινο με άσπρες ριγούλες γύρω γύρω, που το είχαν πάντα γι’ αυτόν το σκοπό στο ζωνάρι τους. Αυτό το μαντίλι το έδεναν απ’ τις τέσσερις άκρες του και το χρησιμοποιούσαν σαν σακούλι, αλλά και πιο παραδοσιακά, για να σκουπίζονται. Οι γυναίκες φρόντιζαν πάντα οι άντρες τους να έχουν ένα καθαρό και φρεσκοσιδερωμένο μαντίλι μαζί τους. Έφερναν, λοιπόν, οι άντρες όλα τα χρειαζούμενα, ενώ οι γυναίκες κοπάνιζαν αμύγδαλα και καρύδια, έψηναν και καθάριζαν κάστανα, έφτιαχναν μπακλαβάδες σε τεράστια ταψιά - σαμουσάδες, όπως τα λέγαμε. Άλλα παραδοσιακά γλυκά ήταν τα φοινίκια -εδώ τα ξέρουμε σαν μελομακάρονα-, τα σεκέρ λουκούμια, οι κουραμπιέδες, τα αετουδάκια -με τη σφραγίδα με το δικέφαλο βυζαντινό αετό- και το σαραγλί. Κάθε σπίτι ετοίμαζε τα γλυκά του μια ολόκληρη εβδομάδα. Ο φούρνος έκαιγε συνέχεια και μοσχομύριζε όλη η γειτονιά! Όλα έπρεπε να είναι έτοιμα για τη μεγάλη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων. Το βράδυ της παραμονής, λοιπόν, ο καντηλανάφτης, μισή ώρα περίπου πριν αρχίσει η λειτουργία, έπαιρνε μια χοντρή μαγκούρα από αγριελιά -την τοπούζα- και χτύπαγε τρεις φορές την πόρτα του κάθε σπιτιού φωνάζοντας: «Σηκωθείτε και μπήκαμε!» Κανείς, βέβαια, δε χρειαζόταν προειδοποίηση - όλοι ήταν έτοιμοι, ντυμένοι και στολισμένοι και με τα χρυσαφικά τους να κουδουνίζουν. Έτσι ήταν όμως το έθιμο. Όλοι πήγαιναν στην εκκλησία κρατώντας αναμμένα φανάρια, παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία και μεταλάμβαναν μετά από πολυήμερη νηστεία. Στη συνέχεια, κι αφού είχαν ευχηθεί ο ένας στον άλλο, γύρναγαν στα σπίτια τους, όπου η νοικοκυρά ξεσκέπαζε και σκάλιζε τη φωτιά που είχε ετοιμάσει νωρίτερα και ζέσταινε το φαγητό - σούπα από μο- σχαρίσιο κρέας, αβγοκομμένη, για αρχή, κι ύστερα ντανάδι -έτσι έλεγαν το κρέας του μεγάλου μοσχαριού-, συκωτάκια, μυαλά και διάφορα μεζεκλίκια. Πρόσεχαν να μη βαρυστομαχιάσουν, μετά από τόσες μέρες νηστείας, κι άλλωστε την επομένη, με τις τόσες επισκέψεις, τις χαιρετούρες και τα πηγαινέλα στα σπίτια των φίλων και των γνωστών, θα ακολουθούσαν κι άλλα λουκούλλεια γεύματα. Όλα τα σπίτια ήταν ανοιχτά, εμείς δεν ξέραμε «αυτός είναι δικός μας» ή «αυτός είναι ξένος». Κανείς δε χτύπαγε τα Χριστούγεννα την πόρτα, γιατί δεν υπήρχε κλειστή πόρτα σε κανένα σπίτι. Πρέπει να σας πω ότι άλλο πράγμα ήταν οι επισκέψεις και άλλο οι βραδινές συναντήσεις και τα γλέντια. Τις επισκέψεις αυτή τη μέρα τις έκαναν μόνο οι άντρες. Οι γυναίκες δεν κυκλοφορούσαν ποτέ ασυνόδευτες. Τις νεαρές κοπέλες, δε, τις συνόδευε πάντα κάποια μεγαλύτερη - μητέρα, πεθερά, θεία ή άλλη συγγενής.
Από τα Χριστούγεννα μέχρι των Φώτων κανείς δε δούλευε! Οι μέρες πέρναγαν με γλέντια και φαγοπότι. Βέβαια, έριχναν μια ματιά και τάιζαν τα ζώα τους, γιατί, όπως έλεγαν, «αυτά που δεν μπορούν να μιλήσουν πρέπει να φάνε πρώτα και να καλοπεράσουν».
Κι ερχόταν η παραμονή της Πρωτοχρονιάς... Μεγάλη έγνοια το ποδαρικό και μεγάλη προσοχή μην το κάνει άνθρωπος που δε γνώριζαν. Ένας άνθρωπος αποδεδειγμένα γούρικος ή το βαφτιστήρι της οικογένειας ήταν αυτός που συνήθως έκανε ποδαρικό. Απ' αυτό εξαρτιόταν αν τ’ αμπέλια θα είχαν καλή σοδειά, μαξούλι, να μη χαλάσουν τα κρασιά και να μην τύχουν αρρώστιες. Όπως όλες οι γιορτές, κι αυτή ξεκινούσε με εκκλησιασμό. Μόνο οι κατάκοιτοι και οι άρρωστοι δεν πήγαιναν στην εκκλησία.
Αφού χαιρετούσε ο παπάς, όλοι εύχονταν, φιλιούνταν και γυρνούσαν στα σπίτια τους. Ο πατέρας κρατούσε το κλειδί, σταύρωνε την πόρτα και έλεγε: «Και του χρόνου! Καλή χρονιά! Ευτυχισμένοι να ’μαστε!» Έβαζε το κλειδί και ξεκλείδωνε κι όλοι περίμεναν απέξω. Εκείνος έμπαινε πρώτος μέσα και πατούσε ένα ρόδι που είχε στην τσέπη του -η νοικοκυρά είχε προβλέψει αποβραδίς να βάλει κάτι στο πάτωμα για να μη λεκιάσει- κι ευχόταν: «Καλή χρονιά! Να μαστε καλά και να ’χουμε ειρήνη και αγάπη!» Η γυναίκα απαντούσε: «Να είσαι καλά! Και του χρόνου να μας ξανακάνεις ποδαρικό!» κι έμπαινε κι αυτή στο σπίτι κρατώντας μια πέτρα και λέγοντας: «Όπως βαραίνει η πέτρα, να βαραίνει και του αντρός μου η σακούλα!» κι άφηνε την πέτρα πίσω απ' την πόρτα. Εμείς, τα παιδιά, μπαίναμε ένα ένα, φιλάγαμε το χέρι του πατέρα κι ύστερα της μητέρας μας κι εκείνοι μας έδιναν φιλοδώρημα.
Δεν υπήρχε σπιτικό που να μη γινόταν όλη αυτή η τελετουργία. Εμείς οι Μικρασιάτες τα έθιμα τα κρατάγαμε και τα κρατάμε ακόμα. Αφού, λοιπόν, τελειώναμε με το ποδαρικό, η ψυχοκόρη -όλα τα σπίτια είχαν ψυχοκόρες- ετοίμαζε τη φωτιά και ζέσταινε τη σσυπα. Όλοι παίρναμε θέση στο στρωμένο γιορτινό τραπέζι και ξενυχτάγαμε μέχρι το πρωί γελώντας και τραγουδώντας δίπλα στ’ αναμμένα τζάκια και τα μαγκάλια.
Ακόμα, όταν μπαίναμε σιο σπίτι, ο πατέρας πήγαινε στο δωμάτιο που είχαμε τα εικονίσματα -συνήθως ένα μικρό δωματιάκι μόνο γι’ αυτή τη χρήση-, έκανε την προσευχή του κι έτρωγε το αντίδωρο που είχε φέρει από την εκκλησία· ακολουθούσαμε κι εμείς, τα παιδιά, και προσευχόμασταν.
Σας έχω ήδη πει ότι τις μέρες της χριστουγεννιάτικης σχολής, δηλαδή μέχρι των Φώτων, όλοι αντάλλασσαν επισκέψεις και δώρα. Τα δώρα, τα γλυκά και τα μπουκάλια με το τσέρι τα έβαζαν μέσα σε βενέτικα ψάθινα πανέρια που τα σκέπαζαν μ’ έναν χρυσοκέντητο τσεβρέ. Το στολισμένο και φορτωμένο πανέρι, το ριγάλο, το έπαιρνε ένα παιδί και το μετέφερε στο κεφάλι του στο σπίτι που έπρεπε. Παντού έβλεπες ομορφοντυμένα καμαρωτά παιδιά με πανέρια στο κεφάλι.
Τα κάλαντα τα έλεγαν τα παιδιά του σχολείου, αλλά και οι ψάλτες της εκκλησίας την παραμονή το βράδυ. Κρατούσαν ένα εικόνισμα κι ένα καλάθι κι ο κόσμος τους έβαζε γλυκίσματα. Λεφτά δεν έδινε κανείς. Τα γλυκά που μαζεύονταν με τα κάλαντα τα πήγαιναν σε φτωχά σπίτια ή σε σπίτια που είχαν πένθος και δεν έφτιαχναν δικά τους.
Τα κάλαντα ήταν λίγο διαφορετικά απ’ αυτά που ξέρουμε σήμερα:
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,
βαστάει λιβάνι και χαρτί,
χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραψε και το χαρτί ομίλει:
«Βασίλη, πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;»
«Από της μάνας μου έρχομαι και στο σχολειό διαβαίνω».
«Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε να τραγουδήσεις».
«Τραγούδια δεν ηξέρω εγώ, μόν γράμματα μαθαίνω».
«Σαν είν’ και ξέρεις γράμματα, πες μας την αλφαβήτα».
Και το ραβδάκι τον ακουμπά, την αλφαβήτα λέει.
ξερό ταν το ραβδάκι του, χλωρά βλαστάρια βγάνει,
κι απάνω στσοι χλωροί βλαστοί, πέρδικες κελαηδούσαν και κατέβαιναν πέρδικες και βρέχαν τα φτερά τους και βρέχαν τον αφέντη μας τον πολυχρονεμένο.
«Εσένα πρέπει, αφέντη μου, καρέκλα να κοιμάσαι, χρυσό πάπλωμα να σκεπάζεσαι, να μην κρυολογάσαι.
Πολλά είπαμε τ’ αφεντικού, ας πούμε και της κυράς μας:
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, τυρά καμαροφρύδα, που ’χεις και κόρη όμορφη, ας βγει να μας κεράσει, να την αξιώσει ο Θεός να ζήσει να γεράσει!»
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, πάνω στο τραπέζι έβαζαν ένα σερβίτσιο, ένα καραφάκι με ρακί κι ένα δίσκο με γλυκίσματα, για να φιλέψουν τον Άγιο Βασίλη, που θα ’ρχόταν να φέρει τα δώρα. Ανήμερα, το πρωί, τα παιδιά πήγαιναν στον νονό τους μ’ ένα μεγάλο κρυστάλλινο πιάτο που μέσα είχε απ’ όλα τα γλυκά και τα τσερέζια και ήταν σκεπασμένο με λινή πετσέτα. Το βαφτιστήρι φίλαγε το χέρι του νονού και της νονάς του κι εκείνοι του εύχονταν, του έδιναν φιλοδώρημα κι αντάλλασσαν τα καλούδια του πιάτου με άλλα, δικά τους. Αυτά τα πιάτα κυκλοφορούσαν από σπίτι σε σπίτι και άλλαζαν συνεχώς περιεχόμενο.
Ένα πολύ δημοφιλές παιχνίδι της Πρωτοχρονιάς ήταν τα καρύδια. Το έπαιζαν οι γυναίκες στις αυλές τους και οι κανόνες του ήταν περίπου οι εξής: Με κιμωλία έφτιαχναν έναν κύκλο στο πλακόστρωτο. Μέσα στον κύκλο, σε μια απόσταση λίγων μέτρων, η κάθε παίκτρια έβαζε ένα ή δύο αντικείμενα, όσα είχαν προσυμφωνήσει, τα σημάδια. Κάθε γυναίκα είχε κάμποσα καρύδια στην τσέπη της και μ’ ένα απ’ αυτά προσπαθούσε να πετύχει το σημάδι της, προσέχοντας πάντα να μην πατά τη γύρα, τον κύκλο από κιμωλία, γιατί αυτό ήταν μπαγαμποντιά, αγλατσίνα! Όποιας το καρύδι έφτανε πιο κοντά στο σημάδι έπαιζε πρώτη. Στη συνέχεια, από το σημάδι της, έριχνε μέσα στη γύρα, προσπαθώντας με το καρύδι της να χτυπήσει και να βγάλει έξω απ’ τον κύκλο τα καρύδια των άλλων παικτριών. Η κοπέλα έπαιρνε τα καρύδια που έβγαζε έξω, και το παιχνίδι, που άρχιζε τη μέρα του Αγίου Βασιλείου -για να τους πάει γούρι και να δουν αν θα είναι τυχερή η χρονιά-, τέλειωνε όταν έβγαιναν όλα τα καρύδια απ’ τον κύκλο.
Οι άντρες έπαιζαν πιο «σκληρά» παιχνίδια. Μαζεύονταν στα σπίτια κι έπαιζαν χαρτιά. Ολόκληρες περιουσίες άλλαζαν χέρια εκείνες τις μέρες. Βέβαια, τα χαρτιά ήταν απαγορευμένα, όχι ότι τα απαγόρευε κάποιος νόμος -αυτό το παιχνίδι ήταν απαγορευμένο για λόγους ηθικής. Αλίμονο σ’ όλη την οικογένεια εκείνου που θα χαρακτηριζόταν χαρτοπαί κτης! Ο τζογαδόρος θεωρούνταν χειρότερος απ’ τον κλέφτη, τον καβγατζή, ακόμα και από το φονιά! Από το σπιτικό που υπήρχε κάποιος χαρτοπαίκτης κανείς δεν ήθελε να πάρει νύφη ή γαμπρό. Περιφρονημένες, επίσης, ήταν οι οικογένειες που είχαν κάποιον τεμπέλη. Η τεμπελιά ήταν μεγάλη αμαρτία για ολόκληρη τη Μικρά Ασία. Εκεί οι άνθρωποι ήταν προκομμένοι. Δεν υπήρχαν άνθρωποι που να τεμπελιάζουν τις εργάσιμες μέρες ή να κυκλοφορούν στους δρόμους χωρίς λόγο. Όλοι δούλευαν, άλλος στο εμπόριο, άλλος στην επιστήμη του, άλλος στα κτήματα, στ’ αμπέλια, στην παραγωγή σταφίδας - όπως δούλευαν οι περισσότεροι στα μέρη μας.
Έτσι, λοιπόν, με παιχνίδια, γλέντια και χαρές, φτάναμε στα Θεοφάνια. Μεγάλη γιορτή για τους Μικρασιάτες τα Θεοφάνια. Την παραμονή όλοι νήστευαν, για να πιουν αγιασμό το πρωί της γιορτής. Ο αγιασμός της μέρας αυτής λεγόταν Μεγάλος Αγιασμός ή Δεύτερη Κοινωνία και τον έπιναν ειδικά εκείνοι που δεν είχαν εξομολογηθεί και δεν μπορούσαν να κοινωνήσουν ή εκείνοι που «είχαν λάβει κανόνα», δηλαδή λόγω κάποιου αμαρτήματος δεν επιτρεπόταν να μεταλάβουν για κάποιο χρονικό διάστημα, ανάλογα με το αμάρτημα. Ό,τι έλεγε ο παπάς ήταν νόμος - άγραφος μεν, αλλά νόμος, εξίσου, αν όχι περισσότερο, σοβαρός από το νόμο του δικαστή. Τον αγιασμό των Θεοφάνιων, σε αντίθεση μ’ αυτόν που γινόταν την παραμονή της γιορτής του Αγίου Ιωάννου, δεν τον φύλαγαν στο σπίτι· μέχρι το βράδυ έπρεπε να μην έχει μείνει ούτε σταγόνα. Αν κάποιος ξεχνούσε λίγο κάπου μέσα στο σπίτι, φώναζε τον παπά κι εκείνος ερχόταν με το πετραχήλι του και τον έπαιρνε στην εκκλησία. Οι θρησκευτικές μας παραδόσεις ήταν πολύ αυστηρές κι αυτά τα πράγματα τα σεβόμασταν πολύ.
Στη γιορτή των Φώτων, τον πρώτο λόγο τον είχαν οι γυναίκες. Αυτές ήταν που έβγαιναν σε επισκέψεις και ήταν μια μέρα που όλοι όσοι είχαν κοπέλες σε ηλικία γάμου καλοδέχονταν προξενιά. Ντύνονταν, στολίζονταν, έβαζαν τα χρυσαφικά τους -μαργαριτάρι οι ηλικιωμένες στο κεφάλι-, κουδούνιζαν οι μάπες στα χέρια μέχρι τον αγκώνα κι άστραφταν τα διαμαντικά στις καρφίτσες, στα σκουλαρίκια, στα περιδέραια. Οι γυναίκες φόραγαν ένα μακρύ κορδόνι, που το έπιαναν στον ώμο, στο οποίο πέρναγαν πεντόλιρα και κωνσταντινάτα, και οι πεθερές συναγωνίζονταν ποιανής η νύφη θα ήταν η πιο στολισμένη.
Αυτές τις τρεις μέρες συναντούσε κανείς έθιμα χριστιανικά αλλά και παγανιστικά, που είχαν σχέση με τον καινούργιο χρόνο και είχαν επίκεντρο και «ζητούμενα» την καλή υγεία και την πλούσια καρποφορία.
Την Πρωτοχρονιά και τις πρώτες ημέρες του καινούργιου χρόνου απέφευγαν καθετί κακό και επιλήψιμο, αφού πίστευαν ότι αυτό μπορεί να επαναλαμβάνεται σ' όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Ιδιαίτερη σημασία έδιναν στο «ποδαρικό», που το συνέδεαν με την καλοτυχία όλο το χρόνο.
Σύμβολο την ημέρα της Πρωτοχρονιάς η βασιλόπιτα και το τελετουργικό της κοπής της. Οι παραδόσεις με τους καλικάντζαρους ήταν πλούσιες σ' όλες τις περιοχές της Μ. Ασίας, σχεδόν περισσότερο από κάθε άλλο δημιούργημα της νεοελληνικής μυθοπλασίας...
Το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα στις πόρτες των σπιτιών με τουμπελέκια και σιδερένια τρίγωνα, κρατώντας σήμαντρα και φαναράκια κρεμασμένα σε κοντάρι. Οι νοικοκυρές τούς έδιναν παράδες, φρούτα και φοινίκια (μελομακάρονα).
Οι μεγαλύτεροι έλεγαν τα κάλαντα έχοντας μαζί τους ένα φωτισμένο καραβάκι. Χειροποίητο από χαρτί ή ξύλο, έφτανε και τα τρία μέτρα σε μήκος. Το κατάρτι του ήταν στολισμένο και είχε μια ελληνική σημαία. Το κόστος κατασκευής του «απαιτούσε» μεγαλύτερο μπαξίσι.
Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά,
πρώτη γιορτή τον χρόνου.
Για βγείτε, δέτε, μάθετε, όπου Χριστός γεννάται.
Γεννάται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα.
Το μέλι τρώγουν άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες...
Τα κάλαντα τελείωναν με την ευχή «Και εις έτη πολλά. Και του Χρόνου να 'στε καλά».
Στα σπίτια τους, μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, άρχιζαν οι μπουγάδες και τ' ασπρίσματα. Στόλιζαν συνήθως καραβάκια. Χριστουγεννιάτικο δέντρο συνήθιζαν να στολίζουν κυρίως οι κάτοικοι του Πόντου, χρησιμοποιώντας χρυσωμένες κουκουνάρες, χρυσές καραμέλες, μανταρίνια και βαμβάκι. Μάλιστα δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, έφτιαχναν και το τραπέζι της Παναγιάς, με το εικόνισμα και τα γιορτινά γλυκά.
Εκείνες τις μέρες, οι νοικοκυρές πηγαινοέρχονταν στους μαχαλάδες μεταφέροντας στους φούρνους τις λαμαρίνες με τα χριστουγεννιάτικα εδέσματα. Φαγιάντσες, μπακίρια, ταβάδες, ζάχαρη, πετιμέζι, χουρμάδες, μέλι, καρύδια, κάστανα, αμύγδαλα, φρούτα, όλα αραδιασμένα και έτοιμα να «υποδεχτούν» τα σαραγλί, τους μπακλαβάδες, τα φοινίκια, τους κουραμπιέδες, τα σεκέρ λουκούμια και τα κανταίφια.
Προετοίμαζαν και τα φαγητά για την ημέρα των Χριστουγέννων.
Ψητό γουρουνόπουλο, σέλινο με κρέας, τουρσιά, σαρμάδες...
Σε πολλές περιοχές της Μ. Ασίας, ιδιαίτερα στην Καππαδοκία, πριν από τα Χριστούγεννα ξεκινούσαν τα «γουρουνοσφαξίματα».
Ανήμερα των Χριστουγέννων, μαγείρευαν το γουρουνόπουλο, περιχυμένο με χυμό από νεράντζι. Το γιορτινό γεύμα ξεκινούσε με σούπα από βραστό. Χριστουγεννιάτικο τραπέζι σε ζεστή ατμόσφαιρα με κανόνες απαράβατους και οικογενειακό χαρακτήρα...
Την Πρωτοχρονιά, από την παραμονή το βράδυ, τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα...
Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά,
ψιλή μου δεντρολιβανιά
κι' αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ' άγιο θρόνος...
Σ' αυτό το σπίτι που 'ρθαμε πέτρα να μην ραγίσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει...
Στη Σμύρνη, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, συνήθιζαν να στολίζουν ένα τραπέζι με ξηρούς καρπούς και γλυκίσματα για να κεράσουν τον Αγιο Βασίλη, όταν θα επισκεπτόταν το σπίτι.
Η νοικοκυρά ράντιζε το σπίτι με ξηρούς καρπούς κι έλεγε: Κάλαντα και καλού σκαίρα και πάντα και του χρόνου.
Το πρωί όλη η οικογένεια πήγαι¬νε στη λειτουργία. Ο πατέρας έπαιρνε ένα ρόδι στην τσέπη του ν' αγιαστεί. Μόλις επέστρεφαν στο σπίτι, έσπαζε το ρόδι πίσω από την πόρτα λέγοντας: «Καλημέρα, έτη πολλά». Το ρόδι έπρεπε να είναι γερό και τα σπυριά του τραγανά, γιατί αν ήταν σάπιο, κάτι κακό θα συνέβαινε. Στη Σμύρνη χτυπάγανε με δύναμη το ρόδι να σκορπίσει.
Έκαναν ποδαρικό πατώντας ένα σίδερο, λέγοντας: σίδερο πάνω, σίδερο κάτω, σίδερο οι άνθρωποι που είναι μέσα, σίδερο η μέση μου, σίδερο το κεφάλι μου.
Ο νοικοκύρης έκανε το σταυρό του, σταύρωνε με το μαχαίρι τρεις φορές την πίτα και έκοβε τόσα κομμάτια, όσα ήταν και τα μέλη της οικογένειας.
Το πρώτο κομμάτι ήταν του Χριστού, μετά της Παναγίας, του Αϊ- Βασίλη, του σπιτιού και του φτωχού.
Χαρακτηριστικό στοιχείο ήταν το φλουρί της βασιλόπιτας, με το οποίο δοκίμαζαν την τύχη τους. Σε όποιον έπεφτε το φλουρί αυτός θα ήταν ο τυχερός και ευνοούμενος της νέας χρονιάς.
Κομμάτια της βασιλόπιτας οι νοικοκυρές άφηναν, μαζί με ξηρούς καρπούς και γλυκά, στις δημόσιες βρύσες της πόλης, για τους περαστικούς και τους φτωχούς...
Μετά επέστρεφαν στο σπίτι αμίλητες, με το νερό της βρύσης για να «τρέχουν» τα αγαθά στα σπίτια τους.
Για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, οι νοικοκυρές ετοίμαζαν συνήθως κόκκορα κοκκινιστό στην κατσαρόλα, κεμπάπ με ρύζι, και γενικά φαγητά με ρύζι, για να είναι γεμάτος ευτυχία ο νέος χρόνος...
Οι γιορτές του Δωδεκαήμερου τελείωναν με τα Θεοφάνια.
Τα έλεγαν και «Φώτα Ολόφωτα» ή και «Φωτόγεννα» επειδή αγιάζονται τα νερά και φωτίζεται ο κόσμος.
Οι ηλικιωμένοι περιέγραφαν ιστορίες με καλικάντζαρους. Μιλούσαν για τα μαυριδερά, κόκαλιάρικα όντα που τραγουδούσαν, φώναζαν και γκρίνιαζαν. Μάλιστα αν δεν θυμιάτιζαν την παραμονή των Χριστουγέννων, πίστευαν ότι θα έμπαιναν από την καμινάδα για να τυραννήσουν την οικογένεια...
Μεγάλη γιορτή τα Χριστούγεννα για τους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Οι προετοιμασίες άρχιζαν με το ασβέστωμα. Ο ασβέστης δεν ήταν μόνο ομορφιά, ήταν και καθαριότητα.
Τα σπίτια ασπρίζονταν μια φορά το χρόνο από πάνω μέχρι κάτω, αλλά κάθε Σάββατο οι νοικοκυρές «έπαιρναν τα χαμηλά», δηλαδή ασβέστωναν τα σημεία που λερώνονταν περισσότερο από την καθημερινή χρήση. Σε κάθε σπίτι υπήρχε ασβεστοντενεκές για να σβήνουν τον ασβέστη, κι αυτό το έκαναν μέσα στο σπίτι, γιατί πίστευαν πως, όταν έσβηνε ο ασβέστης σε νερό που άρχιζε να κοχλάζει, έβγαζε αναθυμιάσεις που αποστείρωναν το σπίτι. Σπίτι που δε μύριζε ασβέστη δεν ήταν χριστιανικό - έτσι πίστευαν, οι μουσουλμάνοι δεν άσπριζαν τα σπίτια τους - ήταν ακάθαρτοι.
Αφού, λοιπόν, τα σπίτια είχαν αστράψει από καθαριότητα, άρχιζαν οι προετοιμασίες για τα γλυκά. Στα σπίτια υπήρχαν πάντα τσερέζια, δηλαδή ξηροί καρποί: αμύγδαλα, κάστανα, καρύδια, ξερά δαμάσκηνα, σύκα, τζίτζιφα, σταφίδες, χουρμάδες -που τους έφερναν από την Αίγυπτο-, αλλά και καρότα. Στον τόπο μας τα καρότα δεν τα χρησιμοποιούσαν στο φαγητό αλλά στα γλυκά· ή τα σερβίριζαν μαζί με άλλα φρούτα και τσερέζια.
Οι γυναίκες κοπάνιζαν τα τσερέζια και οι άντρες πήγαιναν ν’ αγοράσουν ό,τι έλειπε. Τα ψώνια τα μετέφεραν στο σπίτι μέσα σ’ ένα μεγάλο μαντίλι, κόκκινο με άσπρες ριγούλες γύρω γύρω, που το είχαν πάντα γι’ αυτόν το σκοπό στο ζωνάρι τους. Αυτό το μαντίλι το έδεναν απ’ τις τέσσερις άκρες του και το χρησιμοποιούσαν σαν σακούλι, αλλά και πιο παραδοσιακά, για να σκουπίζονται. Οι γυναίκες φρόντιζαν πάντα οι άντρες τους να έχουν ένα καθαρό και φρεσκοσιδερωμένο μαντίλι μαζί τους. Έφερναν, λοιπόν, οι άντρες όλα τα χρειαζούμενα, ενώ οι γυναίκες κοπάνιζαν αμύγδαλα και καρύδια, έψηναν και καθάριζαν κάστανα, έφτιαχναν μπακλαβάδες σε τεράστια ταψιά - σαμουσάδες, όπως τα λέγαμε. Άλλα παραδοσιακά γλυκά ήταν τα φοινίκια -εδώ τα ξέρουμε σαν μελομακάρονα-, τα σεκέρ λουκούμια, οι κουραμπιέδες, τα αετουδάκια -με τη σφραγίδα με το δικέφαλο βυζαντινό αετό- και το σαραγλί. Κάθε σπίτι ετοίμαζε τα γλυκά του μια ολόκληρη εβδομάδα. Ο φούρνος έκαιγε συνέχεια και μοσχομύριζε όλη η γειτονιά! Όλα έπρεπε να είναι έτοιμα για τη μεγάλη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων. Το βράδυ της παραμονής, λοιπόν, ο καντηλανάφτης, μισή ώρα περίπου πριν αρχίσει η λειτουργία, έπαιρνε μια χοντρή μαγκούρα από αγριελιά -την τοπούζα- και χτύπαγε τρεις φορές την πόρτα του κάθε σπιτιού φωνάζοντας: «Σηκωθείτε και μπήκαμε!» Κανείς, βέβαια, δε χρειαζόταν προειδοποίηση - όλοι ήταν έτοιμοι, ντυμένοι και στολισμένοι και με τα χρυσαφικά τους να κουδουνίζουν. Έτσι ήταν όμως το έθιμο. Όλοι πήγαιναν στην εκκλησία κρατώντας αναμμένα φανάρια, παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία και μεταλάμβαναν μετά από πολυήμερη νηστεία. Στη συνέχεια, κι αφού είχαν ευχηθεί ο ένας στον άλλο, γύρναγαν στα σπίτια τους, όπου η νοικοκυρά ξεσκέπαζε και σκάλιζε τη φωτιά που είχε ετοιμάσει νωρίτερα και ζέσταινε το φαγητό - σούπα από μο- σχαρίσιο κρέας, αβγοκομμένη, για αρχή, κι ύστερα ντανάδι -έτσι έλεγαν το κρέας του μεγάλου μοσχαριού-, συκωτάκια, μυαλά και διάφορα μεζεκλίκια. Πρόσεχαν να μη βαρυστομαχιάσουν, μετά από τόσες μέρες νηστείας, κι άλλωστε την επομένη, με τις τόσες επισκέψεις, τις χαιρετούρες και τα πηγαινέλα στα σπίτια των φίλων και των γνωστών, θα ακολουθούσαν κι άλλα λουκούλλεια γεύματα. Όλα τα σπίτια ήταν ανοιχτά, εμείς δεν ξέραμε «αυτός είναι δικός μας» ή «αυτός είναι ξένος». Κανείς δε χτύπαγε τα Χριστούγεννα την πόρτα, γιατί δεν υπήρχε κλειστή πόρτα σε κανένα σπίτι. Πρέπει να σας πω ότι άλλο πράγμα ήταν οι επισκέψεις και άλλο οι βραδινές συναντήσεις και τα γλέντια. Τις επισκέψεις αυτή τη μέρα τις έκαναν μόνο οι άντρες. Οι γυναίκες δεν κυκλοφορούσαν ποτέ ασυνόδευτες. Τις νεαρές κοπέλες, δε, τις συνόδευε πάντα κάποια μεγαλύτερη - μητέρα, πεθερά, θεία ή άλλη συγγενής.
