Στην παρούσα σελίδα θα βρείτε πληροφορίες για τις εξής περιοχές: Μακεδονία, Ήπειρος, Σμύρνη, Πόντος, Κύπρος, Θράκη και Πελοπόννησος.
Μακεδονία
Καλοκαίρι
ΙΟΥΝΙΟΣ : Από τον μήνα αυτό που ξεκινάει ο θερισμός οι δουλειές των αγροτών είναι τόσες πολλές που δεν περισεύει πολύς καιρός για γιορτές και πανηγύρια. Όπως και οι ίδιοι οι χωρικοί λένε : «Απ’ το θέρο ως της ελιές\Δεν απολείπουν οι δουλειές .
ΤΟΥ ΆΪ ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ: Η μεγαλύτερη γιορτή αυτού του μήνα είναι η γέννηση του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στις 24 Ιουνίου. Η γιορτή αυτή είναι συνδεδεμένη με μαντείες και άλλες δοξασίες σχετικές με τον γάμο των ανύπαντρων κυρίως κοριτσιών .Αναλυτικότερα,προσπαθούν με διάφορους τρόπους να μαντέψουν το πρόσωπο του γαμπρού αλλά και την ημερομηνία του γάμου τους με την βοήθεια διαφόρων τελετών και εθίμων ,όπως τα ακόλουθα:
1. Εκείνη ακριβώς την μέρα όλα τα κορίτσια μαζεύονται μέσα σε ένα συσκοτισμένο δωμάτιο και κοιτούν σε έναν «μαγικό» καθρέπτη που υποτίθεται ότι θα τους φανερώσει το πρόσωπο του μελλοντικού τους άντρα αν πρόκειται να παντρευτούν μέσα στον ίδιο χρόνο. Διαφορετικά θα πρέπει να περιμένουν μέχρι τον άλλο χρόνο κ.ο.κ.
2. Κάθε κορίτσι αφού βγάλει όλα της τα ρούχα μόνη της μέσα στο δωμάτιό της μπροστά σε έναν καθρέπτη ,πρέπει να πει : «Παίρνω τον καθρέπτη και τον θεό περικαλώ\Όποιος είναι της τύχης μου απόψε να τον διώ» και στην συνέχεια να βάλει τον καθρέπτη κάτω από το μαξιλάρι της και να προσπαθήσει να ονειρευτεί.
3. Μια λεκάνη γεμίζεται με νερό και την ώρα που μουρμουρίζεται ένα ξόρκι ρίχνεται μέσα σε αυτό λιωμένο μολύβι. Εάν το μολύβι απλωθεί επίπεδα τότε θα ευοδωθούν οι σκοποί αυτού που το έχυσε ,ενώ αν σχηματίσει βουνά θα συναντήσει δυσκολίες. Γενικότερα πάντως το σχήμα που θα πάρει το μολύβι έχει συμβολική σημασία: «Ένα κομμάτι μάλαμα θα ρίξω ‘ς το πηγάδι\Να καθαρέψει το νερό, να διώ ποιος θα με πάρει»
4. Το βράδυ του ΆϊΓιαννού μαζεύουν από μια πηγή νερό με απόλυτη σιωπή και για αυτό και το ονομάζουν το νερό αυτό αμίλητο ή βουβό νερό.Μέσα σε αυτό ρίχνουν το ασπράδι ενός αυγού και το αφήνουν έξω ανοιχτό στον αέρα όλη την νύχτα. Το άλλο πρωΐ κοιτάζουν τα σχήματα που παίρνει το ασπράδι (ισχύει και εδώ ό,τι και στο χυμένο μολύβι).
Η επίσημη πάντως τελετή είναι μια παράσταση στην οποία συμμετέχουν αγόρια , κορίτσια και παντρεμένοι άνδρες και γυναίκες .Αφού μαζευτούν όλοι σε ένα ορισμένο σημείο ,ένα παιδί μαζεύει από τους παρευρισκόμενους «σημάδια», δηλ. δαχτυλίδια ,κουμπιά, χάντρες κ.τ.λ., και τα βάζει όλα μαζί σε μια στάμνα στολισμένη με λουλούδια. Στον πάτο της στάμνας υπάρχει συνήθως ένα αγγούρι ή ένα κρεμμύδι ,πάνω από το οποίο πέφτουν τα σημάδια. Το κορίτσι που γέμισε την στάμνα, την πάει τώρα σε μια πηγή στολισμένη και αυτή με λουλούδια και την γεμίζει με νερό. Σε όλη την διάρκεια της διαδρομής δεν πρέπει να μιλάει καθόλου και να μην απαντάει σε κανέναν ,για αυτό και το στόμα της είναι κλεισμένο με ένα κόκκινο μαντήλι και μια «κλειδωνιά». Το νερό της στάμνας λέγεται βουβό ή αμίλητο και αφήνεται όλο το βράδυ «’ς την αστροφεγγιά ή ‘ς το ξάστερο». Σε περιοχές που δεν τηρείται απόλυτη σιωπή κατά το γέμισμα της στάμνας λέγονται τα παρακάτω τραγούδια:
Το άλλο πρωί βάζουν την στάμνα μέσα στο σπίτι και αφού τραγουδήσουν ένα παρόμοιο τραγούδι ,ρίχνουν ένα μαντήλι στα μάτια ενός αγοριού ,όσο το δυνατόν πιο μικρού και αθώου ,και το βάζουν να τραβήξει τα σημάδια λέγοντας:
«Τίνος σημάδι κη αν έβγει
Να πάη ‘ς τα Σέρρας μ’όλα τα καλά»
Μια γριά που ξέρει πολλά για τον κλήδονα αναλαμβάνει να σκαρώνει και από ένα δ’ιστιχο για κάθε σημάδι που ανασύρεται από την στάμνα ,το οποίο υποτίθεται ότι είναι προφητικό για τον ην μέλλοντα σύζυγο. Τελευταίο βγάζουν το αγγούρι το οποίο και τρώνε όλοι μαζί.
Ακόμα την ίδια μέρα οι χωρικοί της Μακεδονίας στολίζουν τα σπίτια τους και τα μαλλιά τους και τις ζώνες τους με λουλούδια τα οποία θεωρείται ότι έχουν θεραπευτικές ικανότητες. Τέλος ιδιαίτερα διαδεδομένο ήταν και το πήδημα της φωτιάς, στο οποίο «πηδούν τους ψύλλους», δηλ. οι άντρες κυρίως πηδούν πάνω από φωτιές που ανάβουν.
Τό Κλείδωμα*·'*
Μαζώνησθη, συνιάζησθη,
Γιά νά κλειδώσουμη τούν κλείδουνα Με τ’ Αϊγιαννιοϋ τούν κλείδουνα.
Ποιός ση φύτηφη, ποιός ση ποτιστή (δίς)
Κη μαράθκαν τά λουλούδια σ’;
Γρ’ά μη φύτηφη, γρ’ά μη πότιση Κη μαράθκαν τά λουλούδια μ’.
Θουμαη μτη θυ—, τη θυγατέρα σ’
Άλλουν νειό νά μην τη δώσης. (δίς)
Δούκηνά μ’, ήγώ την άρραοώνιασ’ (δίς)
Μ’ εναν Βούργαρου τζιλέπη (δίς)
Μέ έναν πώχ ’ τά χίλια πρόβατα,
Τά τρ’ακόσια δαμαλίδια.
ΙΟΥΛΙΟΣ: Ο μήνας αυτός είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τους γεωργούς καθώς ξεκινάει ο θερισμός και μαζεύουν τον πρώτο καρπό της χρονιάς.Για τον μήνα αυτόν λέγονται τα παρακάτω ρητά:
«Αλωνάρης τα’ αλωνίζει ,
κη ο Αύγουστος το ξεχωρίζει.»
«Έτσι το ‘χει το λινάρι
Ν’ανθή τον Αλωνάρη»
«Τζίτζηκας ελάλησε \Μαύρη ρώγα γυάλισε»
Με τον πρώτο καρπό οι γεωργοί της Μακεδονίας φτιάχνουν το «τζιτζηρόκλικο», μια άσπρη πίττα την οποία πηγαίνουν στη βρύση του χωριού ,την ραντίζουν με νερό και αφού ευχηθούν «ευτυχισμένη χρονιά» την μοιράζουν στους παρευρισκόμενους. Σύμφωνα με το έθιμο η πίττα πρόκειται για προσφορά στα τζιτζίκια ,ζουζούνια που μόλις έχουν εμφανιστεί ,γι’αυτό και τραγουδούν το παρακάτω τραγούδι:
«Λωνίζετε θερίζετε κη εμένα κλίκι κάνετε,
Και ρίξτε το’ ς τη βρύσι να πάω να το πάρω,
Να κάτσω να το φάω μαζί με τα παιδιά μου,
Να πέσω να πεθάνω.»
Τον μ’ηνα αυτόν γιορτάζουν πολλοί μεγάλοι άγιοι, με σημαντικότερο το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία στις 20 Ιουλίου. Στον Πολύγυρο της Χαλκιδικής από την μέρα αυτή μέχρι την 1 Σεπτεμβρίου πηδούν φωτιές ,ενώ ο άγιος θεωρείται και υπεύθυνος για τις βροχές και σχετίζεται με το έθιμο της Περπερούνας. Την επόμενη μέρα από αυτή του εθίμου σφάζουν 15-20 αρνιά, θυσία για να εξευμενίσουν τον Άγιο. Το έθιμο έχει ως εξής:
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ: Οι τρεις πρώτες μέρες αυτού του μήνα, μαζί με τις τρεις τελευταίες και όλες τις Τετάρτες και τις Παρασκευές είναι αφιερωμένες στις «Δρύμιαις» νεράιδες αντοίστιχες με τις αρχαίες Αμαδρυάδες και Ναϊάδες, που γιορτάζονται σαν θεότητες των νερών. Για αυτόν το λόγο το μπάνιο στην θάλασσα πρέπει να αποφεύγεται εκτός και αν ο κολυμβητής έχει μαζί του ένα καρφί ή κάτι σιδερένιο. Δρύμιαις συναντάμε και τον Μάρτιο μόνο που είναι αφιερωμένες στα δέντρα, γι’αυτό και υπάρχουν τα παρακάτω ρητά: «Ο Αύγουστος για τα πανιά ,κη ο Μάρτης για τα ξύλα»
«Τα’Αυγούστου η Δρύμαις ‘ς τα πανιά
Κη του Μαρτιού στα ξύλα»
Η μεγαλύτερη γιορτή αυτού του μήνα είναι η Κοίμησης της Θεοτόκου, της οποίας προηγείται μια δεκαπενθήμερη νηστεία. Την μέρα πριν από την έναρξή της ανάβουν πάλι φωτιές και πηδουν πάνω από αυτές, ενώ γίνεται και μια βραδιά κρέατος (Αποκρεά). Η απόδοση της εορτής γίνεται στις 23 του μηνός που είναι τα Εννιάμερα της Θεοτόκου, μέρα που γιορτάζουν με χορούς και πένθιμα τραγούδια.
Σαν μήνας ο Αύγουστος θεωρείται προάγγελος του χειμώνα και έτσι υπάρχουν τα ακόλουθα ρητά για αυτόν:
«Ο Αύγουστος επάτησε ‘ς την άκρα του χειμώνα.»
«Μαύρισε η ρώγα από το σταφύλι;
Ράχνιασ’ η καρδιά του καραβοκύρη.»
«Ο ήλιος του Μαϊούτα’Αυγούστου το φεγγάρι»
«Αύγουστε καλέ μου μήνα να ‘σουν δυο φορές το χρόνο.»
Επίσης ο καιρός του μήνα αυτού θεωρείται ενδεικτικός και τον καιρό ολόκληρου του χρόνου και πιο συγκεκριμένα έχουν καθοριστεί τα «μερομήνια», το ότι δηλ. οι καιρικές συνθήκες των 12 πρώτων ημερών του Αυγούστου είναι αντίστοιχες των καιρικών συνθηκών που θα επικρατούν τους ανάλογους μήνες.
ΙΟΥΝΙΟΣ : Από τον μήνα αυτό που ξεκινάει ο θερισμός οι δουλειές των αγροτών είναι τόσες πολλές που δεν περισεύει πολύς καιρός για γιορτές και πανηγύρια. Όπως και οι ίδιοι οι χωρικοί λένε : «Απ’ το θέρο ως της ελιές\Δεν απολείπουν οι δουλειές .
ΤΟΥ ΆΪ ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ: Η μεγαλύτερη γιορτή αυτού του μήνα είναι η γέννηση του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στις 24 Ιουνίου. Η γιορτή αυτή είναι συνδεδεμένη με μαντείες και άλλες δοξασίες σχετικές με τον γάμο των ανύπαντρων κυρίως κοριτσιών .Αναλυτικότερα,προσπαθούν με διάφορους τρόπους να μαντέψουν το πρόσωπο του γαμπρού αλλά και την ημερομηνία του γάμου τους με την βοήθεια διαφόρων τελετών και εθίμων ,όπως τα ακόλουθα:
1. Εκείνη ακριβώς την μέρα όλα τα κορίτσια μαζεύονται μέσα σε ένα συσκοτισμένο δωμάτιο και κοιτούν σε έναν «μαγικό» καθρέπτη που υποτίθεται ότι θα τους φανερώσει το πρόσωπο του μελλοντικού τους άντρα αν πρόκειται να παντρευτούν μέσα στον ίδιο χρόνο. Διαφορετικά θα πρέπει να περιμένουν μέχρι τον άλλο χρόνο κ.ο.κ.
2. Κάθε κορίτσι αφού βγάλει όλα της τα ρούχα μόνη της μέσα στο δωμάτιό της μπροστά σε έναν καθρέπτη ,πρέπει να πει : «Παίρνω τον καθρέπτη και τον θεό περικαλώ\Όποιος είναι της τύχης μου απόψε να τον διώ» και στην συνέχεια να βάλει τον καθρέπτη κάτω από το μαξιλάρι της και να προσπαθήσει να ονειρευτεί.
3. Μια λεκάνη γεμίζεται με νερό και την ώρα που μουρμουρίζεται ένα ξόρκι ρίχνεται μέσα σε αυτό λιωμένο μολύβι. Εάν το μολύβι απλωθεί επίπεδα τότε θα ευοδωθούν οι σκοποί αυτού που το έχυσε ,ενώ αν σχηματίσει βουνά θα συναντήσει δυσκολίες. Γενικότερα πάντως το σχήμα που θα πάρει το μολύβι έχει συμβολική σημασία: «Ένα κομμάτι μάλαμα θα ρίξω ‘ς το πηγάδι\Να καθαρέψει το νερό, να διώ ποιος θα με πάρει»
4. Το βράδυ του ΆϊΓιαννού μαζεύουν από μια πηγή νερό με απόλυτη σιωπή και για αυτό και το ονομάζουν το νερό αυτό αμίλητο ή βουβό νερό.Μέσα σε αυτό ρίχνουν το ασπράδι ενός αυγού και το αφήνουν έξω ανοιχτό στον αέρα όλη την νύχτα. Το άλλο πρωΐ κοιτάζουν τα σχήματα που παίρνει το ασπράδι (ισχύει και εδώ ό,τι και στο χυμένο μολύβι).
