Στην παρούσα σελίδα θα βρείτε πληροφορίες για τις εξής περιοχές: Κρήτη, Μακεδονία, Ήπειρος, Κύπρος, Θράκη.
Κρήτη
ΚΛΗΔΟΝΑΣ
Την νύχτα πριν από την γιορτή του ΑΙ-Γιάννη στις 24 Ιουνίου ένα ιδιαίτερα διαδεδομένο έθιμο είναι το άναμμα φωτιών. Στην κεντρική πλατεία του χωριού ανάβονται φωτιές πάνω από τις οποίες περνούν τα παλικάρια του χωριού. Σημαντικότερο όμως ήταν το έθιμο σύμφωνα με το οποίο το βράδυ εκείνο τα κορίτσια του χωριού θα ονειρευτούν τον άντρα που θα παντρευτούν. Χρησιμοποιούσαν πολλούς τρόπους για να πετύχουν το σκοπό τους οι οποίοι ήταν οι ίδιοι οι παρόμοιοι με τους παρακάτω: Η νύχτα περνάει γρήγορα και έρχεται η μεγάλη ώρα που δεν είναι άλλη από το άνοιγμα του Κλήδονος. «Ανοίξτε τον Κλήδονα στ’ Αγιού Γιαννιού τη χάρη κι απού ‘χει μήλο κόκκινο ας έρθει να το πάρει» Κατά το απόγευμα μαζεύονται όλοι οι ενδιαφερόμενοι σε μια αυλή όπου και μεταφέρεται προσεκτικά ο Κλήδονας. Στη συνέχεια, ανοίγεται υπό τον ήχο τραγουδιών και βγάζουν ένα «κληδονικό» στην τύχη, ψάχνοντας μετά μέσα στο περιεχόμενό της να βρούνε ευχάριστα σημάδια για τον ιδιοκτήτη του. ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ Α) Μήλο ‘βαλα στο Κλήδονα και βγήκε δαγκαμένο κι απάνω στη δαγκωμαθιά,είχε φιλί γραμμένο Κρίμα σε σένα γιασεμί και γνώση να μην έχεις και μιαν αγάπη μπιστικιά να κάμεις δε κατέχεις Β)Απ’όλα τ’άστρα τ’ουρανού ένα ‘ναι που σου μοιάζει, που βγαίνει τα μεσάνυχτα κι’όλα τα σκοτινιάζει Θαυμάζομαι άμα προπατείς,πως δεν αθεί κανέλα πως δεν ανθίζουν τα στενά ,μοναχοθυγατέρα Τα μάθια σου ‘ναι σαν ελιές απάνω στο κλωνάρι τα φρύδια σου κμαρωτά ,σα δυομερώ φεγγάρι Γ)Σαμάθει ο σκύλος γράμματα και ο κάτης να διαβάζει τότες και συ δα παντρευτείς να κάνει ο κόσμος χάζι ΑΚΡΙΤΙΚΑ Ακριτικά τραγούδια ονομάζονται τα δημοτικά τραγούδια που αναφέρονται στα κατορθώματα των Ακριτών, των φρουρών των ανατολικών συνόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Τα ακριτικά τραγούδια είναι τα παλαιότερα ελληνικά δημοτικά τραγούδια που σώζονται και συγγενεύουν με το έμμετρο αφήγημα του 12ου αι. Είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα σε όλη την Ελλάδα και στην Κρήτη. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα είναι αυτό που παρατίθεται παρακάτω. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τόνε τρομάσει. Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέτ’ ο απάνω κόσμος, κι ο κάτω κόσμος άνοιξε κι τρίζουν τα θεμέλια, κι η πλάκα τον ανατριχιά πώς θα τόνε σκεπάσει, πώς θα σκεπάσει τον αητό τση γης τον αντρειωμένο. Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπήλιο δεν τον εχώρει, τα όρη εδιασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα, χαράκια αμαδολόγανε και ριζιμιά ξεκούνειε. Στο βίστιμα ‘πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια, στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ’ αγρίμια. Ζηλεύγει ο Χάρος, με χωσιά μακρά τόνε βιγλίζει, κι ελάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του πήρε. ΠΑΡΑΛΟΓΗ Οι παραλογές είναι τραγούδια αφηγηματικά. Τα θέματά τους προέρχονται από αρχαίους μύθους, νεώτερες παραδόσεις, δραματικά και κοινωνικά περιστατικά, ή είναι τελείως φανταστικά. Ακόμα, είναι ποιήματα με επικό και δραματικό συνήθως χαρακτήρα, που δεν τραγουδιόντανε μόνο αλλά και χορεύονταν. 1 Μια μάνα είχ’ εννιά τση γιούς και μια τση θυγατέρα∙ στα σκοτεινά την έλουγε, στο φέγγος τη χτενίζει, στο φεγγαράκι τ’ αργυρό τήνε σουραδοπλέκει. Κι η γειτονιά δεν το’ξερε πως είχε θυγατέρα, Και προξενιά τση μπέψανε απού το Σαλονίκι. Οι γι οχτ’ αδερφοί δε θέλανε κι ο Κωνσταντίνος θέλει. -Δώσ’τηνε, μάνα, δώσ’τηνε την Αρετή στα ξένα, να’χω κι εγώ παρηγοριά στα ξένα να γυρίζω. -Κι αν τύχει ο χρόνος βίσεχτος, ποιος πα’να τήνε φέρει; -Δώσ’τηνε, μάνα, δώσ’τηνε, την Αρετή στα ξένα, κι αν τύχει ο χρόνος βίσεχτος, εγώ πα’ να τη φέρω. -Δεν τήνε δούδω, Κωσταντή, την Αρετή στα ξένα, κι αν τύχει ο χρόνος βίσεχτος, ποιος πα’ να μου τη φέρει; -Δώσ’τηνε, μάνα, δώσ’τηνε τηνΑρετή στα ξένα μ’ αν τύχει χρόνος βίσεχτος, εγώ πα’ να τη φέρω. Και δούδει την η μάνα της την Αρετή στα ξένα. Τυχαίνει ο χρόνος βίσεχτος, οι γι εννιά αδερφοί ‘ποθαίνουν. Κι εις τον οχτώ τα μνήματα βιόλες και μαντζιοράνες, κι εις του καημένου Κωνσταντή στράτες και μονοπάθια. Κι επέρασε κι η μάνα ντου κι αναθεμάτισέν τον∙ -Ανάθεμά σε, Κωσταντή, κι εσέ και το καλό σου, απού μου την εξόρισες την Αρετή στα ξένα. Και πάλι ξαναπέρασε κι αναθεμάτισέ τον∙ -Ανάθεμά σε, Κωσταντή, κι εσέ και το καλο σου, απού μου την εξόρισες την Αρετή στα ξένα. Το τόσο μυριανάθεμα ο Κωσταντής βαρέθη. Κάνει το μνήμαν τ’ άλογο και το λαζάρι σέλα, και τα κιβουροχάλικα σκάλες και χαλινάρια. Παίζει του μαύρου ντου βιτσιά στο Σαλονίκι φτάνει. Βρίστει την κόρη στο χορό με τρεις παπαδοπούλες. -Καλώς τονε τον Κωσταντή, που φέρνει το μαντάτο. Αν είναι θλίψη να θλιφτώ, κι αν ειν’ χαρά ν’ αλλάξω, Κι αν είναι για το γάμο σου ολόχρουσα να βάλω. -Δεν είναι θλίψη να θλιφτείς, μηδέ χαρά ν’ αλλάξεις, μηδέ και για το γάμο μου ολόχρουσα να βάλεις. Η μάνα σου σε ζήτηξε και θέλει σε να πάεις. Απού τη χέρα την αρπά, στο μαύρο την καθίζει. Παίζει βιτσιά τ’ αλόγουν του σαν τον αέρα πάει. Και όντεν επερνούσανε κοντά στον Άι Γιώργη, Γρικά η κόρη μια μιλιά παράξενη και λέει: -Για ιδέ κοράσιον όμορφο, το σέρνει αποθαμένος! -Γρικάς το, Κωσταντίνο μου, τ’ αηδόνι ίντα λέει; -Γρικώ το, Αρετούσα μου, και το γνωρίζω κιόλας. Και όντεν επερνούσανε στα μνήματ’ αποπάνω: -Κατές τώρ’, Αρετούσα μου, στο σπίτι μας να πάεις, γιατί χρωστώ τ’ Αγιού κερί, του μάκρους μου λαμπάδα; -Κατέχω, Κωσταντίνο μου, στο σπίτι μας να πάω∙ μα γιάντα, αδερφάκι μου, μ’ αφήνεις εις το δρόμο; Η κόρη δεν επρόφταξε να πει ’ναν άλλο λόγο, κι ο Κωσταντής εχάθηκε στη μέση τω μνημάτω. Παίρνει την παραπόνεση, στο σπίτι τζη και πάει. Βρίσκει τσι πόρτες σφαλιχτές και τα κλειδιά παρμένα, και τα πορτοπαράθυρα σφιχτά περατωμένα. Φωνιάζει τση μανούλας τση ογιά να της ανοίξει. -Αν είσαι αέρας πήγαινε, κι αν είσαι ο Χάρος διάβα∙ Αν είσαι ο Πρικοχάροντας, δεν έχω μπλιό παιδάκια, όξω την Αρετούσα μου κι είναι μακριά στα ξένα. -Άνοιξε, μάνα μ’, άνοθξε, μα η γι Αρετούσα σού’μια. -Αν είσ’ αέρας πήγαινε, κι αν είσ’ ο Χάρος διάβα∙ αν είσ’ ο Πρικοχάροντας, δεν έχω μπλιό παιδάκια, όξω την Αρετούσα μου κι είναι μακριά στα ξένα. -Άνοιξε, μάνα μ’, άνοιξε, μα η γι Αρετούσα σού ’μαι. -Αν είσ’ αέρας πήγαινε, κι αν είσ’ ο Χάρος διάβα∙ κι αν είσ’ ο Πρικοχάροντας, δεν έχω μπλιό παιδάκια, όξω την Αρετούσα μου κι είναι μακριά στα ξένα. -Άνοιξε, μάνα μ’, άνοιξε, μα γω ’μ’ η γι Αρετούσα. -Δείξε τον αρραβώνα σου από την κλειδωνιάστρα, κι αν εισ’ η γι Αρετούσα μου, εγώ θα σε γνωρίσω. Βάνει τον αρραβώναν τζη κι ετότες της ανοίγει∙ μα ώστε να καλογνωριστούν απόθανεν η μάνα, κι απόμεινεν η γι Αρετή έρημη και παντέρμη. -Θέ μου, και κάμε με πουλί, πουλί και λωλοπούλι, για να γυρίζω στα στενά να κλαίω τσ’ αδερφούς μου. Κι ο Θιός την ελυπήθηκε, σαν αστραπή την κάνει. 2 Κόρη γαϊτάνιν έπλεκε χρόνους και πέντε μήνες, και δεκαπέντε Σάββατα και δεκοχτώ Δευτέρες. Μέσα ’πλεκε τον ουρανό, τα’ άστρη και το φεγγάρι∙ μέσα ’πλεκε τη θάλασσα –κάτεργα και καράβια∙ μέσα ’πλεκε τη μαύρη γη –δέντρα ξεκλωνισμένα∙ μέσα ’πλεκε ανατολή, μαζί με τα σεράγια∙ μέσα ’πλεκε τον άντρα τση στη φούρκα φουρκισμένο∙ μέσα ’πλεκε τον μέλλον τση στ’ άλογο καβαλάρη. Πλέκει το κι αποπλέκει το, του μπέλλου τση το δούδει. Κι ο καύκος τση το ζώστηκε κι εις τον χορόν επήγε, κι άντρας τση λυγερής εκεί, γνωρίζει το γαϊτάνι. -Να σε ρωτήξω, άγγουρε, πού το ’βρες το γαϊτάνι; -Ψαράς ήμουν κι εψάρευγα κι έπιασα δυο ψαράκια, κι έλεγαν το ’να Μιστριτζή και τ’ άλλο Μιστριτζίνα, κι εις την καρδιά του Μιστριτζή το ’βρηκα το γαϊτάνι. Πάει ρωτά και την κερά: -Τί ’καμες το γαϊτάνι; -Σα γαργερό μου φάνηκε κι επήγα να το πλύνω, κι εφούσκωσεν η θάλασσα κι επήρεν το το κύμα. 3 Ο βασιλιάς κι ο Μαυριανός σε περιβόλι τρώγουν∙ αθιβολές δεν είχανε κι αθιβολές εφέραν, για τσ’ όμορφες για τσ’ άσκημες εκείνην την ημέρα. -Ωσάν το ρόδο τ’ ανοιχτό, το λουλουδάκι τ’ άσπρο, έχω κι εγώ μιαν αδερφή, μ’ αλήθεια δεν πλανάται. -Αν την πλανέσω, Μαυριανέ, ίντα ’ν’ το στοίχημά σου; -Αν την πλανέσεις βασιλιά, πάρε την κεφαλή μου. Πάλι κι α δεν πλανεθεί, ίντά ’ναι το δικό σου; -Πάρε το βασιλίκι μου και τη χρυσή κορώνα. Παίρνει το βιτσαλάκιν του στο φόρος κατεβαίνει∙ βρίσκει ρουφιάνες δεκαχτώ, μαγεύτρες δεκαπέντε, και πάνε και τη βρίσκουνε σ’ ολόχρουσες καθέκλες. -Καλώς σε βρήκαμε, ροδιά, βιόλα ξεφουντωμένη, νερατζοπούλα φουντωτή και ασπροχιονισμένη. -Δε θέλω γω παινέματα κι ο Μαυριανός μανίζει, κι ανιβουλής του Μαυριανού πράμα να μην-ε γίνει. -Χιλιάδες προσκυνίσματα απού το βασιλέα, κι αν με το θέλημα να μείνει με τα σένα. -Τα παραθύρια ξέρει τα, τσι πόρτες μας κατέχει, ούλα θα τά ’χομ’ ανοιχτά κι όντεν ορίζ’ ας έρθει Απής τσι συναπόβγαλε στο μαγειριό τση μπαίνει, τα κούρταλα καταχτυπά, τσι βάγιες τση μαζώνει. -Βάγιες, απού τσι βάγιες μου, ποια θα με ξεμιστέψει; να βάλω γω τα ρούχα τση κι εκείνη τα δικά μου; Που τσι σαράντα βάγιες τση καμιά δεν αποκρίθη, μόνο η λιο μικρότερη κι ηλέγαν την Μαρία. -Εγώ ’μ’ απού τσι σκλάβες σου, που θα σε ξεμιστέψω, να βάλω γω τα ρούχα σου, να βάλεις τα δικά μου. Μπαίνει και την εστόλιζε απ’ το ταχύ ως το βράδυ. Τέσσερεις την εστόλιζε κι οχτώ τση παραγγέρνει. -Βλέπου σε, Μαριγάκι μου, να μη με μαντατέψεις∙ κι α σε τζιμπήσει, τζίμπα τον, κι α σε φιλήσει, φίλειε, κι αν κόψει το κομμάτι συ, μιλιά να μην του βγάλεις. Καθώς την αποχτένιζεν, ο βασιλιάς προβαίνει, με σείσμα και με λύγισμα τη σκάλα τσ’ ανεβαίνει. Απού τη χέρα την αρπά, στην κάμερα τη βάνει, κι απού το βράδυ ως το ταχύ την τζίμπα και τη φίλειε. Τη νύχτα τα μεσάνυχτα τση ’κοψε το δαχτύλι, τση ’κοψε το δαχτύλι τζη με κοφτερό ξυράφι, και τ’ αποξημερώματα τση ’κοψε την πλεξούδα, απού ’τον ομορφόδετη μ’ ολόχρουση κορδέλα. Και το ταχύ κατέβαινε τη σκάλα τζη με γέλια κι εβάστα και του Μαυριανού δαχτύλια και πλεξούδες. -Έλα να ιδείς ’δα, Μαυριανέ, σημάδια τσ’ αδερφής σου. -Δεν είναι τούτα τση σγουρής, δεν είναι τση ξαθής μου, όξω και να με γέλασε η σκύλα η γι αδερφή μου. Σ’ ούλον τον κόσμ’ αμέτε με, σ’ ούλο γυρίσετέ με, κι εις τσ’ αδερφής μου την αυλή αμέτε σφάξετέ με. Κι η γι αδερφή ντ’ ως τα’ άκουσε πολλά τση βαρυφάνη, Κι εμπήκε κι εστολίζεντο με τη μεγάλη βιάση. Βάνει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρ’ αστήθι Και του κοράκου το φτερό βάνει καμαροφρύδι. Κι απής αποστολίστηκε κι έγινε σαν τη βιόλα, ξεπόρτισεν η λυγερή στου βασιλιά να φτάξει. Τη σκάλα τση κατέβαινε μόνο με μια βαγίτσα Κι εβάστα κι εις τα χέρια τση μαλαματένια βίτσα. -Στη μπάντα ’σεις οι γι άρχοντες, στη μπάντα κι οι γι αγάδες, να πα’ να ιδώ το Μαυριανό, γιάντα θα τόνε πνίξουν. -Την αδερφή ντου πλάνεσα και θα τονε φουρκίσω. -Μα συ κι αν την επλάνεσες, δείξε μου τα σημάδια. -Τη νύχτα τα μεσάνυχτα τση ’κοψα το δαχτύλι, τση ’κοψα το δαχτύλι ντης με κοφτερό ξυράφι, και τ’ αποξημερώματα τση ’κοψα την πλεξούδα, απού ’τον ομορφόδετη μ’ ολόχρουση κορδέλα. Απλώνει τα χεράκια τζη, κάτασπρα σαν το γάλα. -Για ιδέτ’, αγάδες κι άρχοντες, λείπει μου ’με δαχτύλι; Ρίχνει και τα σγουρά μαλλιά, γεμίζ’ η γης λουλούδια. -Για ιδέτ’,αγάδες κι άρχοντες, λείπει μου ’με πλεξούδα; Αν λείπει το δαχτύλι μου και τα σγουρά μαλλιά μου, ετότες να του βάλετε τρίδιπλη την καδένα. Μα σένα δε σου πρέπει μπλιό να ’χεις το βασιλίκι, σα χοίρος, σα χοιροβοσκός να κάθεσαι στην Κρήτη. Σα να ’σουνα φαμέγιος μας, σα να ’σουν δουλευτής μας, έτσα σ’ εμπεγεντίσαμε με την αναθρεφτή μας. Και πάρε το μουλάρι μας να πάεις εις τα ξύλα, να ψήσομε το φαγητό να πάρεις τη Μαρία. 4 Κουράσιο στην Ανατολή έφαινε κι ετραγούδιε, κι ο συρισμός του μασουριού κι ο χτύπος του πετάλου και η λαλιά τυ κορασιού στον ουρανό γρικούνται. Καραβοκύρης τ’ άκουσε στη μέση του πελάγου, το κάτεργόν του σίμωσε εις τη στεριά και λέει∙ -Πάψετε, ναύτες, το κουπί, ναύκληροι, το τιμόνι, ν’ ακούσομε τυ κορασιού, ίντα τραγούδια λέει, ίντα τραγούδια τραγουδεί, σ’ ίντα σκοπό τα λέει, -ώρα καλή σου, λυγερή. –Καλώς τονε τον ξένο. -Τί ’χεις, κόρη, και θλίβεσαι και πικραναστενάζεις; Κι η κόρ’ ως ήτο φρόνιμη, φρόνιμ’ απιλοήθη∙ -Εγώ κι αν ετραγούδηξα σα μοιρολόι τό ’πα, γιατ’ άντρας μου ’τον άρρωστος και βαριαρρωστημένος κι εζήτηξε ξαρρωστικό κι ο κόσμος δεν το έχει∙ τσ’ αργιολαφίτσας το τυρί και του λαγού το γάλα, μήλ’ απού την Ανατολή, κυδών’ από τη Δύση. Κι ώστε ν’ αρμέξω το λαγό, να πιάσω τη λαφίτσα, Να πάω στην Ανατολή, να ’ρθω πίσω στη Δύση, Αρρώστησε ξαρρώστησε κι άλλην κόρην επήρε. 5 Μιάν κόρη ρόδα μάζωνε κι αθούς εκορφολόγα, να πλέξει ζόγια με τ’ς αθούς, στεφάνι με τα ρόδα. Κι ο Γιάννης εκατέβαινεν από λαγού κυνήγι, ζευγάρι ρόδα τση ζητά και τέσσερα του δίνει. Βγάν’ απού το δαχτύλιν του όμορφο δαχτυλίδι, εις την ποδιάν τση το πετά κι εις τα βυζιά τση δίδει. Κι η μάναν τση την τόπωσεν απού το παραθύρι. -Μωρή, και δεν εντράπηκες να πάρεις δαχτυλίδι; Άγησ’ εσύ, σκύλα Μαριώ, κι α δε σε μηνυτέψω, απού ’χεις δώδεκ’ αδερφούς και δεκοχτώ ξαδέρφους! Ουλημερίς τη μάλωνε κι αργά τη μηνυτεύγει και εις τσι δώδεκ’ αδερφούς και δεκοχτώ ξαδέρφους. Δέρνουν την δώδεκ’ αδερφοί κι οι δεκοχτώ ξαδέρφοι, δέρνει τηνε κι η μάνα τση με την βαριάν τση ρόκα κι ο κύρης τ’ς ο πρωτόπαπας με το χοντρό ραβδίν του. Ούλοι μπλιό την εδέρνανε με πέτρες και με ξύλα, τα αίματα σουρώνανε, τα ρούχα ματωθήκαν. Τη νύχτα τα μεσάνυχτα η κόρη ψυχομάχειε κι η μάναν τση μπαινόβγαινε κι έσερνε τα μαλλιάν τση κι ο κύρης τ’ς ο πρωτόπαπας τα γόνατάν του δέρνει. Κι η μάναν τση τηνε ρωτά τζαγκουρνομαδισμένη: -Θέλεις τα μπα, θέλεις τα ξα, θέλεις τα βελουδένια, Θέλεις τα καταπράσινα, που τά’φερεν ο Γιάννης; -Δε θέλω μπα, δε θέλω ξα, δε θέλω βελουδένια, Δε θέλω καταπράσινα κι ας τά ’φερε κι ο Γιάννης∙ θέλω τα ματωμένα μου, να κατεβώ στον Άδη, να βγει ακουσμός εις τα χωριά, διαλαλημός στη χώρα, πως μ’ αδικοθανάτισαν γιά ’να ζευγάρι ρόδα. 6 Μαύρον καπνό είδα κι έβγαινε επάνω σ’ ένα όρος. -Παιδιά, καμίνι καίουνε γη τα’ όρος εκεντήθη, γη απού τ’ αρχοντόπουλα κιανέναν εκοτώσαν; -Μήτε καμινι καίουνε μήτ’ όρος εκεντήθη, μήτ’ απού τα’ αρχοντόπουλα κιανέναν εσκοτώσαν. Κερά δέρνει τη βάγια τζη, δέρνει και μαγκλαβίζει. -Δέρνε μ’, αφέντρα, δέρνε με, δέρνε, μαγκλάβιζέ με, μ’ αργά, σαν έρθ’ αφέντης μου, θενά σε μολοήσω. -Τ’ είδες, μωρή, και τί θα πεις και τι θα μολοήσεις; -Οψές αργά πλαθιά ’στρωσα κι ήβρα και ξεστρωμένα και ’γγίζω το προσκέφαλο, βρίστω δυό κεφαλάκια, το ‘να ’το με ξαθά μαλλιά και τ’ άλλο ξυρισμένο, κι ’γγίζω τα μπροσπόδια σας, βρίστω τέσσερα πόδια, τα δυό ’σαν άσπρα και παχιά, τα δυό με τα τουσλούκια. 7 Δώδεκα χρόνους το λαλώ τση χήρας το ζευγάρι, λαλώ το κι άλλους δώδεκα κι ακόμη δεν την είδα, μ’ απάνω ‘ς τσι εικοστέσσερεις θωρώ την και προβαίνει. -Δώσ’ μου, κερά, τη ρόγα μου, να πάω στη δουλειά μου. -Αμέτε, βάγιες, δώστε του γη ασήμι γη χρυσάφι. -Τιγάρες πώς εδούλευγα γι’ ασήμη γη χρουσάφι; -Αμέτε, βάγιες, δώστε του φιλί, για να χορτάσει. -Τιγάρες πώς εδούλευγα για το φιλί τση βάγιας; -Αμέτε, βάγιες, στρώσετε την κλίνη τη δική μου, πανέρια μόσκους βάλετε εις το προσκέφαλόν του. Απού το μόσκο τον πολύ ο νιός αποκοιμήθη Και το ταχύ σηκώνεται με μαραμέν’ αχείλι. -Δώσ’ μου κερά, τη ρόγα μου, να πάω στη δουλειά μου. -Εγώ χωράφι σού’δωκα, να σπείρεις, να θερίσεις, μά ‘τον τα’ αλέτρι σου κακό και το γυνί σου μότσιο. 8 Έναν καράβι ξακουστό επόρισε στο κρούσος, μηδέ πολλά μικρό ’τανε μηδέ πολλά μεγάλο∙ χιλιώ πεντακοσιώ πηχώ κι είχε και χίλιους μέσα. Τα γυρογιάλια πορπατεί, τη θάλασσα γυρίζει, κι ομορφονιόν εσκλάβωσεν οψές το μεσημέρι. Μάνα δεν έει να τον κλαί’, κύρη να τον λυπάται, Μηδ’ αδερφό, μηδ’ αδερφή, να τον ψυχοπονάται. Μά ’χει παλιά αγαπητικιά κι εκείνη τον λυπάτα. Χίλια δούδει αν τον ιδεί, χίλια να του μιλήσει, και δυό χιλιάδες ξέχωρα να τον γλυκοφιλήσει. Βάνει τα χίλια στον τζεβρέ αι τον τζεβρέ στα στήθη και παίρνει το στρατί στρατί κι εις το καράβι φτάνει. Από μακριά τόνε θωρεί τον ναύκληρο και λέει : -Καραβοκύρη μ’ αδελφέ και ναύκληρέ μ’ αφέντη∙ ομορφονιόν εσκλάβωσες οψές το μεσημέρι. Μάνα δεν έχει να τον κλαί’, κύρη να τον λυπάται, μηδ’ αδερφό μηδ’ αδερφή να τον ψυχοπονάται∙ Μά ’χει παλιά αγαπητικιά κι εκείνη τον λυπάται. Χίλια δούδει να τον ιδεί, χίλια να του μιλήσει, και δυό χιλιάδες ξέχωρα να τον γλυκοφιλήσει. Βαστά τα χίλια στον τζεβρέ και τον τζεβρέ στα στήθη. Τότες ο νιός τση μίλησε ’πο μές απού τ’ αμπάρι. -Αν έχεις γρόσια, τρώγε τα, κι άσπρα, ξεφάντωνέ τα∙ μα σαν την ιδείς τη θάλασσα να φυτευτεί περβόλι, ετότεσάς το κάτεχε, πως θα με ξεσκλαβώσεις. ΤΗΣ ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΝΥΦΗ Τα τραγούδια αυτά ανήκουν στον κύκλο των τραγουδιών της απαρνημέης. Τραγούδια με παραπλήσια υπόθεση βρίσκονται και στην ποίηση άλων ευρωπαϊκών λαών, Ιταλών, Ισπανών, Γάλλων, Άγγλων, Δανών, Νορηγών, Σουηδών. Κατά τις παρατηρήσεις του S. Baud-Bovy, το τραγούδι έει συντεθεί αρχικά στα νησιά του Αιγαίου, την εποχή της Φραγκοκρατίας. -Μάνα μου, κεια που καθόμουν κι έκανα το πλουμί μου, εζήτηξε τ’ αχείλι μου νερό του βρυσημάτου και πήγα στη δροσοπηγή να πιω και να γεμίσω και βρίσκω τον πολυαγαπώ στα ρόδα και κοιμάτο, στα ρόδα, στα ντραντάφυλλα και στα ντρανταφυλλάκια, χύνω νερό και λούγω τον, μαντίλι και σφουγγώ τον. «Κόρη, και για ‘ντα με φιλείς ; Την Κυριακή βλογούμαι, και δεν περηφανεύσαι να μπεις κουμπάρισσά μου;» Μάνα, τον αγαπώ βλογούν και τον αρραβωνιάζουν, με κράζει για κουμπάρα ντου, τα στάφανα ν’ αλλάξω! -Μωρή, έχεις πόδια να σταθείς και κεφαλή να κλίνεις, έχεις και γοργοδάχτυλα, τα στέφανα ν’ αλλάξεις; -Μάνα, έχω πόδια να σταθώ και κεφαλί να κλίνω κι έχω και γοργοδάχτυλα, τα στέφανα ν’ αλλάξω. Εκαθόμουν και στολίζουντο ‘πού το ταχύ ως το βράδυ. Βάνει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος, τον άμμο τον αμέτρητο βάνει μαργαριτάρι. Και παίρνει το στρατί στρατί και στου κουμπάρου πάει. Παπάς την είδε κι έσφαλλε, διάκοι και κανονάρχοι, και τα μικρά διακόπουλα πάψαν το « Κύρι’ ελέησον». -Παπά μου, αν είσαι χριστιανός κι αν είσαι βαφτισμένος, μετάλλαξε τα στέφανα, βάλε τα στη κουμπάρας. |
ΚΛΕΦΤΙΚΑ
Τα κλέφτικα τραγούδια ως διακριτό είδος των επικών δημοτικών τραγουδιών πήρε το όνομά του από το περιεχόμενο των στίχων του. Σε ό,τι αφορά στον ελλαδικό χώρο τα κλέφτικα τραγούδια είναι δημιουργήματα μιας συγκεκριμένης περιόδου της Τουρκοκρατίας μετά τον 16ο αιώνα και στα θέματά τους διαφαίνεται η επαναστατική δράση των κλεφτών και των αρματολών. Στους στίχους εγκωμιάζεται η ζωή, τα κατορθώματα, η νικηφόρα μάχη ή ο ένδοξος θάνατός τους. Μολονότι αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα, δεν περιλαμβάνουν ακριβή διήγηση, ούτε προσήλωση σε συγκεκριμένα πρόσωπα .Εδώ οι ήρωες, σε αντίθεση από τα ακριτικά, δεν έχουν υπερφυσικές ικανότητες και είναι απλοί θνητοί. Στα ολιγόστιχα λιτά, χωρίς εξηγήσεις και περιγραφές περιστατικών, κλέφτικα τραγούδια η μετάβαση από την μια εικόνα στην άλλη γίνεται γρήγορα. Σε όλα σχεδόν απαντάται ζωντανός διάλογος μεταξύ προσώπων, ενώ ενίοτε, όταν δεν υπάρχει δεύτερο πρόσωπο, ο δημιουργός εισάγει μια συμβατική εικόνα, ένα πουλί με ανθρώπινη λαλιά, μια κόρη, προκειμένου να παραχθεί ο διάλογος. Μερικά δείγματα συναντούμε και στην Κρήτη. ΣΕ ΨΗΛΟ ΒΟΥΝΟ, ΣΕ ΡΙΖΙΜΙΟ ΧΑΡΑΚΙ Σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό χαράκι κάθετον αϊτός βρεμένος-χιονισμένος και παρακαλεί τον ήλιο ν’ ανατείλειž -Ήλιε, ανάτειλε, ήλιε, λάμψε και δώσε, για να λιώσουνε χιόνια πού τα φτερά μου και τα κρούσταλλα από τα’ ακρόνυχά μου. ΑΡΑΘΥΜΟΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ -Γιάννη, για’ντα σ’ αράθυμος; Γιάννη, για’ντα μαλώνεις; -Πώς να μην είμ’ αράθυμος και πώς να μη μαλώνω; Ολιμερνίς στον πόλεμο και κάθ’ αργά στη βίγλα, κι ούλες οι βίγλες βλέπουνε και σεις κοιμάστε μόνο. Παιδιά, δεν κράζουν οι πετεινοί, παιδιά, δεν ξημερώνει, να κατεβώ στον πόλεμο, να πολεμήσω πάλι, να κάμω μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες; ΧΡΙΣΤΕ, ΝΑ ΖΩΝΟΥΜΟΥΝ ΣΠΑΘΙ Χριστέ, να ζώνουμουν σπαθί και να’πιανα κοντάρι να πρόβαινα στον Ομαλό, στη στράτα τω Μουσούρω, να σύρω τα’ αργυρό σπαθί και το χρυσό κοντάρι να κάμω μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες, να κάμω και μωρά παιδιά με δίχως τσι μανάδες. ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ Ένα από τα πιο ευρέως διαδεδομένα και αγαπημένα θέματα του λαϊκού ποιητή είναι η αγάπη. Αν και περιορισμένοι από την κοινωνία οι νέοι στις εκφράσεις της, πάντα έβρισκαν έναν τρόπο να την εκφράζουν. ΟΨΕΣ ΑΡΓΑ Οψές αργάς εφύσηξε βαρύς βοριάς και νότος κι ανεμοκύκλωσε τσ’ αυλές κι εσφάλιξε τσι πόρτες κι εσφάλιξε την αγαπώ στην ειδικήν τση πόρταž βάνει βαρσάμους μάνταλο, βασιλικούς περάτες και βάνει κι αντιπέρατο βιόλες και καντιφέδες. ΤΟ ΘΡΗΝΟΣ ΤΣ’ ΑΓΑΠΗΤΙΚΗΣ Εγώ ‘μνωξα τσ’ αγάπης μου βραδιά να μην τση λείψω. Μα μια βραδιά τση ξώμεινα, μια νύχτα, μιαν εσπέρα γεμίζουν τα βουνά φωνές και τα λαγκάδια δάκρυα και τα λαγκοπεράματα αξέπλεγες πλεξούδες. ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ «Αλάργο είσαι κα μακρυά κ’η γι ομιλιά δεν φτάνει όξω κι ανέ μιλήσουμε με μπέννα και μελάνι» «Κάνε, πουλί μου, απομονή κι’ο κόσμος δεν εχάθη και με το διάβα του καιρού γιατρεύονται τα πάθη» «Αν μ’αγαπάς απ’ την καρδιά, δείξε μου σημαδάκι, όντε κρατούμε στο χορό, σφίξε μου το χεράκι» «Αυγερινός θε να γενώ να μπω στην κάμαρή σου να ιδώ την τάβλα απού δειπνάς, την κλίνη απού κοιμάσαι την κορ’ απ’ αγκαλιάζεσαι, αν ειν’ καλλιά ‘πο μένα.» «Ήθελα και να κάτεχα για ποια πονεί η καρδιά σου ποια βρίσκει την παράδεισο μέσα στα σωθικά σου» «Δεν είσαι όμορφη πολλά, μα ‘σαι των αμμαθιώ μου, σαν άγγελος μου φαίνεσαι οντό σταθείς ομπρός μου.» «Δε θέλω την αγάπη σου την καταφρονεμένη γιατί όπου δουν τα μάθια σου, ο νους σου ‘κεια ‘πομένει.» «Αρνήθης με που να καείς μοίρα να μη γνωρίσεις και τα προυκιά όπου κεντάς, παντέρμα να τ’ αφήσεις. Ίντα να κάμω, αγάπη μου, δεν είναι από μένα άλλοι σε ‘ρίζουνε κ’ εσέ και τυραννού και μένα.» «Ήχασα ‘γω τσ’ ελπίδες μου σαν το πουλί όντο χάσει μάθια και πόδια και φτερά και δε μπορ’ α πετάξει» «Σαν ήπηρές μου τον το νου, πάρε με σκιάς και μένα κ’ ίντα με θέλει κουζουλό η μάνα που γεννά» «Πες μου το πως δε μ’ αγαπάς, φως μου, να ησυχάσω βαρέθηκα τέτοια ζωή, να τρέμω μη σε χάσω» «Μα συ θαρρείς πως σ’ αγαπώ και χάνομαι για σένα να δεις το νιο που μ’ αγαπά, τρεις κάνει σαν εσένα» «Πούρι καλά κατέχεις το, πως είμ’ εγώ ζηλιάρης κι όπου δε θέλω μη μιλέις μη ροζονάρεις» «Παραπονιάρη, μη γρινιάς, ζηλιάρη μη ζηλεύγεις κ’ εγώ κι αν επαντρεύτηκα εσύ θα με χαϊδεύεις» ΓΝΩΜΙΚΑ Στα γνωμικά τραγούδια βρίσκουμε διατυπωμένη σε στίχους τη φιλοσοφία του ελληνικού λαού. Πολλά από αυτά είναι τραγούδια με την συνηθισμένη σημασία της λέξης, άλλα είναι περισσότερο παροιμιακές εκφράσεις που περιέχουν γνώμες για την ζωή, την αξία της και τη σημασία της, διαπιστώσεις, συμβουλές. Γι’ αυτό και το ξεχώρισμά τους από τις παροιμίες είναι δύσκολο. Τα γνωμικά τραγούδια, όπως και οι παροιμίες, διαπαιδαγωγούν το λαό με τις αντιλήψεις που ισχύουν για το ηθικό και το χρήσιμο. Η μελέτη τους μας βοηθάει να γνωρίσουμε τη νοοτροπία και τα βιώματα των ανθρώπων της εποχής. Με ύφος αδρό και συχνά επιγραμματικό εκφράζονται σ’ αυτά οι αξίες της ελληνικής κοινωνίας, όπως διαμορφώθηκαν την εποχή της ξενοκρατίας : η ανδρεία, η ομόνοια μέσα στην οικογένεια, η φρόνηση, ευσέβεια, η ταπεινοφροσύνη. ΤΟΝ ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΟ ΜΗΝ ΤΟΝ ΚΛΑΙΣ Τον αντρειωμένο μην τον κλαις, όντεν κι αν αστοχήσει. Μ’ αν αστοχήσει μια και δυο, πάλι αντρειωμένος είναι πάντα ‘ν’ η πόρτα ντ’ ανοιχτή κι η τάβλα ντου στρωμένη και τ’ αργυρόν του το σκαμνί όμορφα στολισμένοž χαρακοπούν οι φίλοι του, κάθονται, τρων και πίνουν. ΜΥΡΙΖΟΥΝ ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΚΟΙ Μυρίζουν οι βασιλικοί, μυρίζουν κι οι βαρσάμοι, μα σα μυρίζ’ ο φρόνιμος, βαρσάμια δε μυρίζουν, βαρσάμια ουδέ βασιλικοί, μουδέ καρεφιλάτα. Μυρίζει εκειά που περπατεί, μυρίζει εκειά που στέκει, μυρίζει εκειά που κάθεται… ΠΟΤΕ ΜΟΥ ΔΕΝ ΕΖΗΛΕΨΑ Ποτέ μου δεν εζήλεψαe20σ’ αμπέλια, σε περβόλια, μόνο ζηλεύω τ’ς εδικούς, όντε μονομερούνε, περίττον να’ναι κι αδελφοί κι όλο πρώτοι ξαδέρφοι. Κι αν είναι θλίψη, θλίβονται, κι αν είν’ χαρά, χαρούνε κι αν πάθουν κι άλλο τίβοτσις, ο γ’ είς τ’ αλλού βοηθούνε. εξαφανίζονται! «Ποτέ σου μην περιφρονείς τα κάτω σκαλοπάθια γιατ’ εκειδά πρωτοπατείς και βγαίνεις στα παλάθια» ή «Μην τονέ κλαις τον αετό απού πετά στα νέφη μα κλαίγε το μικρό πουλί απού φτερά δεν έχει» ΠΑΛΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙΑ 1. Η Ξανθή Ένα πουλάκι τάιζα ανύψητο τ' αλεύρι και χορταράκι πράσινο για να γενούμε ταίρι. Ένα πρωί σηκώνομαι και χάνω το από μπρος μου και χάνω ο καλορίζικος τα μάτια και το φως μου. Παίρνω το τουφεκάκι μου και στα βουνά διαβαίνω, κατσά κατσά περπάτουνα και το πουλί γυρεύγω. Βρίχνω το το πουλάκι μου σε μια μηλιά από κάτω. Μιλώ του και δε μου μιλεί, λέω του δε μου λέει και τότες το κατάλαβα πως ήταν πεθαμένο. Βγάνω το σκαλιδάκι μου, σκύβω και σκάφτω μνήμα, σκύφτω και θάφτω την ξανθή, ιδές καημός και κρίμα. Και παραγγέλνω τση μηλιάς:Μηλιά μου πότιζέ το και κόβε από τα άνθη σου και μοσκομύριζέ το και κόβε από τα μήλα σου και δίνε των περάτω να συγχωρούνε της Ξανθής που κείτεται από κάτω. 2. Οι σπανοί Τρεις σπανοί από την πόλη Πέντε τρίχες είχαν όλοι. Ήρθε κι ένας Τηνιακός Πέντε τρίχες μοναχός. _Βρε καλώς τον πολυγένη, από πούθε κατεβαίνει! _Απ' την Πόλη κατεβαίνω και στη Βενετιά πηγαίνω. Πάω ν' αγοράσω χτένια Που με φάγανε τα γένια. 3. Ο ψύλλος Ο ψύλλος εγκρεμίστηκε από το παραθύρι κι η μάνα του του φώνιαζε: Πού πας μωρά μπεγίρι. _Να πάω θέλω στα Χανιά να σάσω μια μανάρα να πελεκώ τα μάρμαρα να κάμω κουτσουνάρα, να τρέχει το κρυγιό νερό, να πίνει η Μαντζουράνα. Τση μαντζουράνας το κλαδί, του πρίνου το σταφύλι, τση κοπελιάς το μάγουλο, μου μάρανε τ' αχείλι. 4. Η Ορφανούλα Μια μάνα είχε όμορφη ακριβοθυγατέρα, που ήλιος δεν την έβλεπε ούτε νύχτα ούτε μέρα. Την έλουζε, τη χτένιζε με φιλντισένιο χτένι, στα πούπουλα την κοίμιζε την καλαναθρεμμένη. Μα ήρθε καιρός και πέθανε η μάνα η καημένη κι έμεινε η κόρη ορφανή και παραπονεμένη. Πολύς καιρός δε πέρασε που ο κύρης της παντρεύτη. Πήρε γυναίκα μια κακιά, την έβαζε να γνέθει. Της δίνει κρίθινο ψωμί και το νερό μετρούσε. Είχε δυο κόρες που αυτές πολύ τις αγαπούσε. Τις έντυνε χρυσά, ρούχα καμαρωμένα. Της ορφανής τα πέταξε, της βάζει ξεσκισμένα. Της λέει είσαι ορφανή και τώρα τι θα γίνεις, σύρε να πας στο μαγεριό και δούλα μας να γίνεις. Την παίρνει το παράπονο και με καρδιά θλιμμένη, τη νύχτα τα μεσάνυχτα στο κοιμητήρι μπαίνει. Κλαίει, φωνάζει, δέρνεται, πώς σαν το φανερώσει: Σήκω μανούλα μου απ' τη γη και παρηγόρησέ με, που ξένες έκανα αδελφές και ξένη με φωνάζουν και ξένη μάνα έκανα, σαν δούλα με προστάζουν. Η πλάκα όλη εσείστηκε, βραχνή φωνή εβγήκε: Σύρε παιδί μου στο καλό, σύρε και στην ευχή μου κι αύριο βράδυ θε να δεις ότι ποθεί η ψυχή μου. Ήρθε το βράδυ και χορός εγίνετο στην πόλη, είχε χορό ο βασιλιάς και καλεσμένοι όλοι. Επήγε και η μητριά μαζί με τις δυο κόρες κι η ορφανούλα έμεινε μονάχη με τις ώρες. Την παίρνει το παράπονο και βγαίνει στον οντά της Και πάνω στο κρεβάτι της βρίσκει μια φορεσιά της. Λούστη, χτενίστη κι άλλαξε και στο παλάτι πάει. Ποια είναι, λέει ο βασιλιάς, που έχει τόση χάρη; Ποια είναι λέει κι η μητριά που όλοι την κοιτάζουν κι η χάρη της τους θάμπωσε και την αποθαυμάζουν. Τρέχει, γυρίζει σπίτι της να μη την δουν στο μάτι και πέφτει το πασούμι της στο πρώτο σκαλοπάτι. Τρέχει τ' αρπάζει ο βασιλιάς, δούλους και δούλες κράζει, βουνά, λαγκάδια να διαβούν ως να την βρουν, προστάζει. Μικρές, μεγάλες το 'βαζαν, δεν έμπαινε σε όλες, Το 'βαλε και η μητριά μαζί με τις δυο κόρες. Και λένε εις τη μητριά:Κόρη δεν έχεις άλλη; Ψάχνουν εδώ, ψάχνουν εκεί, τη βρίσκουν μες στ' αμπάρι. Της βάζουν το πασούμι της, της έρχεται ίσα-ίσα. Παίρνουν την παν στο βασιλιά, βασίλισσα την κάνει. Κι η μητριά κι οι κόρες της σκάσαν απ' το κακό τους. 5. Πιπεριά Ανέβηκα στη πιπεριά να κόψω 'να πιπέρι μα η πιπεριά τσακίστηκε και μου 'κοψε το χέρι. Δος μου το μαντηλάκι σου το χρυσοκεντημένο να δέσω το χεράκι μου απού 'ναι ματωμένο 6. Ψιχαλίζει, -λίζει, -λίζει κι ο παππάς χειρομυλίζει, να μου κάμει μιαν κουλούρα σαν του μπάρμπα μου τη λούρα να τη βάλω στο πιθάρι, να την τρώω το Γενάρη, να περνά κι ο διακονιάρης, να του δίδω 'να κομμάτι, να γρυλώνει το αμάτι να περνά κι ο παπουτσής, να του δίδω το τσουνί, να μου κάμει παπουτσάκια, να πατώ τ' ασπαλαθάκια, ν' ανεβαίνω στσι καρές. να θωρώ τσι Μεσαρές, να θωρώ και το Νικόλη. που τον-ε ζυγώνουν όλοι 7. Ο ψύλλος Ο ψύλλος εγκρεμίστηκε από το παραθύρι κι η μάννα του του φώνιαζε "Πού πας μωρέ μπεγίρι;" "Να πάω θέλω στα Χανιά να κάμω μια μανάρα να πελεκώ τα μάρμαρα να κάνω κουτσουνάρα" Τση κουτσουνάρας το νερό του πρίνου το σταφύλι τση κοπελιάς το μάγουλο μου μάρανε τ' αχείλι. 8. Πάνω κειε στ' Αβρασαμιά κατεβαίνει ένας παπάς και φωνιάζει λε λα λε να παντρεύγουνται κι οι γρες. Όσες γρες το κούσανε, όλες εγλακούσανε. Μα μια γρα μια κακογρά δεν εμπόρειε να γλακά. Μωρέ σεις που πάτε μπρος! Πάρετε και μένα δυο, ένα γέρο κι ένα νιο. Νάναι ο γέρος για τα ξύλα και ο νιος για τα παιχνίδια. 9. Οντεν ήμουνε κοπέλι Οντεν ήμουνε κοπέλι κι ήβλεπα (φύλαγα) τ' αγά τ' αμπέλι έρχουνται τρεις αδερφήδες να μου πάρουν τσι σταφίδες. Παίρνω τον απάνω γύρο να βρω βέργα να τσι δείρω και μπερδένω σ' ένα βάτο μούδε πάνω μούδε κάτω. Κι έρχεται η πια μικιή να με βάλει στο σακί κι έρχεται κι η πια μεγάλη να με βάλει στο τσουβάλι κι έρχεται κι η κοντοκώλα κι όλο στη κοιλιά μου κόλλα ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟ ΤΣΙΚΑΛΑΚΙ Μια βολά κ’ έναν καιρό ήτανε μια γρα κ’ ένας γέρος και δεν είχανε κοπέλια. Επαρακαλούσανε τον Θεό μερού νυχτού να τσι πέψει ένα παιδί κι ας ήταν και τσικαλάκι. Μιαν κοπανιά ερχίνιξε η κοιλιά τση γριάς κ’ εφούσκωνε, και στα’ εννιά μήνες απάνω εγέννησε ένα τσικαλάκι. Με τα χρόνια το τσικαλάκι εμεγάλωνε. Μιαν ημέρα εγίνουντανε γάμος στη γειτονιά κ’ εκαλέσανε τη γρα με το γέρο. Αυτοί εβαρυούντανε να πάνε και πέψανε το τσικαλάκι. Αυτό το κακορίζικο ήταν καλοπόταγο, κ’ όπου κι’ αν ήθελα το πέψουνε επήγαινε. Στο γάμο είχανε τόσα να πολλά γλυκίσματα, απού δεν εμπόργιε ο κόσμος να τα’ αποφάσει. Εκειά πού ‘στεκε το τσικαλάκι απάνω σ’ ένα σκαμνί, όποιος δεν του ‘κανε όρεξη να φάει το γλύκισμά ντου, το ‘ριχνε χωστά μέσα στο τσικαλάκι. Απής εκατάλαβε το τσικαλάκι πως ήτανε γοργογεμάτο, εμίσεψε κ’ επήγε στση μάνας του. Πασίχαρη η γρα φκαιραίνει το τσικαλάκι και ξαναπέμπει το. Ίσαμε να ξαναγιαγείρει όμως το τσικαλάκι, ήτανε σκολασμένος ο γάμος, εχώστηκε κ’ αυτό μέσα στον οντά τση νύφης. Η νύφη σαν εγδύθηκε, ήβγαλε και τα χρυσαφικά τζης και τα ‘ποθεκε μέσα στο τσικαλάκι. Φεύγει αυτό κατσιρμά, πάει πάλι τση μάνας του. «Αφερί μου κακορίζικο τσικαλάκι μα καλά τα καταφέρνεις», λέει η μάνα ντου. Φκαιραίνει το ξαναπέμπει το. Άντε πάλι, πάει αυτό τρεχαπετάμενο, χώνεται στον οντά. τη νύχτα η νύφη, δεν κατέχω ίντα ‘δενε κ’εφοβήθηκε, και τα’ ήρθενε να κάμει το χοντρό τζης νερό. Ο γαμπρός δεν ήθελε να την αφήσει να πάει όξω στον αναγκαίο, γι να μη κρυγιολοηθεί, και τση ‘πενε να κάμει στο τσικαλάκι μέσα τα «κουραμπγιεδάκια τζης». Μας ήκουσε το τσικαλάκι πως ήκαμε η νύφη κουραμπγιεδάκια ,φεύγει πάλι, αγλακά πάει στση μάνας του. Άνοιξε μα, απού σού ‘φερα εδά κουραμπγιεδάκια απού τα ‘καμε η νύφη αμοναχή τζης. Ανοίγει η γρα, και ίντα να δει…… Εκατό λογιώ μάνητες την επιάσανε και δίδει μιαν ανεποδαρά του τσικαλιού, και πεθιέται αντίκρυτα στον τοίχο και γίνεται χιλιάλατσα. Ο ΟΦΙΣ ΚΙ Ο ΚΑΒΡΟΣ Μια βόλα ο όφις είπενε του καβρού να γενούνε συντέκνοι. Ο καβρός τον εκάτεχε πως ήτανε μια ολιά τραϊτόρος και δεν ήθελε τα σιναλίκια ντου. Αμά με το πε και ξαναπέ, το εκατάφερε και γενήκανε σεντέκνοι. Με καιρό ο όφις ήβαλε στο νου ντου, να πα ξεκάμει τον καβρό. Πάει, πάει σέρνεται, ήτανε βέβαια μετζίλι από του ενούς την τρύπα ίσαμε του αλλουνού. «Βαθιά κάνε το συρμό» ήλεγε από μέσα ντου του απατού ντου ο όφις, για να κατέχεις να ξαναγιαγείρεις. Στα τελευταία θωρεί απόξω απού την καβροτρυπιά τον καβρό, απού ήτονε προβαρμένος κ’ εκάθουνταν εκειά στον πόρο κ’ ελιαζούντανε. «Ώρες καλές σύντεκνε» του λέει, «καλώς όρισες σύντεκνε» ‘πηλογάται κι’ ο καβρός. «Και ίντα χαμπέργια σύντεκνε;» λέει «μέσα δα τα πούμε, απού να μη μασέ γροικά κιανείς». Μπαίνουνε στην τρύπα, αρχινά ο όφις και τυλίσσεται γύρου γύρου του καβρού. Απού το πολύ σφίξιμο εντακάρανε τα μάθια του καβρού κ’ εποβασιλεύγανε. Λέει «κρύος κάνει σύντεκνε και σε σφίγγω να ζεσταθούμεν». Ο καβρός εδά καταλαβαίνει πως ο όφις του μιλεί τραϊτορίστικα, και λέει από μέσα ντου «στάσου κ’ εγώ θα σε καταστέσω». Λέει «κατέχεις αφέη σύντεκνε πόσο σ’αγαπώ. Εδά που θα μισέψεις θέλω να φιληθούμε». Βγάνει ο όφις τη γλώσσα ντου, αρπά την ο καβρός με τη χαχάλα ντου. «Μα ίντα κάνεις εκειά αφέη σύντεκνε». Γροικά ο όφις ξετυλλίσσεται μια στάξη. Κι’ όσον του ‘λεγε «ντρέτα σύντεκνε» εξετυλίσσουνταν ο όφις. Ίσαμε που ποξετυλίχτηκε κ’ ήφυγε κ’ επήε στη δουλειά ντου. Απός τότε, σας, μοιάζει, πως απόμεινε και γροικάται ο λόγος «ντρέτα πήγαινε αφέη σύντεκνε να σ’ αγαπά κι ο Θιός», οντέ θα βρεθούνε δυό ορτάκηδες και κάνει ένας απού τσι δύο χιλέ. ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΓΗΘΕΙΕΣ Σημαντικό ρόλο στην ζωή του παραδοσιακού ανθρώπου είχαν και οι δεισιδαιμονίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι γηθειές. Οι αμόρφωτοι άνθρωποι που δεν μπορούν να αντιδράσουν δυναμικά αλλά ούτε και με την λογική τους μπροστά στις αρρώστιες και τις καταστροφές προσπαθούν με αυτόν τον τρόπο να αποτρέψουν το κακό. Έτσι έχουμε γηθειές για τα ποντίκια, τους πόνους της κοιλιάς, το μάτιασμα τόσο στους ανθρώπους όσο και στα ζώα, στα δέντρα και τα φυτά. ΤΗΣ ΣΦΑΗΣ Το κείμενο της γητειάς αυτής έχει, λέει, και κάποια ιστορία. Ακούστε την, λοιπόν: Ένας φτωχός ζητιάνος χτύπησε κάποτε μια πόρτα και ζήτησε τροφή και ύπνο. Διατραγουδούσε δε ο άμοιρος την κατάστασή του ως εξής: «Φεταλάκι (έχω) το ψωμάκι, τρεις ελιές στο σκουτελάκι. Κλήματα η κοιμητέ μου, πέτρα το προσκέφαλό μου». Η νοικοκυρά όμως φαίνεται ότι ήταν αφιλόξενη και, ενώ εμαγείρευε καλό φαγητό (λάρδο = κρέας), του είπε ότι μαγείρευε φακή (φάκο) και φακή του πρόσφερε για φαγητο: «Λάρδο εμαγείρευε και φάκο εμαρτύρα» Σαν τιμωρία για το ψέμα της αυτό, άρχιζε να «σφάζεται» η νοικοκυρά, πονούσε δηλαδή πολύ η κοιλιά της. Αλλά ο κουρελής εκείνος μουσαφίρης ήταν ο Χριστός και αμέσως την θεράπευσε! Από τότε λένε μετά την επίκληση των Αγίων και μετά την παραπάνω ιστορία και τα εξής: «Φύγε, πόνε των αντέρω κι ο Χριστός σε παραδείχνει με την αργυρή ντου χέρα» Με τη γηθεία αυτή και με μερικά άλλα πρακτικά φάρμακα αντιμετωπίζουν οι χωρικοί μας το συνηθισμένο και σ’ αυτούς κοιλόπονο! ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΚΟΥ Γνωστές είναι οι ζημιές που προκαλούν τα ποντίκια στα διάφορα γεωργικά προϊόντα (δημητριακά, ντομάτες, πατάτες, κουκιά, κ.λπ.). Τα ποντίκια επίσης είναι βρώμικα και σιχαμερά. Για να απαλλαγούν λοιπόν οι γεωργοί από την πληγή αυτή μεταχειρίζονται μια ειδική γηθειά, που, όπως ισχυρίζονται, θαυματουργική. Ο «γητευτής» ή η «γητεύτρα» σηκώνεται πρωί πρωί, αξημέρωτα. Παίρνει ένα καλάμι και- προτού πλυθεί, προτού μιλήσει- πηγαίνει στον τόπο που συχνάζουν τα ποντίκια. Χτυπά το καλάμι εδώ κ’ εκεί και αρχίζει να τα «γητεύει»: «Ποντικοί, πορνικοί και κακά μιαρά τση γης, να πάρετε τα γεννημένα σας και τ’ αγέννητά σας, να πάτε πάνω στα βουνά να τρώτε πρίνους και κλαδιά. Μη βάλω τη κατσούλα μου, την χιλιοψαρομούρα μου να σάσε κυνηγήσει κ’ ένα σας να μην αφήσει» Έτσι τα ποντίκια, μόλις ακούσουν ότι η γάτα θα τα κυνηγήσει, αμέσως |