Από τα Χριστούγεννα μέχρι των Φώτων κανείς δε δούλευε! Οι μέρες πέρναγαν με γλέντια και φαγοπότι. Βέβαια, έριχναν μια ματιά και τάιζαν τα ζώα τους, γιατί, όπως έλεγαν, «αυτά που δεν μπορούν να μιλήσουν πρέπει να φάνε πρώτα και να καλοπεράσουν».
Κι ερχόταν η παραμονή της Πρωτοχρονιάς... Μεγάλη έγνοια το ποδαρικό και μεγάλη προσοχή μην το κάνει άνθρωπος που δε γνώριζαν. Ένας άνθρωπος αποδεδειγμένα γούρικος ή το βαφτιστήρι της οικογένειας ήταν αυτός που συνήθως έκανε ποδαρικό. Απ' αυτό εξαρτιόταν αν τ’ αμπέλια θα είχαν καλή σοδειά, μαξούλι, να μη χαλάσουν τα κρασιά και να μην τύχουν αρρώστιες. Όπως όλες οι γιορτές, κι αυτή ξεκινούσε με εκκλησιασμό. Μόνο οι κατάκοιτοι και οι άρρωστοι δεν πήγαιναν στην εκκλησία.
Αφού χαιρετούσε ο παπάς, όλοι εύχονταν, φιλιούνταν και γυρνούσαν στα σπίτια τους. Ο πατέρας κρατούσε το κλειδί, σταύρωνε την πόρτα και έλεγε: «Και του χρόνου! Καλή χρονιά! Ευτυχισμένοι να ’μαστε!» Έβαζε το κλειδί και ξεκλείδωνε κι όλοι περίμεναν απέξω. Εκείνος έμπαινε πρώτος μέσα και πατούσε ένα ρόδι που είχε στην τσέπη του -η νοικοκυρά είχε προβλέψει αποβραδίς να βάλει κάτι στο πάτωμα για να μη λεκιάσει- κι ευχόταν: «Καλή χρονιά! Να μαστε καλά και να ’χουμε ειρήνη και αγάπη!» Η γυναίκα απαντούσε: «Να είσαι καλά! Και του χρόνου να μας ξανακάνεις ποδαρικό!» κι έμπαινε κι αυτή στο σπίτι κρατώντας μια πέτρα και λέγοντας: «Όπως βαραίνει η πέτρα, να βαραίνει και του αντρός μου η σακούλα!» κι άφηνε την πέτρα πίσω απ' την πόρτα. Εμείς, τα παιδιά, μπαίναμε ένα ένα, φιλάγαμε το χέρι του πατέρα κι ύστερα της μητέρας μας κι εκείνοι μας έδιναν φιλοδώρημα.
Δεν υπήρχε σπιτικό που να μη γινόταν όλη αυτή η τελετουργία. Εμείς οι Μικρασιάτες τα έθιμα τα κρατάγαμε και τα κρατάμε ακόμα. Αφού, λοιπόν, τελειώναμε με το ποδαρικό, η ψυχοκόρη -όλα τα σπίτια είχαν ψυχοκόρες- ετοίμαζε τη φωτιά και ζέσταινε τη σσυπα. Όλοι παίρναμε θέση στο στρωμένο γιορτινό τραπέζι και ξενυχτάγαμε μέχρι το πρωί γελώντας και τραγουδώντας δίπλα στ’ αναμμένα τζάκια και τα μαγκάλια.
Ακόμα, όταν μπαίναμε σιο σπίτι, ο πατέρας πήγαινε στο δωμάτιο που είχαμε τα εικονίσματα -συνήθως ένα μικρό δωματιάκι μόνο γι’ αυτή τη χρήση-, έκανε την προσευχή του κι έτρωγε το αντίδωρο που είχε φέρει από την εκκλησία· ακολουθούσαμε κι εμείς, τα παιδιά, και προσευχόμασταν.
Σας έχω ήδη πει ότι τις μέρες της χριστουγεννιάτικης σχολής, δηλαδή μέχρι των Φώτων, όλοι αντάλλασσαν επισκέψεις και δώρα. Τα δώρα, τα γλυκά και τα μπουκάλια με το τσέρι τα έβαζαν μέσα σε βενέτικα ψάθινα πανέρια που τα σκέπαζαν μ’ έναν χρυσοκέντητο τσεβρέ. Το στολισμένο και φορτωμένο πανέρι, το ριγάλο, το έπαιρνε ένα παιδί και το μετέφερε στο κεφάλι του στο σπίτι που έπρεπε. Παντού έβλεπες ομορφοντυμένα καμαρωτά παιδιά με πανέρια στο κεφάλι.
Τα κάλαντα τα έλεγαν τα παιδιά του σχολείου, αλλά και οι ψάλτες της εκκλησίας την παραμονή το βράδυ. Κρατούσαν ένα εικόνισμα κι ένα καλάθι κι ο κόσμος τους έβαζε γλυκίσματα. Λεφτά δεν έδινε κανείς. Τα γλυκά που μαζεύονταν με τα κάλαντα τα πήγαιναν σε φτωχά σπίτια ή σε σπίτια που είχαν πένθος και δεν έφτιαχναν δικά τους.
Τα κάλαντα ήταν λίγο διαφορετικά απ’ αυτά που ξέρουμε σήμερα:
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,
βαστάει λιβάνι και χαρτί,
χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραψε και το χαρτί ομίλει:
«Βασίλη, πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;»
«Από της μάνας μου έρχομαι και στο σχολειό διαβαίνω».
«Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε να τραγουδήσεις».
«Τραγούδια δεν ηξέρω εγώ, μόν γράμματα μαθαίνω».
«Σαν είν’ και ξέρεις γράμματα, πες μας την αλφαβήτα».
Και το ραβδάκι τον ακουμπά, την αλφαβήτα λέει.
ξερό ταν το ραβδάκι του, χλωρά βλαστάρια βγάνει,
κι απάνω στσοι χλωροί βλαστοί, πέρδικες κελαηδούσαν και κατέβαιναν πέρδικες και βρέχαν τα φτερά τους και βρέχαν τον αφέντη μας τον πολυχρονεμένο.
«Εσένα πρέπει, αφέντη μου, καρέκλα να κοιμάσαι, χρυσό πάπλωμα να σκεπάζεσαι, να μην κρυολογάσαι.
Πολλά είπαμε τ’ αφεντικού, ας πούμε και της κυράς μας:
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, τυρά καμαροφρύδα, που ’χεις και κόρη όμορφη, ας βγει να μας κεράσει, να την αξιώσει ο Θεός να ζήσει να γεράσει!»
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, πάνω στο τραπέζι έβαζαν ένα σερβίτσιο, ένα καραφάκι με ρακί κι ένα δίσκο με γλυκίσματα, για να φιλέψουν τον Άγιο Βασίλη, που θα ’ρχόταν να φέρει τα δώρα. Ανήμερα, το πρωί, τα παιδιά πήγαιναν στον νονό τους μ’ ένα μεγάλο κρυστάλλινο πιάτο που μέσα είχε απ’ όλα τα γλυκά και τα τσερέζια και ήταν σκεπασμένο με λινή πετσέτα. Το βαφτιστήρι φίλαγε το χέρι του νονού και της νονάς του κι εκείνοι του εύχονταν, του έδιναν φιλοδώρημα κι αντάλλασσαν τα καλούδια του πιάτου με άλλα, δικά τους. Αυτά τα πιάτα κυκλοφορούσαν από σπίτι σε σπίτι και άλλαζαν συνεχώς περιεχόμενο.
Ένα πολύ δημοφιλές παιχνίδι της Πρωτοχρονιάς ήταν τα καρύδια. Το έπαιζαν οι γυναίκες στις αυλές τους και οι κανόνες του ήταν περίπου οι εξής: Με κιμωλία έφτιαχναν έναν κύκλο στο πλακόστρωτο. Μέσα στον κύκλο, σε μια απόσταση λίγων μέτρων, η κάθε παίκτρια έβαζε ένα ή δύο αντικείμενα, όσα είχαν προσυμφωνήσει, τα σημάδια. Κάθε γυναίκα είχε κάμποσα καρύδια στην τσέπη της και μ’ ένα απ’ αυτά προσπαθούσε να πετύχει το σημάδι της, προσέχοντας πάντα να μην πατά τη γύρα, τον κύκλο από κιμωλία, γιατί αυτό ήταν μπαγαμποντιά, αγλατσίνα! Όποιας το καρύδι έφτανε πιο κοντά στο σημάδι έπαιζε πρώτη. Στη συνέχεια, από το σημάδι της, έριχνε μέσα στη γύρα, προσπαθώντας με το καρύδι της να χτυπήσει και να βγάλει έξω απ’ τον κύκλο τα καρύδια των άλλων παικτριών. Η κοπέλα έπαιρνε τα καρύδια που έβγαζε έξω, και το παιχνίδι, που άρχιζε τη μέρα του Αγίου Βασιλείου -για να τους πάει γούρι και να δουν αν θα είναι τυχερή η χρονιά-, τέλειωνε όταν έβγαιναν όλα τα καρύδια απ’ τον κύκλο.
Οι άντρες έπαιζαν πιο «σκληρά» παιχνίδια. Μαζεύονταν στα σπίτια κι έπαιζαν χαρτιά. Ολόκληρες περιουσίες άλλαζαν χέρια εκείνες τις μέρες. Βέβαια, τα χαρτιά ήταν απαγορευμένα, όχι ότι τα απαγόρευε κάποιος νόμος -αυτό το παιχνίδι ήταν απαγορευμένο για λόγους ηθικής. Αλίμονο σ’ όλη την οικογένεια εκείνου που θα χαρακτηριζόταν χαρτοπαί κτης! Ο τζογαδόρος θεωρούνταν χειρότερος απ’ τον κλέφτη, τον καβγατζή, ακόμα και από το φονιά! Από το σπιτικό που υπήρχε κάποιος χαρτοπαίκτης κανείς δεν ήθελε να πάρει νύφη ή γαμπρό. Περιφρονημένες, επίσης, ήταν οι οικογένειες που είχαν κάποιον τεμπέλη. Η τεμπελιά ήταν μεγάλη αμαρτία για ολόκληρη τη Μικρά Ασία. Εκεί οι άνθρωποι ήταν προκομμένοι. Δεν υπήρχαν άνθρωποι που να τεμπελιάζουν τις εργάσιμες μέρες ή να κυκλοφορούν στους δρόμους χωρίς λόγο. Όλοι δούλευαν, άλλος στο εμπόριο, άλλος στην επιστήμη του, άλλος στα κτήματα, στ’ αμπέλια, στην παραγωγή σταφίδας - όπως δούλευαν οι περισσότεροι στα μέρη μας.
Έτσι, λοιπόν, με παιχνίδια, γλέντια και χαρές, φτάναμε στα Θεοφάνια. Μεγάλη γιορτή για τους Μικρασιάτες τα Θεοφάνια. Την παραμονή όλοι νήστευαν, για να πιουν αγιασμό το πρωί της γιορτής. Ο αγιασμός της μέρας αυτής λεγόταν Μεγάλος Αγιασμός ή Δεύτερη Κοινωνία και τον έπιναν ειδικά εκείνοι που δεν είχαν εξομολογηθεί και δεν μπορούσαν να κοινωνήσουν ή εκείνοι που «είχαν λάβει κανόνα», δηλαδή λόγω κάποιου αμαρτήματος δεν επιτρεπόταν να μεταλάβουν για κάποιο χρονικό διάστημα, ανάλογα με το αμάρτημα. Ό,τι έλεγε ο παπάς ήταν νόμος - άγραφος μεν, αλλά νόμος, εξίσου, αν όχι περισσότερο, σοβαρός από το νόμο του δικαστή. Τον αγιασμό των Θεοφάνιων, σε αντίθεση μ’ αυτόν που γινόταν την παραμονή της γιορτής του Αγίου Ιωάννου, δεν τον φύλαγαν στο σπίτι· μέχρι το βράδυ έπρεπε να μην έχει μείνει ούτε σταγόνα. Αν κάποιος ξεχνούσε λίγο κάπου μέσα στο σπίτι, φώναζε τον παπά κι εκείνος ερχόταν με το πετραχήλι του και τον έπαιρνε στην εκκλησία. Οι θρησκευτικές μας παραδόσεις ήταν πολύ αυστηρές κι αυτά τα πράγματα τα σεβόμασταν πολύ.
Στη γιορτή των Φώτων, τον πρώτο λόγο τον είχαν οι γυναίκες. Αυτές ήταν που έβγαιναν σε επισκέψεις και ήταν μια μέρα που όλοι όσοι είχαν κοπέλες σε ηλικία γάμου καλοδέχονταν προξενιά. Ντύνονταν, στολίζονταν, έβαζαν τα χρυσαφικά τους -μαργαριτάρι οι ηλικιωμένες στο κεφάλι-, κουδούνιζαν οι μάπες στα χέρια μέχρι τον αγκώνα κι άστραφταν τα διαμαντικά στις καρφίτσες, στα σκουλαρίκια, στα περιδέραια. Οι γυναίκες φόραγαν ένα μακρύ κορδόνι, που το έπιαναν στον ώμο, στο οποίο πέρναγαν πεντόλιρα και κωνσταντινάτα, και οι πεθερές συναγωνίζονταν ποιανής η νύφη θα ήταν η πιο στολισμένη.
Πόντος
Κάθε σπίτι είχε και ένα γουρούνι. Την παραμονή των Χριστουγέννων το έσφαζαν και με το κρέας του έφτιαχναν "γαβουρμά" και "τσιλγάνια", όπως τα λένε στα ποντιακά. Το λίπος του γουρουνιού το λιώνανε και το χρησιμοποιούσανε στις πίτες και τα φαγητά. Φτιάχνανε ακόμα τσουρέκια στο φούρνο, που έμοιαζαν με πίτες. Τα παιδιά έψελναν τα ποντιακά κάλαντα και τους έδιναν, αντί για λεφτά, ξηρούς καρπούς, ξερά σύκα και κερατούτσες που έμοιαζαν με φασόλια αλλά ήταν γλυκές.
Την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων, μετά την εκκλησία, τρώγανε όλοι μαζί στο τραπέζι πατσά. Ένα άλλο έθιμο ήταν η προσφορά δώρων στα παιδία από το νονό τους και, πολλές φορές, ο βαφτισιμιός πρόσφερε δώρα στο νονό του και αυτό λεγόταν "καλαντίασμαν".
Σε άλλα μέρη οι Πόντιοι, παραμονές Χριστουγέννων, μαζεύονταν στην πλατεία και αποφάσιζαν για το γιορτινό τραπέζι. Ο καθένας αποφάσιζε τι ζώο θα σφάξει. Άλλος ένα γουρούνι άλλος μοσχάρι, άλλος κουνέλι κ.ά. Οι γυναίκες αποφάσιζαν να πάνε στην αγορά και να ψωνίσουν διάφορα λαχανικά και φρούτα.
Σαν έφταναν τα Χριστούγεννα όλοι οι χωριανοί ετοίμαζαν τα τραπέζια τους κάτω στην πλατεία. Οι γυναίκες τακτοποιούσαν τα ωραία ψητά και όλοι έτρωγαν και έπιναν διασκεδάζοντας χαρούμενα και ξεχνώντας κάθε λύπη και στεναχώρια.
Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς διάλεγαν ένα μεγάλο κούτσουρο για να καίγεται στο τζάκι. Πίστευαν ότι η φωτιά διώχνει τα δαιμόνια που έρχονταν από την καπνοδόχο. Το κούτσουρο αυτό το λέγανε "καλαντοκάρ". Το ίδιο βράδυ ο αρχηγός της οικογένειας έκοβε τη βασιλόπιτα, που το φλουρί της ήταν μια δεκάρα. Έπειτα ο ίδιος ανακάτευε φουντούκια με νομίσματα και τα πετούσε ψηλά τρεις φορές λέγοντας ευχές για τη νέα χρονιά. Ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς πηγαίνανε οι χωριανοί στη βρύση του χωριού. Αφήνανε εκεί τσουρέκια, γλυκίσματα, φρούτα και έπαιρναν νερό (το θεωρούσαν αγιασμένο) για να ραντίσουν το σπίτι. Μετά έσπαζαν στην πόρτα του σπιτιού ένα ρόδι για το γούρι.
Σε άλλα μέρη κάθε οικογένεια έπαιρνε από ένα κυδώνι και το έκοβε σε τόσα κομμάτια όσα άτομα ήταν στην οικογένεια. Μετά έβαζαν μια δραχμή μέσα σ' ένα κομμάτι, το ανακάτευαν μέσα σε μια πετσέτα και διάλεγε ο καθένας από ένα. Σε όποιον τύχαινε η δραχμή αυτός μετά έπρεπε να σηκωθεί τα χαράματα, να πάρει μια κανάτα και να πάει κάτω στην πλατεία να τη γεμίσει με νερό. Από αυτό το νερό θα έβαζε λίγο στα ζώα, θα κρατούσε λίγο να πλυθούν και λίγο για να πιούν.
Τραγούδια
Χριστός γεννέθεν, χαρά στον κόσμον,
α, καλή ώρα καλήν ημέραν,
α, καλόν παιδίν οψές γεννέθεν,
οψές γεννέθεν, ουρανεστάθεν.
Τον εγέννησεν η Παναΐα,
τον ανέσταισεν Αειπαρθένος,
εκαβάλλκεψεν χρυσόν πουλάριν,
εκατήβεν στο σταυροδρόμιν.
Έρπαξαν ατόν οι σκύλ’ Εβραίοι,
σκύλ’ Εβραίοι και μιλ’ Εβραίοι,
ας σ’ αρκρεντικά κι ασ’ σην καρδίαν,
γαίμαν έσταξεν, φλογήν κι εφάνθεν.
Όπου έσταξεν εμυροστάθεν,
εμυρισ' ατόν ο κόσμον όλον,
α, μυρίσ’ ατόν κι εσύ αφέντα,
εκατήβεν στο σταυροδρόμιν.
Διάβα σ'ο ταρέζ κι έλα σην πόρτα,
έξω στέκνε τα παλικάρια,
έβγαλ’ τον κισέ και δώσ’ παράδας,
έξω στέκνε τα παλικάρια.
Και θυμίζνε σ'ον νοικοκύρην,
νοικοκύρην και βασιλέαν.
Την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων, μετά την εκκλησία, τρώγανε όλοι μαζί στο τραπέζι πατσά. Ένα άλλο έθιμο ήταν η προσφορά δώρων στα παιδία από το νονό τους και, πολλές φορές, ο βαφτισιμιός πρόσφερε δώρα στο νονό του και αυτό λεγόταν "καλαντίασμαν".
Σε άλλα μέρη οι Πόντιοι, παραμονές Χριστουγέννων, μαζεύονταν στην πλατεία και αποφάσιζαν για το γιορτινό τραπέζι. Ο καθένας αποφάσιζε τι ζώο θα σφάξει. Άλλος ένα γουρούνι άλλος μοσχάρι, άλλος κουνέλι κ.ά. Οι γυναίκες αποφάσιζαν να πάνε στην αγορά και να ψωνίσουν διάφορα λαχανικά και φρούτα.
Σαν έφταναν τα Χριστούγεννα όλοι οι χωριανοί ετοίμαζαν τα τραπέζια τους κάτω στην πλατεία. Οι γυναίκες τακτοποιούσαν τα ωραία ψητά και όλοι έτρωγαν και έπιναν διασκεδάζοντας χαρούμενα και ξεχνώντας κάθε λύπη και στεναχώρια.
Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς διάλεγαν ένα μεγάλο κούτσουρο για να καίγεται στο τζάκι. Πίστευαν ότι η φωτιά διώχνει τα δαιμόνια που έρχονταν από την καπνοδόχο. Το κούτσουρο αυτό το λέγανε "καλαντοκάρ". Το ίδιο βράδυ ο αρχηγός της οικογένειας έκοβε τη βασιλόπιτα, που το φλουρί της ήταν μια δεκάρα. Έπειτα ο ίδιος ανακάτευε φουντούκια με νομίσματα και τα πετούσε ψηλά τρεις φορές λέγοντας ευχές για τη νέα χρονιά. Ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς πηγαίνανε οι χωριανοί στη βρύση του χωριού. Αφήνανε εκεί τσουρέκια, γλυκίσματα, φρούτα και έπαιρναν νερό (το θεωρούσαν αγιασμένο) για να ραντίσουν το σπίτι. Μετά έσπαζαν στην πόρτα του σπιτιού ένα ρόδι για το γούρι.
Σε άλλα μέρη κάθε οικογένεια έπαιρνε από ένα κυδώνι και το έκοβε σε τόσα κομμάτια όσα άτομα ήταν στην οικογένεια. Μετά έβαζαν μια δραχμή μέσα σ' ένα κομμάτι, το ανακάτευαν μέσα σε μια πετσέτα και διάλεγε ο καθένας από ένα. Σε όποιον τύχαινε η δραχμή αυτός μετά έπρεπε να σηκωθεί τα χαράματα, να πάρει μια κανάτα και να πάει κάτω στην πλατεία να τη γεμίσει με νερό. Από αυτό το νερό θα έβαζε λίγο στα ζώα, θα κρατούσε λίγο να πλυθούν και λίγο για να πιούν.
Τραγούδια
Χριστός γεννέθεν, χαρά στον κόσμον,
α, καλή ώρα καλήν ημέραν,
α, καλόν παιδίν οψές γεννέθεν,
οψές γεννέθεν, ουρανεστάθεν.
Τον εγέννησεν η Παναΐα,
τον ανέσταισεν Αειπαρθένος,
εκαβάλλκεψεν χρυσόν πουλάριν,
εκατήβεν στο σταυροδρόμιν.
Έρπαξαν ατόν οι σκύλ’ Εβραίοι,
σκύλ’ Εβραίοι και μιλ’ Εβραίοι,
ας σ’ αρκρεντικά κι ασ’ σην καρδίαν,
γαίμαν έσταξεν, φλογήν κι εφάνθεν.
Όπου έσταξεν εμυροστάθεν,
εμυρισ' ατόν ο κόσμον όλον,
α, μυρίσ’ ατόν κι εσύ αφέντα,
εκατήβεν στο σταυροδρόμιν.
Διάβα σ'ο ταρέζ κι έλα σην πόρτα,
έξω στέκνε τα παλικάρια,
έβγαλ’ τον κισέ και δώσ’ παράδας,
έξω στέκνε τα παλικάρια.
Και θυμίζνε σ'ον νοικοκύρην,
νοικοκύρην και βασιλέαν.
Κύπρος
Οι Καλλικάντζαροι
Δώδεκα μέρες ξεγνοιασιάς, χαράς και διασκέδασης. Δώδεκα μέρες που ολόχρονα προσμένουμε λαχταρώντας να τις περάσουμε όμορφα γιατί είναι μέρες γιορτινές, μέρες προσμονής και μέρες ελπίδας. Τις προσμένουμε από τη στιγμή που μόλις τέλειωσαν οι προηγούμενες. Και τις προετοιμάζουμε στολίζοντας δρόμους , πάρκα , πλατείες και τα σπίτια μας, κυρίως με Χριστουγεννιάτικα δένδρα, πολύχρωμες φωτεινές διακοσμήσεις και φωτάκια ένα ολόκληρο μήνα πριν τον ερχομό τους . Τα παλιότερα χρόνια περνούσαν ανάμεσα σε δεισιδαιμονίες που προκαλούσαν τον φόβο γιατί πίστευαν στην ύπαρξη αόρατων όντων για τους πολλούς, αλλά που μπορούσαν να τα δουν οι αλαφροΐσκιωτοι, τους Καλικαντζάρους.
Οι Καλικάντζαροι αλλιώς και Σκαλαπούνταροι, λέγανε οι παλιοί, ήταν αβάφτιστα μωρά που πέθαναν προτού γνωρίσουν του Χριστού την πίστη την Αγία. Όλο τον χρόνο βρισκόντουσαν κάτω από τη Γη και με τσεκούρια προσπαθούσαν να κόψουν το δένδρο που κράταγε τον Κόσμο, ώστε να τον χαλάσουν. Κι εκεί που ήταν έτοιμοι να το κόψουν να σου το Δωδεκαήμερο κι ανέβαιναν στον απάνω Κόσμο να κάνουν τις ζαβολιές τους. Μέχρι λοιπόν τον Αγιασμό των Φώτων, όπου τρόμαζαν με το Σταυρό κι΄όπου φύγει φύγει για τον Κάτω Κόσμο, το δένδρο ξανάθρευε και φτού κι’ απ’ την αρχή.
Στην Κύπρο υπάρχει έθιμο, η νοικοκυρά να ρίχνει μετά τη δύση του ήλιου στο «δώμα» (τη χωμάτινη στέγη), «ξεροτήγανα» με μέλι για να φάνε οι πεθαμμένοι . Αυτό ενισχύει τη δοξασία που θέλει τους Σκαλαπούνταρους ψυχές, που για διάφορους λόγους έγιναν Καλικάντζαροι. Για αυτό το λόγο οι παλιοί σε περίπτωση κινδύνου για θάνατο νεογέννητου έκαναν επείγουσα βάφτιση από οποιονδήποτε παρόντα, υψώνοντας το νεογέννητο στον αέρα κάνοντας ταυτόχρονα το σχήμα του Σταυρού. Απέτρεπαν έτσι την μετατροπή της ψυχής του σε Καλικάντζαρο.
Κυρίαρχο στοιχείο του δωδεκαημέρου, οι ευχές, τα δώρα, οι οικογενειακές συγκεντρώσεις με φαγοπότι, τα Κάλαντα, η δοκιμή και πρόκληση της τύχης με διάφορα τυχερά παιγνίδια αλλά και η θρησκευτική κατάνυξη με λειτουργίες στην εκκλησιά για τα Χριστούγεννα, τη Βάφτιση του Χριστού, αλλά και του Αη Βασιλιού που συμπίπτει με την πρώτη του Χρόνου. Σε όλες αυτές τις μέρες η παραδοσιακή Μαγειρική αλλά και η ζαχαροπλαστική βρίσκονται στις δόξες τους.
Χριστούγεννα
Η γενική καθαριότητα του σπιτιού άρχιζε με το ασπρογιάτισμα των τοίχων που γινόταν με γύψο ή ασβέστη διαλυμένα σε νερό. Ακολουθούσαν το ξεσκόνισμα, το γυάλισμα, η τακτοποίηση των επίπλων και των οικιακών σκευών και το ψήσιμο των παξιμαδιών.
Την ημέρα των Χριστουγέννων ο κόσμος πήγαινε στην εκκλησία. Ακολούθως πήγαιναν στα σπίτια τους και όλη η οικογένεια καθόταν στο τραπέζι μαζί με τους κουμπάρους τους και έτρωγαν χοιρινό κρέας, σούπα τραχανά ή αυγολέμονο, μέσα σε ένα χαρούμενο ευχάριστο και γιορτινό οικογενειακό περιβάλλον.
Στα παλαιότερα χρόνια, στα μέσα του καλοκαιριού, επισκεπτόταν το χωριό ο Χαμπής ο Χοιριάρης από την Πάφο και πουλούσε μικρούς χοίρους ηλικίας 2-3 μηνών. Η κάθε οικογένεια αγόραζε από ένα μικρό χοίρο τον οποίο μεγάλωνε μέχρι τα Χριστούγεννα. 2-3 μέρες πριν τα Χριστούγεννα έσφαζαν τον χοίρο και τον έβαζαν σε καζάνι με ζεστό νερό για να αφαιρέσουν τις τρίχες του. Με το κρέας του χοίρου κατασκεύαζαν λούντζες, χοιρομέρια και λουκάνικα. Τα λουκάνικα τα κρέμαζαν ψιλά μέσα στην τζιμινιά (τζάκι) για να ψήνονται σιγά-σιγά. Επίσης έβαζαν μια ποσότητα κρέατος μέσα στο κρασί για να γίνει κρασάτο. Την κοιλιά την έκαναν «παστή» και το κεφάλι και τα πόδια «Ζαλατίνα». Τα υπόλοιπα τα τηγάνιζαν και τα φύλαγαν μέσα σε «αλειφτά κουμνιά» (πήλινα δοχεία) μαζί με το λειωμένο λίπος (λαρτί), το οποίο όταν έπηζε διατηρούσε το κρέας για αρκετό χρονικό διάστημα.
Τα μικρά παιδιά έπαιρναν την φούσκα του χοίρου και την φούσκωναν. Με αυτό τον τρόπο έκαναν μπάλα και έπαιζαν ποδόσφαιρο.
Έθιμα της Πρωτοχρονιάς
Το βράδυ της παραμονής της πρωτοχρονιάς μαζευόταν όλη η οικογένεια με τους φίλους και τους κουμπάρους τους για φαγητό και διάφορα παιγνίδια με χαρτιά όπως σπάστρα, κουν καν και 31. Ώρα 12 τα μεσάνυκτα που άλλαζε ο χρόνος αντάλλαζαν ευχές και δώρα και συνέχιζαν τα παιχνίδια τους. Το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς, μετά το φαγητό, ο νοικοκύρης έκοβε την Βασιλόπιττα με το τυχερό νόμισμα. Όποιος έβρισκε στο κομμάτι του το νόμισμα θα ήταν ο τυχερός της νέας χρονιάς.
Το έθιμο αυτό διατηρείται μέχρι σήμερα.
Φώτα
Την παραμονή των Φώτων οι νοικοκυρές έφτιαχναν ξεροτίανα (λουκουμάδες) για να φάνε μαζί με τις οικογένειες τους. Ακολούθως έριχναν και στης στέγες των σπιτιών για να φάνε οι καλικάτζαροι και να φύγουν.
Τα παιδιά κρατούσαν τα πουγγιά που τους έφτιαχναν οι μητέρες τους και γύριζαν στα σπίτια του χωριού και αφού τους έλεγαν «Καλημέρα και τα Φώτα και την πλουμιστήρα πρώτα» οι οικοδεσπότες τους έβαζαν νομίσματα στα πουγγιά τους.