Η επίσημη πάντως τελετή είναι μια παράσταση στην οποία συμμετέχουν αγόρια , κορίτσια και παντρεμένοι άνδρες και γυναίκες .Αφού μαζευτούν όλοι σε ένα ορισμένο σημείο ,ένα παιδί μαζεύει από τους παρευρισκόμενους «σημάδια», δηλ. δαχτυλίδια ,κουμπιά, χάντρες κ.τ.λ., και τα βάζει όλα μαζί σε μια στάμνα στολισμένη με λουλούδια. Στον πάτο της στάμνας υπάρχει συνήθως ένα αγγούρι ή ένα κρεμμύδι ,πάνω από το οποίο πέφτουν τα σημάδια. Το κορίτσι που γέμισε την στάμνα, την πάει τώρα σε μια πηγή στολισμένη και αυτή με λουλούδια και την γεμίζει με νερό. Σε όλη την διάρκεια της διαδρομής δεν πρέπει να μιλάει καθόλου και να μην απαντάει σε κανέναν ,για αυτό και το στόμα της είναι κλεισμένο με ένα κόκκινο μαντήλι και μια «κλειδωνιά». Το νερό της στάμνας λέγεται βουβό ή αμίλητο και αφήνεται όλο το βράδυ «’ς την αστροφεγγιά ή ‘ς το ξάστερο». Σε περιοχές που δεν τηρείται απόλυτη σιωπή κατά το γέμισμα της στάμνας λέγονται τα παρακάτω τραγούδια:
Το άλλο πρωί βάζουν την στάμνα μέσα στο σπίτι και αφού τραγουδήσουν ένα παρόμοιο τραγούδι ,ρίχνουν ένα μαντήλι στα μάτια ενός αγοριού ,όσο το δυνατόν πιο μικρού και αθώου ,και το βάζουν να τραβήξει τα σημάδια λέγοντας:
«Τίνος σημάδι κη αν έβγει
Να πάη ‘ς τα Σέρρας μ’όλα τα καλά»
Μια γριά που ξέρει πολλά για τον κλήδονα αναλαμβάνει να σκαρώνει και από ένα δ’ιστιχο για κάθε σημάδι που ανασύρεται από την στάμνα ,το οποίο υποτίθεται ότι είναι προφητικό για τον ην μέλλοντα σύζυγο. Τελευταίο βγάζουν το αγγούρι το οποίο και τρώνε όλοι μαζί.
Ακόμα την ίδια μέρα οι χωρικοί της Μακεδονίας στολίζουν τα σπίτια τους και τα μαλλιά τους και τις ζώνες τους με λουλούδια τα οποία θεωρείται ότι έχουν θεραπευτικές ικανότητες. Τέλος ιδιαίτερα διαδεδομένο ήταν και το πήδημα της φωτιάς, στο οποίο «πηδούν τους ψύλλους», δηλ. οι άντρες κυρίως πηδούν πάνω από φωτιές που ανάβουν.
Τό Κλείδωμα*·'*
Μαζώνησθη, συνιάζησθη,
Γιά νά κλειδώσουμη τούν κλείδουνα Με τ’ Αϊγιαννιοϋ τούν κλείδουνα.
Ποιός ση φύτηφη, ποιός ση ποτιστή (δίς)
Κη μαράθκαν τά λουλούδια σ’;
Γρ’ά μη φύτηφη, γρ’ά μη πότιση Κη μαράθκαν τά λουλούδια μ’.
Θουμαη μτη θυ—, τη θυγατέρα σ’
Άλλουν νειό νά μην τη δώσης. (δίς)
Δούκηνά μ’, ήγώ την άρραοώνιασ’ (δίς)
Μ’ εναν Βούργαρου τζιλέπη (δίς)
Μέ έναν πώχ ’ τά χίλια πρόβατα,
Τά τρ’ακόσια δαμαλίδια.
ΙΟΥΛΙΟΣ: Ο μήνας αυτός είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τους γεωργούς καθώς ξεκινάει ο θερισμός και μαζεύουν τον πρώτο καρπό της χρονιάς.Για τον μήνα αυτόν λέγονται τα παρακάτω ρητά:
«Αλωνάρης τα’ αλωνίζει ,
κη ο Αύγουστος το ξεχωρίζει.»
«Έτσι το ‘χει το λινάρι
Ν’ανθή τον Αλωνάρη»
«Τζίτζηκας ελάλησε \Μαύρη ρώγα γυάλισε»
Με τον πρώτο καρπό οι γεωργοί της Μακεδονίας φτιάχνουν το «τζιτζηρόκλικο», μια άσπρη πίττα την οποία πηγαίνουν στη βρύση του χωριού ,την ραντίζουν με νερό και αφού ευχηθούν «ευτυχισμένη χρονιά» την μοιράζουν στους παρευρισκόμενους. Σύμφωνα με το έθιμο η πίττα πρόκειται για προσφορά στα τζιτζίκια ,ζουζούνια που μόλις έχουν εμφανιστεί ,γι’αυτό και τραγουδούν το παρακάτω τραγούδι:
«Λωνίζετε θερίζετε κη εμένα κλίκι κάνετε,
Και ρίξτε το’ ς τη βρύσι να πάω να το πάρω,
Να κάτσω να το φάω μαζί με τα παιδιά μου,
Να πέσω να πεθάνω.»
Τον μ’ηνα αυτόν γιορτάζουν πολλοί μεγάλοι άγιοι, με σημαντικότερο το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία στις 20 Ιουλίου. Στον Πολύγυρο της Χαλκιδικής από την μέρα αυτή μέχρι την 1 Σεπτεμβρίου πηδούν φωτιές ,ενώ ο άγιος θεωρείται και υπεύθυνος για τις βροχές και σχετίζεται με το έθιμο της Περπερούνας. Την επόμενη μέρα από αυτή του εθίμου σφάζουν 15-20 αρνιά, θυσία για να εξευμενίσουν τον Άγιο. Το έθιμο έχει ως εξής:
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ: Οι τρεις πρώτες μέρες αυτού του μήνα, μαζί με τις τρεις τελευταίες και όλες τις Τετάρτες και τις Παρασκευές είναι αφιερωμένες στις «Δρύμιαις» νεράιδες αντοίστιχες με τις αρχαίες Αμαδρυάδες και Ναϊάδες, που γιορτάζονται σαν θεότητες των νερών. Για αυτόν το λόγο το μπάνιο στην θάλασσα πρέπει να αποφεύγεται εκτός και αν ο κολυμβητής έχει μαζί του ένα καρφί ή κάτι σιδερένιο. Δρύμιαις συναντάμε και τον Μάρτιο μόνο που είναι αφιερωμένες στα δέντρα, γι’αυτό και υπάρχουν τα παρακάτω ρητά: «Ο Αύγουστος για τα πανιά ,κη ο Μάρτης για τα ξύλα»
«Τα’Αυγούστου η Δρύμαις ‘ς τα πανιά
Κη του Μαρτιού στα ξύλα»
Η μεγαλύτερη γιορτή αυτού του μήνα είναι η Κοίμησης της Θεοτόκου, της οποίας προηγείται μια δεκαπενθήμερη νηστεία. Την μέρα πριν από την έναρξή της ανάβουν πάλι φωτιές και πηδουν πάνω από αυτές, ενώ γίνεται και μια βραδιά κρέατος (Αποκρεά). Η απόδοση της εορτής γίνεται στις 23 του μηνός που είναι τα Εννιάμερα της Θεοτόκου, μέρα που γιορτάζουν με χορούς και πένθιμα τραγούδια.
Σαν μήνας ο Αύγουστος θεωρείται προάγγελος του χειμώνα και έτσι υπάρχουν τα ακόλουθα ρητά για αυτόν:
«Ο Αύγουστος επάτησε ‘ς την άκρα του χειμώνα.»
«Μαύρισε η ρώγα από το σταφύλι;
Ράχνιασ’ η καρδιά του καραβοκύρη.»
«Ο ήλιος του Μαϊούτα’Αυγούστου το φεγγάρι»
«Αύγουστε καλέ μου μήνα να ‘σουν δυο φορές το χρόνο.»
Επίσης ο καιρός του μήνα αυτού θεωρείται ενδεικτικός και τον καιρό ολόκληρου του χρόνου και πιο συγκεκριμένα έχουν καθοριστεί τα «μερομήνια», το ότι δηλ. οι καιρικές συνθήκες των 12 πρώτων ημερών του Αυγούστου είναι αντίστοιχες των καιρικών συνθηκών που θα επικρατούν τους ανάλογους μήνες.
Ήπειρος
Η βαρβαρίτσα
Όταν έπεφτε μεγάλη ξηρασία στους καλοκαιρινούς μήνες και κινδύνευαν τα σπαρτά να ξεραθούν οι κάτοικοι του χωριού κατάφευγαν στη λιτανεία, στις προσευχές και τα τάματα προς το Θεό και τους αγίους του. Την καλοκαιρινή αυτή Λιτανεία την ονόμαζαν Βαρβαρίτσα και σε άλλα μέρη της Ηπείρου περπερούνα.
Μερικοί άντρες νέοι, διάλεγαν αναμεταξύ τους έναν που να αντέχει στο κρύο νερό του έβγαζαν τα ρούχα και τον περιτύλιγαν με χελιδρονιές(αγράμπελη) για να μη φαίνεται η γύμνια του, ούτε να αναγνωρίζεται ποιος είναι από τους άλλους. Πλαισιωμένος από τους άλλους ο ντυμένος στα πράσινα περπατούσε στις αυλές των σπιτιών και τους δρόμους του χωριού τραγουδώντας όλοι μαζί τα λόγια:
Βαρβαρίτσα περπατεί/το Θεό παρακαλεί/για να ρίξει μια βροχή/μια βροχούλα σιγανή/για να γίνουν οι καρποί/να καρπίσουν τα χωράφια/και ν΄ανθίσουν τ΄αμπελάκια/τα σπαρτά μας να γιομίσουν/και τον κόσμο να πλουτίσουν.
Βρέξε, Θεέ μου, στη Λακκιά/για να γίνουν τα κουκιά/για να φάνε τα παιδιά/να γεμίσουν την κοιλιά/ /βρέξε, Θεέ μου στις Πλασιές/για να γίνουν οι φακές να τις τρων οι κοπελιές να γεμίζουν οι κοιλιές…
Τα στιχάκια αυτά τα προσάρμοζαν ανάλογα με τις επιθυμίες του νοικοκύρη του σπιτιού στο οποίο βρίσκονταν και τραγουδούσε η Βαρβαρίτσα για να τον ικανοποιήσουν περισσότερο. Μόλις η Βαρβαρίτσα έφτανε στην αυλή του σπιτιού, η νοικοκυρά έβγαινε με μια κανάτα γεμάτη νερό και καθώς τραγουδούσαν οι συνοδοί της Βαρβαρίτσας εκείνη περιέχυνε λίγο λίγο νερό στο κεφάλι της βαρβαρίτσας, ώσπου την άδειαζε ολόκληρη. Ύστερε έδινε κι ΄ενα φιλοδώρημα στην παρέα για τα ευχαριστήρια επειδή ζήτησε από το Θεό να βρέξει και γι΄αυτή. Το φιλοδώρημα ήταν αυγά, ή καρύδια, ή μύγδαλα, ή ότι άλλο είχε. Σταυροκοπιόταν κι εκείνη ενώνοντας έτσι την προσευχή της με εκείνη της Βαρβαρίτσας και τέλειωνε. Το ίδιο γινόταν και σε όλα τα σπίτια του χωριού.
Η Βαρβαρίτσα είναι αρχαιοελληνικό έθιμο, που διατηρήθηκε στα χρόνια μας διασχίζοντας δυόμιση χιλιάδες χρόνια. Αναφέρεται από το Σοφοκλή με τη λέξη πιπεριά και γινόταν τον Απρίλη στις μεγάλες ανομβρίες. Το αναφέρει κι ο Ηρόδοτος με το όνομα περφερέες ή περεφερέες .
Όταν έπεφτε μεγάλη ξηρασία στους καλοκαιρινούς μήνες και κινδύνευαν τα σπαρτά να ξεραθούν οι κάτοικοι του χωριού κατάφευγαν στη λιτανεία, στις προσευχές και τα τάματα προς το Θεό και τους αγίους του. Την καλοκαιρινή αυτή Λιτανεία την ονόμαζαν Βαρβαρίτσα και σε άλλα μέρη της Ηπείρου περπερούνα.
Μερικοί άντρες νέοι, διάλεγαν αναμεταξύ τους έναν που να αντέχει στο κρύο νερό του έβγαζαν τα ρούχα και τον περιτύλιγαν με χελιδρονιές(αγράμπελη) για να μη φαίνεται η γύμνια του, ούτε να αναγνωρίζεται ποιος είναι από τους άλλους. Πλαισιωμένος από τους άλλους ο ντυμένος στα πράσινα περπατούσε στις αυλές των σπιτιών και τους δρόμους του χωριού τραγουδώντας όλοι μαζί τα λόγια:
Βαρβαρίτσα περπατεί/το Θεό παρακαλεί/για να ρίξει μια βροχή/μια βροχούλα σιγανή/για να γίνουν οι καρποί/να καρπίσουν τα χωράφια/και ν΄ανθίσουν τ΄αμπελάκια/τα σπαρτά μας να γιομίσουν/και τον κόσμο να πλουτίσουν.
Βρέξε, Θεέ μου, στη Λακκιά/για να γίνουν τα κουκιά/για να φάνε τα παιδιά/να γεμίσουν την κοιλιά/ /βρέξε, Θεέ μου στις Πλασιές/για να γίνουν οι φακές να τις τρων οι κοπελιές να γεμίζουν οι κοιλιές…
Τα στιχάκια αυτά τα προσάρμοζαν ανάλογα με τις επιθυμίες του νοικοκύρη του σπιτιού στο οποίο βρίσκονταν και τραγουδούσε η Βαρβαρίτσα για να τον ικανοποιήσουν περισσότερο. Μόλις η Βαρβαρίτσα έφτανε στην αυλή του σπιτιού, η νοικοκυρά έβγαινε με μια κανάτα γεμάτη νερό και καθώς τραγουδούσαν οι συνοδοί της Βαρβαρίτσας εκείνη περιέχυνε λίγο λίγο νερό στο κεφάλι της βαρβαρίτσας, ώσπου την άδειαζε ολόκληρη. Ύστερε έδινε κι ΄ενα φιλοδώρημα στην παρέα για τα ευχαριστήρια επειδή ζήτησε από το Θεό να βρέξει και γι΄αυτή. Το φιλοδώρημα ήταν αυγά, ή καρύδια, ή μύγδαλα, ή ότι άλλο είχε. Σταυροκοπιόταν κι εκείνη ενώνοντας έτσι την προσευχή της με εκείνη της Βαρβαρίτσας και τέλειωνε. Το ίδιο γινόταν και σε όλα τα σπίτια του χωριού.
Η Βαρβαρίτσα είναι αρχαιοελληνικό έθιμο, που διατηρήθηκε στα χρόνια μας διασχίζοντας δυόμιση χιλιάδες χρόνια. Αναφέρεται από το Σοφοκλή με τη λέξη πιπεριά και γινόταν τον Απρίλη στις μεγάλες ανομβρίες. Το αναφέρει κι ο Ηρόδοτος με το όνομα περφερέες ή περεφερέες .
Σμύρνη
Τα καλοκαίρια μας στα Βουρλά:
Από την 1η Αυγούστου νηστεύαμε. Ούτε γάλα θα πίναμε ούτε θα τρώγαμε κρέας ή τυρί. Ήταν η πρώτη μέρα μιας πολύ αυστηρής νηστείας, που κρατούσε δεκαπέντε μέρες, μέχρι τη γιορτή της Παναγίας της Βουρλώτισας. Αυτή τη νηστεία την τιμούσαν όλοι ανεξαιρέτως, ακόμα κι όσοι τη Σαρακοστή -κυρίως οι νέοι- έκαναν και καμιά παρασπονδία. Όμως για τη νηστεία της Παναγίας, η συνείδησή μας μας κρατούσε και όχι η εκκλησία. Δε βάζαμε σιο στόμα μας ούτε καν λάδι και κρασί.