Μακεδονία
Κλέφτικα
Στην Μακεδονία συναντώνται πολλά τραγούδια αφιερωμένα στον επαναστατικό αγώνα , τόσο του 1821 όσο και των βαλκανικών πολέμων με κυρίαρχη μορφή αυτή του Παύλου Μελά. Πολλά ντουφέκια ρίχνουντι Έρε. πολλά ντουφέκια, μάνα μ ‘ ρίχνουντι. κάτου στην Τριχουβίοτα μήνα σι γάμου, μάνα μ' ρίχνουντι. Έρε. μήνα σι γάμου μάνα μ'ρίχνουντι. μήνα σι πανηγύρι, τα ρίχνει του Μπέη. μάνα μ’ του πιδί Έρε. τα ρίχνει του Μπέη. μάνα μ.' του πιδί. για μια παπαδουκόρη, φουτιά να κάψει την Τουρκιά. Έρε. φουτιά να κάψει την Τουρκιά. κι αυτούς και τα ντουφέκια Ν' ακούστι Νι(ο)καστρίτισσις Ν' ακούστι Νιοκαστρίτισοις κοι σεις Μιλκιουτουιπούλις. ν' οι κλέφτες προυσκύνησαν κι όλοι ραγιάδις γιν'καν. Μόι να μικρό κλιφτόπουλο δε θελ' να προυσκυνήσει. μον’ καρτιρεί την Άνοιξη, του Μάη. του Καλουκαίρι. να βγουν τα πρόβατα μ’ αρνιά και τα παχιά κριάρια, να βγει και το γλυκό κρασί που πιν" τα παλικάρια. - Κέρνα μας ρούσσα μ' κέρνα μας. άειντι μωρέ γιε μου. κέρνα ώσπου να φέξει. κέρνα τουν πρώτου με γυαλί. άειντι μωρέ γιε μου. του δεύτιρου μι κούπα. τουν τρίτου τουν μικρότερου άειντι μωρέ γιε μου. μι μαστραπά 'σημένιου. Του Καχσάμπα Ένα Σαββάτου βράδυ, βρε Δημήτρη. μια Κυριακή πρωί. αμάν Δημήτρη. μια Κυριακή πρωί. σκότωσαν τον Κατσιάμπα τον Δημήτρη. μέσα στ'Αντώνη το σπίτι, αμάν Δημήτρη μέσα στ' Αντώνη το σπίτι. Τρεις φίλοι σε προδώσανε Δημήτρη και σε σκοτώσανε. αμάν Δημήτρη. σε θανατώσανε Αμάν Δημήτρη. αμάν Κατσιάμπα. μ' έναν πικρό καφέ, Ένα Σαββάτου βράδυ, βρε Κατσιάμπα. μια Κυριακή πρωί. βαρέσαν τον Κατσιάμπα το Δημήτρη μέσα εις την Μιλίκι. αμάν Κατσιάμπα μέσα εις την Μιλίκι. Το κρίμα να χει η Δέσπω η Ντωνσύδα που σι φαρμάκουσι, αμάν Κατσιάμπα που σι φαρμάκουσι. και εις τους Τούρκους τον παράδωσε. Σαν το ’μάθε η Βέργια κι Νιάουστα. στείλανε ανθρώπους για να τον θάψουνε. Σε κλαίει η Βέργια κι όλη η Νάουσα. σε κλαίει και το Ρουμλούκι βρε Κατσιάμπα. μέχρι την Κουλιακιά. αμάν Κατσιάμπα μέχρι την Κουλιακιά. Του Νάσιου Τ'ακούσατι. τι έγινε τούτη την ιβδουμάδα Του Νάσιου μας βαρέσανι. μέσα μιριά στ’ αμπέλια Τρεις μαχαιριές τουν δώσανι. του αίμα ρουχαλίζει Σύρτι να φέρτι του γιατρό, γιατρό του Νικουλούσι Να κι ου γιατρός που έρχιτι μι. μι δυο γυαλιά στα χέρια Σιούλουμ' αμάν. Νάσιους πιθαίν' Του Παύλου Μελά(μοιρολόι) Ωρέ. σαν σήμερα απάνω στο βουνό, ο Παύλος Μελάς ,έπεσε λαβωμένος, μεσ’τα νερά του αυλακιού , ήτανε ξαπλωμένος. Καημένε , καημένε μου Μελά,σε κλαίν’τ’αγριοπούλια Δεν κλαίνε τη λαβωματιά δεν κλαίνε για το βόλι Μον’κλαιν’που μ’άφησε η συντροφιά μου όλη. Σταλαγμαιιά. οιαλαγμαηά ro αίμα μου δίνω. για την πατρίδα μας, τη Μακεδονία μας, να λάμπει ααν τον ήλιο, να λάμπει οαν τον ήλιο. Παύλος Μελάς (μοιρολόι) Σαν τέτοια ώρα στο βουνό, ο Παύλος πληγωμένος Μεσ' το νερό του αυλακιού ήτανε ξαπλωμένος Δεν κλαίω τη λαβωματιό, δεν κλαίω και το βόλι Μον' κλαίω που με άφησε η συντροφιά μου όλη Σταλαματιά το αίμα μου για σε πατρίδα χύνω Για να χεις δόξα και τιμή. να λάμπεις σαν τον ήλιο Παύλος Μελάς κι αν πέθανε. τα παλικάρια ζούνε Θα φέρουνε τη λευτεριά στη χώρα που ποθούμε. ΤΟΥ ΖΙΔΡΟΥ Ζίντρο μου ήσουν φρόνιμος απ’ όλα τα πρωτάτα, ήσουν και πρώτος έξαρχος σ’ όλα τα μοναστήρια۠ όσα βουνά θέλεις διαβή και κάμπους ν’ απεράσεις, όλα βοτάνια έχουνε κι’ όλα βοτάνια κάνουν, να τά’ξερες, να τά’τρωγες, ποτέ να μην πεθάνης. «Τί σήμερο και τί ταχύ, ’γω ν’ αποθάνω θέλω۠ δεν το’χω πως θε να χαθώ και πως θε ν’ αποθάνω, μον’ το’χω σε παράπονο και σε ντροπή μεγάλη, που θε να μπη Αρβανιτιά μέσα στην ελασσώνα και θα μου κάψουν τα χωριά κι όλα τα βιλαέτια, και θα το έχω σε ντροπή, οπ’ ήμουν καπετάνιος.» ΤΟΥ ΠΛΙΑΣΚΑ Κοίτεται ο Πλιάτσκας, κοίτεται, κοίτεται λαβωμένος, με τα ποδάρια στο νερό, πάλε νερό χαλεύει. «Να’χα νερό απ’ τον τόπο μου και μ ήλ’ απ’ τη μηλιά μου, να’χα και τη μανούλα μου, να πλένη τους γιαράδες, να πλένη τες λαβωματιές, οπού’ μαι λαβωμένος.» Με τα πουλιά εμάλωνε και με τα χελιδόνια, «τάχα, πουλιά μ’, θα γιατρευτώ, τάχα, πουλιά μ’, θα γειάνω;» -«Πλιάτσκα μου, σα θέλης γιατριά, σα θέλης να γερέψης, να βγης απάνω στ’ άγραφα, ψηλά στ’ αγραφοβούνια, που’ναι τα κρύα τα νερά, και τα όμορφα κορίτσια.» ΤΟΥ ΠΛΙΑΣΚΑ Κοίτεται ο Πλιάσκας, κοίτεται, στον πλάτανο, στη βρύση. με τα ποδάρια στο νερό, πάλι νερό γυρεύει. Με τα πουλιά κουβέντιαζε και με τα χιλιδόνια. «Τάχα πουλιά μ’, θα γιατρευτώ, τάχα, πουλιά μ’, θα γειάνω;» έβγα ψηλά στον Όλυμπο και στες κρύες βρυσούλες∙ ’κει κάνουν κλέφτες μαζωξιά, τα δώδεκα πρωτάτα, εκεί μοιράζουν το λουφέ, μοιράζουν βελαέτια, Ο Τσάρας παίρν’ την Ποταμιά, Ταμπάκης Ελασσώνα, και τα μικρά Μπζιοτόπουλα, παίρνουνε τα Σερβιώτικα.» ΤΟΥ ΒΛΑΧΟΘΑΝΑΣΗ Ανεβηκα στον Όλυμπο και κοίταξα τριγύρω, τριγύρω γύρω θάλασσα, κι από στεριά Αρβανίτες, και πάλι πίσω γύρισα, μες στα παλιά λημέρια, τα βρίσκω όλα έρημα όλα χορταριασμένα∙ ψιλή λαλίτσα έβγαλα, όσο κι αν ημπορούσα: -«Αλεξαντρής δεν ειν’ εδώ, πήγε στην Ελασσώνα, πήγε να μάση Αρβανιτιά, να’ρθη να σε βαρέση.» -«Και τί κακό τον έκαμα, θέλει να με βαρέση; Ήρθε με παλιογραβάνια, τον έκαμα καινούργια, Ήρθε με παλιοτσάρουχα, τον έκαμα πλεγμένα, ήρθε με παλιοπίστολα, τον έκαμα ασημένια∙ πέντε παιδιά τον βάφτισα, κανέν’ να μη τον ζήση.» Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΡΟΜΦΕΗΣ Ατός του τούδε τα’ όνειρο ο καπετάν Ρομφέης. Ουδ’ έτρωγε, ουδ’ έπινε, ουδέ χροκοπάει, μόν’ τα’ άρματά του τήραε, στέκει και τα ρωτάει∙ «Ντουφέκι μου περήφανο, σπαθί μου πέρα-πέρα, σαράντα χρόνους έκαμα αρματολός και κλέφτης, το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα, και το ντουφέκι στο πλευρό όσο να ξημερώση∙ ατός μου τούδα τ’ όνειρο, καλά θε να ποθάνω.» ΙΣΤΟΡΙΚΑ Στην Μακεδονία συναντάμε και ιστορικά τραγούδια που αναφέρονται στους κλέφτες και γενικότερα σε γεγονότα πριν την απελευθέρωση. Ν' ακούστι Νιοκαστρίτισσες Ν' ακούστι Νι-, ν' ακούστι Νι-, ν' ακούστι Νιουκαστρίτισσες. κι άειντι. μωρέ γιε μου και σεις Μιλκιωτοϊπούλες. και σεις Μιλκιωτοϊπούλες. τώρα οι κλέφτις. τώρα οι κλέφτις, τώρα οι κλέφτις προσκύνησαν, κι άειντι μωρέ γιε μου κι όλ'ν οι ραγιάδις βγήκαν (γί’νκαν). κι ολ'ν οι ραγιάδις (γι'νκαν). μόι να μικρό, μόι να μικρό, μόι ’να μικρό κλεφτόιπουλο. κι άειντι. μωρέ γιε μου. δε θέλει να προσκυνήσει, δε θέλει να προσκυνήσει μον' καρτερεί, μον' καρτερεί ,μον' καρτερεί την άνοιξη. κι άειντι. μωρέ γιε μου το Μάη. το καλοκαίρι, το Μάη. το καλοκαίρι. Να βγουν τα προ-, να βγουν τα προ-, να βγουν τα πρόβατα μ' αρνιά. κι άειντι. μωρέ γιε μου και τα παχιά κριάρια, και τα παχιά κριάρια. να βγει και το. να βγει και το .να βγει και το γλυκό κρασί, κι άειντι. μωρέ γιε μου. που πιν' τα παλικάρια, που πιν' τα παλικάρια. (Κέρνα μας τσούπρα μ' κέρνα μας. κέρνα ώσπου να φέξει) - Κέρνουν τον πρω-, κέρνουν τον πρω-, κέρνουν τον πρώτο με γυαλί, κι άειντι. μωρέ γιε μου τον δεύτερο με κούπα, τον δεύτερο με κούπα, τον τρίτο το, τον τρίτο το. τον τρίτο το μικρότερο. κι άειντι. μωρέ γιε μου με μαστραπά 'σημένιο. με μαστραπά σημένιο. ΠΑΡΑΛΛΟΓΕΣ Πολύστιχα αφηγηματικά ποιήματα με ποικίλο περιεχόμενο. Στην περιοχή της Μακεδονίας συναντώνται τα εξής. Μάνα και γιος καθότανε σ' ένα μαξιλαράκι Μάνα και γιος, μάνα και γιος καθότανε, σ'ένα μαξιλαράκι μάνα βαστά-, μάνα βαστάει, μάνα βαστάει τα κεριά, κι ο γιος. κι ο γιος ψυχομαχάει - Εσύ πεθαίν-, εσύ πεθαίνεις Κώστα μου. κι εμένα πού. κι εμένα πού μ' αφήνεις; Την κόρη π' α-, την κόρη π’ αρρεβώνιασες, ποιός θα την πάρει τώρα - Έχω αδερφόν, έχω αδερφό, έχω αδερφό μικρότερο, αυτός θε να την πάρει. Σαν τα’α άκουσε, σαν τα’ά κουσε σ, σαν τα’άκουσε κι ο αδελφός, Πουλύ του καλοφάνει, Καβάλα κα- καβάλα κάνει τα’άλογο, στην νύφη του πηγαίνει, -Καλή σου μέρα, καλή σου μέρα νύφη μου. -Καλώς τον ,καλώς τον τον αφέντη. -Νύφη μ’ ο Κω- νύφη μ’ ο Κώστας πέθανε,και μου ‘πε να σε πάρω. -Όταν στε- όταν στερέψει η θάλασσα και βγάλει κύπαρίσσι Τότε και ‘μας , τότε και ‘μας ο έρωτας, τότε και ‘μας ο έρωτας θα μας αποχωρήσει. ΤΟΥ ΓΕΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ Χίλνοι τρακόσοι μάστουροι κί χίλια μαστουρούδια καμάραν ιθιμέλιουναν στου Δούναβου απάνου. Ούλη μέρα θιμέλιουναν κί του βραδύ γκρημνιούνταν. Πουλάκι πήγι κι έκατσι πάν’ ντη διξιά καμάρα∙ δε γκιλαϊδούσι θα μπουλί, θάν αγριοπούλι πού ’ταν, μού γκιλαϊδούσι κι έλιγι ανθρώπινη λαλίτσα. «Αν δε στοιχειώστι άνθρουπουν, καμάρα δε στιργιώνει, κι ουδί φτουχόν ουδ’ αρφανόν ουδί κανέν διαβάτη, μόνου του προυτουμάστουρα του πρώτου τη γυναίκα». Κι η μάστουρας θα ντ’ άκουσι, στέλνει κι παραγγέλνει∙ Γουργά λουστεί, γουργά αλλαχτεί, γουργά του γιόμα νά ’ρτει. -Βρε τί με θέλεις, μάστουρα, κί μί μηνάς να έρτου; -Έπισ’ η γι-αρραβώνα μου μες στη διξιά καμάρα, να κατιβείς να την ηβρείς κι απάνου να τη φέρεις. Κατέβηκε να την ηβρεί κι απάνου να τη φέρει, Βρίσκει τα φίδια σταυρωτά, τις όχινις μπλιγμένις. Κατά τουν ήλιου κοίταζε κι πικρουκαταργιούνταν: «Πώς σκούζει του πιδάκι μου, να σκούζει του πουτάμι, πώς τρέμνει του κουρμάκι μου, να τρέμνει του γιουφύρι. Τρεις αδιρφούδις ήμιστι κι οι τρεις μαρμαρουμένις. Η μια είνι στου Δούναβου, η γι-άλλη στου Βαρδάρη, κι η τρίτη η μικρότερη παν’ στη διξιά καμάρα». ΖΗΛΙΑΡΗΣ ΣΥΖΥΓΟΣ Τρεις άρχουντοι κι Βλαχουγιός αντάμα τρων κι πίνουν. Ένας πινιέτι στ’ άσπρα του, γι-άλλους στη φουρισιά του, πινέθηκι κι Βλαχουγιός πως έχ’ καλή γυναίκα. -Αλήθει’ αλήθεια, Βλαχουγιέ, καλή γυναίκα έχεις, καλή γυναίκα κι άξια κι πουλυουξακουσμένη. Ικείν’ δανείζει του φιλί στα μουρφουπαλικάρια, στα μούρφα κι στα λεύτιρα κι στ’ αρραβουνιασμένα! Σαν τ’ άκουσιν η Βλαχουγιός, πουλύ του βαρυφάγκι. Νύχτα σιλώνει τα’ άλουγου, νύχτα του καλιγώνει, βάζ’ ασημένια πέταλα, καρφγιά μαλαματένια κι τα καλιγουσφύρια του αγνό μαργαριτάρι. Στις Σέρρις ιπρογεύουνταν, στη Λάρσα γιουματίζει, στα έρημα τα Γιάννινα βουλέτι να δειπνήσει. Βρίσκει τη Βλάχα πόπλυνι κι βαρυσκαματίζει. -Βγάλι, Βλάχα μ’, του γκαμουχά να μη ντουν ιματώσεις. -Ναι δε λυπάσαι νιό κουρμί κι νιάτα χαϊδιμένα, μόνου λυπάσι καμουχάν πού ’νι πανί βαμμένου! ΟΦΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΗΣΤΗ ΑΔΕΛΦΟ ΤΟΥ Η Κώστας η πραματιφτής, η Κώστας η στρατιώτης, σέρνει μουλάρια δώδικα κι μούλις δικαπέντι. Μια μούλα χρυσουπέταλη πααίν’ απ’ άλλουν δρόμου, κι η Κώστας δε γκατάλαβι κι Κώστας δε ντου ξέρει, μον’ ντραγουδούσι κι έλιγι, μον’ ντραγουδάει κι λέει∙ «Για διές ντιρβένια πού ’νι δω, κι κλέφτις πώς δεν έχει!» Του λόγου δεν απόσουσι, του λόγου δεν απούπι, πέντι τουν πιάνουν ’π’ τα μαλιά κι τέσσερεις ’π’ τα χέρια, κι άλλοι πέντι ξιφόρτουναν τα δώδικα μουλάρια. -Βρε μη ντα ξιφουρτώνιτι τα έρημα μουλάρια, γιατ’ είμι Κώστας μουναχός κι δε μπουρώ φουρτώσου. -Ακούς, ακούς του γκερατά, τί λόγια πάει κι λέει! Ημείς θα τουν σκουτώσουμε κι ακόμα συντυχαίνει! Τρεις μαχιργιές τουν δώσανι κι ύστιρα τουν ρουτούσαν. -’Που πού’ ’σι, βρε πραματιφτή, ’που πού ’σι βρε στρατιώτη; -Μάνα ’χα ’που τα Γιάννινα, πατέρα ’που τη Λάρσα, κι ένα μικρότιρ’ αδερφό, που πάει μι τους κλέφτις, κι τώρα μ’ ήρτι μήνυμα πως είνι καπιτάνιους. -Ισύ ’σι, Κώστα μ’ αδιρφέ, εσύ ’σι, βρε στρατιώτη! ΘΑΝΑΤΟΣ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΑΜΟ Μάνα κι γιός εκείτουνταν σ’ ένα προυσκιφαλάκι. Μάνα βαστούσι του κιρί κι γιός της ξιψυχάει. -Σβήσι, μάνα μου, τα κιργιά κι άναψι τις λαμπάδις. -Ισύ, παιδί μου, ξιψυχάς, τη νύφ’ ποιος θα την πάρει; -Δεν κλιαίς, μάνα μου, τα νιάτα μου, δεν κλιαίς τη λιβιντιά μου, μουν’ πας κι κλιαίς τη νύφη σου, ποιος νέους θα την πάρει∙ κι έχου αδερφό μικρότερου κι ας πάει να την πάρει. Τουν λόγου δεν απόσουσι, τουν λόγου δεν ’πουσώνει, του μάιβρον του καβαλίκιψι κι πάει να ν-την πάρει. Κι η κόρη π’ τον πουλύ καημό κι απ’ την πολλήν αγάπη στου παραθύρι κάθουνταν κι στου γιαλό ’γναντεύει. Γλιέπει του Γιάννη από ’ρχουνταν στου μαύρου του καβάλα. -Γιάννη μου, πού είνι ου Κώστας μου, πού είνι ου καλός μου; -Κόρη μου, ου Κώστας πέθανι κι εγώ ’ρθα να σι πάρου. -Όντας θα στύψει η θάλασσα κι γίνει περιβόλι, τότις κι ιγώ θα παντρευτώ κι σένα, Γιάννη, θα πάρου. ΚΑΚΙΑ ΠΕΘΕΡΑ ΚΑΙ ΠΕΡΔΙΚΑ Σαρακηνοί του θέριζαν, Τούρκοι του κουβανούσαν. Κι μια Σαρακηνιώτισσα δε μπουρεί να θερίσει. Αργά ν-αργά του θέριζι, αργά του κουβανούσι, σι ’ριο διμάτι’ ακούμπησι, χρυσόν υγιό να κάμει. Χρυσό βλαττί τουν ντύλιγι, χρυσσό βλαττί του βάνει, στους αγκαλές τουν έπιρνι, να πάει να τουν γκριμίσει. Στη στράταν απού πάινι, στου δρ΄μου που διαβαίνει, τη μπέρδικα αντάμουνι κι τη γκαλιμιρνούσι. -Πού πας, Σαρακηνιώτισσα, μι του πιδί στα χέρια; -Πάου πέρα στου μπουταμό, πάου να του γκριμίσου. -Γω ’χου σαρανταδυό πιδγιά, κανένα δε γκριμίζου, κι συ τουν ένα τουν υγιό πώς πας να τουν γκριμίσεις; ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ ΚΑΙ ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΡΗΓΑ Βασιλοπούλα αρμάτωσε ολόχρυση φεργάδα. Βάζει στην πρύμνη μάλαμα κι ατή της καπετάνιος. Του ρήγα γιος την πολεμά με δυό με τρεις φεργάδες. -Σουλτάνα, δωσ’ μου ‘ναφιλί και πάρε μια φεργάδα. Θέλεις την κόκκινη παρέ, θέλεις την φιλντισένια, θέλεις την ολοκρέμεζηπου’ μαι κι ατός μου μέσα. -Όμορφος που ‘σαι ,ρήγα γιε, κι άσκημα κουβεντιάζεις. Έβγα να πολεμήσουμε στη μέση του πελάγου, κι όποιος νικήσει από τους δυό να πάρει ο ένας τον άλλον. Βασιλοπούλα νίκησε , παίρνει το ρήγα σκλάβο. |
Του γλεντιού
Το μεγαλύτερο μέρος των τραγουδιών είναι φτιαγμένο για να τραγουδιέται και να χορεύεται σε γλέντια ανεξαρτήτως μερικές φορές από ειδικές περιστάσεις π. χ. από γάμους ή πανηγύρια. Τ΄ς Μίγδους - Πες του Μίγδου μ’. ξαναπές του. ποιόναν αγαπάς; - Κείνουν π' αγαπώ κορ'μάνα μ', δεν είν' τους ιδώ. Είν τους πέρα στη Μιλίκη. στου τρανό χουργιό Στείλι προξηνήτ' βρε Γώργη μ', του Νάσιου του μπακάλ'. ίσους κι καντιο τη μάνα μ’ κι τα’ αδέρφια μου Τράιος Μην πυκνουπιρνάς βρε Τράιου μ. απ' την πόρτα μου. κακουφαίνιτι στη μανιά μου την Κρούσταλλού, βρε Τράιου μ'και την τέτου' μου. Βάλι προυξηνήτ. βρε Τράιου μ', τουν Παναϊώτ' τ' μουχτόρ. Μπέλκιμ' κι κάντιο' βρε Τράιου μ’τουν πατέρα μ’κι την μάνα μου. Βάλε το καπέλο σου βρε Τράιου μ’ βάλε το στραβά. και γω θα το καταλαβαίνω Πάρε τα τιφτέρια σου βρε Τράιου μ'κι έλα να δούμε τους λογαριασμούς. Πάρε τα τιφτέρια οου βρε Τράιου μ'και σύρε στο Πλατύ να πληρώσεις τους εργάτες, να σε δουν πολλοί και λίγοι βρε Τράιου μ’ Τούρκοι και Ρουμιοί να οι δω κι γω η καημένη βρε Τράιου μ’ να ξιζουρλαθώ. να μαχφουθώ ’ τέτου θεία '* μπέλκιμ κι κάντιο’ μήπως κ σι πείσει Της Παναιούς Νά'ησαν Πανάγιου μ' -λε- Πανάγιου μ' πέρδικα μικρό τζιαντάνι67 μ', νά’ησαν κι πιριστέρα. Πέντι πιδιά Πανάγιου μ', -λε- Πανάγιου μ' σι γύριβαν. μικρό τζιαντάνι μ', πέντι τζιουρμπαδουπαίδια Κανέναν δεν πήρις Πανάγιου μ', μικρό τζιαντάνι μ’, κι πήρις τουν Κυριαζόπ’λου Πανάγιου μ’ μικρό τζιαντάνι μ'. Σήκου Πανάγιου μ’ κι βάλι τουν καλό σαγιά κι του πουλένιου σου ζουνάρι. Πανάγιου μ', κι έβγα στουν χουρό, Πανάγιου μ' πέρδικα, να λάμψει ου χουρός κορ' Πανάγιου μ’. Πανάγιου μ' πέρδικα Τ'ς Κατιρίνους Πουλλά πιδιά μωρ' Κατιρίνου μ', σ' αγάπησαν, κανένας δε σι πήρι, μωρή Κατιρίνου μου. Ο μπουγιατζής Κατιρίνου μ', ο μπουγιατζής. με τις πουλλές παράδις μωρή Κατιρίνου μου. σι γέλασι Κατιρίνου μ'. οι πλάνιψι . κι κείνους δε σι πίρι. μωρή Κατιρίνου μου. Πουλλά φλουριά Κατιρίνου μ’ σι τάξανε, μα άντρα μαραζιάρη, μωρή Κατιρίνου μου Φωτιά να καψ’ Κατιρίνου μ', τα φλουριά, κι φλόγα του μαραζιάρη, μωρή Κατιρίνου μου Κι φλόγατα παλάτια μωρ’Κατιρίνου μου΄ Μπροστά στο νιο Κατιρίνου μ’,που σ’αγαπά Μπροστά στο παλικάρι, μωρή Κατιρίνου μου. Παραλλαγή Πέντι πιδιά μωρέ Κατρίνου μ' σ' αγάπησαν, κανένας δε σι πήρι Αχ! Λαφαζανούδα μου. μον' πήρις αυτά τουν Τζόλα Κατιρίνου μ'αυτόν τουν μαραζιάρη Αχ! Πουντικούδα μου Συ γέλαοαν Κατιρίνου μ. συ πλάνηψαν. μι βλίγδις κι αλεύρια κι μι πουλλά φλουριά Αχ!Λαφαζανούδα μου. του κρίμα να χει η μπάρμπας σ' Κατιρίνου μ', κι τ' άδικου η αδερφή σου η Λιξόνδρο Αχ! Πουντικούδα μου Πολλά φλουριά Κατρίνου μ 'κι άντρας μαραζιάρης Αχ! Λαφαζανούδα μου λίγα φλουριά Κατιρίνου μ’κι άντρας παλικάρι Αχ! Πουντικούδα μου Δεν σ' έπιρπιν Κατιρίνου μ', να πάρεις τουν Τζόλα τουν Μαράζο Αχ!Λαφαζανούδα μου. Μον’ σ’ έτριπιν Κατερίνου μ’ να πάρεις του Ντώνα του Ζαχαραμέντα. Αχ! Ποντικούδα μου. ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΑ Μ’ Βόλι Δημήφη μ' κι άλλαξι. άιντε Δημητρούλα μ' Βόλι Δημητρούλα μ' τ’ άρματα σ' Βόλι κι τα φλουριά σου Βόλι κι το χρυσά σου. Δημητρούλα μου αχ να σε χαρώ κι σύρι του χουρό, πάρι κι τα σπαθιά σου, Δημητρούλα μου κι έβγα στου χουρό. Της Λισσάβως - Τρεις τσιανταρμάδις' Λισσάβου μ'. Λισσάβου μ’ και ένας σιουβαρής '. και ένας σιουβαρής*. ήρθαν για να σε πάρουν Λισσάβου μ', για να με παντρευτείς, για να με παντρευτείς. - Και που θα πάμε βρε Γώργο μ’ βρε Γωργάκπ μ’ και που θα κάτσουμε, και που θα κάτσουμε, - Στη Βέργια εκεί θα πάμε Λισσάβου μ εκεί θα κάτσουμε, εκεί θα κάτσουμε. - Τράβα βρε Γιώργο μ’ βρε Γιώργο μ', βρε Γιωργάκη μ’ εγώ δεν έρχομαι, εγώ δεν έρχομαι - Θα σε σκοτώσω Λισσάβου μ', Λισσάβου μ’ όχι δεν έρχεσαι, όχι δεν έρχεσαι - Τράβα και σκότωσε με βρε Γωργάκη μ', εγώ δεν έρχομαι, εγώ δεν έρχομαι. Τρεις πιστουλιές της δίνει της Λισαόβους. και δύο μαχαιριές, και δύο μαχαιριές. Δεν σ' έπριπιν Λισσάβω μου Δε σ' έπριπιν Λιοσάβω μ'. Λισσάβω μ', δε σ' έπριπινΛισσάβω μ'. Λισσάβω μ'. ι σένα ο Γώργης ο Δραγάτ'ς, αμάν Λισσάβω μ', ο Γιώργης ο Δραγάτ’ς Μον' σ' έπριπιν Λισσάβω μ'. Λισσάβω μ', να πάρεις αρχοντόπουλο. αμάν Λισσάβω μ’, να πάρεις αρχοντόπουλο. Λισσάβω μου. Καλέσις μ' πρόβατου. Το κρίμα να' χει μάνα σ' κορ'Λιοσάβω μ', το κρίμα να'χει μάνα σ' κορ' Λισσάβω μ'. αυτή σε πήρε στο λαιμό, αχ! Λισσάβω μ’, αυτή σε πήρε στο λαιμό. Λισσάβω μου. καλέσια μ' πρόβατου. Τρεις τζαντερμάνοι ήρθαν μωρή Λισσάβω μ', τρεις τζαντερμάνσι ήρθαν μωρή Λισοάβω μ'. να πάρουνε του Γώργη, του Γώργη του Δραγάτ', να πάρουνε το Γιώργη, του Γιώργη του Δραγάτ'. Λισσάβω μου. καλέσισ μ’πρόβατου. Στον ουρανό καλάμιζα Στον ουρανό καλάμιζα, στα σύννεφα το άδειαζα, και στους κάμπους το υφαίνω, δέντρα και κλαδιά μαραίνω, και στους κάμπους το υφαίνω, δέντρα και κλαδιά μαραίνω. Πόσο το υφαίνεις το πανί. το λυγερό σου το κορμί, πόσο δίνεις και το χτένι και η κόρη που το υφαίνει. Κόρη γιατί δεν παντρεύεσαι, μον' άδικα παιδεύεσαι, για να πάρεις παλικάρι, τ’ άστρα γιε μου με το φεγγάρι, για να πάρεις παλικάρι, τ' άστρα γιε μου με το φεγγάρι. Σαράντα χρόνια δούλεψα Επιτραπέζιο τραγούδι των κοινών διασκεδάσεων Σαράντα χρο- χρόνια δούλεψα μέσ’ τη Μακεδονία, χίλια φλουριά απάκτησα άειντε. χίλια φλουριά ν' απόκτησα και πεντακόσια γρόσια. σε μια Βουργά- Βουργάρα τα ‘δωσα. Ώρε , σε μια Βουργάρα τα δωσα σε μια Βουργαροηούλα. για να την κλέψω μια βραδιά, ώρε. σε μια Βουργάρα τα δωσα σε μια Βουργαροηούλα. για να την κλέψω μια βραδιά, Το μάθατε τι έγινε μέσα στο Μακροχώρι Το μάθατε τί έγινε μέσα στο Μακροχώρι . το Γιάννη τον. μα τον- επιάσανε. Άειντε το Γιάννη τον επιάσανε και παν' να τον κρεμάσουν. χίλιοι τον παι- παίρνουν από μπροστά. χίλιοι τον παίρνουν από μπροστά και πεντακόσιοι πίσω. - Μη με περνά- περνάτε απ' το χωριό. Άειντε. μη με περνάτε απ’ το χωριό, πο' μεσ' το Μακροχώρι. θα ιδούν εχτροί, εχτροί μου. θα χαρούν ιδούν εχτροί μου. θα χαρούν. οι φίλοι μου θα κλάψουν. έχω και μια και μια αγαπητικιά. Άειντε. έχω και μια. και μια αγαπητικιά. μαύρα θα τα φορέσει. θα περιμένει γιε μου να μου ιδεί, θα περιμένει να μου ιδεί. στους δρόμους θα κοιτάζει. Της αγάπης Ένα από τα πιο αγαπημένα θέματα για τραγούδια είναι αυτό της αγάπης. Χαμομηλιά, χαμοροδιά Χαμουμηλιά μ’,χαμουρουδιά μ',χαμήλους' τα κλουνάρια σου. ------ ν' ανέβου στην κουρφίτσα σου. Να ιδώ την Πόλη πώς χαλνάει, τα κάστρα πώς γκριμίζουντι, κι ζιρβουκαλαμίζουντι. Να ιδώ κι την αγάπη μου. πού στρώνει που πλαγιάζιτι. πού ξιμιρουβραδιάζιτι. Απ' όλα τ' άστρα τ' ουρανού Απ' όλα τ' άστρα τ’ ουρανού, ένα μόνο μ' αρέσει. Βέργα μου. εκείνο το πιο- πιο λαμπρό, που μου φέγγει. Βέργα μου. και κίνησα να την βρω. και τη βρήκα μ' άλλον. μ' έναν καλό μου. καλό μου φίλο. Βέργα μου. Αλίμονο οε μένα και στα γκιντέρια μου με πήραν την αγάπη, απ' τα χέρια μου. Της καθημερινής ζωής Η καθημερινή ζωή δίνεται πολλές αφορμές για την σύνθεση τραγουδιών. Να ταν ο ουρανός χαρτί κι η Θάλασσα μιλάνι Να’ ταν ο ουρανός χαρτί κι η θάλασσα μιλάνι, Να γράψω τα παράπονά μ’, κι πάλι δεν μου φτάνει. -Αχ! Ουρανέ κατάδικε, κατέβα κάνε κρίση, Του κουριτσάκ’ που μ’αγαπάει τώρα θελ’ να με αφήσει. Κ’ ‘σεις κακιές γειτόνισσις, χουρίς να ιδείτι λιέτι Χουρίς ξύλα, χουρίς φουτιά τουν ανθρουπού τουν καίτι. Πέρδικά μου γιορντανούσα - Πέρδικά μου γιορντανούσα και καμαρωτή. Αχ! Πώς κοιμάσαι ψ'λα στα πλάγια μόνη σ’ μοναχή; Αχ! Δε φοβάσαι τα γεράκια και το σταυραετό; - Έχω αδέρφια τα γεράκια και άντρα σταυραετό. και κοιμάμαι ψηλά στα πλάγια και στο πιο ψηλό βουνό. Ένα όμορφο Τουρκάκι Ένα όμορφο Τουρκάκι, αηού μέσα ‘που τη Βέργια. του γυαλί βαστάει στα χέρια, μου γυαλίζιτι κι λέει: [ή του γυαλί κρατεί στα χέρια, κι τα κάλλη του κοιτάει.] Έμουρφιά μ' κι λιβιντιό μου. πώς θα πάω ατού νιζάμ) . [ή (Νιάτα μου κι λιβιντιά μου. πώς θα πάτι στου νιζάμι.) του Νιζάμ’ θελ' ντουφέκι, του ντουφέκι θελ' ταλίμι, του ταλίμι δεν του ξέρου, κι όταν πάω το μαθαίνω. Μοιρολόγια Μια συννεφιασμένη μέρα Μιά συννεφιασμένη μέρα και μια σκοτεινή βραδιά, αμάν. αμάν. βάρκα γύριζ' άνω κάτω. άει και πνίγει δυο πιδιά. (δις). Ου ένας ήταν ο Νικόλας του Θιόδουρου ου γιός, κι του άλλου τ' Αρμενάκι. στην ομορφάδα ξακουστό, (δις) Του Νικόλα ο πατέρας τάζει λίρις κι φλουριά, αμάν. αμάν "Του Νικόλα να μου φέρ'τι που τουν έχου στην καρδια'.(δις) Θάλασσα δε θέλει λίρις. θάλασσα δεν θελ' φλουριά, αμάν. αμάν. μόνον θέλ’το Νικολάκη να τουν έχει συντροφιά. Πέντι μήνις παντριμένη. η Ανθία στου Νιοέλ'. κι άλλις πέντι μες' του χώμα η Ανθία πιθαμέν' - Χιριτίματα να πάη οτη μανούλα μου. το Θανάση μου. να τους πείτε την αλήθεια, η Ανθία πέθανι. να κιράσουν παξιμάδι κι γλυκό κρασί Άιντι Χρήστου μ' Χρήστου μ' πάμι στα Ρουγκάτοια. να ρουγκατσιέψουμι να φάμι κι να πιούμι κι να χορέψουμι Ισύ μι τη μαχαίρα κι γω μι τ' φουστανέλα να ρουγκατσιρέψουμι Της τάβλας Τραγούδια που παίζονταν σε γλέντια-κυρίως γαμήλια- ενώ οι καλεσμένοι ήταν καθιστοί. Του Χριστόδουλου Χριστόδουλος αγάπησι να πάρει Τουρκοπούλα. - Χριστόδουλε, αν μ' αγαπάς, έλα να με πάρεις. Σάββατο βράδυ πο'χουν οι Τούρκοι ραμαζάνι. Χριστόδουλος λάθιψι και πήγε Πέμπτη βράδυ, πιάσανε το Χριστόδουλο. - Έβγα μωρή σκύλα να με δεις. που παν να με κρεμάσουν - Τράβα Χριστόδουλε, τράβα και μη φοβάσαι, χίλια φλοριά έχω στο λαιμό και χίλια στη ποδιά μου, και αν δεν φτάσουνε Χριστόδουλε, πουλώ και τα προικιά μου. πουλώ και τα προικιά μου. Ξύπνα καλή γειτόνισσα - Ξύπνα καλή γειτόνισσα. παλιά μου φιλενάδα. Ξύπνα ν' ανάψεις τη φωτιά, να σβήοεις το καντήλι - Πώς να σ'κωθώ λιβέντη μου. απ' τις χρυσές αγκάλες, μπερδευκαν τα τσουλούφια μου. μαζί με το μουστάκι. Μουστάκι μου καραμπογιά, και φρύδια μου γραμμένα, πώς θα σας φάει η μαύρη γης. Μωρή ψηλή. μωρή λιγνή (κάποια έχουν περιληφθεί και στην ενότητα γάμος όταν αναφέρονται γλέντια). |
Ήπειρος
ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ
Τούτο το χειμώνα, θέλω να διαβώ
και τι καλοκαίρι καλώς να σε βρω,
νεράντζια με τ’ άνθη και με τον καρπό.
Στρώσε μου στη ρίζα ν΄ αποκοιμηθώ
και φτενό μαντίλι ν’ αποσκεπαστώ,
για να σέρνει αγέρας από το βουνό,
για να πέφτούν τ’ άνθη στο μαντίλι μου,
το παίρνω και πάνω στην αγάπη μου.
Τη βρίσκω που στρώνει και με καρτερεί.
-Ποιόνε στρώνεις κόρη, ποιόνε καρτερείς;
-‘Σένα στρώνω βρε λεβέντη, ‘σένα καρτερώ.
Πάπλωμα και στρώμα, και προσκέφαλα,
πέρδικα ψημένη και γλυκό κρασί.
Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ
Κλαίνε οι πέρδικες στα πλάγια, κλαίνε τον καημό.
Έκλαιγα κι εγώ ο καημένος τον ξεχωρισμό.
Πως θαλά ξεχωρισθούμε, τώρα το ταχιό,
Γιατί ‘γω τώρα θα φύγω, θα ξενιτευτώ
Ωρ’, εγώ θα πάω στα ξένα και στα μακρινά
και θα ζούμε χωρισμένοι χρόνια δώδεκα.
Δώδεκα χρόνια περάσαν, κι ένα ‘ξαμηνο.
Ούτε γράμμα δεν μου στέλνει, ούτε αντιλογιά.
Μώρ’ μου στέλνει ένα μαντήλι με δώδεκα φλωριά,
Και στο πάτο στο μαντίλι, μου ‘χει αντιλογιά.
- Αν θέλεις, κόρη μ’, παντρέψου, θέλεις καλογριά,
θέλεις τα μαύρα βάλε και καρτέρα με.
Εδώ μές’ στα ξένα που’ρθα, επαντρεύτηκα.
Κι επήρα μια γυναίκα, μάγισσα.
Που μαγεύει, τα καράβια και τις θάλασσές.
Ωρ’ μάγεψε και εμένα και δεν έρχομαι.
Σύντα κινώ για να ‘ρθω, χιόνια και βροχές
Σύντα γυρίζω πίσω, ήλιος, ξαστεριες.
Τούτο το χειμώνα, θέλω να διαβώ
και τι καλοκαίρι καλώς να σε βρω,
νεράντζια με τ’ άνθη και με τον καρπό.
Στρώσε μου στη ρίζα ν΄ αποκοιμηθώ
και φτενό μαντίλι ν’ αποσκεπαστώ,
για να σέρνει αγέρας από το βουνό,
για να πέφτούν τ’ άνθη στο μαντίλι μου,
το παίρνω και πάνω στην αγάπη μου.
Τη βρίσκω που στρώνει και με καρτερεί.
-Ποιόνε στρώνεις κόρη, ποιόνε καρτερείς;
-‘Σένα στρώνω βρε λεβέντη, ‘σένα καρτερώ.
Πάπλωμα και στρώμα, και προσκέφαλα,
πέρδικα ψημένη και γλυκό κρασί.
Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ
Κλαίνε οι πέρδικες στα πλάγια, κλαίνε τον καημό.
Έκλαιγα κι εγώ ο καημένος τον ξεχωρισμό.
Πως θαλά ξεχωρισθούμε, τώρα το ταχιό,
Γιατί ‘γω τώρα θα φύγω, θα ξενιτευτώ
Ωρ’, εγώ θα πάω στα ξένα και στα μακρινά
και θα ζούμε χωρισμένοι χρόνια δώδεκα.
Δώδεκα χρόνια περάσαν, κι ένα ‘ξαμηνο.
Ούτε γράμμα δεν μου στέλνει, ούτε αντιλογιά.
Μώρ’ μου στέλνει ένα μαντήλι με δώδεκα φλωριά,
Και στο πάτο στο μαντίλι, μου ‘χει αντιλογιά.
- Αν θέλεις, κόρη μ’, παντρέψου, θέλεις καλογριά,
θέλεις τα μαύρα βάλε και καρτέρα με.
Εδώ μές’ στα ξένα που’ρθα, επαντρεύτηκα.
Κι επήρα μια γυναίκα, μάγισσα.
Που μαγεύει, τα καράβια και τις θάλασσές.
Ωρ’ μάγεψε και εμένα και δεν έρχομαι.
Σύντα κινώ για να ‘ρθω, χιόνια και βροχές
Σύντα γυρίζω πίσω, ήλιος, ξαστεριες.
Κύπρος
Ακριτικά
-1-
Αντίπερα του ποταμού τρεις ζευκολάτες κάμνουν•
΄πο κείθθε κάμν΄ ο Γιαννακός, ΄πο δάθθε κάμν΄ ο Κρίτος,
ανάμεσά τους και τους δκυό κάμν΄ο Μωρογιαννάκας.
Βκαίννει ο ήλιος το πρωίν πάντα και χαιρετά τους:
«Παρακαλώ σε, Γιαννακό, πόσον σιτάριν βάλλεις;»
«Έχω ευκήν την μάνας μου, κατάραν του κυρού μου,
και του μιαλλύττερου μ' αρφού, να μεν το μολοήσω,
σαν μ΄έβαλες εις τον Θεόν, να σου το μολοήσω•
σιτάριν βάλλω δώδεκα, κριθάριν δεκά πέντε,
κουκιά και βίκον δεκακτώ ΄π΄ανωρίς ποζέγνω.»
«Ευκήν σ' αφίννω Γιαννακό, αύριον μεν εζέξης•
αρκιμηνιά κι αρκιχρονιά και πρώτη του Γεννάρη,
κι είναι τ΄αγίου Βασιλειού κι εν κάμνουσιν ζευκάριν.»
Και θέλεις επαράκουσεν, θέλεις καταύτις κάμνει,
σηκώννεται ΄που το πωρνόν και πάει στο ζευκάριν•
έζεξεν κι επροστάφκιασεν εννιά μοδκιών χωράφιν,
μα ΄που την πρώτην αυλακιάν κουράκισεν τ΄αλέτριν.
«Βάστα τον, μαύρε, τον πυρκάν, κι εσού, πυρκά, τον μαύρον,
να δώσουμεν να βκάλουμεν ρίζαν του καλαμιώνα.»
Βαστά ο μαύρος τον πυρκάν και ο πυρκάς τον μαύρον,
κι εδώσασιν κι εφκάλασιν τρικέφαλην κουφούλλαν,
κι εδώσασιν κι ετυλίχτηκεν πα στο σταυρίν τ΄αλέτρου.
Τα χέρκα του εψήλωσεν, πάνω Θεόν δοξάζει:
«Δοξάζω σε, καλέ Θεέ, δοξάζω τ΄όνομά σου,
καμμιά δουλειά εν γίνεται, δίχως το θελημάν σου•
Θεέ μου, στράψε μιαν στραπήν, στράψε και μιαν μεάλην,
κι έφκαλε μιαν μιαλλύττερην πα στο σταυρίν τ΄αλέτρου,
μήτε τα βούδκια να καούν, μήτε ο ζευκολάτης,
μόνον τα ζευλοράμματα, να φύουσιν τα βούδκια.»
Και τότε στράφτει μιαν στραπήν, στράφτει και μιαν μεάλην,
στράφτει και μιαν μιαλλύττερην πα στο σταυρίν τ΄αλέτρου,
μήτε τα βούδκια κάησαν, μήτε ο ζευκολάτης,
μόνον τα ζευλοράμματα, κι εφύασιν τα βούδκια.
Επήεν εις το σπίτιν του κι ήτουν πολλά γλιμμένος,
γλιμμένος και περίλυπος και καταδισκασμένος.
«Κι ίντα ΄παθες ά Γιαννακό κι είσαι πολλά γλιμμένος,
γλιμμένος και περίλυπος και καταδισκασμένος;
Μήπως του σσιού εισαί γλομός και του ηλιού καμένος,
όξα ΄ν΄ που τον πατέραν σου, που είσαι πικραμμένος;»
«Μήτε του σσιού είμαι γλομός, μήτε του ΄λιού καμένος,
μήτε που τον πατέραν μου εν, που ΄μαι πικραμμένος,
μα μόνον εν που τον Θεόν, που ΄μαι καταραμένος.
Σήμμερα είν' αρκιχρονιά και πρώτη του Γεννάρη
κι είναι τ΄αγίου Βασιλειού, κι εν κάμνουσιν ζευκάριν!»
Άλλο τραγούδι
Το ακόλουθο τραγούδι προέρχεται από το κατεχόμενο χωριό Κυθρέα και ανεφέρεται στη σφαγή δύο μικρών παιδιών από τους Τούρκους που έλαβε χώρα στην Κυθρέα κατά τον καιρό της τουρκοκρατίας. Έχει τον τίτλο «Φωνή εκ του μνήματος».
Φωνή εκ του μνήματος
Σίντας περάσης τα βουνά και πας εις την Κυθραίαν,
δεξιά μερκά ένα στρατίν βκάλλει σε σ΄ ένα λόγγον
που τον σκεπάζουσιν οι δκιές, πεύκοι και κυπαρίσσια•
στη μέσην από τα δεντρά έναν αρκάκιν ρέει,
γλυκίν είναι το ρέμμα του και καθαροσταλάζει.
Πήαινε τότες τ΄απισόν του αρκακιού και τρέχα•
θέννα σε βκάλη, Γεώρκη μου, σ΄έναν μεάλον σπήλιον.
Πέρνα δεξιά και θέννα βρης δυο μνήματα χτισμένα•
μεν τα πατήσης, Γεώρκη μου, τι κλαίσιν και τα δυο τους
και βκαίννουν άγριες φωνές και μπουμπουρίζει ο λόγγος:
«Τί φταίμεν τα δυο γέρημα, τα κακοσκοτωμένα,
ποιος ηύρεν και ποιος πατεί την πλάκαν του μνημάτου;
Εν φτάνει που μας φάασιν δυο Τούρκοι σκοτωμένα
σίντας η μάνα στο βυζίν μας μας είχαν και τα δυο μας,
μον' ήρτατε να χάσωμεν και τον γλυκύν μας ύπνον;
Σκύψε γλυκέ κυπάρισσε, κι αρκίνα μοιρολόα•
κλάψε την ώραν την κακήν που ΄ρταμεν εις τον κόσμον•
κλάψε τους μαύρους μας γονιούς, που κλαίν τον θατονόν μας•
κλάψε τους χρόνους τους γλυκούς, που χάσαμεν της νιότης•
κλάψε την μοίραν την κακήν, πού ΄ρτεν να μας μαράνη
και καταράθου το σκυλλίν, που πήρεν την ζωήν μας.»
-2-
Η όμορφη Χρηστινού ήταν αρραβωνιασμένη με τον Κωνσταντά τον λεβεντονιό και, παρόλο που καυχιέται πως δεν φοβάται τον θάνατο, αρρωσταίνει ξαφνικά και πεθαίνει, αφήνοντας τελευταία παραγγελιά στη μάνα της να του δώσει πίσω τον αρραβώνα και με τρόπο να του αναγγείλει τον θανατό της, χωρίς να του ταράξει την καρδιά με το ξαφνικό μαντάτο. Απάνω στην ώρα νά σου και φτάνει ο Κωνσταντάς. Ανήσυχος, ρωτάει την πεθερά του πού είναι η αγαπημένη του. Τότε μαθαίνει την κακή είδηση. Τρέχει στην εκκλησία, όπου βλέπει πεθαμένη τη Χρηστινού. Αφού γονατίζει και τη φιλεί, παίρνει τη σκληρή απόφαση να την ακολουθήσει στον τάφο και αυτοκτονεί με το χρυσό του μαχαίρι, αφού πρώτα τις τελευταίες του παραγγελίες αφήνει στους συγγενείς των. Έτσι οι δύο νέοι θάβονται μαζί, αχώριστοι στο θάνατο καθώς ήταν αχώριστοι και στη ζωή. Όπως το βλέπουμε και σε άλλα ελληνικά δημοτικά τραγούδια, σε παρόμοιες περιγραφές, έτσι και στο «Άσμα της Χρηστινούς», στο τέλος της τραγικής σκηνής και μετά το θάψιμο των δύο αγαπημένων, βλασταίνει πάνω από τον τάφο τους μια λεμονιά κ' ένα κυπαρίσσι που, με το φύσημα του αέρα, φιλιούνται όπως όταν οι δύο ερωτευμένοι ζούσαν ευτυχισμένοι πάνω στη γη.
Άσμα της Χρηστινούς
Μια Χρηστινού φουμίστηκε* τον Χάρον εν φοάται
γιατ' εν τα σπίτια της ψηλά κι άντρας της παλληκάρι,
και κειά εις τα μεσάνυχτα ο Χάρος της εγγίζει,
σηκόννεται που το πωρνόν, κάτι ψηλά κογγίζει:*
«Μάνα, την κεφαλλούλαν μου• μάνα, την κεφαλήν μου.»
«Και με καλόν σου, Χρηστινού, να καιφαλοπονήσεις,
την κεφαλήν σου την χρουσήν μαντήλιν να την δήσης.»
«Μάνα, κι αν έρτη ο Κωνσταντάς δος του την αρραώνα•
μεν του την δώσης γλήορα κι αρπάξης την καργιάν του.»
Και νά σου και τον Κωνσταντάν κ' ερκεται κααλλάρης,
κρατεί τον όφιν που το φτιν,* τον δράκον που τα νύχια.
«Και γειά σου, γειά σου, πεθθερά, και πού 'ν' η Χρηστινού μου,
η Χρηστινού τα μμάδκια μου, το φως των αμμαδκιών μου,
να την φιλήσω μιαν και δυο να σβήση το λαμπρόν μου;»
«Και πέζα πέζα,* Κωνσταντά, κι άλλον τσιμπίν* ιφτάννει.
Τώρα ΄πλυνα, τώρα ΄λούσα, τώρα ΄σκαμμάτισά* την,
στην εκκλησιάν την έπεψα με τες γειτόνισσές της.»
Χτυπά σκαλιάν του μαύρου του, στην εκκλησιάν και πάει,
κι από μακριά τες χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
«Τίνος εν τούν΄το θαφειόν*, τίνος εν τούτ΄η λύπη,
τίνος εν τουν* το λείψανον που ξέβην που το σπίτι;»
Όσοι τον ααπούσασιν είπαν του ένι ξένον,
όσοι τον εμισούσασιν είπαν του «εν δικόν σου».
Γονάτισε κ' εφίλησε δυο μμάδια καμμυμένα,*
γονάτισε κ' εφίλησε δυο χείλη κουρελλένα,*
γονάτισε κ' εφίλησε δυο χέρκα κουλλουρένα.*
Επολοήθην κ' είπεν τους και λέει και λαλεί τους:
«Κάμετε τόπον, άρκοντες, και τόπον οι παπάες,
και χωρισιάν, διακόπουλα, να σκύψω που εν η κόρη.»
Τανά* εις την κοξούλλαν του βρίσκ΄ αρκυρόν θηκάριν
και μέσ' τ' αρκυροθήκαρον βρίσκει γρουσόν μαχαίριν.
Στον ουρανόν το έσυρεν, στο χέριν του το δέχτη,
και πάλε ξανασύρνει το, εις το φλαγκίν* του μπήχτη.
Και τουν τον λόον είπεν τους και λέει και λαλεί τους:
«Σγιόν* κείνης κλάει μάνα της ας κλαίη κ΄η δική μου,
σγιόν κείνης κλαίν τ' αέρφια της ας κλαίν και τα δικά μου,
ας κάμνουν τα μνημόσυνα κ' οι δυο συμπεθθεράδες,
ας τρων κι ας μακαρίζουσι για μένα και για κείνην.»
Επιάσασι κ' εθάψαν τους τους δυο σ' ένα κιούριν,*
βλαστά της κόρης λεμονιά, του παίδιου κυπαρίσσιν,
και κάθ΄Αγίαν Κερκακήν κι Ανάστασιν ημέραν
εσκύβαν κι εφιλούσασιν σαν ήτουν μαθημένα.
Δυο λυερές ερέσσασι* και πάσιν να γεμώσουν,
από τον τάφον ρέσσουσιν που θάφτηκεν η κόρη,
είδασι κ' επιστέψασι μιαν τοιαύτην χάριν.
Εδίκλησαν* εις τον Θεόν και τουν τον λόον είπαν:
«Δόξαν να ΄χης, γλυκέ Θεέ, πού 'σαι στα ψηλωμένα,
όπου γιγνώσκεις τα κρυφά και τα φανερωμένα•
όπως τα κάμναν ζωντανά, κάμνουν τα ποθαμμένα.»
Ο Άδης πολοήθηκε, τούτον τον λόον λέει:
«Περάστε, κόρες λυερές, άμετε στην δουλειάν σας,
κι εμείς ψυχήν εν που ΄χαμεν σαν και την αφεντιάν σας.»
Κείνους πρέπει μακάριση κ' εμέναν τ' ως πολλά τε,
κι αν έχετε γλυκύν κρασίν πρέπει να μας κερνάτε.
Γλωσσάρι κυπριακής διαλέκτου
φουμίστηκε = καυχήθηκε, κογγίζει = βογκάει, φτιν = αυτί, πέζα= πέζεψε, κι άλλον τσιμπίν = λίγη ώρα ακόμη, σκαμμάτισα = ξέβγαλα, θαφειόν = κηδεία, τουν*= τούτον, καμμυμένα = κλεισμένα, κουρελλένα = κοραλλένια, κουλλουρένα = αφράτα σαν κουλούρια, τανά*= απλώνει το χέρι, φλαγκίν = συκώτι, σγιόν = όπως, κιούριν = κιβούρι ή μνήμα, ερέσσασι = περνούσαν, εδίκλησαν = έστρεψαν το βλέμμα.
Διήγημα
Μιαν ημέρα η Χαρικλού ήταν έσσω κι είπε να κάμει λίγα πουρέκια. Ήρθαν και οι κόρες της αδελφής της της Λευκούς, η Ευπραξία η Μαριά... Κουλούρεψε ζυμάρι και τό ΄κοψε κομματούδια.