Κάλαντα Φώτων
Μηνύματα χαρμόσυνα ήλθαμεν να σας πούμεν
πως ο Χριστός βαπτίζεται σήμμερον, να χαρούμεν.
-Ήλθαν τα Φώτα στον Ιορδάνην πρώτα-
Απόψε ήλθαμεν εδώ, για να σας ευχηθούμεν
και των Φωτών τα κάλαντα, σαν πρέπει, να σας πούμεν•
-Ήρθαν τα Φώτα, ευλογημέν΄η ώρα-
πως είν΄τα Θεοφάνια ανθρώπων σωτηρία,
που καθαρίζουν τας ψυχάς από την αμαρτίαν.
-Ήρθαν τα Φώτα και του Θεού τα δώρα-
Δεν είν' αυτή η εορτή, ωσάν την περασμένην,
μόνον μεγάλη και φρικτή και δοξολογημένη,
-Ήλθαν το Φώτα κι εφέρανε τα δώρα-
που κατεδέχθην ο Χριστός διά φιλανθρωπίαν
και ήλθεν κι εβαπτίσθηκεν, χωρίς να έχη χρείαν.
-Ήρθαν τα Φώτα χαρα σ' όλην την χώραν-
Εις σπήλιον πενιχρότατον, εις φάτνην των προβάτων
ήλθες Χριστέ, να γεννηθής, ώ θαύμα των θαυμάτων!
-Ήλθαν τα Φώτα, ευλογημέν΄η ώρα-
Με σπάργανα σ' ετύλιξεν η Δέσποινα Κυρία,
υμνούμεν, προσκυνούμεν σε, απείρανδρε Μαρία.
-'Ηρθαν τα Φώτα κι ελύθησαν τα σκότη-
Στας ΄κοσιπέντε Δεκεμβρίου ήλθες και εγγηνήθης
και εις την πρώτην Γενναριού σάρκαν περιετμήθης.
-Ήλθαν τα Φώτα κι εφάνην η θεότης-
Κι ο μήνας έξι σήμμερον έχει του Γενναρίου,
που όλοι εορτάζομεν τα Φώτα του Κυρίου.
-Ήλθαν τα Φώτα, κι εφώτισαν τον κόσμον-
Δοξάζομεν σε, βασιλεύ, με τα θαυμάσιά σου
και προσκυνούμεν, Κύριε, τα Θεοφάνιά σου.
-Ήρθαν τα Φώτα, κι αγιάζουσιν τον κόσμον-
Σήμμερον ήλθεν ο Χριστός στο άγιον ποτάμιν,
αυτό, π' ακούτε όλοι σας και λέγουν Ιορδάνην.
-Ήρθαν τα Φώτα και τα νερά εγερθήκαν-
Σήμμερον ο αόρατος του ουρανού και κτίστης
στον Ιορδάνην ποταμόν ήλθεν και εβαπτίσθην.
-Ήλθαν τα Φώτα και τα δαιμόνια ΄φύγαν-
Σήμμερον ήλθεν ο Χριστός στο άγιον ποτάμιν,
με προθυμιάν το βάπτισμαν ζητά του Ιωάννη.
-Ήρθαν τα Φώτα σ' Ανατολήν και Δύσιν-
Ως άνθρωπος στον ποταμόν ήλθεν στον Ιορδάνην,
υπό Προδρόμου της χειρός το βάπτισμαν λαμβάνει.
-Ήρθαν τα Φώτα, αγάλλεται η κτίσι-
Σήμμερον είναι των Φωτών, π' αγιάζουσιν τον κόσμον
και οι παπάδες περπατούν με τον σταυρόν στον δρόμον.
-Ήρθαν τα Φώτα, το θαύμαν των θαυμάτων-
και εις τα σπίτια μπαίνουσιν και λεν τον Ιορδάνην,
βοήθειαν να ΄χετε Χριστόν και μέγαν Ιωάννην,
-Ήρθαν τα Φώτα, για χάριν των κτισμάτων-
Απόψε εορτάζομεν, ύμνοις δοξολογούμεν,
τ' άγια Θεοφάνια υμνούμεν, προσκυνούμεν,
-'Ηρθαν τα Φώτα, και όλοι ευφρανθήτε-
γιατ' εκατέβην ο Χριστός, τούτον να τελειώση,
την αμαρτίαν του Αδάμ να σβήση να λειώση.
-Ήρθαν τα Φώτα, όλοι να ευτυχήτε-
Επήγεν και το βάπτισμαν ζητά του Ιωάννη,
να τον βαπτίση γρήγορα μέσα στον Ιορδάνην.
-Ήρθαν τα Φώτα και τα νερά αγιάζουν-
«'Ελα, προφήτα, γρήγορα», του λέγει, «βαπτισόν με,
στην κορυφήν την χείραν σου γγίξε κι υπούργησόν με.»
-Ήλθαν τα Φώτα, την πουλουστρίναν πρώτα-
«εγώ χρειάζομ΄από ΄σεν, Χριστέ, να με βαπτίσης,
νε με βαπτίσης, Δέσποτα, και να με συγχωρήσης.»
-Ήρθαν τα Φώτα, να σας χαρίζουν χρόνια-
Κι ως ΄μπήκεν εις τον ποταμόν, διά να τον βαπτίση,
ο Ιορδάνης ΄στράφηκεν οπίσω να γυρίση.
Άγγελοι και αρχάγγελοι εκεί υπηρετούσιν,
σκυμμένα τα κεφάλια των, ύμνους δοξολογούσιν.
Και θαύμαν μέγαν έγινεν, όπου δεν έχει ταίριν,
οι ουρανοί εσχίσθησαν κι εβγήκεν περιστέριν•
τ' άγιον πνεύμαν ήτανε, διά να μαρτυρήση,
υιός Θεού βαπτίζεται σ' Ανατολήν και Δύσιν.
Και η φωνή ακούσθηκεν, οπού τον εμαρτύραν
υιόν Θεού και Κύριον, αφέντην και σωτήραν.
Και τα νερά ηυλόγησεν, τες βρύσες, τα πηγάδια,
την οικουμένην άπασαν, βουνά, κήπους, λαγκάδια,
την θάλασσαν ημέρωσεν, πού ΄τον αγριωμένη,
ως ΄μπήκεν εις τον ποταμόν, ευρέθην μερωμένη,
για τούτον ως την σήμμερον οι ναύτες το κρατούσιν,
σαν βαπτισθώσιν τα νερά, στο πέλαγος να μπούσιν.
Και κει στην Ιερουσαλήμ, που παν και προσκυνούσιν
και οι χατζήδες τρέχουσιν να πάσιν να λουσθούσιν,
αχ! και να ήμαστεν κι εμείς εκεί στον Ιορδάνην,
για να λουσθούμεν και εμείς στο άγιον ποτάμιν!
Δόξαν να έχης βασιλεύ, με τα θαυμάσιά σου
και προσκυνούμεν, Κύριε, τα Θεοφανιά σου•
μα λέγει το Βαγγέλιον και του Χριστού το στόμαν,
όποιος δεν λάβει βάπτισμαν χάννει ψυχήν και σώμαν.
Εις τούτον το αρχοντικόν, που στέκουν κι αγροικούνε,
δος τους, Θεέ μου και Χριστέ, τέλος καλόν να δούνε,
που ΄χουν πολλήν επιθυμιάν και στέκουν κι αφικρούνται,
θωρώ τους, που παρακαλούν για μας και μας ευχούνται.
Και τώρα θα σχολάσωμεν και μέσα θα εμπούμεν,
να μας φιλοδωρήσετε κι εμείς να ευχηθούμεν.
Εμείς για τούτον ήλθαμεν με προθυμιάν μεγάλην,
νά ΄λθωμεν όλοι του καιρού, να σας τα πούμεν πάλιν.
Εις πολλά τα έτη.
Λοιπά έθιμα και συνήθειες
Το ασπρόγιασμα του σπιτιού και του αυλότοιχου
Με το που πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, μια από τις πλέον επιτακτικές ανάγκες για τους πρωτινούς ήταν η γενική καθαριότητα. Μέσα κι έξω από το σπίτι, στην αυλή και τον αυλόγυρο. Απαραίτητο συμπλήρωμα της γενικής καθαριότητας ήταν το ασπρόγιασμα των τοίχων του σπιτιού, για να το βρει - όπως έλεγαν- καθαρό ο αφέντης ο Χριστός, όταν μετά την γέννηση του βγει για να σεργιανίσει στις γειτονιές. Κι αυτή τη δουλειά την αναλάμβαναν συνήθως οι γυναίκες.
Πολλές φορές όμως, ιδιαίτερα όταν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα, φώναζαν κάποιο μάστορα και έναντι μικρής πληρωμής - με γεωργικά προϊό¬ντα ως επί το πλείστον- του ανέθεταν το ασπρόγιασμα.
Τα Γέννα και το Πάσκαν* στην Αθηένου
Δυο μέρες πριν από τα Χριστούγεννα οι νοικοκυρές ζύμωναν, άφηναν όλο το βράδυ το προζύμιν να "μπει" και την επομένη αφού ζύμωναν "εκόφκαν" τα ψωμιά, πύρωναν καλά τον φούρνο, άρχιζαν το ψήσιμο.
Πρώτα βέβαια τα ψωμιά για όλη τη βδομάδα και στη συνέχεια κουλούρια και γεννόπιττες (Χριστόψωμα). Ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες της κάθε οικογένειας. Τις τελευταίες δεκαετίες προστέθηκε και η βασιλόπιτα με το φλουρί (κωσταντινάτο). Στα χωριά η βασιλόπιτα ήταν αρχικά ένα μεγάλο στρογγυλό ψωμί με σουσάμι πάνω στο οποίο -σε πολλές περιοχές του νησιού- κολλούσαν μια ανθρώπινη φιγούρα από ζυμάρι.
*"Εν έσιει φά τζιαι κνήστου, μα φά τζιαι ποταβρίστου.."
"Από πολύ μικρές βοηθούσαμε τη μητέρα μας στις δουλειές του σπιτιού. Από τα 12 μας χρόνια, εμείς τα κορίτσια, είχαμε εκτός των άλλων και την ευθύνη για το ζύμωμα. Κάθε βδομάδα έπρεπε να φροντίζουμε για τα ψωμιά της οικογένειας. Πλέναμε το σιτάρι, το βάζαμε στον ήλιο να στραγγίζει, το παίρναμε στον μύλο για άλεσμα αυτή η διαδικασία γινόταν κάθε Βδομάδα για να έχουμε φρέσκο αλεύρι... για να είναι πιο αφράτα και γευστικά τα ψωμιά) κι επειδή η Αδηένου δεν έχει δάσος για να έχουμε ξύλα για τον φούρνο, μαζεύαμε μαζιά, ξερά φύλα ή κόνδυλα* για το πύρωμα.
Τις μέρες του Πάσχα οι ευθύνες μας πολλαπλασιάζονταν... Και βεβαίως η πρώτη από όλες, μετά την καθαριότητα του σπιτιού, ήταν το φούρνισμα. Όταν 8α ζυμώναμε την επομένη, έπρεπε αποβραδίς να νετζινήσουμε* το προζύμι μέσα στη βούρνα έτσι ώστε μέχρι το πρωί να "μπει" δηλαδή να φουσκώσει.
Το προζύμι το φτιάχναμε με τα απομεινάρια ζυμαριού από το προηγούμενο ζύμωμα. Ξύναμε αυτά τα απομεινάρια από τα πλευρά της βούρνας, προσθέταμε κι άλλο αλεύρι με νερό να γίνει ένα με ενάμιση κιλό περίπου - τόσο χρειαζόμασταν για κάδε φούρνισμα δεκαέξι πάνω, κάτω ψωμιών... Του δίναμε σχήμα μικρής μπάλας, το σκεπάζαμε μ' ένα ρούχο και τ' αφήναμε μέσα στην βούρνα μέχρι την επόμενη βδομάδα που θα ξαναζυμώναμε. Σ' αυτό το διάστημα το προζύμι "έμπαινε". Το εξωτερικό του περίβλημα σκλήραινε σαν τσόφλι. Το σπάζαμε και παίρναμε από μέσα το προζύμι.
Την άλλη μέρα πρωί-πρωί, έτσι όπως ήταν μέσα στην βούρνα, προσθέταμε αλεύρι με νερό και ζυμώναμε. Βάζαμε επίσης λιγάκι αλάτι. Δεκαέξι κιλά αλεύρι για δεκαέξι ψωμιά*. Αυτή ήταν η συνήθης αναλογία....
Μετά το ζύμωμα, φτιάχναμε τα ψωμιά. Κόβαμε ένα κομμάτι από τη ζύμη- περίπου ένα κιλό- το βάζαμε στην σανιδκιάν* και το θκιαρτύζαμεν *με αλεύρι δίνοντας του μια κάπως στρογγυλεμένη όψη. Για να πάρουν την τελική τους μορφή τα βάζαμε στο γουπποσάνιον* πάνω στο οποίο είχαμε απλωμένο ένα καθαρό σεντόνι για να μας διευκολύνει, όταν αργότερα δα τα παίρναμε για να τα βάλουμε στο φούρνο.
Αφήναμε τα ωμά ψωμιά μέσα στο γουπποσάνιον για δυο με τρεις περίπου ώρες για να μπουν* και στο μεσοδιάστημα ανάβαμε και πυρώναμε τον φούρνο. Συνήθως (χρησιμοποιούσαμε μαζιά*- ξερά φύλλα δένδρων και θάμνων- ή κόνδυλα*".
Το "πύρωμαν" του φούρνου και το φούρνισμα
Το πύρωμαν του φούρνου είχε τη δική του τελετουργική διαδικασία. Χρειαζόταν τέχνη και μαστοριά για να το επιτύχεις. Αν η θερμοκρασία δεν ήταν η κατάλληλη, υπήρχε ο κίνδυνος τα ψωμιά είτε να μείνουν ωμά είτε να καούν... Σ' αυτές τις περιπτώσεις 8α έπρεπε να προστεθούν κι άλλα ξερά φύλα ή αν η θερμοκρασία ήταν πιο ψηλή από την επιθυμητή, να μειωθεί.
"Βάζαμε μέσα στο φούρνο συνεχώς κόνδυλα μέχρι να ασπρίσει το φρύδιν του (το πάνω στόμιο του φούρνου). Αν παρ' ελπίδα ο φούρνος υπερθερμαινόταν, τότε στη μια άκρη του σύρτη* δέναμε ένα βρεγμένο ρούχο και μ' αυτό τρίβαμε την επιφάνεια της πλάκας του φούρνου για να μειώσουμε τη θερμοκρασία, καθαρίζοντας την ταυτόχρονα από τις στάχτες και τα αποκαΐδια.
Για σιγουριά ρίχναμε λίγο αλεύρι μέσα στο φούρνο. Αν το αλεύρι έπαιρνε ένα κοκκινωπό χρώμα, τότε ήταν σημάδι πως η θερμοκρασία ήταν πιο ψηλή απ' αυτή που χρειαζόμασταν, αν έμενε ξανθό- ανοιχτόχρωμο, τότε μπορούσαμε να φουρνίσουμε".
*"Μακρύς, μακρύς καλόηρος τζιαι πίττα η τζιεφαλή τον..."
"Όταν ο φούρνος ήταν πια έτοιμος, φέρναμε το γουπποσάνιον με τα ψωμιά κοντά κι αρχίζαμε το φούρνισμα. Βάζαμε ένα-ένα τα ψωμιά στην άκρη του φουρνόφκιου, τους κάναμε μια χαρακιά στον γύρο με το μαχαίρι και τα Βάζαμε με την Βοήθεια του φουρνόφκιου πάνω στην πυρωμένη πλάκα του φούρνου. Κλείναμε το στόμιο του και τ' αφήναμε 2-3 ώρες εκεί μέσα μέχρι να ψηθούν.
Με την ίδια ακριβώς διαδικασία, τις μέρες των γιορτών, τα Χριστούγεννα και την Λαμπρήν φτιάχναμε όλα τα άλλα.
Τα Χριστούγεννα φτιάχναμε κουλούρια, παξιμάδια, γλισταρκές, χριστόψωμα, βασιλόπιτα. Ανάλογα με το είδος, ήταν και οι προσθήκες που Βάζαμε στη ζύμη.
Γι’ αυτά τα γιορτινά εδέσματα προσθέταμε στη ζύμη διάφορα μυρωδικά (μπαχαρικά). Κανέλα, γλυκάνισο, μαστίχα, μέχλεπι, Βούτυρο, λάδι και σουσάμι. Το σουσάμι το ετοιμάζαμε από το προηγούμενο βράδυ. Το βράζαμε, το κουλιάζαμε (σουρώναμε) κι ύστερα το τρίβαμε με τα χέρια για να φύγει η φλούδα του και κατόπι το απλώναμε να στραγγίξει.
Μετά βάζαμε το σουσάμι στην ταμπουτσσιάν, τοποθετούσαμε μια- μια τις γλυσταρκές και τις σισαμώναμεν...
Με τον ίδιο τρόπο φτιάχναμε τα κουλούρια, παξιμάδια κλπ.
Αφήγηση: Μαρούλλα Ασσιώτη (1941-). Καταγραφή Χριστούγεννα 2004 στην Αθηένου
Η βασιλόπιτα κι ο τυχερός της χρονιάς
Τις τελευταίες δεκαετίες στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα εδέσματα των Κυπρίων προστέθηκε κι η βασιλόπιτα και λίγο αργότερα το χριστουγεννιάτικο κέικ με επίστρωση ζάχαρης άχνης και αποξηραμένα γλυκά του κουταλιού.
Η βασιλόπιτα αρχικά -ιδίως στις αγροτικές περιοχές- ήταν ένα συνηθισμένο ψωμί στο οποίο κατά το ζύμωμα έβαζαν μέσα ένα μικρό νόμισμα, ενώ την επιφάνεια την κάλυπταν με σουσάμι και καμιά φορά με μικρό ομοίωμα ανθρώπινης φιγούρας φτιαγμένης με ζυμάρι. Το βράδυ της 31ης του Δεκέμβρη, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, μετά το δείπνο ο νοικοκύρης του σπιτιού αναλάμβανε το κόψιμο της βασιλόπιτας. Την σταύρωνε τρεις φορές και την έκοβε στα τέσσερα σχηματίζοντας και πάλι το σημείο του σταυρού. Ένα κομμάτι για το κάθε μέλος της οικογένειας, αρχίζοντας από τον μεγαλύτερο- τον παππού ή την γιαγιά είτε ήταν παρόντες είτε όχι- και κατέληγαν στο μικρότερο, το νεαρότερο μέλος.
Αυτός που στο μερίδιο του θα έπεφτε το φλουρί εθεωρείτο ο τυχερός της χρονιάς, πίστευαν δε πως όλα δα του ερχόντουσαν Βολικά... Αν ο τυχερός ήταν σκάπουλος ή κορασιά όπως έλεγαν τους ανύπαντρους νέους και νέες, κι έβαζαν το φλουρί κάτω από το μαξιλάρι τους, δα έβλεπαν στον ύπνο τους- όπως πίστευαν -το μελλοντικό τους ταίρι... αυτόν που θα παντρεύονταν.
Αποδείξεις αγάπης σε... αναμμένα κάρβουνα
" Άη Βασίλη- βασιλιά δείξε τζιαι φανέρωσε αν μ’ αγαπά ο... η....τάδε" ή
"Άη Βασίλη,- βασιλιά τζιαι πρωτολουτούρκητε, δείξε τζιαι φανέρωσε τζιαι την δίκη μου τύχη...η την δικημου αγάπη'' η ακόμα:
"Άη Βασίλη- βασιλιά, έφκα πάνω στην ελιάν, κόψε μούττες τζιαι κλωνιά, να μυρίσει η γειτονιά τζιαι δείξε τζιαι φανέρωσε ποιος (η ποια) εν που μ’ αγαπά...".
To βράδυ της Πρωτοχρονιάς μαζευόταν όλη η οικογένεια μπροστά στην αναμμένη νησκιάν το τζάκι, όχι μόνο για να ζεσταθούν αλλά και για να "μάθουν" από τον Άγιο Βασίλη τις προθέσεις των αγαπημένων τους προσώπων.
Έπαιρναν ένα φυλλαράκι ελιάς, το σάλιωναν και το έβαζαν πάνω σε μισοαναμμένο κάρβουνο λέγοντας διάφορες ευχές και επικλήσεις στον άγιο, σαν αυτές που αναφέρονται πιο πάνω, ζητώντας του να τους πει αν το άτομο που τους ενδιέφερε, τους αγαπούσε ή όχι. Αν το φυλλαράκι αναπηδούσε τότε ήταν καλό σημάδι, ένδειξη πως ο αυτός για τον οποίο γινόταν αναφορά... τους αγαπούσε. Αν όχι, τότε αυτό σήμαινε πλήρη αδιαφορία. Βέβαια σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν τα έβαζαν κάτω. Συνέχιζαν τις προσπάθειες τους μέχρι να έχουν τη θετική ένδειξη που ήθελαν...
Το ποδαρικό και το... γούρι
Σε πολλά χωριά του νησιού μας, τη μέρα της Πρωτοχρονιάς οι νοικοκυραίοι ερχόμενοι από την εκκλησία και προτού μπουν στο σπίτι τους, έριχναν στην αυλή αλλά και μέσα στο σπίτι βολβούς αβρόσσιλας (αρκοτζεράμειο, άγριο κρεμμύδι) πιστεύοντας έτσι πως θα τους φέρουν γούρι.
Σε άλλες περιπτώσεις καλούσαν κάποιο γουρλή συγχωριανό τους να τους κάνει ποδαρικό. Για τον ίδιο λόγο δεν επέτρεπαν την είσοδο στο σπίτι τους τη μέρα της Πρωτοχρονιάς, σε άτομα που θεωρούσαν γρουσούζηδες...
Οι Βοσκοί επίσης συνήθιζαν να ρίχνουν αβρόσσιλλα στις μάντρες τους με την προσδοκία πως τα αιγοπρόβατά τους θα γίνονταν πιο γόνιμα και θα τους γεννούσαν διπλάρκα - δίδυμα.
Σε άλλες περιοχές, ιδιαίτερα στη Μεσαορία, ο γεωργός έμπαζε στο δίχωρο (που ήταν εκτός των άλλων κι ο χώρος όπου κοιμόταν, το υπνοδωμάτιο του) ένα βόδι, για να του κάνει ποδαρικό. Έδιναν επίσης στα ζώα τους να φαν κόλλυβα λέγοντας: Φάτε να φάμεν τζι εν που τους κόπους μας...
Άλλη συνήθεια των παλιών γεωργών ήταν να τοποθετούν κεριά στα κέρατα των βοδιών (περιοχή Καρπασίας) πιστεύοντας ότι αυτή τους η ενέργεια θα τους έφερνε τύχη και καλοχρονιά...
Σε πολλά χωριά την παραμονή, έβαζαν έξω από το σπίτι τους κλαδιά ελιάς πιστεύοντας πως θα έφερναν την αγάπη και την ειρήνη στην οικογένεια τους.
Το βράδυ της ίδιας μέρας, γέμιζαν ένα πιάτο με κόλλυβα, το σκέπαζαν μ' ένα ψωμί και πάνω σ' αυτό έβαζαν αναμμένο κερί. Ήταν το "κεραστικό" τ' Αη Βασίλη. Τοποθετούσαν το πιάτο πάνω στο λαδοκούμνι* έτσι, ώστε όταν ο Άγιος θα περνούσε απ' εκεί, να ευλογήσει τη σοδειά τους.
Στα κρασοχώρια, έφτιαχναν με ζυμάρι ένα ομοίωμα του Αγίου, το έβαζαν δίπλα από ένα ποτήρι κρασί με ένα αναμμένο κερί στο πλάι και τα άφηναν όλο το βράδυ.
Ό,τι κάμεις την Πρωτοχρονιά... κι όλο χον χρόνο!
"Παννίσει, παννίσει τζι’ αύριο να λύσει..."*
Επειδή τα πιο παλιό χρόνια τα καινούργια ρούχα και παπούτσια ήταν είδος πολυτέλειας, οι άνθρωποι όταν είχαν την δυνατότητα να αγοράσουν ή να φτιάξουν, προτιμούσαν να τα "παννίσουν" την μέρα της Πρωτοχρονιάς, πιστεύοντας πως έτσι 8α ήταν καλοντυμένοι όλο τον χρόνο.
Γενικά, είχαν την πεποίθηση πως ό,τι έκαναν την πρώτη μέρα του χρόνου, θα το επαναλάμβαναν συχνά καθ' όλη τη διάρκεια του.
Έτσι κατέβαλλαν προσπάθειες για να αποφεύγουν τις δυσάρεστες καταστάσεις. Δεν έλεγαν, για παράδειγμα ψέματα, δεν τσακώνονταν και δεν... έκλαιγαν. Γιατί όπως πίστευαν όποιος ήταν κλαμένος, δαρμένος ή τσακωμένος την Πρωτοχρονιά, θα ήταν και όλο τον χρόνο.
Αντάλλαζαν δώρα ευχές και φιλιά και προσπαθούσαν να περάσουν όσο καλύτερα μπορούσαν. Στα μικρά παιδιά- όταν υπήρχε η δυνατότητα - έδιναν και "πουλουστρίνα" μικρό χρηματικό ποσό ή δώρα.
Η πουλουοτρίνα
Τη μέρα των Φώτων οι ανάδοχοι - νούννες και τατάδες- έπρεπε απαραιτήτως να πλουμίσουν τους βαφτιστικούς τους με την καθιερωμένη πουλουοτρίνα. Κι αν κανείς ξεχνούσε ή έκανε πως ξεχνούσε για να γλιτώσει την πληρωμή, τα πιτσιρίκια φρόντιζαν να τους θυμίσουν την υποχρέωση τους με ένα έμμετρο στιχάκι:
"Καλημέρα Φώτα, τζιαι την πονλονστρίνα πρώτα..!"
Πουλουοτρίνα όμως έπαιρναν και τα παιδιά που συνόδευαν τον ιερέα, από σπίτι σε σπίτι για το καλάντισμα κρατώντας το συκλίν και τραγουδώντας θρησκευτικούς ύμνους για τα Θεοφάνια, συνήθεια που έχει τις καταβολές της, στην Κωνσταντινούπολη.
Οι νοικοκυραίοι πλούμιζαν την κουστωδία με κάνα νόμισμα μικρής αξίας το οποίο έριχναν στο συκλίν, ή με κουλούρια, πορικά*, ξεροτήανα ή φρούτα της εποχής. Στο τέλος της μέρας η ομάδα έκανε διαχωρισμό κι έπαιρνε ο καθένας το μερτικό του.
Κυπριακά, κάλαντα των Χριστουγέννων*
- Καλήν εσπέραν άρκοντες, τζΓ αν έν' ο ορισμός σας Χριστού τη θεία γέννηση, να μπω στ' αρκοντικόν σας.
- Χριστός γεννιέται σήμερον, στη Βηθλεέμ την πόλη οι ουρανοί αγάλλονται, μαζί τζι' η φύσις όλη.
- Γεννιέται μες στο σπήλαιον, στην πάγνην των αλόγων ο βασιλιάς των ουρανών τζι' ο πλάστης ημών όλων
- Αντζέλοι εις τους ουρανούς ψάλλουν το "εν υψίστοις" τζιαι κάτω φανερώνεται εις τους βοσκούς ο κτίστης.
- Που την Περσίαν έρκουνται τρεις μάγοι με τα δώρα τζι' έναν αστέριν λαμπερόν τους οδηγά στη χώρα.
- Φτάνουν οι μάγοι παρευτύς, που τον αστέραν βλέπουν φως θεϊκόν τους οδηγεί, ξωπίσω του προστρέχουν.
- Γονατιστοί τον προσκυνούν, τζιαι δώρα του χαρίζουν σμύρναν, χρυσόν τζιαι λίβανον, Θεόν Τον ευφημίζουν.
- Την σμύρναν πως έν' άθρωπος, γρυσόν για βασιλέαν τον λίβανον πως έν' Θεός σ' όλην την ατμοσφαίραν.
- Χριστιανοί σας είπαμεν όλην την ιστορίαν για του Ιησού μας του Γριστού την γένναν την αγίαν.
- Το Πάσκαν πόν' να τρώετε εις το αρκοντικόν σας δώστε τζιαι κανενού φτωχού απού το φαγητόν σας.
- Δώστε τζιαι για τον κόπο μας ότ1 έν1 ο ορισμός σας τζι' ο Ιησούς μας ο Γριστός ναν1 πάντα Βοηθός σας.
- Γρόνια πολλά να ζήσετε, να' στε ευτυχισμένοι τζιαι στο κορμίν τζιαι στην ψυσιήν να' σαστιν πλουμισμένοι.
* Η παραλλαγή αν τη περιλαμβάνεται στον ψηφιακό δίσκο τον Μιχάλη Τερλικκά ττον κνκλοφόρησε το 2000.
Τα Κάλαντα τα παλιά τα χρόνια
Η συνήθεια των μικρών-κυρίως- παιδιών να περιφέρονται κατά ομάδες, από σπίτι σε σπίτι με μεταλλικά τρίγωνα και να "ψάλλουν" τα Κάλαντα ζητώντας ταυτόχρονα "πουλουστρίνα" από τους νοικοκυραίους, είναι ένα πολύ παλιό Βυζαντινό έθιμο - του οποίου οι ρίζες προχωρούν ακόμη πιο βαθιά μέχρι την αρχαιότητα- που βρήκε πρόσφορο έδαφος και ρίζωσε για τα καλά στον τόπο μας, κρατώντας για αιώνες.
Στα πιο παλιά χρόνια, εκτός από τα γνωστά μας τρίγωνα, οι διάφορες ομάδες των αυτοσχέδιων ψαλτάδων χρησιμοποιούσαν και αυλούς ή πιθκιαύλια και καμιά φορά βιολί, λαγούτο ή ακορντεόν.
Τα παιδιά ξυπνούσαν από τα χαράματα τη μέρα των Χριστουγέννων και κατά μικρές ομάδες "όργωναν" τις γειτονιές ψάλλοντας τα Κάλαντα, το γνωστό θρησκευτικό αφηγηματικό τραγούδι σε ρυθμό 15σύλλαΒο, που περιγράφει λεπτομερώς τη γέννηση του Ιησού.
Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι κατά βάση η εκκλησιαστική με αρκετές όμως παρεμβολές από την κυπριακή ντοπιολαλιά.
Δώστε τζιαι για τον κόπο μας ό,τι έν’ ο ορισμός σας... ή
Σε τούν’ το σπίτι το ψηλόν, πέτρα να μεν ραΐσει τζι’ ο νοικοτζνρης τον σπιθκιού, χρόνια πολλά να ζήσει!
Φυσικά δεν παρέλειπαν να παινέψουν και τους νοικοκυραίους με σκοπό να τους προδιαθέσουν ευμενώς προκειμένου να τους αποσπάσουν τη σχετική πουλουστρίνα... ένα νόμισμα ευτελούς συνήθως αξίας το οποίο πήγαινε στην "πάγκαν", το τενεκεδένιο κουτί που κουβαλούσε πάντα ο νεότερος της παρέας. Στο τέλος της μέρας άνοιγαν την πάγκαν και μοιράζονταν το περιεχόμενό της.
Γλωσσάριο
Το Πάσκαν = Το Πάσχα, έτσι έλεγαν τα Χριστούγεννα και για να το ξεχωρίσουν από την Ανάσταση, αυτήν την έλεγα το "κύριον Πάσκαν"
Μυλλωμένα = Οτιδήποτε έχει ή είναι φτιαγμένο από μύλλα= λίπος
Νετζινήζω = (το προζύμι) για να πολλύνει
Ψωμιά Αθηενίτικα= Ένα κιλό αλεύρι για κάθε ψωμί... Τα περίφημα Αθηενίτικα ψωμιά που ήταν πολύ μεγαλύτερα από τα συνηθισμένα. Πιο παλιά βαρούσαν (ζύγιζαν) περίπου μια οκά το καθένα. Όπως μας είπε η κ. Ασσιώτη, οι παλιές νοικοκυρές έσμιγαν το στάρι, έβαζαν δηλαδή μισό σκληρό και μισό μαλακό για να έχουν καλύτερα αποτελέσματα.
Σανιθκιά = Επίπεδο κομμάτι ξύλου
Θκιάρτυσμαν/ Θκιαρτύζω = (το ψωμί) πλάθω, διαμορφώνω δίνοντας του την τελική του μορφή
γουπποσάνιον=από την γούβα και το σανίδι. Στενόμακρο ξύλο με πελεκιμένα γουφώματα - θήκες για τα ψωμιά.
"Εν έσιει φά τζιαι κνήστου, μα φά τζιαι ποταβρίστου" = Παροιμιώδης φράση που υπογραμμίζει τις ευθύνες που έχει κάποιος, για συνεισφορά στη δουλειά, σε κοινή προσπάθεια. Δεν είναι μόνο φαϊ και ξάπλες αλλά πρέπει να ποταβρίζεσαι, να απλώνεις το χέρι σου, να συμβάλλεις κι εσύ.
Μαζιά = Τα Θρουμπιά, θυμάρια
Κόνδυλα = απομεινάρια από τα σιτηρά μετά το αλώνισμα
"Μακρύς, μακρύς καλόηρος τζιαι πίττα η τζεφαλή του"... τι είναι;= Παλιό αίνιγμα που εννοεί τον φουρνόφκιον.
Φουρνόφκιος= Μακρύ ξύλινο κοντάρι με φαρδιά επίπεδη (σαν κεφαλή) την μια του άκρη.
Σύρτης= σιδερένιο κοντάρι (κωμοδρομίσιμο) με αγκυλωτή άκρη πάνω στην οποία τοποθετούσαν το βρεγμένο ρούχο
Λαδοκούμνιν= Μεγάλο πήλινο δοχείο που φύλαγαν το λάδι.
"Παννίσει, παννίσει τζι αύριο να λύσει"= Φράση που την έλεγαν ως ευχή σε κάποιον που πάννιζεν καινούργια ρούχα ή παπούτσια.
Σκαλαπούνταρος = Καλικάντζαρος
Πουλουστρίνα= Το φιλοδώρημα. Πουλουστρίνα επίσης -σύμφωνα με την παράδοση μας- είχαν υποχρέωση να δίνουν οι νονοί στους βαφτιστικούς τους τη μέρα των Φώτων, όταν τους επισκέπτονταν για τον σκοπό αυτό, απαγγέλλοντας τους το ολιγόστιχο αλλά πολύ εύστοχο: "Καλημέρα Φώτα τζιαι την πουλουστρίναν πρώτα..!"
Εχούμενος= ο πλούσιος, αυτός που έχει πληθώρα αγαθών, περιουσία.
Σώσπιτον= μικρό βοηθητικό δωμάτιο στην αυλή του παλιού κυπριακού σπιτιού.
Ματσούκα= Χοντρή μαγκούρα.
Πορικά= Ξηροί καρποί
Συκλίν= Μεταλλικό- συνήθως χάλκινο- δοχείο σε σχήμα κουβά που έβαζε μέσα ο ιερέας τον αγιασμό.
Δώδεκα μέρες ξεγνοιασιάς, χαράς και διασκέδασης. Δώδεκα μέρες που ολόχρονα προσμένουμε λαχταρώντας να τις περάσουμε όμορφα γιατί είναι μέρες γιορτινές, μέρες προσμονής και μέρες ελπίδας. Τις προσμένουμε από τη στιγμή που μόλις τέλειωσαν οι προηγούμενες. Και τις προετοιμάζουμε στολίζοντας δρόμους , πάρκα , πλατείες και τα σπίτια μας, κυρίως με Χριστουγεννιάτικα δένδρα, πολύχρωμες φωτεινές διακοσμήσεις και φωτάκια ένα ολόκληρο μήνα πριν τον ερχομό τους . Τα παλιότερα χρόνια περνούσαν ανάμεσα σε δεισιδαιμονίες που προκαλούσαν τον φόβο γιατί πίστευαν στην ύπαρξη αόρατων όντων για τους πολλούς, αλλά που μπορούσαν να τα δουν οι αλαφροΐσκιωτοι, τους Καλικαντζάρους.
Οι Καλικάντζαροι αλλιώς και Σκαλαπούνταροι, λέγανε οι παλιοί, ήταν αβάφτιστα μωρά που πέθαναν προτού γνωρίσουν του Χριστού την πίστη την Αγία. Όλο τον χρόνο βρισκόντουσαν κάτω από τη Γη και με τσεκούρια προσπαθούσαν να κόψουν το δένδρο που κράταγε τον Κόσμο, ώστε να τον χαλάσουν. Κι εκεί που ήταν έτοιμοι να το κόψουν να σου το Δωδεκαήμερο κι ανέβαιναν στον απάνω Κόσμο να κάνουν τις ζαβολιές τους. Μέχρι λοιπόν τον Αγιασμό των Φώτων, όπου τρόμαζαν με το Σταυρό κι΄όπου φύγει φύγει για τον Κάτω Κόσμο, το δένδρο ξανάθρευε και φτού κι’ απ’ την αρχή.
Στην Κύπρο υπάρχει έθιμο, η νοικοκυρά να ρίχνει μετά τη δύση του ήλιου στο «δώμα» (τη χωμάτινη στέγη), «ξεροτήγανα» με μέλι για να φάνε οι πεθαμμένοι . Αυτό ενισχύει τη δοξασία που θέλει τους Σκαλαπούνταρους ψυχές, που για διάφορους λόγους έγιναν Καλικάντζαροι. Για αυτό το λόγο οι παλιοί σε περίπτωση κινδύνου για θάνατο νεογέννητου έκαναν επείγουσα βάφτιση από οποιονδήποτε παρόντα, υψώνοντας το νεογέννητο στον αέρα κάνοντας ταυτόχρονα το σχήμα του Σταυρού. Απέτρεπαν έτσι την μετατροπή της ψυχής του σε Καλικάντζαρο.
Κυρίαρχο στοιχείο του δωδεκαημέρου, οι ευχές, τα δώρα, οι οικογενειακές συγκεντρώσεις με φαγοπότι, τα Κάλαντα, η δοκιμή και πρόκληση της τύχης με διάφορα τυχερά παιγνίδια αλλά και η θρησκευτική κατάνυξη με λειτουργίες στην εκκλησιά για τα Χριστούγεννα, τη Βάφτιση του Χριστού, αλλά και του Αη Βασιλιού που συμπίπτει με την πρώτη του Χρόνου. Σε όλες αυτές τις μέρες η παραδοσιακή Μαγειρική αλλά και η ζαχαροπλαστική βρίσκονται στις δόξες τους.
Χριστούγεννα
Η γενική καθαριότητα του σπιτιού άρχιζε με το ασπρογιάτισμα των τοίχων που γινόταν με γύψο ή ασβέστη διαλυμένα σε νερό. Ακολουθούσαν το ξεσκόνισμα, το γυάλισμα, η τακτοποίηση των επίπλων και των οικιακών σκευών και το ψήσιμο των παξιμαδιών.
Την ημέρα των Χριστουγέννων ο κόσμος πήγαινε στην εκκλησία. Ακολούθως πήγαιναν στα σπίτια τους και όλη η οικογένεια καθόταν στο τραπέζι μαζί με τους κουμπάρους τους και έτρωγαν χοιρινό κρέας, σούπα τραχανά ή αυγολέμονο, μέσα σε ένα χαρούμενο ευχάριστο και γιορτινό οικογενειακό περιβάλλον.
Στα παλαιότερα χρόνια, στα μέσα του καλοκαιριού, επισκεπτόταν το χωριό ο Χαμπής ο Χοιριάρης από την Πάφο και πουλούσε μικρούς χοίρους ηλικίας 2-3 μηνών. Η κάθε οικογένεια αγόραζε από ένα μικρό χοίρο τον οποίο μεγάλωνε μέχρι τα Χριστούγεννα. 2-3 μέρες πριν τα Χριστούγεννα έσφαζαν τον χοίρο και τον έβαζαν σε καζάνι με ζεστό νερό για να αφαιρέσουν τις τρίχες του. Με το κρέας του χοίρου κατασκεύαζαν λούντζες, χοιρομέρια και λουκάνικα. Τα λουκάνικα τα κρέμαζαν ψιλά μέσα στην τζιμινιά (τζάκι) για να ψήνονται σιγά-σιγά. Επίσης έβαζαν μια ποσότητα κρέατος μέσα στο κρασί για να γίνει κρασάτο. Την κοιλιά την έκαναν «παστή» και το κεφάλι και τα πόδια «Ζαλατίνα». Τα υπόλοιπα τα τηγάνιζαν και τα φύλαγαν μέσα σε «αλειφτά κουμνιά» (πήλινα δοχεία) μαζί με το λειωμένο λίπος (λαρτί), το οποίο όταν έπηζε διατηρούσε το κρέας για αρκετό χρονικό διάστημα.
Τα μικρά παιδιά έπαιρναν την φούσκα του χοίρου και την φούσκωναν. Με αυτό τον τρόπο έκαναν μπάλα και έπαιζαν ποδόσφαιρο.
Έθιμα της Πρωτοχρονιάς
Το βράδυ της παραμονής της πρωτοχρονιάς μαζευόταν όλη η οικογένεια με τους φίλους και τους κουμπάρους τους για φαγητό και διάφορα παιγνίδια με χαρτιά όπως σπάστρα, κουν καν και 31. Ώρα 12 τα μεσάνυκτα που άλλαζε ο χρόνος αντάλλαζαν ευχές και δώρα και συνέχιζαν τα παιχνίδια τους. Το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς, μετά το φαγητό, ο νοικοκύρης έκοβε την Βασιλόπιττα με το τυχερό νόμισμα. Όποιος έβρισκε στο κομμάτι του το νόμισμα θα ήταν ο τυχερός της νέας χρονιάς.
Το έθιμο αυτό διατηρείται μέχρι σήμερα.
Φώτα
Την παραμονή των Φώτων οι νοικοκυρές έφτιαχναν ξεροτίανα (λουκουμάδες) για να φάνε μαζί με τις οικογένειες τους. Ακολούθως έριχναν και στης στέγες των σπιτιών για να φάνε οι καλικάτζαροι και να φύγουν.
Τα παιδιά κρατούσαν τα πουγγιά που τους έφτιαχναν οι μητέρες τους και γύριζαν στα σπίτια του χωριού και αφού τους έλεγαν «Καλημέρα και τα Φώτα και την πλουμιστήρα πρώτα» οι οικοδεσπότες τους έβαζαν νομίσματα στα πουγγιά τους.
Κάλαντα Φώτων
Μηνύματα χαρμόσυνα ήλθαμεν να σας πούμεν
πως ο Χριστός βαπτίζεται σήμμερον, να χαρούμεν.
-Ήλθαν τα Φώτα στον Ιορδάνην πρώτα-
Απόψε ήλθαμεν εδώ, για να σας ευχηθούμεν
και των Φωτών τα κάλαντα, σαν πρέπει, να σας πούμεν•
-Ήρθαν τα Φώτα, ευλογημέν΄η ώρα-
πως είν΄τα Θεοφάνια ανθρώπων σωτηρία,
που καθαρίζουν τας ψυχάς από την αμαρτίαν.
-Ήρθαν τα Φώτα και του Θεού τα δώρα-
Δεν είν' αυτή η εορτή, ωσάν την περασμένην,
μόνον μεγάλη και φρικτή και δοξολογημένη,
-Ήλθαν το Φώτα κι εφέρανε τα δώρα-
που κατεδέχθην ο Χριστός διά φιλανθρωπίαν
και ήλθεν κι εβαπτίσθηκεν, χωρίς να έχη χρείαν.
-Ήρθαν τα Φώτα χαρα σ' όλην την χώραν-
Εις σπήλιον πενιχρότατον, εις φάτνην των προβάτων
ήλθες Χριστέ, να γεννηθής, ώ θαύμα των θαυμάτων!
-Ήλθαν τα Φώτα, ευλογημέν΄η ώρα-
Με σπάργανα σ' ετύλιξεν η Δέσποινα Κυρία,
υμνούμεν, προσκυνούμεν σε, απείρανδρε Μαρία.
-'Ηρθαν τα Φώτα κι ελύθησαν τα σκότη-
Στας ΄κοσιπέντε Δεκεμβρίου ήλθες και εγγηνήθης
και εις την πρώτην Γενναριού σάρκαν περιετμήθης.
-Ήλθαν τα Φώτα κι εφάνην η θεότης-
Κι ο μήνας έξι σήμμερον έχει του Γενναρίου,
που όλοι εορτάζομεν τα Φώτα του Κυρίου.
-Ήλθαν τα Φώτα, κι εφώτισαν τον κόσμον-
Δοξάζομεν σε, βασιλεύ, με τα θαυμάσιά σου
και προσκυνούμεν, Κύριε, τα Θεοφάνιά σου.
-Ήρθαν τα Φώτα, κι αγιάζουσιν τον κόσμον-
Σήμμερον ήλθεν ο Χριστός στο άγιον ποτάμιν,
αυτό, π' ακούτε όλοι σας και λέγουν Ιορδάνην.
-Ήρθαν τα Φώτα και τα νερά εγερθήκαν-
Σήμμερον ο αόρατος του ουρανού και κτίστης
στον Ιορδάνην ποταμόν ήλθεν και εβαπτίσθην.
-Ήλθαν τα Φώτα και τα δαιμόνια ΄φύγαν-
Σήμμερον ήλθεν ο Χριστός στο άγιον ποτάμιν,
με προθυμιάν το βάπτισμαν ζητά του Ιωάννη.
-Ήρθαν τα Φώτα σ' Ανατολήν και Δύσιν-
Ως άνθρωπος στον ποταμόν ήλθεν στον Ιορδάνην,
υπό Προδρόμου της χειρός το βάπτισμαν λαμβάνει.
-Ήρθαν τα Φώτα, αγάλλεται η κτίσι-
Σήμμερον είναι των Φωτών, π' αγιάζουσιν τον κόσμον
και οι παπάδες περπατούν με τον σταυρόν στον δρόμον.
-Ήρθαν τα Φώτα, το θαύμαν των θαυμάτων-
και εις τα σπίτια μπαίνουσιν και λεν τον Ιορδάνην,
βοήθειαν να ΄χετε Χριστόν και μέγαν Ιωάννην,
-Ήρθαν τα Φώτα, για χάριν των κτισμάτων-
Απόψε εορτάζομεν, ύμνοις δοξολογούμεν,
τ' άγια Θεοφάνια υμνούμεν, προσκυνούμεν,
-'Ηρθαν τα Φώτα, και όλοι ευφρανθήτε-
γιατ' εκατέβην ο Χριστός, τούτον να τελειώση,
την αμαρτίαν του Αδάμ να σβήση να λειώση.
-Ήρθαν τα Φώτα, όλοι να ευτυχήτε-
Επήγεν και το βάπτισμαν ζητά του Ιωάννη,
να τον βαπτίση γρήγορα μέσα στον Ιορδάνην.
-Ήρθαν τα Φώτα και τα νερά αγιάζουν-
«'Ελα, προφήτα, γρήγορα», του λέγει, «βαπτισόν με,
στην κορυφήν την χείραν σου γγίξε κι υπούργησόν με.»
-Ήλθαν τα Φώτα, την πουλουστρίναν πρώτα-
«εγώ χρειάζομ΄από ΄σεν, Χριστέ, να με βαπτίσης,
νε με βαπτίσης, Δέσποτα, και να με συγχωρήσης.»
-Ήρθαν τα Φώτα, να σας χαρίζουν χρόνια-
Κι ως ΄μπήκεν εις τον ποταμόν, διά να τον βαπτίση,
ο Ιορδάνης ΄στράφηκεν οπίσω να γυρίση.
Άγγελοι και αρχάγγελοι εκεί υπηρετούσιν,
σκυμμένα τα κεφάλια των, ύμνους δοξολογούσιν.
Και θαύμαν μέγαν έγινεν, όπου δεν έχει ταίριν,
οι ουρανοί εσχίσθησαν κι εβγήκεν περιστέριν•
τ' άγιον πνεύμαν ήτανε, διά να μαρτυρήση,
υιός Θεού βαπτίζεται σ' Ανατολήν και Δύσιν.
Και η φωνή ακούσθηκεν, οπού τον εμαρτύραν
υιόν Θεού και Κύριον, αφέντην και σωτήραν.
Και τα νερά ηυλόγησεν, τες βρύσες, τα πηγάδια,
την οικουμένην άπασαν, βουνά, κήπους, λαγκάδια,
την θάλασσαν ημέρωσεν, πού ΄τον αγριωμένη,
ως ΄μπήκεν εις τον ποταμόν, ευρέθην μερωμένη,
για τούτον ως την σήμμερον οι ναύτες το κρατούσιν,
σαν βαπτισθώσιν τα νερά, στο πέλαγος να μπούσιν.
Και κει στην Ιερουσαλήμ, που παν και προσκυνούσιν
και οι χατζήδες τρέχουσιν να πάσιν να λουσθούσιν,
αχ! και να ήμαστεν κι εμείς εκεί στον Ιορδάνην,
για να λουσθούμεν και εμείς στο άγιον ποτάμιν!
Δόξαν να έχης βασιλεύ, με τα θαυμάσιά σου
και προσκυνούμεν, Κύριε, τα Θεοφανιά σου•
μα λέγει το Βαγγέλιον και του Χριστού το στόμαν,
όποιος δεν λάβει βάπτισμαν χάννει ψυχήν και σώμαν.
Εις τούτον το αρχοντικόν, που στέκουν κι αγροικούνε,
δος τους, Θεέ μου και Χριστέ, τέλος καλόν να δούνε,
που ΄χουν πολλήν επιθυμιάν και στέκουν κι αφικρούνται,
θωρώ τους, που παρακαλούν για μας και μας ευχούνται.
Και τώρα θα σχολάσωμεν και μέσα θα εμπούμεν,
να μας φιλοδωρήσετε κι εμείς να ευχηθούμεν.
Εμείς για τούτον ήλθαμεν με προθυμιάν μεγάλην,
νά ΄λθωμεν όλοι του καιρού, να σας τα πούμεν πάλιν.
Εις πολλά τα έτη.
Λοιπά έθιμα και συνήθειες
Το ασπρόγιασμα του σπιτιού και του αυλότοιχου
Με το που πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, μια από τις πλέον επιτακτικές ανάγκες για τους πρωτινούς ήταν η γενική καθαριότητα. Μέσα κι έξω από το σπίτι, στην αυλή και τον αυλόγυρο. Απαραίτητο συμπλήρωμα της γενικής καθαριότητας ήταν το ασπρόγιασμα των τοίχων του σπιτιού, για να το βρει - όπως έλεγαν- καθαρό ο αφέντης ο Χριστός, όταν μετά την γέννηση του βγει για να σεργιανίσει στις γειτονιές. Κι αυτή τη δουλειά την αναλάμβαναν συνήθως οι γυναίκες.
Πολλές φορές όμως, ιδιαίτερα όταν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα, φώναζαν κάποιο μάστορα και έναντι μικρής πληρωμής - με γεωργικά προϊό¬ντα ως επί το πλείστον- του ανέθεταν το ασπρόγιασμα.
Τα Γέννα και το Πάσκαν* στην Αθηένου
Δυο μέρες πριν από τα Χριστούγεννα οι νοικοκυρές ζύμωναν, άφηναν όλο το βράδυ το προζύμιν να "μπει" και την επομένη αφού ζύμωναν "εκόφκαν" τα ψωμιά, πύρωναν καλά τον φούρνο, άρχιζαν το ψήσιμο.
Πρώτα βέβαια τα ψωμιά για όλη τη βδομάδα και στη συνέχεια κουλούρια και γεννόπιττες (Χριστόψωμα). Ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες της κάθε οικογένειας. Τις τελευταίες δεκαετίες προστέθηκε και η βασιλόπιτα με το φλουρί (κωσταντινάτο). Στα χωριά η βασιλόπιτα ήταν αρχικά ένα μεγάλο στρογγυλό ψωμί με σουσάμι πάνω στο οποίο -σε πολλές περιοχές του νησιού- κολλούσαν μια ανθρώπινη φιγούρα από ζυμάρι.
*"Εν έσιει φά τζιαι κνήστου, μα φά τζιαι ποταβρίστου.."
"Από πολύ μικρές βοηθούσαμε τη μητέρα μας στις δουλειές του σπιτιού. Από τα 12 μας χρόνια, εμείς τα κορίτσια, είχαμε εκτός των άλλων και την ευθύνη για το ζύμωμα. Κάθε βδομάδα έπρεπε να φροντίζουμε για τα ψωμιά της οικογένειας. Πλέναμε το σιτάρι, το βάζαμε στον ήλιο να στραγγίζει, το παίρναμε στον μύλο για άλεσμα αυτή η διαδικασία γινόταν κάθε Βδομάδα για να έχουμε φρέσκο αλεύρι... για να είναι πιο αφράτα και γευστικά τα ψωμιά) κι επειδή η Αδηένου δεν έχει δάσος για να έχουμε ξύλα για τον φούρνο, μαζεύαμε μαζιά, ξερά φύλα ή κόνδυλα* για το πύρωμα.
Τις μέρες του Πάσχα οι ευθύνες μας πολλαπλασιάζονταν... Και βεβαίως η πρώτη από όλες, μετά την καθαριότητα του σπιτιού, ήταν το φούρνισμα. Όταν 8α ζυμώναμε την επομένη, έπρεπε αποβραδίς να νετζινήσουμε* το προζύμι μέσα στη βούρνα έτσι ώστε μέχρι το πρωί να "μπει" δηλαδή να φουσκώσει.
Το προζύμι το φτιάχναμε με τα απομεινάρια ζυμαριού από το προηγούμενο ζύμωμα. Ξύναμε αυτά τα απομεινάρια από τα πλευρά της βούρνας, προσθέταμε κι άλλο αλεύρι με νερό να γίνει ένα με ενάμιση κιλό περίπου - τόσο χρειαζόμασταν για κάδε φούρνισμα δεκαέξι πάνω, κάτω ψωμιών... Του δίναμε σχήμα μικρής μπάλας, το σκεπάζαμε μ' ένα ρούχο και τ' αφήναμε μέσα στην βούρνα μέχρι την επόμενη βδομάδα που θα ξαναζυμώναμε. Σ' αυτό το διάστημα το προζύμι "έμπαινε". Το εξωτερικό του περίβλημα σκλήραινε σαν τσόφλι. Το σπάζαμε και παίρναμε από μέσα το προζύμι.
Την άλλη μέρα πρωί-πρωί, έτσι όπως ήταν μέσα στην βούρνα, προσθέταμε αλεύρι με νερό και ζυμώναμε. Βάζαμε επίσης λιγάκι αλάτι. Δεκαέξι κιλά αλεύρι για δεκαέξι ψωμιά*. Αυτή ήταν η συνήθης αναλογία....
Μετά το ζύμωμα, φτιάχναμε τα ψωμιά. Κόβαμε ένα κομμάτι από τη ζύμη- περίπου ένα κιλό- το βάζαμε στην σανιδκιάν* και το θκιαρτύζαμεν *με αλεύρι δίνοντας του μια κάπως στρογγυλεμένη όψη. Για να πάρουν την τελική τους μορφή τα βάζαμε στο γουπποσάνιον* πάνω στο οποίο είχαμε απλωμένο ένα καθαρό σεντόνι για να μας διευκολύνει, όταν αργότερα δα τα παίρναμε για να τα βάλουμε στο φούρνο.
Αφήναμε τα ωμά ψωμιά μέσα στο γουπποσάνιον για δυο με τρεις περίπου ώρες για να μπουν* και στο μεσοδιάστημα ανάβαμε και πυρώναμε τον φούρνο. Συνήθως (χρησιμοποιούσαμε μαζιά*- ξερά φύλλα δένδρων και θάμνων- ή κόνδυλα*".
Το "πύρωμαν" του φούρνου και το φούρνισμα
Το πύρωμαν του φούρνου είχε τη δική του τελετουργική διαδικασία. Χρειαζόταν τέχνη και μαστοριά για να το επιτύχεις. Αν η θερμοκρασία δεν ήταν η κατάλληλη, υπήρχε ο κίνδυνος τα ψωμιά είτε να μείνουν ωμά είτε να καούν... Σ' αυτές τις περιπτώσεις 8α έπρεπε να προστεθούν κι άλλα ξερά φύλα ή αν η θερμοκρασία ήταν πιο ψηλή από την επιθυμητή, να μειωθεί.
"Βάζαμε μέσα στο φούρνο συνεχώς κόνδυλα μέχρι να ασπρίσει το φρύδιν του (το πάνω στόμιο του φούρνου). Αν παρ' ελπίδα ο φούρνος υπερθερμαινόταν, τότε στη μια άκρη του σύρτη* δέναμε ένα βρεγμένο ρούχο και μ' αυτό τρίβαμε την επιφάνεια της πλάκας του φούρνου για να μειώσουμε τη θερμοκρασία, καθαρίζοντας την ταυτόχρονα από τις στάχτες και τα αποκαΐδια.
Για σιγουριά ρίχναμε λίγο αλεύρι μέσα στο φούρνο. Αν το αλεύρι έπαιρνε ένα κοκκινωπό χρώμα, τότε ήταν σημάδι πως η θερμοκρασία ήταν πιο ψηλή απ' αυτή που χρειαζόμασταν, αν έμενε ξανθό- ανοιχτόχρωμο, τότε μπορούσαμε να φουρνίσουμε".
*"Μακρύς, μακρύς καλόηρος τζιαι πίττα η τζιεφαλή τον..."
"Όταν ο φούρνος ήταν πια έτοιμος, φέρναμε το γουπποσάνιον με τα ψωμιά κοντά κι αρχίζαμε το φούρνισμα. Βάζαμε ένα-ένα τα ψωμιά στην άκρη του φουρνόφκιου, τους κάναμε μια χαρακιά στον γύρο με το μαχαίρι και τα Βάζαμε με την Βοήθεια του φουρνόφκιου πάνω στην πυρωμένη πλάκα του φούρνου. Κλείναμε το στόμιο του και τ' αφήναμε 2-3 ώρες εκεί μέσα μέχρι να ψηθούν.
Με την ίδια ακριβώς διαδικασία, τις μέρες των γιορτών, τα Χριστούγεννα και την Λαμπρήν φτιάχναμε όλα τα άλλα.
Τα Χριστούγεννα φτιάχναμε κουλούρια, παξιμάδια, γλισταρκές, χριστόψωμα, βασιλόπιτα. Ανάλογα με το είδος, ήταν και οι προσθήκες που Βάζαμε στη ζύμη.
Γι’ αυτά τα γιορτινά εδέσματα προσθέταμε στη ζύμη διάφορα μυρωδικά (μπαχαρικά). Κανέλα, γλυκάνισο, μαστίχα, μέχλεπι, Βούτυρο, λάδι και σουσάμι. Το σουσάμι το ετοιμάζαμε από το προηγούμενο βράδυ. Το βράζαμε, το κουλιάζαμε (σουρώναμε) κι ύστερα το τρίβαμε με τα χέρια για να φύγει η φλούδα του και κατόπι το απλώναμε να στραγγίξει.
Μετά βάζαμε το σουσάμι στην ταμπουτσσιάν, τοποθετούσαμε μια- μια τις γλυσταρκές και τις σισαμώναμεν...
Με τον ίδιο τρόπο φτιάχναμε τα κουλούρια, παξιμάδια κλπ.
Αφήγηση: Μαρούλλα Ασσιώτη (1941-). Καταγραφή Χριστούγεννα 2004 στην Αθηένου
Η βασιλόπιτα κι ο τυχερός της χρονιάς
Τις τελευταίες δεκαετίες στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα εδέσματα των Κυπρίων προστέθηκε κι η βασιλόπιτα και λίγο αργότερα το χριστουγεννιάτικο κέικ με επίστρωση ζάχαρης άχνης και αποξηραμένα γλυκά του κουταλιού.
Η βασιλόπιτα αρχικά -ιδίως στις αγροτικές περιοχές- ήταν ένα συνηθισμένο ψωμί στο οποίο κατά το ζύμωμα έβαζαν μέσα ένα μικρό νόμισμα, ενώ την επιφάνεια την κάλυπταν με σουσάμι και καμιά φορά με μικρό ομοίωμα ανθρώπινης φιγούρας φτιαγμένης με ζυμάρι. Το βράδυ της 31ης του Δεκέμβρη, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, μετά το δείπνο ο νοικοκύρης του σπιτιού αναλάμβανε το κόψιμο της βασιλόπιτας. Την σταύρωνε τρεις φορές και την έκοβε στα τέσσερα σχηματίζοντας και πάλι το σημείο του σταυρού. Ένα κομμάτι για το κάθε μέλος της οικογένειας, αρχίζοντας από τον μεγαλύτερο- τον παππού ή την γιαγιά είτε ήταν παρόντες είτε όχι- και κατέληγαν στο μικρότερο, το νεαρότερο μέλος.