Αυτή την πρώτη εβδομάδα της νηστείας τη λέγαμε δρίματα. Κανείς δεν πήγαινε στη θάλασσα και, όταν λουζόταν ή έκανε μπάνιο, έριχνε ένα καρφί -ένα σίδερο, όπως λέγαμε-, γιατί έ-λεγαν πως ό,τι έβαζες στο νερό αυτές τις μέρες -ακόμα και τα ρούχα που πλέναμε- θα έλιωνε και θα φθειρόταν γρήγορα. Έξι μέρες κρατούσαν τα δρίματα και τις μέρες αυτές είχα¬με και τα ημερομηνία. Τι ήταν αυτά; Εκείνο τον καιρό δεν υπήρχε η Μετεωρολογική Υπηρεσία και οι προβλέψεις της. Οι ηλικιωμένοι, λοιπόν, είχαν αυτόν το ρόλο και τις προβλέψεις τους για τον καιρό όλου του χρόνου τις έκαναν αυτή την πρώτη εβδομάδα της νηστείας της Παναγίας. Το βράδυ, μόλις έβγαινε ο Αποσπερίτης, ένα μεγάλο άστρο, το πρώτο που βγαίνει μόλις νυχτώνει, οι γέροι κάθονταν στο ύπαιθρο και μελετούσαν τις γανίλες, δηλαδή τις σκιές που έκανε το άστρο γύρω του, κάτι γραμμωτά σύννεφα σαν του καπνού. Ανάλογα με τα σχήματα και με το πώς έβλεπαν το άστρο, έβγαζαν και τα συμπεράσματά τους για το τι καιρό θα έκανε το πρώτο εξάμηνο του χρόνου. Όσο για το τι μετεωρολογικά φαινόμενα θα είχαμε το δεύτερο εξάμηνο, συμβουλεύονταν ένα άλλο άστρο, τον Αυγερινό, το πρώτο άστρο που βγαίνει το ξημέρωμα, πριν ακόμα φωτίσει ο ήλιος, όσο είναι ορατό. Έξι μέρες παρακολουθούσαν οι γέροντες αυτά τα δύο άστρα και ήξεραν να μας πουν πότε έπρεπε ν’ απλώσουμε τη σουλτανιά ή τη ροζακιά σταφίδα, για να μη μας πιάσει βροχή και χαλάσει, ή πότε έπρεπε να κλαδέψουμε τ’ αμπέλια και να κάνουμε όλες τις αγροτικές δουλειές.
Οι «μετεωρολόγοι» μας παρακολουθούσαν, επίσης, το φεγ-γάρι. Το φεγγάρι ήταν πολύ σημαντικό για τις δουλειές μας. Στη χασοφεγγαριά, όπως λέγαμε, κανείς δεν έπρεπε να κάνει δουλειά, γιατί δε θα πρόκοβε. Οι ψαράδες δεν έριχναν τα δί-χτυα τους και οι έμποροι δεν έκαναν συναλλαγές. Πολύ συχνά άκουγες:
«Είδες το καινούριο φεγγάρι;»
«Όχι, είναι στο τέλος του».
«Ε, τότε περίμενε να βγει το καινούριο».
Όταν έβγαινε το νέο φεγγάρι, τις πρώτες τρεις μέρες οι άνθρωποι έβαζαν το χέρι τους στην παραδοσακούλα τους ή έπιαναν ό,τι χρυσό είχανε πάνω τους -βραχιόλια, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια-, γιατί πίστευαν ότι με τη γέμιση του φεγγαριού θα πήγαιναν οι δουλειές τους καλά και θα γέμιζαν χρυσάφι.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στη νηστεία. Στην εξοχή δεν είχαμε εκκλησίες, είχαμε όμως ξωκλήσια. Όλοι πήγαιναν κάθε πρωί, κι αν η εκκλησία δε λειτουργούσε, άναβαν τα καντήλια. Μέσα στ’ αφτιά μου έχω ακόμα τον ήχο από το σήμαντρο που καλούσε τους πιστούς στη λειτουργία. Στο αμπέλι του θείου μου του Νικόλα, που βρισκόταν στο ύψωμα, στην πλαγιά του λόφου, υπήρχε ένα σήμαντρο, δηλαδή ένα σίδερο κι ένα σφυρί, κι από το βράδυ άκουγες να το χτυπάνε. Έτσι ήξερες ότι έπρεπε πρωί πρωί να πας στην εκκλησία. Κάθε μέρα ερχόταν από το Κιλισμάνι ο παπάς του χωριού για να λειτουργήσει τους πιστούς. Μετά την εκκλησία, όλοι μαζεύονταν στα γύρω σπίτια να πιούνε τον καφέ τους και να φάνε πρωινό. Αν, μάλιστα, δεν είχαν δουλειές να κάνουν, κάθονταν όλη μέρα συζητώντας.
Μόλις τέλειωναν τα δρίματα, οι πρώτες έξι μέρες της νηστείας, ξαναρχίζαμε τα μπάνια στη θάλασσα. Στις παραλίες πηγαίναμε και το πρωί και το απόγευμα. Οι γυναίκες ντύνονταν πολύ ωραία, με μεταξωτούς μερχαμάδες στο κεφάλι, κάτι μακριές, πολύ ωραία στολισμένες μαντίλες σαν εσάρπες, έβαφαν το πρόσωπό τους με σουλμά -το μέικ απ της εποχής-, έπαιρναν τις ομπρέλες τους και πήγαιναν στην παραλία.
Τα παιδιά έφερναν μαζί τους στο μπάνιο καλαθάκια γεμάτα νηστίσιμα: πεταλίδες, μύδια, καβούρια, στρείδια, κυδώνια - θαλασσινά που δεν έχουν αίμα. Οι γαρίδες, οι σουπιές και τα χταπόδια θεωρούνται νηστίσιμα. Μέσα στα καλαθάκια τους υπήρχαν και μπουκαλάκια τρακοσάρια γεμάτα με ρακί με άρωμα μαστίχας, που τα έβαζαν σε τρύπες που έσκαβαν μέσα στην άμμο για να κρυώσουν, να γαλανίσουν. Μετά το μπάνιο, οι γυναίκες έστρωναν τραπέζι, όπου έβρισκαν σκιά, κι άρχιζε το φαγοπότι με τραγούδια, αστεία και γέλια. Τότε κατέβαιναν οι άντρες, που παραφύλαγαν με τα ντουφέκια τους στη δημοσιά, στον καροτσόδρομο, που ήταν πολυσύχναστος, για να μην πειράξει κανείς απ' αυτούς που έρχονταν από τη Σμύρνη ή τα Βουρλά τις γυναίκες.
Αφού όλοι έπιναν, έτρωγαν, αστειεύονταν και τραγουδούσαν, γύριζαν στα σπίτια τους και όλη η σκηνή επαναλαμβανόταν το απόγευμα και όλες τις υπόλοιπες μέρες.
Από την 1η Αυγούστου νηστεύαμε. Ούτε γάλα θα πίναμε ούτε θα τρώγαμε κρέας ή τυρί. Ήταν η πρώτη μέρα μιας πολύ αυστηρής νηστείας, που κρατούσε δεκαπέντε μέρες, μέχρι τη γιορτή της Παναγίας της Βουρλώτισας. Αυτή τη νηστεία την τιμούσαν όλοι ανεξαιρέτως, ακόμα κι όσοι τη Σαρακοστή -κυρίως οι νέοι- έκαναν και καμιά παρασπονδία. Όμως για τη νηστεία της Παναγίας, η συνείδησή μας μας κρατούσε και όχι η εκκλησία. Δε βάζαμε σιο στόμα μας ούτε καν λάδι και κρασί.
Αυτή την πρώτη εβδομάδα της νηστείας τη λέγαμε δρίματα. Κανείς δεν πήγαινε στη θάλασσα και, όταν λουζόταν ή έκανε μπάνιο, έριχνε ένα καρφί -ένα σίδερο, όπως λέγαμε-, γιατί έ-λεγαν πως ό,τι έβαζες στο νερό αυτές τις μέρες -ακόμα και τα ρούχα που πλέναμε- θα έλιωνε και θα φθειρόταν γρήγορα. Έξι μέρες κρατούσαν τα δρίματα και τις μέρες αυτές είχα¬με και τα ημερομηνία. Τι ήταν αυτά; Εκείνο τον καιρό δεν υπήρχε η Μετεωρολογική Υπηρεσία και οι προβλέψεις της. Οι ηλικιωμένοι, λοιπόν, είχαν αυτόν το ρόλο και τις προβλέψεις τους για τον καιρό όλου του χρόνου τις έκαναν αυτή την πρώτη εβδομάδα της νηστείας της Παναγίας. Το βράδυ, μόλις έβγαινε ο Αποσπερίτης, ένα μεγάλο άστρο, το πρώτο που βγαίνει μόλις νυχτώνει, οι γέροι κάθονταν στο ύπαιθρο και μελετούσαν τις γανίλες, δηλαδή τις σκιές που έκανε το άστρο γύρω του, κάτι γραμμωτά σύννεφα σαν του καπνού. Ανάλογα με τα σχήματα και με το πώς έβλεπαν το άστρο, έβγαζαν και τα συμπεράσματά τους για το τι καιρό θα έκανε το πρώτο εξάμηνο του χρόνου. Όσο για το τι μετεωρολογικά φαινόμενα θα είχαμε το δεύτερο εξάμηνο, συμβουλεύονταν ένα άλλο άστρο, τον Αυγερινό, το πρώτο άστρο που βγαίνει το ξημέρωμα, πριν ακόμα φωτίσει ο ήλιος, όσο είναι ορατό. Έξι μέρες παρακολουθούσαν οι γέροντες αυτά τα δύο άστρα και ήξεραν να μας πουν πότε έπρεπε ν’ απλώσουμε τη σουλτανιά ή τη ροζακιά σταφίδα, για να μη μας πιάσει βροχή και χαλάσει, ή πότε έπρεπε να κλαδέψουμε τ’ αμπέλια και να κάνουμε όλες τις αγροτικές δουλειές.
Οι «μετεωρολόγοι» μας παρακολουθούσαν, επίσης, το φεγ-γάρι. Το φεγγάρι ήταν πολύ σημαντικό για τις δουλειές μας. Στη χασοφεγγαριά, όπως λέγαμε, κανείς δεν έπρεπε να κάνει δουλειά, γιατί δε θα πρόκοβε. Οι ψαράδες δεν έριχναν τα δί-χτυα τους και οι έμποροι δεν έκαναν συναλλαγές. Πολύ συχνά άκουγες:
«Είδες το καινούριο φεγγάρι;»
«Όχι, είναι στο τέλος του».
«Ε, τότε περίμενε να βγει το καινούριο».
Όταν έβγαινε το νέο φεγγάρι, τις πρώτες τρεις μέρες οι άνθρωποι έβαζαν το χέρι τους στην παραδοσακούλα τους ή έπιαναν ό,τι χρυσό είχανε πάνω τους -βραχιόλια, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια-, γιατί πίστευαν ότι με τη γέμιση του φεγγαριού θα πήγαιναν οι δουλειές τους καλά και θα γέμιζαν χρυσάφι.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στη νηστεία. Στην εξοχή δεν είχαμε εκκλησίες, είχαμε όμως ξωκλήσια. Όλοι πήγαιναν κάθε πρωί, κι αν η εκκλησία δε λειτουργούσε, άναβαν τα καντήλια. Μέσα στ’ αφτιά μου έχω ακόμα τον ήχο από το σήμαντρο που καλούσε τους πιστούς στη λειτουργία. Στο αμπέλι του θείου μου του Νικόλα, που βρισκόταν στο ύψωμα, στην πλαγιά του λόφου, υπήρχε ένα σήμαντρο, δηλαδή ένα σίδερο κι ένα σφυρί, κι από το βράδυ άκουγες να το χτυπάνε. Έτσι ήξερες ότι έπρεπε πρωί πρωί να πας στην εκκλησία. Κάθε μέρα ερχόταν από το Κιλισμάνι ο παπάς του χωριού για να λειτουργήσει τους πιστούς. Μετά την εκκλησία, όλοι μαζεύονταν στα γύρω σπίτια να πιούνε τον καφέ τους και να φάνε πρωινό. Αν, μάλιστα, δεν είχαν δουλειές να κάνουν, κάθονταν όλη μέρα συζητώντας.
Μόλις τέλειωναν τα δρίματα, οι πρώτες έξι μέρες της νηστείας, ξαναρχίζαμε τα μπάνια στη θάλασσα. Στις παραλίες πηγαίναμε και το πρωί και το απόγευμα. Οι γυναίκες ντύνονταν πολύ ωραία, με μεταξωτούς μερχαμάδες στο κεφάλι, κάτι μακριές, πολύ ωραία στολισμένες μαντίλες σαν εσάρπες, έβαφαν το πρόσωπό τους με σουλμά -το μέικ απ της εποχής-, έπαιρναν τις ομπρέλες τους και πήγαιναν στην παραλία.
Τα παιδιά έφερναν μαζί τους στο μπάνιο καλαθάκια γεμάτα νηστίσιμα: πεταλίδες, μύδια, καβούρια, στρείδια, κυδώνια - θαλασσινά που δεν έχουν αίμα. Οι γαρίδες, οι σουπιές και τα χταπόδια θεωρούνται νηστίσιμα. Μέσα στα καλαθάκια τους υπήρχαν και μπουκαλάκια τρακοσάρια γεμάτα με ρακί με άρωμα μαστίχας, που τα έβαζαν σε τρύπες που έσκαβαν μέσα στην άμμο για να κρυώσουν, να γαλανίσουν. Μετά το μπάνιο, οι γυναίκες έστρωναν τραπέζι, όπου έβρισκαν σκιά, κι άρχιζε το φαγοπότι με τραγούδια, αστεία και γέλια. Τότε κατέβαιναν οι άντρες, που παραφύλαγαν με τα ντουφέκια τους στη δημοσιά, στον καροτσόδρομο, που ήταν πολυσύχναστος, για να μην πειράξει κανείς απ' αυτούς που έρχονταν από τη Σμύρνη ή τα Βουρλά τις γυναίκες.
Αφού όλοι έπιναν, έτρωγαν, αστειεύονταν και τραγουδούσαν, γύριζαν στα σπίτια τους και όλη η σκηνή επαναλαμβανόταν το απόγευμα και όλες τις υπόλοιπες μέρες.
Πόντος
Κερασινός (Ιούνιος)
Έρθεν ο Κερασινόν
τα κεράσα κοκκνών.
Την κερασινού ο ήλον
κοκκινίει σε άμον μήλον.
Έρθεν ο κερασινόν
έγκεν φύλλον πράσινον.
Ο μήνας αυτός ονομάσθηκε Κερασινός γιατί τότε ωρίμαζαν τα κεράσια Γι' αυτό λεγόταν οι στίχοι:
«Έρθεν και ο Κερασνόν, θαγν'νπαν τα κεράσσα,
ο ψύχον ήντναν πιάν', θα έρτ' απάν' ση ράχαν».
(Ήρθε και ο Ιούνιος θα ωριμάσουν τα κεράσια όποιον πιάσει η ελονοσία θα πέσει επάνω στη ράχη, δηλ θα πεθάνει).
Στις 24 Ιουνίου γιορτάζεται η μνήμη του Αγ. Ιωάννου, του ονομαζόμενου τ' Αεννί, τ' ηλετρουπί' ή ηλετρόπ' και σπάνια τ' ηλεοτρόφ, ίσως λόγω της τροπής του ηλίου μετά το θερινό ηλιοστάσιο. Την παραμονή το βράδυ άναβαν φωτιές και πηδούσαν επάνω απ' αυτές οι νέες και οι νέοι. Ο κλήδονας δεν ήταν πολύ γνωστός. Ανήμερα του Αγ. Ιωάννου κορίτσια και νεαροί έπαιρναν τρόφιμα και πήγαιναν εκδρομή σε κατάλληλο μέρος. Εκεί παρασκεύαζαν φαγητά και έπαιζαν τα κούκλας (κούκλες). Έτρωγαν σε κοινό τραπέζι, τραγουδούσαν και χόρευαν, όπως περίπου γίνεται και σήμερα στις εκδρομές. Έπαιζαν διάφορα παιγνίδια και αναπαράσταση γάμου με κούκλες. Την 24η Ιουνίου κάθε νοικοκυρά έβγαζε από τα σεντούκια της τα καλά ρούχα όλων των μελών της οικογενείας, καθώς και την προίκα των κοριτσιών της, και τα άπλωνε στον ήλιο νά ηλάσκουν, δηλαδή να ηλιασθούν για να μη τα προσβάλλει η θέσα ή σέθα (σκόρος).