Έ! λαλεί τους, ένι του Ιησού Χριστού τούτο το πουρέκι. Τούτο ένι της Παναΐας και τούτο ένι του παππού σας του Διάκου. Και τούτο ένι δικό μου και τούτο ένι δικό σου... Τα διαμοίρασε όλα και τα εβάλασιν στο πανέρι παράμερα. Ανάψασιν τη φωτιά να τα ψήσουσιν.
Μόλις η Χαρικλού έβαλεν τα πρώτα πουρέκια στο τηγάνι, ανέφαναν από το διπλανό χωριό ο Αργύρης ο αόμματος με τη γυναίκα του. Ανεφάνησαν κρατώντας ο τυφλός τη γυναίκα του από την κόξα και διακονούσαν.
Χριστός και Παναΐα μου! λαλεί η Χαρακλού, τούτοι ένι ο Χριστός κι η Παναΐα! Έβγαλε από το τηγάνι τα πρώτα και τους τα έδωκε. Τους έδωκε ψωμί και άλλα πράματα. Της έβαλαν κάμποσες ευχές και πήγαν εις το καλόν.
Δεν άργησε ο θεός, λαλεί η Χαρικλού, στις κορούες. Τους έπεμψε καταύτις για να δούμε αν κιάρω να τους δώκω πουρέκια, ψωμί, τίποτες, όπως έταξα.
Παραμύθια
-1-
Μιαν βολάν κ' έναν καιρόν είχεν έναν γέρον και μιαν κοτζιάκαρην.* Μιαν ημέραν ο γέρος, σαν εσάριζεν,* ηύρεν κουκίν κ' εφύτεψέν το μέσ' στην αυλήν του. Το κουκίν εβλάστησεν κ' εΐνειν μια κουκιά μιάλη που ΄φταννεν ως τον ουρανόν. Ύστερις 'που λλίον καιρόν ο γέρος εσκέφτην να βκη πα' στην κουκιάν να δη ως που φτάνει. Πα στην μούτην της εύρεν τον χειμώναν και το καλοκαίριν κ' εμαλλώνναν πκοιος εν' ο καλός: ο χειμώνας όξα* το καλοκαίριν. Άμαν είαν τον γέρον, αρωτήσαν τον να' ΄ούμεν είντα λαλεί.
Ο γέρος λαλεί τους: «Κι' ο χειμώνας εν' καλός και το καλοκαίριν εν' καλόν.» Άμαν τους είπεν έτσι, άρεσέν τους κ' εχαρίσαν του έναν χερομυλούϊν* και λαλούν του: «Γέρο, τουν το χερομυλούϊν, άμα του πης "έβκαρ' μου ττουρλού-ττουρλού", έννα σου βκάλη λογιών-λογιών πράματα.»
Ο γέρος έπκιαεν το χερομυλούϊν κ' εκατέην κάτω. Καθίσκει το μέσ' στην αυλήν και λαλεί του: «Έβκαρ' μου ττουρλού-ττουρλού, χερομυλούϊν μου.» Το χερομυλούϊν αρκίνησεν κ' έβκαλλεν λογιών-λογιών πράματα κ' εγέμωσεν η αυλή.
Έμαθεν ο βασιλέας κ' εμήνυσέν του γέρου πως έννα πάη έσσω του. Όσον κι άκουσεν έτσι ο γέρος, εσιάσιαρεν* και εβούραν* πάνω-κάτω, κ' εσκέφτετουν που να τον κάτση κ' είντα λλοής να τον εφκαριστήση αφούς ήτουν φτωχός. Αθθυμήθηκεν το χερομυλούϊν κ' έβαλέν το, κι' έβκαλλεν του τραπέζια, τσαέρες*, μαχέρκα και κουτάλια και πρότσες* ολόγρουσα, γάλους, όρνιθες και άλλα πράματα, ό,τι εγρειάζετουν.
Έμπην ο βασιλέας κ' επεριποιήθην τον όπως έπρεπεν. Ο βασιλέας επαραξενεύτην που τα εΐεν ΄κείνα ούλλα κι αρώτησεν τον γέρον πού τα ηύρεν κείνα ούλλα φτωχός άθθρωπος. Ο γέρος είπεν του την αλήθκειαν, πως κείν' τα πράματα ούλλα έβκαλέν τα το χερομυλούϊν του. Ο βασιλέας έπκιασεν τον γέρον ΄πο κει ΄πο δα κ' εκατάφερέν τον ν' αλλάξουν: Να του δώκει ο γέρος το χερομυλούϊν και να του δώκη κι ο βασιλέας έναν γαούριν που ΄χεζεν γρουσά. Εδέχτην ο γέρος, γιατί ο βασιλέας επήρεν το γαούριν μετά του και, άμαν του 'γγιξεν ετσά, έβκαλεν έναν γρουσόν• εξανάγγιξεν του, έβκαλεν άλλο΄ναν, αλλό ΄ναν ως τα πέντε. Ο βασιλέας επήρεν το χερομιλούϊν έσσω του.
Άμαν κ' επήρεν το, λαλεί του: «Έβκαρ' μου ττουρλού-ττουρλού, χερομυλούϊν μου», κ' έβκαλεν του μιαν κοπήν* μαύρους, κ' οι μαύροι κείνοι έθεν να σκοτώσουν τον βασιλέαν. Ο βασιλέας εφοήθηκεν κ' έπκιασεν το χερομυλούϊν κ΄ επήρεν το του γέρου, κ' έπκιασεν το γαούριν του πίσω.
Μιαν ημέραν η κοτζιάκαρη έοξέν της να βκη πα στην κουκιάν. Πα στην μούττη ηύρεν τον χειμώναν και το καλοκαίριν, κ' εμμαλλώνναν πκοιος εν' ο καλλίττερος. Άμαν εΐαν την κοτζιάκαρην αρωτήσαν την να ΄ούμεν είντα λαλεί:
«Ανάθθεμάν τα και τα δκυό», λαλεί τους• «με ο χειμώνας φελά, με το καλοκαίριν.»
Εώκαν* της μιαν σακκούλλαν γεμάτην κ' είπαν της να πάη έσσω της, να βαώη* πόρτες και παναθύρκα* και να στουππώσει ούλλες τες τρύπες, κ' ύστερα να την αννοίξη.
Η κοτζιάκαρη εθάρκεν πως η σακκούλλα εν' γεμάτη γρουσά και για τούτον επαραγγείλαν της έτσι για να μεν την δη κανένας. Έκαμεν σαν της επαραγγείλαν κι άνοιξεν την σακκούλλαν. Επεταχτήκαν ΄πο μέσα κουάφες* κ' εγεμώσαν το σπίτι. Οι κουφάες ετυλιχτήκαν πάνω στην κοτζιάκαρην κ' επνίξαν την.
Έρκεται ο γέρος ΄πόξω, πάει ν' ανοίξη την πόρταν, εν' αννοίει. Αχτυπά της μιαν, άννοιξεν. Μπαίνει μέσα και βρίσκει την κοτζιάκαρην πεθαμμένην. Λαλεί:
«Το καλοκαίριν εν' πυρά, χειμώνας εν κρυότη,
που τα φοάται και τα δκυό, την κεφαλήν του τρώ' την.»
* κοτζιάκαρη = γριά, εσάριζεν = εσκούπιζε, όξα = ή, χερομυλούϊν = μικρό χειρόμυλο, εσιάσιαρεν = σάστισε, εβούραν = έτρεχε, τσαέρες = καρέκλες, πρότσες = πιρούνια, μιαν κοπήν = ένα σωρό, εώκαν = έδωσαν, βαώσει = να κλείσει, παναθύρκα = παράθυρα, κουφάες = οχές.
-2-
Μια φορά κ' έναν καιρόν ο αρκοντότερος του χωρκού επάντρευκεν την κόρην του με τον γυιόν ενός μεγάλου πραματευτή. Εκαλέσαν εις τον γάμον ούλον το χωρκόν κι ούλον το αρκοντολόϊν. Άμα κ΄ήρατσιν ΄που την εκκλησιάν που εστεφανώσαν τ΄αντρόϋνον εκάτσασιν ούλοι στα τραπέζια κ΄εκουβαλούσαν οι μαείροι κ΄οι σεττοκόποι* τα φαγιά και τα κρασιά, κ΄οι ξιφάντωσες* και τα τραούδκια εβκαίναν μεσούρανα. Μεσ΄κείνην την ανακατωσιάν, μέσ΄κειν΄τα τραούδκια ήρτεν κ΄εστάθηκεν εις την πόρταν ένας ασπρομάλλης με κάτι ρούχα παστρικά χιόνι αμμά πολλά φτωχικά και κομματιασμένα. Εστάθην έτσι περίλυπος κ' εθώρεν, ζαβαλί μου,* που τρώαν κ΄επίναν. Ένας μισταρκός* είδεν τον: «Είντα θέλεις, γέρο; άτε τράβα στην δουλειάν σου, μεν μας εμποδίζεις• στέκεις μέσ' την πόρταν», κ΄εδκιωξέν τον κ' επήεν κείθε μέρου κ΄εστάθην μέσ' τον ηλιακόν.* Είδαν τον οι μαείροι κ' οι σεττοκόποι και επήαν κατά πισόν του: «Είντα, γέρο, είντα που θέλεις δαχαμαί;»* «Ήρτα, γυιέ μου, να δω κ΄εώ ο κακορίζικος τον γάμον και να κάτσω και εώ να φάω νακκουρίν.»* «Λάμνε,* γέρο, στην δουλείαν σου• εν αντρέπεσαι την μουτσούνα σου κ΄εν πάεις• με τουν τα παληόρουχα εννά κάτσης εις το τραπέζιν του γάμου; Μη χειρότερα! Χάτε,* χάτε, λάμνε στην δουλειά σου», κ΄εκουντήσαν τον όξω. Ο γέρος έφυεν κ΄ύστερα ΄που λίην ώραν ήρτεν ένας άρκοντας με κάτι ρούχα ούλα τσοχάδες, με τα πλουμιά τα ολόχρυσα, με κάτι γούννες βισιλικές, κ΄επήεν εις τον γάμον. Άμα τον είδασιν οι δούλοι εβουρήσαν κατά πάνω του: «Κόπιασε, κόπιασε, αφέντη μου πολυχρονημένε μου, κόπιασε στο τραπέζι.» Επροσηκωθήκαν του ούλοι, ως κ΄η νύφη επροσηκώθην του κ΄έκατσεν τον προ κεφαλής των πραπεζιών. Ετρέξασιν οι σεττοκόποι με τα φαγιά, με τους καλύττερους μεζέδες, με τα κρασιά. Έκατσεν ο άθθρωπος κ΄έππιανεν τα φαγιά με το κουτάλιν κ΄εχένωνέν τα πα στα ρούχα του και πα στες γούννες του κ΄ελάλενεν: «Φάτε, ρούχα, και τα ρούχα έχουν τιμήν•» Τότε οι καλεσμένοι κ΄ούλος ο κόσμος έμεινε ξηστικός κ΄εθωρούσαν τον έσσω κ΄έσσω. Άλλος ελάλεν: «άτζιαπις* περιπαίζει μας;» και άλλος: «άτζιαπις εν πελλός;», άλλος: «είντα εν τούτα, αφέντη μου, που κάμνεις;» Ευτύς ο άθθρωπος εσηκώθη πάνω κ΄είπεν τους: «Εγώ είμαι ο Ιησούς Χριστός κ΄ήρτα να σας δοκιμάσω. Ήρτα φτωχός κακορίζικος, νηστικός πεινασμένος, κ΄εδκιώξετέ με. Τώρα που ήρτα με τες γούννες και με τα χρυσά, εκάτσετέ με ΄που πάνω ΄που την κεφαλήν σας. Έτσι κ' εώ ετάϊζα τα ρούχα μου, γιατί τα ρούχα μου είχαν την τιμήν και την υπόληψίν• εν την είχα εώ.» Άμαν τα είπεν τουν τα λόγια εχάθηκεν ΄που την μέσην τους κι αντροπιαστήκαν ούλοι κ΄εγινήκαν ρεζίλι.
Κι άφηκα κείνους καλά κ΄ηύρα σας εσάς καλύττερα.
Γλωσσάρι
σεττοκόποι = σερβιτόροι, ξιφάντωσες = ξεφαντώματα, ζαβαλλί μου = ο καημένος, μισταρκός = υπηρέτης, ηλιακός = υπόστεγη αυλή, δαχαμαί = εδώ χάμω, νακκουρίν = λίγο, λάμνε = πήγαινε, χάτε = άντε, άτζιαπις = άραγε (λ. τουρκ.).
Κατάρες, Όρκοι, Ευχές
ΚΑΤΑΡΕΣ
Η κατάρα που βραίνει από το στόμα ενός ανθρώπου κα απευθύνεται προς έναν άλλο προέρχεται από ξεχείλισμα ψυχικής οργής, αγανάκτησης κα θανάσμου μίσους που γεμίζουν τα σωθικά του καταρώμενου για κείνον που του προξένησε κάποιο μεγάλο ασυχώρτο κακό. Επικαλείται τότε και τη θεία τιμωρία ή τις διαβολικές δυνάμεις να τον εκδικηθούν με αρρώστια, με θάνατο, με κάθε καταστροφή. Οι κατάρες, που οι αρχαίοι Έλληνες τις έλεγαν «αι αραί», υψώνονται σ' επικλήσεις προς τη θεά Νέμεση ή προς τις σκοτεινές Ερινύες από τους αδικούμενους ή βασανιζόμενους από τους συνανθρώπους των. Αλλά και από τους αδικούμενους συνανθρώπους των. Αλλά και στα χριστιανικά χρόνια διαβάζουμε στις «Πράξεις των Αποστόλων» την αρά του Πέτρου στον Σίμωνα όταν του λέει: «Το αργύριόν σου συν σοι είη εις απώλειαν».
Οι Κύπριοι, όσο συνηθίζουν τις κατάρες, άλλο τόσο και τις φοβούνται όταν νιώθουν ότι έκαμαν μια κακή πράξη, κυρίως όταν η κατάρα προέρχεται από ιερέα, από γέροντα πατέρα ή μητέρα. Όταν η κατάρα ξεστομίζεται, ο καταρώμενος, άνδρας ή γυναίκα, βγάζει το κάλυμμα της κεφαλής του- σκούφο ή τσεμπέρι - γονατίζει στο έδαφος (αν είναι γυναίκα πάνω στο απλομένο της τσεμπέρι), υψώνει τα χέρια στον ουρανό και βγάζει το άχτι της καρδίας του λέγοντας λόγια σαν και τούτα:
Το έναν σου πόι (πόδι) στον τάφο τζι' η ψυχή σου να μεν βκαίννη.
Που να βκουν τ' αμμάθκια σου τζιαι να γεννούν βούρνες (γούρνες) να πίνουν οι κατσικουτάλες (καρακάξες).
Το λαμπρόν να σε κάψει τζιαι να σε κάμη σταχτόν.
Που να σε φάη το βόλιν.
Που να σε ΄δω μουδούριν (τουμπανιασμένον).
Που να σου βάλουν οι μούγιες (μύγες) σκουλούτζια (καπότε χρησιμοποιείται η λέξη μπάσματα (μιάσματα).
Που να σε δέρνουν τα δκυό σου σσέρκα (χέρια).
Που να σε φάη η βλαγγάρα (ηπατίτιδα).
Που να να μεν χορτοψουμίσης (να μην χορτάσεις το ψωμί).
Οι πέτρες νά ΄ναι ψουμιά κ' εσού να μεν τα βρίσκης.
Που να μάθω το μαύρο σου χαπάριν (είδηση του θανάτου σου).
Που να πάρουν οι Ανεράδες το φως σου.
Που να πκιαστής τζιαι να γενής κουττούτζιν (κούτσουρο).
Που να σε κόψη το σπαθίν του Χάρου.
Που να σε νεκροφιλήσω.
Που να κάτσ' η γη που πάνω σου τζι' εγιώ 'που πάνωθκειό σου.
Φάουσαν τζιαι πανούκλαν να βκάλλης στον λαιμόν.
Που να βκουν τα μάδκια σου.
Που να φάω τα κόλλυβά του.
Μακάρι να λαώννεσαι (σεληνιάζεσαι) εφτά φορές την ημέρα.
Που να σε πάρη η πουμπάρτα (βλήμα κανονιού).
ΟΡΚΟΙ
Ο όρκος είναι ένα άγγραφο συμβόλαιο ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που στηρίζεται στην επιβεβαίωση μιας απαραβίαστης αλήθειας με συνήθεις μάρτυρες τον Χριστό, την Παναγία, τους αγίους, την προσωπική τιμή του καθενός κα κάθε τι άλλο που θεωρείται ιερό και απαραβίαστο. Ο λαός της Κύπρου σέβεται τον όρκο σαν θεϊκή επιταγή, θυσιάζοντας και τη ζωή του ακόμη για να μη τον καταπατήσει, πράγμα που φανερώνει την παράδοση της ελληνικής φυλής να αφοσιώνεται στους νόμους της ιθηκής τάξης και της αξιοπρέπειας. Με το χέρι στην καρδιά και υψώνοντας το βλέμμα στον ουρανό ορκίζονται οι κάτοικοι της υπαίθρου:
Να αρνηστώ τον Κύριον Ιησούν Χριστόν.
Να με κάψη το 'στραπελέτζιν του Θεού.
Να στράψη το λαμπρόν τζιαι να με κάψη.
Που να μεν φτάσω να ξημερωθώ.
Να μεν 'δω τον Αρχάγγελο στον θάνατόν μου.
Να μεν ιφτάσω να ΄δω Λαμπρήν.
Μα τον Τίμιον Σταυρόν.
Να με δικάση ο Χριστός στην δεύτερήν του παρουσίαν.
Να μεν χαρώ την ζωήν μου.
Να με φά' ο κούφος (οχιά) ο τριτζέφαλος.
Να λυσσάξω τζιαι να φάω τα παιδκιά μου.
Να μεν χαρώ την μάναν μου τζιαι τον τζύρην μου.
Να μεν χαρώ τα παιδκιά μου.
ΕΥΧΕΣ
Μεγάλη σημασία δίνουν οι Κύπριοι στις ευχές - όπως και κάθε άνθρωπος με καθαρό ψυχικό περιεχόμενο- ιδίως στις ευχές των γονέων. «Ευχαί γονέων στηρίζουσι θεμέλια οίκων», λέει η ευχή της Εκκλησίας την ώρα που γίνεται το μυστήριο του γάμου. «Ευχή γονέων έπαρε και στα βουνά περπάτει», λέει ο Ελληνικός Λαός. Όταν ο ιερέας διαβάζει, στις δεήσεις, τις ευχές όλοι οι Χριστιανοί σταυροκοπιούνται και ψιθιρίζουν ευλαβικά μέσα από τα χείλη τους: «Αμήν, αμήν!»
Έτσι και, όταν οι γονείς εύχονται τα παιδιά τους, η φωνή της ψυχής τους ανεβάζει ζεστή στον Πλάστη από τα βάθη της καρδιάς:
Έχε την ευτζήν (ευχή) μου, γυιέ μου, και να σε ΄δω δεσπότην.
Έχε την ευκούλλαν μου, και να σε 'δω χατζήν απού τον Ιορδάνην.
Να μ' αξιώση ο Θεός να λειτουρκηθούμεν στην Αγίαν Σοφίαν.
Να μ' αξιώση η Δέσποινα να φιλήσω τα στέφανά σου.
Μακάρι να σε θωρούσιν και να σε προσκυνούσιν.
Να ζήσης, να γεράσης, να κάμης τζιαι παιδκιά ν' αρμάσης (παντρέψης).
Θεέ μου, δος μου άλλα δκυό αμμάθκια να θωρώ την λεβεντιάν του.
Τες ευκές μου νά 'χης ούλες τζιαι φορά(δ)ες με τες μούλες.
Έχε την ευκούλλαν μου τζιαι να χιλιοχρονήσης.
Έχε τες ευκές, μου γυιέ μου, απ' τα είκοσί μου νύχια.
Χώμαν τα σσέρκα (χέρια) του να πιάννουν, λουβάριν να σου γένεται.
Μιτσό-μιτσό σ' ανάστησα, να σε χαρώ μιάλον.
Απού τα φυλλοκάρδκια μου διώ σου την ευκήν μου.
Χρουσή νυφφούλα να σε δη, κορούα (κορίτσι) μου, η μάνα σου.
Κλείνουμε τις ευχές με τούτην που ακολουθεί και που απηχεί την ευχή της Παγκύπριας λαϊκής Ψυχής:
ΘΕΕ, ΠΟΥ ΤΗ ΓΗ ΜΑΣ ΚΥΒΕΡΝΑΣ, Τ' ΑΣΤΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΗΛΙΟΝ,
ΒΟΗΘΑ ΝΑ ΓΙΝΗ Η ΚΥΠΡΟΣ ΜΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ!
Μαγεία και Βασκανία
Μαγεία
Γνωστή από τα πανάρχαια χρόνια στους Ινδούς, στους Αιγυπτίους και σε άλλους ανατολικούς λαούς, όπως και στους Αρχαίους Έλληνες, η μαγεία, παρ' όλες τις επιδράσεις της Χριστιανικής Θρησκείας, που επεκράτησε τελικά, δεν μπόρεσε να ξεριζωθεί από τις ψυχές των απλοϊκών ανθρώπων, που πολλές φορές τη συνδυάζουν με τη χριστιανική των πίστη νομίζοντας πως μ΄αυτό τον τρόπο θα πραγματοποιηθεί ο ενδόμυχος πόθος τους. Τούτο παρατηρείται κυρίως στις ερωτικές αποτυχίες όταν οι ερωτοχτυπημένοι, ιδιαίτερα οι κοπέλες, καταφεύγουνε στα «μάγια» ζητώντας τη σύμπραξη από τις μάγιστρες και τους μάγους για να κατορθώσουν να «γυρίσουν τα μυαλά» του πολυαγαπημένου, ενώ ταυτόχρονα ανάβουνε κεριά στις εκκλησίες και προσεύχονται μπρος στις άγιες εικόνες για την ευόδωση του σκοπού των. Το ίδιο γίνεται όταν πρόκειται για μεγάλη αρρώστια όπου ούτε οι καλύτεροι γιατροί ούτε τα λαϊκά γιατροσόφια έχουνε τη δύναμη να θεραπεύσουν.
Στα μακρινά χωριά της Κύπρου, παρ΄όλη την απαγόρευση των ιερέων, υπάρχουν άνθρωποι που παράλληλα με τις παρακλήσεις των στον Χριστό και στην Παναγία καταφεύγουν και στις μαγικές ενέργειες των σκοτεινών δυνάμεων του διαβόλου για να επιτύχουν τη θεραπεία του αρρώστου των. Αυτό το είδος της ιεροπραξίας λέγεται «μαύρη μαγεία», ενώ εκείνην που περιορίζεται στα «αγιωτικά» τη λένε «λευκή μαγεία». Υπάρχουν λοιπόν ακόμη άνθρωποι που εξασκούν τη μαγεία σαν βιοποριστικό επάγγελμα. Παλαιότερα - καθώς μας πληροφορεί ο Ξ. Π. Φαρμακίδης («Κυπριακή Λαογραφία», κεφ. Μαγεία και Μάγοι εν Κύπρω, σελ. 193-195) - υπήρχαν Χριστιανοί και Τούρκοι, άντρες και γυναίκες, που κέρδιζαν πολλά χρήματα από τους εύπιστους πελάτες τους. Μία από τις ονομαστότερες μάγισσες στη Λεμεσό ήταν η γριά Λουγκρού, ειδική για το «έβκαρμαν του φου», δηλ. ήξερε πώς να διώχνει τον φόβο από την ψυχή του ανθρώπου και ιδιαίτερα των μικρών παιδιών. Άλλοι μάγοι παλαιότεροι, από τους πιο ονομαστούς, ήταν ο Κωνσταντής Παπαχριστοφόρου από το χωριό Τραχώνιν της Λευκωσίας, το Ττοφούριν από τη Φασούλλα της Λεμεσού, ο Αουστής από την Ερήμη, ο Τερτζελλούδκιας από την Έγκωμη της Αμμοχώστου, και άλλοι. Όλοι αυτοί πέθαναν, κι αν υπάρχουν ακόμη μερικοί, βλέπουν με τον καιρό τη δύναμή τους να ξεπέφτει, γιατί ο κοσμάκης άνοιξε τα μάτια του και έπαυσε πια να πιστεύει στην τυχοδιωκτική τους επίδραση.
Βασκανία
«Βασκανία γαρ φαυλότητος αμαυροί τα καλά», λέει η σχετική ευχή της Εκκλησίας που διαβάζεται από τον παπά για να διώξει κάθε κακό προερχόμενο από φθονερό μάτι. Η γλωσσοφαγία και το «κακόν αμμάτιν» φέρνουν πάντα δυστυχία στους ευτυχισμένους. Για να ματαιωθεί το «πιάσιμον» της οι Κύπριοι της υπαίθρου πάιρνουν φύλλα της ελιάς, που μαζεύουν την παραμονή των Βαΐων τα πηγαίνουν στην εκκλησία όπου τα τοποθετούν κοντά στον δεσποτικό θρόνο. Όταν τελειώσει η λειτουργία φέρνουν τα δέματά τους μπρος στον παπά, που τα διαβάζει απαγγέλοντας διάφορες ευχές. Ύστερα τα κλαδιά φυλάγονται στην εκκλησία για σαράντα ημέρες, ώσπου την Πέμπτη της Αναλήψεως ο καθένας παίρνει το δέμα του, το πηγαίνει στο σπίτι και με το βασίλεμα του ήλιου, μαδώντας τα φύλλα της ελιάς από τα κλαδιά, τα ρίχνει στο «καπνιστήριν», (είδος λιβανιστηριού), όπου έχει αναμμένα καρβουνάκια, και ξορκίζει το κακό μάτι με τούτα τα λόγια:
«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αΐου Πνεύματος. Φύε ζήλα (ζήλια), φύε φτόνος, φύε κακόν αμμάτιν απού τον δούλον του Θεού (δεινά).»
Για να μην πιάνει έναν άνθρωπο ή μια οικογένεια το βάσκανο μάτι κρεμούν στην αυλή ή στο σπίτι μια μικρή πότσα (μπουκάλα) με νερό του αμματιού - το νερό αυτό προέρχεται από τα θειούχα των Αγίων Αναργύρων (Μηλιού, Πάφος). Ή κρεμάζουν αμματόπετραν - γυάλινη πέτρα με μάτι - στα μικρά παιδιά, ή τη φορούν πάνω τους οι μεγάλοι. Ακόμη, καπνίζουν το σπίτι με ελιά που εποσαράντοσε, δηλ. έμεινε 40 ημέρες από την εορτή των Βαΐων μέσα στην εκκλησία.
Όταν αντικρύσουν ένα πρόσωπο που έχει βάσκανο μάτι φτύνουν κατά γης για να μη βασκαθούν αυτοί ή τα ζώα τους. Άλλος τρόπος για ν΄αποφύγουνε τη βασκανία είναι να φυτεύουν έξω από το σπίτι το «καλοξημέρωτο», δηλ. ένα φυτό πολύφυλλο με κίτρινον ανθό που δεν ψηλώνει περισσότερο από δύο πιθαμές και που, «μαζί με το φθονερό μάτι, διώχνει και τους ποντικούς.»
Παροιμίες
Η παροιμία είναι ένα πνευματικό δημιούργημα που χάνεται στα βάθη του χρόνου και κανένας δεν ξέρει από που κρατά η ρίζα της. Ακόμα και οι πρωτόγονοι λαοί έχουνε τις παροιμίες τους, και είναι να θαυμάζει κανείς την παρατηρητικότητα και την εκφραστική ευστοχία εκείνων που τις έπλασαν. Τον καλύτερον ορισμό γι΄αυτήν τον έδωσε ο Αριστοτέλης: η παροιμία είναι η «μεταφορά απ΄είδους επ' είδος». Χαρακτηριστικό των παροιμιών σε όλες τις εποχές είναι το πολύχρηστο και η συντομία.
Οι παροιμίες είναι παρομοιώσεις που με τον καιρό έγιναν πάγκοινες και λέγονται πάνω στις διάφορες πράξεις και στους λόγους των ανθρώπων για να γίνεται μεταφορικά ο χαρακτηρισμός τους. Άλλοτε είναι το πόρισμα ενός μύθου: πάνω σε πράξεις ή λόγους λέγεται ολόκληρος μύθος. Όταν όμως η παροιμία είναι ευκολονόητη, τότε λέγεται μόνον αυτή, χωρίς επεξήγηση. Τις παροιμίες χαρακτηρίζει, κατά το περισσότερο, ευτράπελος και ειρωνικός τρόπος, και οι πιο πολλές έχουνε για βάση τους τον φυτικό κόσμο, τον βίο των ζώων και των ανθρώπων ή προέρχονται από παροιμιώδης μύθους.
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν τις παροιμίες τους, όπως παροιμίες είχαν και οι Βυζαντινοί.
Παροιμίες ακούμε κ΄εμείς σήμερα σε κάθε κουβέντα γύρω μας, και μπορεί κανείς να τις χαρακτηρίσει σαν επιβίωση του παρελθόντος μέσα στο παρόν όταν βλέπει πλήθος απ' αυτές να έχουν τις αντίστοιχές των σε μακρινές εποχές. Οι αρχαίοι έλεγαν: «Πέτραν κοιλαίνει ρανίς υδάτων ενδελεχούσα». Σήμερα ακούγεται: «Σταλαγματιά-σταλαγματιά το μάρμαρο τρυπιέται».
Οι Κύπριοι έχουν τις δικές τους παροιμίες, όπως οι αδελφοί τους Ελλαδίτες, από τον αδιάσπαστο φυλετικό δεσμό που τους ενώνει με την ακατάλυτη κ΄αιώνια ρίζα του Ελληνισμού.
Από τις εκατοντάδες των παροιμιών του Κυπριακού Λαού δίνουμε εδώ ένα σύντομο δείγμα παρμένο από τις πλούσιες πηγές των κυριότερων λαογράφων του τόπου καθώς και από διάφορες σποραδικές αφηγήσεις κατοίκων της υπαίθρου όπως τις εσημειώσαμε στην Κύπρο.
Παροιμίες
Που άδρωπον στενοπερίσσευτον ππαράες μεν δανειστής.
Μην επιδιώκεις κάτι που είναι αδύνατο να γίνη.
'Οπκοιος ΄νεκατώννει τα χώματα εννά γεμώσουν τ΄αμμάδκια του.
Όποιος καταπιάνεται με έργα αλλότρια κινδυνεύει να πάθει και ζημιά.
Δώσ' τον τζυρά, τον άντραν σου και λάμνε (τρέχα) γύρευκ' άλλον!
Για όσους ασυλλόγιστα χαρίζουν κάτι, ενώ το έχουν απόλυτη ανάγκη.
Το καλομάλαον (ήμερο) αρνίν φαίνεται ΄που την μάντραν.
Ο καλός και άξιος άνθρωπος φαίνεται από τα μικράτα του.
Απού πειράζει τον γάδαρον πίννει τες πορκιές του.
Όποιος συνδέεται με πρόστυχους ας έχει υπόψη του και τα δυσάρεστα επακόλουθα.
Επολοήθηκεν (απάντησε) κι ο γάδαρος ΄που την αππέσσω πάγνην (πάχνι).
Ανακατεύονται στη σηζήτηση απρόσκλητοι χωρίς καλά-καλά να ξέρουν περί τίνος πρόκειται.
Μιτσίν (μικρό) γαούριν νωπόν (νέο) φαίνεται.
Οι κοντοί άνθρωποι φαίνονται μικροί αλλά δεν σημαίνει ότι και είναι.
Όσον μισώ τα κάρταμα (το φυτό κάρδαμο), στα γένεια μου βλαστούσιν.
Για όσους έχουν την ατυχία να μη μπορούν ν' απαλλαγούν από ό,τι ιδιαίτερα αποστρέφονται.
Πριν εγυρεύκαν ΄που γενιάν, τωρά γυρεύκουν πόχει,
μα πόχει νουν και στόχασην πάλε γενιάν γυρεύκει.
Πρέπει και σήμερα κανείς στην παντρειά να προτιμά την αρετή από τα πλούτη.
Το γλήορον και το καλόν ΄εν παν μαζίν τα δκυό τους.
Η καλή δουλειά δεν γίνεται με βιασύνη.
Πού΄χει κατάραν του παππού πάει τον Μαν (Μάη) αρκάτης (εργάτης),
κι απού΄χει του πρωτοπαππού πάει τον Πρωτογιούννην (Ιούνιο).
Οι κατάρες των γωνιών, και ειδικά του παππού και του προπάππου, είναι πολύ βαριές.
Που Σάββατον ως Σάββατον ελύτζιασεν (έγινε φαλακρός) ο κκέλης (ο φαλακρός).
Κάθε δουλειά για να πετύχει θέλει και τον απαιτούμενο καιρό.
Παρακάλε το μάλιν (περιουσία) της γεναίκας σου να΄ν΄γυαλλικά.
Καλύτερα τα προικιά της γυναίκας σου νά ΄ναι από γυαλικά για να μπορείς να της τα σπάσεις πάνω στον δίκαιο θυμό σου.
Αντίς να σε φουμίζουσιν (παινεύουν) οι ξένοι κ' οι δικοί σου,
φουμίζεσαι παρτίκα μου, ατή σου κι απατή σου.
Για κείνους που εγκωμιάζουν οι ίδιοι τον εαυτό τους.
Αρρωστοφαγιά, κατεβασιά της πείνας.
Για όσους προσποιούνται τον άρρωστο για να φάνε καλύτερο φαΐ.
Ένας πελλός (τρελός) να γνωριστή έν και θέλει κουδούνιν.
Τα μεγάλα ελαττώματα δεν μπορούν να κρυφτούν.
Τάϊσ' τον πελλόν, να σου μα(γ)αρίση κιόλας.
Για κείνους που, αντί ν' αναγνωρίζουν το καλό, το πληρώνουν με αχαριστία.
Άλλοι τον πεύκον κι αν ραή!
Αλίμονο στον δυνατό που θα χτυπηθεί από τη μοίρα.
Εν΄δανεικά τα πίσκαλα (χειροκροτήματα) στον γάμον.
Όταν θέλει να πει κανείς πως παραμένει ανταπόδοση σε μια του εκδούλευση.
Η ρκά (γριά) έτσι καταχείμωνα τ' αγγούριν εθθυμήθην.
Για κείνους που γυρεύουν κάτι έξω απ΄τον καιρό του.
Επήες έναν τόπον πών' ούλλοι στρα(β)οί; δήσε κ' εσού τ' αμμάδκια σου.
Άμα βρεθής με ανθρώπους αμόρφωτους, κάνε κ΄εσύ τον αμόρφωτο αν θες να περάσεις καλά μαζί τους.
Άλλοι ζιούσιν με τον κόπον κι άλλοι ζιούσιν με τον τρόπον.
Για τους καταφερτζήδες που καλοπερνούν μεταχειριζόμενοι πλάγια μέσα.
Ο άρκοντας έφαν κ' έβρασεν, κι ο φτωχός έφαν κ' ερίασεν (κρύωσε).
Ο πλούσιος έχει φαγητό και ζεστασιά, ενώ ο φτωχός για να φάει πρέπει να πουλήσει ακόμη και τα ρούχα του.
Ώστι να γινή το κκέφιν του αρκόντου, του φτωχού εξέ(β)ην (βγήκε) η ψυχή του.
Για την αδιαφορία των πλουσίων μπρος στη δυστυχία των φτωχών.
Το χωρκόν εν' γεμέτον κλιθθάριν (κριθάρι) κι ο γάδαρος μου πεθυμά το.
Για όσους επιθυμούν κάτι που, ενώ μπορούν, δεν βρίσκουν τον τρόπο ή την ευκαιρία να το απολαύσουν.
Ψεματινόν λακκιρτίν στο μεϊτάννιν ΄εν ιβκαίνει.
Ψεύτικη κουβέντα δεν βγάνει άδικα στη φόρα.
Καλός-καλός ο χοίρος μας κ' εξέβην χαλαζιάρης.
Για όσους δίνουν πολλές ελπίδες και στο τέλος απογοητεύουν.
Του κόσμου τ΄αναέλαστρον (περίγελως) του κόσμου ανα(γ)ελά του.
Για μωρούς και γελοίους που κοροϊδεύουν τους άλλους.
Εγιώ σ' έχτισα, φούρνε μου, κ' εγιώ ΄ννα σε χαλάσω.
Λέγεται σ' εκείνους που ανέβηκαν ψηλά με την βοήθεια άλλων μα που ξεχνούν τους ευεργέτες των.
Απών' εί(δ)εν (όποιος δεν είδε) βουνά και κάστρη εί(δ)εν τον φούρνον κ' εποθαμμάστην.
Όποιος δεν έχει δει μεγάλα και ωραία πράγματα, βλέπει έκθαμβος τα μικρά και ασήμαντα.
Ο αλουπός εχώννετουν κ' ο νούρος (ουρά) του εφαίνετουν.
Για όσους κάνουν κρυφά κάτι, νομίζοντας πως δεν τους έχουν αντιληφθεί, ενώ μόνοι τους προδίδονται.
Λόγια και νερόν πέρνει τα ο ποταμός.
Τα λόγια φεύγουν, τα έργα όμως μένουν.
Κατά μάναν, κατά τζύρην, κατά θκειόν καραβοτζύρην.
Τα προτερήματα και τα ελαττώματα των γωνιών και των συγγενών κληρονομούνται απ΄τα παιδιά.
Η ρκά έν τ΄όρπιζεν ν' αρμαστή (παντρευτεί) και θέλει και πουπανωπροίτζιν (πανωπροίκι).
Για όσους δεν αρκούνται σ' αυτά που τους έφερε η τύχη αλλά ζητούν και περισσότερα.
Εί(δ)εν ο ανεβράκωτος βρατζίν κ' εξιππάστην.
Λέγεται για τους νεόπλουτους και τα καμώματά τους.
Κατεβαίνει η ορκή του Θεού ΄που τα τζεραμίδκια.
Για τα ανεπάντεχα κακά που βρίσκουνε τον άνθρωπο.
Τ' αμμάτιν (το κακό μάτι) πύρκον (πύργο) καταλυεί κι ανώγεια βάλλει κάτω.
Για τον φθόνο που προξενεί μεγάλα κακά στους ανθρώπους.
Απού πεινά κ' εν τρώει θαρκέται (νομίζει) ένν' αρκοντύνη,
κ' έννα πεθάνη άξιππα (άξαφνα) κ' η πείνα εννά του μείνη.
Λέγεται για τους φιλάργυρους που στερούνται άδικα τα πάντα στη ζωή τους.
Ο αλουπός στον ύπνο του πετειναρούδκια εθώρεν.
Για όποιον φαντάζεται πως θα τον ευνοήσει η τύχη.
Τούτ' η πίττα κ' η κανάτα μας αφήκαν δίχως βράκαν.
Ο λαίμαργος, για χάρη της κοιλιάς του, πολλές φορές στερείται και τα πλέον απαραίτητα.
ο κάττος κι αν εγέρασεν τα νύχια που' χεν , έχει τα.
Για κείνους που διατηρούν και στα γεράματα ένα προτέρημα ή ελάττωμά τους.
Ο Μανώλης με τα λόγια χτίζει ανώγεια και κατώγια.
Για όσους φλυαρούν χωρίς καμμιά σοβαρή σκέψη.
Βλέπε πρώτα την γούγιαν (ούγια του υφάσματος) και διάλεξε πανίν.
Κοίτα πρώτα τη μάνα και πάρε το παιδί.
Ο πάππος έφαν (έφαγε) τ' όξινον (λεμόνι) και μούθκιασεν (εμούδιασε) τ' αγγόνιν.
Ότι κακό κάνουν οι γονείς, το πληρώνουν τα παιδιά.
Τον αλουπόν η τρύπα του ΄εν τον εχώρεν κ' ετράβαν και τριζοκολόκαν (ξεροκολοκύθα).
Γι' αυτούς που καταπιάνονται με πράγματα ανώτερα από τις δυνάμεις τους.
Όσην αμάνταν (ησυχία) έχει ο νούρος του φόραδου (φοράδας) τόσην έχει κο ο φτωχός ανάπαψην.
Ο φτωχός δεν ξεκουράζεται ποτέ.
Γεωργικές Παροιμίες
Άλετρον ξυσμένον, σπαθίν ακονισμένον.
Όταν τα αλέτρι είναι καθαρό, η καλλιέργεια της γης γίνεται καλύτερα.
Αν ποτίσης και κοπρίσης, σί(γ)ουρα εννά γιωρκήσης.
Με την περιποίηση της γης σου θα εξασφαλίσεις καλή σοδειά.
Γελάς της γης κρυφά; τζείνη γελά σου φανερά.
Αναλογα με την καλή ή κακή καλλιέργεια η γη σου θα σε πληρώσει.
Τον νερόν του Οχτώβρη και το νερόν του Μάρτη
αν δεν έχεις τόπον να το βάλης, βάρτο μέσ' το πιθάριν.
Τόσο είναι ωφέλιμα τα βρόχινα νερά αυτών των δύο μηνών για τα δέντρα και τα γεννήματα ώστε ο γεωργός πρέπει να τα μαζεύει για μια ώρα ανάγκης.
Ο βους αν δεν αλώνεβκεν (αλώνιζε), ο νιός αν δεν εθέριζεν κ' η κόρη αν δεν εγένναν,
ποττέ τους εν εγέρναν (γερνούσαν).
Το κάθε πράγμα έχει το λόγο του για να γίνεται.
Άμα ο βασιλιάς εν΄πίσω, εν΄ούλλα πίσω.
Πάνω απ΄όλα τα προϊόντα της γης το σιτάρι είναι ο βασιλιάς. Γι' αυτό, αν το σιτάρι δεν αναπτυχθεί εξαιτίας της αναβροχιάς, όλες οι σπορές των δημητριακών δεν προκόβουν.
Βκάλε παλλούραν (θάμνος αγκαθερός), να φας κουλλούραν.
Δηλ., καθάρισε το χωράφι σου από τ΄αγριόχορτα για να είναι το χώμα του γόνιμο όταν το σπείρεις.
Αν θέλης να πλήξης (στενοχωρηθείς) ή να χαρής, έλα τον Μάη να με δης.
Σημαίνει ότι από τον μήνα Μάη, που ωριμάζουνε τα στάχυα, φαίνεται και η ποιότητα του σιταριού αν θα είναι καλή ή κακή.
Τσάππισ' τους όχτους (άκρες) των χωραφκιών σου, να γεμώσουν οι γύροι των αλωνιών σου.
Όσο πιο εντατικά περιποιηθείς τη γη σου τόσο πιο άφθονη η συγκομιδή σου.
Τον Φεβράρη (Φλεβάρη) έλα 'δε με, και τον Μάρτη ξαναδέ με,
κι αν με δης και κυματίζω, σάσε (φτιάξε) σέντε (αποθήκη) να με βάλης.
Αν αυτούς τους δύο μήνες το σιτάρι πάει καλά, τότε η σοδειά θα είναι μεγάλη.
Γιατρικά, Ξόρκια και Γητείες
Δεν υπάρχει χώρα και λαός όπου, εκτός από τα φώτα της ιατρικής επιστήμης, οι άνθρωποι να μη καταφεύγουν και στους εμπειρικούς λεγόμενους γιατρούς που, όταν τύχει και δεν είναι αγύρτες και εκμεταλλευτές της άγνοιας των απλοϊκών ανθρώπων - δηλαδή κατά το κοινώς λεγόμενο «κομπογιαννίτες» - καταφέρνουν με τα γιατροσόφια τους να φέρουν κάποτε και κάποιο θεραπευτικό αποτέλεσμα στον άρρωστο. Αυτοί συνήθως, σαν μακρινοί απόγονοι του Ασκληπιού και του Ιπποκράτη, με το πρωτόγονο ένστικτό τους ή από πείρα ή από μακρόχρονον ατταβισμό ορμώμενοι καταφεύγουν κυρίως στο φυτικό βασίλειο όπου, μέσα στα μύρια είδη του βοτανικού του θησαυρού, ξέρουν - από πείρα ή από παράδοση - να ξεχωρίσουν τούτο ή εκείνο το χόρτο, τη ρίζα ή το φύλλο, τον ανθό ή τον καρπό, που τον ανακατεύουν με διάφορες άλλες ζωικές ουσίες - γάλα, μέλι, ξίδι, κρασί, λάδι, ακόμη και με ποντικόλαδο, με βδέλλες, βατράχους και άλλα αηδιαστικά πράγματα - πιστεύοντας πως φέρνουν θεραπευτικό αποτέλεσμα στην κάθε αρρώστια. Πολλές φορές η εφαρμογή της θεραπείας συνοδεύεται και από την κατάλληλη επωδή, δηλ. τη γητειά, που σημαίνει ξόρκι που απαγγέλλεται από τον γητευτή ή τη γητεύτρα πάνω στον άρρωστο, με επίκληση στον Χριστό, στην Παναγία, στους Αγίους Αναργύρους και σε πολλούς άλλους αγίους, ενώ ταυτόχρονα τον καπνίζουν με άνθη του Επιτάφιου ή τον ραντίζουν με αγιασμό. Στους κατοίκους της υπαίθρου - όπως και σε άλλα μέρη - υπάρχουν λαϊκοί γιατροί και γιάτραινες που καταπιάνονται με τη θεραπεία «πάσης νόσου και πάσης μαλακίας» ψιθυρίζοντας τις επωδές των πολλές φορές με λόγια ακατανόητα ή με φράσεις αγιωτικές.
Οι επωδές με τους εξορκισμούς των συνοδεύονταν τις πρωτόγονες εποχές από χορούς και μαγικές ιεροτελεστίες με σκοπό τη θεραπεία άρρωστων ανθρώπων και ζώων, την ευφορία των καρπών της γης και το διώξιμο των σκοτεινών πνευμάτων από κάθε ανθρώπινη ζωή και πράξη. Ιδιαίτερα οι ανατολικοί λαοί, Αιγύπτιοι, Ινδοί, Χαλδαίοι, εφάρμοζαν σε κάθε περίσταση τους ανάλογους εξορκισμούς μαζί με τη μαντική, τη μαγεία, και τις προρρήσεις για το μέλλον. Αλλά και οι αρχαίοι Έλληνες επίστευαν στην ευεργετική επίδραση των επωδών, αν θυμηθούμε τον Όμηρο που αναφέρει στην Οδύσσεια του (τ 457-458) πως οι γιοί του Αυτόλυκου δέσανε με τέχνη τη λαβωματιά του θείου και αψεγάδιαστου Οδυσσέα και σταμάτησαν με επωδό το μαύρο αίμα της πληγής του. Ακόμη και οι Ρωμαίοι συνόδευαν κάθε ιατρική τους πράξη με τους κατάλληλους εξορκισμούς, με καθαρμούς και θυσίες.
Η λαϊκή ιατρική της Κύπρου εφαρμόζεται στα χωριά, σαν προγονική παράδοση, με όλες τις σχετικές «γητθκιές» που άλλοι τις λένε πάνω από τον άρρωστο ή τες μελετάνε τη νύκτα στα άστρα και στο φεγγάρι.
Με τη δημώδη ιατρική του νησιού έχουν ασχοληθεί ντόπιοι επιστήμονες - γιατροί, ιστορικοί, καθηγητές και δασκάλοι που αγάπησαν τη λαογραφία της πατρίδας τους και τη μελέτησαν με θερμό ζήλο, συγκεντρώνοντας σε αξιόλογα βιβλία το ποικίλο και πλούσιο υλικό της. Από τους κυριότερους εστάθηκαν ο γιατρός Νεοκλής Κυριαζής και ο ιστορικός Ξενοφών Φαρμακίδης - για να αναφέρουμε τους γνωστότερους - πολυγραφότατοι και οι δύο λαογράφοι που δεν υπάρχουν πια. Από τους νεώτερους γιατρούς έχουν ιδιαίτερα ασχοληθεί με τη δημώδη ιατρική οι Κύπρος Χρυσάνθης, ταυτόχρονα ποιητής του έντεχνου και του πεζού λόγου, και ο βαθυστόχαστος Γ. Σπανόπουλος. Ο γυμνασιάρχης Κυριάκος Χατζηϊωάννου, εμπνευσμένος συγγραφέας και ερευνητής, έχει αφιερώσει στη λαογραφία του νησιού και ιδιαίτερα στη λαϊκή του ιατρική πολύτιμες μελέτες. Δεν ξέρει κανείς τί να πρωτοξεχωρίσει και για τί να πρωτομιλήσει πάνω σ' αυτές. Ελάχιστα δείγματα θ' αναφέρουμε αρχίζοντας από τον Ξ. Φαρμακίδη («Κυπριακή Λαογραφία»), που είναι ο παλαιότερος, και καταγράφοντας την κάθε συνταγή του πάνω σε γενικότερη και πιο απλουστευμένη γλωσσική μορφή. Μας λέει λοιπόν τα ακόλουθα:
Για τη Θεραπεία του Πυρετού
Όταν από τα χωριά περνούν ατσίγγανοι με αρκούδες, οι αγρότες αγοράζουν τρίχες από την αρκούδα, τις καίνε στο καπνιστήρι και καπνίζουνε τον άρρωστο με τον καπνό τους.
Αν ο πυρετός συνοδεύεται από ρίγος, ο γητευτής παίρνει τότε τρία φύλλα αγιασμένης ελιάς της Μεγάλης Πέμπτης• στο πρώτο φύλλο γράφει: «ζάγος, δράγος, δίδυμος» στο δεύτερο «Ιησούς Χριστός» και στο τρίτο «φαΐνι πάσι». Έπιτα βάζει τα τρία φύλλα σε λίγα αναμμένα κάρβουνα και θυμιατίζει με τον καπνό τους τον άρρωστο τρεις φορές γύρω απ' το κεφάλι του. Τέλος ρίχνει τη στάχτη τους σε ποτήρι με νερό και του το δίνει να το πιει.
Θεραπεία για τη στείρωση της γυναίκας
Η γυναίκα που θέλει ν' αποκτήσει παιδί παίρνει βδέλλες, τις κρεμάει πάνω από τον καπνό του τζακιού όσο να ξεραθούν. Έπειτα τις κοπανίζει να γίνουν σκόνη. Αυτή τη σκόνη τη ρίχνει σε νερό και το πίνει «βρόκκον- βρόκκον», δηλ. γουλιά-γουλιά, λέγοντας: «Καθώς κολλούν οι βδέλλες τούτες πάνω στον άνθρωπον, έτσι να κολληθεί παιδίν πάνω στην μήτραν μου».
Θεραπεία των σκαθθάρων
Σκάθθαρους λένε στην Κύπρο τους κάλους των ποδιών, και τους θεραπεύουν με τον ακόλουθο τρόπο: Παίρνουν ένα κλαδί από άνυδρη ροδοδάφνη (να μην είναι φυτρωμένη κοντά σε νερά) και σ' ένα από τα φύλλα του κλαδιού κάνουν τρεις φορές το σημείο του σταυρού λέγοντας: «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.» Έπειτα τραβούν το φύλλο ώστε να αποσπασθεί από το κοτσάνι με το φλούδι, μελετώντας τ' ακόλουθα: «Έτσι να σκιστεί κι ο σκάθθαρος του... » Θάφτουν ύστερα το φύλλο κάτω από μια πέτρα και, όταν αυτό αρχίζει να σαπίζει, τότε και ο κάλος ξεριζώνεται. Σε περίπτωση που οι κάλοι είναι πολλοί, σε άλλα τόσα φύλλα γίνεται το ίδιο όπως και για το ένα που περιγράψαμε πιο πάνω.
Για το δέσιμο του ανδρογύνου
Όταν την πρώτη νύχτα του γάμου, που οι αρχαίοι Έλληνες την έλεγαν «η μυστική νυξ», ο γαμπρός αδυνατεί να εκτελέσει το συζυγικό του καθήκον, η θεραπεία του κακού γίνεται με τον ακόλουθο τρόπο, που παίρνει τη μορφή ιεροπραξίας: το πρωί αφού ξημερώσει, ο γαμπρός πηγαίνει στον μάγο του χωριού, που είναι και γητευτής κι αυτός τον συμβουλεύει με αυτά τα λόγια: «Να πάρεις 3 κυπαρισσόφυλλα και αμίλητο νερό από τρία πηγάδια και να τα βράσεις.» Αφού το ανδρόγυνο βάλει σ' ένα αγγείο το θερμό νερό, να κάμει τρεις γύρους - πρέπει και οι δύο να είναι γυμνοί - γύρω απ' αυτό, απαγγέλοντας το κοντάκιο του Αγίου Κυπριανού: «Εκ τέχνης μαγικής επιστρέψας, θεόφρων, προς γνώσιν θεϊκήν ανεδείχθης τω κόσμω ακέστωρ σοφώτατος, τα ιάδεις δωρησάμενος τοις τιμώσι σε, Κυπριανέ, συν Ιουστίνη, μεθ' ης πρέσβευε τω φιλανθρώπω Δεσπότη σωθήναι τους δούλους σου.» Έπειτα το ανδρόγυνο λούζεται μ' αυτό το νερό και το κακό θεραπεύεται.
Γήτεμαν της κουφής
Όταν θέλουν να σκοτώσουν την κουφή (έχιδνα), για να τη ναρκώσουν και να μη δαγκάσει τον άνθρωπο της διαβάζουν την ώρα που κοιμάται, σταυρώνοντάς την τρεις φορές τούτη τη γητθκιά: «Άϊ- Λουκά , φουκά, στεροπενταδάχτυλε, σύρε και χαλίνωσε τον όφιν και την όφισσαν, ώστε να ξημερώσει. Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.»
Γήτεμαν του αλουπού
Ο Νεοκλής Κυριαζής στη «Δημώδη Ιατρική» και «Σύμμικτα» του (Κυπρ. Χρονικά, τομ. Δ') μας περιγράφει σε μια επωδό του πώς γίνεται από τους χωρικούς η «γητειά του αλουπού», δηλ. το γήτεμα της αλεπούς, που την αποδίδουμε εδώ σε απλούστερη γλωσσική μορφή: «Ένας από τους πιο επικίνδυνους εχθρούς του βοσκού είναι και ο παμπόνηρος «αλουπός» που πολλές φορές ξεφεύγει από την άγρυπνη προσοχή του βοσκού και πνίγει ένα ή περισσότερα πρόβατα. Γι' αυτό οι βοσκοί, που συνήθως οπλοφορούν, στήνουν αμείλικτο πόλεμο στην κάθε αλώπεκα που θα συναντήσουνε στο δρόμο τους. Τυχαίνει άλλοτε ένα ή περισσότερα πρόβατα, χωρίς να το προσέξει ο βοσκός, να «κόψουν πίσω» και να παραπλανηθούν τη νύκτα χωρισμένα απ' το κοπάδι. Μόλις ο βοσκός το αντιληφθεί, από φόβο μήπως τα κυνήγησε η αλεπού και ελπίζοντας ότι θα τα βρει, τρέχει πρώτα ειδικό γητευτή που διαβάζει την ακόλουθη γητειά: «Έρχομαι 'που την Αλεξανδρινήν μου χώραν και πααίνω (πηγαίνω) στην πολιτικήν μου πόλιν, φέρνω πέντε άρνους, πέντε αμνάδες, πέντε τούκλους, πέντε ερίφους, πέντε έριφες. Ενυχτώχηκα στο όρος των Ελαίων και το σταυροπελεκητό. Έστρωσα την νεκατικήν (κλίνη) μου κ' έππεσα (επλάγιασα). Ήρτεν το κάθαρτον (ακάθαρτον) αλούπι κ' έφαν τα πρόβατά μου ούλα. Σηκώνομαι κλαμώντας, θρηνώντας και τον Θιόν (Θεόν) παρακαλώντας. Έμπλασέν μου (με συνάντησε) ο δεσπότης ο Χριστός κ' είπεν: είντα ΄χεις, έλενον (δύστυχο. ελεεινό) παιδί και κλάεις και θρηνίζεις και τα δέντρα μαρανίζεις; (Ξαναλέγεται από την αρχή ως τη φράση: σηκώνομαι κλαμώντας...»