Αυτός που στο μερίδιο του θα έπεφτε το φλουρί εθεωρείτο ο τυχερός της χρονιάς, πίστευαν δε πως όλα δα του ερχόντουσαν Βολικά... Αν ο τυχερός ήταν σκάπουλος ή κορασιά όπως έλεγαν τους ανύπαντρους νέους και νέες, κι έβαζαν το φλουρί κάτω από το μαξιλάρι τους, δα έβλεπαν στον ύπνο τους- όπως πίστευαν -το μελλοντικό τους ταίρι... αυτόν που θα παντρεύονταν.
Αποδείξεις αγάπης σε... αναμμένα κάρβουνα
" Άη Βασίλη- βασιλιά δείξε τζιαι φανέρωσε αν μ’ αγαπά ο... η....τάδε" ή
"Άη Βασίλη,- βασιλιά τζιαι πρωτολουτούρκητε, δείξε τζιαι φανέρωσε τζιαι την δίκη μου τύχη...η την δικημου αγάπη'' η ακόμα:
"Άη Βασίλη- βασιλιά, έφκα πάνω στην ελιάν, κόψε μούττες τζιαι κλωνιά, να μυρίσει η γειτονιά τζιαι δείξε τζιαι φανέρωσε ποιος (η ποια) εν που μ’ αγαπά...".
To βράδυ της Πρωτοχρονιάς μαζευόταν όλη η οικογένεια μπροστά στην αναμμένη νησκιάν το τζάκι, όχι μόνο για να ζεσταθούν αλλά και για να "μάθουν" από τον Άγιο Βασίλη τις προθέσεις των αγαπημένων τους προσώπων.
Έπαιρναν ένα φυλλαράκι ελιάς, το σάλιωναν και το έβαζαν πάνω σε μισοαναμμένο κάρβουνο λέγοντας διάφορες ευχές και επικλήσεις στον άγιο, σαν αυτές που αναφέρονται πιο πάνω, ζητώντας του να τους πει αν το άτομο που τους ενδιέφερε, τους αγαπούσε ή όχι. Αν το φυλλαράκι αναπηδούσε τότε ήταν καλό σημάδι, ένδειξη πως ο αυτός για τον οποίο γινόταν αναφορά... τους αγαπούσε. Αν όχι, τότε αυτό σήμαινε πλήρη αδιαφορία. Βέβαια σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν τα έβαζαν κάτω. Συνέχιζαν τις προσπάθειες τους μέχρι να έχουν τη θετική ένδειξη που ήθελαν...
Το ποδαρικό και το... γούρι
Σε πολλά χωριά του νησιού μας, τη μέρα της Πρωτοχρονιάς οι νοικοκυραίοι ερχόμενοι από την εκκλησία και προτού μπουν στο σπίτι τους, έριχναν στην αυλή αλλά και μέσα στο σπίτι βολβούς αβρόσσιλας (αρκοτζεράμειο, άγριο κρεμμύδι) πιστεύοντας έτσι πως θα τους φέρουν γούρι.
Σε άλλες περιπτώσεις καλούσαν κάποιο γουρλή συγχωριανό τους να τους κάνει ποδαρικό. Για τον ίδιο λόγο δεν επέτρεπαν την είσοδο στο σπίτι τους τη μέρα της Πρωτοχρονιάς, σε άτομα που θεωρούσαν γρουσούζηδες...
Οι Βοσκοί επίσης συνήθιζαν να ρίχνουν αβρόσσιλλα στις μάντρες τους με την προσδοκία πως τα αιγοπρόβατά τους θα γίνονταν πιο γόνιμα και θα τους γεννούσαν διπλάρκα - δίδυμα.
Σε άλλες περιοχές, ιδιαίτερα στη Μεσαορία, ο γεωργός έμπαζε στο δίχωρο (που ήταν εκτός των άλλων κι ο χώρος όπου κοιμόταν, το υπνοδωμάτιο του) ένα βόδι, για να του κάνει ποδαρικό. Έδιναν επίσης στα ζώα τους να φαν κόλλυβα λέγοντας: Φάτε να φάμεν τζι εν που τους κόπους μας...
Άλλη συνήθεια των παλιών γεωργών ήταν να τοποθετούν κεριά στα κέρατα των βοδιών (περιοχή Καρπασίας) πιστεύοντας ότι αυτή τους η ενέργεια θα τους έφερνε τύχη και καλοχρονιά...
Σε πολλά χωριά την παραμονή, έβαζαν έξω από το σπίτι τους κλαδιά ελιάς πιστεύοντας πως θα έφερναν την αγάπη και την ειρήνη στην οικογένεια τους.
Το βράδυ της ίδιας μέρας, γέμιζαν ένα πιάτο με κόλλυβα, το σκέπαζαν μ' ένα ψωμί και πάνω σ' αυτό έβαζαν αναμμένο κερί. Ήταν το "κεραστικό" τ' Αη Βασίλη. Τοποθετούσαν το πιάτο πάνω στο λαδοκούμνι* έτσι, ώστε όταν ο Άγιος θα περνούσε απ' εκεί, να ευλογήσει τη σοδειά τους.
Στα κρασοχώρια, έφτιαχναν με ζυμάρι ένα ομοίωμα του Αγίου, το έβαζαν δίπλα από ένα ποτήρι κρασί με ένα αναμμένο κερί στο πλάι και τα άφηναν όλο το βράδυ.
Ό,τι κάμεις την Πρωτοχρονιά... κι όλο χον χρόνο!
"Παννίσει, παννίσει τζι’ αύριο να λύσει..."*
Επειδή τα πιο παλιό χρόνια τα καινούργια ρούχα και παπούτσια ήταν είδος πολυτέλειας, οι άνθρωποι όταν είχαν την δυνατότητα να αγοράσουν ή να φτιάξουν, προτιμούσαν να τα "παννίσουν" την μέρα της Πρωτοχρονιάς, πιστεύοντας πως έτσι 8α ήταν καλοντυμένοι όλο τον χρόνο.
Γενικά, είχαν την πεποίθηση πως ό,τι έκαναν την πρώτη μέρα του χρόνου, θα το επαναλάμβαναν συχνά καθ' όλη τη διάρκεια του.
Έτσι κατέβαλλαν προσπάθειες για να αποφεύγουν τις δυσάρεστες καταστάσεις. Δεν έλεγαν, για παράδειγμα ψέματα, δεν τσακώνονταν και δεν... έκλαιγαν. Γιατί όπως πίστευαν όποιος ήταν κλαμένος, δαρμένος ή τσακωμένος την Πρωτοχρονιά, θα ήταν και όλο τον χρόνο.
Αντάλλαζαν δώρα ευχές και φιλιά και προσπαθούσαν να περάσουν όσο καλύτερα μπορούσαν. Στα μικρά παιδιά- όταν υπήρχε η δυνατότητα - έδιναν και "πουλουστρίνα" μικρό χρηματικό ποσό ή δώρα.
Η πουλουοτρίνα
Τη μέρα των Φώτων οι ανάδοχοι - νούννες και τατάδες- έπρεπε απαραιτήτως να πλουμίσουν τους βαφτιστικούς τους με την καθιερωμένη πουλουοτρίνα. Κι αν κανείς ξεχνούσε ή έκανε πως ξεχνούσε για να γλιτώσει την πληρωμή, τα πιτσιρίκια φρόντιζαν να τους θυμίσουν την υποχρέωση τους με ένα έμμετρο στιχάκι:
"Καλημέρα Φώτα, τζιαι την πονλονστρίνα πρώτα..!"
Πουλουοτρίνα όμως έπαιρναν και τα παιδιά που συνόδευαν τον ιερέα, από σπίτι σε σπίτι για το καλάντισμα κρατώντας το συκλίν και τραγουδώντας θρησκευτικούς ύμνους για τα Θεοφάνια, συνήθεια που έχει τις καταβολές της, στην Κωνσταντινούπολη.
Οι νοικοκυραίοι πλούμιζαν την κουστωδία με κάνα νόμισμα μικρής αξίας το οποίο έριχναν στο συκλίν, ή με κουλούρια, πορικά*, ξεροτήανα ή φρούτα της εποχής. Στο τέλος της μέρας η ομάδα έκανε διαχωρισμό κι έπαιρνε ο καθένας το μερτικό του.
Κυπριακά, κάλαντα των Χριστουγέννων*
- Καλήν εσπέραν άρκοντες, τζΓ αν έν' ο ορισμός σας Χριστού τη θεία γέννηση, να μπω στ' αρκοντικόν σας.
- Χριστός γεννιέται σήμερον, στη Βηθλεέμ την πόλη οι ουρανοί αγάλλονται, μαζί τζι' η φύσις όλη.
- Γεννιέται μες στο σπήλαιον, στην πάγνην των αλόγων ο βασιλιάς των ουρανών τζι' ο πλάστης ημών όλων
- Αντζέλοι εις τους ουρανούς ψάλλουν το "εν υψίστοις" τζιαι κάτω φανερώνεται εις τους βοσκούς ο κτίστης.
- Που την Περσίαν έρκουνται τρεις μάγοι με τα δώρα τζι' έναν αστέριν λαμπερόν τους οδηγά στη χώρα.
- Φτάνουν οι μάγοι παρευτύς, που τον αστέραν βλέπουν φως θεϊκόν τους οδηγεί, ξωπίσω του προστρέχουν.
- Γονατιστοί τον προσκυνούν, τζιαι δώρα του χαρίζουν σμύρναν, χρυσόν τζιαι λίβανον, Θεόν Τον ευφημίζουν.
- Την σμύρναν πως έν' άθρωπος, γρυσόν για βασιλέαν τον λίβανον πως έν' Θεός σ' όλην την ατμοσφαίραν.
- Χριστιανοί σας είπαμεν όλην την ιστορίαν για του Ιησού μας του Γριστού την γένναν την αγίαν.
- Το Πάσκαν πόν' να τρώετε εις το αρκοντικόν σας δώστε τζιαι κανενού φτωχού απού το φαγητόν σας.
- Δώστε τζιαι για τον κόπο μας ότ1 έν1 ο ορισμός σας τζι' ο Ιησούς μας ο Γριστός ναν1 πάντα Βοηθός σας.
- Γρόνια πολλά να ζήσετε, να' στε ευτυχισμένοι τζιαι στο κορμίν τζιαι στην ψυσιήν να' σαστιν πλουμισμένοι.
* Η παραλλαγή αν τη περιλαμβάνεται στον ψηφιακό δίσκο τον Μιχάλη Τερλικκά ττον κνκλοφόρησε το 2000.
Τα Κάλαντα τα παλιά τα χρόνια
Η συνήθεια των μικρών-κυρίως- παιδιών να περιφέρονται κατά ομάδες, από σπίτι σε σπίτι με μεταλλικά τρίγωνα και να "ψάλλουν" τα Κάλαντα ζητώντας ταυτόχρονα "πουλουστρίνα" από τους νοικοκυραίους, είναι ένα πολύ παλιό Βυζαντινό έθιμο - του οποίου οι ρίζες προχωρούν ακόμη πιο βαθιά μέχρι την αρχαιότητα- που βρήκε πρόσφορο έδαφος και ρίζωσε για τα καλά στον τόπο μας, κρατώντας για αιώνες.
Στα πιο παλιά χρόνια, εκτός από τα γνωστά μας τρίγωνα, οι διάφορες ομάδες των αυτοσχέδιων ψαλτάδων χρησιμοποιούσαν και αυλούς ή πιθκιαύλια και καμιά φορά βιολί, λαγούτο ή ακορντεόν.
Τα παιδιά ξυπνούσαν από τα χαράματα τη μέρα των Χριστουγέννων και κατά μικρές ομάδες "όργωναν" τις γειτονιές ψάλλοντας τα Κάλαντα, το γνωστό θρησκευτικό αφηγηματικό τραγούδι σε ρυθμό 15σύλλαΒο, που περιγράφει λεπτομερώς τη γέννηση του Ιησού.
Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι κατά βάση η εκκλησιαστική με αρκετές όμως παρεμβολές από την κυπριακή ντοπιολαλιά.
Δώστε τζιαι για τον κόπο μας ό,τι έν’ ο ορισμός σας... ή
Σε τούν’ το σπίτι το ψηλόν, πέτρα να μεν ραΐσει τζι’ ο νοικοτζνρης τον σπιθκιού, χρόνια πολλά να ζήσει!
Φυσικά δεν παρέλειπαν να παινέψουν και τους νοικοκυραίους με σκοπό να τους προδιαθέσουν ευμενώς προκειμένου να τους αποσπάσουν τη σχετική πουλουστρίνα... ένα νόμισμα ευτελούς συνήθως αξίας το οποίο πήγαινε στην "πάγκαν", το τενεκεδένιο κουτί που κουβαλούσε πάντα ο νεότερος της παρέας. Στο τέλος της μέρας άνοιγαν την πάγκαν και μοιράζονταν το περιεχόμενό της.
Γλωσσάριο
Το Πάσκαν = Το Πάσχα, έτσι έλεγαν τα Χριστούγεννα και για να το ξεχωρίσουν από την Ανάσταση, αυτήν την έλεγα το "κύριον Πάσκαν"
Μυλλωμένα = Οτιδήποτε έχει ή είναι φτιαγμένο από μύλλα= λίπος
Νετζινήζω = (το προζύμι) για να πολλύνει
Ψωμιά Αθηενίτικα= Ένα κιλό αλεύρι για κάθε ψωμί... Τα περίφημα Αθηενίτικα ψωμιά που ήταν πολύ μεγαλύτερα από τα συνηθισμένα. Πιο παλιά βαρούσαν (ζύγιζαν) περίπου μια οκά το καθένα. Όπως μας είπε η κ. Ασσιώτη, οι παλιές νοικοκυρές έσμιγαν το στάρι, έβαζαν δηλαδή μισό σκληρό και μισό μαλακό για να έχουν καλύτερα αποτελέσματα.
Σανιθκιά = Επίπεδο κομμάτι ξύλου
Θκιάρτυσμαν/ Θκιαρτύζω = (το ψωμί) πλάθω, διαμορφώνω δίνοντας του την τελική του μορφή
γουπποσάνιον=από την γούβα και το σανίδι. Στενόμακρο ξύλο με πελεκιμένα γουφώματα - θήκες για τα ψωμιά.
"Εν έσιει φά τζιαι κνήστου, μα φά τζιαι ποταβρίστου" = Παροιμιώδης φράση που υπογραμμίζει τις ευθύνες που έχει κάποιος, για συνεισφορά στη δουλειά, σε κοινή προσπάθεια. Δεν είναι μόνο φαϊ και ξάπλες αλλά πρέπει να ποταβρίζεσαι, να απλώνεις το χέρι σου, να συμβάλλεις κι εσύ.
Μαζιά = Τα Θρουμπιά, θυμάρια
Κόνδυλα = απομεινάρια από τα σιτηρά μετά το αλώνισμα
"Μακρύς, μακρύς καλόηρος τζιαι πίττα η τζεφαλή του"... τι είναι;= Παλιό αίνιγμα που εννοεί τον φουρνόφκιον.
Φουρνόφκιος= Μακρύ ξύλινο κοντάρι με φαρδιά επίπεδη (σαν κεφαλή) την μια του άκρη.
Σύρτης= σιδερένιο κοντάρι (κωμοδρομίσιμο) με αγκυλωτή άκρη πάνω στην οποία τοποθετούσαν το βρεγμένο ρούχο
Λαδοκούμνιν= Μεγάλο πήλινο δοχείο που φύλαγαν το λάδι.
"Παννίσει, παννίσει τζι αύριο να λύσει"= Φράση που την έλεγαν ως ευχή σε κάποιον που πάννιζεν καινούργια ρούχα ή παπούτσια.
Σκαλαπούνταρος = Καλικάντζαρος
Πουλουστρίνα= Το φιλοδώρημα. Πουλουστρίνα επίσης -σύμφωνα με την παράδοση μας- είχαν υποχρέωση να δίνουν οι νονοί στους βαφτιστικούς τους τη μέρα των Φώτων, όταν τους επισκέπτονταν για τον σκοπό αυτό, απαγγέλλοντας τους το ολιγόστιχο αλλά πολύ εύστοχο: "Καλημέρα Φώτα τζιαι την πουλουστρίναν πρώτα..!"
Εχούμενος= ο πλούσιος, αυτός που έχει πληθώρα αγαθών, περιουσία.
Σώσπιτον= μικρό βοηθητικό δωμάτιο στην αυλή του παλιού κυπριακού σπιτιού.
Ματσούκα= Χοντρή μαγκούρα.
Πορικά= Ξηροί καρποί
Συκλίν= Μεταλλικό- συνήθως χάλκινο- δοχείο σε σχήμα κουβά που έβαζε μέσα ο ιερέας τον αγιασμό.
Θράκη
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ
Προπαραμονή Χριστουγέννων το βράδυ και στα σπίτια όλα ήταν έτοιμα. Ο βοριάς παγωμένος σφύριζε, μα τα τζάκια ζέσταιναν τα δωμάτια, όπου τα στρωμένα χράμια κι οι γιορτινοί μπερντέδες έδιναν μια χαρούμενη όψη στο εσωτερικό του σπιτιού.
Το σπίτι του παπά έλαμπε κι αυτό. Στην αυλή ακούγονταν βοή και φωνές ανάκατες. Ήταν τα παλληκάρια που είχαν έρθει να τραγουδήσουν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Πήγαιναν πρώτα στον παπά. Αυτόν θα τιμούσαν. Πρώτα αυτόν θα εύχονταν και θα μακάριζαν γιατί ο παπάς ήταν η κολώνα του χωριού.
- Να τα πούμε, να τα πούμε, ακούγονταν ερωτήματα και πριν προλάβει η παπαδιά ν' απαντήσει ακούγονταν κιόλας τα υπέροχα χριστουγεννιάτικα κάλαντα.
Σαράντα μέρες σαράντα νύχτες
η Παναγιά μας κοιλοπονούσε
τους Αποστόλους τους Ιεράρχες
τα πάν' να φέρουν μύρα και μόσχο...
Κι ως που να πάνε κι ως που να έρθουν
η Παναγιά μας ξηληυτηρώθκι...
Αμέσως μετά τα κάλαντα άρχιζαν τα παλληκάρια τα παινέματα
- Παπά μ' γιατί μοσχοβολάς, παπά μ' γιατί μοσκεύεις;
- Η μάνα μ' όταν μ' έκανε κι όταν με κοιλοπόνα μοσχότρωγε απ' το πουρνό, μόσχο το μεσημέρι και το ηλιοβασίλεμα αφράτο παξιμάδι...
Το χιόνι μέσα στο χωριό, ξεπερνούσε μερικές φορές το ενάμισο μέτρο, αλλά δεν φόβιζε τα παλληκάρια ούτε ο δυνατός βοριάς που έκανε την αναπνοή τρομερά δύσκολη. Κοκκίνιζαν οι μύτες και τ' αυτιά αλλά αυτά συνέχιζαν να τριγυρνούν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας τα υπέροχα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα.
Αν κατά τύχη αντάμωναν στο δρόμο κάποια κοπέλα τότε τραγουδούσαν πειραχτικά.
Άσπρα πουδάρια πούδγια γω στου κίτρινου του μέστι
θάριψα είνι Πασκαλιά κι είπα Χριστός Ανέστη.
κι ύστερα συνέχιζαν
σ' αρχοντικό κι αν βγήκαμι
σ' αρχοντικό θα πάμι
θα πάμι σ' άλλου σύνουρου
κι σ' άλλου βιλαέτι...
Τα ποτάμια πάγωναν. Οι μανιασμένοι βοριάδες που κατέβαιναν ακράτητοι, όλα τα πάγωναν και τα κρυστάλλωναν. Η γη ήταν σκεπασμένη με χιόνια παγωμένα ενώ από τα σπίτια κρέμονταν κρύσταλλοι παγωμένοι οι "ζαμπούνες". Τα κεραμίδια χιονισμένα έκρυβαν από κανένα φτωχό σπουργίτι που πεινασμένο αγωνίζονταν να βρει ένα σπυρί και φώναζε χοροπηδώντας στο χιόνι.
Και μέσα σ' αυτή την μπόρα τα παλληκάρια συνέχιζαν να γυρίζουν όλα τα σπίτια του χωριού τραγουδώντας τα δικά τους κάλαντα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που πρώτα αυτά χαλούσαν το στρωμένο χιόνι το οποίο σκέπαζε δρόμους, αυλές και μονοπάτια.
Πρέπει να πω πως είναι τα καλύτερα ανάμεσα στα πανελλήνια. Με την ποιητική τους ομορφιά αποτελούν άξια στολίδια της νεοελληνικής λαϊκής ποίησης σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Τα κάλαντα είναι φυσικά έθιμο κυρίως λαϊκό, ακατάλυτο και συνυφασμένο με τη ζωή του λαού της Θράκης.
Σπύρος Ζεχερλής
ΤΑ ΕΝΝΕΑ ΦΑΓΙΑ*
Δ. Κ. Βογιαζλή
Η σημασία του εθίμου - Πώς εξοικονομούνταν τα εννέα φαγητά
στο τραπέζι της παραμονής των Χριστουγέννων
Γιορτασμός της παραμονής στη Βορειοθράκη
Το τραπέζι της παραμονής των Χριστουγέννων ήταν στη Βορειοθράκη τόσο γιορταστικό όσο και το Χριστουγεννιάτικο με τη διαφορά, ότι στο πρώτο όλα τα φαγητά ήταν νηστίσιμα. Έπρεπε δε κατανάγκην να ναι εννέα. Γιατί εννέα κι όχι δέκα; δεν κατόρθωσα να το εξακριβώσω, μου φαίνεται όμως, ότι το έθιμο σχετίζεται με τους εννέα μήνες της εγκυμοσύνης της Παναγίας της μάνας του Χριστού.
Το πρώτο από τα "εννέα φαγιά" ήταν η "άφταστη πίττα", δηλ. μια πίττα άζυμη, που συνήθως ήταν πολύ μικρότερη από τη Βασιλόπιττα. Την στόλιζαν με μισές σκελίδες καρυδιού σε σχήμα σταυρού με μια τρυπούλα στο μέσον προορισμένη για την τοποθέτηση του κεριού. Στη χριστουγεννιάτικη πίττα τοποθετούσαν έναν παρά σ' αυτόν που θα έπεφτε, θα περνούσε το Δωδεκάμερο κι ως του Αγίου Γεωργίου με "γεια-χάρα". Για τη συμπλήρωση των εννέα φαγητών συνηθιζότανε λαχανοντολμάδες, ελιές και χαλβάς. Και παρακάτω: Ε, - εκεί πλέον η νοικοκυρά, και προπαντός όταν τα οικονομικό ήταν στενά, έπρεπε κάτι να μηχανευθεί. Και το τέχνασμα ήταν πρόχειρο. Τ' αλατοπίπερο λ.χ. το τοποθετούσε σε δυο πιάτα, χωριστά τ' αλάτι, χωριστά το πιπέρι = δυο φαγιά επιπλέον. Αλλά το τουρσί ήταν κείνο που έλυε το πρόβλημα οριστικά: χώρια το λάχανο, χώρια οι πιπεριές, οι μελιτζάνες κλπ. Έτσι συμπληρώνονταν ο αριθμός εννέα: ούτε ένα περισσότερο ούτε ένα λιγότερο.
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων ο οικοδεσπότης και γύρω του τοποθετημένη στον "σουφρά" ή στο τραπέζι ολόκληρη η οικογένεια. Και τότε άρχιζε η ιεροτελεστία. Ο πατέρας άναβε το κερί και το κολλούσε στο μέσον της πίττας. Έπειτα θύμιαζε το εικονοστάσι και το τραπέζι και αφού αυτός ή κανένα από τα παιδιά έλεγαν το τροπάρι των Χριστουγέννων και το "Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών", ερχόταν η σειρά του κοψίματος της πίττας. Το πρώτο κομμάτι ήταν του Χριστού, το δεύτερο της Παναγίας, το τρίτο του "ξενιτεμένου παιδιού ή συγγενούς", κι έπειτα από ένα για τον κάθε ομοτράπεζο. Στη βασιλόπιττα οι κληρούχοι ήσαν δυο περισσότερο, το κομμάτι του "Αγίου" και το κομμάτι "της δουλειάς". Καθένας έτρωγε, εννοείται, το κομμάτι με την προοπτική να βρει τον παρά. Αλλά τι γινότανε με το κομμάτι του Χριστού και των Αγίων, αφού οι τελευταίοι αδυνατούσαν να το πάρουν; Το προώριζαν λοιπόν για τους ζητιάνους.
Η Εκκλησία διάβαζε ακριβώς τα μεσάνυχτα. Μάλιστα επί Τουρκοκρατίας κι ως στην έκδοση του Χατι-Χουμαγιούν (1855) δεν χτυπούσε η καμπάνα αλλά ο κράχτης (έτσι ονομάζουν οι Βορειοθράκες τον καντηλανάφτη από το κράζω, καλώ) περνούσε αράδα τα σπίτια της ενορίας του, χτυπούσε το σιδερένιο χειρούλι κάθε πόρτας με το προσκλητήριο: "Ορίστε εις την Εκκλησία", λέγοντάς το ψαλτικά.
Αλλ' οι οικογένειες πούχαν περισσότερα μικρά παιδιά πώς να τα κρατήσουν ξύπνια ως τα μεσάνυχτα; Επεκράτησε λοιπόν να επαναλαμβάνεται ένα συνήθειο που κυρίως γινότανε το τελευταίο βράδυ της Αποκριάς. Από τον οφαλό του ταβανιού που πάντα βρισκότανε ένας χαλκάς (κρίκος) κρεμούσαν δεμένο σε σπάγγο ένα κομμάτι καρυδοχαλβά. Στη στερεότητά του μπορούσε να συναγωνισθεί το πιο γερό ξύλο... Ο πατέρας ή η μητέρα γύριζαν τον σπάγγο με τον χαλβά και τα παιδιά τοποθετημένα γύρω, με τα χέρια πισθάγκωνα προσπαθούσαν ποιο πρώτο να τον συγκροτήσει με το στόμα, οπότε το κομμάτι ήταν δικό του. Γέλια και φωνές ώσπου νάρτουν τα μεσάνυχτα για να τραβήξει. Ολόκληρη η οικογένεια στην Εκκλησία.
Στο σπίτι έμενε η γιαγιά ή καμιά θεία με την υπηρέτρια για να ετοιμάσουν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Σ' αυτό οι κρεάτινες λαχανοντολμάδες (με χοιρινό το πλείστον) τα "γιαπράκια" δεν μπορούσαν να λείψουν.
_____________
Από τον 21ο τόμο του Αρχείου Λαογρ. και Γλωσσικού Θησαυρού.
*Στο Σιμιτλή της Επαρχίας Ραιδεστού, όπου το έθιμο των "Εννιά λογών" φαγητών το φύλαγαν επίσης, έστρωναν το τραπέζι κάτω από τα εικονίσματα και τ' άφηναν στρωμένο τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων για να πάει η λεχώνα Παναγιά να φάει. Διηγούνταν λοιπόν πως μια πολύ φτωχή νοικοκυρά που δεν είχε άλλο τι να μαγειρέψει παρά μονάχα κολοκύθι, ετοίμασε απ' αυτό και μόνο εννιά λογιώ φαγιά. Έτσι έμεινε παροιμιακή η φράση για ένα φτωχόσπιτο, έλεγαν, έχει "Εννιά λογιώ φαγί, όλο κολοκύθι".
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
Σφάξιμο γουρουνιών
Την Παραμονή των Χριστουγέννων σφάζονταν τα γουρούνια που η οικογένεια εξέθρεφε όλη τη χρονιά. Το σφάξιμο των γουρουνιών ήταν παλιό έθιμο, κατάλοιπο ειδωλολατρικής λατρείας (οι Ρωμαίοι στα Σατουρνάλια- 17 έως 25 Δεκεμβρίου- θυσίαζαν χοίρους στον Κρόνο και τη Δήμητρα για την καλή σοδειά. Μάλιστα θεωρούνταν “γούρι” για τη νέα χρονιά η κόκκινη βούλα από αίμα στο μέτωπο (τσιακάτι) των μικρών παιδιών.
Τα 9 φαγητά
Την παραμονή των Χριστουγέννων κάθε σπίτι έπρεπε να έχει 9 φαγητά, για να έχει το τραπέζι πολλά φαγητά σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς. Υπάρχει επίσης και η ερμηνεία ότι τα 9 φαγιά συμβολίζουν τα μέρη που επισκέφθηκαν ο Χριστός, η Παναγία και ο Ιωσήφ κατά το διωγμό του Ηρώδη. Στο τραπέζι αφήνουν λίγο από όλα τα φαγητά για τις “ψυχές” και τα βάζουν κάτω από τα εικονίσματα, για να τα ευλογήσει ο Χριστός.
Κατά μία εκδοχή τα 9 φαγητά ήταν η πίτα (για να γίνουν τα στάρια λαμπερά), το μέλι (για να κουβαλούν τα μέλη της οικογένειας πάρα πολλά πράγματα σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς, όπως οι μέλισσες), το κρασί (για να “απλώσει” η οικογένεια σαν κληματαριά), το σαραγλί (για να φερόμαστε πάντα “γλυκά” στους φίλους), το καρπούζι (για να' ναι γλυκιά σαν καρπούζι η παραγωγή), το πεπόνι (για να μιλούν οι συγχωριανοί με γλυκά λόγια για την οικογένεια), το μήλο (για να έχουν τα μέλη της οικογένειας κόκκινα μάγουλα), το σκόρδο (για να προστατεύονται από τα τσιμπήματα των εντόμων), το κρεμμύδι (για να έχουν οι λεχώνες πολύ γάλα).
Άλλη εκδοχή: λαδερά και συνήθως ξερή τροφή (χαλβάς, ελιές, άζυμη πίττα, λάχανο, πιπεριές, μελιτζάνες, ντομάτες, τουρσί και αλατοπίπερο). Σε πολλά χωριά, ο νοικοκύρης ασήμωνε το τραπέζι βάζοντας ένα ποσό κάτω από τη μεσάλα (τραπεζομάντιλο). Τα χρήματα τα έπαιρνε όποιος ξέστρωνε το τραπέζι (συνήθως τα παιδιά).