Επίσης την ίδια ημέρα απειλούσαν τα μη καρποφορούντα δένδρα. εάν λ.χ. δένδρο οπωροφόρο δεν κρατούσε τα άνθη του και επομένως δεν καρποφορούσε, το απειλούσαν κουνώντας το τσεκούρι ότι θα το κόψουν από τη ρίζα. Έπειτα έκοπταν λίγη φλούδα και περιέδεναν τον κορμό του δένδρου με κόκκινη κλωστή.
Χορτοθέρτς (Ιούλιος)
Έρθεν κι ο Χορτοθέρτς έπαρ' το νιαγάνσ' σο χέρτς.
Ο Ιούλιος έλαβε το όνομα Χορτοθέρτς (ο) από το θερίζω χόρτα, γιατί είναι ο κατ' εξοχήν μήνας του θερισμού. Του αφιέρωσαν τους στίχους:
«Έρθεν και οΧορτοθέρτς, επαρ' το δρεπάν' 'ς σοχέρ' τσ'». «Ο Χορτοθέρτς φέρ' το θέρος, έρται και πάει με το γέλος».
Της Αγίας Κυριακής, 7 Ιουλίου, ετηρείτο αυστηρότατα αργία από φόβο τιμωρίας με φωτά. Γι' αυτό έλεγαν «να καίη σε τ' Αγίας Κερεκης τ' αψιμον» (φωτιά).
Της αγίας Παρασκευής, 26 Ιουλίου, πολλοί πάσχοντες από διάφορες ασθένειες μετέβαιναν στο παρεκκλήσιο της αγίας και ζητούσαν τη βοήθεά της. Έπειτα έπαιρναν από τ' ενδύματα τους ένα κομμάτι ύφασμα ή κουρέλι και το κρεμούσαν πάνω στο δένδρο που βρισκόταν κοντά στο παρεκκλήσι πιστεύοντας ότι άφηναν την ασθένεια πάνω στο δένδρο.
Την 27 Ιουλίου, γιορτή του Αγίου Παντελεήμονος, πολλοί ασθενείς προσέρχοταν οτο ναό του αγίου. «Όθεν κοτζοί και όθεν στραβοί'ς σον Αε-Παντελεήμον». Οι ταγμένοι για να τύχουν άμεσης βοήθειας μετέβαιναν για προσκύνηση του αγίου πεζοπορούντες και ανυπόδητοι.
Πίστευαν ότι όποια παντρευόταν τον Ιούλιο προσεβάλλετο από τις μάισσες (νεράιδες).
Άγουστος (Αύγουστος) Αύγουστον αλωνίζ
τον οικοκύρ' χαρεντερίζ'
Αύγουστον φέρ' τα αλώνα
και τελέν όλα τα πόνα
Ο Αύγουστος αποτελούσε το τέλος του καλοκαιριού και την αρχή του χειμώνα.
«Έπάτεσαμ' 'ς σονΑ^ουστον και 'ς ση χονί' την ακραν».
Για να μη βασκαθεί το λαμνίν, δηλαδή ο σωρός κοσκινισμένου σιταριού μέσα στο αλώνι, τοποθετούσαν επάνω σταυροειδώς δυο λεγμετέρχα(δακτλωτά φτυάρια λιχνίσματος).
Στη γιορτή της Μεταμορφώσεως, τ' Άε-Σωτήρας στις 6 του μηνός, ετηρείτο αυστηρή αργία. Και οι Τούρκοι του χωριού γιόρταζαν μαζί με τους χριστιανούς. Δεν δούλευαν και θεωρούσαν την ημέρα της Μεταμόρφωσης σαν ημέρα ολέθρου.
Έρθεν ο Κερασινόν
τα κεράσα κοκκνών.
Την κερασινού ο ήλον
κοκκινίει σε άμον μήλον.
Έρθεν ο κερασινόν
έγκεν φύλλον πράσινον.
Ο μήνας αυτός ονομάσθηκε Κερασινός γιατί τότε ωρίμαζαν τα κεράσια Γι' αυτό λεγόταν οι στίχοι:
«Έρθεν και ο Κερασνόν, θαγν'νπαν τα κεράσσα,
ο ψύχον ήντναν πιάν', θα έρτ' απάν' ση ράχαν».
(Ήρθε και ο Ιούνιος θα ωριμάσουν τα κεράσια όποιον πιάσει η ελονοσία θα πέσει επάνω στη ράχη, δηλ θα πεθάνει).
Στις 24 Ιουνίου γιορτάζεται η μνήμη του Αγ. Ιωάννου, του ονομαζόμενου τ' Αεννί, τ' ηλετρουπί' ή ηλετρόπ' και σπάνια τ' ηλεοτρόφ, ίσως λόγω της τροπής του ηλίου μετά το θερινό ηλιοστάσιο. Την παραμονή το βράδυ άναβαν φωτιές και πηδούσαν επάνω απ' αυτές οι νέες και οι νέοι. Ο κλήδονας δεν ήταν πολύ γνωστός. Ανήμερα του Αγ. Ιωάννου κορίτσια και νεαροί έπαιρναν τρόφιμα και πήγαιναν εκδρομή σε κατάλληλο μέρος. Εκεί παρασκεύαζαν φαγητά και έπαιζαν τα κούκλας (κούκλες). Έτρωγαν σε κοινό τραπέζι, τραγουδούσαν και χόρευαν, όπως περίπου γίνεται και σήμερα στις εκδρομές. Έπαιζαν διάφορα παιγνίδια και αναπαράσταση γάμου με κούκλες. Την 24η Ιουνίου κάθε νοικοκυρά έβγαζε από τα σεντούκια της τα καλά ρούχα όλων των μελών της οικογενείας, καθώς και την προίκα των κοριτσιών της, και τα άπλωνε στον ήλιο νά ηλάσκουν, δηλαδή να ηλιασθούν για να μη τα προσβάλλει η θέσα ή σέθα (σκόρος).
Επίσης την ίδια ημέρα απειλούσαν τα μη καρποφορούντα δένδρα. εάν λ.χ. δένδρο οπωροφόρο δεν κρατούσε τα άνθη του και επομένως δεν καρποφορούσε, το απειλούσαν κουνώντας το τσεκούρι ότι θα το κόψουν από τη ρίζα. Έπειτα έκοπταν λίγη φλούδα και περιέδεναν τον κορμό του δένδρου με κόκκινη κλωστή.
Χορτοθέρτς (Ιούλιος)
Έρθεν κι ο Χορτοθέρτς έπαρ' το νιαγάνσ' σο χέρτς.
Ο Ιούλιος έλαβε το όνομα Χορτοθέρτς (ο) από το θερίζω χόρτα, γιατί είναι ο κατ' εξοχήν μήνας του θερισμού. Του αφιέρωσαν τους στίχους:
«Έρθεν και οΧορτοθέρτς, επαρ' το δρεπάν' 'ς σοχέρ' τσ'». «Ο Χορτοθέρτς φέρ' το θέρος, έρται και πάει με το γέλος».
Της Αγίας Κυριακής, 7 Ιουλίου, ετηρείτο αυστηρότατα αργία από φόβο τιμωρίας με φωτά. Γι' αυτό έλεγαν «να καίη σε τ' Αγίας Κερεκης τ' αψιμον» (φωτιά).
Της αγίας Παρασκευής, 26 Ιουλίου, πολλοί πάσχοντες από διάφορες ασθένειες μετέβαιναν στο παρεκκλήσιο της αγίας και ζητούσαν τη βοήθεά της. Έπειτα έπαιρναν από τ' ενδύματα τους ένα κομμάτι ύφασμα ή κουρέλι και το κρεμούσαν πάνω στο δένδρο που βρισκόταν κοντά στο παρεκκλήσι πιστεύοντας ότι άφηναν την ασθένεια πάνω στο δένδρο.
Την 27 Ιουλίου, γιορτή του Αγίου Παντελεήμονος, πολλοί ασθενείς προσέρχοταν οτο ναό του αγίου. «Όθεν κοτζοί και όθεν στραβοί'ς σον Αε-Παντελεήμον». Οι ταγμένοι για να τύχουν άμεσης βοήθειας μετέβαιναν για προσκύνηση του αγίου πεζοπορούντες και ανυπόδητοι.
Πίστευαν ότι όποια παντρευόταν τον Ιούλιο προσεβάλλετο από τις μάισσες (νεράιδες).
Άγουστος (Αύγουστος) Αύγουστον αλωνίζ
τον οικοκύρ' χαρεντερίζ'
Αύγουστον φέρ' τα αλώνα
και τελέν όλα τα πόνα
Ο Αύγουστος αποτελούσε το τέλος του καλοκαιριού και την αρχή του χειμώνα.
«Έπάτεσαμ' 'ς σονΑ^ουστον και 'ς ση χονί' την ακραν».
Για να μη βασκαθεί το λαμνίν, δηλαδή ο σωρός κοσκινισμένου σιταριού μέσα στο αλώνι, τοποθετούσαν επάνω σταυροειδώς δυο λεγμετέρχα(δακτλωτά φτυάρια λιχνίσματος).
Στη γιορτή της Μεταμορφώσεως, τ' Άε-Σωτήρας στις 6 του μηνός, ετηρείτο αυστηρή αργία. Και οι Τούρκοι του χωριού γιόρταζαν μαζί με τους χριστιανούς. Δεν δούλευαν και θεωρούσαν την ημέρα της Μεταμόρφωσης σαν ημέρα ολέθρου.
Κύπρος
Οφείλει τ' ονομά του στη θεά Ήρα, τη γυναίκα του Δία που οι Ρωμαίοι την αποκαλούσαν Juno και τη γιόρταζαν την πρώτη μέρα αυτού του μήνα.
Στις 10 επίσης του Ιούνη οι αρχαίοι Έλληνες γιόρταζαν τη θεά Εστία, γιορτή που καθιέρωσαν αργότερα και οι Ρωμαίοι με το ίδιο σκεπτικό και με βάση το περιεχόμενο του μήνα, που είναι ο θερισμός - σιτάρι- αλεύρι- ψωμί, το πιο σημαντικό είδος διατροφής και για τους δυο λαούς.
Ο θερισμός λοιπόν ήταν η κύρια ασχολία των πρωτινών κατά τον μήνα Ιούνιο. Στα μεγάλα χωράφια και τα τσιφλίκια ο διαχωρισμός εργασίας και η κατανομή ευθυνών, ήταν αξιοθαύμαστη. Υπήρχε ο πρωταρκάτης που είχε το γενικό πρόσταγμα, οι θεριστές που χωρίζονταν σε δυο βασικές κατηγορίες, σε Βαρετούς και αλαυρούς - όπως τους στρατιώτες του αρχαίου κόσμου- και οι οποίοι είχαν από κοντά τους ραάριδες (μαθητευόμενους) και τέλος οι αγκαλιαρκές, οι γυναίκες που μάζευαν τα θερισμένα στάχυα, τα έδεναν δεμάτια και τα στοίβαζαν σε θημωνιές .
Κατά τη διάρκεια του θερισμού, οι εργάτες έπαιζαν διάφορα παιγνίδια, ενώ πολλές φορές ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες μέρες που ποθέριζαν, τις προσπάθειες τους συνόδευαν μουσικοί, λαουτάρης και βιολάρης, τους οποίους πλήρωναν τα αφεντικά.
Τα παιγνίδια των θεριστάδων είχαν διπλό στόχο. Από τη μια βοηθούσαν στη δημιουργία κλίματος εφορίας και από την άλλη αύξαναν την παραγωγικότητά τους.
Τα πιο γνωστά παιγνίδια από τα οποία προήλθε κι δημοφιλής χορός του δρεπανιού, ήταν το πάτημα και το παίξιμο - όπως τα αποκαλούσαν- του δρεπανιού.
Στο πάτημα του δρεπανιού, έπρεπε ο θεριστής να συγχρονίζεται με το ρυθμό της μουσικής και οι κινήσεις του, όταν θέριζε να είναι ένα μ' αυτόν.
Στο παίξιμο του δρεπανιού ο καθένας προσπαθούσε να ξεπεράσει τον άλλον σε κινήσεις δεξιότητας που σκοπό είχαν να εντυπωσιάσουν όσους παρακολουθούσαν και να αποδείξουν πόσο καλός και αποτελεσματικός ήταν με το δρεπάνι.
Ένα άλλο παιγνίδι, που είναι Πανελλήνιο και όπως πιστεύεται ανάγεται στους αρχαϊκούς χρόνους, ήταν του λαγού και του κυνηγού.
Ένας ελαφρύς θεριστής προχωρούσε θερίζοντας με ελικοειδείς κινήσεις προσπαθώντας να κρυφτεί μέσα στα στάχυα, παριστάνοντας το λαγό. Ένας άλλος από τους λεγάμενους βαρετούς, τον κυνηγούσε κατά πόδας προσπαθώντας να τον πετύχει σε κάποια στροφή. Ο νικημένος έπρεπε να κόψει λίγο το δάκτυλό του με το δρεπάνι για να τρέξει αίμα στη γη ως σπονδή, ευχαριστία για τους καρπούς της που πρόσφερε στους ανθρώπους.
Ανάλογες τελετές με ευχαριστίες προς τη θεά Εστία και τη μάνα γη έκαναν και οι αρχαίοι Έλληνες μετά το τέλος του θερισμού.
Μια άλλη Πανελλήνια συνήθεια που έχει κι αυτή αρχαϊκές ρίζες ήταν να αφήνουν αθέριστα σε μια άκρη του χωραφιού λίγα σπαρτά ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη σοδειά. Τα στάχυα αυτά, τα θέριζαν αργότερα άκληροι χωρικοί κι έτσι είχαν κι αυτοί τη δυνατότητα για λίγο ψωμί.
Στις 10 επίσης του Ιούνη οι αρχαίοι Έλληνες γιόρταζαν τη θεά Εστία, γιορτή που καθιέρωσαν αργότερα και οι Ρωμαίοι με το ίδιο σκεπτικό και με βάση το περιεχόμενο του μήνα, που είναι ο θερισμός - σιτάρι- αλεύρι- ψωμί, το πιο σημαντικό είδος διατροφής και για τους δυο λαούς.
Ο θερισμός λοιπόν ήταν η κύρια ασχολία των πρωτινών κατά τον μήνα Ιούνιο. Στα μεγάλα χωράφια και τα τσιφλίκια ο διαχωρισμός εργασίας και η κατανομή ευθυνών, ήταν αξιοθαύμαστη. Υπήρχε ο πρωταρκάτης που είχε το γενικό πρόσταγμα, οι θεριστές που χωρίζονταν σε δυο βασικές κατηγορίες, σε Βαρετούς και αλαυρούς - όπως τους στρατιώτες του αρχαίου κόσμου- και οι οποίοι είχαν από κοντά τους ραάριδες (μαθητευόμενους) και τέλος οι αγκαλιαρκές, οι γυναίκες που μάζευαν τα θερισμένα στάχυα, τα έδεναν δεμάτια και τα στοίβαζαν σε θημωνιές .
Κατά τη διάρκεια του θερισμού, οι εργάτες έπαιζαν διάφορα παιγνίδια, ενώ πολλές φορές ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες μέρες που ποθέριζαν, τις προσπάθειες τους συνόδευαν μουσικοί, λαουτάρης και βιολάρης, τους οποίους πλήρωναν τα αφεντικά.
Τα παιγνίδια των θεριστάδων είχαν διπλό στόχο. Από τη μια βοηθούσαν στη δημιουργία κλίματος εφορίας και από την άλλη αύξαναν την παραγωγικότητά τους.
Τα πιο γνωστά παιγνίδια από τα οποία προήλθε κι δημοφιλής χορός του δρεπανιού, ήταν το πάτημα και το παίξιμο - όπως τα αποκαλούσαν- του δρεπανιού.