Να πιάσεις σκουλλί (στουπί) αβούρτσιστον ΄που μάναν και ΄που κόρην» Το όλο επαναλαμβάνεται τρεις φορές. Ύστερα παίρνουν το σκουλλί, το περνούν από το τερστέλλι (κρίκος, χτυπητήρι της εξώπορτας) και δένουν κάθε φορά από έναν κόμπο εναφέροντας την κάθε μέρα της εβδομάδας. Πρώτη αναφέρεται η μέρα που γίνεται η γητειά. Δένοντας λοιπόν τον κάθε κόμπο με το σκουλλί λένε: «Αλουπόν Τριτιανόν και δένω κόμπον»• «αλουπόν Τετρακιανόν, Πεφτεκιανόν, Παρασκευτικόν, Σαββατιανόν, Κερκανόν, Δευτερκιανόν.» Σε κάθε μια από αυτές τις λέξεις προηγείται η λέξη «αλουπόν» και η φράση «και δένω κόμπον». Λέγοντας όλα αυτά τους άλλους έξι κόμπους του δένουμε, τον τελευταίο όμως, δηλαδή τον κόμπο για την τελευταία ημέρα, κάνουμε τάχα πως τον σφίγγουμε, όμως πριν πούμε τα ακόλουθα:
«Γήννω (δήννω, δένω) και βαώνω (κλείνω) τες εβδομήκοντα βλέες (φλέφες) του λαιμού του αλουπού, τα δόντια του καρφιά και τα μάτια του γυαλλιά να μεν έχει νοίκον (δύναμη) να πάει εις την κουβέλλαν (προβατίνα) του δείνος (του δείνα) πόφοκεν εις το τάδε μέρος. Μόνον να πάει εις το όρος των Ελαίων και να λαρτομουστακιάσει (να φάει λέμαργα, να λερώσει το μουστάκι του με το λαρδί).» Τότε σφίγγουμε τον κόμπο και τον δένουμε σφιχτά, αφού πούμε όλα τα παραπάνω λόγια, γιατί επικρατεί η πεποίθεση πως, αν γίνει αλλιώτικα τούτη η θεραπεία, «δεν δήννεται ο αλουπός» και η γητειά πάει χαμένη. Όταν η γητειά επιτύχει, είναι δυνατό να συναντήσουμε τον αλουπό μαζί με τα χαμένα πρόβατα να παίζει μ' αυτά χωρίς να μπορεί να τα φάει.
Γητειά του λιμπούρου
Υπάρχουν πολλές γητειές για να ξορκίζουν τους λίμπουρους (μερμήγκια). Μια απ' αυτές είναι και τούτη: Μ' ένα μαχαίρι μαυρομάνικο κάνουν το σημείο του σταυρού πάνω από τη φωλιά των λίπουρων και λένε αυτή τη γητειά: «Λίμπουρε, τριλίμπουρε, στην μέσην διακομμένε. Χαιρετά σε η μάνα σου η χιλιακού και ο κύρης σου ο Μαρτέζος. Να πιάσεις το φουσάτον σου και να πάει άρκον (άγριο) όρος. Έχει λίβανον και φακήν, να φάεις να χορτάσεις. Αν και παρακούσεις του Αγίου Θεού και του αρκαγγέλου, έννα (θα) στείλω την μαυροκλωσσαρκάν (μαύρη κλάσσα) με τα πουλλιά της να φάει το φουσάτον σου να μεν μείνει κανένας.»
Άλλη παρόμοια γητειά καταλήγει με την εξής απειλή: «να πιάσεις την συνεπαρτσιάν σου (συντροφιά, οικογένεια) και να πας στα μαύρα όρη, πα στα βουνά γιατί έρκεται ο βασιλειάς Αλέξανδρος με τα φουσάτα του και τσαλαπατά σε και σκοτώνει σε.»
Ας δούμε τώρα τί μας λέει στο βιβλίο του «Η Λαϊκή Ιατρική εν Κύπρο» ο διαπρεπής γιατρός της Λευκωσίας Γ. Σπανόπουλος, που έχει μαζέψει πλήθος συνταγές λαϊκής ιατρικής, με τις γητιές και τα ξόρκια τους από το ίδιο το στόμα του λαού:
Πώς γιατρεύεται η λύσσα
Εκείνος που τον δάγκωσε λυσσασμένο σκυλί πρέπει ύστερα από σαράντα ημέρες να βγει έξω κατά το «βούττημαν» του ήλιου και, συνοδευμένος από συγγενείς και φίλους, να πλανιέται στα χωράφια ξάγρυπνος ως την άλλη μέρα το πρωί που θ' ανατείλει ο ήλιος, ενώ οι συνοδοί του σ' αυτό το διάστημα διασκεδάζουν με βιολιά και τούμπανα κάνοντας μεγάλο θόρυβο. Μόλις τελειώσει αυτή η διαδικασία, που οι χωρικοί τη λένε «σκυλλόγαμο», βάζουνε τον άρρωστο να κοιμηθεί ως την άλλη μέρα.
Για το λύσιμο του ανδρογύνου
Όταν με μαγείες οι εχθροί «δένουν» τον άντρα ώστε να μην μπορεί να συνευρεθεί με τη γυναίκα του, ο παπάς του χωριού δίνει ένα μήλο στον άντρα κ' ένα στη γυναίκα λέγοντας τούτα τα λόγια: « Ο καταβάς εις τον Άδην και λύσας τα δεσμά του θανάτου και του Αδάμ το κατάκριμα, αυτός, Κύριε ο Θεός ημών, λύσον πάσαν μαγείαν από τον δούλον του Θεού (δείνα) και την δούλη του Θεού (δείνα). » Έπειτα απ' αυτή τη γητειά το αντρόγυνο τρώει από ένα μήλο και πέφτει να κοιμηθεί.
Για το ανεμοπύρωμα
Στην Κύπρο τ΄ονομάζουν «Σουρουπάθι». Πολλοί είναι - κατά τη λαϊκή αντίληψη - οι τρόποι της θεραπείας του, συνοδευόμενης και από την κατάλληλη επωδό (γητθκειά, ξόρκι κατά της βασκανίας). Ξεχωρίζουμε την ακόλουθη: Δίνουν στον άρρωστο να πιει ξύσματα γαλαζόπετρας (θειϊκού χαλκού) με νερό και να λούσει μ΄αυτήν το μέρος που υποφέρει, ή διαβάζει ο παπάς ξίδι ή σουσαμόλαδο που μ' αυτό αλείβεται ο άρρωστος. Ακολουθεί το γήτεμα: Αφού ο λαϊκός γιατρός ή η γιάτραινα σηκώσουν τον άρρωστο, τον βάζουν να βλέπει την ανατολή ή τη δύση, ανάλογα με τη θέση που βρίσκεται ο ήλιος. Τότε μ' ένα μαχαίρι μαυρομάνικο σταυρώνουν το κεφάλι του, το ίδιο κάνουν και σε μια φέτα λεμονιού λέγοντας τα ακόλουθα: «Στώμεν καλώς κτλ., σουρουπαθά, σελάμ, μελάν, κουτάν, μαλαού, μαντατού, λαού, κοντινού Θεού Πατρός και φισοτρός του Ριωνά «ανεμοπύρωμα.» Εδώ σταματά το ξόρκι κι ακολουθεί η ευχή: «Εις το όνομα του Πατρός κτλ.», με φύσημα του αρρώστου και με τα λόγια: «Να ξοριστεί το κακόν από τον δούλον του Θεού (τάδε)». Σε άλλη παρόμοια γητθκειά, όπου επικαλούνται τους Αγίους Αναργύρους, διατάζουν το κακό να φύγει από τον άνθρωπο μ' αυτά τα λόγια: «Ανεμοπύρωμα, λαμπροπύρωμα, καψοπύρωμα, ξόριστον το κακόν ΄που τον δούλον σου.»
Για το πρήξιμο του λαιμού από μέσα
«Λάβε 4 ή 5 βαθράκους - να είναι μεγάλοι - κόψε την κεφαλήν τους και τα πόδια τους, ρίξε τα• σχίσε τους από το πλευρόν, άνοιξέ τους, βράσε ολίγο λάδι μέσα εις το τηγάνι, βάλε τους να πάρουν μίαν βράστην, όχι να καουρδιστούν πολλά, και έτσι ζεστούς βάλε τους εις τον λαιμόν και δέσε τους να κάμουν τρεις ή τέσσερις ημέρες, εάν είναι χειμώνας, και ιατρεύεσαι• ειδέ είναι καλοκαίριν, ας κάμουν δύο ημέρες και ρίξε τους, και βάλλε άλλους επειδή βρωμούν• και είναι βέβαιον και δοκιμασμένον».
Στους παραπάνω εξορκισμούς, που παίρνουν τη μορφή καθαρής ιεροπραξίας προσθέτουμε και τους επόμενους, που μας κάνει γνωστούς μέσα από το πλήθος των λαογραφικών του μελετών ο γυμνασιάρχης Κυριάκος Π. Χατζηιωάννου.
Γητειά του κατσινιόρου
Στην Κύπρο κατσινιόρο λένε τον σκορπιό. Τον λένε ακόμη και «γρινκοζελλόρο», «διντζελλόρο» και «τερκζελλόρο». Τον εξορκίζουν με την ακόλουθη γηθκειά: «Πρώτα ήμουν γένοντας κ' ύστερις παλληκάριν / κάμνουν την δάφνην άλετρον και την ελιάν ποδάριν (μέρος του αλετριού) / κάμνουν τα ζευλοράμματα γρουσά μαλαματένια / και πκιάνει τα κ΄επήαινεν κάτω στο περιγιάλιν / που βρέθην το κακόν θερκόν (φίδι) που λέσιν και λαλούσιν, / ο δίκομπος, ο τρίκομπος κ' εκείνος ο διντζέλλαρος• / ευρέθην και η Παναϊά και είπεν του: / «Τί έπαθες, παιδίν μου, / και κλαίες και θρηνίζεις/ και τα δέντρη μαρανίσκεις; Πήαινε, γυιέ μου, και πκιάσε ξίδιν και πίτερα και πε: Στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Οκοιάν (όπως) τρέχει ο ήλιος, οκοιάν τρέχει η σελήνη, οκοιάν τρέχουν τα νερά στον ποταμόν και τα νέφη στον γιαλόν έτσι να τρέξει το κακόν ΄που τον δούλον ή την δούλην του Θεού (δεινά). Ορκίζω σας εις τους τέσσερεις Αρκαγγέλους, στον Μιχαήλην, Αρβιήλην, και εις τον Ροβά και Ραχαήλ τζι' εις τον Απόστολον Αντρέαν κι εις τον Απόστολον Λουκά τον Απόστολον Τζεγκιάν και εις την Παναΐαν, παν πλημέλημαν, πασ' αστένεια, πασ' γιατρέψεως, πασ' αφέσεως. Στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» Στο τέλος ο γητευτής ή η γητεύρια, αφού ζυμώσει τα πίτουρα με το ξίδι, αλείβει μ' αυτά το μέρος του «κρουσμάτου», δηλ. το σημείο που εδάγκασε ο σκορπιός.
Για την στεράν και τα κουλούνκια
Όταν μια γυναίκα υποφέρει από υστερικούς πόνους της στέρας (μήτρας) ή από κουλούνκια (νευραλγίες) γράφουν μέσα σ' ένα άσπρο πιάτο τα ακόλουθα: «Στέρα στέρη, στέρα στερημένη / του Θεού καταραμένη / γύρνα στέρα και ξηράνθουψ / σαν το φύλλο του κλημάτου / ως το χώτρον του δωμάτου / σαν τον άππαρον (άλογο) σκαλίζεις / σαν το βόδιν μουγκαρίζεις / και τα μέλη του μελίζεις». Μετά τα πλένουν με νερό και το πίνει ο ασθενής. Για τα κουλούγκια η γητειά αυτή πρέπει να γίνει την ύστερη Παρασκευή ή σελήνη.
Ο Λευκωσιάτης γιατρός Κύπρος Χρυσάνθης μας κάνει γνωστές τις ακόλουθες επωδές στη μελέτη του «Τρία Ιατρικά Σύμμικτα Κύπρου» (Κυπριακά Γράμματα, έτος Ζ'):
Γητειά του σφαλαντζιού
Με την ονομασία «σφαλάντζιν» είναι γνωστά στην Κύπρο διάφορα έντομα της οικογένειας Mutillidae, ιδίως γνωστότερα είναι το Dasylabris maura και το Sceliphron spirifex. Τα θηλυκά έχουν κεντρί και το κέντρισμά τους είναι οδυνηρότατο, κάποτε μάλιστα μπορεί να είναι θανατηφόρο. Για τη θεραπεία του κεντρίσματος από σφαλάντζιν επικαλείτο τη βοήθεια του γητευτή ο οποίος συνήθως έβαζε τον πάσχοντα να πλαγιάσει ανάσκελα• τοποθετούσε ξίδι σε μικρό δοχείο και διάβαζε την ακόλουθη γητειά: «Δύναμη του Θεού Σωτήρος ημών Ισού Γριστού. Έπεψε με η μάνα μου στο σκολείον να μάθω γράμματα / και γράμματα δεν έμαθα / παρα μόνο έμαθα να γητεύω / το βορούιν, βολούιν, το λατρίριν, το πατσάλιν, το κουντούριν / κρούζει Μαν και Πρωτογιούνην / σαν τρέχουν τ' άστρη, σαν τρέχουν οι καταρράκτες τ' ουρανού, σαν τρέχει το ύδωρ και πάει στην θάλασσαν, έτσι να τρέξει το πάσα κακόν από τον δούλον ή την δούλην του Θεού ... (τάδε) / στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.» Ύστερα ο γητευτή παίρνει το δωχείο με το ξίδι, το δίνει στον πάσχοντα, κι εκείνος πίνει τρεις γουλιές, ενώ με το υπόλοιπο αλείβει τη πληγή του κεντρίσματος.
Για το Ανεμοπύρωμα (Ερυσιπέλας)
«Ο Θεός, Ο Θεός ο την βάτον φυτεύσας και του Μωυσέως συλλαλήσας εν τω όρει του Σινά, αυτός. Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών σβέσαι παν πύρωμα, ανεμοπύρωμα, καλλοπύρωμα, ηλιοπύρωμα και νυκτοπύρωμα. Τα ενδρέχοντα και εκτός εβδομήκοντα δυόμισυ φλέβας των ανθρώπων, άνδρες γεραδκές και εις τα εβδομήκοντα δυόμισυ γενεάς των πυρωμάτων και χαλίνωσον και εξολόθρευσον και εξόρισον αυτά από τον δούλον του Θεού δεΐνα. Κάβουρος φύσαρος, φυσώριος φωνή Κυρίου, διάκοψον την φλόγαν του πυρός• φύγε πύρωμα, Ο Χριστός σε διώκει ο Κύριος των κυριευόντων και βασιλεύς των βασιλευόντων. Εις το όνομαν του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος• Αμήν. Σαν τρέχει ο ήλιος και πάει στην μάνα του, έτσι να τρέξει το κακόν από δεΐνα.» Αν περάσει με το νερόν είναι αρσενικόν• αν με το ξίδι θηλυκόν. να το διαβάζεις δυσμάς ηλίου.
Γητειά του ντζανιού (ικτέρου)
Πέρνεις μια κλωστή κόκκινη και την ώρα που λες την γητειά την μετράς στ' ανάστημα του αρρώστου. Άμα φτάσεις εκεί που λες «εις τ΄όνομα του Πατρός κλπ.» την διπλώνεις και την βάζεις μέσ' το νερό και τ' αφήνεις να «ποσπεριστεί» και πίνει ο άρρωστος τρεις γουλιές (βρόκκους) κάθε πρωί ως τρεις μέρες. Λέγεται αυτή η γητειά: «Στον κίτρινον πωταμόν εβλάστησεν κίτρινον δεντρόν / κίτρινους κλόνους έκαμεν / κίτρινα φύλλα έβκαλεν / κίντρινον πουλλίν εκατοίκησεν / κίντρινην φουλιάν έκεμεν / κίτρινα αυγά εγέννησεν / κίντρινα πουλιά έβκαλεν, Δίχως πόδια πα στο δεντρόν εξέβηκα, δίχως χέρια τάπιασα, δίχως μαχαίριν τάσφαξα, δίχως λαμπρόν (φωτιά) τα έψησα, δίχως δόντια τάφαα. Αν δεν πιστεύκεις για ντζανίν εβ' έξω να τα δεις, που την καρδιά του τάδε.»
Άλλη παρόμοια γητειά του ντζανιού καταλήγει ως εξής: «Φύγε ντζανίν, κακόν ανεμόζανον, κίτρινον ντζάνιον και κάθε κακόν ζάνιον, ορκίζω σε, επικοιμώ σε εις τον μεγάλον Θεόν λειτουργόν του κόσμου, και να λέψεις από τον δούλον του Θεού (δεΐνα)• και η ελπίς μου ο Πατήρ, καταφυγή μου ο Υιός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον, Τριάς Αγία, δόξα σοι. Σ.Τ.Μ.Κ.Λ.Σ.Μ.Τ.Φ.Β. Θεού. Αμήν.»
(εις δρόσον). «εκ της ημέρας εκείνης ότε εξήρχετο η Παναγία Θεοτόκος από το όρος των Ελαιών μετά μυριάδων Αγγέλων, Αρχαγγέλων, απήντησε τον Όκταρα και δεν τον εχαιρέτησεν• εστάθη όμως και τον ηρώτησε: «Πού υπάγεις, Όκταρα και κίτρινε και δυνάδελφε του του Χάρου και συναγωγέ του θανάτου;» Και εκείνος λέγει της Παναγίας: «Θα υπάγω εις τον δούλον του Θεού (δεΐνα), να δράμω εις την κεφαλήν του, να έμβω εις τα πλευρά του, εις την ακοήν του.» Και η Κυρία Θεοτόκος έτοιμη εστάθη και του λέγει: «Τομή σου αδόλου η χείρα πέντε δάκτυλα και χρυσή σφραγίδα έχω να σε ορκίσω εις 24 ψηφία τους εις τας ακτίνας να χωνεύσεις τον θυμόν σου εις τα όρη και τα βουνά και σπήλαια και τα βάθη της θαλλάσης και να μην εισέλθεις εις τον δούλον του θεού δεΐνα διότι είναι βαπτισμένος και από μύρον μυρωμένος και δεν δύναται να βαστάξει τους πόνους σου. Σ.Τ.Μ.Κ.Λ.Σ. Μ.Φ.Β. Θεού. Αμήν.»
Γητειά του φθόνου
Παίρνεις τρία φύλλα «ελιάν ευλογημένην» απ΄αυτή δηλαδή που πήραν στην εκκλησία την Κυριακήν των Βαΐων και βλογήθηκε• και την ώρα που θα πεις «ήρθεν ο Άγγελος Κυρίου» να σταυρώσεις τρεις φορές στο καπνιστήρι και θα ρίψεις και την ελιά να καεί και θα καπνίσεις τον Θεό (έξω στην αυλή) ύστερα τον άρρωστο και κείνους που θα βρεθούν εκεί. Τον άρρωστον τον εξορκίζεις με την ακόλουθη γηθκειά:
Η Παναΐα η Δέσπινα σηκώθην που το πωρνόν, εσάρισεν (σκούπισε), εράντισεν, εφτά ρουάνια εγέμισεν κι' ο ήλιος δεν ανέτειλεν. Έρεξεν (πέρασε) η Ζήλα, η Δήλα, η Αναρκοδοντιά, η Κατωβιζού, καλόν της είπαν και κακόν εγίνηκεν, έππεσεν (πλάγιασε) και σκεπάστηκεν, το ριόν (ρίγος) την έπιασε και δεν εσιουρκάστηκεν (υσήχασε) κι εφώναξεν εις τον γυιόν της τον Μονογενήν κι' επήεν Άγγελος Κυρίου κι' είπεν της: «Είντα έχεις, Δέσποινα, και κλαίεις κι' αναστενάζεις και τον Θεόν φωνάζεις;» -Έρεξεν η Ζήλα, η Δήλα, η Αναρκοδοντιά, η Κατωβιζού και καλόν μου είπασιν και κακόν μου γίνηκεν. Ερέξασιν να πάσιν στο Καρπάσιν (χερσόνησος Καρπασίας), τα νερά να τα ξεράνουν, τα όμορφα παιδιά να τα πεθάνουν. «Κι' είπεν ο Άγγελος εις την Δέσποιναν: «Να πάρεις εις το χέριν σου τρεία φύλλα ελιάν να σταυρώσεις εις τ' όνομαν του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος νυν και εις τους αιώνας των αιώνων αμήν. Όπως τρέχουν τα ποτάμια, όπως τρέχουν τ΄άστρη, όπως τρέχει ο ήλιος να πάει στη μάναν του, έτσι να τρέξει το πάσα κακό, να φύει από τον δούλον σου. (δεΐνα).»
Μύθοι
Μιάν φοράν μια αίγια τζιαί μια κουέλλα είθεν να ρέξουν πόναν αρκάτζιν. Επήεν η κουέλλα να ρέξει πρώτα. Την ώραν π' αππήαν, εσούστην η βάκλα της τζι' εφάνησαν τα πισινά της. Η αίγια άμαν την είεν εχαχχάνιζεν• «ώ, εφάνησαν τα πισινά σου, ώ εφάνησαν τα πισινά σου!» Τζι' αναέλαν της ούλην την ώραν. Τα δικά της τα πισινά που εν-ι- σσεπάζουνται ποττέ τους εν τα θώρεν τζι' εθέρεν τα πισσινά της κουέλλας που εφάνησαν τζείν' την ώραν.
(Ο μύθος σημαίνει ότι οι άνθρωποι δεν βλέπουν τις δικές τους ασχημίες και περιγελούν το ελάχιστο που βλέπουν στους άλλους).
Μιαν φοράν επέθανεν ένας τζι' άφηκεν των παιδκιών του μιαν κούμναν χαλλούμια. Τα παιδκιά του εμαλλώναν εις την μιρασσιάν «όι εσού επήρες παραπάνω, όι εσού επήρες παραπάνω...» Που τζαχαμαί επέρναν μια αλουπού που τζι' εφωνάξαν της να τους κάμει τον κριτήν. Εβάλεν τζι' η αλουπού τα χαλλούμια μέσ' στο ζύϊν για να τα μοιράσει. Εβάρεν που την μιαν... εφώναζεν ο ένας. Έτρωεν η αλουπού κάμποσον που τα βαρετά. Εζύαζέν τα τωρά, εβάρεν που την άλλην μερκάν... εφώναζεν ο άλλος! Έτρωεν η αλουπού που τα βαρετά πάλε. Έτσι, εζύαζεν-έτρωεν, εζύαζεν-έτρωεν, ώστι τζι' εν άφηκεν τους μιρασκέρηες!
(Ο μύθος διδάσκει ότι ο μεταξύ διαδίκων συμβιβασμός είναι πολύ προτιμότερος της προσφυγής στα δισκαστήρια)
Είσσεν έναν γαλατάρην τζι' επίτωννεν κάθ' ημέρα το γάλαν με το νερόν τζι επούλαν το. Τζείν' τα ριάλια που κέρτισεν που το νερόν που πούλαν με το γάλαν -σαν να πούμεν...εκατόν λίρες- εκράτεν τα τζι' επήαιννεν με τα παμπόρκα έξω. Έτσι σαν τα κράτεν, εππέσαν του μέσ' στην θάλασσαν. «Ά, Παναΐα μου», είπαν ούλλοι, «επήαν τα ριάλια του αδρώπου!» Πολοάται τζι' ο γαλατάρης τζιαι λαλεί «που το νερόν ήρτασιν, εις το νερόν εν να πάσιν».
(Ο μύθος διδάσκει ότι θησαυροί, που αποκτούνται με αθέμιτα μέσα, εξανεμίζονται χωρίς ν' αφήσουν ίχνη).
Ένας κάττος μιαν φοράν αποφάσισεν ν' αγιάσει. Να μεν πκιάννει πκιόν με ποντικούς, με πουλλιά, με να κλέφτει που το τραπέζιν φαγειά. Τζι επήεν σ' έναν μοναστήριν. Πράγματι έδειξεν μετάνοιαν πολλήν για τες πράξεις του τζι' εκάμαν τον δκιάκον. Μιαν ημέραν όμως που κράτεν τον θυμιατό στο 'ναν σσέριν τζιαι την λαμπάαν εις τ' άλλον τζι' εθυμιάτιζεν του παπά, που γύριζεν τ' άϊα, επετάχτηκεν ένας ποντικός. Ο κάττος άμαν τζι' είεν τον ποντικόν εξήασεν πως ήτουν δκιάκος τζιαί ξοπολά τον θυμιατόν τζιαι την λαμπάαν τζιαί βούρος...να πκιάσει τον ποντικόν!
(Ο μύθος διδάσκει ότι οι άνθρωποι, που έχουν φυσικά ελαττώματα, δεν μπορούν να τα καταστείλουν, όσο κι' αν προσπαθήσουν, και σε μια στιγμή αδυναμίας θα τα εκδηλώσουν).
Είσσεν μιαν τζι' επαντρεύτικεν έναν σσηράτον με παιδκιά τζι' ότι να-ιν-κάμει είτε πίτταν είτε κουλλούρκα των προονιών της, εν έκαμνεν του δικού της παιδκιού, παρά ελάλεν των προονιών της: «δώστε του εσείς π' έναν κομμάτιν που το δικό σας». Άτε, εδιούσαν του ούλλοι, το παιδίν της έπκιαννεν παραπάνω που τα προόνια, αμμά εν εφαίνετουν.
(Ο μύθος λέγεται για κείνους που χωρίς να έχουν οι ίδιοι τίποτε, παίρνουν περισσότερα από εκείνους που έχουν με τη συνεισφορά τούτων).
Η καμήλα επαρακάλεν να κάμει καμηλίν, να ξηποσταθεί τζιαι τζείνη λλίον που το γομάριν. Αμμά, πού 'καμεν το καμηλίν, εφορτώνναν του το γομάριν, εν το 'σωννεν, άτε εφορτώνναν το τζιαί τζείνον της καμήλας.
(Ο μύθος λέγεται για τους γονιούς που ελπίζοντας ότι θα κάμουν τέκνα και θ' ανακουφισθούν από τους μόχθους της ζωής, επιφορτίζονται τουναντίον με μεγαλύτερα βάρη).
Άλλα τραγούδια
Περτίτζιν εκακκάρισεν 'που κα' στο μερσινάτζιν
μια κόρη το εσσιάστηκεν 'που το παναθυράκιν:
«Πουλλίν, νάχα τα κάλλη σου, νάχα τες ομορκιές σου,
νάχα τες καλωσύνες σου τζιαί τες παρπατησσιές σου!»
«Κόρη, ίντα μ' αζούλεψες εμέναν το πουλλάκιν!
Εσύ τρώεις ψουμίν γλυτζύν, τζι' εγώ τρώω χορτάκιν,
εσού πίννεις νερόν γλυτζύν, τζι' εγιώ πίννω φαρμάκιν•
΄σου καρτεράς τον κάλον σου νάρτει να σ΄αγκαλίσει,
'γω καρτερώ τον τζυνη(γ)όν, νάρτει να τζυνη(γ)ήσει,
να σύρει το ττουφέκκιν του τζιαι να με τταππαρίσει,
τζιαι να με βάλει στο λαμπρόν, τζιαί να με καψαλίσει.»
Μάνα μ', αντάν σ' εφίλησα, νύκτά 'τουν, πκοιός μας είδεν,
αυκή 'τουν, πκοιός μας ένωσεν, νύκτά 'τουν, πκοιός μας είδεν;
Η νύκτα τόπεν της αυκής τζιαί η αυκή του νέφους,
το νέφος το 'ψιχάϊσεν, ο ποταμός το πήρεν,
στην θάλασσαν τό 'ριξεν, τό 'πκιασεν το κατάρτιν,
τζιαί το κατάρτιν τό 'ριξεν, σαν τον θεόν που 'στράφτει.
Ο ναύτης το τραούδησεν στης λυερής την πόρταν,
τζι' ο κόσμος το 'γεμώστηκεν πώς σ' αγαπώ, χανάππιν.
Στην Κύπρον αναγιώθηκα, τζει εν τα γεννητικά μου
αχ, στην Κύπρο θέλω να θαφτούν
αχ, στην Κύπρο θέλω να θαφτούν,
ρα μουζουρού τζιαί μεν τα κόκκαλά μου.
Της Κύπρους χώμαν μου γλυτζύν,
κάμνεις τον τάφον αλαβρύν.
Π΄αππεξωθιόν εδιάβαιννα 'που την Φανερωμένην,
μιαν λυερήν εσσιάστηκα, όμορφα χολλιασμένην,
ένεψά της για το φιλίν, τζιαί τζείν' ήτουν καμένη•
πάω να μπω στην πόρταν της, την πέτροχαλασμένην,
πάω να βκω στην σκάλαν της, που να την δω σπασμένην!
'Που κάτω που την τάβλαν της πέντ' έξ' αρματωμένοι,
εκάμαν την ραχούλλάν μου μαύρην σκοτεινιασμένην.
Που το πωρνόν στην εκκλησσιάν εθώρέν με τζι' εγέλαν.
«Ανάθθεμάν σε, λυερή, τζι' εσέν τζιαί το φιλίν σου,
εψές εθανατώσαν με στην μέσην της αυλής σου»
«Εψές σου 'γέλουν, νιούλλικε, τζι, αν θέλεις πόψε, έλα.»
Επήα πέρα τζι' άρκησα τζι' έκαμα πέντε χρόνια,
τζι' έφερα μιαν βασιλιτζιάν με δκιαμαντένια κλώνια•
φυτεύκω την εις τον κρεμμόν, κρεμμά τζιαί πάει κάτω,
φυτεύκω την εις το στενόν, πατούν την οι δκιαβάτες•
να σσίσω την καρτούλλάν μου να την ψυτέψω μέσα,
τζι' αν έρτουν 'που του βασιλιά κλωνίν να μεν τους κόψω,
τζι' αν έρτει τζι' η αγάπη μου, να την ηξηριζώσω
Το έθιμο του Κλήδονα στην Κύπρο και το τραγούδι του Μα
Στα παλιά τα χρόνια παρατηρείται στη Κύπρο ένα έθιμο που είχε σχέση με τη μαντεία, και εκτελείτο αποκλειστικά από νεαρές κοπέλες. Λεγόταν «το τραγούδι του Μα». Τη πρώτη μέρα του Μαΐου, όλες οι ανύπανδρες κοπέλες, γεμάτες ενθουσιασμό, έβαιναν έξω από τις πόλεις και τα χωριά και πήγαιναν στους κάμπους. Ξάπλωναν στο πράσινο, κάτω από τη σκιά ενός δέντρου, επειδή ο ήλιος ήδη έκαιγε. Ορισμένες φορές όταν υπήρχε έλλειψη χώρου, επιλέγαν την ήσυχη γωνιά ενός έφορου χωραφιού για τη διοργάνωση της μαγιάτικης γιορτής τους, που συμπίπτε με τον καιρό που τα στάχυα ήταν ψηλά. Γιατί γνώριζαν πολύ καλά ότι την ημέρα αυτή, έκλεινε και τα δυο του μάτια και ο αυστηρότερος αγροφύλακας. Κάθονταν σε κύκλο, έτρωγαν, και έπιναν αυτά που έφερναν μαζί τους, αστειεύονταν μεταξύ τους, τραγουδούσαν, και χόρευαν στους ρυθμούς της ταμπουτσιάς και του τυμπάνου που δεν απουσίαζε ποτέ. Μετά, οι νεαρές κοπέλες τοποθετούσαν το μαγικό δοχείο του κλήδονα ή αλλιώς του Μα. Το συγκεκριμένο αυτό δοχείο ήταν μια μεγάλη λεκάνη, ή ένα μεγάλο αγγείο, που έφερναν μαζί τους οι κοπέλες που συμμετείχαν στη γιορτή. Η κάθε κοπέλα έριχνε μέσα στο δοχείο ένα δακτυλίδι με ένα λουλούδι, ένα τριαντάφυλλο, ένα γαρύφαλλο, ή ένα άνθος της ροδιάς. Μετά, το σκέπαζαν με ένα κόκκινο μαντήλι και επέστρεφαν στα σπίτια τους. Το δοχείο έμενε τρεις μέρες στα χωράφια και κανένας που το είχε δει στο μεταξύ, δεν το πείραζε. Μετά από τρεις μέρες, επέστρεφαν οι κοπέλες στο Μα, δηλαδή το δοχείο του Κλήδονα. Και έτσι ξανάρχιζε η γιορτή με το τραγούδι του Κλήδονα. Έκαναν έναν κύκλο γύρω-γύρω από το δοχείο και χόρευαν. Μετά το τέλος του τραγουδιού, η ομάδα καθόταν γύρο από το δοχείο όπου μια από τις κοπέλες έλυνε το κόκκινο μαντήλι μετά το ατομικό τραγούδι. Τότε άρχιζε το ατομικό τραγούδι. Κάθε κοπέλα τραγουδούσε ένα γνωστό δίστιχο, που κάπου έμαθε ή άκουσε ή που έφτιαξε η ίδια. Άκουγε κανείς συχνά άσεμνα και χοντροκομμένα τραγούδια αλλά και πανέμορφα μαργαριτάρια της λαϊκής ποίησης. Το περιεχόμενο των στίχων μπορούσε να ήταν σοβαρό ή αστείο, σαφές ή αμφίσημο, σεμνό ή όχι. Τα πιο πολλά μιλούσαν για έρωτα και αρραβωνιάσματα, θέμα καθόλου παράξενο μεταξύ των νεαρών αυτών κοριτσιών. Κάποτε οι στίχοι ήταν αυτοσχέδιοι και περιείχαν πειράγματα ή υπονοούμενα για τα τελευταία γεγονότα της οικογένειας.
Όταν τελείωνε το ατομικό τραγούδι, η κοπέλα έλυνε το κόκκινο μαντήλι του δοχείου και έπαιρνε ένα δακτυλίδι. Ανάλογα με τη σημασία του τελευταίου στίχου και ανάλογα με το πως ταίριαζε το περιεχόμενο στην ιδιοκτήτρια του δακτυλιδιού, δινόταν μια εξήγηση που βέβαια ερμηνευόταν με διαφορετικούς τρόπους. Παρ' όλες τις διάφορες άκακες δολοπλοκίες που συνέβαιναν μεταξύ των κοριτσιών, αυτές πίστευαν ότι θα πραγματοποιηθεί ο χρησμός του δακτυλιδιού. Γ' αυτό το λόγο οι φίλες που δεν παρευρίσκονταν στην γιορτή, ρωτούσαν να μάθουν τι τους είχε ταμένο ο κλήδονας.
Σήμερα αυτό το έθιμο έχει ξεχασθεί στη Κύπρο, όμως οι ρίζες του ήταν μια συνέχεια των μαντείων της αρχαιότητας.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΜΑ (ΚΛΗΔΟΝΑ)
Τζιαι μπαίνν' ο Μας, τζιαι βκαίνν' ο Μας,
τζιαι μπαίνν' ο Πρωτογιούνης,
τζι' ο Μας με τα τραντάφυλλα, τζι' ο Γούνης με τα μήλα,
Άουστος με τα χλιά νερά, με τα κρυά σταφύλλια.
Αννοίξετε τον κλήδοναν να μπούσιν τα κοράσσια,
να τραουδήσουν για τον Μαν, να δούν το ριζικόν τους.
Το ριζικόν μου ίντα' νι; Σταυρός τζιαι δακτυλίδιν.
Στην πούγγαν μου το έβαλα, της μάνας μου το πήρα:
Μάνα τζι' αν είσαι μάνα μου τζι' εγιώ παιδίν δικόν σου,
κάμε θερμόν τζιαι λούσε με μεσ' τ' αρκυρήν την λεένην,
τζιαι μέσ' τ' αρκυρολέενον ρίξ' αρκυρόν μασσαίριν
τζιαι φόρησ' μου την σκούφκιαν μου την τρανταμασουρένην,
οπού σσει τράντα μάσουρους τζιαι τράντα μασουρούδκια,
τζιαι γύρου, γύρου τα πουλλιά τζιαι μέσα τα πεζούνια*.
Πεζούνια μου, πεζούνια μου, πετάξετε με πέρα,
να δω τον θκειόν μου ροδινόν, τον τζύριν μου φεγγάριν,
να δω τον πρώτον μ' αερφόν στην μούλαν καβαλλάρην,
να σούζη την μανίκλαν του, να ππέση το λουβάριν*,
Ελάτε, σσήρες τζι' αρφανές, να πάρετε λουβάριν,
πάρετ' εσείς τα πίτερα, τζι' εγιώ το σιμιδάλλιν,
να κάμω τ' αερφούλλη μου σαΐταν με δοξάριν,
που σαϊττεύκει τον ατόν πάνω στο παμπουλάριν.
Σαν έμπαιννα, κατέβαινα τ' άη Γιωρκού την σκάλαν,
εσσιάστικα φραγκόπουλον που κάτω στην καμάραν.
Είπα του «Σύρε μου κλωνίν», σύρνει μ' αραβώναν,
η αραβώνα ίντα 'νι; Σταυρός τζιαι δακτυλίδιν.
Στην πούγγαν μου το έβαλα, της μάνας μου το πήρα.
Μάνα τζι' αν είσαι μάνα μου τζι' εγιώ παιδίν δικόν σου,
κάμε θερμόν τζιαί λούσε με μεσ' τ 'αρκυρήν την λεένην,
τζιαι μέσ' τ' αρκυρολέενον ρίξ' αρκυρόν μασσαίριν
τζιαι φόρησ' μου την σκούφκιαν μου την τρανταμασουρένην,
οπού σσει τράντα μάσουρους τζιαι τράντα μασουρούδκια,
πού' σσει μιαν κούππαν μ' αθθούς τζιαι μιαν κούππαν λιλλέτζια*.
Λιλλέτζια μου, λιλλέτζια μου, πετάξετε με πέρα,
να δω τον θκειόν μου ροδινόν, τον τζύριν μου φεγγάριν,
να δω τον πρώτον μ' αερφόν στην μούλαν καβαλλάρην,
να σούζη την μανίκλαν του, να ππέση το λουβάριν.
Λουβάριν, λουβαρόσπορον τζιαι που να τον φυτέψω;
Να τον φυτέψω στον κρεμμόν, κρεμμά τζιαι πάει κάτω,
να τον φυτέψω στο στρατίν, πατούν τον οι δκιαβάτες.
Να σσίσω την καρτούλλαν μου, να τον φυτέψω μέσα,
τζι' αν έρτουν που του βασιλιά, κλωνίν να μεν τους δώκω
τζι' αν έρτουν που τ'αφέντη μου*, να τους τα ξηριζώσω.
Γλωσσάρι
*Τα πεζούνια ειναι το περιστέρια
*Το λουβάριν είναι το χρυσάφι
*τα λιλλέτζια είναι τα λουλούδια
*Ο αφέντης είναι ο πατέρας
Λαϊκή μετεωρολογία
Τα πιο παλιά χρόνια, οι κάτοικοι του νησιού μας, στη μεγάλη τους πλειοψηφία ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, τομείς άμεσα εξαρτημένους από τη γη, αλλά και τις καιρικές συνθήκες. Κι επειδή ακριβώς η επιβίωσή τους ήταν άμεσα συνυφασμένη με τα τερτίπια του καιρού και τα «καμώματά» του, η ανάγκη για πρόγνωση άρα και ανάλογη προετοιμασία- προέβαλλε επιτακτική...
Το «ήλιασμαν της Αρκούδας» Λόγω όμως έλλειψης επιστημονικών γνώσεων σε ό,τι αφορά τα καιρικά φαινόμενα, οι πρόγονοί μας κατέφευγαν σε δικές τους παρατηρήσεις και μεθόδους που βασίζονταν στις αντιλήψεις και τις εν γένει πεποιθήσεις τους.
Αυτές οι γνώσεις και πληροφορίες που αφορούσαν κυρίως στην πρόγνωση του καιρού μεταδίδονταν προφορικά από γενιά σε γενιά, το σύνολο τους δε, είναι αυτό που εμείς σήμερα αποκαλούμε λαϊκή ή δημώδης μετεωρολογία.
Τα κριτήρια και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν, ήταν πολλά και διάφορα. Ένα απ' αυτά ήταν και το λεγόμενο «ήλιασμαν της Αρκούδας». Μετεωρολογικό φαινόμενο που παρατηρείται τη 2η μέρα του Φεβράρη. Αν κατά την μέρα αυτή επικρατούσε ψύχος, εάν παράλληλα ο ουρανός δεν είχε σύννεφα ξυλοπαούρα- αποκαλούσαν αυτό το φαινόμενο, τότε ήταν γι’ αυτούς ένδειξη πως ο χειμώνας θα είχε συνέχεια τουλάχιστο μέχρι το τέλος Μαρτίου.
Σε αντίθετη περίπτωση, αν η μέρα ήταν βροχερή, πίστευαν πως ο χειμώνας ήταν προς το τέλος του.
Σύμφωνα με την λαϊκή φαντασία, κατά τη μέρα αυτή, η αρκούδα ξεγελάστηκε από την πρόσκαιρη ηλιοφάνεια, ξύπνησε από τη χειμερία νάρκη και παίρνοντας τα μικρά της, βγήκε από την κρυψώνα της. Όταν όμως αντιλήφθηκε το λάθος της, τα μάζεψε και γύρισε πίσω στη ζεστασιά της σπηλιάς της, λέγοντας τους:
«Άτε μωρά μου, πάμεν έσσω στη φουλιά μας τζι ο σσιειμώνας έν ’ πίσω ακόμα...».
Απ' αυτή την χαρακτηριστική παλιά ιστοριούλα, πήρε την ονομασία του και το φαινόμενο της 2ας του Φεβράρη.
Το φεγγάρι Αρκετές από τις γνώσεις των πρωτινών, προέρχονται από τις παρατηρήσεις τους, γύρω από τις διάφορες φάσεις του φεγγαριού. Έτσι, έδιναν μεγάλη σημασία και προσοχή στα μησίδκια στα σημάδια- του καιρού και τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά την άφιξη του νέου φεγγαριού.
Αν η νέα φάση της σελήνης γινόταν με βροχές, το θεωρούσαν ως ένδειξη πως θα ακολουθούσε βροχερός καιρός. Σε αντίθετη περίπτωση αν ο τζαιρός ήταν στραντζισμένος δεν έβρεχε τη μέρα εκείνη- τότε πίστευαν πως ολόκληρος ο μήνας θα περνούσε με ελάχιστες ή και καθόλου βροχές.
Αν πάλι, στο τέλος του μήνα, από τις 26 και μετά κατά τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες- το φεγγάρι δειπνούσε με νερά έδυε δηλ. με βροχή, τότε γι’ αυτούς ήταν σημάδι πως το νέο φεγγάρι που θα γεννιόταν, θα έφερνε μαζί του μπόλικα νερά.
Για το φεγγάρι του Νιόβρη, οι πρωτινοί έλεγαν:
«Το φεγγάρι του Νιόβρη όπως το βρεις... Αν αρκέψει με βροσσιές, εννα ’βκεί με τες βροσσιές αν έρτει στεγνόν, εννα ’βκεί στεγνόν.».
Κατά τη λείψη του φεγγαρκού στη φάση δηλ. του φεγγαριού μετά την Πανσέληνο, την οποία αποκαλούσαν και κακοφετζιά αφού ολοένα και λιγόστευε το φως του, απέφευγαν την υλοτομία γιατί πίστευαν πως τα ξύλα που θα έκοβαν θα σάπιζαν εύκολα. Απέφευγαν επίσης να φυτέψουν νέα δενδρύλλια, γιατί κατά την αντίληψη που κρατούσε, δεν θα ευδοκιμούσαν.
Όλα αυτά που απέφευγαν στη λείψη του φεγγαρκού επιδίωκαν να τα κάνουν στη γέμωση του φεγγαρκού, στη φάση δηλ. της γέννησης του όπου υπήρχε και καλοφετζιά.
To «αλώνιν» του φεγγαρκού, οι αστραπές κι ο άνεμος Τον κύκλο που σχηματίζεται γύρω από το φεγγάρι, οι παππούδες μας τον έλεγαν αλώνι πίστευαν δε, πως φέρνει νερά τις αμέσως επόμενες μέρες. Όσο μίκραινε ο κύκλος τόσο πλησίαζαν κι οι βροχερές μέρες.
Αντίθετα, το αλώνιν του ήλιου πίστευαν πως φέρνει άνεμο. Εξ ου και το δίστιχο:
«Του νήλιου τζιύκλος, άνεμος του φεγγαρκού, σσιειμώνας...»
Οι αστραπές ήταν ένα άλλο φαινόμενο το οποίο χρησιμοποιούσαν για την πρόγνωση του καιρού. Κατά τη λαϊκή δοξασία, οι αστραπές παράγονται από την τριβή των πετάλων των αλόγων του προφήτη Ηλία, πάνω στα λιθάρια, καθώς περνούσε.
Όταν άστραφτε ο βορκάς, έλεγαν πως θα έχει νερά, το ίδιο κι όταν άστραφτε κατά τον νότο πίστευαν πως θα έκανε πολλά νερά.
Όταν οι αστραπές ήταν προς την ανατολή, έλεγαν πως θα έχει αγέρα και τέλος όταν άστραφτε στη δύση, έλεγαν πως αστράφτει στην μάναν και περίμεναν βροχές.
Η πνοή τ' ανέμου, η ένταση και η κατεύθυνσή του, θεωρούνταν πολύ σημαντικοί παράγοντες που επηρέαζαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τις γεωργικές ασχολίες. Προστάτης των ανέμων εθεωρείτο ο προφήτης Ηλίας που αντικατέστησε στη χριστιανική θρησκεία, τον Δία των αρχαίων Ελλήνων και συχνά επικαλούνταν τη βοήθειά του.
Σε καιρούς άνυδρους οι χωρικοί προσέφευγαν κοντά του και πραγματοποιούσαν δεήσεις έξω από τους ναούς του, που ήταν συνήθως κτισμένοι στις κορυφές των λόφων, ζητώντας την παρέμβασή του για να τερματιστεί η ανομβρία.
Άλλο σημαντικό κριτήριο για την πρόγνωση του καιρού ήταν το ζωνάψιν -το ουράνιο τόξο. Αν το ζωνάριν εμφανιζόταν το πρωί, για τους πρωτινούς ήταν ένδειξη πως θα ακολουθήσει καλοκαιρία. Έλεγαν δε χαρακτηριστικά:
«Έβκαλεν το πρωί ζωνάριν; Ζέξε γέρο το ζευκάριν...»
Αντίθετα, αν το ζωνάριν εμφανιζόταν το δειλινό, πίστευαν πως θα βρέξει και έλεγαν: «Έβκαλεν δειλινόν ζωνάριν; Πόζεξε γέρο για το σσιερωνάριν...»
Τα μηναλλάγια Ήταν από τις πιο πλατιά διαδεδομένες μεθόδους και ένα από τα σημαντικότερα «εργαλεία» των πρωτινών, για ερμηνεία και πρόγνωση του καιρού...
Τα μηναλλάγια άρχιζαν την 1η Αυγούστου και ολοκληρώνονταν στις 14 του ίδιου μήνα. Οι πρώτες τρεις μέρες αντιπροσώπευαν τον Αύγουστο, η 4η μέρα τον Σεπτέμβρη, η 5η τον Οκτώβρη κ.ο.κ μέχρι την 14η Αυγούστου που συμβόλιζε τον Ιούλη του επόμενου χρόνου. Κάθε ημέρα δηλ. αντιστοιχούσε σε ένα μήνα. Πίστευαν πως οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης μέρας των μηναλλαγιών, θα ίσχυαν και κατά τον αντίστοιχο μήνα.
Για να ενισχύσουν τις παρατηρήσεις τους, πριν ή και κατά τις μέρες των μηναλλαγιών, πραγματοποιούσαν και ορισμένες άλλες παράλληλες ενέργειες.
Τοποθετούσαν για παράδειγμα, συκόφυλλα έξω στο ύπαιθρο ή πάνω στο δώμα και σε κάθε φύλλο έβαζαν λίγο αλάτι. Αυτό γινόταν το βράδυ της 19ης προς την 20η μέρα του Ιούλη. -Μερικοί «παρατηρητές» αυτή τη δουλειά την έκαναν τις μέρες των μηναλλαγιών. Κάθε φύλλο αντιστοιχούσε και σ' ένα μήνα. Την άλλη μέρα πρωί πρωί έπαιρναν τα φύλλα και τα μελετούσαν. Σε όποια φύλλα το αλάτι είχε διαλυθεί, πίστευαν πως οι αντίστοιχοι μήνες θα ήταν βροχεροί...
Άλλοι πάλιν παρατηρητές, αντί για συκόφυλλα, έβαζαν σιτάρι, αφού πρώτα το ζύγιζαν. Το επόμενο πρωί, αν έβρισκαν το σιτάρι βαρύτερο απ' ό,τι το είχαν αφήσει, ήταν γι’ αυτούς καλό σημάδι αφού όπως πίστευαν, η χρονιά θα ήταν καρπερή. Όσο βαρύτερο ήταν το σιτάρι, τόσο πιο έφορος θα ήταν ο νέος χρόνος.
Τα σύννεφα και ο κινήσεις τους στο ουρανό, ήταν για τους παλιούς, ένα ακόμη κριτήριο για συμπεράσματα που οδηγούσαν στην πρόγνωση του καιρού.
Πίστευαν πως όταν τα σύννεφα διασταυρώνονταν μεταξύ τους, θα ακολουθούσε ανεμοστρόβιλος.
Όταν τα σύννεφα κινούνταν χαμηλά προς τη γη, έλεγαν πως αλώνιζαν ή έβοσκαν και περίμεναν βροχές που θα συνοδεύονταν κι από δυνατούς ανέμους, τις περισσότερες φορές.
Βεβαίως όλες τις παρατηρήσεις και προβλέψεις στις οποίες κατέληγαν, οι γεωργοί τις αντάλλαζαν μεταξύ τους, αφού εκτός των άλλων, αυτού του είδους συζητήσεις κυριαρχούσαν στις καθημερινές τους συναναστροφές και τα ενδιαφέροντα. Όσοι δε, επαληθεύονταν από τα γεγονότα που ακολουθούσαν, απολάμβαναν τον σεβασμό και την εκτίμηση όλων.
-1-
Αντίπερα του ποταμού τρεις ζευκολάτες κάμνουν•
΄πο κείθθε κάμν΄ ο Γιαννακός, ΄πο δάθθε κάμν΄ ο Κρίτος,
ανάμεσά τους και τους δκυό κάμν΄ο Μωρογιαννάκας.
Βκαίννει ο ήλιος το πρωίν πάντα και χαιρετά τους:
«Παρακαλώ σε, Γιαννακό, πόσον σιτάριν βάλλεις;»
«Έχω ευκήν την μάνας μου, κατάραν του κυρού μου,
και του μιαλλύττερου μ' αρφού, να μεν το μολοήσω,
σαν μ΄έβαλες εις τον Θεόν, να σου το μολοήσω•
σιτάριν βάλλω δώδεκα, κριθάριν δεκά πέντε,
κουκιά και βίκον δεκακτώ ΄π΄ανωρίς ποζέγνω.»
«Ευκήν σ' αφίννω Γιαννακό, αύριον μεν εζέξης•
αρκιμηνιά κι αρκιχρονιά και πρώτη του Γεννάρη,
κι είναι τ΄αγίου Βασιλειού κι εν κάμνουσιν ζευκάριν.»
Και θέλεις επαράκουσεν, θέλεις καταύτις κάμνει,
σηκώννεται ΄που το πωρνόν και πάει στο ζευκάριν•
έζεξεν κι επροστάφκιασεν εννιά μοδκιών χωράφιν,
μα ΄που την πρώτην αυλακιάν κουράκισεν τ΄αλέτριν.
«Βάστα τον, μαύρε, τον πυρκάν, κι εσού, πυρκά, τον μαύρον,
να δώσουμεν να βκάλουμεν ρίζαν του καλαμιώνα.»
Βαστά ο μαύρος τον πυρκάν και ο πυρκάς τον μαύρον,
κι εδώσασιν κι εφκάλασιν τρικέφαλην κουφούλλαν,
κι εδώσασιν κι ετυλίχτηκεν πα στο σταυρίν τ΄αλέτρου.
Τα χέρκα του εψήλωσεν, πάνω Θεόν δοξάζει:
«Δοξάζω σε, καλέ Θεέ, δοξάζω τ΄όνομά σου,
καμμιά δουλειά εν γίνεται, δίχως το θελημάν σου•
Θεέ μου, στράψε μιαν στραπήν, στράψε και μιαν μεάλην,
κι έφκαλε μιαν μιαλλύττερην πα στο σταυρίν τ΄αλέτρου,
μήτε τα βούδκια να καούν, μήτε ο ζευκολάτης,
μόνον τα ζευλοράμματα, να φύουσιν τα βούδκια.»
Και τότε στράφτει μιαν στραπήν, στράφτει και μιαν μεάλην,
στράφτει και μιαν μιαλλύττερην πα στο σταυρίν τ΄αλέτρου,
μήτε τα βούδκια κάησαν, μήτε ο ζευκολάτης,
μόνον τα ζευλοράμματα, κι εφύασιν τα βούδκια.
Επήεν εις το σπίτιν του κι ήτουν πολλά γλιμμένος,
γλιμμένος και περίλυπος και καταδισκασμένος.
«Κι ίντα ΄παθες ά Γιαννακό κι είσαι πολλά γλιμμένος,
γλιμμένος και περίλυπος και καταδισκασμένος;
Μήπως του σσιού εισαί γλομός και του ηλιού καμένος,
όξα ΄ν΄ που τον πατέραν σου, που είσαι πικραμμένος;»
«Μήτε του σσιού είμαι γλομός, μήτε του ΄λιού καμένος,
μήτε που τον πατέραν μου εν, που ΄μαι πικραμμένος,
μα μόνον εν που τον Θεόν, που ΄μαι καταραμένος.
Σήμμερα είν' αρκιχρονιά και πρώτη του Γεννάρη
κι είναι τ΄αγίου Βασιλειού, κι εν κάμνουσιν ζευκάριν!»
Άλλο τραγούδι
Το ακόλουθο τραγούδι προέρχεται από το κατεχόμενο χωριό Κυθρέα και ανεφέρεται στη σφαγή δύο μικρών παιδιών από τους Τούρκους που έλαβε χώρα στην Κυθρέα κατά τον καιρό της τουρκοκρατίας. Έχει τον τίτλο «Φωνή εκ του μνήματος».
Φωνή εκ του μνήματος
Σίντας περάσης τα βουνά και πας εις την Κυθραίαν,
δεξιά μερκά ένα στρατίν βκάλλει σε σ΄ ένα λόγγον
που τον σκεπάζουσιν οι δκιές, πεύκοι και κυπαρίσσια•
στη μέσην από τα δεντρά έναν αρκάκιν ρέει,
γλυκίν είναι το ρέμμα του και καθαροσταλάζει.
Πήαινε τότες τ΄απισόν του αρκακιού και τρέχα•
θέννα σε βκάλη, Γεώρκη μου, σ΄έναν μεάλον σπήλιον.
Πέρνα δεξιά και θέννα βρης δυο μνήματα χτισμένα•
μεν τα πατήσης, Γεώρκη μου, τι κλαίσιν και τα δυο τους
και βκαίννουν άγριες φωνές και μπουμπουρίζει ο λόγγος:
«Τί φταίμεν τα δυο γέρημα, τα κακοσκοτωμένα,
ποιος ηύρεν και ποιος πατεί την πλάκαν του μνημάτου;
Εν φτάνει που μας φάασιν δυο Τούρκοι σκοτωμένα
σίντας η μάνα στο βυζίν μας μας είχαν και τα δυο μας,
μον' ήρτατε να χάσωμεν και τον γλυκύν μας ύπνον;
Σκύψε γλυκέ κυπάρισσε, κι αρκίνα μοιρολόα•
κλάψε την ώραν την κακήν που ΄ρταμεν εις τον κόσμον•
κλάψε τους μαύρους μας γονιούς, που κλαίν τον θατονόν μας•
κλάψε τους χρόνους τους γλυκούς, που χάσαμεν της νιότης•
κλάψε την μοίραν την κακήν, πού ΄ρτεν να μας μαράνη
και καταράθου το σκυλλίν, που πήρεν την ζωήν μας.»
-2-
Η όμορφη Χρηστινού ήταν αρραβωνιασμένη με τον Κωνσταντά τον λεβεντονιό και, παρόλο που καυχιέται πως δεν φοβάται τον θάνατο, αρρωσταίνει ξαφνικά και πεθαίνει, αφήνοντας τελευταία παραγγελιά στη μάνα της να του δώσει πίσω τον αρραβώνα και με τρόπο να του αναγγείλει τον θανατό της, χωρίς να του ταράξει την καρδιά με το ξαφνικό μαντάτο. Απάνω στην ώρα νά σου και φτάνει ο Κωνσταντάς. Ανήσυχος, ρωτάει την πεθερά του πού είναι η αγαπημένη του. Τότε μαθαίνει την κακή είδηση. Τρέχει στην εκκλησία, όπου βλέπει πεθαμένη τη Χρηστινού. Αφού γονατίζει και τη φιλεί, παίρνει τη σκληρή απόφαση να την ακολουθήσει στον τάφο και αυτοκτονεί με το χρυσό του μαχαίρι, αφού πρώτα τις τελευταίες του παραγγελίες αφήνει στους συγγενείς των. Έτσι οι δύο νέοι θάβονται μαζί, αχώριστοι στο θάνατο καθώς ήταν αχώριστοι και στη ζωή. Όπως το βλέπουμε και σε άλλα ελληνικά δημοτικά τραγούδια, σε παρόμοιες περιγραφές, έτσι και στο «Άσμα της Χρηστινούς», στο τέλος της τραγικής σκηνής και μετά το θάψιμο των δύο αγαπημένων, βλασταίνει πάνω από τον τάφο τους μια λεμονιά κ' ένα κυπαρίσσι που, με το φύσημα του αέρα, φιλιούνται όπως όταν οι δύο ερωτευμένοι ζούσαν ευτυχισμένοι πάνω στη γη.