Το συνηθισμένο χριστουγεννιάτικο φαγητό ήταν η Μπάμπω.
ΘΡΑΚΙΩΤΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Χριστός γεννιέται, χαρά στον κόσμο
χαρά στον κόσμο, στα παλληκαριά
Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες
η Παναγιά μας κοιλοπονούσε
κοιλοπονούσε, παρακαλούσε
τους Αρχαγγέλους, τους Ιεράρχες
Σεις Αρχαγγέλοι, σεις Ιεράρχες
να πα να φέρτε μύρο και μόσχο
Και οι Αρχαγγέλοι για μύρο πάνε
και οι Ιεράρχες για μόσχο τρέχουν
Κι ώσπου να πάνε και ώσπου να έρθουν
η Παναγιά μας ξελευτερώθκε
Χριστός γεννιέται, χαρά στον κόσμο
χαρά στον κόσμο, στα παλληκάρια
Ακούστε το από το Χρόνη Αηδονίδη: http://www.youtube.com/watch?v=oDp62vmIi0I
ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΑΡΚΟΥΔΑΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Στον Πέπλο είναι χαρακτηριστικό το έθιμο της Αρκούδας, το οποίο δεν το συναντούμε σε άλλα μέρη της Ελλάδας, καθώς αλλού άνθρωποι ντυμένοι αρκούδες αποτελούν μέρος ευρύτερων δρώμενων. Άντρες του χωριού ντύνονται αρκούδες και φοράνε κουδούνια την Παραμονή των Χριστουγέννων και χωρίζονται σε ομάδες. Κάθε ομάδα με αρκούδες την κατευθύνει ο αρκουδιάρης κρατώντας ντέφι και δημιουργώντας ένα κλίμα κεφιού και ξεφαντώματος. Συνήθως προπορεύεται ένας γκαϊντατζής με τη γκάιντα του. Στον Πέπλο το έθιμο ήρθε από το Καβακλί, το σημερινό Τοπόλοβγκραντ, της Ανατολικής Ρωμυλίας. Οι αρκούδες γυρνάνε στα σπίτια και οι Πεπλιώτες τους δίνουν κυρίως χοιρινό κρέας, χαρακτηριστικό των Χριστουγέννων στη Θράκη, και χρήματα ή γλυκίσματα. Είναι πολύ πιθανό, πέρα από την προέλευση του εθίμου, αυτή η συνήθεια να έχει σχέση με την προσπάθεια των κατοίκων να βοηθήσουν με τον τρόπο αυτό τις οικογένειες που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να συντηρήσουν χοίρο και να έχουν χοιρινό κρέας στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι…
Το τραγούδι της πομπής της Αρκούδας στον Πέπλο (σε χαρακτηριστικό θρακιώτικο ρυθμό και με το χαρούμενο σκοπό των τραγουδιών του Έβρου)
Εδώ μας είπαν κι ήρθαμε, χαρείτε να χαρούμε
Πού χουν αυλές μαρμαρωτές και σπίτια χρυσωμένα
Που μέσα χύνουν το φλουρί κι απ’ έξω το λογάρι
Κυρά χρυσή, κυρά αργυρή, κυρά μαλαματένια
Βάλε κρασί, βάλε ρακί, κέρνα τα παλικάρια
Κέρνα τα, αφέντη μ’, κέρνα τα, κέρνα για την υγειά σου
Σ’ αυτό το σπίτι πού ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει!
Τα κάλαντα των Χριστουγέννων από το Τζοβάντζαλη
Χριστός γεννάται, χαρά στον κόσμο
χαρά στον κόσμο, στο νοικοκύρη,
στο νοικοκύρη, που φάει και πίνει
που τρώει και πίνει με την κυρά του
με την κυρά του και τα παιδιά του
Με τα παιδιά του κυράμ' φετούσα,
κυράμ' φετούσα, κοιλιά μ' πονούσα.
Κοιλιάμ' πονούσα, παρακαλούσα.
παρακαλούσα τους Άγιους όλους
τους Άγιους ούλους τους Αποστόλους.
Τους Αποστόλους, στην Πόλη πόνε
στην Πόλη πόνε, μαμή να φέρουν.
Κι ώσπου να πάνε κι νάρτουν πίσω
Εκείνη κάμνει χρυσόν Αφέντη,
Χρυσόν Αφέντη, σα φέξας φέγγει.
Σαν φέξας φέγγει, σαν Ήλιος λάμπει
σαν Ήλιος λάμπει, σαν νιό φεγγάρι
σαν νιό φεγγάρι, σαν παλληκάρι.
Σαν κόκκινο τριαντάφυλλο
στη μέσ' στα παλληκάρια...
Τα κάλαντα Χριστουγέννων
Από το Μπαμπά-Εσκή
Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες
η Παναγία κοιλοπονούσε
κοιλοπονούσε, αντρογεννούσε.
Η αγια Μαρίνα κι η Κατερίνα
στην Πόλη πάνε, μαμή να φέρουν.
Ώσπου να πάνε κι ώσπου να έρθουν
η Παναγιά ξελευτερώθη
ξελευτερώθη, παλικαρώθει
Στην κούνια κάθ'νταν κι το κουνούσε
και το κουνούσε, το τραγουδούσε.
Και κείνο λάμπει σα νιό φεγγάρι
σαν νιό φεγγάρι, σαν παλληκάρι.
Μπρε'λάτα παλληκάρια μας να τους καλοκαρδίσουμ'
Παινέματα απ' τον Αφέντη
από το Σιμιτλή και Σχολάρι
Ιδώ κοιμάτ' ο αφέντης μας και πώς να τον ξυπνήσουμ'
φέρετε μήλα δώδεκα, νεράντζια δεκαπέντε
κι ένα κανί ροδόσταμο, να πιεί να αγρυπνήσει.
Σαν ήπιε και αγρύπνησε το Γρίβα του γυρεύει
χίλιοι βαντάν το Γρίβα του, χίλιοι το χαλινάρι,
χίλιοι πάλι παρακαλούν: Αφέντη μ' καβαλίκα
κι άπλωσε το χεράκι σου στην αργυρή σου τσέπη.
Αν έβρεις γρόσια δόσ' τα μας, φλουριά μην τα λυπάσαι.
Κι αν έβρεις κόκκινου παρά, κέρνα τα παλληκάρια.
Κέρνα τ' αφέντη μ' κέρνα τα, τα κακονυχτισμένα
που σέρνουν τα τσαρούχια τους σαράντα δράμια λάσπη.
Σ' αυτές τσ' αυλές που ήρταμε τες μαρμαροχτισμένες
κοιμούνται χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια
αρνόσκυλα, κατσικόπουλα, λογαριασμό δεν έχουν
κοιμάται κι ένας τσόμπανος, τσόμπανος παληκάρι
που κοσκινίζει τα φλουριά και πέφτει το δεκάρι.
Κυρά μας φρόνιμ' ήτανε, φρόνιμ' και συντεχένια
Κυράμ' οντάς στολίζεσαι, στην εκκλησιά πηγαίνεις
που πάνω βάζεις κόκκινα, που κάτ' άσπρα χιονάτα.
Βάζεις τον Ήλιο πρόσωπο και το Φέγγαρι στήθη.
Κι του κοράκου το φτερά βάνεις καγκελοφρύδι.
και το φουστάνι ‘πο βαλες, του κάμπου τα λουλούδια.
Σ' είδαν παπάδες τάχασαν, διάκοι μ' κι τ' αλληλούια.
ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ
του Σιμιτλή
Χριστούγεννα
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, απόψα Χριστός γεννιέται
γεννιέται κι αναθρέφιτι με μέλι και με γάλα
το μέλι το τρώνι οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
και το μελισσοβότανο, να λούζονται οι κυράδες.
ΑΪ - Βασίλης
Αρχιμηνιά κι αρχή χρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος
εκκλησιά, εκκλησιά με τ' άγιο θρόνος.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός στη γη να περπατήσει
και να μας και να μας καλοκαρδίσει.
Αγιός Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,
βαστάει εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε:
- Κάτσε να φας, κάτσε να πιείς, κάτσε να τραγουδήσεις,
- Εγώ τραγούδια δεν ξέρω, ξέρω την Άλφα-Βήτα
Και το ραβδί του ακούμπησε να πει την Άλφα-Βήτα
κόψε μας, κόψε μας και δόσ'μας πίτα
Σ' αυτό το σπίτι πούρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει
και να μας, και να μας καλοκαρδίσει...
Και εις έτη πολλά...
Τα Φώτα
Σήμερα είν' τα Φώτα και οι φωτισμοί
και χάρες μεγάλες και αγιασμοί
κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθεται η κυρά μας, η Παναγιά
σπάργανα βαστάει και γιο κρατεί
και τον Αη-Γιάννη παρακαλεί
Αη-Γιάννη, αφέντη και Πρόδρομε
βάφτισε και μένα, Θεού παιδί
Ν' αγιασθούν οι κάμποι και τα βουνά
ν' αγιαστεί κι ο αφέντης με την κυρά
(ναγιαστεί κι η κλώσσα με τα πουλιά)
Τα κάλαντα στο Σιμιτλή
Στο Σιμιτλή, Εκτός από τα παιδικά κάλαντα, που τραγουδούσαν τα παιδιά στις γειτονιές από την παραμονή, των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, το πρωί-πρωί από τα χαράματα, είχαμε και κάλαντα από τη λόγια παράδοση. Αυτά τα τραγουδούσαν στα σπίτια τους τα βράδια, στις μεγάλες νύχτες τα Δωδεκάμερα (24 Δεκέμβρη-6 του Γενάρη). Τα τραγουδούσαν οι μεγάλοι που ήξεραν γράμματα και ήταν και καλοί ψάλτες.
Χριστούγεννα
Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας
Χριστού την θείαν γέννησιν να ειπώ στ' αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει
οι Ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίση όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη των αλόγων
ο Βασιλεύς των Ουρανών και Ποιητής των όλων.
Εκ της Περσίας έρχονται, τρεις Μάγοι με τα δώρα,
άστρο λαμπρό τους οδηγεί χωρίς να λείψει ώρα.
Φθάσαντες εις Ιερουσαλήμ με πόθον ερωτώσι
πού εγεννήθη ο Χριστός να πάν' να τον ιδώσι.
Δια Χριστόν ως ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης
αμέσως εταράχθηκε, έγινε θηριώδης.
Ότι πολλά φοβήθηκε δια την βασιλείαν
μην του την πάρει ο Χριστός και χάσει την αξίαν.
Κράζει τους Μάγους κι ερωτά πού ο Χριστός γεννάται
εις Βηθλεέμ ηξεύρομεν, ως η Γραφή διηγάται
Στέλνει τους Μάγους για να παν και όπου τον ευρώσι
αφού τον προσκυνήσουσι, να παν να του το ειπώσι,
δια να πάγει και αυτός για να τον προσκυνήσει
με δόλον ο αθεόφοβος να τον δολοφονήσει...
Βγαίνουν οι Μάγοι για να παν και τον αστέρα βλέπουν...
φτάσαντες εις το σπήλαιον, βρίσκουν την Θεοτόκο
που εκράτει στις αγκάλες της τον Άγιον της τόκον.
Γονατιστοί τον προσκυνούν και δώρα του χαρίζουν
Σμύρναν, χρυσόν και λίβανον, θεόν τον ευφημίζουν
Την σμύρναν μεν ως άνθρωπον, χρυσόν ως βασιλέα
και λίβανον δε ως Θεόν σ' όλην την ατμοσφαίρα.
Αφού τον επροσκύνησαν, ευθύς πάλι διαβαίνουν
και τον Ηρώδη μελετούν να πάνε να τον έβρουν.
Πλην άγγελος εξ ουρανού βγαίνει τους εμποδίζει.
Άλλην οδόν απέλθετε, ότι τους διορίζει...
Και πάλιν άλλος άγγελος τον Ιωσήφ προστάζει
εις Αίγυπτον να πορευθεί κι εκεί να διαμένει
να πάρει και την Μαριάμ μαζί με τον υιό της
ότι ο Ηρώδης τους ζητεί τον τόκον τον δικό της.
Μη βλέπων δε ο βασιλεύς τους Μάγους να γυρίσουν
εις Βηθλεέμ επρόσταζε παιδί να μην αφήσουν.
Όσα παιδιά κι αν έβρωσι, δύο χρονών και κάτω
όλα να τα περάσωσι, ευθύς απ' τα σπαθιά των.
Χιλιάδες δεκατέσσερες εσφάξαν μιαν ημέρα
θρήνον, κλαυθμόν και οδυρμόν είχε κάθε μητέρα.
Και επληρώθη το ρηθέν προφήτου Ησαϊου
μετά των άλλων προφητών και του Ιερεμίου
"Φωνή ηκούσθη εν Ραμά, Ραχής τα τέκνα κλαίει"
Και εις έτη πολλά
Η Πρωτοχρονιά
Το τραγούδι από κάλαντα γυρίζει σε ερωτικό και τραγουδιόταν κι αυτό στα σπίτια μέσα, τα βράδια στα "νυχτέρια" που κάθονταν ώσπου να νυστάξουν και να πάνε για ύπνο. Κι αυτό στα δωδεκάμερα των Χριστουγέννων.
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψιλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή, κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά, εκκλησιά με τ'
άγιο θρόνος
Αρχή που βγήκε ο Χριστός, Άγιος και Πνευματικός, στη γη,
στη να περπατήσει,
και να μας και να μας καλοκαρδίσει.
- Βασίλη μ' πούθεν έρχεσαι και πού' και πούθε κατεβαίνεις
την καλή, την καλή χρονιά μας φέρνεις.
- Από τη μάνα μ' έρχομαι και στο, και στο σχολείο μου πάω,
δε μου λε, δε μου λέτε τι να κάμω.
- Κάτσε να Φας, κάτσε να πιείς κι ότι αγαπάς να μας το πεις
κάτσε, κάτσε να τραγουδήσεις και να μας, και να μας καλοκαρδίσεις
Και το ραβδί τ' ακούμπησε και δε μας ετραγούδησε
να πει, να πει τ' αλφαβητάρι, δες κι εμέ, δες κι εμέ το παλικάρι
Και το ραβδί τ' ήταν ξερό, να ζει η αγάπη π' αγαπώ
χλωρά, χλωρά βλαστάρια επέτα, μια χρυσή, μια χρυσή μια
ντουβαλλέττα;
Κατέβαιναν οι πέρδικες, χρυσές ξανθιές λεβέντικες
μαζί, μαζί με περδικάκια, αχ, τα γλυκά, τα γλυκά σου τα ματάκια.
Τα φώτα
Σήμερον είν' τα Φώτα κι ο φωτισμός και χαρά μεγάλη κι ο Αγιασμός
Εν αρχή δε ήρχισεν ο Θεός έκαμε την γην και τον ουρανόν
Δεύτερον δε πάλιν από αυτά χώρισε τα ύδατα απ' την ξηρά
Τρίτον δε πάλιν από αυτά έκαμε τη θάλασσα και τα βουνά
Τέταρτον δε πάλιν από αυτά έκαμε ζώα και τα πτηνά
Έπλασε τον άνθρωπον από γη και εις όλα τούτα νάν' εξουσιαστής
Ο Αδάμ και η Εύα ημάρτησαν και εις αμαρτίαν υπέπεσαν
και τω Θεώ δεν είπαν πως έφταιξαν.
Και ο όφις ήτο διάβολος των πονηρών δαιμόνων διδάσκαλος
Αλλ' ο Ιησούς ως φιλάνθρωπος ήλθεν εις την γην ως Θεάνθρωπος
να ελευθερώσει πάντας ημάς και από τας χείρας τας μιαράς
Εις τον Ιορδάνην δε πορευθείς όπου ήταν ο Ιωάννης ο Βαπτιστής
- Ιωάννη, Πρόδρομε, βαπτιστή βάφτισε κι εμένα Θεού παιδί
- Πώς τολμώ να βάλω την χείρα μου εις την κεφαλήν σου σωτήρα μου
- Άφες φόβον Πρόδρομε αλλά πρόστασε και το βάπτισμά μου απόδειξε Όταν τον εβάφτησε ο Βαπτιστής, έλαμψε η έρημος πορευθύς
και το Πνεύμα εφάνη στους Ουρανούς να Φωτίσει όλους τους Χριστιανούς
και φωνή ηκούσθη εκ του Πατρός, ούτος είν' ο υιός μου ο Αγαπητός Θεωρώ αγγέλους να ψάλλουσι και τα Χερουβίμ να δοξάζουσι και το αλληλούια να κράζουσι...
Πηγή: Ημερολόγιο – Λεύκωμα της Θρακικής Εστίας, Τεύχος πέμπτον, Θεσσαλονίκη 1987-1988.
Προπαραμονή Χριστουγέννων το βράδυ και στα σπίτια όλα ήταν έτοιμα. Ο βοριάς παγωμένος σφύριζε, μα τα τζάκια ζέσταιναν τα δωμάτια, όπου τα στρωμένα χράμια κι οι γιορτινοί μπερντέδες έδιναν μια χαρούμενη όψη στο εσωτερικό του σπιτιού.
Το σπίτι του παπά έλαμπε κι αυτό. Στην αυλή ακούγονταν βοή και φωνές ανάκατες. Ήταν τα παλληκάρια που είχαν έρθει να τραγουδήσουν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Πήγαιναν πρώτα στον παπά. Αυτόν θα τιμούσαν. Πρώτα αυτόν θα εύχονταν και θα μακάριζαν γιατί ο παπάς ήταν η κολώνα του χωριού.
- Να τα πούμε, να τα πούμε, ακούγονταν ερωτήματα και πριν προλάβει η παπαδιά ν' απαντήσει ακούγονταν κιόλας τα υπέροχα χριστουγεννιάτικα κάλαντα.
Σαράντα μέρες σαράντα νύχτες
η Παναγιά μας κοιλοπονούσε
τους Αποστόλους τους Ιεράρχες
τα πάν' να φέρουν μύρα και μόσχο...
Κι ως που να πάνε κι ως που να έρθουν
η Παναγιά μας ξηληυτηρώθκι...
Αμέσως μετά τα κάλαντα άρχιζαν τα παλληκάρια τα παινέματα
- Παπά μ' γιατί μοσχοβολάς, παπά μ' γιατί μοσκεύεις;
- Η μάνα μ' όταν μ' έκανε κι όταν με κοιλοπόνα μοσχότρωγε απ' το πουρνό, μόσχο το μεσημέρι και το ηλιοβασίλεμα αφράτο παξιμάδι...
Το χιόνι μέσα στο χωριό, ξεπερνούσε μερικές φορές το ενάμισο μέτρο, αλλά δεν φόβιζε τα παλληκάρια ούτε ο δυνατός βοριάς που έκανε την αναπνοή τρομερά δύσκολη. Κοκκίνιζαν οι μύτες και τ' αυτιά αλλά αυτά συνέχιζαν να τριγυρνούν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας τα υπέροχα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα.
Αν κατά τύχη αντάμωναν στο δρόμο κάποια κοπέλα τότε τραγουδούσαν πειραχτικά.
Άσπρα πουδάρια πούδγια γω στου κίτρινου του μέστι
θάριψα είνι Πασκαλιά κι είπα Χριστός Ανέστη.
κι ύστερα συνέχιζαν
σ' αρχοντικό κι αν βγήκαμι
σ' αρχοντικό θα πάμι
θα πάμι σ' άλλου σύνουρου
κι σ' άλλου βιλαέτι...
Τα ποτάμια πάγωναν. Οι μανιασμένοι βοριάδες που κατέβαιναν ακράτητοι, όλα τα πάγωναν και τα κρυστάλλωναν. Η γη ήταν σκεπασμένη με χιόνια παγωμένα ενώ από τα σπίτια κρέμονταν κρύσταλλοι παγωμένοι οι "ζαμπούνες". Τα κεραμίδια χιονισμένα έκρυβαν από κανένα φτωχό σπουργίτι που πεινασμένο αγωνίζονταν να βρει ένα σπυρί και φώναζε χοροπηδώντας στο χιόνι.
Και μέσα σ' αυτή την μπόρα τα παλληκάρια συνέχιζαν να γυρίζουν όλα τα σπίτια του χωριού τραγουδώντας τα δικά τους κάλαντα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που πρώτα αυτά χαλούσαν το στρωμένο χιόνι το οποίο σκέπαζε δρόμους, αυλές και μονοπάτια.
Πρέπει να πω πως είναι τα καλύτερα ανάμεσα στα πανελλήνια. Με την ποιητική τους ομορφιά αποτελούν άξια στολίδια της νεοελληνικής λαϊκής ποίησης σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Τα κάλαντα είναι φυσικά έθιμο κυρίως λαϊκό, ακατάλυτο και συνυφασμένο με τη ζωή του λαού της Θράκης.
Σπύρος Ζεχερλής
ΤΑ ΕΝΝΕΑ ΦΑΓΙΑ*
Δ. Κ. Βογιαζλή
Η σημασία του εθίμου - Πώς εξοικονομούνταν τα εννέα φαγητά
στο τραπέζι της παραμονής των Χριστουγέννων
Γιορτασμός της παραμονής στη Βορειοθράκη
Το τραπέζι της παραμονής των Χριστουγέννων ήταν στη Βορειοθράκη τόσο γιορταστικό όσο και το Χριστουγεννιάτικο με τη διαφορά, ότι στο πρώτο όλα τα φαγητά ήταν νηστίσιμα. Έπρεπε δε κατανάγκην να ναι εννέα. Γιατί εννέα κι όχι δέκα; δεν κατόρθωσα να το εξακριβώσω, μου φαίνεται όμως, ότι το έθιμο σχετίζεται με τους εννέα μήνες της εγκυμοσύνης της Παναγίας της μάνας του Χριστού.
Το πρώτο από τα "εννέα φαγιά" ήταν η "άφταστη πίττα", δηλ. μια πίττα άζυμη, που συνήθως ήταν πολύ μικρότερη από τη Βασιλόπιττα. Την στόλιζαν με μισές σκελίδες καρυδιού σε σχήμα σταυρού με μια τρυπούλα στο μέσον προορισμένη για την τοποθέτηση του κεριού. Στη χριστουγεννιάτικη πίττα τοποθετούσαν έναν παρά σ' αυτόν που θα έπεφτε, θα περνούσε το Δωδεκάμερο κι ως του Αγίου Γεωργίου με "γεια-χάρα". Για τη συμπλήρωση των εννέα φαγητών συνηθιζότανε λαχανοντολμάδες, ελιές και χαλβάς. Και παρακάτω: Ε, - εκεί πλέον η νοικοκυρά, και προπαντός όταν τα οικονομικό ήταν στενά, έπρεπε κάτι να μηχανευθεί. Και το τέχνασμα ήταν πρόχειρο. Τ' αλατοπίπερο λ.χ. το τοποθετούσε σε δυο πιάτα, χωριστά τ' αλάτι, χωριστά το πιπέρι = δυο φαγιά επιπλέον. Αλλά το τουρσί ήταν κείνο που έλυε το πρόβλημα οριστικά: χώρια το λάχανο, χώρια οι πιπεριές, οι μελιτζάνες κλπ. Έτσι συμπληρώνονταν ο αριθμός εννέα: ούτε ένα περισσότερο ούτε ένα λιγότερο.
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων ο οικοδεσπότης και γύρω του τοποθετημένη στον "σουφρά" ή στο τραπέζι ολόκληρη η οικογένεια. Και τότε άρχιζε η ιεροτελεστία. Ο πατέρας άναβε το κερί και το κολλούσε στο μέσον της πίττας. Έπειτα θύμιαζε το εικονοστάσι και το τραπέζι και αφού αυτός ή κανένα από τα παιδιά έλεγαν το τροπάρι των Χριστουγέννων και το "Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών", ερχόταν η σειρά του κοψίματος της πίττας. Το πρώτο κομμάτι ήταν του Χριστού, το δεύτερο της Παναγίας, το τρίτο του "ξενιτεμένου παιδιού ή συγγενούς", κι έπειτα από ένα για τον κάθε ομοτράπεζο. Στη βασιλόπιττα οι κληρούχοι ήσαν δυο περισσότερο, το κομμάτι του "Αγίου" και το κομμάτι "της δουλειάς". Καθένας έτρωγε, εννοείται, το κομμάτι με την προοπτική να βρει τον παρά. Αλλά τι γινότανε με το κομμάτι του Χριστού και των Αγίων, αφού οι τελευταίοι αδυνατούσαν να το πάρουν; Το προώριζαν λοιπόν για τους ζητιάνους.
Η Εκκλησία διάβαζε ακριβώς τα μεσάνυχτα. Μάλιστα επί Τουρκοκρατίας κι ως στην έκδοση του Χατι-Χουμαγιούν (1855) δεν χτυπούσε η καμπάνα αλλά ο κράχτης (έτσι ονομάζουν οι Βορειοθράκες τον καντηλανάφτη από το κράζω, καλώ) περνούσε αράδα τα σπίτια της ενορίας του, χτυπούσε το σιδερένιο χειρούλι κάθε πόρτας με το προσκλητήριο: "Ορίστε εις την Εκκλησία", λέγοντάς το ψαλτικά.
Αλλ' οι οικογένειες πούχαν περισσότερα μικρά παιδιά πώς να τα κρατήσουν ξύπνια ως τα μεσάνυχτα; Επεκράτησε λοιπόν να επαναλαμβάνεται ένα συνήθειο που κυρίως γινότανε το τελευταίο βράδυ της Αποκριάς. Από τον οφαλό του ταβανιού που πάντα βρισκότανε ένας χαλκάς (κρίκος) κρεμούσαν δεμένο σε σπάγγο ένα κομμάτι καρυδοχαλβά. Στη στερεότητά του μπορούσε να συναγωνισθεί το πιο γερό ξύλο... Ο πατέρας ή η μητέρα γύριζαν τον σπάγγο με τον χαλβά και τα παιδιά τοποθετημένα γύρω, με τα χέρια πισθάγκωνα προσπαθούσαν ποιο πρώτο να τον συγκροτήσει με το στόμα, οπότε το κομμάτι ήταν δικό του. Γέλια και φωνές ώσπου νάρτουν τα μεσάνυχτα για να τραβήξει. Ολόκληρη η οικογένεια στην Εκκλησία.
Στο σπίτι έμενε η γιαγιά ή καμιά θεία με την υπηρέτρια για να ετοιμάσουν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Σ' αυτό οι κρεάτινες λαχανοντολμάδες (με χοιρινό το πλείστον) τα "γιαπράκια" δεν μπορούσαν να λείψουν.
_____________
Από τον 21ο τόμο του Αρχείου Λαογρ. και Γλωσσικού Θησαυρού.
*Στο Σιμιτλή της Επαρχίας Ραιδεστού, όπου το έθιμο των "Εννιά λογών" φαγητών το φύλαγαν επίσης, έστρωναν το τραπέζι κάτω από τα εικονίσματα και τ' άφηναν στρωμένο τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων για να πάει η λεχώνα Παναγιά να φάει. Διηγούνταν λοιπόν πως μια πολύ φτωχή νοικοκυρά που δεν είχε άλλο τι να μαγειρέψει παρά μονάχα κολοκύθι, ετοίμασε απ' αυτό και μόνο εννιά λογιώ φαγιά. Έτσι έμεινε παροιμιακή η φράση για ένα φτωχόσπιτο, έλεγαν, έχει "Εννιά λογιώ φαγί, όλο κολοκύθι".
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
Σφάξιμο γουρουνιών
Την Παραμονή των Χριστουγέννων σφάζονταν τα γουρούνια που η οικογένεια εξέθρεφε όλη τη χρονιά. Το σφάξιμο των γουρουνιών ήταν παλιό έθιμο, κατάλοιπο ειδωλολατρικής λατρείας (οι Ρωμαίοι στα Σατουρνάλια- 17 έως 25 Δεκεμβρίου- θυσίαζαν χοίρους στον Κρόνο και τη Δήμητρα για την καλή σοδειά. Μάλιστα θεωρούνταν “γούρι” για τη νέα χρονιά η κόκκινη βούλα από αίμα στο μέτωπο (τσιακάτι) των μικρών παιδιών.
Τα 9 φαγητά
Την παραμονή των Χριστουγέννων κάθε σπίτι έπρεπε να έχει 9 φαγητά, για να έχει το τραπέζι πολλά φαγητά σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς. Υπάρχει επίσης και η ερμηνεία ότι τα 9 φαγιά συμβολίζουν τα μέρη που επισκέφθηκαν ο Χριστός, η Παναγία και ο Ιωσήφ κατά το διωγμό του Ηρώδη. Στο τραπέζι αφήνουν λίγο από όλα τα φαγητά για τις “ψυχές” και τα βάζουν κάτω από τα εικονίσματα, για να τα ευλογήσει ο Χριστός.
Κατά μία εκδοχή τα 9 φαγητά ήταν η πίτα (για να γίνουν τα στάρια λαμπερά), το μέλι (για να κουβαλούν τα μέλη της οικογένειας πάρα πολλά πράγματα σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς, όπως οι μέλισσες), το κρασί (για να “απλώσει” η οικογένεια σαν κληματαριά), το σαραγλί (για να φερόμαστε πάντα “γλυκά” στους φίλους), το καρπούζι (για να' ναι γλυκιά σαν καρπούζι η παραγωγή), το πεπόνι (για να μιλούν οι συγχωριανοί με γλυκά λόγια για την οικογένεια), το μήλο (για να έχουν τα μέλη της οικογένειας κόκκινα μάγουλα), το σκόρδο (για να προστατεύονται από τα τσιμπήματα των εντόμων), το κρεμμύδι (για να έχουν οι λεχώνες πολύ γάλα).
Άλλη εκδοχή: λαδερά και συνήθως ξερή τροφή (χαλβάς, ελιές, άζυμη πίττα, λάχανο, πιπεριές, μελιτζάνες, ντομάτες, τουρσί και αλατοπίπερο). Σε πολλά χωριά, ο νοικοκύρης ασήμωνε το τραπέζι βάζοντας ένα ποσό κάτω από τη μεσάλα (τραπεζομάντιλο). Τα χρήματα τα έπαιρνε όποιος ξέστρωνε το τραπέζι (συνήθως τα παιδιά).
Το συνηθισμένο χριστουγεννιάτικο φαγητό ήταν η Μπάμπω.
ΘΡΑΚΙΩΤΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Χριστός γεννιέται, χαρά στον κόσμο
χαρά στον κόσμο, στα παλληκαριά
Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες
η Παναγιά μας κοιλοπονούσε
κοιλοπονούσε, παρακαλούσε
τους Αρχαγγέλους, τους Ιεράρχες
Σεις Αρχαγγέλοι, σεις Ιεράρχες
να πα να φέρτε μύρο και μόσχο
Και οι Αρχαγγέλοι για μύρο πάνε
και οι Ιεράρχες για μόσχο τρέχουν
Κι ώσπου να πάνε και ώσπου να έρθουν
η Παναγιά μας ξελευτερώθκε
Χριστός γεννιέται, χαρά στον κόσμο
χαρά στον κόσμο, στα παλληκάρια
Ακούστε το από το Χρόνη Αηδονίδη: http://www.youtube.com/watch?v=oDp62vmIi0I
ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΑΡΚΟΥΔΑΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Στον Πέπλο είναι χαρακτηριστικό το έθιμο της Αρκούδας, το οποίο δεν το συναντούμε σε άλλα μέρη της Ελλάδας, καθώς αλλού άνθρωποι ντυμένοι αρκούδες αποτελούν μέρος ευρύτερων δρώμενων. Άντρες του χωριού ντύνονται αρκούδες και φοράνε κουδούνια την Παραμονή των Χριστουγέννων και χωρίζονται σε ομάδες. Κάθε ομάδα με αρκούδες την κατευθύνει ο αρκουδιάρης κρατώντας ντέφι και δημιουργώντας ένα κλίμα κεφιού και ξεφαντώματος. Συνήθως προπορεύεται ένας γκαϊντατζής με τη γκάιντα του. Στον Πέπλο το έθιμο ήρθε από το Καβακλί, το σημερινό Τοπόλοβγκραντ, της Ανατολικής Ρωμυλίας. Οι αρκούδες γυρνάνε στα σπίτια και οι Πεπλιώτες τους δίνουν κυρίως χοιρινό κρέας, χαρακτηριστικό των Χριστουγέννων στη Θράκη, και χρήματα ή γλυκίσματα. Είναι πολύ πιθανό, πέρα από την προέλευση του εθίμου, αυτή η συνήθεια να έχει σχέση με την προσπάθεια των κατοίκων να βοηθήσουν με τον τρόπο αυτό τις οικογένειες που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να συντηρήσουν χοίρο και να έχουν χοιρινό κρέας στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι…
Το τραγούδι της πομπής της Αρκούδας στον Πέπλο (σε χαρακτηριστικό θρακιώτικο ρυθμό και με το χαρούμενο σκοπό των τραγουδιών του Έβρου)
Εδώ μας είπαν κι ήρθαμε, χαρείτε να χαρούμε
Πού χουν αυλές μαρμαρωτές και σπίτια χρυσωμένα
Που μέσα χύνουν το φλουρί κι απ’ έξω το λογάρι
Κυρά χρυσή, κυρά αργυρή, κυρά μαλαματένια
Βάλε κρασί, βάλε ρακί, κέρνα τα παλικάρια
Κέρνα τα, αφέντη μ’, κέρνα τα, κέρνα για την υγειά σου
Σ’ αυτό το σπίτι πού ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει!
Τα κάλαντα των Χριστουγέννων από το Τζοβάντζαλη
Χριστός γεννάται, χαρά στον κόσμο
χαρά στον κόσμο, στο νοικοκύρη,
στο νοικοκύρη, που φάει και πίνει
που τρώει και πίνει με την κυρά του
με την κυρά του και τα παιδιά του
Με τα παιδιά του κυράμ' φετούσα,
κυράμ' φετούσα, κοιλιά μ' πονούσα.
Κοιλιάμ' πονούσα, παρακαλούσα.
παρακαλούσα τους Άγιους όλους
τους Άγιους ούλους τους Αποστόλους.
Τους Αποστόλους, στην Πόλη πόνε
στην Πόλη πόνε, μαμή να φέρουν.
Κι ώσπου να πάνε κι νάρτουν πίσω
Εκείνη κάμνει χρυσόν Αφέντη,
Χρυσόν Αφέντη, σα φέξας φέγγει.
Σαν φέξας φέγγει, σαν Ήλιος λάμπει
σαν Ήλιος λάμπει, σαν νιό φεγγάρι
σαν νιό φεγγάρι, σαν παλληκάρι.
Σαν κόκκινο τριαντάφυλλο
στη μέσ' στα παλληκάρια...
Τα κάλαντα Χριστουγέννων
Από το Μπαμπά-Εσκή
Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες
η Παναγία κοιλοπονούσε
κοιλοπονούσε, αντρογεννούσε.
Η αγια Μαρίνα κι η Κατερίνα
στην Πόλη πάνε, μαμή να φέρουν.
Ώσπου να πάνε κι ώσπου να έρθουν
η Παναγιά ξελευτερώθη
ξελευτερώθη, παλικαρώθει
Στην κούνια κάθ'νταν κι το κουνούσε
και το κουνούσε, το τραγουδούσε.
Και κείνο λάμπει σα νιό φεγγάρι
σαν νιό φεγγάρι, σαν παλληκάρι.
Μπρε'λάτα παλληκάρια μας να τους καλοκαρδίσουμ'
Παινέματα απ' τον Αφέντη
από το Σιμιτλή και Σχολάρι
Ιδώ κοιμάτ' ο αφέντης μας και πώς να τον ξυπνήσουμ'
φέρετε μήλα δώδεκα, νεράντζια δεκαπέντε
κι ένα κανί ροδόσταμο, να πιεί να αγρυπνήσει.
Σαν ήπιε και αγρύπνησε το Γρίβα του γυρεύει
χίλιοι βαντάν το Γρίβα του, χίλιοι το χαλινάρι,
χίλιοι πάλι παρακαλούν: Αφέντη μ' καβαλίκα
κι άπλωσε το χεράκι σου στην αργυρή σου τσέπη.
Αν έβρεις γρόσια δόσ' τα μας, φλουριά μην τα λυπάσαι.
Κι αν έβρεις κόκκινου παρά, κέρνα τα παλληκάρια.
Κέρνα τ' αφέντη μ' κέρνα τα, τα κακονυχτισμένα
που σέρνουν τα τσαρούχια τους σαράντα δράμια λάσπη.
Σ' αυτές τσ' αυλές που ήρταμε τες μαρμαροχτισμένες
κοιμούνται χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια
αρνόσκυλα, κατσικόπουλα, λογαριασμό δεν έχουν
κοιμάται κι ένας τσόμπανος, τσόμπανος παληκάρι
που κοσκινίζει τα φλουριά και πέφτει το δεκάρι.
Κυρά μας φρόνιμ' ήτανε, φρόνιμ' και συντεχένια
Κυράμ' οντάς στολίζεσαι, στην εκκλησιά πηγαίνεις
που πάνω βάζεις κόκκινα, που κάτ' άσπρα χιονάτα.
Βάζεις τον Ήλιο πρόσωπο και το Φέγγαρι στήθη.
Κι του κοράκου το φτερά βάνεις καγκελοφρύδι.
και το φουστάνι ‘πο βαλες, του κάμπου τα λουλούδια.
Σ' είδαν παπάδες τάχασαν, διάκοι μ' κι τ' αλληλούια.
ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ
του Σιμιτλή
Χριστούγεννα
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, απόψα Χριστός γεννιέται
γεννιέται κι αναθρέφιτι με μέλι και με γάλα
το μέλι το τρώνι οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
και το μελισσοβότανο, να λούζονται οι κυράδες.
ΑΪ - Βασίλης
Αρχιμηνιά κι αρχή χρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος
εκκλησιά, εκκλησιά με τ' άγιο θρόνος.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός στη γη να περπατήσει
και να μας και να μας καλοκαρδίσει.
Αγιός Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,
βαστάει εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε:
- Κάτσε να φας, κάτσε να πιείς, κάτσε να τραγουδήσεις,
- Εγώ τραγούδια δεν ξέρω, ξέρω την Άλφα-Βήτα
Και το ραβδί του ακούμπησε να πει την Άλφα-Βήτα
κόψε μας, κόψε μας και δόσ'μας πίτα
Σ' αυτό το σπίτι πούρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει
και να μας, και να μας καλοκαρδίσει...
Και εις έτη πολλά...
Τα Φώτα
Σήμερα είν' τα Φώτα και οι φωτισμοί
και χάρες μεγάλες και αγιασμοί
κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθεται η κυρά μας, η Παναγιά
σπάργανα βαστάει και γιο κρατεί
και τον Αη-Γιάννη παρακαλεί
Αη-Γιάννη, αφέντη και Πρόδρομε
βάφτισε και μένα, Θεού παιδί
Ν' αγιασθούν οι κάμποι και τα βουνά
ν' αγιαστεί κι ο αφέντης με την κυρά
(ναγιαστεί κι η κλώσσα με τα πουλιά)
Τα κάλαντα στο Σιμιτλή
Στο Σιμιτλή, Εκτός από τα παιδικά κάλαντα, που τραγουδούσαν τα παιδιά στις γειτονιές από την παραμονή, των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, το πρωί-πρωί από τα χαράματα, είχαμε και κάλαντα από τη λόγια παράδοση. Αυτά τα τραγουδούσαν στα σπίτια τους τα βράδια, στις μεγάλες νύχτες τα Δωδεκάμερα (24 Δεκέμβρη-6 του Γενάρη). Τα τραγουδούσαν οι μεγάλοι που ήξεραν γράμματα και ήταν και καλοί ψάλτες.
Χριστούγεννα
Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας
Χριστού την θείαν γέννησιν να ειπώ στ' αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει
οι Ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίση όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη των αλόγων
ο Βασιλεύς των Ουρανών και Ποιητής των όλων.
Εκ της Περσίας έρχονται, τρεις Μάγοι με τα δώρα,
άστρο λαμπρό τους οδηγεί χωρίς να λείψει ώρα.
Φθάσαντες εις Ιερουσαλήμ με πόθον ερωτώσι
πού εγεννήθη ο Χριστός να πάν' να τον ιδώσι.
Δια Χριστόν ως ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης
αμέσως εταράχθηκε, έγινε θηριώδης.
Ότι πολλά φοβήθηκε δια την βασιλείαν
μην του την πάρει ο Χριστός και χάσει την αξίαν.
Κράζει τους Μάγους κι ερωτά πού ο Χριστός γεννάται
εις Βηθλεέμ ηξεύρομεν, ως η Γραφή διηγάται
Στέλνει τους Μάγους για να παν και όπου τον ευρώσι
αφού τον προσκυνήσουσι, να παν να του το ειπώσι,
δια να πάγει και αυτός για να τον προσκυνήσει
με δόλον ο αθεόφοβος να τον δολοφονήσει...
Βγαίνουν οι Μάγοι για να παν και τον αστέρα βλέπουν...
φτάσαντες εις το σπήλαιον, βρίσκουν την Θεοτόκο
που εκράτει στις αγκάλες της τον Άγιον της τόκον.
Γονατιστοί τον προσκυνούν και δώρα του χαρίζουν
Σμύρναν, χρυσόν και λίβανον, θεόν τον ευφημίζουν
Την σμύρναν μεν ως άνθρωπον, χρυσόν ως βασιλέα
και λίβανον δε ως Θεόν σ' όλην την ατμοσφαίρα.
Αφού τον επροσκύνησαν, ευθύς πάλι διαβαίνουν
και τον Ηρώδη μελετούν να πάνε να τον έβρουν.
Πλην άγγελος εξ ουρανού βγαίνει τους εμποδίζει.
Άλλην οδόν απέλθετε, ότι τους διορίζει...
Και πάλιν άλλος άγγελος τον Ιωσήφ προστάζει
εις Αίγυπτον να πορευθεί κι εκεί να διαμένει
να πάρει και την Μαριάμ μαζί με τον υιό της
ότι ο Ηρώδης τους ζητεί τον τόκον τον δικό της.
Μη βλέπων δε ο βασιλεύς τους Μάγους να γυρίσουν
εις Βηθλεέμ επρόσταζε παιδί να μην αφήσουν.
Όσα παιδιά κι αν έβρωσι, δύο χρονών και κάτω
όλα να τα περάσωσι, ευθύς απ' τα σπαθιά των.
Χιλιάδες δεκατέσσερες εσφάξαν μιαν ημέρα
θρήνον, κλαυθμόν και οδυρμόν είχε κάθε μητέρα.
Και επληρώθη το ρηθέν προφήτου Ησαϊου
μετά των άλλων προφητών και του Ιερεμίου
"Φωνή ηκούσθη εν Ραμά, Ραχής τα τέκνα κλαίει"
Και εις έτη πολλά
Η Πρωτοχρονιά
Το τραγούδι από κάλαντα γυρίζει σε ερωτικό και τραγουδιόταν κι αυτό στα σπίτια μέσα, τα βράδια στα "νυχτέρια" που κάθονταν ώσπου να νυστάξουν και να πάνε για ύπνο. Κι αυτό στα δωδεκάμερα των Χριστουγέννων.
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψιλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή, κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά, εκκλησιά με τ'
άγιο θρόνος
Αρχή που βγήκε ο Χριστός, Άγιος και Πνευματικός, στη γη,
στη να περπατήσει,
και να μας και να μας καλοκαρδίσει.
- Βασίλη μ' πούθεν έρχεσαι και πού' και πούθε κατεβαίνεις
την καλή, την καλή χρονιά μας φέρνεις.
- Από τη μάνα μ' έρχομαι και στο, και στο σχολείο μου πάω,
δε μου λε, δε μου λέτε τι να κάμω.
- Κάτσε να Φας, κάτσε να πιείς κι ότι αγαπάς να μας το πεις
κάτσε, κάτσε να τραγουδήσεις και να μας, και να μας καλοκαρδίσεις
Και το ραβδί τ' ακούμπησε και δε μας ετραγούδησε
να πει, να πει τ' αλφαβητάρι, δες κι εμέ, δες κι εμέ το παλικάρι
Και το ραβδί τ' ήταν ξερό, να ζει η αγάπη π' αγαπώ
χλωρά, χλωρά βλαστάρια επέτα, μια χρυσή, μια χρυσή μια
ντουβαλλέττα;
Κατέβαιναν οι πέρδικες, χρυσές ξανθιές λεβέντικες
μαζί, μαζί με περδικάκια, αχ, τα γλυκά, τα γλυκά σου τα ματάκια.
Τα φώτα
Σήμερον είν' τα Φώτα κι ο φωτισμός και χαρά μεγάλη κι ο Αγιασμός
Εν αρχή δε ήρχισεν ο Θεός έκαμε την γην και τον ουρανόν
Δεύτερον δε πάλιν από αυτά χώρισε τα ύδατα απ' την ξηρά
Τρίτον δε πάλιν από αυτά έκαμε τη θάλασσα και τα βουνά
Τέταρτον δε πάλιν από αυτά έκαμε ζώα και τα πτηνά
Έπλασε τον άνθρωπον από γη και εις όλα τούτα νάν' εξουσιαστής
Ο Αδάμ και η Εύα ημάρτησαν και εις αμαρτίαν υπέπεσαν
και τω Θεώ δεν είπαν πως έφταιξαν.
Και ο όφις ήτο διάβολος των πονηρών δαιμόνων διδάσκαλος
Αλλ' ο Ιησούς ως φιλάνθρωπος ήλθεν εις την γην ως Θεάνθρωπος
να ελευθερώσει πάντας ημάς και από τας χείρας τας μιαράς
Εις τον Ιορδάνην δε πορευθείς όπου ήταν ο Ιωάννης ο Βαπτιστής
- Ιωάννη, Πρόδρομε, βαπτιστή βάφτισε κι εμένα Θεού παιδί
- Πώς τολμώ να βάλω την χείρα μου εις την κεφαλήν σου σωτήρα μου
- Άφες φόβον Πρόδρομε αλλά πρόστασε και το βάπτισμά μου απόδειξε Όταν τον εβάφτησε ο Βαπτιστής, έλαμψε η έρημος πορευθύς
και το Πνεύμα εφάνη στους Ουρανούς να Φωτίσει όλους τους Χριστιανούς
και φωνή ηκούσθη εκ του Πατρός, ούτος είν' ο υιός μου ο Αγαπητός Θεωρώ αγγέλους να ψάλλουσι και τα Χερουβίμ να δοξάζουσι και το αλληλούια να κράζουσι...
Πηγή: Ημερολόγιο – Λεύκωμα της Θρακικής Εστίας, Τεύχος πέμπτον, Θεσσαλονίκη 1987-1988.
Πελοπόννησος
Χριστούγεννα
Πλούσια σε χριστουγεννιάτικα έθιμα η Πελοπόννησος με κυρίαρχα στοιχεία το ρόδι και το Χριστόψωμο. Σε μια γρήγορη αναζήτηση στο διαδίκτυο συγκέντρωσα μερικά από τα ήθη και τα έθιμα της Πελοποννήσου, ενώ ιδιαίτερη μνεία γίνεται και σε έναν χορό που συναντάται στη Νεμέα. Στο τέλος του κειμένου μπορείτε να διαβάσετε τα ξεχωριστά κάλαντα της πελοποννησιακής χριστουγεννιάτικης παράδοσης :
Το σπάσιμο του ροδιού
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία για τη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και ο νοικοκύρης κουβαλά μαζί του ένα ρόδι για να το «λειτουργήσει». Κατά την επιστροφή στο σπίτι, ο νοικοκύρης πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας -δεν κάνει να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του- και έτσι να είναι ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι για να κάνει το καλό ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι.
Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί, σπάει το ρόδι πίσω από την εξώπορτα, το ρίχνει δηλαδή κάτω με δύναμη για να σπάσει και να πεταχτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα λέει: «με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά». Τα παιδιά μαζεμένα γύρω-γύρω κοιτάζουν οι ρώγες αν είναι τραγανές και κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες, τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος.
Χριστόψωμο
Το ζύμωμα του χριστόψωμου απαιτεί τα πλέον ακριβά υλικά, όπως ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα. Κατά τη διάρκεια του ζυμώματος λένε και την ευχή: «Ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει».Πλάθουν το ζυμάρι και παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες απ' τη ζύμη. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι ή ένα αυγό, συμβολίζοντας τη γονιμότητα. Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί, αφού αυτό θα στηρίξει τη ζωή του νοικοκύρη και της οικογένειάς του. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, δίνοντας πολλές ευχές.
Το «ψωμί του Χριστού» το έφτιαχνε, την παραμονή των Χριστουγέννων, η νοικοκυρά με ιδιαίτερη ευλάβεια και με ειδική μαγιά (από ξερό βασιλικό κ.λ.π.). Απαραίτητος επάνω, χαραγμένος ο σταυρός. Γύρω - γύρω διάφορα διακοσμητικά σκαλιστά στο ζυμάρι ή πρόσθετα στολίδια. Αυτά τόνιζαν το σκοπό του χριστόψωμου και εξέφραζαν τις διάφορες πεποιθήσεις των πιστών.
Την ημέρα του Χριστού, ο νοικοκύρης έπαιρνε το χριστόψωμο, το σταύρωνε, το έκοβε και το μοίραζε σ’ όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. (Μερικοί εδώ βλέπουν ένα συμβολισμό της Θείας κοινωνίας. Όπως ο Χριστός έδωσε τον άρτον της ζωής σε όλη την ανθρώπινη οικογένειά του...).
Γύρω από το χριστόψωμο υπάρχουν και άλλες παραδόσεις. Αναφέρονται στην ενότητα της Εκκλησίας και των λαών, με συμβολικό πρότυπο την ένωση των κόκκων του σίτου σ΄ ένα ψωμί. Οι λαοί κάποτε θα ενωθούν μ’ ένα ποιμένα, το Χριστό.
(Από το βιβλίο «Ήθη, έθιμα και… άλλα» του Τιμόθεου Κ. Κιλίφη)
…στη Μάνη
Κάθε οικογένεια στο φούρνο του σπιτιού «ρίχνει» τα χριστόψωμα, για να τα κόψει στο τραπέζι των Χριστουγέννων ο οικοδεσπότης σταυρώνοντάς τα, και ευχόμενος «Χρόνια πολλά και του χρόνου». Τα χριστόψωμα κατασκευάζονται όπως το ψωμί, μόνο που στολίζονται με σταυρούς και ποικίλα στολίδια ανάλογα με την καλαισθησία της νοικοκυράς.
(Από το περιοδικό «Αδούλωτη Μάνη»)
…στη Σπάρτη
Στη Σπάρτη, σε κάθε σπίτι, δυο τρεις μέρες πριν, ζυμώνουν 1 – 15 καρβέλια ψωμί. Το ένα, που το τρώνε ανήμερα των Χριστουγέννων, είναι το ψωμί του Χριστού και το πλάθουν σε σχήμα σταυρού από ζύμη. Τα’ άλλα χριστόψωμα τα κάνουν με μύγδαλα και καρύδια.
(Από το περιοδικό «Ουράνιο Τόξο»)
Οι τηγανίδες (Χωριά της Έξω Μάνης)
Σε όλα τα σπίτια, παραμονές Χριστουγέννων θα έπλαθαν και θα έψηναν τις τηγανίδες, τα μανιάτικα λαλάγγια. Στο σοφρά ή σε κάποιο τραπέζι κοντά στην φωτογονία, η μητέρα και τα κορίτσια έπλαθαν το έτοιμο ζυμάρι σε χοντρό μακαρόνι, τις τηγανίδες, και το δίπλωναν τεχνικά στα τέσσερα. Μετά το έριχναν στη μεγάλη τηγάνα που ήταν γεμάτη καυτό λάδι πάνω στη φωτιά, για να ψηθεί. Η πρώτη τηγανίδα, μεγάλη και στρογγυλή με σταυρό στη μέση ήταν του Χριστού, η δεύτερη παρόμοια του σπιτιού κ.λ.π. Τις ψημένες τηγανίδες τις έβαζαν μέσα σε μπουρέκια (στρογγυλά μπακιρένια ταψιά) και σε λεκάνες. Όταν στράγγιζαν καλά τις έβαζαν σε κοφίνια και τις κρεμούσαν ψηλά. Η ποσότητα του ζυμαριού που θα γινόταν τηγανίδες ήταν αρκετή και πάντοτε ανάλογη με τον πληθυσμό της φαμελιάς. Η φωτιά για τις τηγανίδες έπρεπε να είναι δυνατή και να έχει διάρκεια. Γι αυτό ο πατέρας είχε σκίσει σκίζες τα χοντρά κούτσουρα. Ήταν η καλλύτερη καύσιμη ύλη για την περίπτωση. Τα παιδιά παρακολουθούσαν και όλοι, αν δεν ήταν Τετάρτη ή Παρασκευή, δοκίμαζαν και έκαναν τις κρίσεις τους. Και κάθε χρόνο σχεδόν εύρισκαν τα ίδια ελαττώματα στο πλάσιμο και το ψήσιμο, όταν μάλιστα κάποιος ήθελε να πιει νερό του έλεγαν να γυρίσει την πλάτη προς το τηγάνι για να μην ...τον βλέπουν οι τηγανίδες και ρουφάνε το λάδι. Οι "λυπημένοι", που είχαν πρόσφατο θάνατο, δεν έψηναν τηγανίδες, τους πήγαιναν όμως συγγενείς και φίλοι. Άλλα γλυκά που έφτιαχναν στο σπίτι την περίοδο αυτή ήταν οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα.
(Από το περιοδικό «Μάνη, χθες, σήμερα, αύριο»)
Το κυνήγι τα Χριστούγεννα (Χωριά Έξω Μάνης)
Κατά τη διάρκεια της σαρακοστής τα περισσότερα παιδιά βγαίνανε κυνήγι. Τα βράδια, όταν το σούρουπο έπεφτε για καλά και το κρύο άρχιζε να τσούζει, παίρνανε το "φακό" με καινούργια "πλάκα" και γυρίζανε στα χαλάσματα και στα σπήλια κοντά στο χωριό. Στόχος τους οι γουργουγιάννηδες, τα μικρά πουλάκια που κούρνιαζαν εκεί. Τα θαμπώνανε με το φακό και τα πιάνανε. Αν ήταν πολύ ψηλά, τα χτυπούσανε με τις λαστιχιέρες (σφεντόνες). Η μάνα ή κάποια μεγάλη αδερφή, μετά από πολλή γκρίνια τους, τα καθάριζαν και τα πάστωναν. Τα βάζανε σε πήλινα ή γυάλινα βάζα, για να τα φάνε τα Χριστούγεννα. Πολλά παιδιά μάζευαν είκοσι και περισσότερα πουλάκια και καμάρωναν για τις ... κυνηγετικές ικανότητες τους και για την σοδειά τους. Και όταν ζύγωναν οι γιορτές, άρχιζαν οι παραδοσιακές ετοιμασίες. Το σπίτι έπρεπε να βάλει τα γιορτινά του και όλο το χωριό να καθαριστεί και να ετοιμαστεί, για να υποδεχτεί τους ξενιτεμένους του που θα έρχονταν να κάνουν γιορτές με τους δικούς τους.
(Από το περιοδικό «Μάνη, χθες, σήμερα, αύριο»)
Η Ψυχοκόρη της Νεμέας
Σε μερικές περιοχές όπως στην Κορινθία στην περιοχή της Νεμέας εφαρμόζεται το έθιμο της ψυχοκόρης, δηλαδή το πρωί των Χριστουγέννων όταν γυρίζουν από την εκκλησία η έφηβη κόρη του σπιτιού τους περιμένει έχοντας βάλει πάνω στην πιατέλα όλα τα παραδοσιακά εδέσματα της Νεμέας: κουραμπιέδες, δίπλες, μελομακάρονα, τηγανόψωμα, ξεροτήγανα και γλυκά του κουταλιού. Εκτός από αυτά προσφέρουν και στον άντρα της οικογένειας Λικέρ. Επίσης το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων βάζουν ακόμα και πλαστικά κλαδιά (παλιότερα από αμπέλια) πάνω από τα τζάκια, πλένονται καλά για να μην τους κατουρήσουν όπως λένε οι καλικάτζαροι και σκεπάζουν τα γλυκά με αλουμινόχαρτα.
(pliroforiodotis.gr)
Κάλαντα Χριστουγέννων Πελοποννήσου
Ἦχος α’. Ῥυθμὸς τετράσημος.
Χριστούγεννα πρωτούγεννα, πρώτη γιορτὴ τοῦ χρόνου,
γιὰ ἐβγᾶτε, δέστε, μάθετε, πὼς ὁ Χριστὸς γεννιέται,
γεννιέται κι” ἀναθρέφεται στὸ μέλι καὶ στὸ γάλα,
τὸ μέλι τρῶν” οἱ ἄρχοντες , τὸ γάλα οἱ ἀφεντάδες
καὶ τὸ μελισσοχόρταρο τὸ λούζουντ” οἱ κυράδες.
Κυρὰ ψιλή, κυρὰ λιγνή, κυρὰ γαϊτανοφρύδα,
κυρὰ μ” ὅταν στολίζεσαι νὰ πᾷς στὴν ἐκκλησιά σου,
βάζεις τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι ἀγκάλι
καὶ τὸν καθάριο αὐγερινὸ τὸν βάζεις δαχτυλίδι.
Ἐμεῖς ἐδῶ δὲν ἤρθαμε νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε,
μόνο σᾶς ἀγαπούσαμε κι” ἤρθαμε νὰ σᾶς δοῦμε·
ἐδῶ ποὺ τραγουδήσαμε πέτρα νὰ μὴ ραγίσει
κι ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ πολλοὺς χρόνους νὰ ζήσῃ.
Δῶστε μας καὶ τὸν κόκορα, δῶστε μας καὶ τὴν κότα,
δῶστε μας καὶ πέντ” ἕξ” αὐγά, νὰ πᾶμε σ” ἄλλη πόρτα.
Σε όλη την Πελοπόννησο, παρά την οικονομική κρίση, την περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων και του νέου έτους γιορτάζουν παραδοσιακά και πραγματοποιούνται
εκδηλώσεις που την καθιστούν ελκυστικό τόπου προορισμού.
Αρκαδία
Στην Τρίπολη, σημείο αναφοράς αποτελούν οι πλατείες Πετρινού και Αγίου Βασιλείου. Εκεί ο Δήμος έχει μικρά σπιτάκια, όπου ο επισκέπτης θα μπορεί να βρει όλα τα εποχικά είδη και να φωτογραφηθεί στη φάτνη και κάτω από το χριστουγεννιάτικο δένδρο. Τα παιδιά θα μπορούν να παίξουν και να διασκεδάσουν, την ίδια ώρα που οι ενήλικες θα μπορούν να απολαύσουν το ρόφημά τους ή γιορτινά γλυκίσματα στον ίδιο χώρο και -πού ξέρεις- κάποιοι τυχεροί θα συναντήσουν και τον Άγιο Βασίλη.
Παράλληλα, η Εθνικής Αντιστάσεως έχει πεζοδρομηθεί, προκειμένου να συνδέσει πλατείες που θα φιλοξενήσουν πολιτιστικά δρώμενα, ενώ όλες τις ώρες της ημέρας θα ακούγονται χριστουγεννιάτικες μελωδίες.
Τόσο την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, το πρωί, τα ΚΑΠΗ του Δήμου και η Φιλαρμονική διοργανώνουν γιορτή, προσφέροντας γλυκίσματα έξω από το παλαιό Δημαρχείο στο γιορτινό πεζόδρομο.
Τα μεσάνυχτα του νέου έτους στην πλατεία του Αγίου Βασιλείου θα γίνει η υποδοχή του νέου χρόνου με πυροτεχνήματα και δοξολογία στον εορτάζοντα μητροπολιτικό ναό κι αμέσως μετά, από τον εξώστη του Αγίου Βασιλείου, ο μητροπολίτης Μαντινείας, Αλέξανδρος, θα κόψει την πίτα του Δήμου.
Μεσσηνία Ο Δήμος Καλαμάτας με το εντυπωσιακό χριστουγεννιάτικο δέντρο στην κεντρική πλατεία, με το καρουσέλ και τα μικρά σπιτάκια που το περιβάλλουν, εδώ κι αρκετές ημέρες πραγματοποιεί σειρά εκδηλώσεων για μικρούς και μεγάλους με τη συμμετοχή και την ενεργοποίηση πολιτιστικών φορέων και σωματείων της πόλης με τίτλο ’’Χριστούγεννα στην Καλαμάτα”.