Στο πάτημα του δρεπανιού, έπρεπε ο θεριστής να συγχρονίζεται με το ρυθμό της μουσικής και οι κινήσεις του, όταν θέριζε να είναι ένα μ' αυτόν.
Στο παίξιμο του δρεπανιού ο καθένας προσπαθούσε να ξεπεράσει τον άλλον σε κινήσεις δεξιότητας που σκοπό είχαν να εντυπωσιάσουν όσους παρακολουθούσαν και να αποδείξουν πόσο καλός και αποτελεσματικός ήταν με το δρεπάνι.
Ένα άλλο παιγνίδι, που είναι Πανελλήνιο και όπως πιστεύεται ανάγεται στους αρχαϊκούς χρόνους, ήταν του λαγού και του κυνηγού.
Ένας ελαφρύς θεριστής προχωρούσε θερίζοντας με ελικοειδείς κινήσεις προσπαθώντας να κρυφτεί μέσα στα στάχυα, παριστάνοντας το λαγό. Ένας άλλος από τους λεγάμενους βαρετούς, τον κυνηγούσε κατά πόδας προσπαθώντας να τον πετύχει σε κάποια στροφή. Ο νικημένος έπρεπε να κόψει λίγο το δάκτυλό του με το δρεπάνι για να τρέξει αίμα στη γη ως σπονδή, ευχαριστία για τους καρπούς της που πρόσφερε στους ανθρώπους.
Ανάλογες τελετές με ευχαριστίες προς τη θεά Εστία και τη μάνα γη έκαναν και οι αρχαίοι Έλληνες μετά το τέλος του θερισμού.
Μια άλλη Πανελλήνια συνήθεια που έχει κι αυτή αρχαϊκές ρίζες ήταν να αφήνουν αθέριστα σε μια άκρη του χωραφιού λίγα σπαρτά ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη σοδειά. Τα στάχυα αυτά, τα θέριζαν αργότερα άκληροι χωρικοί κι έτσι είχαν κι αυτοί τη δυνατότητα για λίγο ψωμί.
Θράκη
ΚΛΗΔΟΝΑΣ Η ΚΑΛΛΙΝΙΤΣΑ (ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ)
Στις 24 Ιουνίου, τη γιορτή του Άι-Γιάννη, στο Διδυμότειχο, γίνεται το έθιμο του κλήδονα. Την τελετή διοργανώνουν οι γυναίκες και δε συμμετέχουν οι άντρες. Το έθιμο είναι καθαρά ελληνικό, μ' όλο που το συναντάει κανείς και σε γειτονικούς λαούς (Τούρκους, Αλβανούς και Βουλγάρους) και έρχεται κατευθείαν από την αρχαιότητα. Η λέξη κλήδονας βγαίνει από το αρχαίο κληδών (η) που σημαίνει: οιωνός, μαντικό σημάδι, θεϊκή φωνή. Το είδος αυτό της μαντικής το συναντούμε στον Όμηρο (Οδύσσεια) αλλά και στον Παυσανία που γράφει ότι υπήρχε στη Σμύρνη και ιερόν κληδόνων. «Ν. Εγκ. Λ. Ήλιου». Αλλά και στους Βυζαντινούς συναντούμε το ίδιο έθιμο με την επωνυμία κληδονισμός που δε διαφέρει από το δικό μας κλήδονα.
α) Το αμίλητο νερό
Την παραμονή, του Άι-Γιαννιού μια ομάδα από τρία κορίτσια που πρέπει να είναι οπωσδήποτε ανύπαντρα, πηγαίνουν και παίρνουν νερό από τρία πηγάδια.
Όταν φτάσουν στο πρώτο πηγάδι, πηγαίνει το ένα από τα κορίτσια, βγάζει έναν κουβά νερό και ρίχνει μέρος απ' αυτό μέσα στο κανάτι που φέρνουν μαζί τους. Στο δεύτερο πηγάδι βγάζει νερό το δεύτερο κορίτσι και στο τελευταίο το τρίτο και όλα τούτα χωρίς να μιλούν μεταξύ τους, αλλά ούτε και στους άλλους που θα τύχει να συναντήσουν στο δρόμο τους.
Έτσι με την επίσκεψη και στο τελευταίοι πηγάδι κι αφού γεμίσουν το κανάτι τους, γυρίζουν στο σπίτι που θα μπει ο κλήδονας, φέρνοντας «το αμίλητο νερό».
β) Το κλείδωμα
Όμως, προτού κλείσει ο κλήδονας, τα ίδια κορίτσια γυρίζουν με το αμίλητο νερό σ' όλα τα σπίτια της γειτονιάς όπου γίνεται ο κλήδονας και καθεμιά που θέλει να πάρει μέρος στον κλήδονα, ρίχνει μέσα στο κανάτι με το νερό ένα δικό της σημάδι. Το σημάδι αυτό μπορεί να είναι ένα δαχτυλίδι, μια καρφίτσα, ένα σταυρουδάκι, ένα κουμπί κ.τ.λ. Πράγματα, μικροκαμωμένα και όχι μεγάλης αξίας. Όταν και η διαδικασία τούτη πάρει τέλος, οι κοπέλες επιστρέφουν στη βάση τους και παραδίνουν το δοχείο μ' όλο το περιεχόμενο του σε τρεις νιόπαντρες τώρα. Αυτές παίρνουν το δοχείο με τ' αμίλητο νερό (στο μεταξύ έχει νυχτώσει), πηγαίνουν, το βάζουν κάτω από μια τριανταφυλλιά, το κλειδώνουν με μια κλειδωνιά, το σκεπάζουν καλά-καλά με ένα πανί κι υστέρα τ' αφήνουν και φεύγουν. Την άλλη μέρα κατά το απογευματάκι θα γυρίσουν να το ανοίξουν.
Εκεί θα μείνει όλη τη νύχτα για να κατεβούν οι Μοίρες να το μοιράνουν.
γ) Το άνοιγμα
Το άνοιγμα του κλήδονα είναι σωστό πανηγύρι. Τ' απόγεμα κι ανήμερα τ' Άι-Γιαννιού, όλα τα κορίτσια της γειτονιάς πάνε και στριμώχνονται γύρω από τον κλήδονα και περιμένουν μ' αγωνία ν' ανοίξει. Ν' ανοίξει ο κλήδονας, ν' ακούσουνε το ριζικό τους.
Από τη συγκέντρωση δεν απουσιάζουν οι παντρεμένες, μα και οι γριές ακόμα. Ο άνθρωπος βλέπεις, δεν είναι ποτέ ευχαριστημένος, από την τύχη του. Πάντα γυρεύει κάτι καλύτερο.
Η ατμόσφαιρα είναι βαριά. Στα πρόσωπα όλων απλώνεται η αγωνία της προσμονής και γύρω στα πράγματα και στο χώρο, μια ησυχία θανατερή. Η στιγμή είναι κρίσιμη. Η αναπνοή σου πιάνεται. Και τότε μέσα στην καταπληκτική τούτη σιωπή ακούγεται το δίστιχο:
Ανοίξετε τον κλήδονα και στρώστε τα βελούδα,
για να περάσ' ο βασιλιάς με τη βασιλοπούλα.
Τέλειωσε! Ο κλήδονας ξεκλειδώθηκε, ο κλήδονας άνοιξε. Τώρα η καρδιά θηλυκώνεται περισσότερο. Όλοι περιμένουν ν' ακούσουν αυτό που οι μοίρες έγραψαν γι' αυτούς και για τους άλλους την περασμένη νύχτα.
Ένα κοριτσάκι ίσαμε 9 ή 10 χρόνων, θα γίνει ο αντιλαλητής του κλήδονα. Κάτω από το μικρό του χεράκι θα κρεμαστούν με ψιλή κλωστή οι καρδιές όλων των συγκεντρωμένων.
Ας δούμε όμως τί γίνεται με το παιδί. Το ντύνουν νυφιάτικα, το στολίζουν, καλά-καλά και το καθίζουν μπροστά στον κλήδονα με πλάι του έναν καθρέφτη. Το κοριτσάκι, η Καλλινίτσα όπως το λένε, δε θα κάνει τίποτ' άλλο από το να χώνει το μικρό του χεράκι κάτω από το πανί μέσα στο κανάτι (χωρίς μιλιά πάντα και κοιτάζοντας στον καθρέφτη) και να πιάνει κάθε φορά κι από ένα σημάδι.
Στο μεταξύ οι γυναίκες και τα κοριτσόπουλα, έχουν κάνει ένα κύκλο γύρω από την Καλλινίτσα και περιμένουν τη σειρά τους να πουν το στιχάκι τους. Και να πως γίνεται αυτό. Την ώρα που το παιδί πάει να βγάλει το σημάδι απ7 το κανάτι, μια από τις γυναίκες απαγγέλει ένα σιιχάκι που έχει θέση χρησμού. Εκείνη τη στιγμή, τα μάτια όλων είναι καρφωμένα στο χέρι του παιδιού. Σε λίγο το σημάδι φανερώνεται. Το παίρνει η κάτοχος του και όλοι ξέρουν πως το στιχάκι (χρησμός) που ειπώθηκε, ήταν γι' αυτήν.
Η ίδια διαδικασία επαναλαμβάνεται και για τα υπόλοιπα σημάδια των άλλων γυναικών. Κι όλα τούτα γύρω από τον κλήδονα.
Αλλά τη μέρα του Άι-Γιαννιού και σε πολλά άλλα τεχνάσματα καταφεύγουν τα κορίτσια μας, προκειμένου να εκμαιεύσουν για λογαριασμό τους ένα καλό χρησμό.
δ) Το ποτήρι και η βέρα
Όταν τελειώσει ο κλήδονας, παίρνουν ένα ποτήρι νερό και μια από τις παρευρισκόμενες κοπέλες το κρατάει πάνω στην ανοιχτή της παλάμη χωρίς να το κουνάει. Ύστερα πιάνουν μια βέρα και την κρεμάνε με μια τρίχα του κεφαλιού της, πάνω ακριβώς από το ποτήρι. Μια άλλη κοπέλα κρατάει μετέωρητη βέρα λίγο πιο πάνω από την επιφάνεια του νερού του ποτηριού, που ας σημειωθεί είναι κοντόγιομο.
Αν τώρα η βέρα, που δεν πρέπει να την κουνάει αυτή που τη βαστάει στο χέρι, μετακινηθεί από μόνη της και χτυπήσει στα χείλια του ποτηριού, θα γίνει εκείνο που 'χει στο νου της αυτή για την οποία τελείται το μυστήριο.
ε) Το πιάτο
Ένα άλλο τέχνασμα για να μάθει κανένας αυτά που η μοίρα του επιφυλάσσει, είναι και το πιάτο με το φύλλο του βασιλικού.
Γεμίζουν λοιπόν ένα πιάτο με νερό και το κρατάνε τρία κορίτσια μαζί, με το ένα δάχτυλο του χεριού τους, έτσι που να μη γέρνει ούτε δεξιά ούτε αριστερά.
Έπειτα, ρίχνουν μέσα στο πιάτο ένα φυλλαράκι, ένα μικρό φύλλο βασιλικό, ή κάποιο πράμα που να επιπλέει στο νερό.
Αν τώρα το φυλλαράκι που βρίσκεται μέσα στο πιάτο κάνει ένα γύρο στο νερό από μόνο του, τότε θα γίνει αυτό που έχουμε στο μυαλό μας.
στ) Το πηγάδι και ο καθρέφτης
Ένας ακόμα τρόπος να εκβιάσουν οι νέες τη μοίρα τους να τους φανερώσει τα μυστικά της, είναι και ο παρακάτω:
Τη μέρα του Άι-Γιάννη, το μεσημέρι στις δώδεκα ακριβώς, παίρνουν ένα άσπρο ή κόκκινο πανί κι έναν καθρέφτη και πηγαίνουν σ' ένα πηγάδι.
Η νέα που θέλει να μάθει ποιος θα γίνει ταίρι της, σκύβει στο χείλος του πηγαδιού κρατώντας δίπλα στο μέτωπο της τον καθρέφτη με την όψη του στραμμένη προς το νερό. Εκεί σκυμμένη όπως είναι, τη σκεπάζουν καλά με το πανί και την αφήνουν να δει. Να δει αυτό που τόσο λαχταράει η καρδούλα της.
Εκείνη τότε απομονωμένη από τον έξω κόσμο και βυθισμένη στο μισόφωτο που δημιουργείται, καθώς το πανί σκεπάζει μαζί μ' αυτήν κι όλο το άνοιγμα του πηγαδιού, ρίχνει επίμονα το βλέμμα της στον καθρέφτη, χωρίς να μιλάει, αναζητώντας το ποθητό είδωλο. Κι αυτό γιατί τ' αγαπημένο πρόσωπο που θα σχηματιστεί στο νερό θα καθρεφτιστεί στο γυαλί και εκεί θα το δει ξεκάθαρα κι έτσι θα βεβαιωθεί για την αγάπη του.
Με τον ίδιο τρόπο, όσοι θέλουν, μπορούν να δουν πρόσωπα αγαπημένα που είναι χαμένα ή πεθαμένα από καιρό και να επικοινωνήσουν μαζί τους.
ζ) Στιχάκια του κλήδονα
1
Ανοίξετε, τον κλήδονα
του Άι-Γιαννιού τη χάρη
κι όποιο είναι καλορίζικο
τώρα θε να προβάλλει.
2
Σαν τί τραγούδι να σου πω
κόρη μου να σ' αρέσει,
που έχεις αγγελικό κορμί
και δαχτυλίδι μέση.
3
Στον κλήδονα σου έβαλα
για να σε κριτικάρω,
πρώτα να δω τη γνώμη σου
κι ύστερα να σε πάρω.
4
Για δες κορμί ανάλατο,
για δες κεφάλι πλένιο
για δες ένα ανάστημα
που μοιάζει με μελένιο.
5
Για δες πως με κατάντησες
έτσι να καταντήσεις,
το αίμα μου να πιεις νερό
κι έτσι να ξεψυχήσεις.
-ΠΙΡΠΙΡΟΥΝΑ-
Το έθιμο της πιρπιρούνας ανήκει στην κατηγορία των φυτομορφικών μεταμφιέσεων, όπου κυριαρχεί το στόλισμα με λουλούδια. Κατά τον Στίλπωνα Κυριακίδη (Κυριακίδης, 1990, σ.15), αποτελεί πανάρχαιο έθιμο, το οποίο συνδέεται με την πρόκληση βροχής σε περιόδους ανομβρίας, ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες.
Κατά την τέλεση της πιρπιρούνας μαζεύονται όλα τα παιδιά του χωριού και σκέπαζαν ένα κορίτσι ή ένα αγόρι με χόρτα και λουλούδια, το επονομαζόμενο «περπερίτσα». Ακολούθως γυρνούσαν όλο το χωριό τραγουδώντας την παράκληση προς τον Θεό για βροχή και περιβρέχανε κάθε κοπέλα και διαβάτη που θα συναντούσαν. Όταν άδειαζε το νερό από το μπακίρι τους, το ξαναγέμιζαν από εκείνο που φύλαγαν στα διάφορα σπίτια. Στη διαδρομή και στην επίσκεψη των σπιτιών, φαίνεται πως οι κοπέλες μάζευαν και φιλοδωρήματα από τις σπιτονοικοκυρές, γιατί η μια απ' αυτές κρατούσε και το απαραίτητο δισάκι, όπως μας πληροφορεί ο Ιωάννης Μακριώτης στο μελέτημα του «Ήθη, έθιμα και προλήψεις του χωριού Ευκαρίου». Κατά τον Δημήτριο Λουκάτο, όπως μας παραθέτει Μελέτιος Θεοφίλου (Θεοφίλου, 1983, σ.81): «το έθιμο της περπερούνας είναι είδος αγερμού, που γίνεται για το κοινό παραγωγικό καλό». Στο Ευκάριο συναντούμε το παρακάτω τραγούδι της Περπερούνας ή Περπερούγκας, όπως το ονόμαζαν οι κάτοικοι του χωριού:
«Περπερούγκα τριγυρίζει
μέσα στο χωριό γυρίζει
Τον Θεό παρακαλεί
για να βρέξει μια βροχή
Για να γίνει το κριθάρι
το κριθάρι το σιτάρι
Και το όψιμο κεχρί
για να κάμουμε ψωμί
Να το φαν τα ορφανά
τα ορφανά και τα φτωχά.»