Άσμα της Χρηστινούς
Μια Χρηστινού φουμίστηκε* τον Χάρον εν φοάται
γιατ' εν τα σπίτια της ψηλά κι άντρας της παλληκάρι,
και κειά εις τα μεσάνυχτα ο Χάρος της εγγίζει,
σηκόννεται που το πωρνόν, κάτι ψηλά κογγίζει:*
«Μάνα, την κεφαλλούλαν μου• μάνα, την κεφαλήν μου.»
«Και με καλόν σου, Χρηστινού, να καιφαλοπονήσεις,
την κεφαλήν σου την χρουσήν μαντήλιν να την δήσης.»
«Μάνα, κι αν έρτη ο Κωνσταντάς δος του την αρραώνα•
μεν του την δώσης γλήορα κι αρπάξης την καργιάν του.»
Και νά σου και τον Κωνσταντάν κ' ερκεται κααλλάρης,
κρατεί τον όφιν που το φτιν,* τον δράκον που τα νύχια.
«Και γειά σου, γειά σου, πεθθερά, και πού 'ν' η Χρηστινού μου,
η Χρηστινού τα μμάδκια μου, το φως των αμμαδκιών μου,
να την φιλήσω μιαν και δυο να σβήση το λαμπρόν μου;»
«Και πέζα πέζα,* Κωνσταντά, κι άλλον τσιμπίν* ιφτάννει.
Τώρα ΄πλυνα, τώρα ΄λούσα, τώρα ΄σκαμμάτισά* την,
στην εκκλησιάν την έπεψα με τες γειτόνισσές της.»
Χτυπά σκαλιάν του μαύρου του, στην εκκλησιάν και πάει,
κι από μακριά τες χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
«Τίνος εν τούν΄το θαφειόν*, τίνος εν τούτ΄η λύπη,
τίνος εν τουν* το λείψανον που ξέβην που το σπίτι;»
Όσοι τον ααπούσασιν είπαν του ένι ξένον,
όσοι τον εμισούσασιν είπαν του «εν δικόν σου».
Γονάτισε κ' εφίλησε δυο μμάδια καμμυμένα,*
γονάτισε κ' εφίλησε δυο χείλη κουρελλένα,*
γονάτισε κ' εφίλησε δυο χέρκα κουλλουρένα.*
Επολοήθην κ' είπεν τους και λέει και λαλεί τους:
«Κάμετε τόπον, άρκοντες, και τόπον οι παπάες,
και χωρισιάν, διακόπουλα, να σκύψω που εν η κόρη.»
Τανά* εις την κοξούλλαν του βρίσκ΄ αρκυρόν θηκάριν
και μέσ' τ' αρκυροθήκαρον βρίσκει γρουσόν μαχαίριν.
Στον ουρανόν το έσυρεν, στο χέριν του το δέχτη,
και πάλε ξανασύρνει το, εις το φλαγκίν* του μπήχτη.
Και τουν τον λόον είπεν τους και λέει και λαλεί τους:
«Σγιόν* κείνης κλάει μάνα της ας κλαίη κ΄η δική μου,
σγιόν κείνης κλαίν τ' αέρφια της ας κλαίν και τα δικά μου,
ας κάμνουν τα μνημόσυνα κ' οι δυο συμπεθθεράδες,
ας τρων κι ας μακαρίζουσι για μένα και για κείνην.»
Επιάσασι κ' εθάψαν τους τους δυο σ' ένα κιούριν,*
βλαστά της κόρης λεμονιά, του παίδιου κυπαρίσσιν,
και κάθ΄Αγίαν Κερκακήν κι Ανάστασιν ημέραν
εσκύβαν κι εφιλούσασιν σαν ήτουν μαθημένα.
Δυο λυερές ερέσσασι* και πάσιν να γεμώσουν,
από τον τάφον ρέσσουσιν που θάφτηκεν η κόρη,
είδασι κ' επιστέψασι μιαν τοιαύτην χάριν.
Εδίκλησαν* εις τον Θεόν και τουν τον λόον είπαν:
«Δόξαν να ΄χης, γλυκέ Θεέ, πού 'σαι στα ψηλωμένα,
όπου γιγνώσκεις τα κρυφά και τα φανερωμένα•
όπως τα κάμναν ζωντανά, κάμνουν τα ποθαμμένα.»
Ο Άδης πολοήθηκε, τούτον τον λόον λέει:
«Περάστε, κόρες λυερές, άμετε στην δουλειάν σας,
κι εμείς ψυχήν εν που ΄χαμεν σαν και την αφεντιάν σας.»
Κείνους πρέπει μακάριση κ' εμέναν τ' ως πολλά τε,
κι αν έχετε γλυκύν κρασίν πρέπει να μας κερνάτε.
Γλωσσάρι κυπριακής διαλέκτου
φουμίστηκε = καυχήθηκε, κογγίζει = βογκάει, φτιν = αυτί, πέζα= πέζεψε, κι άλλον τσιμπίν = λίγη ώρα ακόμη, σκαμμάτισα = ξέβγαλα, θαφειόν = κηδεία, τουν*= τούτον, καμμυμένα = κλεισμένα, κουρελλένα = κοραλλένια, κουλλουρένα = αφράτα σαν κουλούρια, τανά*= απλώνει το χέρι, φλαγκίν = συκώτι, σγιόν = όπως, κιούριν = κιβούρι ή μνήμα, ερέσσασι = περνούσαν, εδίκλησαν = έστρεψαν το βλέμμα.
Διήγημα
Μιαν ημέρα η Χαρικλού ήταν έσσω κι είπε να κάμει λίγα πουρέκια. Ήρθαν και οι κόρες της αδελφής της της Λευκούς, η Ευπραξία η Μαριά... Κουλούρεψε ζυμάρι και τό ΄κοψε κομματούδια.
Έ! λαλεί τους, ένι του Ιησού Χριστού τούτο το πουρέκι. Τούτο ένι της Παναΐας και τούτο ένι του παππού σας του Διάκου. Και τούτο ένι δικό μου και τούτο ένι δικό σου... Τα διαμοίρασε όλα και τα εβάλασιν στο πανέρι παράμερα. Ανάψασιν τη φωτιά να τα ψήσουσιν.
Μόλις η Χαρικλού έβαλεν τα πρώτα πουρέκια στο τηγάνι, ανέφαναν από το διπλανό χωριό ο Αργύρης ο αόμματος με τη γυναίκα του. Ανεφάνησαν κρατώντας ο τυφλός τη γυναίκα του από την κόξα και διακονούσαν.
Χριστός και Παναΐα μου! λαλεί η Χαρακλού, τούτοι ένι ο Χριστός κι η Παναΐα! Έβγαλε από το τηγάνι τα πρώτα και τους τα έδωκε. Τους έδωκε ψωμί και άλλα πράματα. Της έβαλαν κάμποσες ευχές και πήγαν εις το καλόν.
Δεν άργησε ο θεός, λαλεί η Χαρικλού, στις κορούες. Τους έπεμψε καταύτις για να δούμε αν κιάρω να τους δώκω πουρέκια, ψωμί, τίποτες, όπως έταξα.
Παραμύθια
-1-
Μιαν βολάν κ' έναν καιρόν είχεν έναν γέρον και μιαν κοτζιάκαρην.* Μιαν ημέραν ο γέρος, σαν εσάριζεν,* ηύρεν κουκίν κ' εφύτεψέν το μέσ' στην αυλήν του. Το κουκίν εβλάστησεν κ' εΐνειν μια κουκιά μιάλη που ΄φταννεν ως τον ουρανόν. Ύστερις 'που λλίον καιρόν ο γέρος εσκέφτην να βκη πα' στην κουκιάν να δη ως που φτάνει. Πα στην μούτην της εύρεν τον χειμώναν και το καλοκαίριν κ' εμαλλώνναν πκοιος εν' ο καλός: ο χειμώνας όξα* το καλοκαίριν. Άμαν είαν τον γέρον, αρωτήσαν τον να' ΄ούμεν είντα λαλεί.
Ο γέρος λαλεί τους: «Κι' ο χειμώνας εν' καλός και το καλοκαίριν εν' καλόν.» Άμαν τους είπεν έτσι, άρεσέν τους κ' εχαρίσαν του έναν χερομυλούϊν* και λαλούν του: «Γέρο, τουν το χερομυλούϊν, άμα του πης "έβκαρ' μου ττουρλού-ττουρλού", έννα σου βκάλη λογιών-λογιών πράματα.»
Ο γέρος έπκιαεν το χερομυλούϊν κ' εκατέην κάτω. Καθίσκει το μέσ' στην αυλήν και λαλεί του: «Έβκαρ' μου ττουρλού-ττουρλού, χερομυλούϊν μου.» Το χερομυλούϊν αρκίνησεν κ' έβκαλλεν λογιών-λογιών πράματα κ' εγέμωσεν η αυλή.
Έμαθεν ο βασιλέας κ' εμήνυσέν του γέρου πως έννα πάη έσσω του. Όσον κι άκουσεν έτσι ο γέρος, εσιάσιαρεν* και εβούραν* πάνω-κάτω, κ' εσκέφτετουν που να τον κάτση κ' είντα λλοής να τον εφκαριστήση αφούς ήτουν φτωχός. Αθθυμήθηκεν το χερομυλούϊν κ' έβαλέν το, κι' έβκαλλεν του τραπέζια, τσαέρες*, μαχέρκα και κουτάλια και πρότσες* ολόγρουσα, γάλους, όρνιθες και άλλα πράματα, ό,τι εγρειάζετουν.
Έμπην ο βασιλέας κ' επεριποιήθην τον όπως έπρεπεν. Ο βασιλέας επαραξενεύτην που τα εΐεν ΄κείνα ούλλα κι αρώτησεν τον γέρον πού τα ηύρεν κείνα ούλλα φτωχός άθθρωπος. Ο γέρος είπεν του την αλήθκειαν, πως κείν' τα πράματα ούλλα έβκαλέν τα το χερομυλούϊν του. Ο βασιλέας έπκιασεν τον γέρον ΄πο κει ΄πο δα κ' εκατάφερέν τον ν' αλλάξουν: Να του δώκει ο γέρος το χερομυλούϊν και να του δώκη κι ο βασιλέας έναν γαούριν που ΄χεζεν γρουσά. Εδέχτην ο γέρος, γιατί ο βασιλέας επήρεν το γαούριν μετά του και, άμαν του 'γγιξεν ετσά, έβκαλεν έναν γρουσόν• εξανάγγιξεν του, έβκαλεν άλλο΄ναν, αλλό ΄ναν ως τα πέντε. Ο βασιλέας επήρεν το χερομιλούϊν έσσω του.
Άμαν κ' επήρεν το, λαλεί του: «Έβκαρ' μου ττουρλού-ττουρλού, χερομυλούϊν μου», κ' έβκαλεν του μιαν κοπήν* μαύρους, κ' οι μαύροι κείνοι έθεν να σκοτώσουν τον βασιλέαν. Ο βασιλέας εφοήθηκεν κ' έπκιασεν το χερομυλούϊν κ΄ επήρεν το του γέρου, κ' έπκιασεν το γαούριν του πίσω.
Μιαν ημέραν η κοτζιάκαρη έοξέν της να βκη πα στην κουκιάν. Πα στην μούττη ηύρεν τον χειμώναν και το καλοκαίριν, κ' εμμαλλώνναν πκοιος εν' ο καλλίττερος. Άμαν εΐαν την κοτζιάκαρην αρωτήσαν την να ΄ούμεν είντα λαλεί:
«Ανάθθεμάν τα και τα δκυό», λαλεί τους• «με ο χειμώνας φελά, με το καλοκαίριν.»
Εώκαν* της μιαν σακκούλλαν γεμάτην κ' είπαν της να πάη έσσω της, να βαώη* πόρτες και παναθύρκα* και να στουππώσει ούλλες τες τρύπες, κ' ύστερα να την αννοίξη.
Η κοτζιάκαρη εθάρκεν πως η σακκούλλα εν' γεμάτη γρουσά και για τούτον επαραγγείλαν της έτσι για να μεν την δη κανένας. Έκαμεν σαν της επαραγγείλαν κι άνοιξεν την σακκούλλαν. Επεταχτήκαν ΄πο μέσα κουάφες* κ' εγεμώσαν το σπίτι. Οι κουφάες ετυλιχτήκαν πάνω στην κοτζιάκαρην κ' επνίξαν την.
Έρκεται ο γέρος ΄πόξω, πάει ν' ανοίξη την πόρταν, εν' αννοίει. Αχτυπά της μιαν, άννοιξεν. Μπαίνει μέσα και βρίσκει την κοτζιάκαρην πεθαμμένην. Λαλεί:
«Το καλοκαίριν εν' πυρά, χειμώνας εν κρυότη,
που τα φοάται και τα δκυό, την κεφαλήν του τρώ' την.»
* κοτζιάκαρη = γριά, εσάριζεν = εσκούπιζε, όξα = ή, χερομυλούϊν = μικρό χειρόμυλο, εσιάσιαρεν = σάστισε, εβούραν = έτρεχε, τσαέρες = καρέκλες, πρότσες = πιρούνια, μιαν κοπήν = ένα σωρό, εώκαν = έδωσαν, βαώσει = να κλείσει, παναθύρκα = παράθυρα, κουφάες = οχές.
-2-
Μια φορά κ' έναν καιρόν ο αρκοντότερος του χωρκού επάντρευκεν την κόρην του με τον γυιόν ενός μεγάλου πραματευτή. Εκαλέσαν εις τον γάμον ούλον το χωρκόν κι ούλον το αρκοντολόϊν. Άμα κ΄ήρατσιν ΄που την εκκλησιάν που εστεφανώσαν τ΄αντρόϋνον εκάτσασιν ούλοι στα τραπέζια κ΄εκουβαλούσαν οι μαείροι κ΄οι σεττοκόποι* τα φαγιά και τα κρασιά, κ΄οι ξιφάντωσες* και τα τραούδκια εβκαίναν μεσούρανα. Μεσ΄κείνην την ανακατωσιάν, μέσ΄κειν΄τα τραούδκια ήρτεν κ΄εστάθηκεν εις την πόρταν ένας ασπρομάλλης με κάτι ρούχα παστρικά χιόνι αμμά πολλά φτωχικά και κομματιασμένα. Εστάθην έτσι περίλυπος κ' εθώρεν, ζαβαλί μου,* που τρώαν κ΄επίναν. Ένας μισταρκός* είδεν τον: «Είντα θέλεις, γέρο; άτε τράβα στην δουλειάν σου, μεν μας εμποδίζεις• στέκεις μέσ' την πόρταν», κ΄εδκιωξέν τον κ' επήεν κείθε μέρου κ΄εστάθην μέσ' τον ηλιακόν.* Είδαν τον οι μαείροι κ' οι σεττοκόποι και επήαν κατά πισόν του: «Είντα, γέρο, είντα που θέλεις δαχαμαί;»* «Ήρτα, γυιέ μου, να δω κ΄εώ ο κακορίζικος τον γάμον και να κάτσω και εώ να φάω νακκουρίν.»* «Λάμνε,* γέρο, στην δουλείαν σου• εν αντρέπεσαι την μουτσούνα σου κ΄εν πάεις• με τουν τα παληόρουχα εννά κάτσης εις το τραπέζιν του γάμου; Μη χειρότερα! Χάτε,* χάτε, λάμνε στην δουλειά σου», κ΄εκουντήσαν τον όξω. Ο γέρος έφυεν κ΄ύστερα ΄που λίην ώραν ήρτεν ένας άρκοντας με κάτι ρούχα ούλα τσοχάδες, με τα πλουμιά τα ολόχρυσα, με κάτι γούννες βισιλικές, κ΄επήεν εις τον γάμον. Άμα τον είδασιν οι δούλοι εβουρήσαν κατά πάνω του: «Κόπιασε, κόπιασε, αφέντη μου πολυχρονημένε μου, κόπιασε στο τραπέζι.» Επροσηκωθήκαν του ούλοι, ως κ΄η νύφη επροσηκώθην του κ΄έκατσεν τον προ κεφαλής των πραπεζιών. Ετρέξασιν οι σεττοκόποι με τα φαγιά, με τους καλύττερους μεζέδες, με τα κρασιά. Έκατσεν ο άθθρωπος κ΄έππιανεν τα φαγιά με το κουτάλιν κ΄εχένωνέν τα πα στα ρούχα του και πα στες γούννες του κ΄ελάλενεν: «Φάτε, ρούχα, και τα ρούχα έχουν τιμήν•» Τότε οι καλεσμένοι κ΄ούλος ο κόσμος έμεινε ξηστικός κ΄εθωρούσαν τον έσσω κ΄έσσω. Άλλος ελάλεν: «άτζιαπις* περιπαίζει μας;» και άλλος: «άτζιαπις εν πελλός;», άλλος: «είντα εν τούτα, αφέντη μου, που κάμνεις;» Ευτύς ο άθθρωπος εσηκώθη πάνω κ΄είπεν τους: «Εγώ είμαι ο Ιησούς Χριστός κ΄ήρτα να σας δοκιμάσω. Ήρτα φτωχός κακορίζικος, νηστικός πεινασμένος, κ΄εδκιώξετέ με. Τώρα που ήρτα με τες γούννες και με τα χρυσά, εκάτσετέ με ΄που πάνω ΄που την κεφαλήν σας. Έτσι κ' εώ ετάϊζα τα ρούχα μου, γιατί τα ρούχα μου είχαν την τιμήν και την υπόληψίν• εν την είχα εώ.» Άμαν τα είπεν τουν τα λόγια εχάθηκεν ΄που την μέσην τους κι αντροπιαστήκαν ούλοι κ΄εγινήκαν ρεζίλι.
Κι άφηκα κείνους καλά κ΄ηύρα σας εσάς καλύττερα.
Γλωσσάρι
σεττοκόποι = σερβιτόροι, ξιφάντωσες = ξεφαντώματα, ζαβαλλί μου = ο καημένος, μισταρκός = υπηρέτης, ηλιακός = υπόστεγη αυλή, δαχαμαί = εδώ χάμω, νακκουρίν = λίγο, λάμνε = πήγαινε, χάτε = άντε, άτζιαπις = άραγε (λ. τουρκ.).
Κατάρες, Όρκοι, Ευχές
ΚΑΤΑΡΕΣ
Η κατάρα που βραίνει από το στόμα ενός ανθρώπου κα απευθύνεται προς έναν άλλο προέρχεται από ξεχείλισμα ψυχικής οργής, αγανάκτησης κα θανάσμου μίσους που γεμίζουν τα σωθικά του καταρώμενου για κείνον που του προξένησε κάποιο μεγάλο ασυχώρτο κακό. Επικαλείται τότε και τη θεία τιμωρία ή τις διαβολικές δυνάμεις να τον εκδικηθούν με αρρώστια, με θάνατο, με κάθε καταστροφή. Οι κατάρες, που οι αρχαίοι Έλληνες τις έλεγαν «αι αραί», υψώνονται σ' επικλήσεις προς τη θεά Νέμεση ή προς τις σκοτεινές Ερινύες από τους αδικούμενους ή βασανιζόμενους από τους συνανθρώπους των. Αλλά και από τους αδικούμενους συνανθρώπους των. Αλλά και στα χριστιανικά χρόνια διαβάζουμε στις «Πράξεις των Αποστόλων» την αρά του Πέτρου στον Σίμωνα όταν του λέει: «Το αργύριόν σου συν σοι είη εις απώλειαν».
Οι Κύπριοι, όσο συνηθίζουν τις κατάρες, άλλο τόσο και τις φοβούνται όταν νιώθουν ότι έκαμαν μια κακή πράξη, κυρίως όταν η κατάρα προέρχεται από ιερέα, από γέροντα πατέρα ή μητέρα. Όταν η κατάρα ξεστομίζεται, ο καταρώμενος, άνδρας ή γυναίκα, βγάζει το κάλυμμα της κεφαλής του- σκούφο ή τσεμπέρι - γονατίζει στο έδαφος (αν είναι γυναίκα πάνω στο απλομένο της τσεμπέρι), υψώνει τα χέρια στον ουρανό και βγάζει το άχτι της καρδίας του λέγοντας λόγια σαν και τούτα:
Το έναν σου πόι (πόδι) στον τάφο τζι' η ψυχή σου να μεν βκαίννη.
Που να βκουν τ' αμμάθκια σου τζιαι να γεννούν βούρνες (γούρνες) να πίνουν οι κατσικουτάλες (καρακάξες).
Το λαμπρόν να σε κάψει τζιαι να σε κάμη σταχτόν.
Που να σε φάη το βόλιν.
Που να σε ΄δω μουδούριν (τουμπανιασμένον).
Που να σου βάλουν οι μούγιες (μύγες) σκουλούτζια (καπότε χρησιμοποιείται η λέξη μπάσματα (μιάσματα).
Που να σε δέρνουν τα δκυό σου σσέρκα (χέρια).
Που να σε φάη η βλαγγάρα (ηπατίτιδα).
Που να να μεν χορτοψουμίσης (να μην χορτάσεις το ψωμί).
Οι πέτρες νά ΄ναι ψουμιά κ' εσού να μεν τα βρίσκης.
Που να μάθω το μαύρο σου χαπάριν (είδηση του θανάτου σου).
Που να πάρουν οι Ανεράδες το φως σου.
Που να πκιαστής τζιαι να γενής κουττούτζιν (κούτσουρο).
Που να σε κόψη το σπαθίν του Χάρου.
Που να σε νεκροφιλήσω.
Που να κάτσ' η γη που πάνω σου τζι' εγιώ 'που πάνωθκειό σου.
Φάουσαν τζιαι πανούκλαν να βκάλλης στον λαιμόν.
Που να βκουν τα μάδκια σου.
Που να φάω τα κόλλυβά του.
Μακάρι να λαώννεσαι (σεληνιάζεσαι) εφτά φορές την ημέρα.
Που να σε πάρη η πουμπάρτα (βλήμα κανονιού).
ΟΡΚΟΙ
Ο όρκος είναι ένα άγγραφο συμβόλαιο ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που στηρίζεται στην επιβεβαίωση μιας απαραβίαστης αλήθειας με συνήθεις μάρτυρες τον Χριστό, την Παναγία, τους αγίους, την προσωπική τιμή του καθενός κα κάθε τι άλλο που θεωρείται ιερό και απαραβίαστο. Ο λαός της Κύπρου σέβεται τον όρκο σαν θεϊκή επιταγή, θυσιάζοντας και τη ζωή του ακόμη για να μη τον καταπατήσει, πράγμα που φανερώνει την παράδοση της ελληνικής φυλής να αφοσιώνεται στους νόμους της ιθηκής τάξης και της αξιοπρέπειας. Με το χέρι στην καρδιά και υψώνοντας το βλέμμα στον ουρανό ορκίζονται οι κάτοικοι της υπαίθρου:
Να αρνηστώ τον Κύριον Ιησούν Χριστόν.
Να με κάψη το 'στραπελέτζιν του Θεού.
Να στράψη το λαμπρόν τζιαι να με κάψη.
Που να μεν φτάσω να ξημερωθώ.
Να μεν 'δω τον Αρχάγγελο στον θάνατόν μου.
Να μεν ιφτάσω να ΄δω Λαμπρήν.
Μα τον Τίμιον Σταυρόν.
Να με δικάση ο Χριστός στην δεύτερήν του παρουσίαν.
Να μεν χαρώ την ζωήν μου.
Να με φά' ο κούφος (οχιά) ο τριτζέφαλος.
Να λυσσάξω τζιαι να φάω τα παιδκιά μου.
Να μεν χαρώ την μάναν μου τζιαι τον τζύρην μου.
Να μεν χαρώ τα παιδκιά μου.
ΕΥΧΕΣ
Μεγάλη σημασία δίνουν οι Κύπριοι στις ευχές - όπως και κάθε άνθρωπος με καθαρό ψυχικό περιεχόμενο- ιδίως στις ευχές των γονέων. «Ευχαί γονέων στηρίζουσι θεμέλια οίκων», λέει η ευχή της Εκκλησίας την ώρα που γίνεται το μυστήριο του γάμου. «Ευχή γονέων έπαρε και στα βουνά περπάτει», λέει ο Ελληνικός Λαός. Όταν ο ιερέας διαβάζει, στις δεήσεις, τις ευχές όλοι οι Χριστιανοί σταυροκοπιούνται και ψιθιρίζουν ευλαβικά μέσα από τα χείλη τους: «Αμήν, αμήν!»
Έτσι και, όταν οι γονείς εύχονται τα παιδιά τους, η φωνή της ψυχής τους ανεβάζει ζεστή στον Πλάστη από τα βάθη της καρδιάς:
Έχε την ευτζήν (ευχή) μου, γυιέ μου, και να σε ΄δω δεσπότην.
Έχε την ευκούλλαν μου, και να σε 'δω χατζήν απού τον Ιορδάνην.
Να μ' αξιώση ο Θεός να λειτουρκηθούμεν στην Αγίαν Σοφίαν.
Να μ' αξιώση η Δέσποινα να φιλήσω τα στέφανά σου.
Μακάρι να σε θωρούσιν και να σε προσκυνούσιν.
Να ζήσης, να γεράσης, να κάμης τζιαι παιδκιά ν' αρμάσης (παντρέψης).
Θεέ μου, δος μου άλλα δκυό αμμάθκια να θωρώ την λεβεντιάν του.
Τες ευκές μου νά 'χης ούλες τζιαι φορά(δ)ες με τες μούλες.
Έχε την ευκούλλαν μου τζιαι να χιλιοχρονήσης.
Έχε τες ευκές, μου γυιέ μου, απ' τα είκοσί μου νύχια.
Χώμαν τα σσέρκα (χέρια) του να πιάννουν, λουβάριν να σου γένεται.
Μιτσό-μιτσό σ' ανάστησα, να σε χαρώ μιάλον.
Απού τα φυλλοκάρδκια μου διώ σου την ευκήν μου.
Χρουσή νυφφούλα να σε δη, κορούα (κορίτσι) μου, η μάνα σου.
Κλείνουμε τις ευχές με τούτην που ακολουθεί και που απηχεί την ευχή της Παγκύπριας λαϊκής Ψυχής:
ΘΕΕ, ΠΟΥ ΤΗ ΓΗ ΜΑΣ ΚΥΒΕΡΝΑΣ, Τ' ΑΣΤΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΗΛΙΟΝ,
ΒΟΗΘΑ ΝΑ ΓΙΝΗ Η ΚΥΠΡΟΣ ΜΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ!
Μαγεία και Βασκανία
Μαγεία
Γνωστή από τα πανάρχαια χρόνια στους Ινδούς, στους Αιγυπτίους και σε άλλους ανατολικούς λαούς, όπως και στους Αρχαίους Έλληνες, η μαγεία, παρ' όλες τις επιδράσεις της Χριστιανικής Θρησκείας, που επεκράτησε τελικά, δεν μπόρεσε να ξεριζωθεί από τις ψυχές των απλοϊκών ανθρώπων, που πολλές φορές τη συνδυάζουν με τη χριστιανική των πίστη νομίζοντας πως μ΄αυτό τον τρόπο θα πραγματοποιηθεί ο ενδόμυχος πόθος τους. Τούτο παρατηρείται κυρίως στις ερωτικές αποτυχίες όταν οι ερωτοχτυπημένοι, ιδιαίτερα οι κοπέλες, καταφεύγουνε στα «μάγια» ζητώντας τη σύμπραξη από τις μάγιστρες και τους μάγους για να κατορθώσουν να «γυρίσουν τα μυαλά» του πολυαγαπημένου, ενώ ταυτόχρονα ανάβουνε κεριά στις εκκλησίες και προσεύχονται μπρος στις άγιες εικόνες για την ευόδωση του σκοπού των. Το ίδιο γίνεται όταν πρόκειται για μεγάλη αρρώστια όπου ούτε οι καλύτεροι γιατροί ούτε τα λαϊκά γιατροσόφια έχουνε τη δύναμη να θεραπεύσουν.
Στα μακρινά χωριά της Κύπρου, παρ΄όλη την απαγόρευση των ιερέων, υπάρχουν άνθρωποι που παράλληλα με τις παρακλήσεις των στον Χριστό και στην Παναγία καταφεύγουν και στις μαγικές ενέργειες των σκοτεινών δυνάμεων του διαβόλου για να επιτύχουν τη θεραπεία του αρρώστου των. Αυτό το είδος της ιεροπραξίας λέγεται «μαύρη μαγεία», ενώ εκείνην που περιορίζεται στα «αγιωτικά» τη λένε «λευκή μαγεία». Υπάρχουν λοιπόν ακόμη άνθρωποι που εξασκούν τη μαγεία σαν βιοποριστικό επάγγελμα. Παλαιότερα - καθώς μας πληροφορεί ο Ξ. Π. Φαρμακίδης («Κυπριακή Λαογραφία», κεφ. Μαγεία και Μάγοι εν Κύπρω, σελ. 193-195) - υπήρχαν Χριστιανοί και Τούρκοι, άντρες και γυναίκες, που κέρδιζαν πολλά χρήματα από τους εύπιστους πελάτες τους. Μία από τις ονομαστότερες μάγισσες στη Λεμεσό ήταν η γριά Λουγκρού, ειδική για το «έβκαρμαν του φου», δηλ. ήξερε πώς να διώχνει τον φόβο από την ψυχή του ανθρώπου και ιδιαίτερα των μικρών παιδιών. Άλλοι μάγοι παλαιότεροι, από τους πιο ονομαστούς, ήταν ο Κωνσταντής Παπαχριστοφόρου από το χωριό Τραχώνιν της Λευκωσίας, το Ττοφούριν από τη Φασούλλα της Λεμεσού, ο Αουστής από την Ερήμη, ο Τερτζελλούδκιας από την Έγκωμη της Αμμοχώστου, και άλλοι. Όλοι αυτοί πέθαναν, κι αν υπάρχουν ακόμη μερικοί, βλέπουν με τον καιρό τη δύναμή τους να ξεπέφτει, γιατί ο κοσμάκης άνοιξε τα μάτια του και έπαυσε πια να πιστεύει στην τυχοδιωκτική τους επίδραση.
Βασκανία
«Βασκανία γαρ φαυλότητος αμαυροί τα καλά», λέει η σχετική ευχή της Εκκλησίας που διαβάζεται από τον παπά για να διώξει κάθε κακό προερχόμενο από φθονερό μάτι. Η γλωσσοφαγία και το «κακόν αμμάτιν» φέρνουν πάντα δυστυχία στους ευτυχισμένους. Για να ματαιωθεί το «πιάσιμον» της οι Κύπριοι της υπαίθρου πάιρνουν φύλλα της ελιάς, που μαζεύουν την παραμονή των Βαΐων τα πηγαίνουν στην εκκλησία όπου τα τοποθετούν κοντά στον δεσποτικό θρόνο. Όταν τελειώσει η λειτουργία φέρνουν τα δέματά τους μπρος στον παπά, που τα διαβάζει απαγγέλοντας διάφορες ευχές. Ύστερα τα κλαδιά φυλάγονται στην εκκλησία για σαράντα ημέρες, ώσπου την Πέμπτη της Αναλήψεως ο καθένας παίρνει το δέμα του, το πηγαίνει στο σπίτι και με το βασίλεμα του ήλιου, μαδώντας τα φύλλα της ελιάς από τα κλαδιά, τα ρίχνει στο «καπνιστήριν», (είδος λιβανιστηριού), όπου έχει αναμμένα καρβουνάκια, και ξορκίζει το κακό μάτι με τούτα τα λόγια:
«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αΐου Πνεύματος. Φύε ζήλα (ζήλια), φύε φτόνος, φύε κακόν αμμάτιν απού τον δούλον του Θεού (δεινά).»
Για να μην πιάνει έναν άνθρωπο ή μια οικογένεια το βάσκανο μάτι κρεμούν στην αυλή ή στο σπίτι μια μικρή πότσα (μπουκάλα) με νερό του αμματιού - το νερό αυτό προέρχεται από τα θειούχα των Αγίων Αναργύρων (Μηλιού, Πάφος). Ή κρεμάζουν αμματόπετραν - γυάλινη πέτρα με μάτι - στα μικρά παιδιά, ή τη φορούν πάνω τους οι μεγάλοι. Ακόμη, καπνίζουν το σπίτι με ελιά που εποσαράντοσε, δηλ. έμεινε 40 ημέρες από την εορτή των Βαΐων μέσα στην εκκλησία.
Όταν αντικρύσουν ένα πρόσωπο που έχει βάσκανο μάτι φτύνουν κατά γης για να μη βασκαθούν αυτοί ή τα ζώα τους. Άλλος τρόπος για ν΄αποφύγουνε τη βασκανία είναι να φυτεύουν έξω από το σπίτι το «καλοξημέρωτο», δηλ. ένα φυτό πολύφυλλο με κίτρινον ανθό που δεν ψηλώνει περισσότερο από δύο πιθαμές και που, «μαζί με το φθονερό μάτι, διώχνει και τους ποντικούς.»
Παροιμίες
Η παροιμία είναι ένα πνευματικό δημιούργημα που χάνεται στα βάθη του χρόνου και κανένας δεν ξέρει από που κρατά η ρίζα της. Ακόμα και οι πρωτόγονοι λαοί έχουνε τις παροιμίες τους, και είναι να θαυμάζει κανείς την παρατηρητικότητα και την εκφραστική ευστοχία εκείνων που τις έπλασαν. Τον καλύτερον ορισμό γι΄αυτήν τον έδωσε ο Αριστοτέλης: η παροιμία είναι η «μεταφορά απ΄είδους επ' είδος». Χαρακτηριστικό των παροιμιών σε όλες τις εποχές είναι το πολύχρηστο και η συντομία.
Οι παροιμίες είναι παρομοιώσεις που με τον καιρό έγιναν πάγκοινες και λέγονται πάνω στις διάφορες πράξεις και στους λόγους των ανθρώπων για να γίνεται μεταφορικά ο χαρακτηρισμός τους. Άλλοτε είναι το πόρισμα ενός μύθου: πάνω σε πράξεις ή λόγους λέγεται ολόκληρος μύθος. Όταν όμως η παροιμία είναι ευκολονόητη, τότε λέγεται μόνον αυτή, χωρίς επεξήγηση. Τις παροιμίες χαρακτηρίζει, κατά το περισσότερο, ευτράπελος και ειρωνικός τρόπος, και οι πιο πολλές έχουνε για βάση τους τον φυτικό κόσμο, τον βίο των ζώων και των ανθρώπων ή προέρχονται από παροιμιώδης μύθους.
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν τις παροιμίες τους, όπως παροιμίες είχαν και οι Βυζαντινοί.
Παροιμίες ακούμε κ΄εμείς σήμερα σε κάθε κουβέντα γύρω μας, και μπορεί κανείς να τις χαρακτηρίσει σαν επιβίωση του παρελθόντος μέσα στο παρόν όταν βλέπει πλήθος απ' αυτές να έχουν τις αντίστοιχές των σε μακρινές εποχές. Οι αρχαίοι έλεγαν: «Πέτραν κοιλαίνει ρανίς υδάτων ενδελεχούσα». Σήμερα ακούγεται: «Σταλαγματιά-σταλαγματιά το μάρμαρο τρυπιέται».
Οι Κύπριοι έχουν τις δικές τους παροιμίες, όπως οι αδελφοί τους Ελλαδίτες, από τον αδιάσπαστο φυλετικό δεσμό που τους ενώνει με την ακατάλυτη κ΄αιώνια ρίζα του Ελληνισμού.
Από τις εκατοντάδες των παροιμιών του Κυπριακού Λαού δίνουμε εδώ ένα σύντομο δείγμα παρμένο από τις πλούσιες πηγές των κυριότερων λαογράφων του τόπου καθώς και από διάφορες σποραδικές αφηγήσεις κατοίκων της υπαίθρου όπως τις εσημειώσαμε στην Κύπρο.
Παροιμίες
Που άδρωπον στενοπερίσσευτον ππαράες μεν δανειστής.
Μην επιδιώκεις κάτι που είναι αδύνατο να γίνη.
'Οπκοιος ΄νεκατώννει τα χώματα εννά γεμώσουν τ΄αμμάδκια του.
Όποιος καταπιάνεται με έργα αλλότρια κινδυνεύει να πάθει και ζημιά.
Δώσ' τον τζυρά, τον άντραν σου και λάμνε (τρέχα) γύρευκ' άλλον!
Για όσους ασυλλόγιστα χαρίζουν κάτι, ενώ το έχουν απόλυτη ανάγκη.
Το καλομάλαον (ήμερο) αρνίν φαίνεται ΄που την μάντραν.
Ο καλός και άξιος άνθρωπος φαίνεται από τα μικράτα του.
Απού πειράζει τον γάδαρον πίννει τες πορκιές του.
Όποιος συνδέεται με πρόστυχους ας έχει υπόψη του και τα δυσάρεστα επακόλουθα.
Επολοήθηκεν (απάντησε) κι ο γάδαρος ΄που την αππέσσω πάγνην (πάχνι).
Ανακατεύονται στη σηζήτηση απρόσκλητοι χωρίς καλά-καλά να ξέρουν περί τίνος πρόκειται.
Μιτσίν (μικρό) γαούριν νωπόν (νέο) φαίνεται.
Οι κοντοί άνθρωποι φαίνονται μικροί αλλά δεν σημαίνει ότι και είναι.
Όσον μισώ τα κάρταμα (το φυτό κάρδαμο), στα γένεια μου βλαστούσιν.
Για όσους έχουν την ατυχία να μη μπορούν ν' απαλλαγούν από ό,τι ιδιαίτερα αποστρέφονται.
Πριν εγυρεύκαν ΄που γενιάν, τωρά γυρεύκουν πόχει,
μα πόχει νουν και στόχασην πάλε γενιάν γυρεύκει.
Πρέπει και σήμερα κανείς στην παντρειά να προτιμά την αρετή από τα πλούτη.
Το γλήορον και το καλόν ΄εν παν μαζίν τα δκυό τους.
Η καλή δουλειά δεν γίνεται με βιασύνη.
Πού΄χει κατάραν του παππού πάει τον Μαν (Μάη) αρκάτης (εργάτης),
κι απού΄χει του πρωτοπαππού πάει τον Πρωτογιούννην (Ιούνιο).
Οι κατάρες των γωνιών, και ειδικά του παππού και του προπάππου, είναι πολύ βαριές.
Που Σάββατον ως Σάββατον ελύτζιασεν (έγινε φαλακρός) ο κκέλης (ο φαλακρός).
Κάθε δουλειά για να πετύχει θέλει και τον απαιτούμενο καιρό.
Παρακάλε το μάλιν (περιουσία) της γεναίκας σου να΄ν΄γυαλλικά.
Καλύτερα τα προικιά της γυναίκας σου νά ΄ναι από γυαλικά για να μπορείς να της τα σπάσεις πάνω στον δίκαιο θυμό σου.
Αντίς να σε φουμίζουσιν (παινεύουν) οι ξένοι κ' οι δικοί σου,
φουμίζεσαι παρτίκα μου, ατή σου κι απατή σου.
Για κείνους που εγκωμιάζουν οι ίδιοι τον εαυτό τους.
Αρρωστοφαγιά, κατεβασιά της πείνας.
Για όσους προσποιούνται τον άρρωστο για να φάνε καλύτερο φαΐ.
Ένας πελλός (τρελός) να γνωριστή έν και θέλει κουδούνιν.
Τα μεγάλα ελαττώματα δεν μπορούν να κρυφτούν.
Τάϊσ' τον πελλόν, να σου μα(γ)αρίση κιόλας.
Για κείνους που, αντί ν' αναγνωρίζουν το καλό, το πληρώνουν με αχαριστία.
Άλλοι τον πεύκον κι αν ραή!
Αλίμονο στον δυνατό που θα χτυπηθεί από τη μοίρα.
Εν΄δανεικά τα πίσκαλα (χειροκροτήματα) στον γάμον.
Όταν θέλει να πει κανείς πως παραμένει ανταπόδοση σε μια του εκδούλευση.
Η ρκά (γριά) έτσι καταχείμωνα τ' αγγούριν εθθυμήθην.
Για κείνους που γυρεύουν κάτι έξω απ΄τον καιρό του.
Επήες έναν τόπον πών' ούλλοι στρα(β)οί; δήσε κ' εσού τ' αμμάδκια σου.
Άμα βρεθής με ανθρώπους αμόρφωτους, κάνε κ΄εσύ τον αμόρφωτο αν θες να περάσεις καλά μαζί τους.
Άλλοι ζιούσιν με τον κόπον κι άλλοι ζιούσιν με τον τρόπον.
Για τους καταφερτζήδες που καλοπερνούν μεταχειριζόμενοι πλάγια μέσα.
Ο άρκοντας έφαν κ' έβρασεν, κι ο φτωχός έφαν κ' ερίασεν (κρύωσε).
Ο πλούσιος έχει φαγητό και ζεστασιά, ενώ ο φτωχός για να φάει πρέπει να πουλήσει ακόμη και τα ρούχα του.
Ώστι να γινή το κκέφιν του αρκόντου, του φτωχού εξέ(β)ην (βγήκε) η ψυχή του.
Για την αδιαφορία των πλουσίων μπρος στη δυστυχία των φτωχών.
Το χωρκόν εν' γεμέτον κλιθθάριν (κριθάρι) κι ο γάδαρος μου πεθυμά το.
Για όσους επιθυμούν κάτι που, ενώ μπορούν, δεν βρίσκουν τον τρόπο ή την ευκαιρία να το απολαύσουν.
Ψεματινόν λακκιρτίν στο μεϊτάννιν ΄εν ιβκαίνει.
Ψεύτικη κουβέντα δεν βγάνει άδικα στη φόρα.
Καλός-καλός ο χοίρος μας κ' εξέβην χαλαζιάρης.
Για όσους δίνουν πολλές ελπίδες και στο τέλος απογοητεύουν.
Του κόσμου τ΄αναέλαστρον (περίγελως) του κόσμου ανα(γ)ελά του.
Για μωρούς και γελοίους που κοροϊδεύουν τους άλλους.
Εγιώ σ' έχτισα, φούρνε μου, κ' εγιώ ΄ννα σε χαλάσω.
Λέγεται σ' εκείνους που ανέβηκαν ψηλά με την βοήθεια άλλων μα που ξεχνούν τους ευεργέτες των.
Απών' εί(δ)εν (όποιος δεν είδε) βουνά και κάστρη εί(δ)εν τον φούρνον κ' εποθαμμάστην.
Όποιος δεν έχει δει μεγάλα και ωραία πράγματα, βλέπει έκθαμβος τα μικρά και ασήμαντα.
Ο αλουπός εχώννετουν κ' ο νούρος (ουρά) του εφαίνετουν.
Για όσους κάνουν κρυφά κάτι, νομίζοντας πως δεν τους έχουν αντιληφθεί, ενώ μόνοι τους προδίδονται.
Λόγια και νερόν πέρνει τα ο ποταμός.
Τα λόγια φεύγουν, τα έργα όμως μένουν.
Κατά μάναν, κατά τζύρην, κατά θκειόν καραβοτζύρην.
Τα προτερήματα και τα ελαττώματα των γωνιών και των συγγενών κληρονομούνται απ΄τα παιδιά.
Η ρκά έν τ΄όρπιζεν ν' αρμαστή (παντρευτεί) και θέλει και πουπανωπροίτζιν (πανωπροίκι).
Για όσους δεν αρκούνται σ' αυτά που τους έφερε η τύχη αλλά ζητούν και περισσότερα.
Εί(δ)εν ο ανεβράκωτος βρατζίν κ' εξιππάστην.
Λέγεται για τους νεόπλουτους και τα καμώματά τους.
Κατεβαίνει η ορκή του Θεού ΄που τα τζεραμίδκια.
Για τα ανεπάντεχα κακά που βρίσκουνε τον άνθρωπο.
Τ' αμμάτιν (το κακό μάτι) πύρκον (πύργο) καταλυεί κι ανώγεια βάλλει κάτω.
Για τον φθόνο που προξενεί μεγάλα κακά στους ανθρώπους.
Απού πεινά κ' εν τρώει θαρκέται (νομίζει) ένν' αρκοντύνη,
κ' έννα πεθάνη άξιππα (άξαφνα) κ' η πείνα εννά του μείνη.
Λέγεται για τους φιλάργυρους που στερούνται άδικα τα πάντα στη ζωή τους.
Ο αλουπός στον ύπνο του πετειναρούδκια εθώρεν.
Για όποιον φαντάζεται πως θα τον ευνοήσει η τύχη.
Τούτ' η πίττα κ' η κανάτα μας αφήκαν δίχως βράκαν.
Ο λαίμαργος, για χάρη της κοιλιάς του, πολλές φορές στερείται και τα πλέον απαραίτητα.
ο κάττος κι αν εγέρασεν τα νύχια που' χεν , έχει τα.
Για κείνους που διατηρούν και στα γεράματα ένα προτέρημα ή ελάττωμά τους.
Ο Μανώλης με τα λόγια χτίζει ανώγεια και κατώγια.
Για όσους φλυαρούν χωρίς καμμιά σοβαρή σκέψη.
Βλέπε πρώτα την γούγιαν (ούγια του υφάσματος) και διάλεξε πανίν.
Κοίτα πρώτα τη μάνα και πάρε το παιδί.
Ο πάππος έφαν (έφαγε) τ' όξινον (λεμόνι) και μούθκιασεν (εμούδιασε) τ' αγγόνιν.
Ότι κακό κάνουν οι γονείς, το πληρώνουν τα παιδιά.
Τον αλουπόν η τρύπα του ΄εν τον εχώρεν κ' ετράβαν και τριζοκολόκαν (ξεροκολοκύθα).
Γι' αυτούς που καταπιάνονται με πράγματα ανώτερα από τις δυνάμεις τους.
Όσην αμάνταν (ησυχία) έχει ο νούρος του φόραδου (φοράδας) τόσην έχει κο ο φτωχός ανάπαψην.
Ο φτωχός δεν ξεκουράζεται ποτέ.
Γεωργικές Παροιμίες
Άλετρον ξυσμένον, σπαθίν ακονισμένον.
Όταν τα αλέτρι είναι καθαρό, η καλλιέργεια της γης γίνεται καλύτερα.
Αν ποτίσης και κοπρίσης, σί(γ)ουρα εννά γιωρκήσης.
Με την περιποίηση της γης σου θα εξασφαλίσεις καλή σοδειά.
Γελάς της γης κρυφά; τζείνη γελά σου φανερά.
Αναλογα με την καλή ή κακή καλλιέργεια η γη σου θα σε πληρώσει.
Τον νερόν του Οχτώβρη και το νερόν του Μάρτη
αν δεν έχεις τόπον να το βάλης, βάρτο μέσ' το πιθάριν.
Τόσο είναι ωφέλιμα τα βρόχινα νερά αυτών των δύο μηνών για τα δέντρα και τα γεννήματα ώστε ο γεωργός πρέπει να τα μαζεύει για μια ώρα ανάγκης.
Ο βους αν δεν αλώνεβκεν (αλώνιζε), ο νιός αν δεν εθέριζεν κ' η κόρη αν δεν εγένναν,
ποττέ τους εν εγέρναν (γερνούσαν).
Το κάθε πράγμα έχει το λόγο του για να γίνεται.
Άμα ο βασιλιάς εν΄πίσω, εν΄ούλλα πίσω.
Πάνω απ΄όλα τα προϊόντα της γης το σιτάρι είναι ο βασιλιάς. Γι' αυτό, αν το σιτάρι δεν αναπτυχθεί εξαιτίας της αναβροχιάς, όλες οι σπορές των δημητριακών δεν προκόβουν.
Βκάλε παλλούραν (θάμνος αγκαθερός), να φας κουλλούραν.
Δηλ., καθάρισε το χωράφι σου από τ΄αγριόχορτα για να είναι το χώμα του γόνιμο όταν το σπείρεις.
Αν θέλης να πλήξης (στενοχωρηθείς) ή να χαρής, έλα τον Μάη να με δης.
Σημαίνει ότι από τον μήνα Μάη, που ωριμάζουνε τα στάχυα, φαίνεται και η ποιότητα του σιταριού αν θα είναι καλή ή κακή.
Τσάππισ' τους όχτους (άκρες) των χωραφκιών σου, να γεμώσουν οι γύροι των αλωνιών σου.
Όσο πιο εντατικά περιποιηθείς τη γη σου τόσο πιο άφθονη η συγκομιδή σου.
Τον Φεβράρη (Φλεβάρη) έλα 'δε με, και τον Μάρτη ξαναδέ με,
κι αν με δης και κυματίζω, σάσε (φτιάξε) σέντε (αποθήκη) να με βάλης.
Αν αυτούς τους δύο μήνες το σιτάρι πάει καλά, τότε η σοδειά θα είναι μεγάλη.
Γιατρικά, Ξόρκια και Γητείες
Δεν υπάρχει χώρα και λαός όπου, εκτός από τα φώτα της ιατρικής επιστήμης, οι άνθρωποι να μη καταφεύγουν και στους εμπειρικούς λεγόμενους γιατρούς που, όταν τύχει και δεν είναι αγύρτες και εκμεταλλευτές της άγνοιας των απλοϊκών ανθρώπων - δηλαδή κατά το κοινώς λεγόμενο «κομπογιαννίτες» - καταφέρνουν με τα γιατροσόφια τους να φέρουν κάποτε και κάποιο θεραπευτικό αποτέλεσμα στον άρρωστο. Αυτοί συνήθως, σαν μακρινοί απόγονοι του Ασκληπιού και του Ιπποκράτη, με το πρωτόγονο ένστικτό τους ή από πείρα ή από μακρόχρονον ατταβισμό ορμώμενοι καταφεύγουν κυρίως στο φυτικό βασίλειο όπου, μέσα στα μύρια είδη του βοτανικού του θησαυρού, ξέρουν - από πείρα ή από παράδοση - να ξεχωρίσουν τούτο ή εκείνο το χόρτο, τη ρίζα ή το φύλλο, τον ανθό ή τον καρπό, που τον ανακατεύουν με διάφορες άλλες ζωικές ουσίες - γάλα, μέλι, ξίδι, κρασί, λάδι, ακόμη και με ποντικόλαδο, με βδέλλες, βατράχους και άλλα αηδιαστικά πράγματα - πιστεύοντας πως φέρνουν θεραπευτικό αποτέλεσμα στην κάθε αρρώστια. Πολλές φορές η εφαρμογή της θεραπείας συνοδεύεται και από την κατάλληλη επωδή, δηλ. τη γητειά, που σημαίνει ξόρκι που απαγγέλλεται από τον γητευτή ή τη γητεύτρα πάνω στον άρρωστο, με επίκληση στον Χριστό, στην Παναγία, στους Αγίους Αναργύρους και σε πολλούς άλλους αγίους, ενώ ταυτόχρονα τον καπνίζουν με άνθη του Επιτάφιου ή τον ραντίζουν με αγιασμό. Στους κατοίκους της υπαίθρου - όπως και σε άλλα μέρη - υπάρχουν λαϊκοί γιατροί και γιάτραινες που καταπιάνονται με τη θεραπεία «πάσης νόσου και πάσης μαλακίας» ψιθυρίζοντας τις επωδές των πολλές φορές με λόγια ακατανόητα ή με φράσεις αγιωτικές.
Οι επωδές με τους εξορκισμούς των συνοδεύονταν τις πρωτόγονες εποχές από χορούς και μαγικές ιεροτελεστίες με σκοπό τη θεραπεία άρρωστων ανθρώπων και ζώων, την ευφορία των καρπών της γης και το διώξιμο των σκοτεινών πνευμάτων από κάθε ανθρώπινη ζωή και πράξη. Ιδιαίτερα οι ανατολικοί λαοί, Αιγύπτιοι, Ινδοί, Χαλδαίοι, εφάρμοζαν σε κάθε περίσταση τους ανάλογους εξορκισμούς μαζί με τη μαντική, τη μαγεία, και τις προρρήσεις για το μέλλον. Αλλά και οι αρχαίοι Έλληνες επίστευαν στην ευεργετική επίδραση των επωδών, αν θυμηθούμε τον Όμηρο που αναφέρει στην Οδύσσεια του (τ 457-458) πως οι γιοί του Αυτόλυκου δέσανε με τέχνη τη λαβωματιά του θείου και αψεγάδιαστου Οδυσσέα και σταμάτησαν με επωδό το μαύρο αίμα της πληγής του. Ακόμη και οι Ρωμαίοι συνόδευαν κάθε ιατρική τους πράξη με τους κατάλληλους εξορκισμούς, με καθαρμούς και θυσίες.
Η λαϊκή ιατρική της Κύπρου εφαρμόζεται στα χωριά, σαν προγονική παράδοση, με όλες τις σχετικές «γητθκιές» που άλλοι τις λένε πάνω από τον άρρωστο ή τες μελετάνε τη νύκτα στα άστρα και στο φεγγάρι.
Με τη δημώδη ιατρική του νησιού έχουν ασχοληθεί ντόπιοι επιστήμονες - γιατροί, ιστορικοί, καθηγητές και δασκάλοι που αγάπησαν τη λαογραφία της πατρίδας τους και τη μελέτησαν με θερμό ζήλο, συγκεντρώνοντας σε αξιόλογα βιβλία το ποικίλο και πλούσιο υλικό της. Από τους κυριότερους εστάθηκαν ο γιατρός Νεοκλής Κυριαζής και ο ιστορικός Ξενοφών Φαρμακίδης - για να αναφέρουμε τους γνωστότερους - πολυγραφότατοι και οι δύο λαογράφοι που δεν υπάρχουν πια. Από τους νεώτερους γιατρούς έχουν ιδιαίτερα ασχοληθεί με τη δημώδη ιατρική οι Κύπρος Χρυσάνθης, ταυτόχρονα ποιητής του έντεχνου και του πεζού λόγου, και ο βαθυστόχαστος Γ. Σπανόπουλος. Ο γυμνασιάρχης Κυριάκος Χατζηϊωάννου, εμπνευσμένος συγγραφέας και ερευνητής, έχει αφιερώσει στη λαογραφία του νησιού και ιδιαίτερα στη λαϊκή του ιατρική πολύτιμες μελέτες. Δεν ξέρει κανείς τί να πρωτοξεχωρίσει και για τί να πρωτομιλήσει πάνω σ' αυτές. Ελάχιστα δείγματα θ' αναφέρουμε αρχίζοντας από τον Ξ. Φαρμακίδη («Κυπριακή Λαογραφία»), που είναι ο παλαιότερος, και καταγράφοντας την κάθε συνταγή του πάνω σε γενικότερη και πιο απλουστευμένη γλωσσική μορφή. Μας λέει λοιπόν τα ακόλουθα:
Για τη Θεραπεία του Πυρετού
Όταν από τα χωριά περνούν ατσίγγανοι με αρκούδες, οι αγρότες αγοράζουν τρίχες από την αρκούδα, τις καίνε στο καπνιστήρι και καπνίζουνε τον άρρωστο με τον καπνό τους.
Αν ο πυρετός συνοδεύεται από ρίγος, ο γητευτής παίρνει τότε τρία φύλλα αγιασμένης ελιάς της Μεγάλης Πέμπτης• στο πρώτο φύλλο γράφει: «ζάγος, δράγος, δίδυμος» στο δεύτερο «Ιησούς Χριστός» και στο τρίτο «φαΐνι πάσι». Έπιτα βάζει τα τρία φύλλα σε λίγα αναμμένα κάρβουνα και θυμιατίζει με τον καπνό τους τον άρρωστο τρεις φορές γύρω απ' το κεφάλι του. Τέλος ρίχνει τη στάχτη τους σε ποτήρι με νερό και του το δίνει να το πιει.
Θεραπεία για τη στείρωση της γυναίκας
Η γυναίκα που θέλει ν' αποκτήσει παιδί παίρνει βδέλλες, τις κρεμάει πάνω από τον καπνό του τζακιού όσο να ξεραθούν. Έπειτα τις κοπανίζει να γίνουν σκόνη. Αυτή τη σκόνη τη ρίχνει σε νερό και το πίνει «βρόκκον- βρόκκον», δηλ. γουλιά-γουλιά, λέγοντας: «Καθώς κολλούν οι βδέλλες τούτες πάνω στον άνθρωπον, έτσι να κολληθεί παιδίν πάνω στην μήτραν μου».