Σταχυολογώντας τις εκδηλώσεις σας προτείνουμε: -Την παραμονή των Χριστουγέννων στις 11 το πρωί τη ’’Χιονάτη και τα ξωτικά των Χριστουγέννων’’. Η Χιονάτη και τα παραμυθένια ξωτικά χαρίζουν χαμόγελα στα παιδιά, πολύχρωμα μπαλόνια κατασκευής και δημιουργούν χαρούμενη ατμόσφαιρα. Στις 12 το μεσημέρι κάλαντα από τους μαθητές του Δημοτικού Ωδείου Καλαμάτας
-Τη Δευτέρα 27 στις 11.30 πμ ’’Χριστουγεννιάτικη ιστορία’’, παράσταση με κούκλες από την Πειραματική Σκηνή Καλαμάτας και στις 12.30 Χριστουγεννιάτικες Jazz μελωδίες στον πεζόδρομο με τον Κώστα Γιαξόγλου και τους συνεργάτες του.
-Την Τρίτη 28 και Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου, η Δημοτική Φιλαρμονική και το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Καλαμάτας παρουσιάζουν το παιδικό μουσικό παραμύθι “Ο Πέτρος και ο λύκος” – παράσταση που θα φιλοξενηθεί στο αμφιθέατρο της Φιλαρμονικής. Ο αφηγητής Αλέξανδρος Κολλιόπουλος, δίνει την ευκαιρία σε μικρούς -και γιατί όχι και σε μεγάλους-, να χαρούν την ιστορία του θαρραλέου Πέτρου, αλλά και να γνωρίσουν τα όργανα της ορχήστρας και τον ήχο τους. Κάθε ήρωας του παραμυθιού είναι και ένα όργανο ή μία ομάδα οργάνων. Στο μουσικό παραμύθι του Προκόφιεφ το φλάουτο κάνει το πουλί, το κλαρινέτο την πάπια, τα δύο πιάνα εκπροσωπούν το γενναίο Πέτρο, τα χάλκινα της ορχήστρας με το βαρύ ήχο τους είναι ο λύκος, το παιχνιδιάρικο κλαρινέτο γίνεται η γάτα του Πέτρου και το μπάσο κλαρινέτο ο αυστηρός παππούς του, ενώ η εμφάνιση των κυνηγών συνοδεύεται από τους θριαμβευτικούς ήχους των τυμπάνων. Συμμετέχει και η ορχήστρα μουσικής δωματίου της Δημοτικής Φιλαρμονικής Καλαμάτας.
-Το απόγευμα της Τρίτης, στις 6 ’’Χριστούγεννα στην Καλαμάτα’, προβολή από τη Φωτογραφική Λέσχη Καλαμάτας, και μια ώρα αργότερα ’’Χριστουγεννιάτικες Μουσικές Διαδρομές’’ από το Σύλλογο Αποφοίτων Μουσικού Σχολείου Καλαμάτας – Μαρία Κάλλας
-Την Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου, στις 12 το μεσημέρι ’’Ταχυδρομείο ευχών’’, διεύθυνση: Άγιος Βασίλης. Τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να γράψουν, να φιλοτεχνήσουν και να στείλουν το γράμμα τους. Στις 7 το απόγευμα, χριστουγεννιάτικοι μουσικοί περίπατοι από το Σύλλογο Αποφοίτων Μουσικού Σχολείου Καλαμάτας – Μαρία Κάλλας.
-Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στις 11 το πρωί, ο Αη Βασίλης με τα ξωτικά του και ένα ζωντανό χριστουγεννιάτικο δένδρο δημιουργούν μια όμορφη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, δίνοντας χαρά σε μικρούς και μεγάλους. Στις 12 τα Κάλαντα με τη Φιλαρμονική του Δήμου και στις 11.30 το βράδυ ξεκινά η γιορτή υποδοχής του Νέου Έτους στην Κεντρική Πλατεία
Αργολίδα
Ναύπλιο και Άργος έχουν φορέσει τα “γιορτινά” τους και σας περιμένουν με εκδηλώσεις για την υποδοχή του νέου χρόνου αλλά και τα Θεοφάνια, στην παραλία της πρώτης πρωτεύουσας της Ελλάδος.
Με ξεχωριστό τρόπο γιορτάζουν τα Θεοφάνια στη Νέα Κίο, όπου αναβιώνουν έθιμα από την Κίο της Μικράς Ασίας. Ανήμερα των Φώτων μετά τη Θεία Λειτουργία στο ναό της Αγίας Ειρήνης και την τέλεση του Μεγάλου Αγιασμού, ξεχωρίζει το μπάνιο που ’’θα πάρει’’ ο καινούργιος βαρκάρης στο λιμάνι της Νέας Κίου μετά τον αγιασμό των υδάτων και τον πυροβολισμό των γκαζοτενεκέδων. Στην Ερμιόνη, τα Θεοφάνια θα αναβιώσει το έθιμο ’’γιάλα – γιάλα’’, όπου την παραμονή των Φώτων οι νέοι, κυρίως αυτοί που θα καταταγούν στο στρατό, στολίζουν τις βάρκες στο λιμάνι με κλαδιά από φοίνικες. Τη νύχτα, φορώντας παραδοσιακές στολές, τραγουδούν και περνούν σπίτι – σπίτι δεχόμενοι κεράσματα, φτάνοντας το πρωί στο λιμάνι, όπου ανεβαίνουν στις στολισμένες βάρκες και τις κουνούν με δύναμη συνεχίζοντας το τραγούδι ’’γιάλα-γιάλα’’ μέχρι να γίνει ο καθαγιασμός των υδάτων, με την κατάδυση του Σταυρού σ τη θάλασσα που θα βουτήξουν για να τον πιάσουν.
Λακωνία
Στη Μάνη θα αναβιώσουν και φέτος οι δοξασίες για τους καλικάντζαρους που μπαίνουν στα σπίτια από τις καπνοδόχους, γιατί τους προσελκύει η μυρωδιά του λαδιού από τις ’’τηγανίδες’’ που φτιάχνουν οι νοικοκυρές την παραμονή των Χριστουγέννων. Βέβαια, μην φοβάστε, οι καλικάντζαροι, τους οποίους ορισμένοι λαογράφοι υποστηρίζουν πως είναι απόγονοι του τραγοπόδη θεού Πάνα, όσο άγριοι κι αν φημολογείται πως είναι, ως σήμερα δεν έχουν ενοχλήσει κανέναν και θα φύγουν τα Θεοφάνια με τον αγιασμό των υδάτων, ο επίσημος εορτασμός των οποίων θα γίνει στην προβλήτα, προ της κεντρικής πλατείας στο Γύθειο.
Σε κάθε γωνιά της Πελοποννήσου το εορταστικό δωδεκαήμερο, κυρίως οι πολιτιστικοί σύλλογοι, οργανώνουν εκδηλώσεις και αξίζει να αποκτήσετε μια επιπλέον εμπειρία, ’’Χριστούγεννα στο χωριό’’.
Το κυνήγι τα Χριστούγεννα στα χωριά Μάνης
Κατά τη διάρκεια της σαρακοστής τα περισσότερα παιδιά βγαίνανε κυνήγι. Τα βράδια, όταν το σούρουπο έπεφτε για καλά και το κρύο άρχιζε να τσούζει, παίρνανε το "φακό" με καινούργια "πλάκα" και γυρίζανε στα χαλάσματα και στα σπήλια κοντά στο χωριό. Στόχος τους οι γουργουγιάννηδες, τα μικρά πουλάκια που κούρνιαζαν εκεί. Τα θαμπώνανε με το φακό και τα πιάνανε. Αν ήταν πολύ ψηλά, τα χτυπούσανε με τις λαστιχιέρες (σφεντόνες). Η μάνα ή κάποια μεγάλη αδερφή, μετά από πολλή γκρίνια τους, τα καθάριζαν και τα πάστωναν. Τα βάζανε σε πήλινα ή γυάλινα βάζα, για να τα φάνε τα Χριστούγεννα. Πολλά παιδιά μάζευαν είκοσι και περισσότερα πουλάκια και καμάρωναν για τις ... κυνηγετικές ικανότητες τους και για την σοδειά τους. Και όταν ζύγωναν οι γιορτές,
άρχιζαν οι παραδοσιακές ετοιμασίες. Το σπίτι έπρεπε να βάλει τα γιορτινά του και όλο το χωριό να καθαριστεί και να ετοιμαστεί, για να υποδεχτεί τους ξενιτεμένους του που θα έρχονταν να κάνουν γιορτές με τους δικούς τους.
Πλούσια σε χριστουγεννιάτικα έθιμα η Πελοπόννησος με κυρίαρχα στοιχεία το ρόδι και το Χριστόψωμο. Σε μια γρήγορη αναζήτηση στο διαδίκτυο συγκέντρωσα μερικά από τα ήθη και τα έθιμα της Πελοποννήσου, ενώ ιδιαίτερη μνεία γίνεται και σε έναν χορό που συναντάται στη Νεμέα. Στο τέλος του κειμένου μπορείτε να διαβάσετε τα ξεχωριστά κάλαντα της πελοποννησιακής χριστουγεννιάτικης παράδοσης :
Το σπάσιμο του ροδιού
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία για τη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και ο νοικοκύρης κουβαλά μαζί του ένα ρόδι για να το «λειτουργήσει». Κατά την επιστροφή στο σπίτι, ο νοικοκύρης πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας -δεν κάνει να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του- και έτσι να είναι ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι για να κάνει το καλό ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι.
Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί, σπάει το ρόδι πίσω από την εξώπορτα, το ρίχνει δηλαδή κάτω με δύναμη για να σπάσει και να πεταχτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα λέει: «με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά». Τα παιδιά μαζεμένα γύρω-γύρω κοιτάζουν οι ρώγες αν είναι τραγανές και κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες, τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος.
Χριστόψωμο
Το ζύμωμα του χριστόψωμου απαιτεί τα πλέον ακριβά υλικά, όπως ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα. Κατά τη διάρκεια του ζυμώματος λένε και την ευχή: «Ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει».Πλάθουν το ζυμάρι και παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες απ' τη ζύμη. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι ή ένα αυγό, συμβολίζοντας τη γονιμότητα. Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί, αφού αυτό θα στηρίξει τη ζωή του νοικοκύρη και της οικογένειάς του. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, δίνοντας πολλές ευχές.
Το «ψωμί του Χριστού» το έφτιαχνε, την παραμονή των Χριστουγέννων, η νοικοκυρά με ιδιαίτερη ευλάβεια και με ειδική μαγιά (από ξερό βασιλικό κ.λ.π.). Απαραίτητος επάνω, χαραγμένος ο σταυρός. Γύρω - γύρω διάφορα διακοσμητικά σκαλιστά στο ζυμάρι ή πρόσθετα στολίδια. Αυτά τόνιζαν το σκοπό του χριστόψωμου και εξέφραζαν τις διάφορες πεποιθήσεις των πιστών.
Την ημέρα του Χριστού, ο νοικοκύρης έπαιρνε το χριστόψωμο, το σταύρωνε, το έκοβε και το μοίραζε σ’ όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. (Μερικοί εδώ βλέπουν ένα συμβολισμό της Θείας κοινωνίας. Όπως ο Χριστός έδωσε τον άρτον της ζωής σε όλη την ανθρώπινη οικογένειά του...).
Γύρω από το χριστόψωμο υπάρχουν και άλλες παραδόσεις. Αναφέρονται στην ενότητα της Εκκλησίας και των λαών, με συμβολικό πρότυπο την ένωση των κόκκων του σίτου σ΄ ένα ψωμί. Οι λαοί κάποτε θα ενωθούν μ’ ένα ποιμένα, το Χριστό.
(Από το βιβλίο «Ήθη, έθιμα και… άλλα» του Τιμόθεου Κ. Κιλίφη)
…στη Μάνη
Κάθε οικογένεια στο φούρνο του σπιτιού «ρίχνει» τα χριστόψωμα, για να τα κόψει στο τραπέζι των Χριστουγέννων ο οικοδεσπότης σταυρώνοντάς τα, και ευχόμενος «Χρόνια πολλά και του χρόνου». Τα χριστόψωμα κατασκευάζονται όπως το ψωμί, μόνο που στολίζονται με σταυρούς και ποικίλα στολίδια ανάλογα με την καλαισθησία της νοικοκυράς.
(Από το περιοδικό «Αδούλωτη Μάνη»)
…στη Σπάρτη
Στη Σπάρτη, σε κάθε σπίτι, δυο τρεις μέρες πριν, ζυμώνουν 1 – 15 καρβέλια ψωμί. Το ένα, που το τρώνε ανήμερα των Χριστουγέννων, είναι το ψωμί του Χριστού και το πλάθουν σε σχήμα σταυρού από ζύμη. Τα’ άλλα χριστόψωμα τα κάνουν με μύγδαλα και καρύδια.
(Από το περιοδικό «Ουράνιο Τόξο»)
Οι τηγανίδες (Χωριά της Έξω Μάνης)
Σε όλα τα σπίτια, παραμονές Χριστουγέννων θα έπλαθαν και θα έψηναν τις τηγανίδες, τα μανιάτικα λαλάγγια. Στο σοφρά ή σε κάποιο τραπέζι κοντά στην φωτογονία, η μητέρα και τα κορίτσια έπλαθαν το έτοιμο ζυμάρι σε χοντρό μακαρόνι, τις τηγανίδες, και το δίπλωναν τεχνικά στα τέσσερα. Μετά το έριχναν στη μεγάλη τηγάνα που ήταν γεμάτη καυτό λάδι πάνω στη φωτιά, για να ψηθεί. Η πρώτη τηγανίδα, μεγάλη και στρογγυλή με σταυρό στη μέση ήταν του Χριστού, η δεύτερη παρόμοια του σπιτιού κ.λ.π. Τις ψημένες τηγανίδες τις έβαζαν μέσα σε μπουρέκια (στρογγυλά μπακιρένια ταψιά) και σε λεκάνες. Όταν στράγγιζαν καλά τις έβαζαν σε κοφίνια και τις κρεμούσαν ψηλά. Η ποσότητα του ζυμαριού που θα γινόταν τηγανίδες ήταν αρκετή και πάντοτε ανάλογη με τον πληθυσμό της φαμελιάς. Η φωτιά για τις τηγανίδες έπρεπε να είναι δυνατή και να έχει διάρκεια. Γι αυτό ο πατέρας είχε σκίσει σκίζες τα χοντρά κούτσουρα. Ήταν η καλλύτερη καύσιμη ύλη για την περίπτωση. Τα παιδιά παρακολουθούσαν και όλοι, αν δεν ήταν Τετάρτη ή Παρασκευή, δοκίμαζαν και έκαναν τις κρίσεις τους. Και κάθε χρόνο σχεδόν εύρισκαν τα ίδια ελαττώματα στο πλάσιμο και το ψήσιμο, όταν μάλιστα κάποιος ήθελε να πιει νερό του έλεγαν να γυρίσει την πλάτη προς το τηγάνι για να μην ...τον βλέπουν οι τηγανίδες και ρουφάνε το λάδι. Οι "λυπημένοι", που είχαν πρόσφατο θάνατο, δεν έψηναν τηγανίδες, τους πήγαιναν όμως συγγενείς και φίλοι. Άλλα γλυκά που έφτιαχναν στο σπίτι την περίοδο αυτή ήταν οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα.
(Από το περιοδικό «Μάνη, χθες, σήμερα, αύριο»)
Το κυνήγι τα Χριστούγεννα (Χωριά Έξω Μάνης)
Κατά τη διάρκεια της σαρακοστής τα περισσότερα παιδιά βγαίνανε κυνήγι. Τα βράδια, όταν το σούρουπο έπεφτε για καλά και το κρύο άρχιζε να τσούζει, παίρνανε το "φακό" με καινούργια "πλάκα" και γυρίζανε στα χαλάσματα και στα σπήλια κοντά στο χωριό. Στόχος τους οι γουργουγιάννηδες, τα μικρά πουλάκια που κούρνιαζαν εκεί. Τα θαμπώνανε με το φακό και τα πιάνανε. Αν ήταν πολύ ψηλά, τα χτυπούσανε με τις λαστιχιέρες (σφεντόνες). Η μάνα ή κάποια μεγάλη αδερφή, μετά από πολλή γκρίνια τους, τα καθάριζαν και τα πάστωναν. Τα βάζανε σε πήλινα ή γυάλινα βάζα, για να τα φάνε τα Χριστούγεννα. Πολλά παιδιά μάζευαν είκοσι και περισσότερα πουλάκια και καμάρωναν για τις ... κυνηγετικές ικανότητες τους και για την σοδειά τους. Και όταν ζύγωναν οι γιορτές, άρχιζαν οι παραδοσιακές ετοιμασίες. Το σπίτι έπρεπε να βάλει τα γιορτινά του και όλο το χωριό να καθαριστεί και να ετοιμαστεί, για να υποδεχτεί τους ξενιτεμένους του που θα έρχονταν να κάνουν γιορτές με τους δικούς τους.
(Από το περιοδικό «Μάνη, χθες, σήμερα, αύριο»)
Η Ψυχοκόρη της Νεμέας
Σε μερικές περιοχές όπως στην Κορινθία στην περιοχή της Νεμέας εφαρμόζεται το έθιμο της ψυχοκόρης, δηλαδή το πρωί των Χριστουγέννων όταν γυρίζουν από την εκκλησία η έφηβη κόρη του σπιτιού τους περιμένει έχοντας βάλει πάνω στην πιατέλα όλα τα παραδοσιακά εδέσματα της Νεμέας: κουραμπιέδες, δίπλες, μελομακάρονα, τηγανόψωμα, ξεροτήγανα και γλυκά του κουταλιού. Εκτός από αυτά προσφέρουν και στον άντρα της οικογένειας Λικέρ. Επίσης το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων βάζουν ακόμα και πλαστικά κλαδιά (παλιότερα από αμπέλια) πάνω από τα τζάκια, πλένονται καλά για να μην τους κατουρήσουν όπως λένε οι καλικάτζαροι και σκεπάζουν τα γλυκά με αλουμινόχαρτα.
(pliroforiodotis.gr)
Κάλαντα Χριστουγέννων Πελοποννήσου
Ἦχος α’. Ῥυθμὸς τετράσημος.
Χριστούγεννα πρωτούγεννα, πρώτη γιορτὴ τοῦ χρόνου,
γιὰ ἐβγᾶτε, δέστε, μάθετε, πὼς ὁ Χριστὸς γεννιέται,
γεννιέται κι” ἀναθρέφεται στὸ μέλι καὶ στὸ γάλα,
τὸ μέλι τρῶν” οἱ ἄρχοντες , τὸ γάλα οἱ ἀφεντάδες
καὶ τὸ μελισσοχόρταρο τὸ λούζουντ” οἱ κυράδες.
Κυρὰ ψιλή, κυρὰ λιγνή, κυρὰ γαϊτανοφρύδα,
κυρὰ μ” ὅταν στολίζεσαι νὰ πᾷς στὴν ἐκκλησιά σου,
βάζεις τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι ἀγκάλι
καὶ τὸν καθάριο αὐγερινὸ τὸν βάζεις δαχτυλίδι.
Ἐμεῖς ἐδῶ δὲν ἤρθαμε νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε,
μόνο σᾶς ἀγαπούσαμε κι” ἤρθαμε νὰ σᾶς δοῦμε·
ἐδῶ ποὺ τραγουδήσαμε πέτρα νὰ μὴ ραγίσει
κι ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ πολλοὺς χρόνους νὰ ζήσῃ.
Δῶστε μας καὶ τὸν κόκορα, δῶστε μας καὶ τὴν κότα,
δῶστε μας καὶ πέντ” ἕξ” αὐγά, νὰ πᾶμε σ” ἄλλη πόρτα.
Σε όλη την Πελοπόννησο, παρά την οικονομική κρίση, την περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων και του νέου έτους γιορτάζουν παραδοσιακά και πραγματοποιούνται
εκδηλώσεις που την καθιστούν ελκυστικό τόπου προορισμού.
Αρκαδία
Στην Τρίπολη, σημείο αναφοράς αποτελούν οι πλατείες Πετρινού και Αγίου Βασιλείου. Εκεί ο Δήμος έχει μικρά σπιτάκια, όπου ο επισκέπτης θα μπορεί να βρει όλα τα εποχικά είδη και να φωτογραφηθεί στη φάτνη και κάτω από το χριστουγεννιάτικο δένδρο. Τα παιδιά θα μπορούν να παίξουν και να διασκεδάσουν, την ίδια ώρα που οι ενήλικες θα μπορούν να απολαύσουν το ρόφημά τους ή γιορτινά γλυκίσματα στον ίδιο χώρο και -πού ξέρεις- κάποιοι τυχεροί θα συναντήσουν και τον Άγιο Βασίλη.
Παράλληλα, η Εθνικής Αντιστάσεως έχει πεζοδρομηθεί, προκειμένου να συνδέσει πλατείες που θα φιλοξενήσουν πολιτιστικά δρώμενα, ενώ όλες τις ώρες της ημέρας θα ακούγονται χριστουγεννιάτικες μελωδίες.
Τόσο την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, το πρωί, τα ΚΑΠΗ του Δήμου και η Φιλαρμονική διοργανώνουν γιορτή, προσφέροντας γλυκίσματα έξω από το παλαιό Δημαρχείο στο γιορτινό πεζόδρομο.
Τα μεσάνυχτα του νέου έτους στην πλατεία του Αγίου Βασιλείου θα γίνει η υποδοχή του νέου χρόνου με πυροτεχνήματα και δοξολογία στον εορτάζοντα μητροπολιτικό ναό κι αμέσως μετά, από τον εξώστη του Αγίου Βασιλείου, ο μητροπολίτης Μαντινείας, Αλέξανδρος, θα κόψει την πίτα του Δήμου.
Μεσσηνία Ο Δήμος Καλαμάτας με το εντυπωσιακό χριστουγεννιάτικο δέντρο στην κεντρική πλατεία, με το καρουσέλ και τα μικρά σπιτάκια που το περιβάλλουν, εδώ κι αρκετές ημέρες πραγματοποιεί σειρά εκδηλώσεων για μικρούς και μεγάλους με τη συμμετοχή και την ενεργοποίηση πολιτιστικών φορέων και σωματείων της πόλης με τίτλο ’’Χριστούγεννα στην Καλαμάτα”.
Σταχυολογώντας τις εκδηλώσεις σας προτείνουμε: -Την παραμονή των Χριστουγέννων στις 11 το πρωί τη ’’Χιονάτη και τα ξωτικά των Χριστουγέννων’’. Η Χιονάτη και τα παραμυθένια ξωτικά χαρίζουν χαμόγελα στα παιδιά, πολύχρωμα μπαλόνια κατασκευής και δημιουργούν χαρούμενη ατμόσφαιρα. Στις 12 το μεσημέρι κάλαντα από τους μαθητές του Δημοτικού Ωδείου Καλαμάτας
-Τη Δευτέρα 27 στις 11.30 πμ ’’Χριστουγεννιάτικη ιστορία’’, παράσταση με κούκλες από την Πειραματική Σκηνή Καλαμάτας και στις 12.30 Χριστουγεννιάτικες Jazz μελωδίες στον πεζόδρομο με τον Κώστα Γιαξόγλου και τους συνεργάτες του.
-Την Τρίτη 28 και Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου, η Δημοτική Φιλαρμονική και το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Καλαμάτας παρουσιάζουν το παιδικό μουσικό παραμύθι “Ο Πέτρος και ο λύκος” – παράσταση που θα φιλοξενηθεί στο αμφιθέατρο της Φιλαρμονικής. Ο αφηγητής Αλέξανδρος Κολλιόπουλος, δίνει την ευκαιρία σε μικρούς -και γιατί όχι και σε μεγάλους-, να χαρούν την ιστορία του θαρραλέου Πέτρου, αλλά και να γνωρίσουν τα όργανα της ορχήστρας και τον ήχο τους. Κάθε ήρωας του παραμυθιού είναι και ένα όργανο ή μία ομάδα οργάνων. Στο μουσικό παραμύθι του Προκόφιεφ το φλάουτο κάνει το πουλί, το κλαρινέτο την πάπια, τα δύο πιάνα εκπροσωπούν το γενναίο Πέτρο, τα χάλκινα της ορχήστρας με το βαρύ ήχο τους είναι ο λύκος, το παιχνιδιάρικο κλαρινέτο γίνεται η γάτα του Πέτρου και το μπάσο κλαρινέτο ο αυστηρός παππούς του, ενώ η εμφάνιση των κυνηγών συνοδεύεται από τους θριαμβευτικούς ήχους των τυμπάνων. Συμμετέχει και η ορχήστρα μουσικής δωματίου της Δημοτικής Φιλαρμονικής Καλαμάτας.
-Το απόγευμα της Τρίτης, στις 6 ’’Χριστούγεννα στην Καλαμάτα’, προβολή από τη Φωτογραφική Λέσχη Καλαμάτας, και μια ώρα αργότερα ’’Χριστουγεννιάτικες Μουσικές Διαδρομές’’ από το Σύλλογο Αποφοίτων Μουσικού Σχολείου Καλαμάτας – Μαρία Κάλλας
-Την Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου, στις 12 το μεσημέρι ’’Ταχυδρομείο ευχών’’, διεύθυνση: Άγιος Βασίλης. Τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να γράψουν, να φιλοτεχνήσουν και να στείλουν το γράμμα τους. Στις 7 το απόγευμα, χριστουγεννιάτικοι μουσικοί περίπατοι από το Σύλλογο Αποφοίτων Μουσικού Σχολείου Καλαμάτας – Μαρία Κάλλας.
-Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στις 11 το πρωί, ο Αη Βασίλης με τα ξωτικά του και ένα ζωντανό χριστουγεννιάτικο δένδρο δημιουργούν μια όμορφη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, δίνοντας χαρά σε μικρούς και μεγάλους. Στις 12 τα Κάλαντα με τη Φιλαρμονική του Δήμου και στις 11.30 το βράδυ ξεκινά η γιορτή υποδοχής του Νέου Έτους στην Κεντρική Πλατεία
Αργολίδα
Ναύπλιο και Άργος έχουν φορέσει τα “γιορτινά” τους και σας περιμένουν με εκδηλώσεις για την υποδοχή του νέου χρόνου αλλά και τα Θεοφάνια, στην παραλία της πρώτης πρωτεύουσας της Ελλάδος.
Με ξεχωριστό τρόπο γιορτάζουν τα Θεοφάνια στη Νέα Κίο, όπου αναβιώνουν έθιμα από την Κίο της Μικράς Ασίας. Ανήμερα των Φώτων μετά τη Θεία Λειτουργία στο ναό της Αγίας Ειρήνης και την τέλεση του Μεγάλου Αγιασμού, ξεχωρίζει το μπάνιο που ’’θα πάρει’’ ο καινούργιος βαρκάρης στο λιμάνι της Νέας Κίου μετά τον αγιασμό των υδάτων και τον πυροβολισμό των γκαζοτενεκέδων. Στην Ερμιόνη, τα Θεοφάνια θα αναβιώσει το έθιμο ’’γιάλα – γιάλα’’, όπου την παραμονή των Φώτων οι νέοι, κυρίως αυτοί που θα καταταγούν στο στρατό, στολίζουν τις βάρκες στο λιμάνι με κλαδιά από φοίνικες. Τη νύχτα, φορώντας παραδοσιακές στολές, τραγουδούν και περνούν σπίτι – σπίτι δεχόμενοι κεράσματα, φτάνοντας το πρωί στο λιμάνι, όπου ανεβαίνουν στις στολισμένες βάρκες και τις κουνούν με δύναμη συνεχίζοντας το τραγούδι ’’γιάλα-γιάλα’’ μέχρι να γίνει ο καθαγιασμός των υδάτων, με την κατάδυση του Σταυρού σ τη θάλασσα που θα βουτήξουν για να τον πιάσουν.
Λακωνία
Στη Μάνη θα αναβιώσουν και φέτος οι δοξασίες για τους καλικάντζαρους που μπαίνουν στα σπίτια από τις καπνοδόχους, γιατί τους προσελκύει η μυρωδιά του λαδιού από τις ’’τηγανίδες’’ που φτιάχνουν οι νοικοκυρές την παραμονή των Χριστουγέννων. Βέβαια, μην φοβάστε, οι καλικάντζαροι, τους οποίους ορισμένοι λαογράφοι υποστηρίζουν πως είναι απόγονοι του τραγοπόδη θεού Πάνα, όσο άγριοι κι αν φημολογείται πως είναι, ως σήμερα δεν έχουν ενοχλήσει κανέναν και θα φύγουν τα Θεοφάνια με τον αγιασμό των υδάτων, ο επίσημος εορτασμός των οποίων θα γίνει στην προβλήτα, προ της κεντρικής πλατείας στο Γύθειο.
Σε κάθε γωνιά της Πελοποννήσου το εορταστικό δωδεκαήμερο, κυρίως οι πολιτιστικοί σύλλογοι, οργανώνουν εκδηλώσεις και αξίζει να αποκτήσετε μια επιπλέον εμπειρία, ’’Χριστούγεννα στο χωριό’’.
Το κυνήγι τα Χριστούγεννα στα χωριά Μάνης
Κατά τη διάρκεια της σαρακοστής τα περισσότερα παιδιά βγαίνανε κυνήγι. Τα βράδια, όταν το σούρουπο έπεφτε για καλά και το κρύο άρχιζε να τσούζει, παίρνανε το "φακό" με καινούργια "πλάκα" και γυρίζανε στα χαλάσματα και στα σπήλια κοντά στο χωριό. Στόχος τους οι γουργουγιάννηδες, τα μικρά πουλάκια που κούρνιαζαν εκεί. Τα θαμπώνανε με το φακό και τα πιάνανε. Αν ήταν πολύ ψηλά, τα χτυπούσανε με τις λαστιχιέρες (σφεντόνες). Η μάνα ή κάποια μεγάλη αδερφή, μετά από πολλή γκρίνια τους, τα καθάριζαν και τα πάστωναν. Τα βάζανε σε πήλινα ή γυάλινα βάζα, για να τα φάνε τα Χριστούγεννα. Πολλά παιδιά μάζευαν είκοσι και περισσότερα πουλάκια και καμάρωναν για τις ... κυνηγετικές ικανότητες τους και για την σοδειά τους. Και όταν ζύγωναν οι γιορτές,
άρχιζαν οι παραδοσιακές ετοιμασίες. Το σπίτι έπρεπε να βάλει τα γιορτινά του και όλο το χωριό να καθαριστεί και να ετοιμαστεί, για να υποδεχτεί τους ξενιτεμένους του που θα έρχονταν να κάνουν γιορτές με τους δικούς τους.