Κατά τη Σταμούλη-Σαραντή (Σταμούλη-Σαραντή, 1939, σ.23) Τζετώ Ανατολικής Θράκης: «…για να βρέχει τον Απρίλη, την Πρωταπριλιά έκαμναν περπερίτσα. Ένα μικρό κορίτσι το σκέπαζαν με λάπατα απ' το κεφάλι ως τα πόδια και το έτρεχαν το πρωί στα σπίτια. Η περπερίτσα χόρευε και τα παιδιά τραγουδούσανε: "Περπερίτσα περπατούν τον Θεόν περικαλούν...».
Στοιχεία της Περπερούνας συναντάμε και στα έθιμα των Πετρινών-Σκοπελινών και άλλων Θρακών αγροτών, που κατοικούσαν στην περιφέρεια εκείνη, λέγοντάς την και ως Πιπερούγκα.
Αναφέρονται μερικοί στίχοι από το τραγούδι που τραγουδούσαν τα κορίτσια :
«Πιρπιρούνα τριγυρίζει μέσα στο χωριό γυρίζει
Τον θεό παρακαλεί για να βρέξει μια βροχή
Για να γίνει το κριθάρι το κριθάρι το σιτάρι
Και το όψιμο κεχρί για να κάμομε ψωμί
Να το φάν’ τα ορφανά τα ορφανά και τα φτωχά.»
Παρατίθεται περιγραφή του εθίμου από κάτοικο της Πέτρας σε τοπικό ιδίωμα:
«…Όντε δεν έβρεχε στο χωριό, μαζεύντανα καμνιά δεκαπενταριά κορίτσια μέχρι δεκα- πέντε χρονών, έπαιρνανα ένα ορφανό κορίτ΄πε κει πε το χωριό και το άλλαζανα πε τα παλιά τα ρούχα. Το στόλζανα ύστερα λογιώ-λογιώ λουλούδια και άλλα χορτάρια, λαπατσούρες, τσουκνίδες, μολόχια, παπαδίτσες, κατιτζίδες (παπαρούνες). Το αλλαγμένο το κορίτσι το έλεγανα πιπερούγκα, έντρεχανα σε γούλα τα σπίτια τη χωριού πε τόνα στ’ άλλο. Εκεί τραγουδούσανα βαρειά βαρειά, όχ’ λήγορα, και χόρευγανα. Το τραγούδ’ ήλεγε:
βρέξε, βρέξε πιπερού να χορτάσνα οι φτωχοί
να κατέβει το τσαρσί, κάθε στάχυ και κιλό
να φτηναίνει το ψωμί κάθε βέργα και ληνό
Η πιπερούγκα με μνιά κίτκα (μπουκέτο) πε λουλούδια που είχε στο χέρ’ έπειρνε νερό πε
το μπακίρ’ που κρατούσε άλλο κορίτ’ και φώτζε (έβρεχε με το αγίασμα αυτό) το
νοικοκύρ’ και τη νοικοκυρά τη σπιτιού. Ο καθένας νοικοκύρ’σ ή νοικοκυρά έδινανα
αλεύρ’, κανένα αβγό ή ότι άλλο είχανα. Τα κορίτσια τα έπαιρνανα και τα εβάζανα μέσα
στο ντορβά και στο καλάθ’. ‘Υστερα γύριζανά και τα μοίραζανά στις φτωχές γυναίκες τη
χωριού. ‘Αμα έλα (ήθελε) βγεί η πεπερούγκα κι’ ‘υστερα έβρεχε»
Στην Αίγειρο Ροδόπης, όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία,
όπως μας αναφέρει η Μαρούλα Ισπιρίδου: «Μετά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας
στην Εκκλησία, ο ιερέας με τα εξαπτέρυγα επικεφαλής μιας μεγάλης πομπής κατοίκων,
που κρατούσαν αναμμένες λαμπάδες, περιφέρονταν στα χωράφια και έψαλλαν.
Σταματούσαν κατά διαστήματα, γονάτιζαν, προσεύχονταν, ικέτευαν. Όταν επέστρεφαν
στο χωριό, οι νέες στόλιζαν μια κοπέλα με λουλούδια (ήταν η Περπέρω) και γύριζαν σ’
όλο το χωριό, ραντίζοντας μ’ ένα μάτσο βασιλικό τους δρόμους τραγουδώντας:
«Περπέρω, δροσέρω, βρέξε Θε μου, στάξε Θε μου,
Για να γίνουν τα σιτάρια, για να γίνουν τα κριθάρια, για να γίνουν και τ’ αμπέλια»
Το έθιμο το συναντούμε στον Έβρο και με την ονομασία «Ντόντουλος» ή
«Ντόντολα». Στην ελληνική αρχαιότητα, όπως μας περιγράφει ο Κώστας Θρακιώτης
(Θρακιώτης, 1991, σ.182):
Στις 24 Ιουνίου, τη γιορτή του Άι-Γιάννη, στο Διδυμότειχο, γίνεται το έθιμο του κλήδονα. Την τελετή διοργανώνουν οι γυναίκες και δε συμμετέχουν οι άντρες. Το έθιμο είναι καθαρά ελληνικό, μ' όλο που το συναντάει κανείς και σε γειτονικούς λαούς (Τούρκους, Αλβανούς και Βουλγάρους) και έρχεται κατευθείαν από την αρχαιότητα. Η λέξη κλήδονας βγαίνει από το αρχαίο κληδών (η) που σημαίνει: οιωνός, μαντικό σημάδι, θεϊκή φωνή. Το είδος αυτό της μαντικής το συναντούμε στον Όμηρο (Οδύσσεια) αλλά και στον Παυσανία που γράφει ότι υπήρχε στη Σμύρνη και ιερόν κληδόνων. «Ν. Εγκ. Λ. Ήλιου». Αλλά και στους Βυζαντινούς συναντούμε το ίδιο έθιμο με την επωνυμία κληδονισμός που δε διαφέρει από το δικό μας κλήδονα.
α) Το αμίλητο νερό
Την παραμονή, του Άι-Γιαννιού μια ομάδα από τρία κορίτσια που πρέπει να είναι οπωσδήποτε ανύπαντρα, πηγαίνουν και παίρνουν νερό από τρία πηγάδια.
Όταν φτάσουν στο πρώτο πηγάδι, πηγαίνει το ένα από τα κορίτσια, βγάζει έναν κουβά νερό και ρίχνει μέρος απ' αυτό μέσα στο κανάτι που φέρνουν μαζί τους. Στο δεύτερο πηγάδι βγάζει νερό το δεύτερο κορίτσι και στο τελευταίο το τρίτο και όλα τούτα χωρίς να μιλούν μεταξύ τους, αλλά ούτε και στους άλλους που θα τύχει να συναντήσουν στο δρόμο τους.
Έτσι με την επίσκεψη και στο τελευταίοι πηγάδι κι αφού γεμίσουν το κανάτι τους, γυρίζουν στο σπίτι που θα μπει ο κλήδονας, φέρνοντας «το αμίλητο νερό».
β) Το κλείδωμα
Όμως, προτού κλείσει ο κλήδονας, τα ίδια κορίτσια γυρίζουν με το αμίλητο νερό σ' όλα τα σπίτια της γειτονιάς όπου γίνεται ο κλήδονας και καθεμιά που θέλει να πάρει μέρος στον κλήδονα, ρίχνει μέσα στο κανάτι με το νερό ένα δικό της σημάδι. Το σημάδι αυτό μπορεί να είναι ένα δαχτυλίδι, μια καρφίτσα, ένα σταυρουδάκι, ένα κουμπί κ.τ.λ. Πράγματα, μικροκαμωμένα και όχι μεγάλης αξίας. Όταν και η διαδικασία τούτη πάρει τέλος, οι κοπέλες επιστρέφουν στη βάση τους και παραδίνουν το δοχείο μ' όλο το περιεχόμενο του σε τρεις νιόπαντρες τώρα. Αυτές παίρνουν το δοχείο με τ' αμίλητο νερό (στο μεταξύ έχει νυχτώσει), πηγαίνουν, το βάζουν κάτω από μια τριανταφυλλιά, το κλειδώνουν με μια κλειδωνιά, το σκεπάζουν καλά-καλά με ένα πανί κι υστέρα τ' αφήνουν και φεύγουν. Την άλλη μέρα κατά το απογευματάκι θα γυρίσουν να το ανοίξουν.
Εκεί θα μείνει όλη τη νύχτα για να κατεβούν οι Μοίρες να το μοιράνουν.
γ) Το άνοιγμα
Το άνοιγμα του κλήδονα είναι σωστό πανηγύρι. Τ' απόγεμα κι ανήμερα τ' Άι-Γιαννιού, όλα τα κορίτσια της γειτονιάς πάνε και στριμώχνονται γύρω από τον κλήδονα και περιμένουν μ' αγωνία ν' ανοίξει. Ν' ανοίξει ο κλήδονας, ν' ακούσουνε το ριζικό τους.
Από τη συγκέντρωση δεν απουσιάζουν οι παντρεμένες, μα και οι γριές ακόμα. Ο άνθρωπος βλέπεις, δεν είναι ποτέ ευχαριστημένος, από την τύχη του. Πάντα γυρεύει κάτι καλύτερο.
Η ατμόσφαιρα είναι βαριά. Στα πρόσωπα όλων απλώνεται η αγωνία της προσμονής και γύρω στα πράγματα και στο χώρο, μια ησυχία θανατερή. Η στιγμή είναι κρίσιμη. Η αναπνοή σου πιάνεται. Και τότε μέσα στην καταπληκτική τούτη σιωπή ακούγεται το δίστιχο:
Ανοίξετε τον κλήδονα και στρώστε τα βελούδα,
για να περάσ' ο βασιλιάς με τη βασιλοπούλα.
Τέλειωσε! Ο κλήδονας ξεκλειδώθηκε, ο κλήδονας άνοιξε. Τώρα η καρδιά θηλυκώνεται περισσότερο. Όλοι περιμένουν ν' ακούσουν αυτό που οι μοίρες έγραψαν γι' αυτούς και για τους άλλους την περασμένη νύχτα.
Ένα κοριτσάκι ίσαμε 9 ή 10 χρόνων, θα γίνει ο αντιλαλητής του κλήδονα. Κάτω από το μικρό του χεράκι θα κρεμαστούν με ψιλή κλωστή οι καρδιές όλων των συγκεντρωμένων.
Ας δούμε όμως τί γίνεται με το παιδί. Το ντύνουν νυφιάτικα, το στολίζουν, καλά-καλά και το καθίζουν μπροστά στον κλήδονα με πλάι του έναν καθρέφτη. Το κοριτσάκι, η Καλλινίτσα όπως το λένε, δε θα κάνει τίποτ' άλλο από το να χώνει το μικρό του χεράκι κάτω από το πανί μέσα στο κανάτι (χωρίς μιλιά πάντα και κοιτάζοντας στον καθρέφτη) και να πιάνει κάθε φορά κι από ένα σημάδι.
Στο μεταξύ οι γυναίκες και τα κοριτσόπουλα, έχουν κάνει ένα κύκλο γύρω από την Καλλινίτσα και περιμένουν τη σειρά τους να πουν το στιχάκι τους. Και να πως γίνεται αυτό. Την ώρα που το παιδί πάει να βγάλει το σημάδι απ7 το κανάτι, μια από τις γυναίκες απαγγέλει ένα σιιχάκι που έχει θέση χρησμού. Εκείνη τη στιγμή, τα μάτια όλων είναι καρφωμένα στο χέρι του παιδιού. Σε λίγο το σημάδι φανερώνεται. Το παίρνει η κάτοχος του και όλοι ξέρουν πως το στιχάκι (χρησμός) που ειπώθηκε, ήταν γι' αυτήν.
Η ίδια διαδικασία επαναλαμβάνεται και για τα υπόλοιπα σημάδια των άλλων γυναικών. Κι όλα τούτα γύρω από τον κλήδονα.
Αλλά τη μέρα του Άι-Γιαννιού και σε πολλά άλλα τεχνάσματα καταφεύγουν τα κορίτσια μας, προκειμένου να εκμαιεύσουν για λογαριασμό τους ένα καλό χρησμό.
δ) Το ποτήρι και η βέρα
Όταν τελειώσει ο κλήδονας, παίρνουν ένα ποτήρι νερό και μια από τις παρευρισκόμενες κοπέλες το κρατάει πάνω στην ανοιχτή της παλάμη χωρίς να το κουνάει. Ύστερα πιάνουν μια βέρα και την κρεμάνε με μια τρίχα του κεφαλιού της, πάνω ακριβώς από το ποτήρι. Μια άλλη κοπέλα κρατάει μετέωρητη βέρα λίγο πιο πάνω από την επιφάνεια του νερού του ποτηριού, που ας σημειωθεί είναι κοντόγιομο.
Αν τώρα η βέρα, που δεν πρέπει να την κουνάει αυτή που τη βαστάει στο χέρι, μετακινηθεί από μόνη της και χτυπήσει στα χείλια του ποτηριού, θα γίνει εκείνο που 'χει στο νου της αυτή για την οποία τελείται το μυστήριο.
ε) Το πιάτο
Ένα άλλο τέχνασμα για να μάθει κανένας αυτά που η μοίρα του επιφυλάσσει, είναι και το πιάτο με το φύλλο του βασιλικού.
Γεμίζουν λοιπόν ένα πιάτο με νερό και το κρατάνε τρία κορίτσια μαζί, με το ένα δάχτυλο του χεριού τους, έτσι που να μη γέρνει ούτε δεξιά ούτε αριστερά.
Έπειτα, ρίχνουν μέσα στο πιάτο ένα φυλλαράκι, ένα μικρό φύλλο βασιλικό, ή κάποιο πράμα που να επιπλέει στο νερό.
Αν τώρα το φυλλαράκι που βρίσκεται μέσα στο πιάτο κάνει ένα γύρο στο νερό από μόνο του, τότε θα γίνει αυτό που έχουμε στο μυαλό μας.
στ) Το πηγάδι και ο καθρέφτης
Ένας ακόμα τρόπος να εκβιάσουν οι νέες τη μοίρα τους να τους φανερώσει τα μυστικά της, είναι και ο παρακάτω:
Τη μέρα του Άι-Γιάννη, το μεσημέρι στις δώδεκα ακριβώς, παίρνουν ένα άσπρο ή κόκκινο πανί κι έναν καθρέφτη και πηγαίνουν σ' ένα πηγάδι.
Η νέα που θέλει να μάθει ποιος θα γίνει ταίρι της, σκύβει στο χείλος του πηγαδιού κρατώντας δίπλα στο μέτωπο της τον καθρέφτη με την όψη του στραμμένη προς το νερό. Εκεί σκυμμένη όπως είναι, τη σκεπάζουν καλά με το πανί και την αφήνουν να δει. Να δει αυτό που τόσο λαχταράει η καρδούλα της.
Εκείνη τότε απομονωμένη από τον έξω κόσμο και βυθισμένη στο μισόφωτο που δημιουργείται, καθώς το πανί σκεπάζει μαζί μ' αυτήν κι όλο το άνοιγμα του πηγαδιού, ρίχνει επίμονα το βλέμμα της στον καθρέφτη, χωρίς να μιλάει, αναζητώντας το ποθητό είδωλο. Κι αυτό γιατί τ' αγαπημένο πρόσωπο που θα σχηματιστεί στο νερό θα καθρεφτιστεί στο γυαλί και εκεί θα το δει ξεκάθαρα κι έτσι θα βεβαιωθεί για την αγάπη του.