Θεραπεία των σκαθθάρων
Σκάθθαρους λένε στην Κύπρο τους κάλους των ποδιών, και τους θεραπεύουν με τον ακόλουθο τρόπο: Παίρνουν ένα κλαδί από άνυδρη ροδοδάφνη (να μην είναι φυτρωμένη κοντά σε νερά) και σ' ένα από τα φύλλα του κλαδιού κάνουν τρεις φορές το σημείο του σταυρού λέγοντας: «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.» Έπειτα τραβούν το φύλλο ώστε να αποσπασθεί από το κοτσάνι με το φλούδι, μελετώντας τ' ακόλουθα: «Έτσι να σκιστεί κι ο σκάθθαρος του... » Θάφτουν ύστερα το φύλλο κάτω από μια πέτρα και, όταν αυτό αρχίζει να σαπίζει, τότε και ο κάλος ξεριζώνεται. Σε περίπτωση που οι κάλοι είναι πολλοί, σε άλλα τόσα φύλλα γίνεται το ίδιο όπως και για το ένα που περιγράψαμε πιο πάνω.
Για το δέσιμο του ανδρογύνου
Όταν την πρώτη νύχτα του γάμου, που οι αρχαίοι Έλληνες την έλεγαν «η μυστική νυξ», ο γαμπρός αδυνατεί να εκτελέσει το συζυγικό του καθήκον, η θεραπεία του κακού γίνεται με τον ακόλουθο τρόπο, που παίρνει τη μορφή ιεροπραξίας: το πρωί αφού ξημερώσει, ο γαμπρός πηγαίνει στον μάγο του χωριού, που είναι και γητευτής κι αυτός τον συμβουλεύει με αυτά τα λόγια: «Να πάρεις 3 κυπαρισσόφυλλα και αμίλητο νερό από τρία πηγάδια και να τα βράσεις.» Αφού το ανδρόγυνο βάλει σ' ένα αγγείο το θερμό νερό, να κάμει τρεις γύρους - πρέπει και οι δύο να είναι γυμνοί - γύρω απ' αυτό, απαγγέλοντας το κοντάκιο του Αγίου Κυπριανού: «Εκ τέχνης μαγικής επιστρέψας, θεόφρων, προς γνώσιν θεϊκήν ανεδείχθης τω κόσμω ακέστωρ σοφώτατος, τα ιάδεις δωρησάμενος τοις τιμώσι σε, Κυπριανέ, συν Ιουστίνη, μεθ' ης πρέσβευε τω φιλανθρώπω Δεσπότη σωθήναι τους δούλους σου.» Έπειτα το ανδρόγυνο λούζεται μ' αυτό το νερό και το κακό θεραπεύεται.
Γήτεμαν της κουφής
Όταν θέλουν να σκοτώσουν την κουφή (έχιδνα), για να τη ναρκώσουν και να μη δαγκάσει τον άνθρωπο της διαβάζουν την ώρα που κοιμάται, σταυρώνοντάς την τρεις φορές τούτη τη γητθκιά: «Άϊ- Λουκά , φουκά, στεροπενταδάχτυλε, σύρε και χαλίνωσε τον όφιν και την όφισσαν, ώστε να ξημερώσει. Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.»
Γήτεμαν του αλουπού
Ο Νεοκλής Κυριαζής στη «Δημώδη Ιατρική» και «Σύμμικτα» του (Κυπρ. Χρονικά, τομ. Δ') μας περιγράφει σε μια επωδό του πώς γίνεται από τους χωρικούς η «γητειά του αλουπού», δηλ. το γήτεμα της αλεπούς, που την αποδίδουμε εδώ σε απλούστερη γλωσσική μορφή: «Ένας από τους πιο επικίνδυνους εχθρούς του βοσκού είναι και ο παμπόνηρος «αλουπός» που πολλές φορές ξεφεύγει από την άγρυπνη προσοχή του βοσκού και πνίγει ένα ή περισσότερα πρόβατα. Γι' αυτό οι βοσκοί, που συνήθως οπλοφορούν, στήνουν αμείλικτο πόλεμο στην κάθε αλώπεκα που θα συναντήσουνε στο δρόμο τους. Τυχαίνει άλλοτε ένα ή περισσότερα πρόβατα, χωρίς να το προσέξει ο βοσκός, να «κόψουν πίσω» και να παραπλανηθούν τη νύκτα χωρισμένα απ' το κοπάδι. Μόλις ο βοσκός το αντιληφθεί, από φόβο μήπως τα κυνήγησε η αλεπού και ελπίζοντας ότι θα τα βρει, τρέχει πρώτα ειδικό γητευτή που διαβάζει την ακόλουθη γητειά: «Έρχομαι 'που την Αλεξανδρινήν μου χώραν και πααίνω (πηγαίνω) στην πολιτικήν μου πόλιν, φέρνω πέντε άρνους, πέντε αμνάδες, πέντε τούκλους, πέντε ερίφους, πέντε έριφες. Ενυχτώχηκα στο όρος των Ελαίων και το σταυροπελεκητό. Έστρωσα την νεκατικήν (κλίνη) μου κ' έππεσα (επλάγιασα). Ήρτεν το κάθαρτον (ακάθαρτον) αλούπι κ' έφαν τα πρόβατά μου ούλα. Σηκώνομαι κλαμώντας, θρηνώντας και τον Θιόν (Θεόν) παρακαλώντας. Έμπλασέν μου (με συνάντησε) ο δεσπότης ο Χριστός κ' είπεν: είντα ΄χεις, έλενον (δύστυχο. ελεεινό) παιδί και κλάεις και θρηνίζεις και τα δέντρα μαρανίζεις; (Ξαναλέγεται από την αρχή ως τη φράση: σηκώνομαι κλαμώντας...»
Να πιάσεις σκουλλί (στουπί) αβούρτσιστον ΄που μάναν και ΄που κόρην» Το όλο επαναλαμβάνεται τρεις φορές. Ύστερα παίρνουν το σκουλλί, το περνούν από το τερστέλλι (κρίκος, χτυπητήρι της εξώπορτας) και δένουν κάθε φορά από έναν κόμπο εναφέροντας την κάθε μέρα της εβδομάδας. Πρώτη αναφέρεται η μέρα που γίνεται η γητειά. Δένοντας λοιπόν τον κάθε κόμπο με το σκουλλί λένε: «Αλουπόν Τριτιανόν και δένω κόμπον»• «αλουπόν Τετρακιανόν, Πεφτεκιανόν, Παρασκευτικόν, Σαββατιανόν, Κερκανόν, Δευτερκιανόν.» Σε κάθε μια από αυτές τις λέξεις προηγείται η λέξη «αλουπόν» και η φράση «και δένω κόμπον». Λέγοντας όλα αυτά τους άλλους έξι κόμπους του δένουμε, τον τελευταίο όμως, δηλαδή τον κόμπο για την τελευταία ημέρα, κάνουμε τάχα πως τον σφίγγουμε, όμως πριν πούμε τα ακόλουθα:
«Γήννω (δήννω, δένω) και βαώνω (κλείνω) τες εβδομήκοντα βλέες (φλέφες) του λαιμού του αλουπού, τα δόντια του καρφιά και τα μάτια του γυαλλιά να μεν έχει νοίκον (δύναμη) να πάει εις την κουβέλλαν (προβατίνα) του δείνος (του δείνα) πόφοκεν εις το τάδε μέρος. Μόνον να πάει εις το όρος των Ελαίων και να λαρτομουστακιάσει (να φάει λέμαργα, να λερώσει το μουστάκι του με το λαρδί).» Τότε σφίγγουμε τον κόμπο και τον δένουμε σφιχτά, αφού πούμε όλα τα παραπάνω λόγια, γιατί επικρατεί η πεποίθεση πως, αν γίνει αλλιώτικα τούτη η θεραπεία, «δεν δήννεται ο αλουπός» και η γητειά πάει χαμένη. Όταν η γητειά επιτύχει, είναι δυνατό να συναντήσουμε τον αλουπό μαζί με τα χαμένα πρόβατα να παίζει μ' αυτά χωρίς να μπορεί να τα φάει.
Γητειά του λιμπούρου
Υπάρχουν πολλές γητειές για να ξορκίζουν τους λίμπουρους (μερμήγκια). Μια απ' αυτές είναι και τούτη: Μ' ένα μαχαίρι μαυρομάνικο κάνουν το σημείο του σταυρού πάνω από τη φωλιά των λίπουρων και λένε αυτή τη γητειά: «Λίμπουρε, τριλίμπουρε, στην μέσην διακομμένε. Χαιρετά σε η μάνα σου η χιλιακού και ο κύρης σου ο Μαρτέζος. Να πιάσεις το φουσάτον σου και να πάει άρκον (άγριο) όρος. Έχει λίβανον και φακήν, να φάεις να χορτάσεις. Αν και παρακούσεις του Αγίου Θεού και του αρκαγγέλου, έννα (θα) στείλω την μαυροκλωσσαρκάν (μαύρη κλάσσα) με τα πουλλιά της να φάει το φουσάτον σου να μεν μείνει κανένας.»
Άλλη παρόμοια γητειά καταλήγει με την εξής απειλή: «να πιάσεις την συνεπαρτσιάν σου (συντροφιά, οικογένεια) και να πας στα μαύρα όρη, πα στα βουνά γιατί έρκεται ο βασιλειάς Αλέξανδρος με τα φουσάτα του και τσαλαπατά σε και σκοτώνει σε.»
Ας δούμε τώρα τί μας λέει στο βιβλίο του «Η Λαϊκή Ιατρική εν Κύπρο» ο διαπρεπής γιατρός της Λευκωσίας Γ. Σπανόπουλος, που έχει μαζέψει πλήθος συνταγές λαϊκής ιατρικής, με τις γητιές και τα ξόρκια τους από το ίδιο το στόμα του λαού:
Πώς γιατρεύεται η λύσσα
Εκείνος που τον δάγκωσε λυσσασμένο σκυλί πρέπει ύστερα από σαράντα ημέρες να βγει έξω κατά το «βούττημαν» του ήλιου και, συνοδευμένος από συγγενείς και φίλους, να πλανιέται στα χωράφια ξάγρυπνος ως την άλλη μέρα το πρωί που θ' ανατείλει ο ήλιος, ενώ οι συνοδοί του σ' αυτό το διάστημα διασκεδάζουν με βιολιά και τούμπανα κάνοντας μεγάλο θόρυβο. Μόλις τελειώσει αυτή η διαδικασία, που οι χωρικοί τη λένε «σκυλλόγαμο», βάζουνε τον άρρωστο να κοιμηθεί ως την άλλη μέρα.
Για το λύσιμο του ανδρογύνου
Όταν με μαγείες οι εχθροί «δένουν» τον άντρα ώστε να μην μπορεί να συνευρεθεί με τη γυναίκα του, ο παπάς του χωριού δίνει ένα μήλο στον άντρα κ' ένα στη γυναίκα λέγοντας τούτα τα λόγια: « Ο καταβάς εις τον Άδην και λύσας τα δεσμά του θανάτου και του Αδάμ το κατάκριμα, αυτός, Κύριε ο Θεός ημών, λύσον πάσαν μαγείαν από τον δούλον του Θεού (δείνα) και την δούλη του Θεού (δείνα). » Έπειτα απ' αυτή τη γητειά το αντρόγυνο τρώει από ένα μήλο και πέφτει να κοιμηθεί.
Για το ανεμοπύρωμα
Στην Κύπρο τ΄ονομάζουν «Σουρουπάθι». Πολλοί είναι - κατά τη λαϊκή αντίληψη - οι τρόποι της θεραπείας του, συνοδευόμενης και από την κατάλληλη επωδό (γητθκειά, ξόρκι κατά της βασκανίας). Ξεχωρίζουμε την ακόλουθη: Δίνουν στον άρρωστο να πιει ξύσματα γαλαζόπετρας (θειϊκού χαλκού) με νερό και να λούσει μ΄αυτήν το μέρος που υποφέρει, ή διαβάζει ο παπάς ξίδι ή σουσαμόλαδο που μ' αυτό αλείβεται ο άρρωστος. Ακολουθεί το γήτεμα: Αφού ο λαϊκός γιατρός ή η γιάτραινα σηκώσουν τον άρρωστο, τον βάζουν να βλέπει την ανατολή ή τη δύση, ανάλογα με τη θέση που βρίσκεται ο ήλιος. Τότε μ' ένα μαχαίρι μαυρομάνικο σταυρώνουν το κεφάλι του, το ίδιο κάνουν και σε μια φέτα λεμονιού λέγοντας τα ακόλουθα: «Στώμεν καλώς κτλ., σουρουπαθά, σελάμ, μελάν, κουτάν, μαλαού, μαντατού, λαού, κοντινού Θεού Πατρός και φισοτρός του Ριωνά «ανεμοπύρωμα.» Εδώ σταματά το ξόρκι κι ακολουθεί η ευχή: «Εις το όνομα του Πατρός κτλ.», με φύσημα του αρρώστου και με τα λόγια: «Να ξοριστεί το κακόν από τον δούλον του Θεού (τάδε)». Σε άλλη παρόμοια γητθκειά, όπου επικαλούνται τους Αγίους Αναργύρους, διατάζουν το κακό να φύγει από τον άνθρωπο μ' αυτά τα λόγια: «Ανεμοπύρωμα, λαμπροπύρωμα, καψοπύρωμα, ξόριστον το κακόν ΄που τον δούλον σου.»
Για το πρήξιμο του λαιμού από μέσα
«Λάβε 4 ή 5 βαθράκους - να είναι μεγάλοι - κόψε την κεφαλήν τους και τα πόδια τους, ρίξε τα• σχίσε τους από το πλευρόν, άνοιξέ τους, βράσε ολίγο λάδι μέσα εις το τηγάνι, βάλε τους να πάρουν μίαν βράστην, όχι να καουρδιστούν πολλά, και έτσι ζεστούς βάλε τους εις τον λαιμόν και δέσε τους να κάμουν τρεις ή τέσσερις ημέρες, εάν είναι χειμώνας, και ιατρεύεσαι• ειδέ είναι καλοκαίριν, ας κάμουν δύο ημέρες και ρίξε τους, και βάλλε άλλους επειδή βρωμούν• και είναι βέβαιον και δοκιμασμένον».
Στους παραπάνω εξορκισμούς, που παίρνουν τη μορφή καθαρής ιεροπραξίας προσθέτουμε και τους επόμενους, που μας κάνει γνωστούς μέσα από το πλήθος των λαογραφικών του μελετών ο γυμνασιάρχης Κυριάκος Π. Χατζηιωάννου.
Γητειά του κατσινιόρου
Στην Κύπρο κατσινιόρο λένε τον σκορπιό. Τον λένε ακόμη και «γρινκοζελλόρο», «διντζελλόρο» και «τερκζελλόρο». Τον εξορκίζουν με την ακόλουθη γηθκειά: «Πρώτα ήμουν γένοντας κ' ύστερις παλληκάριν / κάμνουν την δάφνην άλετρον και την ελιάν ποδάριν (μέρος του αλετριού) / κάμνουν τα ζευλοράμματα γρουσά μαλαματένια / και πκιάνει τα κ΄επήαινεν κάτω στο περιγιάλιν / που βρέθην το κακόν θερκόν (φίδι) που λέσιν και λαλούσιν, / ο δίκομπος, ο τρίκομπος κ' εκείνος ο διντζέλλαρος• / ευρέθην και η Παναϊά και είπεν του: / «Τί έπαθες, παιδίν μου, / και κλαίες και θρηνίζεις/ και τα δέντρη μαρανίσκεις; Πήαινε, γυιέ μου, και πκιάσε ξίδιν και πίτερα και πε: Στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Οκοιάν (όπως) τρέχει ο ήλιος, οκοιάν τρέχει η σελήνη, οκοιάν τρέχουν τα νερά στον ποταμόν και τα νέφη στον γιαλόν έτσι να τρέξει το κακόν ΄που τον δούλον ή την δούλην του Θεού (δεινά). Ορκίζω σας εις τους τέσσερεις Αρκαγγέλους, στον Μιχαήλην, Αρβιήλην, και εις τον Ροβά και Ραχαήλ τζι' εις τον Απόστολον Αντρέαν κι εις τον Απόστολον Λουκά τον Απόστολον Τζεγκιάν και εις την Παναΐαν, παν πλημέλημαν, πασ' αστένεια, πασ' γιατρέψεως, πασ' αφέσεως. Στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» Στο τέλος ο γητευτής ή η γητεύρια, αφού ζυμώσει τα πίτουρα με το ξίδι, αλείβει μ' αυτά το μέρος του «κρουσμάτου», δηλ. το σημείο που εδάγκασε ο σκορπιός.
Για την στεράν και τα κουλούνκια
Όταν μια γυναίκα υποφέρει από υστερικούς πόνους της στέρας (μήτρας) ή από κουλούνκια (νευραλγίες) γράφουν μέσα σ' ένα άσπρο πιάτο τα ακόλουθα: «Στέρα στέρη, στέρα στερημένη / του Θεού καταραμένη / γύρνα στέρα και ξηράνθουψ / σαν το φύλλο του κλημάτου / ως το χώτρον του δωμάτου / σαν τον άππαρον (άλογο) σκαλίζεις / σαν το βόδιν μουγκαρίζεις / και τα μέλη του μελίζεις». Μετά τα πλένουν με νερό και το πίνει ο ασθενής. Για τα κουλούγκια η γητειά αυτή πρέπει να γίνει την ύστερη Παρασκευή ή σελήνη.
Ο Λευκωσιάτης γιατρός Κύπρος Χρυσάνθης μας κάνει γνωστές τις ακόλουθες επωδές στη μελέτη του «Τρία Ιατρικά Σύμμικτα Κύπρου» (Κυπριακά Γράμματα, έτος Ζ'):
Γητειά του σφαλαντζιού
Με την ονομασία «σφαλάντζιν» είναι γνωστά στην Κύπρο διάφορα έντομα της οικογένειας Mutillidae, ιδίως γνωστότερα είναι το Dasylabris maura και το Sceliphron spirifex. Τα θηλυκά έχουν κεντρί και το κέντρισμά τους είναι οδυνηρότατο, κάποτε μάλιστα μπορεί να είναι θανατηφόρο. Για τη θεραπεία του κεντρίσματος από σφαλάντζιν επικαλείτο τη βοήθεια του γητευτή ο οποίος συνήθως έβαζε τον πάσχοντα να πλαγιάσει ανάσκελα• τοποθετούσε ξίδι σε μικρό δοχείο και διάβαζε την ακόλουθη γητειά: «Δύναμη του Θεού Σωτήρος ημών Ισού Γριστού. Έπεψε με η μάνα μου στο σκολείον να μάθω γράμματα / και γράμματα δεν έμαθα / παρα μόνο έμαθα να γητεύω / το βορούιν, βολούιν, το λατρίριν, το πατσάλιν, το κουντούριν / κρούζει Μαν και Πρωτογιούνην / σαν τρέχουν τ' άστρη, σαν τρέχουν οι καταρράκτες τ' ουρανού, σαν τρέχει το ύδωρ και πάει στην θάλασσαν, έτσι να τρέξει το πάσα κακόν από τον δούλον ή την δούλην του Θεού ... (τάδε) / στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.» Ύστερα ο γητευτή παίρνει το δωχείο με το ξίδι, το δίνει στον πάσχοντα, κι εκείνος πίνει τρεις γουλιές, ενώ με το υπόλοιπο αλείβει τη πληγή του κεντρίσματος.
Για το Ανεμοπύρωμα (Ερυσιπέλας)
«Ο Θεός, Ο Θεός ο την βάτον φυτεύσας και του Μωυσέως συλλαλήσας εν τω όρει του Σινά, αυτός. Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών σβέσαι παν πύρωμα, ανεμοπύρωμα, καλλοπύρωμα, ηλιοπύρωμα και νυκτοπύρωμα. Τα ενδρέχοντα και εκτός εβδομήκοντα δυόμισυ φλέβας των ανθρώπων, άνδρες γεραδκές και εις τα εβδομήκοντα δυόμισυ γενεάς των πυρωμάτων και χαλίνωσον και εξολόθρευσον και εξόρισον αυτά από τον δούλον του Θεού δεΐνα. Κάβουρος φύσαρος, φυσώριος φωνή Κυρίου, διάκοψον την φλόγαν του πυρός• φύγε πύρωμα, Ο Χριστός σε διώκει ο Κύριος των κυριευόντων και βασιλεύς των βασιλευόντων. Εις το όνομαν του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος• Αμήν. Σαν τρέχει ο ήλιος και πάει στην μάνα του, έτσι να τρέξει το κακόν από δεΐνα.» Αν περάσει με το νερόν είναι αρσενικόν• αν με το ξίδι θηλυκόν. να το διαβάζεις δυσμάς ηλίου.
Γητειά του ντζανιού (ικτέρου)
Πέρνεις μια κλωστή κόκκινη και την ώρα που λες την γητειά την μετράς στ' ανάστημα του αρρώστου. Άμα φτάσεις εκεί που λες «εις τ΄όνομα του Πατρός κλπ.» την διπλώνεις και την βάζεις μέσ' το νερό και τ' αφήνεις να «ποσπεριστεί» και πίνει ο άρρωστος τρεις γουλιές (βρόκκους) κάθε πρωί ως τρεις μέρες. Λέγεται αυτή η γητειά: «Στον κίτρινον πωταμόν εβλάστησεν κίτρινον δεντρόν / κίτρινους κλόνους έκαμεν / κίτρινα φύλλα έβκαλεν / κίντρινον πουλλίν εκατοίκησεν / κίντρινην φουλιάν έκεμεν / κίτρινα αυγά εγέννησεν / κίντρινα πουλιά έβκαλεν, Δίχως πόδια πα στο δεντρόν εξέβηκα, δίχως χέρια τάπιασα, δίχως μαχαίριν τάσφαξα, δίχως λαμπρόν (φωτιά) τα έψησα, δίχως δόντια τάφαα. Αν δεν πιστεύκεις για ντζανίν εβ' έξω να τα δεις, που την καρδιά του τάδε.»
Άλλη παρόμοια γητειά του ντζανιού καταλήγει ως εξής: «Φύγε ντζανίν, κακόν ανεμόζανον, κίτρινον ντζάνιον και κάθε κακόν ζάνιον, ορκίζω σε, επικοιμώ σε εις τον μεγάλον Θεόν λειτουργόν του κόσμου, και να λέψεις από τον δούλον του Θεού (δεΐνα)• και η ελπίς μου ο Πατήρ, καταφυγή μου ο Υιός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον, Τριάς Αγία, δόξα σοι. Σ.Τ.Μ.Κ.Λ.Σ.Μ.Τ.Φ.Β. Θεού. Αμήν.»
(εις δρόσον). «εκ της ημέρας εκείνης ότε εξήρχετο η Παναγία Θεοτόκος από το όρος των Ελαιών μετά μυριάδων Αγγέλων, Αρχαγγέλων, απήντησε τον Όκταρα και δεν τον εχαιρέτησεν• εστάθη όμως και τον ηρώτησε: «Πού υπάγεις, Όκταρα και κίτρινε και δυνάδελφε του του Χάρου και συναγωγέ του θανάτου;» Και εκείνος λέγει της Παναγίας: «Θα υπάγω εις τον δούλον του Θεού (δεΐνα), να δράμω εις την κεφαλήν του, να έμβω εις τα πλευρά του, εις την ακοήν του.» Και η Κυρία Θεοτόκος έτοιμη εστάθη και του λέγει: «Τομή σου αδόλου η χείρα πέντε δάκτυλα και χρυσή σφραγίδα έχω να σε ορκίσω εις 24 ψηφία τους εις τας ακτίνας να χωνεύσεις τον θυμόν σου εις τα όρη και τα βουνά και σπήλαια και τα βάθη της θαλλάσης και να μην εισέλθεις εις τον δούλον του θεού δεΐνα διότι είναι βαπτισμένος και από μύρον μυρωμένος και δεν δύναται να βαστάξει τους πόνους σου. Σ.Τ.Μ.Κ.Λ.Σ. Μ.Φ.Β. Θεού. Αμήν.»
Γητειά του φθόνου
Παίρνεις τρία φύλλα «ελιάν ευλογημένην» απ΄αυτή δηλαδή που πήραν στην εκκλησία την Κυριακήν των Βαΐων και βλογήθηκε• και την ώρα που θα πεις «ήρθεν ο Άγγελος Κυρίου» να σταυρώσεις τρεις φορές στο καπνιστήρι και θα ρίψεις και την ελιά να καεί και θα καπνίσεις τον Θεό (έξω στην αυλή) ύστερα τον άρρωστο και κείνους που θα βρεθούν εκεί. Τον άρρωστον τον εξορκίζεις με την ακόλουθη γηθκειά:
Η Παναΐα η Δέσπινα σηκώθην που το πωρνόν, εσάρισεν (σκούπισε), εράντισεν, εφτά ρουάνια εγέμισεν κι' ο ήλιος δεν ανέτειλεν. Έρεξεν (πέρασε) η Ζήλα, η Δήλα, η Αναρκοδοντιά, η Κατωβιζού, καλόν της είπαν και κακόν εγίνηκεν, έππεσεν (πλάγιασε) και σκεπάστηκεν, το ριόν (ρίγος) την έπιασε και δεν εσιουρκάστηκεν (υσήχασε) κι εφώναξεν εις τον γυιόν της τον Μονογενήν κι' επήεν Άγγελος Κυρίου κι' είπεν της: «Είντα έχεις, Δέσποινα, και κλαίεις κι' αναστενάζεις και τον Θεόν φωνάζεις;» -Έρεξεν η Ζήλα, η Δήλα, η Αναρκοδοντιά, η Κατωβιζού και καλόν μου είπασιν και κακόν μου γίνηκεν. Ερέξασιν να πάσιν στο Καρπάσιν (χερσόνησος Καρπασίας), τα νερά να τα ξεράνουν, τα όμορφα παιδιά να τα πεθάνουν. «Κι' είπεν ο Άγγελος εις την Δέσποιναν: «Να πάρεις εις το χέριν σου τρεία φύλλα ελιάν να σταυρώσεις εις τ' όνομαν του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος νυν και εις τους αιώνας των αιώνων αμήν. Όπως τρέχουν τα ποτάμια, όπως τρέχουν τ΄άστρη, όπως τρέχει ο ήλιος να πάει στη μάναν του, έτσι να τρέξει το πάσα κακό, να φύει από τον δούλον σου. (δεΐνα).»
Μύθοι
Μιάν φοράν μια αίγια τζιαί μια κουέλλα είθεν να ρέξουν πόναν αρκάτζιν. Επήεν η κουέλλα να ρέξει πρώτα. Την ώραν π' αππήαν, εσούστην η βάκλα της τζι' εφάνησαν τα πισινά της. Η αίγια άμαν την είεν εχαχχάνιζεν• «ώ, εφάνησαν τα πισινά σου, ώ εφάνησαν τα πισινά σου!» Τζι' αναέλαν της ούλην την ώραν. Τα δικά της τα πισινά που εν-ι- σσεπάζουνται ποττέ τους εν τα θώρεν τζι' εθέρεν τα πισσινά της κουέλλας που εφάνησαν τζείν' την ώραν.
(Ο μύθος σημαίνει ότι οι άνθρωποι δεν βλέπουν τις δικές τους ασχημίες και περιγελούν το ελάχιστο που βλέπουν στους άλλους).
Μιαν φοράν επέθανεν ένας τζι' άφηκεν των παιδκιών του μιαν κούμναν χαλλούμια. Τα παιδκιά του εμαλλώναν εις την μιρασσιάν «όι εσού επήρες παραπάνω, όι εσού επήρες παραπάνω...» Που τζαχαμαί επέρναν μια αλουπού που τζι' εφωνάξαν της να τους κάμει τον κριτήν. Εβάλεν τζι' η αλουπού τα χαλλούμια μέσ' στο ζύϊν για να τα μοιράσει. Εβάρεν που την μιαν... εφώναζεν ο ένας. Έτρωεν η αλουπού κάμποσον που τα βαρετά. Εζύαζέν τα τωρά, εβάρεν που την άλλην μερκάν... εφώναζεν ο άλλος! Έτρωεν η αλουπού που τα βαρετά πάλε. Έτσι, εζύαζεν-έτρωεν, εζύαζεν-έτρωεν, ώστι τζι' εν άφηκεν τους μιρασκέρηες!
(Ο μύθος διδάσκει ότι ο μεταξύ διαδίκων συμβιβασμός είναι πολύ προτιμότερος της προσφυγής στα δισκαστήρια)
Είσσεν έναν γαλατάρην τζι' επίτωννεν κάθ' ημέρα το γάλαν με το νερόν τζι επούλαν το. Τζείν' τα ριάλια που κέρτισεν που το νερόν που πούλαν με το γάλαν -σαν να πούμεν...εκατόν λίρες- εκράτεν τα τζι' επήαιννεν με τα παμπόρκα έξω. Έτσι σαν τα κράτεν, εππέσαν του μέσ' στην θάλασσαν. «Ά, Παναΐα μου», είπαν ούλλοι, «επήαν τα ριάλια του αδρώπου!» Πολοάται τζι' ο γαλατάρης τζιαι λαλεί «που το νερόν ήρτασιν, εις το νερόν εν να πάσιν».
(Ο μύθος διδάσκει ότι θησαυροί, που αποκτούνται με αθέμιτα μέσα, εξανεμίζονται χωρίς ν' αφήσουν ίχνη).
Ένας κάττος μιαν φοράν αποφάσισεν ν' αγιάσει. Να μεν πκιάννει πκιόν με ποντικούς, με πουλλιά, με να κλέφτει που το τραπέζιν φαγειά. Τζι επήεν σ' έναν μοναστήριν. Πράγματι έδειξεν μετάνοιαν πολλήν για τες πράξεις του τζι' εκάμαν τον δκιάκον. Μιαν ημέραν όμως που κράτεν τον θυμιατό στο 'ναν σσέριν τζιαι την λαμπάαν εις τ' άλλον τζι' εθυμιάτιζεν του παπά, που γύριζεν τ' άϊα, επετάχτηκεν ένας ποντικός. Ο κάττος άμαν τζι' είεν τον ποντικόν εξήασεν πως ήτουν δκιάκος τζιαί ξοπολά τον θυμιατόν τζιαι την λαμπάαν τζιαί βούρος...να πκιάσει τον ποντικόν!
(Ο μύθος διδάσκει ότι οι άνθρωποι, που έχουν φυσικά ελαττώματα, δεν μπορούν να τα καταστείλουν, όσο κι' αν προσπαθήσουν, και σε μια στιγμή αδυναμίας θα τα εκδηλώσουν).
Είσσεν μιαν τζι' επαντρεύτικεν έναν σσηράτον με παιδκιά τζι' ότι να-ιν-κάμει είτε πίτταν είτε κουλλούρκα των προονιών της, εν έκαμνεν του δικού της παιδκιού, παρά ελάλεν των προονιών της: «δώστε του εσείς π' έναν κομμάτιν που το δικό σας». Άτε, εδιούσαν του ούλλοι, το παιδίν της έπκιαννεν παραπάνω που τα προόνια, αμμά εν εφαίνετουν.
(Ο μύθος λέγεται για κείνους που χωρίς να έχουν οι ίδιοι τίποτε, παίρνουν περισσότερα από εκείνους που έχουν με τη συνεισφορά τούτων).
Η καμήλα επαρακάλεν να κάμει καμηλίν, να ξηποσταθεί τζιαι τζείνη λλίον που το γομάριν. Αμμά, πού 'καμεν το καμηλίν, εφορτώνναν του το γομάριν, εν το 'σωννεν, άτε εφορτώνναν το τζιαί τζείνον της καμήλας.
(Ο μύθος λέγεται για τους γονιούς που ελπίζοντας ότι θα κάμουν τέκνα και θ' ανακουφισθούν από τους μόχθους της ζωής, επιφορτίζονται τουναντίον με μεγαλύτερα βάρη).
Άλλα τραγούδια
Περτίτζιν εκακκάρισεν 'που κα' στο μερσινάτζιν
μια κόρη το εσσιάστηκεν 'που το παναθυράκιν:
«Πουλλίν, νάχα τα κάλλη σου, νάχα τες ομορκιές σου,
νάχα τες καλωσύνες σου τζιαί τες παρπατησσιές σου!»
«Κόρη, ίντα μ' αζούλεψες εμέναν το πουλλάκιν!
Εσύ τρώεις ψουμίν γλυτζύν, τζι' εγώ τρώω χορτάκιν,
εσού πίννεις νερόν γλυτζύν, τζι' εγιώ πίννω φαρμάκιν•
΄σου καρτεράς τον κάλον σου νάρτει να σ΄αγκαλίσει,
'γω καρτερώ τον τζυνη(γ)όν, νάρτει να τζυνη(γ)ήσει,
να σύρει το ττουφέκκιν του τζιαι να με τταππαρίσει,
τζιαι να με βάλει στο λαμπρόν, τζιαί να με καψαλίσει.»
Μάνα μ', αντάν σ' εφίλησα, νύκτά 'τουν, πκοιός μας είδεν,
αυκή 'τουν, πκοιός μας ένωσεν, νύκτά 'τουν, πκοιός μας είδεν;
Η νύκτα τόπεν της αυκής τζιαί η αυκή του νέφους,
το νέφος το 'ψιχάϊσεν, ο ποταμός το πήρεν,
στην θάλασσαν τό 'ριξεν, τό 'πκιασεν το κατάρτιν,
τζιαί το κατάρτιν τό 'ριξεν, σαν τον θεόν που 'στράφτει.
Ο ναύτης το τραούδησεν στης λυερής την πόρταν,
τζι' ο κόσμος το 'γεμώστηκεν πώς σ' αγαπώ, χανάππιν.
Στην Κύπρον αναγιώθηκα, τζει εν τα γεννητικά μου
αχ, στην Κύπρο θέλω να θαφτούν
αχ, στην Κύπρο θέλω να θαφτούν,
ρα μουζουρού τζιαί μεν τα κόκκαλά μου.
Της Κύπρους χώμαν μου γλυτζύν,
κάμνεις τον τάφον αλαβρύν.
Π΄αππεξωθιόν εδιάβαιννα 'που την Φανερωμένην,
μιαν λυερήν εσσιάστηκα, όμορφα χολλιασμένην,
ένεψά της για το φιλίν, τζιαί τζείν' ήτουν καμένη•
πάω να μπω στην πόρταν της, την πέτροχαλασμένην,
πάω να βκω στην σκάλαν της, που να την δω σπασμένην!
'Που κάτω που την τάβλαν της πέντ' έξ' αρματωμένοι,
εκάμαν την ραχούλλάν μου μαύρην σκοτεινιασμένην.
Που το πωρνόν στην εκκλησσιάν εθώρέν με τζι' εγέλαν.
«Ανάθθεμάν σε, λυερή, τζι' εσέν τζιαί το φιλίν σου,
εψές εθανατώσαν με στην μέσην της αυλής σου»
«Εψές σου 'γέλουν, νιούλλικε, τζι, αν θέλεις πόψε, έλα.»
Επήα πέρα τζι' άρκησα τζι' έκαμα πέντε χρόνια,
τζι' έφερα μιαν βασιλιτζιάν με δκιαμαντένια κλώνια•
φυτεύκω την εις τον κρεμμόν, κρεμμά τζιαί πάει κάτω,
φυτεύκω την εις το στενόν, πατούν την οι δκιαβάτες•
να σσίσω την καρτούλλάν μου να την ψυτέψω μέσα,
τζι' αν έρτουν 'που του βασιλιά κλωνίν να μεν τους κόψω,
τζι' αν έρτει τζι' η αγάπη μου, να την ηξηριζώσω
Το έθιμο του Κλήδονα στην Κύπρο και το τραγούδι του Μα
Στα παλιά τα χρόνια παρατηρείται στη Κύπρο ένα έθιμο που είχε σχέση με τη μαντεία, και εκτελείτο αποκλειστικά από νεαρές κοπέλες. Λεγόταν «το τραγούδι του Μα». Τη πρώτη μέρα του Μαΐου, όλες οι ανύπανδρες κοπέλες, γεμάτες ενθουσιασμό, έβαιναν έξω από τις πόλεις και τα χωριά και πήγαιναν στους κάμπους. Ξάπλωναν στο πράσινο, κάτω από τη σκιά ενός δέντρου, επειδή ο ήλιος ήδη έκαιγε. Ορισμένες φορές όταν υπήρχε έλλειψη χώρου, επιλέγαν την ήσυχη γωνιά ενός έφορου χωραφιού για τη διοργάνωση της μαγιάτικης γιορτής τους, που συμπίπτε με τον καιρό που τα στάχυα ήταν ψηλά. Γιατί γνώριζαν πολύ καλά ότι την ημέρα αυτή, έκλεινε και τα δυο του μάτια και ο αυστηρότερος αγροφύλακας. Κάθονταν σε κύκλο, έτρωγαν, και έπιναν αυτά που έφερναν μαζί τους, αστειεύονταν μεταξύ τους, τραγουδούσαν, και χόρευαν στους ρυθμούς της ταμπουτσιάς και του τυμπάνου που δεν απουσίαζε ποτέ. Μετά, οι νεαρές κοπέλες τοποθετούσαν το μαγικό δοχείο του κλήδονα ή αλλιώς του Μα. Το συγκεκριμένο αυτό δοχείο ήταν μια μεγάλη λεκάνη, ή ένα μεγάλο αγγείο, που έφερναν μαζί τους οι κοπέλες που συμμετείχαν στη γιορτή. Η κάθε κοπέλα έριχνε μέσα στο δοχείο ένα δακτυλίδι με ένα λουλούδι, ένα τριαντάφυλλο, ένα γαρύφαλλο, ή ένα άνθος της ροδιάς. Μετά, το σκέπαζαν με ένα κόκκινο μαντήλι και επέστρεφαν στα σπίτια τους. Το δοχείο έμενε τρεις μέρες στα χωράφια και κανένας που το είχε δει στο μεταξύ, δεν το πείραζε. Μετά από τρεις μέρες, επέστρεφαν οι κοπέλες στο Μα, δηλαδή το δοχείο του Κλήδονα. Και έτσι ξανάρχιζε η γιορτή με το τραγούδι του Κλήδονα. Έκαναν έναν κύκλο γύρω-γύρω από το δοχείο και χόρευαν. Μετά το τέλος του τραγουδιού, η ομάδα καθόταν γύρο από το δοχείο όπου μια από τις κοπέλες έλυνε το κόκκινο μαντήλι μετά το ατομικό τραγούδι. Τότε άρχιζε το ατομικό τραγούδι. Κάθε κοπέλα τραγουδούσε ένα γνωστό δίστιχο, που κάπου έμαθε ή άκουσε ή που έφτιαξε η ίδια. Άκουγε κανείς συχνά άσεμνα και χοντροκομμένα τραγούδια αλλά και πανέμορφα μαργαριτάρια της λαϊκής ποίησης. Το περιεχόμενο των στίχων μπορούσε να ήταν σοβαρό ή αστείο, σαφές ή αμφίσημο, σεμνό ή όχι. Τα πιο πολλά μιλούσαν για έρωτα και αρραβωνιάσματα, θέμα καθόλου παράξενο μεταξύ των νεαρών αυτών κοριτσιών. Κάποτε οι στίχοι ήταν αυτοσχέδιοι και περιείχαν πειράγματα ή υπονοούμενα για τα τελευταία γεγονότα της οικογένειας.
Όταν τελείωνε το ατομικό τραγούδι, η κοπέλα έλυνε το κόκκινο μαντήλι του δοχείου και έπαιρνε ένα δακτυλίδι. Ανάλογα με τη σημασία του τελευταίου στίχου και ανάλογα με το πως ταίριαζε το περιεχόμενο στην ιδιοκτήτρια του δακτυλιδιού, δινόταν μια εξήγηση που βέβαια ερμηνευόταν με διαφορετικούς τρόπους. Παρ' όλες τις διάφορες άκακες δολοπλοκίες που συνέβαιναν μεταξύ των κοριτσιών, αυτές πίστευαν ότι θα πραγματοποιηθεί ο χρησμός του δακτυλιδιού. Γ' αυτό το λόγο οι φίλες που δεν παρευρίσκονταν στην γιορτή, ρωτούσαν να μάθουν τι τους είχε ταμένο ο κλήδονας.
Σήμερα αυτό το έθιμο έχει ξεχασθεί στη Κύπρο, όμως οι ρίζες του ήταν μια συνέχεια των μαντείων της αρχαιότητας.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΜΑ (ΚΛΗΔΟΝΑ)
Τζιαι μπαίνν' ο Μας, τζιαι βκαίνν' ο Μας,
τζιαι μπαίνν' ο Πρωτογιούνης,
τζι' ο Μας με τα τραντάφυλλα, τζι' ο Γούνης με τα μήλα,
Άουστος με τα χλιά νερά, με τα κρυά σταφύλλια.
Αννοίξετε τον κλήδοναν να μπούσιν τα κοράσσια,
να τραουδήσουν για τον Μαν, να δούν το ριζικόν τους.
Το ριζικόν μου ίντα' νι; Σταυρός τζιαι δακτυλίδιν.
Στην πούγγαν μου το έβαλα, της μάνας μου το πήρα:
Μάνα τζι' αν είσαι μάνα μου τζι' εγιώ παιδίν δικόν σου,
κάμε θερμόν τζιαι λούσε με μεσ' τ' αρκυρήν την λεένην,
τζιαι μέσ' τ' αρκυρολέενον ρίξ' αρκυρόν μασσαίριν
τζιαι φόρησ' μου την σκούφκιαν μου την τρανταμασουρένην,
οπού σσει τράντα μάσουρους τζιαι τράντα μασουρούδκια,
τζιαι γύρου, γύρου τα πουλλιά τζιαι μέσα τα πεζούνια*.
Πεζούνια μου, πεζούνια μου, πετάξετε με πέρα,
να δω τον θκειόν μου ροδινόν, τον τζύριν μου φεγγάριν,
να δω τον πρώτον μ' αερφόν στην μούλαν καβαλλάρην,
να σούζη την μανίκλαν του, να ππέση το λουβάριν*,
Ελάτε, σσήρες τζι' αρφανές, να πάρετε λουβάριν,
πάρετ' εσείς τα πίτερα, τζι' εγιώ το σιμιδάλλιν,
να κάμω τ' αερφούλλη μου σαΐταν με δοξάριν,
που σαϊττεύκει τον ατόν πάνω στο παμπουλάριν.
Σαν έμπαιννα, κατέβαινα τ' άη Γιωρκού την σκάλαν,
εσσιάστικα φραγκόπουλον που κάτω στην καμάραν.
Είπα του «Σύρε μου κλωνίν», σύρνει μ' αραβώναν,
η αραβώνα ίντα 'νι; Σταυρός τζιαι δακτυλίδιν.
Στην πούγγαν μου το έβαλα, της μάνας μου το πήρα.
Μάνα τζι' αν είσαι μάνα μου τζι' εγιώ παιδίν δικόν σου,
κάμε θερμόν τζιαί λούσε με μεσ' τ 'αρκυρήν την λεένην,
τζιαι μέσ' τ' αρκυρολέενον ρίξ' αρκυρόν μασσαίριν
τζιαι φόρησ' μου την σκούφκιαν μου την τρανταμασουρένην,
οπού σσει τράντα μάσουρους τζιαι τράντα μασουρούδκια,
πού' σσει μιαν κούππαν μ' αθθούς τζιαι μιαν κούππαν λιλλέτζια*.
Λιλλέτζια μου, λιλλέτζια μου, πετάξετε με πέρα,
να δω τον θκειόν μου ροδινόν, τον τζύριν μου φεγγάριν,
να δω τον πρώτον μ' αερφόν στην μούλαν καβαλλάρην,
να σούζη την μανίκλαν του, να ππέση το λουβάριν.
Λουβάριν, λουβαρόσπορον τζιαι που να τον φυτέψω;
Να τον φυτέψω στον κρεμμόν, κρεμμά τζιαι πάει κάτω,
να τον φυτέψω στο στρατίν, πατούν τον οι δκιαβάτες.
Να σσίσω την καρτούλλαν μου, να τον φυτέψω μέσα,
τζι' αν έρτουν που του βασιλιά, κλωνίν να μεν τους δώκω
τζι' αν έρτουν που τ'αφέντη μου*, να τους τα ξηριζώσω.
Γλωσσάρι
*Τα πεζούνια ειναι το περιστέρια
*Το λουβάριν είναι το χρυσάφι
*τα λιλλέτζια είναι τα λουλούδια
*Ο αφέντης είναι ο πατέρας
Λαϊκή μετεωρολογία
Τα πιο παλιά χρόνια, οι κάτοικοι του νησιού μας, στη μεγάλη τους πλειοψηφία ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, τομείς άμεσα εξαρτημένους από τη γη, αλλά και τις καιρικές συνθήκες. Κι επειδή ακριβώς η επιβίωσή τους ήταν άμεσα συνυφασμένη με τα τερτίπια του καιρού και τα «καμώματά» του, η ανάγκη για πρόγνωση άρα και ανάλογη προετοιμασία- προέβαλλε επιτακτική...
Το «ήλιασμαν της Αρκούδας» Λόγω όμως έλλειψης επιστημονικών γνώσεων σε ό,τι αφορά τα καιρικά φαινόμενα, οι πρόγονοί μας κατέφευγαν σε δικές τους παρατηρήσεις και μεθόδους που βασίζονταν στις αντιλήψεις και τις εν γένει πεποιθήσεις τους.
Αυτές οι γνώσεις και πληροφορίες που αφορούσαν κυρίως στην πρόγνωση του καιρού μεταδίδονταν προφορικά από γενιά σε γενιά, το σύνολο τους δε, είναι αυτό που εμείς σήμερα αποκαλούμε λαϊκή ή δημώδης μετεωρολογία.
Τα κριτήρια και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν, ήταν πολλά και διάφορα. Ένα απ' αυτά ήταν και το λεγόμενο «ήλιασμαν της Αρκούδας». Μετεωρολογικό φαινόμενο που παρατηρείται τη 2η μέρα του Φεβράρη. Αν κατά την μέρα αυτή επικρατούσε ψύχος, εάν παράλληλα ο ουρανός δεν είχε σύννεφα ξυλοπαούρα- αποκαλούσαν αυτό το φαινόμενο, τότε ήταν γι’ αυτούς ένδειξη πως ο χειμώνας θα είχε συνέχεια τουλάχιστο μέχρι το τέλος Μαρτίου.
Σε αντίθετη περίπτωση, αν η μέρα ήταν βροχερή, πίστευαν πως ο χειμώνας ήταν προς το τέλος του.
Σύμφωνα με την λαϊκή φαντασία, κατά τη μέρα αυτή, η αρκούδα ξεγελάστηκε από την πρόσκαιρη ηλιοφάνεια, ξύπνησε από τη χειμερία νάρκη και παίρνοντας τα μικρά της, βγήκε από την κρυψώνα της. Όταν όμως αντιλήφθηκε το λάθος της, τα μάζεψε και γύρισε πίσω στη ζεστασιά της σπηλιάς της, λέγοντας τους:
«Άτε μωρά μου, πάμεν έσσω στη φουλιά μας τζι ο σσιειμώνας έν ’ πίσω ακόμα...».
Απ' αυτή την χαρακτηριστική παλιά ιστοριούλα, πήρε την ονομασία του και το φαινόμενο της 2ας του Φεβράρη.
Το φεγγάρι Αρκετές από τις γνώσεις των πρωτινών, προέρχονται από τις παρατηρήσεις τους, γύρω από τις διάφορες φάσεις του φεγγαριού. Έτσι, έδιναν μεγάλη σημασία και προσοχή στα μησίδκια στα σημάδια- του καιρού και τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά την άφιξη του νέου φεγγαριού.
Αν η νέα φάση της σελήνης γινόταν με βροχές, το θεωρούσαν ως ένδειξη πως θα ακολουθούσε βροχερός καιρός. Σε αντίθετη περίπτωση αν ο τζαιρός ήταν στραντζισμένος δεν έβρεχε τη μέρα εκείνη- τότε πίστευαν πως ολόκληρος ο μήνας θα περνούσε με ελάχιστες ή και καθόλου βροχές.
Αν πάλι, στο τέλος του μήνα, από τις 26 και μετά κατά τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες- το φεγγάρι δειπνούσε με νερά έδυε δηλ. με βροχή, τότε γι’ αυτούς ήταν σημάδι πως το νέο φεγγάρι που θα γεννιόταν, θα έφερνε μαζί του μπόλικα νερά.
Για το φεγγάρι του Νιόβρη, οι πρωτινοί έλεγαν:
«Το φεγγάρι του Νιόβρη όπως το βρεις... Αν αρκέψει με βροσσιές, εννα ’βκεί με τες βροσσιές αν έρτει στεγνόν, εννα ’βκεί στεγνόν.».
Κατά τη λείψη του φεγγαρκού στη φάση δηλ. του φεγγαριού μετά την Πανσέληνο, την οποία αποκαλούσαν και κακοφετζιά αφού ολοένα και λιγόστευε το φως του, απέφευγαν την υλοτομία γιατί πίστευαν πως τα ξύλα που θα έκοβαν θα σάπιζαν εύκολα. Απέφευγαν επίσης να φυτέψουν νέα δενδρύλλια, γιατί κατά την αντίληψη που κρατούσε, δεν θα ευδοκιμούσαν.
Όλα αυτά που απέφευγαν στη λείψη του φεγγαρκού επιδίωκαν να τα κάνουν στη γέμωση του φεγγαρκού, στη φάση δηλ. της γέννησης του όπου υπήρχε και καλοφετζιά.
To «αλώνιν» του φεγγαρκού, οι αστραπές κι ο άνεμος Τον κύκλο που σχηματίζεται γύρω από το φεγγάρι, οι παππούδες μας τον έλεγαν αλώνι πίστευαν δε, πως φέρνει νερά τις αμέσως επόμενες μέρες. Όσο μίκραινε ο κύκλος τόσο πλησίαζαν κι οι βροχερές μέρες.
Αντίθετα, το αλώνιν του ήλιου πίστευαν πως φέρνει άνεμο. Εξ ου και το δίστιχο:
«Του νήλιου τζιύκλος, άνεμος του φεγγαρκού, σσιειμώνας...»
Οι αστραπές ήταν ένα άλλο φαινόμενο το οποίο χρησιμοποιούσαν για την πρόγνωση του καιρού. Κατά τη λαϊκή δοξασία, οι αστραπές παράγονται από την τριβή των πετάλων των αλόγων του προφήτη Ηλία, πάνω στα λιθάρια, καθώς περνούσε.
Όταν άστραφτε ο βορκάς, έλεγαν πως θα έχει νερά, το ίδιο κι όταν άστραφτε κατά τον νότο πίστευαν πως θα έκανε πολλά νερά.
Όταν οι αστραπές ήταν προς την ανατολή, έλεγαν πως θα έχει αγέρα και τέλος όταν άστραφτε στη δύση, έλεγαν πως αστράφτει στην μάναν και περίμεναν βροχές.
Η πνοή τ' ανέμου, η ένταση και η κατεύθυνσή του, θεωρούνταν πολύ σημαντικοί παράγοντες που επηρέαζαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τις γεωργικές ασχολίες. Προστάτης των ανέμων εθεωρείτο ο προφήτης Ηλίας που αντικατέστησε στη χριστιανική θρησκεία, τον Δία των αρχαίων Ελλήνων και συχνά επικαλούνταν τη βοήθειά του.
Σε καιρούς άνυδρους οι χωρικοί προσέφευγαν κοντά του και πραγματοποιούσαν δεήσεις έξω από τους ναούς του, που ήταν συνήθως κτισμένοι στις κορυφές των λόφων, ζητώντας την παρέμβασή του για να τερματιστεί η ανομβρία.
Άλλο σημαντικό κριτήριο για την πρόγνωση του καιρού ήταν το ζωνάψιν -το ουράνιο τόξο. Αν το ζωνάριν εμφανιζόταν το πρωί, για τους πρωτινούς ήταν ένδειξη πως θα ακολουθήσει καλοκαιρία. Έλεγαν δε χαρακτηριστικά:
«Έβκαλεν το πρωί ζωνάριν; Ζέξε γέρο το ζευκάριν...»
Αντίθετα, αν το ζωνάριν εμφανιζόταν το δειλινό, πίστευαν πως θα βρέξει και έλεγαν: «Έβκαλεν δειλινόν ζωνάριν; Πόζεξε γέρο για το σσιερωνάριν...»
Τα μηναλλάγια Ήταν από τις πιο πλατιά διαδεδομένες μεθόδους και ένα από τα σημαντικότερα «εργαλεία» των πρωτινών, για ερμηνεία και πρόγνωση του καιρού...
Τα μηναλλάγια άρχιζαν την 1η Αυγούστου και ολοκληρώνονταν στις 14 του ίδιου μήνα. Οι πρώτες τρεις μέρες αντιπροσώπευαν τον Αύγουστο, η 4η μέρα τον Σεπτέμβρη, η 5η τον Οκτώβρη κ.ο.κ μέχρι την 14η Αυγούστου που συμβόλιζε τον Ιούλη του επόμενου χρόνου. Κάθε ημέρα δηλ. αντιστοιχούσε σε ένα μήνα. Πίστευαν πως οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης μέρας των μηναλλαγιών, θα ίσχυαν και κατά τον αντίστοιχο μήνα.
Για να ενισχύσουν τις παρατηρήσεις τους, πριν ή και κατά τις μέρες των μηναλλαγιών, πραγματοποιούσαν και ορισμένες άλλες παράλληλες ενέργειες.
Τοποθετούσαν για παράδειγμα, συκόφυλλα έξω στο ύπαιθρο ή πάνω στο δώμα και σε κάθε φύλλο έβαζαν λίγο αλάτι. Αυτό γινόταν το βράδυ της 19ης προς την 20η μέρα του Ιούλη. -Μερικοί «παρατηρητές» αυτή τη δουλειά την έκαναν τις μέρες των μηναλλαγιών. Κάθε φύλλο αντιστοιχούσε και σ' ένα μήνα. Την άλλη μέρα πρωί πρωί έπαιρναν τα φύλλα και τα μελετούσαν. Σε όποια φύλλα το αλάτι είχε διαλυθεί, πίστευαν πως οι αντίστοιχοι μήνες θα ήταν βροχεροί...
Άλλοι πάλιν παρατηρητές, αντί για συκόφυλλα, έβαζαν σιτάρι, αφού πρώτα το ζύγιζαν. Το επόμενο πρωί, αν έβρισκαν το σιτάρι βαρύτερο απ' ό,τι το είχαν αφήσει, ήταν γι’ αυτούς καλό σημάδι αφού όπως πίστευαν, η χρονιά θα ήταν καρπερή. Όσο βαρύτερο ήταν το σιτάρι, τόσο πιο έφορος θα ήταν ο νέος χρόνος.
Τα σύννεφα και ο κινήσεις τους στο ουρανό, ήταν για τους παλιούς, ένα ακόμη κριτήριο για συμπεράσματα που οδηγούσαν στην πρόγνωση του καιρού.
Πίστευαν πως όταν τα σύννεφα διασταυρώνονταν μεταξύ τους, θα ακολουθούσε ανεμοστρόβιλος.
Όταν τα σύννεφα κινούνταν χαμηλά προς τη γη, έλεγαν πως αλώνιζαν ή έβοσκαν και περίμεναν βροχές που θα συνοδεύονταν κι από δυνατούς ανέμους, τις περισσότερες φορές.
Βεβαίως όλες τις παρατηρήσεις και προβλέψεις στις οποίες κατέληγαν, οι γεωργοί τις αντάλλαζαν μεταξύ τους, αφού εκτός των άλλων, αυτού του είδους συζητήσεις κυριαρχούσαν στις καθημερινές τους συναναστροφές και τα ενδιαφέροντα. Όσοι δε, επαληθεύονταν από τα γεγονότα που ακολουθούσαν, απολάμβαναν τον σεβασμό και την εκτίμηση όλων.
Θράκη
ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΑΕΧΩΝΑ ΚΑΙ ΤΗ ΜΙΚΡΟMANΑ
1. ΣΤΗΝ ΚΑΜΑΡΗ ΤΗΣ ΛΕΧΩΝΑΣ: Στην κάμαρη της λεχώνας δε μπάζουν τη νύχτα φως από έξω, ούτε βγάζουν από μέσα.
2. ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ: Ίσαμε που να σαραντίσει η λεχώνα δε βγαίνει έξω τα βράδια.
3. Η ΘΥΡΑ ΤΗΣ: Αν η θύρα στο δωμάτιο της λεχώνας, σφαλίσει το βράδυ, δεν την ξανανοίγουν ως το πρωί.
4. ΔΕ ΔΑΝΕΙΖΟΥΝ: Στο σπίτι που έχουν λεχώνα, σαράντα μέρες δε δανείζουν τίποτα ούτε δανείζονται.
5. Η ΛΕΧΩΝΑ: Τη λεχώνα δεν πρέπει να την αφήνουν μονάχη μέσα στο σπίτι.
6. Τ' ΑΕΡΙΚΑ: Η λεχώνα δεν πρέπει τις πρώτες μέρες να βγαίνει έξω, γιατί την κλώθουν τ' αερικά.
7. ΤΟ ΦΥΛΑΧΤΟ: Όταν γεννήσει μια γυναίκα, κρεμάνε σ' αυτήν και το παιδί της από μια γαλάζια χάντρα, μια κόκκινη κλωστή και μια σκελίδα σκόρδο για να μη βασκαίνονται.
8. Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ: Η λεχώνα δεν πρέπει να έχει στο δωμάτιο της καθρέφτη.
9. ΣΤΗΝ ΑΣΤΡΕΧΙΑ: Η μικρομάνα αν καθίσει το βράδυ στην αστρεχιά, την άλλη μέρα θ' αρρωστήσει το παιδί της.
10. ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ: Αν κάθεται η μάνα στο κατώφλι και ταΐζει το παιδί της, εκείνο θα βγάλει σπυριά.
ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
1. ΤΟ ΠΕΡΙΚΟΜΑ ΤΗΣ ΚΗΔΕΙΑΣ: Όταν περικόψει το δρόμο της κηδείας λαγός ή γάτα, σημαίνει πως μέσα σε λίγον καιρό θα ξαναγίνει κηδεία και τον πεθαμένο θ' ακολουθήσει ένας δεύτερος στην ύστερη του κατοικία.
2. ΤΟ ΛΑΛΗΜΑ ΤΗΣ ΟΡΝΙΘΑΣ: Το λάλημα της όρνιθας σαν του πετεινού, φέρνει γρουσουζιά. Κάτι κακό θα συμβεί στο σπίτι. Θα πεθάνει κάποιος. Γι' αυτό προλαβαίνουν και τη σφάζουν ή τις πιο πολλές φορές τη δωρίζουν στην εκκλησιά.
3. ΤΟ ΛΑΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ: Το λάλημα της κουκουβά¬γιας πάνω στα κεραμίδια των σπιτιών και στις καμινάδες, είναι κακό.
Κάποιος θα πεθάνει από το σπίτι που λαλάει η κουκουβάγια.
4. ΤΟ ΣΚΥΛΙ: Αν την ώρα που ψοφάει το σκυλί σέρνεται και κοιτάζει κατά το σπίτι, κάποιος θα πεθάνει μέσα σ' αυτό.
5. ΤΟ ΡΑΨΙΜΟ: Δε ράβουν με κοψίδια, γιατί αυτός που θα φορέσει ρούχο ραμμένο με κοψίδια, θά πνίγει.
6. Η ΚΑΡΥΔΙΑ: Όταν μια καρυδιά γίνει δέκα χρονών, αυτός που την φύτεψε πεθαίνει. Γι’ αυτό όταν είναι να φυτέψουν καρυδιά, βάζουν και τη φυτεύει ένας γέρος που η ζωή που του υπολείπεται είναι λίγη.
7. Ο ΣΙΜΙΤΣΗΣ (ΚΟΥΛΟΥΡΑΣ): Την ώρα που σηκώνουν λείψανο, αν ακουστεί να φωνάζει σιμιτσής να ξέρεις που σε λίγο κι άλλος θα πεθάνει.
8. Ο ΝΙΟΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ: Όταν σ' ένα σπίτι, την ώρα που πεθαίνει κάποιος γεννηθεί ένα παιδί, το παιδί αυτό δε θα ζήσει για πολύ.
10. ΔΕ ΓΥΑΛΙΖΟΝΤΑΙ: Τη Μεγάλη Παρασκευή δε γυαλίζονται στον καθρέφτη.
12. Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ: Όταν πεθάνει κανείς και τη μέρα που γίνεται η κηδεία του, οι άλλοι δεν πρέπει να γυαλίζονται. Γιατί αν καθρεφτιστούν, το βράδυ θα βλέπουν στον ύπνο τους τον πεθαμένο. Γι' αυτό γυρίζουν τον καθρέφτη ανάποδα, με το πρόσωπο στον τοίχο
12. ΤΟ ΠΕΡΙΚΟΜΑ: Δεν πρέπει να περικόψομε μια κηδεία που περνάει στο δρόμο, γιατί τη νύχτα θα δούμε στον ύπνο μας τον πεθαμένο.
13. ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΠΕΘΑΜΕΝΟΥ: Όταν περάσει κάποιος πάνω από πεθαμένο, κόβουν του πεθαμένου ένα δάχτυλο.
14. Όταν πεθάνει κάποιος, δεν πρέπει να τραγουδούν οι άλλοι.
15. ΤΟ ΝΕΡΟ: Όταν πεθάνει κάποιος και τον θάψουν, αυτοί που συνόδεψαν την κηδεία επιστρέφοντας από τα μνήματα, χύνουν το νερό από τις στάμνες και παίρνουν άλλο καινούργιο. Ακόμα, προτού μπουν στο σπίτι, πλένουν τα χέρια τους στην αυλή.
16. ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΙ ΠΕΘΑΜΕΝΟΙ: Όταν πεθάνει κάποιος στο χωριό, οι άλλοι δεν πρέπει να κάνουν δουλειά ή να χορεύουν, γιατί αν δουλέψουν τη νύχτα έρχονται οι πεθαμένοι και τους ρωτούν τι δουλειά κάνουν οι ζωντανοί.
17. Η ΓΑΤΑ: Άμα περάσει γάτα πάνω από πεθαμένο, του κόβουν το δάχτυλο.
18. ΔΕ ΦΡΟΚΑΛΝΟΥΝ: Τη μέρα που βρίσκεται πεθαμένος στο σπίτι δε φροκαλνούν.
19. ΒΡΥΚΟΛΑΚΙΑΖΕΙ: Όταν περάσει μπροστά από κηδεία γάτα, βρικολακιάζει ο πεθαμένος.
20. ΟΤΑΝ ΤΟΝ ΣΗΚΩΝΟΥΝ: Όταν σηκώνουν τον πεθαμένο να τον θάψουν, σπάζουν ένα πιάτο και βαρούν ένα καρφί στη γη.
21. ΔΑΝΕΙΚΟ ΒΕΛΟΝΙ: Όταν σας ζητούν δανεικό βελόνι, να το δίνετε στο χέρι και να μην το πετάτε από μακριά. Γιατί όταν το παιδί σας μεγαλώσει και γίνει ίσαμε την απόσταση που διέτρεξε το βελόνι από τη στιγμή που το πετάξατε και μετά μέχρι που να φτάσει στο χέρι του άλλου, θα πεθάνει.
22. ΝΤΥΧΤΟΠΑΤΗΜΑ: Όταν περάσει πεθαμένος δίπλα από μικρό παιδί που κοιμάται, το νυχτοπατάει. Το παιδί τότε αδυνατίζει μέρα με τη μέρα, μέχρι που στο τέλος πεθαίνει.
Ε. ΠΑ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ
1. ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΚΥΔΩΝΙΑ: Τη χρονιά που οι κυδωνιές κάνουν πολλά κυδώνια, θα έχουμε βαρύ και δύσκολο χειμώνα.
2. ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΦΕΓΓΑΡΙ: Αν με βροχή πιαστεί το καινούργιο φεγγάρι, με βροχή θα τελειώσει. Αν πάλι πιαστεί με ξηρασία, με ξηρασία θα τελειώσει.
3. ΟΙ ΦΟΥΣΚΕΣ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ: Όταν κατά τη διάρκεια βροχής οι χοντρές στάλες που πέφτουν πάνω στα βροχόνερα που καλύπτουν τους δρόμους και τις αυλές των σπιτιών σηκώνουν φουσκάλες, σημαίνει πως η βροχή θα συνεχιστεί για πολύ ώρα και θα 'ναι καταρρακτώδη.
4. ΘΑΧΟΥΜΕ ΒΡΟΧΗ: Όταν γύρω από το φεγγάρι σχηματίζεται αλώνι (ένας θαμπός κύκλος), θα έχουμε βροχή.
5. ΟΙ ΚΑΡΓΕΣ: Όταν οι κάργες πάνε κοπαδιαστές και γράφουν κύκλους στον ουρανό και φωνάζουν ανήσυχες, λες και τις χάλασαν τη φωλιά τους, ο καιρός θα χαλάσει.
6. ΘΑΧΟΥΜΕ ΒΡΟΧΕΣ: Τον Άι-Γιώργη ανήμερα, άμα τύχει και βρέχει, από κει και πέρα σαράντα μέρες συνέχεια θα 'χουμε βροχές.
7. ΟΤΑΝ ΛΑΛΟΥΝ Τ' ΑΡΝΙΘΙΑ: Όταν αργά τη νύχτα κράζουν τ' αρνίθια, θ' αλλάξει ο καιρός.
8. ΟΙ ΜΥΓΕΣ: Όταν οι μύγες τσιμπούν πολύ δυνατά, θα βρέξει.
9. Η ΖΕΣΤΗ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ: Όταν το καλοκαίρι κάνει πολύ ζέστη, το χειμώνα λένε θα κάνει πολύ κρύο.
ΣΤ. ΠΑ ΤΙΣ ΛΕΥΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΕΣ
1. ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ: Μαρή σεις, μην κάθεστε στον κατέφλιο (μπροστά στη θύρα του σπιτιού), συμβουλεύουν οι γερόντισσες τις λεύτερες κοπέλες. Θα έρχονται οι προξενητάδες και θα γυρνούνε πίσω.
2. ΟΙ ΣΥΜΠΕΘΕΡΟΙ: Όταν οι συμπέθεροι έρθουν να πάρουν τη νύφη από τα γονικά της, εκείνη ρίχνει στην αυλή νερό. Έτσι το ταξίδι της θα πάει καλά.
3. Τ' ΑΔΡΑΧΤΙ: Όταν πας στη γειτονιά, τ' αδράχτι σου φρόντισε να το έχεις αναπιασμένο, να έχει δηλαδή λίγη κλωστή τυλιγμένη πάνω του. Αλλιώτικα τον άντρα σου θα τον γυρίζεις γυμνό, τσιπλάκη.
4. ΤΙ ΑΝΤΡΑ ΘΑ ΠΑΡΕΙ: Η κόρη που βρέχει τα μανίκια της, θα πάρει άντρα σαρχόζη (μεθύστακα).
5. ΟΙ ΑΚΡΟΝΥΧΙΔΕΣ: Η κόρη που έχει μεγάλες ακρονυχίδες θα πάρει άντρα τσομπάνη.
6. ΤΟ ΣΤΑΥΡΩΜΑ ΤΩΝ ΧΕΡΙΩΝ: Όταν στο χαιρέτισμα τύχει να σταυρωθούν τα χέρια τεσσάρων ανθρώπων, θα γίνουν αρραβωνιάσματα.
7. ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΑΙ ΧΩΜΑ: Αν τύχει και δούμε το καινούργιο φεγγάρι στον ουρανό, αμέσως σκύβουμε καταγής, αρπάζουμε μια χούφτα χώμα, το φυλάγουμε καλά και όταν πάμε να κοιμηθούμε, το βάζουμε κάτω από το προσκέφαλο μας. Σε λίγο, μόλις μας πάρει ο ύπνος, θα δούμε στ' όνειρο μας το πρόσωπο που αγαπάμε.
8. ΤΟ ΤΣΙΚΝΩΜΑ ΤΟΥ ΦΑΓΗΤΟΥ: Όταν το φαγητό ή το γάλα που βράζεις στη φωτιά, πιάσει από κάτω (καεί) κι είσαι λεύτερη, λένε ότι στη χαρά σου θα βρέχει.
9. ΜΑΧΑΙΡΙ: Η γυναίκα που κρατάει στο χέρι της μαχαίρι, θα πάρει άντρα μαχαιροβγάλτη.
10. ΤΟΝ ΑΠΟ ΦΑΝΟΥΡΙΟ: Τη μέρα τούτη από βραδύς, κοσκινίζουν στάχτη πιο' από την πόρτα και το πρωί μόλις ξυπνήσουν, πάνε και βλέπουν αυτό που σχηματίστηκε πάνω στη στάχτη. Αν αυτό που δείχνει η στάχτη είναι μολύβι, αυτός που θα πάρει η κοπέλα θα 'ναι γραμματικός, αν είναι ζυγός, θα 'ναι γεωργός.
11. Η ΦΑΝΟΥΡΟΠΙΤΑ: Τον άγιο Φανούριο στα σπίτια που έχουν ανύπαντρες κοπέλες, κάμνουν μια πίτα που την ονομάζουν φανουρόπιτα και την πάνε στην εκκλησιά να διαβαστεί. Μετά τη φέρνουν στο σπίτι διαβασμένη και τη μοιράζουν στις κοπέλες που είναι μαζεμένες εκεί.
Την πρώτη μπουκιά από την πίτα που πάνε να βάλουν στο στόμα τους, την κρατάνε και τη βάζουν κάτω από το προσκέφαλο τους. Το βράδυ, θα δουν στ' όνειρο τους αυτόν που θα πάρουν άντρα τους
12. ΤΟ ΜΠΟΥΚΑΛΙ ΤΗΣ ΝΟΥΝΑΣ: Το μπουκάλι της νουνάς με το κρασί στα στεφανώματα, προσέχουν να μην το σπάσουν, γιατί φέρνει κατσιποδιά. Θα μαλώνει το αντρόγυνο σ' όλη του τη ζωή, αν σπάσει.
13. Η ΣΤΑΧΤΗ: Τη νύχτα δεν πρέπει να χωρίζετε τη στάχτη από τα κάρβουνα, γιατί υπάρχει κίνδυνος να χωρίσετε αν είστε παντρεμένες.
14. Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ: Όταν μια γυναίκα έχει μικρό παιδί και μέσα στο δωμάτιο που κοιμάται το παιδί υπάρχει καθρέφτης, τον σκεπάζουν μ' ένα πανί.
«Ένα κομμάτι γης φιλόξενο»
Η διατροφή στη Θράκη, όπως και σ' όλες τις αγροτικές κοινωνίες, βασίζεται στην παραγωγή της γης και σχετίζεται με όλες τις οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες του ανθρώπου.
Η αγροτική ζωή, άμεσα συνδεδεμένη, με τη γη ακολουθούσε τον αέναο κύκλο των εποχών. Ανάμεσα στη σπορά και στη συγκομιδή του καρπού οι γεωργοί ταξινόμησαν το δικό τους χρόνο με γιορταστικούς σταθμούς, όπου η φθινοπωρινή και η εαρινή ισημερία σηματοδοτούσαν την αρχή. και το τέλος των εορτών, αφού ό,τι γεννιέται την άνοιξη πεθαίνει το καλοκαίρι.
Το σιτάρι, το κρασί, το λάδι, οι καρποί, πρωτογενή υλικά της γης, πήραν όλο το βάρος του συμβολισμού σε τελετουργικές προσφορές, στις καίριες στιγμές της καλλιέργειας της γης, από τη σπορά ως τη συγκομιδή του καρπού, αλλά και στα διαβατήρια έθιμα του κύκλου της ζωής γέννηση - γάμο - θάνατο. Πολλές συνήθειες αρχέγονες πέρασαν στη Χριστιανική θρησκεία και σώθηκαν στη λατρεία των αγίων, ζητώντας θεϊκή προστασία, μπρος στο φόβο και στην αγωνία του ανθρώπου για την καρποφορία της γης από την οποία ήταν εξαρτημένη η επιβίωση του.
Ο κύκλος της καλλιέργειας της γης, που ξεκινάει το φθινόπωρο με τη σπορά, αρχίζει με την προσφορά των πρώτων καρπών της γης. Σε πολλά χωριά του Έβρου, συνηθίζουν την ημέρα της Μεταμορφώσεως, 6 Αυγούστου, τα πρώτα σταφύλια, να γίνονται προσφορά από τις γυναίκες στην ανιδιοτέλεια της φύσης, στην εκκλησιά, στο θεό. Παλιά συνήθιζαν το πρώτο αλεύρι της χρονιάς να το κάνουν τζιτζιροκούλουρο ή να το κάνουν κουλούρες που έπρεπε να τις μοιράζουν ή έριχναν κομμάτι από το πρώτο ψωμί σε πηγάδι για να μην τελειώσει το αλεύρι, όπως δεν στερεύει το νερό.
«Σταυρού δεκατέσσερις - σταύρωνε κι σπέρνε» ή "ήρθε Σταυρός σταύρωνε και σπέρνε», σταύρωναν τη γη κι άρχιζαν τη σπορά. Πρώτα πήγαιναν λίγο σπόρο, τον διάβαζε ο παπάς, τον περνούσαν από ένα δαχτυλίδι, τον ανακάτευαν με τον υπόλοιπο σπόρο και μετά τον έριχναν στο χωράφι. Έβαζαν στο σακί ένα ρόδι - για το καλό - ή το έσπαγαν στο ζυγό για να σκορπιστούν οι σπόροι στο χωράφι. Παρατηρούσαν το φεγγάρι, που έπρεπε να είναι γιομάτο και ο νοικοκύρης χορτάτος. Δεν έπρεπε να βγει, εκείνη τη μέρα, από το σπίτι, κανένα από τα ζωτικά στοιχεία του αγροτικού νοικοκυριού αλάτι, φωτιά, ζυμάρι, για ν' αποφύγουν κακά συναπαντήματα και' έκαναν όλα όσα θα μπορούσαν να προδικάσουν μια καλή παραγωγή. Οι γυναίκες με το «σποριασμένο βασιλικό» της εκκλησιάς την ημέρα αυτή ανάπιαναν προζύμι.
Στις 8 Νοεμβρίου, οι γυναίκες ετοιμάζουν το "τραπέζι του Αϊ-Στράτη". Βάζουν στο σιδιροσίνι, στεγνωμένο σιτάρι σαν βάση και με σπόρους και ζάχαρη φιλοτεχνούν την εικόνα του Αγίου, για να γίνουν κοινωνοί της χάρης του, όταν μετά το "διάβασμα" του παπά θα μοιραστεί σ' όλους τους χωριανούς. Στις 30 Νοεμβρίου, όταν ανδριεύει το κρύο, έριχναν σπόρους στο τζάκι για ν' ανδριώσουν τα σπαρτά.
Της Αγίας Βαρβάρας, 4 Δεκεμβρίου, ετοίμαζαν από την προηγούμενη μέρα τη βάρβαρα. Έβραζαν καλαμπόκια, ρεβίθια και κουκιά. Έπαιρναν το χυλό και τον έβραζαν με σιτάρι, σταφίδες, σύκα, σουσάμι καβουρντισμένο, ζάχαρη και κανέλα και το μοίραζαν σε τρία τουλάχιστον σπίτια.
Στις 18 Δεκεμβρίου, του Αγίου Μόδεστου, προστάτη των ζώων, δεν έζευαν τα ζώα. Τιμούσαν τα ζώα, γιατί έτσι τιμούσαν το μόχθο τους, αφού και αυτά ήταν συνεργάτες τους. Έκαναν ειδικό άρτο στολισμένο με ζυγούς και στάχυα. Μετά το διάβασμα έβαζαν τρία κεριά στο ζυγό, τον έσπαγαν στα κέρατα των ζώων και το έριχναν στην τροφή τους. Σε άλλα χωριά κρατούσαν τον άρτο μέχρι τα Θεοφάνια, μετά τον ανακάτευαν με την τροφή των ζώων.
Οι τσομπάνηδες έκαναν ύψωμα (άρτο) σφραγισμένο με το φλόιστρο (σφραγίδα ξύλινη) και ζύμωναν τόσα ψωμιά όσα άλογα είχαν.
Όταν έφτανε το δωδεκάμερο στη Θράκη, με την έντονη θρησκευτικότητα και την πλούσια λατρευτική εθιμολογία, οι καρποί της γης αποκτούσαν συμβολικό χαρακτήρα, στα δρώμενα του δωδεκάμερου και μια ιερότητα στα τελετουργικά φαγητά των γιορτών. Παραμονή Χριστουγέννων βάζουν στο σοφρά «τα εννιά φαγητά» για τους εννιά μήνες που κυοφορούσε η Παναγιά και η ιερότητα του γεύματος ενισχυόταν, όταν ο αρχηγός της οικογένειας θυμιάτιζε τρεις φορές το τραπέζι με το υνί και έκοβε το ψωμί με το χέρι και όχι με το μαχαίρι (γιατί το σίδερο είναι φορέας του κακού).
Οι σαρμάδες με το λάχανο τουρσί, οι νηστίσιμες στριφτόπιτες, το σαραγλι' είναι τα σπάργανα του Χριστού. Τα χοιροσφάγια που γίνονται σ' όλα τα σπίτια, σε μια ατμόσφαιρα γλεντιού, βάζοντας βούλα από το αίμα του σφαγμένου ζώου, στο μέτωπο των παιδιών, μπορεί να ήταν η διατροφική πολυτέλεια του χειμώνα, «η μπουγάτσα» (ψωμί), όμως σίγουρα αποτελούσε το κυριότερο σύμβολο πάνω στο οποίο προβάλλονταν όλοι οι πόθοι των γεωργών.
Έκαναν Χριστόψωμα από καθάριο σιτάρι τα κεντούσαν με μασούρια, τα στόλιζαν με ζυγούς και θημωνιές, ζύμωναν κουλούρες χριστουγεννιάτικες με σταυρούς και μύγδαλα. Σε κάποια χωριά, την παραμονή των Χριστουγέννων, ζύμωναν την κουλούρα ανοιχτή από τη μια πλευρά, για να περάσει ο Χριστός και τη στόλιζαν με εφτά σταυρούς. Ενώ τα Φώτα ήταν κλειστή «για να κλείνουν τα στόματα του κόσμου». Ετοίμαζαν κουλίκια - κλουρίτσες - για τους καλαντιστές και τους έδιναν καρύδια, μύγδαλα, καλαμπόκια, καρπούς της φύσης που οι παιδικοί αγερμοί θα έκαναν το όνειρο της καλής σοδιάς πραγματικότητα. Το χαρακτηριστικό όμως παρασκεύασμα των ημερών στη Θράκη είναι η Πρωτοχρονιάτικη πίτα και όχι το τσουρέκι. Ετοίμαζαν στριφτή τυρόπιτα και έβαζαν σημάδια για την τύχη. Κέρμα - σίδερο - για τη γεροσύνη, άχυρο για τα γελάδια, κάρβουνο για τα βουβάλια, χάντρα για τ'άλογα, σκουπόχορτο για τα μελίσσια.
Πρώτη του Φλεβάρη, στη μνήμη του Αγίου Τρύφωνα, προστάτη των αμπελιών, κάνουν πίτα με φλουρί. Σ'όποιον τύχαινε, θα έπαιρνε το ρόλο του Τρύφωνα στο ομώνυμο δρώμενο.
Μετά τον εορταστικό κορεσμό των Χριστουγέννων ο χρόνος γλιστρά στις Απόκριες στο τέλος του χειμώνα και στην αρχή της άνοιξης. Σ' αυτήν την εποχιακά κρίσιμη περίοδο για την παραγωγή της γης, οι αγρότες, μέσα από διάφορες μαγικοθρησκευτικές ενέργειες και μιμοδραματικές παραστάσεις (Καλόγερος, Μπέης, Βασιλιάς) καλούσαν όλες τις υπερφυσικές δυνάμεις, επουράνιες και καταχθόνιες για να υποβοηθήσουν την γονιμότητα της γης. Τα τρία Σάββατα της Αποκριάς, Κρεατινής, Τυρινής, αλλά κυρίως το τρίτο των Αγίων Θεοδώρων (τα ψυχάτα) είναι αφιερωμένα στις ψυχές.
Με τα σ(ι)νιά (ξύλινο ταψί) γεμάτα σιτάρι σκεπασμένο με σουσάμι, ζάχαρη, μύγδαλα, κουφέτα και καβουρντισμένο αλεύρι, σκεπασμένα με τις δαντελένιες πετσέτες οι γυναίκες πηγαίνουν στην εκκλησιά και μοιράζουν κόλλυβα και κουλίκια για συχώριο. Σε κάποια χωριά πήγαιναν για διάβασμα και μοίραζαν μόνο καλαμποκόσπορο.
Τα πολυσπόρια στα Αποκριάτικα δρώμενα, οι νηστίσιμες στριφτόπιτες με τα πρωτόφυλλα και όλα τα χορταρικά που μόλις βγαίνουν από τη γη, οι χαλβάδες, οι αλαγγίτες με το σουσάμι και το μέλι χαρακτηρίζουν όλο το λιτοδίαιτο των αγροτών μετά την κρεατοφαγία της 1ης εβδομάδας του Τριωδίου. Τρεις εβδομάδες μέσα σ'ένα κλίμα χαράς και διασκέδασης , με μια αίσθηση ανατροπής των πάντων που υποκινεί την προσδοκώμενη ανατροπή της φύσης, πριν αρχίσει το μεγάλο σαραντάμερο της Πασχαλιάτικης νηστείας.
«Σαράντα φάει, σαράντα πιει, σαράντα δώσε την ψυχή» λένε οι γυναίκες την ημέρα της γιορτής του Αη Σαράντα και κάνουν σαράντα αλαγγίτες, ή μηλίνες ή γκιουζλεμέδες ή δίπλες τις οποίες μοιράζουν.
Ο εορταστικός κύκλος του Πάσχα, που ξεκινά με την απαισιοδοξία της εφήμερης ζωής, με τον αγέλαστο Λάζαρο, το ομώνυμο Σάββατο και συνεχίζει των Βαΐων, κορυφώνεται την ημέρα της Ανάστασης που συμπίπτει χρονικά με την αναγέννηση της φύσης. Στα έθιμα αυτών των ημερών, Λαζαρίνες - Βάγια - πρωτοστατούν γυναίκες -κορίτσια που ψάλλουν ανάλογους αγερμούς - μαζεύουν αυγά. Κατάλοιπο ίσως της αρχέγονης πεποίθησης που ήθελε τις γυναίκες ταυτισμένες με τη μάνα γη.
Σημαντική θέση στο πασχαλινό τραπέζι, εκτός από το σφαγμένο αρνί, που συνδέεται με τη θυσία της αθωότητας, «η θυσία του αμνού», κατέχει και το κόκκινο αυγό. Στο χρώμα της χαράς και της θυσίας στις συνήθειες του Εβρίτη αγρότη, η συμβολική του χρήση κρατά τον πυρήνα μιας αρχέγονης πίστης, ότι το αυγό είναι πηγή ζωής και ότι ο θάνατος κυοφορεί την ίδια τη ζωή. Την Τρίτη μέρα του Πάσχα πηγαίνουν στα μνήματα τσουρέκια και αυγά - κυρίως αυγά - και γινόταν μεγάλο πανηγύρι. Το Μεγαλοπεφτίσιο τ' αυγό που έκανε η μαύρη κότα το έβαζαν στο εικονοστάσι και μετά το έθαβαν στο χωράφι.
Έβαφαν τόσα αυγά, όσα άτομα ήταν στην οικογένεια και μαζί με το αυγό του εικονίσματος τα έδεναν σ' ένα μαντήλι, τα τοποθετούσαν κάτω από την Αγία Τράπεζα και τα έπαιρναν πριν το Χριστός Ανέστη. Σ' άλλα χωριά έβαφαν πρώτα 12 αυγά, γιατί 12 ήταν οι Απόστολοι, με άκριτο νερό (αμίλητο) και το Μ. Σάββατο έβαφαν τα υπόλοιπα. Κρατούσαν για ένα χρόνο και τα έριχναν στο ποτάμι ή τα έθαβαν στο χωράφι ή στη ρίζα των δέντρων που δεν κάρπιζαν, ή τα έριχναν στο δρόμο, όταν το καλοκαίρι έπεφτε χαλάζι.
Την Κυριακή της Πεντηκοστής κυριαρχούν οι προσφορές για τους νεκρούς. Βράζουν σιτάρι, κάνουν κόλλυβα και τα μοιράζουν πριν πάνε στα μνήματα. Σπάζουν τη μεγάλη κουλούρα, τη βουτούν στο κρασί και παίρνει ο καθένας από δυο κομμάτια. Ή όταν μετά την εκκλησία πάνε στα μνήματα, ρίχνουν κρασί στους τάφους και μοιράζουν τα κόλλυβα.
Πίστευαν πως με την Ανάσταση οι ψυχές είχαν ανέβει στη γη και εκείνη την ημέρα γυρνούσαν στον Άδη. Η αντίληψη αυτή φαίνεται ότι σώθηκε, στη συνήθεια που είχανε να πηγαίνουν στα σημάδια και με τη βοήθεια καθρέφτη κοιτούσαν τους πεθαμένους.
Στη μνήμη των Αγίων, που θεωρούνται προστάτες των αγροτών, την καθιερωμένη λειτουργία στην εκκλησία συνόδευε η θυσία ζώου (κουρμπάνι). Συνήθειες αρχέγονες που απέβλεπαν στην ευχαριστία και την επίκληση της θείας χάρης για την ευζωία και ευγονία γης και ανθρώπων.
26 Οκτωβρίου του Αγ. Δημητρίου, τη μέρα της ομώνυμης γιορτής του αγίου, τιμούσαν με το κουρμπάνι των πετεινών. Ήταν μέρα σημαντική για τους γεωργούς, όπου ρύθμιζαν τις μισθώσεις χωραφιών και κοπαδιών της νέας χρονιάς.
Επίσης στη μνήμη του Άγιου Αθανασίου, στις 18 του Γενάρη, γιορτή των κτηνοτρόφων, ή του Αγίου Χαραλάμπους ή του Αϊ-Γιώργη, του δρακοντοκτόνου Αϊ- Γιωργίτη οι τσομπάνηδες στα κονάκια έκαναν αρνίσιες σούβλες, γαλατόπιτες και γιαούρτι και φίλευαν φίλους και συγγενείς. Το κουρμπάνι, ζώο που θα θυσιαστεί, αγοράζεται με τη συνδρομή όλου του χωριού ή είναι προσφορά των χωριανών. Κάναμε μια γουβίτσα, τη θυμιάζαμε και το σφάζαμε.
Έπρεπε να στάξει όλο το αίμα στη γούβα. Πέρα από την ιερότητα που αποδίδεται στο σφάγιο με το καθορισμένο τελετουργικό που ακολουθεί κάθε "θυσία", συντελεί και στη σύσφιξη των σχέσεων της ομάδας.
Στα επικίνδυνα περάσματα της ζωής, τη Γέννηση, το Γάμο και το θάνατο, κάθε είδος σπόρου και το ψωμί έχουν μια συνεχή παρουσία. Η δύναμη των σπόρων, μαζί με τις ευχές, πίστευαν πως θα εξασφαλίσουν το επιθυμητό, θα προκαλούσαν το καλό ή θα ξόρκιζαν το κακό σ' αυτές τις μεγάλες στιγμές, όπου η μοίρα του ανθρώπου στοιχειώνεται ανάμεσα στη γέννηση και το θάνατο.
Την Τρίτη μέρα μετά τη γέννηση του μωρού έκαναν το ψωμί της Παναγιάς (μπουγάτσα λιψανάβατη) το σφράγιζαν, το θύμιαζαν, το έβαζαν πάνω στο κεφάλι, έκαναν τρεις ευχές και το έσπαγαν. Τα μπουγανίκια, ήταν γεύμα με πλιγούρι, στο οποίο συμμετείχαν όλες οι συγγένισσες γυναίκες που συμπαραστέκονταν, φρόντιζαν και προστάτευαν τη λεχώνα. Σκόρδα στις τζουροφλίγκες (φυλακτό), κρεμμύδια για τις λεχούσες, μπαμπακόσποροι (για να ασπρίσει και να γεράσει το νεογέννητο). Όλα ήταν δύναμη που έκρυβαν μέσα τους και θα μεταφερόταν στο νεογέννητο και τη λεχώνα.
Στο τελετουργικό του γάμου, χαρά, σύνορο που ξεκινούσε την πρώτη μέρα της εβδομάδας, που θα γινόταν ο γάμος, το αναπιάσιμο των προζυμιών, για το πρωτόψωμο ή μπουγάτσα του γάμου που γινόταν Τετάρτη ή Πέμπτη, ήταν μεγάλης σημασίας. Το ψωμί του γάμου, που είναι προϊόν μιας ορισμένης παραγωγικής διαδικασίας και η νύφη, η γυναίκα που μπαίνει με το γάμο στη διαδικασία της κυοφορίας, το ψωμί, βασικό στοιχείο της διατροφής, το θεμέλιο της ζωής, η τελετουργική παρασκευή του στα γαμήλια έθιμα το ιεροποιεί.
Το πρωτόψωμο, που κατέχει την πιο σημαντική θέση στα έθιμα του γάμου, ζυμώνεται με σταφίδες, από τρεις πρωτοστέφανες γυναίκες που έχουν μάνα και πατέρα, το στολίζουν μετρία κλαδιά βασιλικό που τον δένουν περιμετρικά με κόκκινη κλωστή, το πασπαλίζουν με ζάχαρη και το χορεύουν πριν πάνε τη νύφη στην εκκλησιά.
Το μήλο ή το ρόδι - σύμβολα γονιμικά- που πετάει η νύφη στην πόρτα ή στα κεραμίδια του καινούριου σπιτιού, η ζάχαρη, το βούτυρο ή το μέλι με το οποίο σταυρώνουν την είσοδο του σπιτιού, το ψωμί και το αλάτι που έπρεπε να φάνε οι νεόνυμφοι, όλα μέσα από το συμβολισμό τους εκφράζουν τις βαθύτερες ανάγκες για ευζωία και ευγονία του ζευγαριού και της ομάδας.
Ο σπόρος, το στάρι, το κρασί, το λάδι, τα πρωτογενή υλικά από τη μάνα γη συνδέονται με τα έθιμα του θανάτου. Η μακαριά, γεύμα που γίνεται μετά την κηδεία και παλιά γινόταν στο πάτωμα, δεν περιέχει ποτέ κρέας, το οποίο απαγορεύεται όλο το σαρανταήμερο, παρά μόνο σπόρους και καρπούς της γης (φασόλια - ελιές). Πάντα όλα ετοιμάζονται μέσα στο σπίτι του αποθανόντα για την ανάπαυση της ψυχής και όλη αυτή η τελετουργία για την προετοιμασία τροφών στο σπίτι του νεκρού από τους συγγενείς, βοηθάει στη συναισθηματική αποφόρτιση της έντασης του πένθους.
Στα χωριά της Θράκης, όπου οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες καθυστέρησαν την αστικοποίηση των κατοίκων, οι γυναίκες διατήρησαν ως ένα μεγάλο βαθμό την παραδοσιακή διατροφή τους. Γεγονός που σήμερα αποτελεί προνόμιο, αφού όλοι έχουμε υποχρεωθεί να τρεφόμαστε με τα ίδια βιομηχανοποιημένα προϊόντα.
Στην πατριαρχική αγροτική οικογένεια της Θράκης, η οποία αποτελείτο από τρεις ή περισσότερες γενιές, παππούδες, παντρεμένα αγόρια, που έμεναν και μετά το γάμο στο πατρικό σπίτι, και εγγόνια, την καθημερινή διατροφή καθόριζε η μητέρα - πεθερά.
Ο τύπος αυτός της οικογένειας κράτησε σχεδόν μέχρι το 1965-1970. Η εξωτερική και εσωτερική μετανάστευση, εκείνη την εποχή, δρομολόγησε πολλές οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Η ηλεκτροδότηση του Έβρου που έγινε αυτό το διάστημα, το συγκοινωνιακό δίκτυο που διευρύνθηκε, οι καλλιέργειες που αναπτύχθηκαν χάρη στα διάφορα αρδευτικά, αποστραγγιστικά έργα και οι αναδασμοί που έγιναν, ανέτρεψαν τις μέχρι τότε συνθήκες διαβίωσης. Οι ευκολίες στο αγροτικό νοικοκυριό ξεκούρασαν την αγρότισσα και τα έτοιμα διατροφικά προϊόντα μπήκαν στην καθημερινή ζωή.
Το ζύμωμα του ψωμιού, γίνεται πια σπάνια και η εικόνα του αυτοκινήτου στην πλατεία του χωριού που πουλάει έτοιμο ψωμί είναι καθημερινή. Στα παζάρια που γινόταν στα κεφαλοχώρια του Νομού, δεν μπορείς να βρεις το εξαιρετικό βουβαλίσιο και αγελαδινό βούτυρο, ούτε το φημισμένο ντόπιο κασέρι του Διδυμοτείχου, αφού η κτηνοτροφική οικονομία, που είχε παράδοση στη Θράκη, εγκαταλείφθηκε.
Παρ'όλα αυτά, οι βασικές διατροφικές συνήθειες διατηρήθηκαν μέχρι και σήμερα, γιατί η τροφή ήταν θέμα οικονομικό για το μικρό αγροτικό εισόδημα, αλλά και γιατί οι γεύσεις είναι συνδεδεμένες με τ' άτομα που παρασκευάζουν και συμμετέχουν στο γεύμα, τις γιορτές και τα πανηγύρια, αυτή τη μαγεία της ζωής στο χωριό.
Στον αγροτικό κόσμο η διατροφή, που στηρίζεται στην εμπειρική γνώση, μεταφέρεται από μάνα σε κόρη, είναι απλή και λιτοδίαιτη. Την καθημερινή λιτότητα και την αναγκαστική καθημερινή εγκράτεια τις ημέρες της νηστείας διέκοπτε η κρεατοφαγίο των Χριστουγέννων και του Πάσχα ή τα γιορταστικά φαγητά σε μέρες ονομαστικών εορτών, πανηγυριών και φιλοξενίας.
Τα καθημερινά πρωινά γεύματα αποτελούσαν τα διάφορα είδη χυλών. Το κατσαμάκι (χυλός που γινόταν από καλαμποκάλευρο), τα ρουσνιτσια ή τριφτάδια ή βρασνιτσια ή ψιρούκια αλλά και οι τσουρβάδες (σούπες) με πλιγούρι ή κουσκούσι, ήταν τα πιο συνηθισμένα. Μέσα στο αλεύρι έριχναν λίγο νερό, έτσι δημιουργούνταν μικροί σβόλοι που έτριβαν και τους έριχναν σε βραστό νερό. Πάνω από το χυλό έριχναν τσιγαρισμένο βούτυρο με κόκκινο πιπέρι ή και λίγο πράσο και τσιγαρίδες. Οι καυτεροί τραχανάδες, τα κρύα πρωινά του χειμώνα, όπως και το κουρκούτι ή κάοια (χυλός με αλεύρι και γάλα) που έτρωγαν συνήθως το καλοκαίρι, πολύ συχνά αποτελούσαν και το ολοκληρωμένο βραδινό γεύμα.
Στο μεσημεριανό γεύμα κυριαρχούσαν τα ζυμαρικά και τα όσπρια.
Στο χωράφι το γεύμα συνήθως περιελάμβανε σερμπέτια (γλυκός χυμός), ξινόγαλο και σκόρδα ή ξιδοπαπάρα ή ταρατόρ (λάδι - ξίδι -σκόρδο - αγγουράκι ψιλοκομμένο) το οποίο το έτρωγαν με το κουτάλι. Στην καλύτερη περίπτωση το γεύμα συμπλήρωνε το αυγό και ο καβουρμάς, και οπωσδήποτε παστό ψάρι. Η πιπιρίτσα ή τσουμπρίτσα είναι ένα μείγμα αλεσμένων σπόρων από κολοκύθι - καλαμπόκι -ρεβίθια ανακατεμένο με τριμμένη κόκκινη πιπεριά γλυκιά και καυτερή, αλάτι και ρίγανη που την έριχναν επάνω σε καψαλισμένο ψωμί και λίγο βρεγμένο. Αυτό το πρόχειρο και εύγεστο παρασκεύασμα, όπως και η φέτα ψωμιού αλειμμένη με λίγδα ή βούτυρο αλατισμένο, ήταν η γρήγορη λύση για ώρες πείνας.
Τα ζυμαρικά, τα τουρσί και το χοιρινό αποτελούσαν την τριλογία της θρακιώτικης κουζίνας. Η προμήθεια, η παρασκευή και η συντήρηση τους στις κατάλληλες εποχές ήταν η κυριότερη φροντίδα των γυναικών, για να εξασφαλίσουν την αυτάρκεια της οικογένειας.
Αυτό που είναι αξιοθαύμαστο σ'αυτές τις απλές γυναίκες είναι η οικονομία των υλικών, ο σεβασμός του μόχθου, της φύσης. Τίποτε δεν πήγαινε χαμένο, ακόμη και με το περίσσευμα της προηγούμενης ημέρας δημιουργούσε νέα πιάτα χορταστικά - γευστικά, όπου η ευρηματικότητα, η φαντασία και η φροντίδα τους τα έκανε μοναδικά.
Μετά το θέρο ετοίμαζαν τα ζυμαρικά. Άλεθαν το σιτάρι, έβγαζαν το πλιγούρι. Το χειρομίλιαζαν 4-5 φορές, όταν το ήθελαν πολύ ψιλό για να κάνουν το κουσκούσι (σήμερα βάζουν σιμιγδάλι). Με το πλιγούρι μαγείρευαν το κοτόπουλο, το ψάρι, έκαναν πίτα, σούπα. Οι γιοφκάδες ή πέτουρα (χυλοπίτες), μακαρόνες, το κουσκούς και οι περίφημοι καυτεροί τραχανάδες που ζύμωναν με διάφορα λαχανικά, γίνονταν σε μεγάλες ποσότητες και αποθηκεύονταν σε υφαντά βαμβακερά σακούλια και μοσχομύριζαν. Από το σιτάρι που χειρομίλιαζαν έβγαζαν το πλιγούρι που το χρησιμοποιούσαν αντί για ρύζι.
Το αλεύρι αποτελούσε, πέρα από το ζύμωμα του ψωμιού, την πρώτη ύλη για διάφορα πρόχειρα παρασκευάσματα που γέμιζαν το στομάχι και θεράπευαν την πείνα. Χαρακτηριστικές οι λαλαγγίτες (κρέπες), χυλός ο οποίος ψηνόταν στο σάτσ(ι) (ειδική πέτρα στρόγγυλη). Σήμερα ψήνονται στο τηγάνι. Ζεστές τις άλειφαν με αλατισμένο βούτυρο ή λίγδα ή τις έτρωγαν με λίγο τυρί. Με μέλι και σουσάμι αποτελούσαν την καλύτερη λιχουδιά. Επίσης αντικαθιστούσαν το ψωμί όταν μαγείρευαν κοτόπουλο με κρεμμύδια ή έκαναν τους ακα-τμάδες. Οι πλίνες ή μιλινούδες ή γκιουζλεμέδες (είδος πίτας) αποτελούσαν επίσης τη γρήγορη λύση για ένα πρόχειρο γεύμα. Έκαναν ένα φύλλο πίτας το έβαζαν στο σάτσ(ι) το άλειφαν με βούτυρο, δίπλωναν τις άκρες και έριχναν επάνω λίγο τυρί με αυγό και ψήνονταν.
Οι πίτες οι απλωτές ή στριφτές σαν κοχλίες, σε μικρά ή μεγάλα ταψιά, πλούσιες και θρεπτικές με τους διάφορους συνδυασμούς των υλικών, που δημιουργούν απρόσμενες γεύσεις, υπόσχονταν οποιαδήποτε ώρα τη λύση για ένα πλήρες γεύμα. Πρασόπιτες, κρεμμυδόπιτες με ξερά ή φρέσκα κρεμμυδόφυλλα, με λάχανο ωμό ή τουρσί, με σπανάκι ή με τσουκνίδες, με ραδίκια, κορυφές από γαλατσίδες, ψαρουβάκια (μελισσοβότανο), παπαρούνες ή λάπατα, ανακατεμένα συχνά με πλιγούρι ή τυρί, κολοκυθόπιτες, τυρόπιτες, γαλατόπιτες, χαζουρόπιτες (μετυρίτελεμέ), πλιγουρόπιτες γλυκές ή αλμυρές και σουσαμόπιτες γίνονται με απίστευτη ευκολία και φαντασία.
Τ' αγριόχορτα για τις πίτες του χειμώνα τα μάζευαν στο τέλος του καλοκαιριού και αποξηραμένα τα φύλαγαν στην αποθήκη του σπιτιού. Τα φρέσκα αγριόχορτα, άνοιξη και φθινόπωρο, τα χρησιμοποιούσαν μετά από το βρασμό τους για σαλάτα ή τα μαγείρευαν όπως τις τσουκνίδες (τις κορυφές) με κρέας και τις παπαρούνες με τα φασόλια. Με τα μεγαλύτερα φύλλα από τα λαπατάκια ή μπλοστούρια, έκαναν τις κούκλες ή το χαρμπιτζέ, όπως το έλεγαν. Έπλεναν δηλαδή τα φύλλα και τα πασπάλιζαν με πιρπιρίτσα. Τα τύλιγαν ρολό, τα έδεναν με κλωστή και τα έψηναν στη χόβολη. Τις κορυφές τις μαγείρευαν με πλιγούρι. Τα κοτσάνια τα έκαναν τσουρβά (σούπα). Ο πρασοτσουρβάς (πρασόσουπα), η σπανακόσουπα (μετά κοτσάνια των φύλλων), η κοτόσουπα, η κολοκυθόσουπα μετά κορόμηλα ή σούπα με κουσκούσι, το πλιγούρι ήταν συνηθισμένο πρωινό ή βραδινό γεύμα. Στις σούπες πάντα έβαζαν αλεύρι διαλυμένο στο νερό και λίγο ξίδι για να χυλώσουν.
Το φθινόπωρο, που το μάζεμα της σοδειάς είχε τελειώσει και ο καιρός βοηθούσε για τη συντήρηση των τροφών, γίνονταν οι περισσότερες προμήθειες του αγροτικού νοικοκυριού. Έκαναν τις λιαστές ντομάτες. Τις έκοβαν σε χοντρές φέτες και με αλάτι στέγνωναν στον ήλιο. Μετά τις τοποθετούσαν στα γκουντούλια (πήλινα δοχεία) με λάδι και ρίγανη για να νοστιμίζουν τα γιαχνί φαγητά του χειμώνα. Τις νηστίσιμες μέρες του δεκαπενταύγουστου μάζευαν τη μυζήθρα και τη στέγνωναν στα κεραμίδια του σπιτιού. Μπάλες-μπάλες έκαναν το κισίκ το οποίο έλιωναν σε χλιαρό νερό, όταν ήθελαν να το χρησιμοποιήσουν στις πίτες ή τα φαγητά. Έβγαζαν το σαμόλαδο (λάδι από σουσάμι) στους γιαχανάδες και κρατούσαν μια ποσότητα να το έχουν για τους τραχανάδες, τη βάρβαρα, τις σουσαμόπιτες και για κάθε είδους γλυκά παρασκευάσματα.
Η λαχανιά (τουρσί) ή αρμιά (τουρσί) υπήρχε σε κάθε γεύμα στη Θράκη με το βαρύ χειμώνα και πολλοί ήταν αυτοί που συνήθιζαν να πίνουν και το τουρσοζούμι. Η λαζάνια μόνη της με λάδι και κόκκινη πιπεριά, ή μαγειρεμένη με κοτόπουλο ή με χοιρινό ή με φασόλια είτε σαν ντολμάδες με το πλιγούρι ή τουρσί χάριζε στο φαγητό μια αξέχαστη γλυκιά υπόξινη γεύση. Η κάθε οικογένεια έφτανε να κάνει μέχρι εκατό κιλά αρμνιά (τουρσί) και έριχναν πάντα μέσα ρεβίθια, και σινάπι για να μη μαυρίζει η τουρσί. Βάζανε μικρές πράσινες ντομάτες, μικρά πεπόνια, πιπεριές καυτερές και γλυκές, και κυρίως λάχανο και αγγουράκια. Τις καυτερές πιπεριές τις χρησιμοποιούσαν στο τυρί με μπούκοβο. Τουρσί ακόμη έκαναν τους γκλότζιανους (βολβούς) μαζί με λάχανο και σέλινο. Με τους μικρούς δε έκαναν την κουτσαρμιά. Έπαιρναν τους κονδύλους, τους έπλεναν και τους έβαζαν στην άρμη. Η σταφλαρμιά σίγουρα αποτελούσε την ξεχωριστή γεύση της Θράκης. Καθάριζαν τα σταφύλια, τα έπλεναν, τα στέγνωναν και τα τοποθετούσαν σε πήλινα, βάζοντας με τη σειρά, σταφύλια - σινάπι- σταφύλια κ.ο.κ. Το πήλινο το γέμιζαν με το μούστο της δεύτερης ημέρας αφού πρώτα τον περνούσαν από τη θολόσταχτη ή το ασπρόχωμα. Για ένα τενεκέ μούστο χρειαζόταν δυο χούφτες ασπρόχωμα. Τον άνοιγαν μετά από δυο μήνες και κρατούσε ένα χρόνο.
Το χοιροσφάγιο, παραμονές Χριστουγέννων στη Θράκη, που έφτανε μέχρι εκατόν πενήντα κιλά, ήταν το κρέας της χρονιάς. Κάθε τμήμα του σφαγμένου ζώου το αξιοποιούσαν στο έπακρο. Με το δέρμα έκαναν τα γρουνοτσάρουχα, τις τρίχες της ουράς τις πουλούσαν για την κατασκευή βούρτσας, ενώ με το κρέας και το λίπος παρασκεύαζαν διάφορες τροφές που συντηρούσαν στα νταγάρια (πήλινα δοχεία) και συνόδευαν τα ταπεινά καθημερινά γεύματα στο σπίτι ή στο χωράφι μέχρι και το καλοκαίρι.
Με τα ψαχνάδια από το κεφάλι έκαναν λαχανοντολμάδες και το υπόλοιπο γινόταν πατσάς για την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα. Με το κρέας της κοιλιάς έκαναν την πασιορτή ενώ με τα ψαρονέφρια, που είχαν περισσότερο κρέας, έκαναν τον καβουρμά, από τις πιο γνωστές λιχουδιές της Θράκης.
Το λίπος ή λαρδι, πάχους τρία - τέσσερα δάχτυλα, τεμαχιζόταν. Ένα μέρος από αυτό, το έκαναν παστό και το διατηρούσαν μέσα σε χοντρό αλάτι, ενώ το υπόλοιπο το έβραζαν και έβγαζαν τη λίγδα (βούτυρο), μέσα στην οποία συντηρούσαν όλα τα χοιρινά κρέατα και τα προτηγανισμένα λουκάνικα. Τα ωμά λουκάνικα τ' άφηναν να στραγγίσουν και μετά τα κάλυπταν, ένα, ένα, με κοσκινισμένη στάχτη. Τα πλευρά, τα έβαζαν πρώτα οχτώ ημέρες σε χοντρό αλάτι, στη συνέχεια τα έβραζαν και μετά τα τοποθετούσαν στο πήλινο. Τα λίπη με τα υπολείμματα κρέατος, τα καβούρντιζαν πολύ και κρατούσαν τις τσιγαρίδες. Τα κόκαλα, με τα ίχνη κρέατος που είχαν, τα μαγείρευαν με φασόλια, λάχανο τουρσί, ενώ με το έντερο έκαναν την πατροπαράδοτη μπάμπω.
Σε αντίθεση με το χοιρινό που συντηρείται όλο, το Πασχαλινό αρνάκι ή κατσικάκι καταναλώνεται αμέσως. Τα γιουβέτσια, τα ταψούδια που ψήνονταν στους φούρνους με το πασχαλινό κρέας μαζί με το πλιγούρι, το δυόσμο, τον άνηθο και τα κρεμμυδάκια, οι σαρμάδες και η βραστή γίδα που μετά το βρασμό τυλίγεται στα φύλλα της κουκουδιάς (αρωματικός θάμνος), το ψημένο αρνί με γιαούρτι και αυγό αποτελούσαν τα πιο εύγεστα φαγητά της Πασχαλιάς στη Θράκη.
Το κοτόπουλο, ήταν το αμέσως πιο προσιτό κρέας για τους αγρότες. Σούπα ή με κρεμμύδια και σάλτσα, με πλιγούρι ή με λαχανιά, με κουσκούσι ή με τραχανά, με λαχανοντολμάδες ή ακατμάδες, που συνοδευόταν απαραίτητα από μια πίτα αποτελούσε το πλούσιο γεύμα με το οποίο τιμούν οι Έβρίτες το φιλοξενούμενο τους.
Τα γλυκά πρέπει να ξεκίνησαν από τις γλυκές γεύσεις των φρούτων. Τα δαμάσκηνα, τα νεράντζια, τα γκόρτσα, τ' αρμούτια (αχλάδια), τα μήλα, τα κυδώνια, τα κράνα, τα πραούστια, που είναι στον Έβρο άφθονα, η φροντίδα και η τέχνη των γυναικών τα μετέτρεπε σε απόλαυση που σου έφτιαχνε τη διάθεση.
Τέλος του καλοκαιριού μάζευαν τα φρούτα, τα καθάριζαν, τα έκοβαν και τα ζεματούσαν με το καλάθι στη θολόσταχτη για να μη σκουληκιάζουν. Οι διάφοροι συνδυασμοί φρούτων έδιναν στις κομπόστες παράξενες λεπτές γεύσεις, όπως π.χ στην κομπόστα με τ'αχλάδια έβαζαν πάντα κύβους από κολοκύθια και κορόμηλα ή κράνα.
Με τα καρύδια, τα μούρα, τα κράνα, και τα βύσσινα κάνουν ποτά. Τα κράνα και τα δαμάσκηνα, που τα κρατούσαν σε βάζα με νερό, μετά τρεις μήνες τα αραίωναν με νερό και έκαναν δροσιστικό αναψυκτικό. Τα βερίκοκα τα έβραζαν, έβγαζαν τα κουκούτσια, τα στράγγιζαν κι έπειτα τα ζύμωναν σαν πίτα κι έκαναν το πιστίλι.
Το κυδώνι, το πραούστι και το καρπούζι γινόταν γλυκό του κουταλιού. Οι πιο επιδέξιες νοικοκυρές έκαναν το κολοκύθι αρίδα, αυτή την κεχριμπσρένια γευστική πολυτέλεια της Θράκης. 'Όταν φούντωνε η άνοιξη, μάζευαν τα αγριόσυκα και τα ροδοπέτσλα από τα τριαντάφυλλα για τα γλυκά του κουταλιού.
Τα πιο γνωστά, όμως, γλυκά στη Θράκη και τον Έβρο είναι τα πετιμέζια και τα ριτσέλια, τα οποία ετοίμαζαν οι γυναίκες μέσα σε μια ατμόσφαιρα γιορτής τον καιρό του τρύγου. Τα περίφημα πετιμέζια (φυσικό σιρόπι) γινόταν με το μούστο ή με χυμό κολοκύθας ή από το ζαχαροκάλαμο και το χρησιμοποιούσαν ως γλυκαντική ουσία σε διάφορα παρασκευάσματα. Το μούστο τον περνούσαν για δώδεκα ώρες από το ασπρόχωμα ή τη θολόσταχτη, τον στράγγιζαν, τον έβραζαν, κι έκαναν το πετιμέζι από σταφύλι. Για πετιμέζι από κολοκύθι ξεφλούδιζαν τα κίτρινα κολοκύθια, τα έβραζαν και τα στράγγιζαν στην τσαντίλα για τρεις ώρες. Στη συνέχεια έβραζαν το ζουμί για δυο ώρες περίπου, έως ότου δέσει. Ο τρόπος που έκαναν τα ριτσέλια ήταν απλός αλλά κοπιαστικός και η επιτυχία τους εξαρτιόταν από την επιδεξιότητα της νοικοκυράς. Έκοβαν κομμάτια στενόμακρα συνήθως από κολοκύθα ή καρπούζι και τα έβαζαν στο ασβεστόνερο για ένα εικοσιτετράωρο. Στη συνέχεια, τα ξέπλεναν και τα έριχναν στο οταφυλόζωμο. Τα έβραζαν για δυο με τρεις ώρες έκαναν τα ριτσέλια και τα κρατούσαν ως τις γιορτές του Πάσχα για κέρασμα.
Στα γλυκά συγκαταλέγονται οι χαλβάδες και οι γλυκές πίτες. Οι σουσαμόπιτες, πλιγουρόπιτες, ριζόπιτες, αλλά και χαζουρλόπιτες (με τυρί τελεμέ) που παρασκευάζονται με τα ανάλογα υλικά και σιροπιάζονται, είναι από τις πιο διαδεδομένες πίτες στον Έβρο. Οι χαλβάδες γίνονται με αλεύρι, σουσάμι, πετιμέζι, και με τυρί τελεμέ (κουσμιρί) είναι νηστίσιμοι ή αρτύσιμοι ανάλογα με το τυπικό της εκκλησίας που καθορίζει το είδος της τροφής.
Αγγέλα Γιαννακίδου
ΓΙΑ ΤΗ ΑΕΧΩΝΑ ΚΑΙ ΤΗ ΜΙΚΡΟMANΑ
1. ΣΤΗΝ ΚΑΜΑΡΗ ΤΗΣ ΛΕΧΩΝΑΣ: Στην κάμαρη της λεχώνας δε μπάζουν τη νύχτα φως από έξω, ούτε βγάζουν από μέσα.
2. ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ: Ίσαμε που να σαραντίσει η λεχώνα δε βγαίνει έξω τα βράδια.
3. Η ΘΥΡΑ ΤΗΣ: Αν η θύρα στο δωμάτιο της λεχώνας, σφαλίσει το βράδυ, δεν την ξανανοίγουν ως το πρωί.
4. ΔΕ ΔΑΝΕΙΖΟΥΝ: Στο σπίτι που έχουν λεχώνα, σαράντα μέρες δε δανείζουν τίποτα ούτε δανείζονται.
5. Η ΛΕΧΩΝΑ: Τη λεχώνα δεν πρέπει να την αφήνουν μονάχη μέσα στο σπίτι.
6. Τ' ΑΕΡΙΚΑ: Η λεχώνα δεν πρέπει τις πρώτες μέρες να βγαίνει έξω, γιατί την κλώθουν τ' αερικά.
7. ΤΟ ΦΥΛΑΧΤΟ: Όταν γεννήσει μια γυναίκα, κρεμάνε σ' αυτήν και το παιδί της από μια γαλάζια χάντρα, μια κόκκινη κλωστή και μια σκελίδα σκόρδο για να μη βασκαίνονται.
8. Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ: Η λεχώνα δεν πρέπει να έχει στο δωμάτιο της καθρέφτη.
9. ΣΤΗΝ ΑΣΤΡΕΧΙΑ: Η μικρομάνα αν καθίσει το βράδυ στην αστρεχιά, την άλλη μέρα θ' αρρωστήσει το παιδί της.
10. ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ: Αν κάθεται η μάνα στο κατώφλι και ταΐζει το παιδί της, εκείνο θα βγάλει σπυριά.
ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
1. ΤΟ ΠΕΡΙΚΟΜΑ ΤΗΣ ΚΗΔΕΙΑΣ: Όταν περικόψει το δρόμο της κηδείας λαγός ή γάτα, σημαίνει πως μέσα σε λίγον καιρό θα ξαναγίνει κηδεία και τον πεθαμένο θ' ακολουθήσει ένας δεύτερος στην ύστερη του κατοικία.
2. ΤΟ ΛΑΛΗΜΑ ΤΗΣ ΟΡΝΙΘΑΣ: Το λάλημα της όρνιθας σαν του πετεινού, φέρνει γρουσουζιά. Κάτι κακό θα συμβεί στο σπίτι. Θα πεθάνει κάποιος. Γι' αυτό προλαβαίνουν και τη σφάζουν ή τις πιο πολλές φορές τη δωρίζουν στην εκκλησιά.
3. ΤΟ ΛΑΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ: Το λάλημα της κουκουβά¬γιας πάνω στα κεραμίδια των σπιτιών και στις καμινάδες, είναι κακό.
Κάποιος θα πεθάνει από το σπίτι που λαλάει η κουκουβάγια.
4. ΤΟ ΣΚΥΛΙ: Αν την ώρα που ψοφάει το σκυλί σέρνεται και κοιτάζει κατά το σπίτι, κάποιος θα πεθάνει μέσα σ' αυτό.
5. ΤΟ ΡΑΨΙΜΟ: Δε ράβουν με κοψίδια, γιατί αυτός που θα φορέσει ρούχο ραμμένο με κοψίδια, θά πνίγει.
6. Η ΚΑΡΥΔΙΑ: Όταν μια καρυδιά γίνει δέκα χρονών, αυτός που την φύτεψε πεθαίνει. Γι’ αυτό όταν είναι να φυτέψουν καρυδιά, βάζουν και τη φυτεύει ένας γέρος που η ζωή που του υπολείπεται είναι λίγη.
7. Ο ΣΙΜΙΤΣΗΣ (ΚΟΥΛΟΥΡΑΣ): Την ώρα που σηκώνουν λείψανο, αν ακουστεί να φωνάζει σιμιτσής να ξέρεις που σε λίγο κι άλλος θα πεθάνει.
8. Ο ΝΙΟΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ: Όταν σ' ένα σπίτι, την ώρα που πεθαίνει κάποιος γεννηθεί ένα παιδί, το παιδί αυτό δε θα ζήσει για πολύ.
10. ΔΕ ΓΥΑΛΙΖΟΝΤΑΙ: Τη Μεγάλη Παρασκευή δε γυαλίζονται στον καθρέφτη.
12. Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ: Όταν πεθάνει κανείς και τη μέρα που γίνεται η κηδεία του, οι άλλοι δεν πρέπει να γυαλίζονται. Γιατί αν καθρεφτιστούν, το βράδυ θα βλέπουν στον ύπνο τους τον πεθαμένο. Γι' αυτό γυρίζουν τον καθρέφτη ανάποδα, με το πρόσωπο στον τοίχο
12. ΤΟ ΠΕΡΙΚΟΜΑ: Δεν πρέπει να περικόψομε μια κηδεία που περνάει στο δρόμο, γιατί τη νύχτα θα δούμε στον ύπνο μας τον πεθαμένο.
13. ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΠΕΘΑΜΕΝΟΥ: Όταν περάσει κάποιος πάνω από πεθαμένο, κόβουν του πεθαμένου ένα δάχτυλο.
14. Όταν πεθάνει κάποιος, δεν πρέπει να τραγουδούν οι άλλοι.
15. ΤΟ ΝΕΡΟ: Όταν πεθάνει κάποιος και τον θάψουν, αυτοί που συνόδεψαν την κηδεία επιστρέφοντας από τα μνήματα, χύνουν το νερό από τις στάμνες και παίρνουν άλλο καινούργιο. Ακόμα, προτού μπουν στο σπίτι, πλένουν τα χέρια τους στην αυλή.
16. ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΙ ΠΕΘΑΜΕΝΟΙ: Όταν πεθάνει κάποιος στο χωριό, οι άλλοι δεν πρέπει να κάνουν δουλειά ή να χορεύουν, γιατί αν δουλέψουν τη νύχτα έρχονται οι πεθαμένοι και τους ρωτούν τι δουλειά κάνουν οι ζωντανοί.
17. Η ΓΑΤΑ: Άμα περάσει γάτα πάνω από πεθαμένο, του κόβουν το δάχτυλο.
18. ΔΕ ΦΡΟΚΑΛΝΟΥΝ: Τη μέρα που βρίσκεται πεθαμένος στο σπίτι δε φροκαλνούν.
19. ΒΡΥΚΟΛΑΚΙΑΖΕΙ: Όταν περάσει μπροστά από κηδεία γάτα, βρικολακιάζει ο πεθαμένος.
20. ΟΤΑΝ ΤΟΝ ΣΗΚΩΝΟΥΝ: Όταν σηκώνουν τον πεθαμένο να τον θάψουν, σπάζουν ένα πιάτο και βαρούν ένα καρφί στη γη.
21. ΔΑΝΕΙΚΟ ΒΕΛΟΝΙ: Όταν σας ζητούν δανεικό βελόνι, να το δίνετε στο χέρι και να μην το πετάτε από μακριά. Γιατί όταν το παιδί σας μεγαλώσει και γίνει ίσαμε την απόσταση που διέτρεξε το βελόνι από τη στιγμή που το πετάξατε και μετά μέχρι που να φτάσει στο χέρι του άλλου, θα πεθάνει.
22. ΝΤΥΧΤΟΠΑΤΗΜΑ: Όταν περάσει πεθαμένος δίπλα από μικρό παιδί που κοιμάται, το νυχτοπατάει. Το παιδί τότε αδυνατίζει μέρα με τη μέρα, μέχρι που στο τέλος πεθαίνει.
Ε. ΠΑ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ
1. ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΚΥΔΩΝΙΑ: Τη χρονιά που οι κυδωνιές κάνουν πολλά κυδώνια, θα έχουμε βαρύ και δύσκολο χειμώνα.
2. ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΦΕΓΓΑΡΙ: Αν με βροχή πιαστεί το καινούργιο φεγγάρι, με βροχή θα τελειώσει. Αν πάλι πιαστεί με ξηρασία, με ξηρασία θα τελειώσει.
3. ΟΙ ΦΟΥΣΚΕΣ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ: Όταν κατά τη διάρκεια βροχής οι χοντρές στάλες που πέφτουν πάνω στα βροχόνερα που καλύπτουν τους δρόμους και τις αυλές των σπιτιών σηκώνουν φουσκάλες, σημαίνει πως η βροχή θα συνεχιστεί για πολύ ώρα και θα 'ναι καταρρακτώδη.
4. ΘΑΧΟΥΜΕ ΒΡΟΧΗ: Όταν γύρω από το φεγγάρι σχηματίζεται αλώνι (ένας θαμπός κύκλος), θα έχουμε βροχή.
5. ΟΙ ΚΑΡΓΕΣ: Όταν οι κάργες πάνε κοπαδιαστές και γράφουν κύκλους στον ουρανό και φωνάζουν ανήσυχες, λες και τις χάλασαν τη φωλιά τους, ο καιρός θα χαλάσει.
6. ΘΑΧΟΥΜΕ ΒΡΟΧΕΣ: Τον Άι-Γιώργη ανήμερα, άμα τύχει και βρέχει, από κει και πέρα σαράντα μέρες συνέχεια θα 'χουμε βροχές.
7. ΟΤΑΝ ΛΑΛΟΥΝ Τ' ΑΡΝΙΘΙΑ: Όταν αργά τη νύχτα κράζουν τ' αρνίθια, θ' αλλάξει ο καιρός.
8. ΟΙ ΜΥΓΕΣ: Όταν οι μύγες τσιμπούν πολύ δυνατά, θα βρέξει.
9. Η ΖΕΣΤΗ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ: Όταν το καλοκαίρι κάνει πολύ ζέστη, το χειμώνα λένε θα κάνει πολύ κρύο.
ΣΤ. ΠΑ ΤΙΣ ΛΕΥΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΕΣ
1. ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ: Μαρή σεις, μην κάθεστε στον κατέφλιο (μπροστά στη θύρα του σπιτιού), συμβουλεύουν οι γερόντισσες τις λεύτερες κοπέλες. Θα έρχονται οι προξενητάδες και θα γυρνούνε πίσω.
2. ΟΙ ΣΥΜΠΕΘΕΡΟΙ: Όταν οι συμπέθεροι έρθουν να πάρουν τη νύφη από τα γονικά της, εκείνη ρίχνει στην αυλή νερό. Έτσι το ταξίδι της θα πάει καλά.
3. Τ' ΑΔΡΑΧΤΙ: Όταν πας στη γειτονιά, τ' αδράχτι σου φρόντισε να το έχεις αναπιασμένο, να έχει δηλαδή λίγη κλωστή τυλιγμένη πάνω του. Αλλιώτικα τον άντρα σου θα τον γυρίζεις γυμνό, τσιπλάκη.
4. ΤΙ ΑΝΤΡΑ ΘΑ ΠΑΡΕΙ: Η κόρη που βρέχει τα μανίκια της, θα πάρει άντρα σαρχόζη (μεθύστακα).
5. ΟΙ ΑΚΡΟΝΥΧΙΔΕΣ: Η κόρη που έχει μεγάλες ακρονυχίδες θα πάρει άντρα τσομπάνη.
6. ΤΟ ΣΤΑΥΡΩΜΑ ΤΩΝ ΧΕΡΙΩΝ: Όταν στο χαιρέτισμα τύχει να σταυρωθούν τα χέρια τεσσάρων ανθρώπων, θα γίνουν αρραβωνιάσματα.
7. ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΑΙ ΧΩΜΑ: Αν τύχει και δούμε το καινούργιο φεγγάρι στον ουρανό, αμέσως σκύβουμε καταγής, αρπάζουμε μια χούφτα χώμα, το φυλάγουμε καλά και όταν πάμε να κοιμηθούμε, το βάζουμε κάτω από το προσκέφαλο μας. Σε λίγο, μόλις μας πάρει ο ύπνος, θα δούμε στ' όνειρο μας το πρόσωπο που αγαπάμε.
8. ΤΟ ΤΣΙΚΝΩΜΑ ΤΟΥ ΦΑΓΗΤΟΥ: Όταν το φαγητό ή το γάλα που βράζεις στη φωτιά, πιάσει από κάτω (καεί) κι είσαι λεύτερη, λένε ότι στη χαρά σου θα βρέχει.
9. ΜΑΧΑΙΡΙ: Η γυναίκα που κρατάει στο χέρι της μαχαίρι, θα πάρει άντρα μαχαιροβγάλτη.
10. ΤΟΝ ΑΠΟ ΦΑΝΟΥΡΙΟ: Τη μέρα τούτη από βραδύς, κοσκινίζουν στάχτη πιο' από την πόρτα και το πρωί μόλις ξυπνήσουν, πάνε και βλέπουν αυτό που σχηματίστηκε πάνω στη στάχτη. Αν αυτό που δείχνει η στάχτη είναι μολύβι, αυτός που θα πάρει η κοπέλα θα 'ναι γραμματικός, αν είναι ζυγός, θα 'ναι γεωργός.
11. Η ΦΑΝΟΥΡΟΠΙΤΑ: Τον άγιο Φανούριο στα σπίτια που έχουν ανύπαντρες κοπέλες, κάμνουν μια πίτα που την ονομάζουν φανουρόπιτα και την πάνε στην εκκλησιά να διαβαστεί. Μετά τη φέρνουν στο σπίτι διαβασμένη και τη μοιράζουν στις κοπέλες που είναι μαζεμένες εκεί.
Την πρώτη μπουκιά από την πίτα που πάνε να βάλουν στο στόμα τους, την κρατάνε και τη βάζουν κάτω από το προσκέφαλο τους. Το βράδυ, θα δουν στ' όνειρο τους αυτόν που θα πάρουν άντρα τους
12. ΤΟ ΜΠΟΥΚΑΛΙ ΤΗΣ ΝΟΥΝΑΣ: Το μπουκάλι της νουνάς με το κρασί στα στεφανώματα, προσέχουν να μην το σπάσουν, γιατί φέρνει κατσιποδιά. Θα μαλώνει το αντρόγυνο σ' όλη του τη ζωή, αν σπάσει.
13. Η ΣΤΑΧΤΗ: Τη νύχτα δεν πρέπει να χωρίζετε τη στάχτη από τα κάρβουνα, γιατί υπάρχει κίνδυνος να χωρίσετε αν είστε παντρεμένες.
14. Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ: Όταν μια γυναίκα έχει μικρό παιδί και μέσα στο δωμάτιο που κοιμάται το παιδί υπάρχει καθρέφτης, τον σκεπάζουν μ' ένα πανί.
«Ένα κομμάτι γης φιλόξενο»
Η διατροφή στη Θράκη, όπως και σ' όλες τις αγροτικές κοινωνίες, βασίζεται στην παραγωγή της γης και σχετίζεται με όλες τις οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες του ανθρώπου.
Η αγροτική ζωή, άμεσα συνδεδεμένη, με τη γη ακολουθούσε τον αέναο κύκλο των εποχών. Ανάμεσα στη σπορά και στη συγκομιδή του καρπού οι γεωργοί ταξινόμησαν το δικό τους χρόνο με γιορταστικούς σταθμούς, όπου η φθινοπωρινή και η εαρινή ισημερία σηματοδοτούσαν την αρχή. και το τέλος των εορτών, αφού ό,τι γεννιέται την άνοιξη πεθαίνει το καλοκαίρι.
Το σιτάρι, το κρασί, το λάδι, οι καρποί, πρωτογενή υλικά της γης, πήραν όλο το βάρος του συμβολισμού σε τελετουργικές προσφορές, στις καίριες στιγμές της καλλιέργειας της γης, από τη σπορά ως τη συγκομιδή του καρπού, αλλά και στα διαβατήρια έθιμα του κύκλου της ζωής γέννηση - γάμο - θάνατο. Πολλές συνήθειες αρχέγονες πέρασαν στη Χριστιανική θρησκεία και σώθηκαν στη λατρεία των αγίων, ζητώντας θεϊκή προστασία, μπρος στο φόβο και στην αγωνία του ανθρώπου για την καρποφορία της γης από την οποία ήταν εξαρτημένη η επιβίωση του.
Ο κύκλος της καλλιέργειας της γης, που ξεκινάει το φθινόπωρο με τη σπορά, αρχίζει με την προσφορά των πρώτων καρπών της γης. Σε πολλά χωριά του Έβρου, συνηθίζουν την ημέρα της Μεταμορφώσεως, 6 Αυγούστου, τα πρώτα σταφύλια, να γίνονται προσφορά από τις γυναίκες στην ανιδιοτέλεια της φύσης, στην εκκλησιά, στο θεό. Παλιά συνήθιζαν το πρώτο αλεύρι της χρονιάς να το κάνουν τζιτζιροκούλουρο ή να το κάνουν κουλούρες που έπρεπε να τις μοιράζουν ή έριχναν κομμάτι από το πρώτο ψωμί σε πηγάδι για να μην τελειώσει το αλεύρι, όπως δεν στερεύει το νερό.
«Σταυρού δεκατέσσερις - σταύρωνε κι σπέρνε» ή "ήρθε Σταυρός σταύρωνε και σπέρνε», σταύρωναν τη γη κι άρχιζαν τη σπορά. Πρώτα πήγαιναν λίγο σπόρο, τον διάβαζε ο παπάς, τον περνούσαν από ένα δαχτυλίδι, τον ανακάτευαν με τον υπόλοιπο σπόρο και μετά τον έριχναν στο χωράφι. Έβαζαν στο σακί ένα ρόδι - για το καλό - ή το έσπαγαν στο ζυγό για να σκορπιστούν οι σπόροι στο χωράφι. Παρατηρούσαν το φεγγάρι, που έπρεπε να είναι γιομάτο και ο νοικοκύρης χορτάτος. Δεν έπρεπε να βγει, εκείνη τη μέρα, από το σπίτι, κανένα από τα ζωτικά στοιχεία του αγροτικού νοικοκυριού αλάτι, φωτιά, ζυμάρι, για ν' αποφύγουν κακά συναπαντήματα και' έκαναν όλα όσα θα μπορούσαν να προδικάσουν μια καλή παραγωγή. Οι γυναίκες με το «σποριασμένο βασιλικό» της εκκλησιάς την ημέρα αυτή ανάπιαναν προζύμι.
Στις 8 Νοεμβρίου, οι γυναίκες ετοιμάζουν το "τραπέζι του Αϊ-Στράτη". Βάζουν στο σιδιροσίνι, στεγνωμένο σιτάρι σαν βάση και με σπόρους και ζάχαρη φιλοτεχνούν την εικόνα του Αγίου, για να γίνουν κοινωνοί της χάρης του, όταν μετά το "διάβασμα" του παπά θα μοιραστεί σ' όλους τους χωριανούς. Στις 30 Νοεμβρίου, όταν ανδριεύει το κρύο, έριχναν σπόρους στο τζάκι για ν' ανδριώσουν τα σπαρτά.
Της Αγίας Βαρβάρας, 4 Δεκεμβρίου, ετοίμαζαν από την προηγούμενη μέρα τη βάρβαρα. Έβραζαν καλαμπόκια, ρεβίθια και κουκιά. Έπαιρναν το χυλό και τον έβραζαν με σιτάρι, σταφίδες, σύκα, σουσάμι καβουρντισμένο, ζάχαρη και κανέλα και το μοίραζαν σε τρία τουλάχιστον σπίτια.
Στις 18 Δεκεμβρίου, του Αγίου Μόδεστου, προστάτη των ζώων, δεν έζευαν τα ζώα. Τιμούσαν τα ζώα, γιατί έτσι τιμούσαν το μόχθο τους, αφού και αυτά ήταν συνεργάτες τους. Έκαναν ειδικό άρτο στολισμένο με ζυγούς και στάχυα. Μετά το διάβασμα έβαζαν τρία κεριά στο ζυγό, τον έσπαγαν στα κέρατα των ζώων και το έριχναν στην τροφή τους. Σε άλλα χωριά κρατούσαν τον άρτο μέχρι τα Θεοφάνια, μετά τον ανακάτευαν με την τροφή των ζώων.
Οι τσομπάνηδες έκαναν ύψωμα (άρτο) σφραγισμένο με το φλόιστρο (σφραγίδα ξύλινη) και ζύμωναν τόσα ψωμιά όσα άλογα είχαν.
Όταν έφτανε το δωδεκάμερο στη Θράκη, με την έντονη θρησκευτικότητα και την πλούσια λατρευτική εθιμολογία, οι καρποί της γης αποκτούσαν συμβολικό χαρακτήρα, στα δρώμενα του δωδεκάμερου και μια ιερότητα στα τελετουργικά φαγητά των γιορτών. Παραμονή Χριστουγέννων βάζουν στο σοφρά «τα εννιά φαγητά» για τους εννιά μήνες που κυοφορούσε η Παναγιά και η ιερότητα του γεύματος ενισχυόταν, όταν ο αρχηγός της οικογένειας θυμιάτιζε τρεις φορές το τραπέζι με το υνί και έκοβε το ψωμί με το χέρι και όχι με το μαχαίρι (γιατί το σίδερο είναι φορέας του κακού).
Οι σαρμάδες με το λάχανο τουρσί, οι νηστίσιμες στριφτόπιτες, το σαραγλι' είναι τα σπάργανα του Χριστού. Τα χοιροσφάγια που γίνονται σ' όλα τα σπίτια, σε μια ατμόσφαιρα γλεντιού, βάζοντας βούλα από το αίμα του σφαγμένου ζώου, στο μέτωπο των παιδιών, μπορεί να ήταν η διατροφική πολυτέλεια του χειμώνα, «η μπουγάτσα» (ψωμί), όμως σίγουρα αποτελούσε το κυριότερο σύμβολο πάνω στο οποίο προβάλλονταν όλοι οι πόθοι των γεωργών.
Έκαναν Χριστόψωμα από καθάριο σιτάρι τα κεντούσαν με μασούρια, τα στόλιζαν με ζυγούς και θημωνιές, ζύμωναν κουλούρες χριστουγεννιάτικες με σταυρούς και μύγδαλα. Σε κάποια χωριά, την παραμονή των Χριστουγέννων, ζύμωναν την κουλούρα ανοιχτή από τη μια πλευρά, για να περάσει ο Χριστός και τη στόλιζαν με εφτά σταυρούς. Ενώ τα Φώτα ήταν κλειστή «για να κλείνουν τα στόματα του κόσμου». Ετοίμαζαν κουλίκια - κλουρίτσες - για τους καλαντιστές και τους έδιναν καρύδια, μύγδαλα, καλαμπόκια, καρπούς της φύσης που οι παιδικοί αγερμοί θα έκαναν το όνειρο της καλής σοδιάς πραγματικότητα. Το χαρακτηριστικό όμως παρασκεύασμα των ημερών στη Θράκη είναι η Πρωτοχρονιάτικη πίτα και όχι το τσουρέκι. Ετοίμαζαν στριφτή τυρόπιτα και έβαζαν σημάδια για την τύχη. Κέρμα - σίδερο - για τη γεροσύνη, άχυρο για τα γελάδια, κάρβουνο για τα βουβάλια, χάντρα για τ'άλογα, σκουπόχορτο για τα μελίσσια.
Πρώτη του Φλεβάρη, στη μνήμη του Αγίου Τρύφωνα, προστάτη των αμπελιών, κάνουν πίτα με φλουρί. Σ'όποιον τύχαινε, θα έπαιρνε το ρόλο του Τρύφωνα στο ομώνυμο δρώμενο.
Μετά τον εορταστικό κορεσμό των Χριστουγέννων ο χρόνος γλιστρά στις Απόκριες στο τέλος του χειμώνα και στην αρχή της άνοιξης. Σ' αυτήν την εποχιακά κρίσιμη περίοδο για την παραγωγή της γης, οι αγρότες, μέσα από διάφορες μαγικοθρησκευτικές ενέργειες και μιμοδραματικές παραστάσεις (Καλόγερος, Μπέης, Βασιλιάς) καλούσαν όλες τις υπερφυσικές δυνάμεις, επουράνιες και καταχθόνιες για να υποβοηθήσουν την γονιμότητα της γης. Τα τρία Σάββατα της Αποκριάς, Κρεατινής, Τυρινής, αλλά κυρίως το τρίτο των Αγίων Θεοδώρων (τα ψυχάτα) είναι αφιερωμένα στις ψυχές.
Με τα σ(ι)νιά (ξύλινο ταψί) γεμάτα σιτάρι σκεπασμένο με σουσάμι, ζάχαρη, μύγδαλα, κουφέτα και καβουρντισμένο αλεύρι, σκεπασμένα με τις δαντελένιες πετσέτες οι γυναίκες πηγαίνουν στην εκκλησιά και μοιράζουν κόλλυβα και κουλίκια για συχώριο. Σε κάποια χωριά πήγαιναν για διάβασμα και μοίραζαν μόνο καλαμποκόσπορο.
Τα πολυσπόρια στα Αποκριάτικα δρώμενα, οι νηστίσιμες στριφτόπιτες με τα πρωτόφυλλα και όλα τα χορταρικά που μόλις βγαίνουν από τη γη, οι χαλβάδες, οι αλαγγίτες με το σουσάμι και το μέλι χαρακτηρίζουν όλο το λιτοδίαιτο των αγροτών μετά την κρεατοφαγία της 1ης εβδομάδας του Τριωδίου. Τρεις εβδομάδες μέσα σ'ένα κλίμα χαράς και διασκέδασης , με μια αίσθηση ανατροπής των πάντων που υποκινεί την προσδοκώμενη ανατροπή της φύσης, πριν αρχίσει το μεγάλο σαραντάμερο της Πασχαλιάτικης νηστείας.
«Σαράντα φάει, σαράντα πιει, σαράντα δώσε την ψυχή» λένε οι γυναίκες την ημέρα της γιορτής του Αη Σαράντα και κάνουν σαράντα αλαγγίτες, ή μηλίνες ή γκιουζλεμέδες ή δίπλες τις οποίες μοιράζουν.
Ο εορταστικός κύκλος του Πάσχα, που ξεκινά με την απαισιοδοξία της εφήμερης ζωής, με τον αγέλαστο Λάζαρο, το ομώνυμο Σάββατο και συνεχίζει των Βαΐων, κορυφώνεται την ημέρα της Ανάστασης που συμπίπτει χρονικά με την αναγέννηση της φύσης. Στα έθιμα αυτών των ημερών, Λαζαρίνες - Βάγια - πρωτοστατούν γυναίκες -κορίτσια που ψάλλουν ανάλογους αγερμούς - μαζεύουν αυγά. Κατάλοιπο ίσως της αρχέγονης πεποίθησης που ήθελε τις γυναίκες ταυτισμένες με τη μάνα γη.
Σημαντική θέση στο πασχαλινό τραπέζι, εκτός από το σφαγμένο αρνί, που συνδέεται με τη θυσία της αθωότητας, «η θυσία του αμνού», κατέχει και το κόκκινο αυγό. Στο χρώμα της χαράς και της θυσίας στις συνήθειες του Εβρίτη αγρότη, η συμβολική του χρήση κρατά τον πυρήνα μιας αρχέγονης πίστης, ότι το αυγό είναι πηγή ζωής και ότι ο θάνατος κυοφορεί την ίδια τη ζωή. Την Τρίτη μέρα του Πάσχα πηγαίνουν στα μνήματα τσουρέκια και αυγά - κυρίως αυγά - και γινόταν μεγάλο πανηγύρι. Το Μεγαλοπεφτίσιο τ' αυγό που έκανε η μαύρη κότα το έβαζαν στο εικονοστάσι και μετά το έθαβαν στο χωράφι.
Έβαφαν τόσα αυγά, όσα άτομα ήταν στην οικογένεια και μαζί με το αυγό του εικονίσματος τα έδεναν σ' ένα μαντήλι, τα τοποθετούσαν κάτω από την Αγία Τράπεζα και τα έπαιρναν πριν το Χριστός Ανέστη. Σ' άλλα χωριά έβαφαν πρώτα 12 αυγά, γιατί 12 ήταν οι Απόστολοι, με άκριτο νερό (αμίλητο) και το Μ. Σάββατο έβαφαν τα υπόλοιπα. Κρατούσαν για ένα χρόνο και τα έριχναν στο ποτάμι ή τα έθαβαν στο χωράφι ή στη ρίζα των δέντρων που δεν κάρπιζαν, ή τα έριχναν στο δρόμο, όταν το καλοκαίρι έπεφτε χαλάζι.
Την Κυριακή της Πεντηκοστής κυριαρχούν οι προσφορές για τους νεκρούς. Βράζουν σιτάρι, κάνουν κόλλυβα και τα μοιράζουν πριν πάνε στα μνήματα. Σπάζουν τη μεγάλη κουλούρα, τη βουτούν στο κρασί και παίρνει ο καθένας από δυο κομμάτια. Ή όταν μετά την εκκλησία πάνε στα μνήματα, ρίχνουν κρασί στους τάφους και μοιράζουν τα κόλλυβα.
Πίστευαν πως με την Ανάσταση οι ψυχές είχαν ανέβει στη γη και εκείνη την ημέρα γυρνούσαν στον Άδη. Η αντίληψη αυτή φαίνεται ότι σώθηκε, στη συνήθεια που είχανε να πηγαίνουν στα σημάδια και με τη βοήθεια καθρέφτη κοιτούσαν τους πεθαμένους.
Στη μνήμη των Αγίων, που θεωρούνται προστάτες των αγροτών, την καθιερωμένη λειτουργία στην εκκλησία συνόδευε η θυσία ζώου (κουρμπάνι). Συνήθειες αρχέγονες που απέβλεπαν στην ευχαριστία και την επίκληση της θείας χάρης για την ευζωία και ευγονία γης και ανθρώπων.
26 Οκτωβρίου του Αγ. Δημητρίου, τη μέρα της ομώνυμης γιορτής του αγίου, τιμούσαν με το κουρμπάνι των πετεινών. Ήταν μέρα σημαντική για τους γεωργούς, όπου ρύθμιζαν τις μισθώσεις χωραφιών και κοπαδιών της νέας χρονιάς.
Επίσης στη μνήμη του Άγιου Αθανασίου, στις 18 του Γενάρη, γιορτή των κτηνοτρόφων, ή του Αγίου Χαραλάμπους ή του Αϊ-Γιώργη, του δρακοντοκτόνου Αϊ- Γιωργίτη οι τσομπάνηδες στα κονάκια έκαναν αρνίσιες σούβλες, γαλατόπιτες και γιαούρτι και φίλευαν φίλους και συγγενείς. Το κουρμπάνι, ζώο που θα θυσιαστεί, αγοράζεται με τη συνδρομή όλου του χωριού ή είναι προσφορά των χωριανών. Κάναμε μια γουβίτσα, τη θυμιάζαμε και το σφάζαμε.
Έπρεπε να στάξει όλο το αίμα στη γούβα. Πέρα από την ιερότητα που αποδίδεται στο σφάγιο με το καθορισμένο τελετουργικό που ακολουθεί κάθε "θυσία", συντελεί και στη σύσφιξη των σχέσεων της ομάδας.
Στα επικίνδυνα περάσματα της ζωής, τη Γέννηση, το Γάμο και το θάνατο, κάθε είδος σπόρου και το ψωμί έχουν μια συνεχή παρουσία. Η δύναμη των σπόρων, μαζί με τις ευχές, πίστευαν πως θα εξασφαλίσουν το επιθυμητό, θα προκαλούσαν το καλό ή θα ξόρκιζαν το κακό σ' αυτές τις μεγάλες στιγμές, όπου η μοίρα του ανθρώπου στοιχειώνεται ανάμεσα στη γέννηση και το θάνατο.
Την Τρίτη μέρα μετά τη γέννηση του μωρού έκαναν το ψωμί της Παναγιάς (μπουγάτσα λιψανάβατη) το σφράγιζαν, το θύμιαζαν, το έβαζαν πάνω στο κεφάλι, έκαναν τρεις ευχές και το έσπαγαν. Τα μπουγανίκια, ήταν γεύμα με πλιγούρι, στο οποίο συμμετείχαν όλες οι συγγένισσες γυναίκες που συμπαραστέκονταν, φρόντιζαν και προστάτευαν τη λεχώνα. Σκόρδα στις τζουροφλίγκες (φυλακτό), κρεμμύδια για τις λεχούσες, μπαμπακόσποροι (για να ασπρίσει και να γεράσει το νεογέννητο). Όλα ήταν δύναμη που έκρυβαν μέσα τους και θα μεταφερόταν στο νεογέννητο και τη λεχώνα.
Στο τελετουργικό του γάμου, χαρά, σύνορο που ξεκινούσε την πρώτη μέρα της εβδομάδας, που θα γινόταν ο γάμος, το αναπιάσιμο των προζυμιών, για το πρωτόψωμο ή μπουγάτσα του γάμου που γινόταν Τετάρτη ή Πέμπτη, ήταν μεγάλης σημασίας. Το ψωμί του γάμου, που είναι προϊόν μιας ορισμένης παραγωγικής διαδικασίας και η νύφη, η γυναίκα που μπαίνει με το γάμο στη διαδικασία της κυοφορίας, το ψωμί, βασικό στοιχείο της διατροφής, το θεμέλιο της ζωής, η τελετουργική παρασκευή του στα γαμήλια έθιμα το ιεροποιεί.
Το πρωτόψωμο, που κατέχει την πιο σημαντική θέση στα έθιμα του γάμου, ζυμώνεται με σταφίδες, από τρεις πρωτοστέφανες γυναίκες που έχουν μάνα και πατέρα, το στολίζουν μετρία κλαδιά βασιλικό που τον δένουν περιμετρικά με κόκκινη κλωστή, το πασπαλίζουν με ζάχαρη και το χορεύουν πριν πάνε τη νύφη στην εκκλησιά.
Το μήλο ή το ρόδι - σύμβολα γονιμικά- που πετάει η νύφη στην πόρτα ή στα κεραμίδια του καινούριου σπιτιού, η ζάχαρη, το βούτυρο ή το μέλι με το οποίο σταυρώνουν την είσοδο του σπιτιού, το ψωμί και το αλάτι που έπρεπε να φάνε οι νεόνυμφοι, όλα μέσα από το συμβολισμό τους εκφράζουν τις βαθύτερες ανάγκες για ευζωία και ευγονία του ζευγαριού και της ομάδας.
Ο σπόρος, το στάρι, το κρασί, το λάδι, τα πρωτογενή υλικά από τη μάνα γη συνδέονται με τα έθιμα του θανάτου. Η μακαριά, γεύμα που γίνεται μετά την κηδεία και παλιά γινόταν στο πάτωμα, δεν περιέχει ποτέ κρέας, το οποίο απαγορεύεται όλο το σαρανταήμερο, παρά μόνο σπόρους και καρπούς της γης (φασόλια - ελιές). Πάντα όλα ετοιμάζονται μέσα στο σπίτι του αποθανόντα για την ανάπαυση της ψυχής και όλη αυτή η τελετουργία για την προετοιμασία τροφών στο σπίτι του νεκρού από τους συγγενείς, βοηθάει στη συναισθηματική αποφόρτιση της έντασης του πένθους.
Στα χωριά της Θράκης, όπου οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες καθυστέρησαν την αστικοποίηση των κατοίκων, οι γυναίκες διατήρησαν ως ένα μεγάλο βαθμό την παραδοσιακή διατροφή τους. Γεγονός που σήμερα αποτελεί προνόμιο, αφού όλοι έχουμε υποχρεωθεί να τρεφόμαστε με τα ίδια βιομηχανοποιημένα προϊόντα.
Στην πατριαρχική αγροτική οικογένεια της Θράκης, η οποία αποτελείτο από τρεις ή περισσότερες γενιές, παππούδες, παντρεμένα αγόρια, που έμεναν και μετά το γάμο στο πατρικό σπίτι, και εγγόνια, την καθημερινή διατροφή καθόριζε η μητέρα - πεθερά.
Ο τύπος αυτός της οικογένειας κράτησε σχεδόν μέχρι το 1965-1970. Η εξωτερική και εσωτερική μετανάστευση, εκείνη την εποχή, δρομολόγησε πολλές οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Η ηλεκτροδότηση του Έβρου που έγινε αυτό το διάστημα, το συγκοινωνιακό δίκτυο που διευρύνθηκε, οι καλλιέργειες που αναπτύχθηκαν χάρη στα διάφορα αρδευτικά, αποστραγγιστικά έργα και οι αναδασμοί που έγιναν, ανέτρεψαν τις μέχρι τότε συνθήκες διαβίωσης. Οι ευκολίες στο αγροτικό νοικοκυριό ξεκούρασαν την αγρότισσα και τα έτοιμα διατροφικά προϊόντα μπήκαν στην καθημερινή ζωή.
Το ζύμωμα του ψωμιού, γίνεται πια σπάνια και η εικόνα του αυτοκινήτου στην πλατεία του χωριού που πουλάει έτοιμο ψωμί είναι καθημερινή. Στα παζάρια που γινόταν στα κεφαλοχώρια του Νομού, δεν μπορείς να βρεις το εξαιρετικό βουβαλίσιο και αγελαδινό βούτυρο, ούτε το φημισμένο ντόπιο κασέρι του Διδυμοτείχου, αφού η κτηνοτροφική οικονομία, που είχε παράδοση στη Θράκη, εγκαταλείφθηκε.
Παρ'όλα αυτά, οι βασικές διατροφικές συνήθειες διατηρήθηκαν μέχρι και σήμερα, γιατί η τροφή ήταν θέμα οικονομικό για το μικρό αγροτικό εισόδημα, αλλά και γιατί οι γεύσεις είναι συνδεδεμένες με τ' άτομα που παρασκευάζουν και συμμετέχουν στο γεύμα, τις γιορτές και τα πανηγύρια, αυτή τη μαγεία της ζωής στο χωριό.
Στον αγροτικό κόσμο η διατροφή, που στηρίζεται στην εμπειρική γνώση, μεταφέρεται από μάνα σε κόρη, είναι απλή και λιτοδίαιτη. Την καθημερινή λιτότητα και την αναγκαστική καθημερινή εγκράτεια τις ημέρες της νηστείας διέκοπτε η κρεατοφαγίο των Χριστουγέννων και του Πάσχα ή τα γιορταστικά φαγητά σε μέρες ονομαστικών εορτών, πανηγυριών και φιλοξενίας.
Τα καθημερινά πρωινά γεύματα αποτελούσαν τα διάφορα είδη χυλών. Το κατσαμάκι (χυλός που γινόταν από καλαμποκάλευρο), τα ρουσνιτσια ή τριφτάδια ή βρασνιτσια ή ψιρούκια αλλά και οι τσουρβάδες (σούπες) με πλιγούρι ή κουσκούσι, ήταν τα πιο συνηθισμένα. Μέσα στο αλεύρι έριχναν λίγο νερό, έτσι δημιουργούνταν μικροί σβόλοι που έτριβαν και τους έριχναν σε βραστό νερό. Πάνω από το χυλό έριχναν τσιγαρισμένο βούτυρο με κόκκινο πιπέρι ή και λίγο πράσο και τσιγαρίδες. Οι καυτεροί τραχανάδες, τα κρύα πρωινά του χειμώνα, όπως και το κουρκούτι ή κάοια (χυλός με αλεύρι και γάλα) που έτρωγαν συνήθως το καλοκαίρι, πολύ συχνά αποτελούσαν και το ολοκληρωμένο βραδινό γεύμα.
Στο μεσημεριανό γεύμα κυριαρχούσαν τα ζυμαρικά και τα όσπρια.
Στο χωράφι το γεύμα συνήθως περιελάμβανε σερμπέτια (γλυκός χυμός), ξινόγαλο και σκόρδα ή ξιδοπαπάρα ή ταρατόρ (λάδι - ξίδι -σκόρδο - αγγουράκι ψιλοκομμένο) το οποίο το έτρωγαν με το κουτάλι. Στην καλύτερη περίπτωση το γεύμα συμπλήρωνε το αυγό και ο καβουρμάς, και οπωσδήποτε παστό ψάρι. Η πιπιρίτσα ή τσουμπρίτσα είναι ένα μείγμα αλεσμένων σπόρων από κολοκύθι - καλαμπόκι -ρεβίθια ανακατεμένο με τριμμένη κόκκινη πιπεριά γλυκιά και καυτερή, αλάτι και ρίγανη που την έριχναν επάνω σε καψαλισμένο ψωμί και λίγο βρεγμένο. Αυτό το πρόχειρο και εύγεστο παρασκεύασμα, όπως και η φέτα ψωμιού αλειμμένη με λίγδα ή βούτυρο αλατισμένο, ήταν η γρήγορη λύση για ώρες πείνας.
Τα ζυμαρικά, τα τουρσί και το χοιρινό αποτελούσαν την τριλογία της θρακιώτικης κουζίνας. Η προμήθεια, η παρασκευή και η συντήρηση τους στις κατάλληλες εποχές ήταν η κυριότερη φροντίδα των γυναικών, για να εξασφαλίσουν την αυτάρκεια της οικογένειας.
Αυτό που είναι αξιοθαύμαστο σ'αυτές τις απλές γυναίκες είναι η οικονομία των υλικών, ο σεβασμός του μόχθου, της φύσης. Τίποτε δεν πήγαινε χαμένο, ακόμη και με το περίσσευμα της προηγούμενης ημέρας δημιουργούσε νέα πιάτα χορταστικά - γευστικά, όπου η ευρηματικότητα, η φαντασία και η φροντίδα τους τα έκανε μοναδικά.
Μετά το θέρο ετοίμαζαν τα ζυμαρικά. Άλεθαν το σιτάρι, έβγαζαν το πλιγούρι. Το χειρομίλιαζαν 4-5 φορές, όταν το ήθελαν πολύ ψιλό για να κάνουν το κουσκούσι (σήμερα βάζουν σιμιγδάλι). Με το πλιγούρι μαγείρευαν το κοτόπουλο, το ψάρι, έκαναν πίτα, σούπα. Οι γιοφκάδες ή πέτουρα (χυλοπίτες), μακαρόνες, το κουσκούς και οι περίφημοι καυτεροί τραχανάδες που ζύμωναν με διάφορα λαχανικά, γίνονταν σε μεγάλες ποσότητες και αποθηκεύονταν σε υφαντά βαμβακερά σακούλια και μοσχομύριζαν. Από το σιτάρι που χειρομίλιαζαν έβγαζαν το πλιγούρι που το χρησιμοποιούσαν αντί για ρύζι.
Το αλεύρι αποτελούσε, πέρα από το ζύμωμα του ψωμιού, την πρώτη ύλη για διάφορα πρόχειρα παρασκευάσματα που γέμιζαν το στομάχι και θεράπευαν την πείνα. Χαρακτηριστικές οι λαλαγγίτες (κρέπες), χυλός ο οποίος ψηνόταν στο σάτσ(ι) (ειδική πέτρα στρόγγυλη). Σήμερα ψήνονται στο τηγάνι. Ζεστές τις άλειφαν με αλατισμένο βούτυρο ή λίγδα ή τις έτρωγαν με λίγο τυρί. Με μέλι και σουσάμι αποτελούσαν την καλύτερη λιχουδιά. Επίσης αντικαθιστούσαν το ψωμί όταν μαγείρευαν κοτόπουλο με κρεμμύδια ή έκαναν τους ακα-τμάδες. Οι πλίνες ή μιλινούδες ή γκιουζλεμέδες (είδος πίτας) αποτελούσαν επίσης τη γρήγορη λύση για ένα πρόχειρο γεύμα. Έκαναν ένα φύλλο πίτας το έβαζαν στο σάτσ(ι) το άλειφαν με βούτυρο, δίπλωναν τις άκρες και έριχναν επάνω λίγο τυρί με αυγό και ψήνονταν.
Οι πίτες οι απλωτές ή στριφτές σαν κοχλίες, σε μικρά ή μεγάλα ταψιά, πλούσιες και θρεπτικές με τους διάφορους συνδυασμούς των υλικών, που δημιουργούν απρόσμενες γεύσεις, υπόσχονταν οποιαδήποτε ώρα τη λύση για ένα πλήρες γεύμα. Πρασόπιτες, κρεμμυδόπιτες με ξερά ή φρέσκα κρεμμυδόφυλλα, με λάχανο ωμό ή τουρσί, με σπανάκι ή με τσουκνίδες, με ραδίκια, κορυφές από γαλατσίδες, ψαρουβάκια (μελισσοβότανο), παπαρούνες ή λάπατα, ανακατεμένα συχνά με πλιγούρι ή τυρί, κολοκυθόπιτες, τυρόπιτες, γαλατόπιτες, χαζουρόπιτες (μετυρίτελεμέ), πλιγουρόπιτες γλυκές ή αλμυρές και σουσαμόπιτες γίνονται με απίστευτη ευκολία και φαντασία.
Τ' αγριόχορτα για τις πίτες του χειμώνα τα μάζευαν στο τέλος του καλοκαιριού και αποξηραμένα τα φύλαγαν στην αποθήκη του σπιτιού. Τα φρέσκα αγριόχορτα, άνοιξη και φθινόπωρο, τα χρησιμοποιούσαν μετά από το βρασμό τους για σαλάτα ή τα μαγείρευαν όπως τις τσουκνίδες (τις κορυφές) με κρέας και τις παπαρούνες με τα φασόλια. Με τα μεγαλύτερα φύλλα από τα λαπατάκια ή μπλοστούρια, έκαναν τις κούκλες ή το χαρμπιτζέ, όπως το έλεγαν. Έπλεναν δηλαδή τα φύλλα και τα πασπάλιζαν με πιρπιρίτσα. Τα τύλιγαν ρολό, τα έδεναν με κλωστή και τα έψηναν στη χόβολη. Τις κορυφές τις μαγείρευαν με πλιγούρι. Τα κοτσάνια τα έκαναν τσουρβά (σούπα). Ο πρασοτσουρβάς (πρασόσουπα), η σπανακόσουπα (μετά κοτσάνια των φύλλων), η κοτόσουπα, η κολοκυθόσουπα μετά κορόμηλα ή σούπα με κουσκούσι, το πλιγούρι ήταν συνηθισμένο πρωινό ή βραδινό γεύμα. Στις σούπες πάντα έβαζαν αλεύρι διαλυμένο στο νερό και λίγο ξίδι για να χυλώσουν.
Το φθινόπωρο, που το μάζεμα της σοδειάς είχε τελειώσει και ο καιρός βοηθούσε για τη συντήρηση των τροφών, γίνονταν οι περισσότερες προμήθειες του αγροτικού νοικοκυριού. Έκαναν τις λιαστές ντομάτες. Τις έκοβαν σε χοντρές φέτες και με αλάτι στέγνωναν στον ήλιο. Μετά τις τοποθετούσαν στα γκουντούλια (πήλινα δοχεία) με λάδι και ρίγανη για να νοστιμίζουν τα γιαχνί φαγητά του χειμώνα. Τις νηστίσιμες μέρες του δεκαπενταύγουστου μάζευαν τη μυζήθρα και τη στέγνωναν στα κεραμίδια του σπιτιού. Μπάλες-μπάλες έκαναν το κισίκ το οποίο έλιωναν σε χλιαρό νερό, όταν ήθελαν να το χρησιμοποιήσουν στις πίτες ή τα φαγητά. Έβγαζαν το σαμόλαδο (λάδι από σουσάμι) στους γιαχανάδες και κρατούσαν μια ποσότητα να το έχουν για τους τραχανάδες, τη βάρβαρα, τις σουσαμόπιτες και για κάθε είδους γλυκά παρασκευάσματα.
Η λαχανιά (τουρσί) ή αρμιά (τουρσί) υπήρχε σε κάθε γεύμα στη Θράκη με το βαρύ χειμώνα και πολλοί ήταν αυτοί που συνήθιζαν να πίνουν και το τουρσοζούμι. Η λαζάνια μόνη της με λάδι και κόκκινη πιπεριά, ή μαγειρεμένη με κοτόπουλο ή με χοιρινό ή με φασόλια είτε σαν ντολμάδες με το πλιγούρι ή τουρσί χάριζε στο φαγητό μια αξέχαστη γλυκιά υπόξινη γεύση. Η κάθε οικογένεια έφτανε να κάνει μέχρι εκατό κιλά αρμνιά (τουρσί) και έριχναν πάντα μέσα ρεβίθια, και σινάπι για να μη μαυρίζει η τουρσί. Βάζανε μικρές πράσινες ντομάτες, μικρά πεπόνια, πιπεριές καυτερές και γλυκές, και κυρίως λάχανο και αγγουράκια. Τις καυτερές πιπεριές τις χρησιμοποιούσαν στο τυρί με μπούκοβο. Τουρσί ακόμη έκαναν τους γκλότζιανους (βολβούς) μαζί με λάχανο και σέλινο. Με τους μικρούς δε έκαναν την κουτσαρμιά. Έπαιρναν τους κονδύλους, τους έπλεναν και τους έβαζαν στην άρμη. Η σταφλαρμιά σίγουρα αποτελούσε την ξεχωριστή γεύση της Θράκης. Καθάριζαν τα σταφύλια, τα έπλεναν, τα στέγνωναν και τα τοποθετούσαν σε πήλινα, βάζοντας με τη σειρά, σταφύλια - σινάπι- σταφύλια κ.ο.κ. Το πήλινο το γέμιζαν με το μούστο της δεύτερης ημέρας αφού πρώτα τον περνούσαν από τη θολόσταχτη ή το ασπρόχωμα. Για ένα τενεκέ μούστο χρειαζόταν δυο χούφτες ασπρόχωμα. Τον άνοιγαν μετά από δυο μήνες και κρατούσε ένα χρόνο.
Το χοιροσφάγιο, παραμονές Χριστουγέννων στη Θράκη, που έφτανε μέχρι εκατόν πενήντα κιλά, ήταν το κρέας της χρονιάς. Κάθε τμήμα του σφαγμένου ζώου το αξιοποιούσαν στο έπακρο. Με το δέρμα έκαναν τα γρουνοτσάρουχα, τις τρίχες της ουράς τις πουλούσαν για την κατασκευή βούρτσας, ενώ με το κρέας και το λίπος παρασκεύαζαν διάφορες τροφές που συντηρούσαν στα νταγάρια (πήλινα δοχεία) και συνόδευαν τα ταπεινά καθημερινά γεύματα στο σπίτι ή στο χωράφι μέχρι και το καλοκαίρι.
Με τα ψαχνάδια από το κεφάλι έκαναν λαχανοντολμάδες και το υπόλοιπο γινόταν πατσάς για την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα. Με το κρέας της κοιλιάς έκαναν την πασιορτή ενώ με τα ψαρονέφρια, που είχαν περισσότερο κρέας, έκαναν τον καβουρμά, από τις πιο γνωστές λιχουδιές της Θράκης.
Το λίπος ή λαρδι, πάχους τρία - τέσσερα δάχτυλα, τεμαχιζόταν. Ένα μέρος από αυτό, το έκαναν παστό και το διατηρούσαν μέσα σε χοντρό αλάτι, ενώ το υπόλοιπο το έβραζαν και έβγαζαν τη λίγδα (βούτυρο), μέσα στην οποία συντηρούσαν όλα τα χοιρινά κρέατα και τα προτηγανισμένα λουκάνικα. Τα ωμά λουκάνικα τ' άφηναν να στραγγίσουν και μετά τα κάλυπταν, ένα, ένα, με κοσκινισμένη στάχτη. Τα πλευρά, τα έβαζαν πρώτα οχτώ ημέρες σε χοντρό αλάτι, στη συνέχεια τα έβραζαν και μετά τα τοποθετούσαν στο πήλινο. Τα λίπη με τα υπολείμματα κρέατος, τα καβούρντιζαν πολύ και κρατούσαν τις τσιγαρίδες. Τα κόκαλα, με τα ίχνη κρέατος που είχαν, τα μαγείρευαν με φασόλια, λάχανο τουρσί, ενώ με το έντερο έκαναν την πατροπαράδοτη μπάμπω.
Σε αντίθεση με το χοιρινό που συντηρείται όλο, το Πασχαλινό αρνάκι ή κατσικάκι καταναλώνεται αμέσως. Τα γιουβέτσια, τα ταψούδια που ψήνονταν στους φούρνους με το πασχαλινό κρέας μαζί με το πλιγούρι, το δυόσμο, τον άνηθο και τα κρεμμυδάκια, οι σαρμάδες και η βραστή γίδα που μετά το βρασμό τυλίγεται στα φύλλα της κουκουδιάς (αρωματικός θάμνος), το ψημένο αρνί με γιαούρτι και αυγό αποτελούσαν τα πιο εύγεστα φαγητά της Πασχαλιάς στη Θράκη.
Το κοτόπουλο, ήταν το αμέσως πιο προσιτό κρέας για τους αγρότες. Σούπα ή με κρεμμύδια και σάλτσα, με πλιγούρι ή με λαχανιά, με κουσκούσι ή με τραχανά, με λαχανοντολμάδες ή ακατμάδες, που συνοδευόταν απαραίτητα από μια πίτα αποτελούσε το πλούσιο γεύμα με το οποίο τιμούν οι Έβρίτες το φιλοξενούμενο τους.
Τα γλυκά πρέπει να ξεκίνησαν από τις γλυκές γεύσεις των φρούτων. Τα δαμάσκηνα, τα νεράντζια, τα γκόρτσα, τ' αρμούτια (αχλάδια), τα μήλα, τα κυδώνια, τα κράνα, τα πραούστια, που είναι στον Έβρο άφθονα, η φροντίδα και η τέχνη των γυναικών τα μετέτρεπε σε απόλαυση που σου έφτιαχνε τη διάθεση.
Τέλος του καλοκαιριού μάζευαν τα φρούτα, τα καθάριζαν, τα έκοβαν και τα ζεματούσαν με το καλάθι στη θολόσταχτη για να μη σκουληκιάζουν. Οι διάφοροι συνδυασμοί φρούτων έδιναν στις κομπόστες παράξενες λεπτές γεύσεις, όπως π.χ στην κομπόστα με τ'αχλάδια έβαζαν πάντα κύβους από κολοκύθια και κορόμηλα ή κράνα.
Με τα καρύδια, τα μούρα, τα κράνα, και τα βύσσινα κάνουν ποτά. Τα κράνα και τα δαμάσκηνα, που τα κρατούσαν σε βάζα με νερό, μετά τρεις μήνες τα αραίωναν με νερό και έκαναν δροσιστικό αναψυκτικό. Τα βερίκοκα τα έβραζαν, έβγαζαν τα κουκούτσια, τα στράγγιζαν κι έπειτα τα ζύμωναν σαν πίτα κι έκαναν το πιστίλι.
Το κυδώνι, το πραούστι και το καρπούζι γινόταν γλυκό του κουταλιού. Οι πιο επιδέξιες νοικοκυρές έκαναν το κολοκύθι αρίδα, αυτή την κεχριμπσρένια γευστική πολυτέλεια της Θράκης. 'Όταν φούντωνε η άνοιξη, μάζευαν τα αγριόσυκα και τα ροδοπέτσλα από τα τριαντάφυλλα για τα γλυκά του κουταλιού.
Τα πιο γνωστά, όμως, γλυκά στη Θράκη και τον Έβρο είναι τα πετιμέζια και τα ριτσέλια, τα οποία ετοίμαζαν οι γυναίκες μέσα σε μια ατμόσφαιρα γιορτής τον καιρό του τρύγου. Τα περίφημα πετιμέζια (φυσικό σιρόπι) γινόταν με το μούστο ή με χυμό κολοκύθας ή από το ζαχαροκάλαμο και το χρησιμοποιούσαν ως γλυκαντική ουσία σε διάφορα παρασκευάσματα. Το μούστο τον περνούσαν για δώδεκα ώρες από το ασπρόχωμα ή τη θολόσταχτη, τον στράγγιζαν, τον έβραζαν, κι έκαναν το πετιμέζι από σταφύλι. Για πετιμέζι από κολοκύθι ξεφλούδιζαν τα κίτρινα κολοκύθια, τα έβραζαν και τα στράγγιζαν στην τσαντίλα για τρεις ώρες. Στη συνέχεια έβραζαν το ζουμί για δυο ώρες περίπου, έως ότου δέσει. Ο τρόπος που έκαναν τα ριτσέλια ήταν απλός αλλά κοπιαστικός και η επιτυχία τους εξαρτιόταν από την επιδεξιότητα της νοικοκυράς. Έκοβαν κομμάτια στενόμακρα συνήθως από κολοκύθα ή καρπούζι και τα έβαζαν στο ασβεστόνερο για ένα εικοσιτετράωρο. Στη συνέχεια, τα ξέπλεναν και τα έριχναν στο οταφυλόζωμο. Τα έβραζαν για δυο με τρεις ώρες έκαναν τα ριτσέλια και τα κρατούσαν ως τις γιορτές του Πάσχα για κέρασμα.
Στα γλυκά συγκαταλέγονται οι χαλβάδες και οι γλυκές πίτες. Οι σουσαμόπιτες, πλιγουρόπιτες, ριζόπιτες, αλλά και χαζουρλόπιτες (με τυρί τελεμέ) που παρασκευάζονται με τα ανάλογα υλικά και σιροπιάζονται, είναι από τις πιο διαδεδομένες πίτες στον Έβρο. Οι χαλβάδες γίνονται με αλεύρι, σουσάμι, πετιμέζι, και με τυρί τελεμέ (κουσμιρί) είναι νηστίσιμοι ή αρτύσιμοι ανάλογα με το τυπικό της εκκλησίας που καθορίζει το είδος της τροφής.
Αγγέλα Γιαννακίδου