Με τον ίδιο τρόπο, όσοι θέλουν, μπορούν να δουν πρόσωπα αγαπημένα που είναι χαμένα ή πεθαμένα από καιρό και να επικοινωνήσουν μαζί τους.
ζ) Στιχάκια του κλήδονα
1
Ανοίξετε, τον κλήδονα
του Άι-Γιαννιού τη χάρη
κι όποιο είναι καλορίζικο
τώρα θε να προβάλλει.
2
Σαν τί τραγούδι να σου πω
κόρη μου να σ' αρέσει,
που έχεις αγγελικό κορμί
και δαχτυλίδι μέση.
3
Στον κλήδονα σου έβαλα
για να σε κριτικάρω,
πρώτα να δω τη γνώμη σου
κι ύστερα να σε πάρω.
4
Για δες κορμί ανάλατο,
για δες κεφάλι πλένιο
για δες ένα ανάστημα
που μοιάζει με μελένιο.
5
Για δες πως με κατάντησες
έτσι να καταντήσεις,
το αίμα μου να πιεις νερό
κι έτσι να ξεψυχήσεις.
-ΠΙΡΠΙΡΟΥΝΑ-
Το έθιμο της πιρπιρούνας ανήκει στην κατηγορία των φυτομορφικών μεταμφιέσεων, όπου κυριαρχεί το στόλισμα με λουλούδια. Κατά τον Στίλπωνα Κυριακίδη (Κυριακίδης, 1990, σ.15), αποτελεί πανάρχαιο έθιμο, το οποίο συνδέεται με την πρόκληση βροχής σε περιόδους ανομβρίας, ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες.
Κατά την τέλεση της πιρπιρούνας μαζεύονται όλα τα παιδιά του χωριού και σκέπαζαν ένα κορίτσι ή ένα αγόρι με χόρτα και λουλούδια, το επονομαζόμενο «περπερίτσα». Ακολούθως γυρνούσαν όλο το χωριό τραγουδώντας την παράκληση προς τον Θεό για βροχή και περιβρέχανε κάθε κοπέλα και διαβάτη που θα συναντούσαν. Όταν άδειαζε το νερό από το μπακίρι τους, το ξαναγέμιζαν από εκείνο που φύλαγαν στα διάφορα σπίτια. Στη διαδρομή και στην επίσκεψη των σπιτιών, φαίνεται πως οι κοπέλες μάζευαν και φιλοδωρήματα από τις σπιτονοικοκυρές, γιατί η μια απ' αυτές κρατούσε και το απαραίτητο δισάκι, όπως μας πληροφορεί ο Ιωάννης Μακριώτης στο μελέτημα του «Ήθη, έθιμα και προλήψεις του χωριού Ευκαρίου». Κατά τον Δημήτριο Λουκάτο, όπως μας παραθέτει Μελέτιος Θεοφίλου (Θεοφίλου, 1983, σ.81): «το έθιμο της περπερούνας είναι είδος αγερμού, που γίνεται για το κοινό παραγωγικό καλό». Στο Ευκάριο συναντούμε το παρακάτω τραγούδι της Περπερούνας ή Περπερούγκας, όπως το ονόμαζαν οι κάτοικοι του χωριού:
«Περπερούγκα τριγυρίζει
μέσα στο χωριό γυρίζει
Τον Θεό παρακαλεί
για να βρέξει μια βροχή
Για να γίνει το κριθάρι
το κριθάρι το σιτάρι
Και το όψιμο κεχρί
για να κάμουμε ψωμί
Να το φαν τα ορφανά
τα ορφανά και τα φτωχά.»
Κατά τη Σταμούλη-Σαραντή (Σταμούλη-Σαραντή, 1939, σ.23) Τζετώ Ανατολικής Θράκης: «…για να βρέχει τον Απρίλη, την Πρωταπριλιά έκαμναν περπερίτσα. Ένα μικρό κορίτσι το σκέπαζαν με λάπατα απ' το κεφάλι ως τα πόδια και το έτρεχαν το πρωί στα σπίτια. Η περπερίτσα χόρευε και τα παιδιά τραγουδούσανε: "Περπερίτσα περπατούν τον Θεόν περικαλούν...».
Στοιχεία της Περπερούνας συναντάμε και στα έθιμα των Πετρινών-Σκοπελινών και άλλων Θρακών αγροτών, που κατοικούσαν στην περιφέρεια εκείνη, λέγοντάς την και ως Πιπερούγκα.
Αναφέρονται μερικοί στίχοι από το τραγούδι που τραγουδούσαν τα κορίτσια :
«Πιρπιρούνα τριγυρίζει μέσα στο χωριό γυρίζει
Τον θεό παρακαλεί για να βρέξει μια βροχή
Για να γίνει το κριθάρι το κριθάρι το σιτάρι
Και το όψιμο κεχρί για να κάμομε ψωμί
Να το φάν’ τα ορφανά τα ορφανά και τα φτωχά.»
Παρατίθεται περιγραφή του εθίμου από κάτοικο της Πέτρας σε τοπικό ιδίωμα:
«…Όντε δεν έβρεχε στο χωριό, μαζεύντανα καμνιά δεκαπενταριά κορίτσια μέχρι δεκα- πέντε χρονών, έπαιρνανα ένα ορφανό κορίτ΄πε κει πε το χωριό και το άλλαζανα πε τα παλιά τα ρούχα. Το στόλζανα ύστερα λογιώ-λογιώ λουλούδια και άλλα χορτάρια, λαπατσούρες, τσουκνίδες, μολόχια, παπαδίτσες, κατιτζίδες (παπαρούνες). Το αλλαγμένο το κορίτσι το έλεγανα πιπερούγκα, έντρεχανα σε γούλα τα σπίτια τη χωριού πε τόνα στ’ άλλο. Εκεί τραγουδούσανα βαρειά βαρειά, όχ’ λήγορα, και χόρευγανα. Το τραγούδ’ ήλεγε:
βρέξε, βρέξε πιπερού να χορτάσνα οι φτωχοί
να κατέβει το τσαρσί, κάθε στάχυ και κιλό
να φτηναίνει το ψωμί κάθε βέργα και ληνό
Η πιπερούγκα με μνιά κίτκα (μπουκέτο) πε λουλούδια που είχε στο χέρ’ έπειρνε νερό πε
το μπακίρ’ που κρατούσε άλλο κορίτ’ και φώτζε (έβρεχε με το αγίασμα αυτό) το
νοικοκύρ’ και τη νοικοκυρά τη σπιτιού. Ο καθένας νοικοκύρ’σ ή νοικοκυρά έδινανα
αλεύρ’, κανένα αβγό ή ότι άλλο είχανα. Τα κορίτσια τα έπαιρνανα και τα εβάζανα μέσα
στο ντορβά και στο καλάθ’. ‘Υστερα γύριζανά και τα μοίραζανά στις φτωχές γυναίκες τη
χωριού. ‘Αμα έλα (ήθελε) βγεί η πεπερούγκα κι’ ‘υστερα έβρεχε»
Στην Αίγειρο Ροδόπης, όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία,
όπως μας αναφέρει η Μαρούλα Ισπιρίδου: «Μετά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας
στην Εκκλησία, ο ιερέας με τα εξαπτέρυγα επικεφαλής μιας μεγάλης πομπής κατοίκων,
που κρατούσαν αναμμένες λαμπάδες, περιφέρονταν στα χωράφια και έψαλλαν.
Σταματούσαν κατά διαστήματα, γονάτιζαν, προσεύχονταν, ικέτευαν. Όταν επέστρεφαν
στο χωριό, οι νέες στόλιζαν μια κοπέλα με λουλούδια (ήταν η Περπέρω) και γύριζαν σ’
όλο το χωριό, ραντίζοντας μ’ ένα μάτσο βασιλικό τους δρόμους τραγουδώντας:
«Περπέρω, δροσέρω, βρέξε Θε μου, στάξε Θε μου,
Για να γίνουν τα σιτάρια, για να γίνουν τα κριθάρια, για να γίνουν και τ’ αμπέλια»
Το έθιμο το συναντούμε στον Έβρο και με την ονομασία «Ντόντουλος» ή
«Ντόντολα». Στην ελληνική αρχαιότητα, όπως μας περιγράφει ο Κώστας Θρακιώτης
(Θρακιώτης, 1991, σ.182):
Πελοπόννησος
Το Καλοκαίρι, είναι λέξη ελληνική που έχει τις ρίζες της βαθιά απλωμένες στην Ελληνική παράδοση. Σημαίνει την εποχή που ο καιρός είναι «καλός» που πάει να πει ζεστός και όχι βροχερός.
Ίσως, είναι παγκόσμια μοναδικότητα, που ο λαός μας έχει κρατήσει τον απλό χαρακτηρισμό του καλού καιρού (Καλοκαίρι) στη θέση μιας εποχής του χρόνου (του Θέρους) και μάλιστα με την επιθυμητή του προέκταση σε έξι ή σε οκτώ μήνες.
«Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο Χειμώνα». Αποκαλύπτεται έτσι σαν η αιώνια λαχτάρα των ανθρώπων της Ελληνικής υπαίθρου η «καλοκαιριά», γιατί την περίμεναν σαν απολύτρωση από το κρύο, την πενιχρή στέγαση και τον περιορισμό τους γύρω από το τζάκι...
Ο ΙΟΥΝΙΟΣ
Ο Ιούνιος είναι ο 6ος μήνας του Γρηγοριανού (νέου) ημερολογίου. Στην ελληνική αρχαιότητα και στο Αττικό ημερολόγιο, στον Ιούνιο αντιστοιχούσε ο μήνας «ΣΚΙΡΟΦΟΡΙΩΝ» (24 Μάιου- 21 Ιουνίου), όπου οι αρχαίοι εόρταζαν τα «Σκιροφόρια», εορτή αφιερωμένη στο θερινό ηλιοστάσιο. Ο ιερέας του Ηλίου με την ιέρεια της Αθηνάς και του Ποσειδώνα κρατώντας ομπρέλες (σκίρα, εξ ου και σκιροφόρεια) πήγαιναν να θυσιάσουν στο θεό Ήλιο.
Στην αρχαία Ρώμη ήταν αφιερωμένος στη θεά του γάμου «Juno» (Ηρα) απ' όπου, κατά μια εκδοχή, πήρε το όνομά του. Κατά μια άλλη εκδοχή, ο Ιούνιος αντλεί το όνομά του από την λατινική λέξη «juventus» (νέος), που γενικά σημαίνει την κατάσταση της νεανικής ωριμότητας, που όλα ωριμάζουν και αναμένουν το θερισμό. Κατά μία Τρίτη εκδοχή, ο Ιούνιος πήρε το όνομά του από τον πρώτο ύπατο της Ρώμης, Λεύκιο Ιούνιο Βρούτο.
Το μήνα αυτό ο λαός τον ονομάζει και «θεριστή» ή «δραπανιάρη», γιατί θερίζουν τα δημητριακά.
Οι γεωργοί με φόβο για το χαλάζι, τις ξαφνικές και δυνατές βροχές και τους πιθανούς αγέρηδες, τούτο το μήνα «φύλαγαν», τις μικρογιορτές του «θεριστή». Στις 12 του μήνα του Αγίου Ονούφριου. Με μια λαογραφική παρετυμολογία γινόταν «Νούφρης», «Ρούφνης» και κατά τη λαϊκή δοξασία ρουφάει τα στάχυα, τιμωρώντας με αυτό τον τρόπο, όσους δεν τον γιορτάζουν. Έτσι, εκείνη τη μέρα οι γεωργοί δεν θέριζαν.
Στις 14 του μήνα, του Αγίου Ελισαίου. Ο άγιος ήταν μαθητής του προφήτη Ηλία, που αναλήφθηκε στους ουρανούς με άρμα πυρός. Κατά την ίδια λαογραφική παρετυμολογία γίνεται Ελισαίος - Λυσσαίος. Θεωρήθηκε δεισιδαιμονικά μέσα στην εποχική ζέστη του καλοκαιριού, θεραπευτής της λύσσας ή και τιμωρός. Την ημέρα της γιορτής του οι γεωργοί δεν «καμάτευαν» (δούλευαν), γιατί πάθαιναν λύσσα οι ίδιοι και τα ζώα τους...
Παρά την επείγουσα και σκληρή δουλειά του θερισμού, μέσα στον Ιούνιο υπάρχει και μια μεγάλη γιορτή -ανάσα ξεκούρασης- που γιορτάζεται ανάλογα. Μιλάμε φυσικά για τ' Αϊ Γιαννιού του Κλήδονα ή Λαμπαδάρη ή Ριγανά, που παίρνει το όνομα αντίστοιχα από το έθιμο του Κλήδονα, από τις φωτιές που άναβαν ή το μάζεμα της ρίγανης, στις 24 Ιουνίου.
Ο Κλήδονας είναι έθιμο με πανάρχαιες ρίζες. Στην αρχαιότητα «κληδόνα», ήταν μια μαγικοθρησκευτική τελετουργία, με τυχαίες κινήσεις και ασυνάρτητα λόγια στα οποία οι ενδιαφερόμενοι απέδιδαν προφητική σημασία. Ένα δεύτερο δρώμενο ήταν οι φωτιές, που άναβαν και είχαν καθαρτήριο ή διαβατήριο χαρακτήρα...
Στους βυζαντινούς χρόνους, την παραμονή του Αγίου Ιωάννη, οι άνθρωποι συναθροίζονταν σε κάποιο σπίτι, όπου γινόταν τραπέζι σαν να επρόκειτο για γαμήλιο δείπνο. Εκεί παρευρισκόταν κάποιο νεαρό κορίτσι ντυμένο νύφη. Στο τέλος της βραδιάς, ο κάθε παριστάμενος έριχνε ένα αντικείμενο σ' ένα αγγείο με νερό, από όπου το ανέσυρε στη συνέχεια η «νύφη» υπό μορφή κλήρου ως απάντηση στην ερώτηση του καθένα για το τι επιφύλασσε το μέλλον. Στη νεοελληνική λαϊκή παράδοση, το έθιμο εξελίχθηκε και σε μια όμορφη ιεροτελεστία, περισώζοντας τους ερωτικούς χρησμούς και τις φωτιές, οι οποίες είχαν καθαρτήριο και διαβατήριο χαρακτήρα, και όσοι τις πηδούσαν καθαροί και δυνατοί θα έμπαιναν στη νέα περίοδο.
Την παραμονή του Αγίου Ιωάννη στις 24 Ιουνίου, οι ανύπανδρες κοπέλες μαζεύονται σε ένα από τα σπίτια του χωριού, και αναθέτουν σε μια κοπέλα της συντροφιάς, συνήθως σε μια «Μαρία» της οποίας και οι δύο γονείς ζουν, να φέρει από το πηγάδι ή την πηγή το «αμίλητο νερό». Η ονομασία αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι η εν λόγω κοπέλα και η συνοδεία της πρέπει να ολοκληρώσουν την αποστολή αυτή απόλυτα σιωπηλές. Επι-Καρπούζι, Καλοκαιρινή γεύση στρέφοντας στο σπίτι, όπου τελείται ο κλήδονας, αδειάζουν το νερό σε πήλινο δοχείο, στο οποίο η κάθε κοπέλα ρίχνει ένα αντικείμενο, το λεγόμενο ριζικάρι. Συνήθως, πρόκειται για κάποιο προσωπικό αντικείμενο, συχνά μάλιστα πολύτιμο. Στη συνέχεια, το δοχείο σκεπάζεται με κόκκινο ύφασμα, το οποίο δένεται γερά με ένα κορδόνι ("κλειδώνεται", παρετυμολογία του κλήδονα) και τοποθετείται σε ανοιχτό χώρο.
«Κλειδώνουμε τον κλήδονα με τ'Αγιαννιού τη χάρη, κι όποια 'χει καλό ριζικό να δώσει να τον πάρει».
Εκεί παραμένει όλη τη νύχτα υπό το φως των άστρων, για να "ξαστριστεί". Οι κοπέλες επιστρέφουν ύστερα στα σπίτια τους. Λέγεται ότι τη νύχτα αυτή θα δουν στα όνειρά τους το μελλοντικό τους σύζυγο. Το μεσημέρι, ή το απόγευμα, συναθροίζονται πάλι οι ανύπανδρες κοπέλες. Αυτήν τη φορά όμως στην ομήγυρη μπορούν να συμμετέχουν και παντρεμένες γυναίκες, συγγενείς και γείτονες και των δύο φύλων, καλεσμένοι για να παίξουν το ρόλο μαρτύρων της μαντικής διαδικασίας λέγοντας...
«Ανοίγουμε τον Κλήδονα με τ'Αγιαννιού την χάρη, και όποια έχει καλό ριζικό σήμερα ναν το πάρει».
Και ανασύρει ένα-ένα από το αγγείο τα αντικείμενα, που αντιστοιχούν στο «ριζικό» κάθε κοπέλας, απαγγέλλοντας ταυτόχρονα δίστιχα, είτε όπως τα θυμάται, είτε από συλλογή τραγουδιών ή ακόμη από ημεροδείκτες. Το δίστιχο, που αντιστοιχεί στο αντικείμενο της κάθε κοπέλας, θεωρείται ότι προμηνύει το μέλλον της και σχολιάζεται από τους υπόλοιπους, που προτείνουν τη δική τους ερμηνεία σε σχέση με την ενδιαφερόμενη. Προς το σούρουπο, όταν τελειώσει η μαντική διαδικασία, η κάθε κοπέλα
γεμίζει το στόμα της με μια γουλιά αμίλητο νερό και στέκεται μπροστά σε ανοιχτό παράθυρο, έως ότου ακούσει το πρώτο ανδρικό όνομα. Αυτό πιστεύεται ότι θα είναι και το όνομα του άνδρα, που θα παντρευτεί. Μετά το τέλος όλης αυτής της διαδικασίας στήνεται μεγάλο γλέντι, στο οποίο συμμετέχει όλο το χωριό. Ανάβουν μεγάλες φωτιές στις γειτονιές και οι νεώτεροι τις πηδούν. Είναι καλό για την υγεία...
Λαϊκή μαντική διαδικασία, από τις πιο τελετουργικές όλων των παραδόσεων του τόπου μας, το έθιμο του κλήδονα, σύμφωνα με το οποίο αποκαλύπτεται στις άγαμες κοπέλες η ταυτότητα του μελλοντικού τους συζύγου, έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα. Η αναφορά στην Πυθία είναι έκδηλη, ενώ η ίδια η λέξη υπάρχει από την εποχή του Ομήρου: κληδών ονομαζόταν ο προγνωστικός ήχος, και κατ' επέκταση το άκουσμα σιωνισμού ή προφητείας, ο συνδυασμός τυχαίων και ασυνάρτητων λέξεων ή πράξεων κατά τη διάρκεια μαντικής τελετής, στον οποίο αποδιδόταν προφητική σημασία.
Ο θερισμός ήταν μια επίπονη εργασία, αφού γινόταν ολημερίς κάτω από το λιοπύρι, χειρωνακτικά. Κύριο εργαλείο για την εργασία αυτή ήταν το δρεπάνι. Οι θεριστάδες, με μεγάλα ψάθινα καπέλα οι άνδρες, και άσπρα τσεμπέρια οι γυναίκες, ακροβολίζονταν μπροστά στο αθέριστο χωράφι και ο καθένας έπαιρνε τον δικό του «έργο» που αντιστοιχούσε σε μια «σποργιά». Παρά τις δύσκολες συνθήκες έβρισκαν το κουράγιο να κουβεντιάζουν, να αστειεύονται, αλλά και να τραγουδούν. Από μακριά, μέσα στο τρέμουλο του καλοκαιριού, τα άσπρα τσεμπέρια και τα λευκά πουκάμισα όπως πρόβαλλαν και χάνονταν με το σκύψιμο των θεριστάδων, φάνταζαν σαν αφρισμένα κύματα στην άπλα του αθέριστου χωραφιού.
Τα θερισμένα στάχια, αφήνονταν λυτά σε «χειρόβολα» επάνω στις κομμένες καλαμιές. Όταν μαζεύονταν πολλά χειρόβολα, για να μη τα σκορπίσει ο αέρας, ένας από τους θεριστάδες, που ήξερε, αναλάμβανε να τα δέσει σε «δεμάτια» ή «δεματοπούλες» όπως τις έλεγαν, χρησιμοποιώντας για «δέματα» μουσκεμένη από το βράδυ σίκαλη ή φλούδες σε λωρίδες από φρεσκοκομμένες κλάρες μουριάς.
Προχωρώντας οι θεριστάδες, πίσω τους πρόβαλλαν δεκάδες όρθιες δεματοπούλες που περίμεναν τη μεταφορά τους με τα ζώα στο αλώνι, όπου με ξεχωριστή τέχνη τις απόθεταν σε μεγάλες «θημωνιές».
Η μεταφορά συνήθως γινόταν πολύ πρωί, που τα στάχυα ήταν «λουρω-μένα» από την πρωινή δροσιά για να μη τρίβονται και πέφτει ο καρπός στο δρόμο. Γι' αυτό ο νοικοκύρης φρόντιζε να συγκεντρώνει όσο περισσότερα ζώα μπορούσε, δανειζόμενος από άλλους συγχωριανούς του, ώστε η μεταφορά να γίνει μαζικά και όσο μπορούσε πιο πρωί. Οι άνθρωποι βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα το Θερισμό, γιατί φοβούνταν την αλλαγή του καιρού, καθόλου ασυνήθιστη αυτή την εποχή, κι αν έμενε αθέριστο το χωράφι υπήρχε φόβος να πάθει ζημιά ο καρπός.
«Μη σε γελάσει ο βάτραχος και το χελιδονάκι, αν δε λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είν' καλοκαιράκι».
Έτσι έσπευδαν μαζικά στο χωράφι να μαζέψουν τον καρπό. Την αγωνία τους να τελειώσουν γρήγορα, την εξέφραζαν με την παροιμία:
«Θέρος, τρύγος, πόλεμος».
Παροιμίες για τον Θεριστή
Άλλοι σπέρνουν και θερίζουν κι άλλοι τρων και μαγαρίζουν.
Από την αρχή του Θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή.
Από το θέρος ως τις ελιές, δεν απολείπουν οι δουλειές.
Γενάρη πίνουν το κρασί, το Θεριστή το ξίδι.
Θέλεις θέριζε και δέσε, θέλεις δέσε και κουβάλα.
Θεριστή και Αλωνάρη μην υπολογίσεις το ταγάρι.
Θέρος, τρύγος, πόλεμος.
Μάρτης έβρεχε, θεριστής εχαίρονταν.
Μάρτης έβρεχε, Θεριστής τραγούδαγε.
Πρωτόλη (Ιούνιε), Δευτερόλη (Ιούλιε) μου, ψτωχολογιάς ελπίδα.
Το τραγούδι του Θεριστή, η χαρά του Αλωνιστή.
Τον Ιούνιο αφήνουν το δρεπάνι και σπέρνουν το ρεπάνι.
Ο ΙΟΥΛΙΟΣ
Ο Ιούλιος ή Ιούλης, λατ. Iulius. Ο Μάρκος Αντώνιος ονόμασε τον μήνα αυτό Ιούλιο προς τιμήν του Ιουλίου Καίσαρα, που γεννήθηκε αυτό τον μήνα, το έτος 100 π.Χ.
Την Πανσέληνο του «Θερινού Ηλιοστασίου» οι αρχαίοι Έλληνες τη γιόρταζαν με θυσίες και γλέντια. Άλλωστε συνέπιπτε με την «Πρωτοχρονιά» τους.
Σε Αθήνα και Σπάρτη, οι πλούσιοι οργάνωναν πολυδάπανες τελετές και συναγωνίζονταν στις θυσίες προσφέροντας «εκατόμβες» - μέχρι και εκατό βόδια- ο καθένας. Γι' αυτό ο μήνας, από «ΚΡΟΝΙΟΣ» μετονομάστηκε, «ΕΚΑΤΟΜΒΑΙΩΝ». (22 Ιουνίου - 21 Ιουλίου) Στο Αρκαδικό όρος Λύκαιο, απ' τα πανάρχαια χρόνια, αποδίδονταν τιμές στο Θεό πού δωρίζει τον ήλιο και το φως. Στα μέσα του Καλοκαιριού ανέβαιναν στο Όρος και προσέφεραν θυσίες στο Λύκαιο Δία και οργάνωναν αγώνες και χορούς.
Οι Αρκάδες υπερηφανεύονταν πως τα Λύκαια, ήταν οι πρώτοι γνωστοί Πανελλήνιοι Αγώνες. Την τελευταία νύκτα, «Λαμπαδηδρόμοι» κατέληγαν στο βωμό του Διός, όπου χόρευαν τον «πυρίχη χορό» γύρω απ' το βωμό, κρατώντας πυρσούς.
Σε αντίστοιχες τελετές, στον Ταΰγετο, άναβαν φωτιές, τελούσαν ιπποδρομίες και θυσίαζαν άλογα στον Απόλλωνα.
Ο Θησέας αντέγραψε τις αρκαδικές τελετές στην Αθήνα και καθιέρωσε τα Παναθήναια.
Αργότερα ο Πεισίστρατος έδωσε λαμπρότητα στις τελετές. Ο «Πυ-ρίχης χορός», η Λαμπαδηδρομία και οι ιπποδρομίες διατηρήθηκαν στα Παναθήναια.
Η Εκκλησία, στην προσπάθειά της να εκχριστιανίσει κάποια λαϊκά έθιμα, τοποθέτησε την εορτή του Προφήτου Ηλία στις 20 Ιουλίου, ημέρα πού αντιστοιχούσε περίπου με τη λήξη των Παναθηναίων. Για να σταματήσει τις ειδωλολατρικές λαμπαδηδρομίες, καθιέρωσε στην Αγία Σοφία, και ίσως σε πολλούς άλλους Ναούς, τελετουργίες προς τιμήν του Προφήτη Ηλία, που γρήγορα εξελίχθηκαν σε λαϊκοθρησκευτικά δρώμενα. Σε πολλές περιοχές στα εξωκκλήσια του Αη Λιά, που βρίσκονται πάντα σε βουνοκορφές, ανάβεται, αποβραδίς ή ανήμερα της γιορτής, μεγάλη φωτιά στην οποία ρίχνουν άφθονο λιβάνι, προσφορά στον Άγιο Ηλία. Αλλού το έθιμο παίρνει τη μορφή θυσίας ενός ζώου, με το κρέας του οποίου γινόταν φαγοπότι των πιστών που συμμετείχαν στην τέλεση του εθίμου. Η λατρεία του Προφήτη Ηλία στις κορυφές των βουνών, συνεχίζει προφανώς αρχέγονες λατρευτικές συνήθειες προς τον θεό Ήλιο ή τον Δία Υέτιο ή Κεραύνιο ή Λύκαιο (στην Αρκαδία, στο Λύκαιον όρος, ο Ζευς λατρευόταν ως όμβριος και ηλιακός ταυτόχρονα), αρχέγονες λατρευτικές συνήθειες, που απαντώνται όχι μόνο στους Έλληνες, αλλά και σε πολλούς άλλους ευρωπαϊκούς λαούς. Ακόμη και η απεικόνιση της αναλήψεως του Προφήτη Ηλία ως αρματηλάτη, ακριβώς όπως ο Ήλιος ή ο Μίθρας πάνω στο άρμα του ήλιου, δείχνει τη σχέση. (Αικατ. Πολύμερου - Καμηλάκη Διευθύντρια του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών)
Κατά τη λαϊκή παράδοση, ο Αη-Λιάς ήταν ναύτης. Από το τράβα - τράβα το κουπί (κουπιά και δαγκιά το 'χαν τότε), βαρέθηκε ο άνθρωπος. Πήρε το κουπί στον ώμο κι έφυγε να πάει να βρει τόπο, που να μην ξέρουν ούτε κουπί, ούτε καράβι,ούτε θάλασσα. Πάει στο πρώτο χωριό, ρωτάει·
- «Πώς το λεν τούτο;»
- «Κουπί!» του λεν. Πάει στ' άλλο- ρωτάει" -«Πώς το λεν τούτο;» -«Κουπί.»
Μπρε διάτανε! Απελπίστηκε. Αποδώ, αποκεί, ρωτάει σ' ένα χωριό που ήταν κατάκορφα στο βουνό'
-«Πώς το λεν τούτο;» -«Ξύλο!»
Δόξα σοι ο Θεός! Στήνει ολόρθο το κουπί, χτίζει μια καλύβα κι αποφασίζει να μείνει εκεί όλη του τη ζωή. Γι' αυτό τον Αη-Λιά τον βάνουν πάντα στα ψηλώματα.»
Αυτό το μήνα γουρμάζουν, ωριμάζουν τα σταφύλια.
«Της Αγια Μαρίνης ρόγα, του Αη Αιός σταφύλι και της Παναγιάς κοφίνι».
Ο μήνας αυτός και ο προηγούμενος είναι η εποχή της απολαβής από τη σπορά
των δημητριακάων. Οι αγρότες σπεύδουν...
«να θερίσουν ό,τι έσπειραν».
Είναι ο μήνας της ανταμοιβής του μόχθου και της αγωνίας μιας χρονιάς. Η ευλογημένη ώρα που χαρακτηρίζεται από την ένταση και τη σκληρή δουλειά του θερισμού στα χωράφια, κάτω από το λιοπύρι και τη ζέστη, που συνεχίζεται με ίδιες συνθήκες στ' αλώνια με τ' αλώνισμα και αποζημιώνεται με τη μοναδική χαρά της συγκέντρωσης στ' αμπάρια του σπιτιού, του χρυσοκίτρινου σιταριού και των άλλων δημητριακών, η ύπαρξη των οποίων καθορίζει τη συνέχεια και τη ζωή στον τόπο μας από αρχαιοτάτων χρόνων! Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου τυχαίο το γεγονός που ο λαός της υπαίθρου ονοματίζει τους δύο πρώτους μήνες του Καλοκαιριού, με ονόματα παρμένα από τη διαδικασία συγκομιδής και επεξεργασίας των δημητριακών. Θεριστής ο Ιούνιος, από το θερισμό τους, και Αλωνάρης ο Ιούλιος από το αλώνισμα.
Το αλώνισμα
Μετά το θερισμό και το κουβάλημα των «δεματιών» στ΄ αλώνια και ενώ είχε μπει ο Ιούλιος (Αλωνάρης) ακολουθούσε το αλώνισμα, που γινόταν στ' αλώνια που ήταν όλα μαζί στην άκρη του χωριού, στους πεδινούς οικισμούς ή βρίσκονταν διάσπαρτα σε διάφορα σημεία κοντά στα χωράφια στους ορεινούς οικισμούς, λόγω της μορφολογίας του εδάφους, αλλά και τις δυσκολίες στη μεταφορά των δεματιών.
Το αλώνι ήταν ένας χώρος κυκλικός, επίπεδος και στρωμένος με πέτρινες πλάκες. Όσοι δεν μπορούσαν να έχουν πέτρινο αλώνι, από μέρες είχαν φροντίσει ν' αλείψουν το χωμάτινο κυκλικό χώρο με ένα παχύ στρώμα λιωμένης βοδινής κοπριάς, η οποία όταν στέγνωνε γινόταν στερεή σαν πέτρα. Στο κέντρο του αλωνιού υπήρχε ένας στύλος ύψους 1,5 μ. περίπου όπου τον λέγανε «στήγερο».
Έλυναν τις δεματοπούλες και άπλωναν τα στάχυα σ' όλο το πλάτος του αλωνιού. Κατόπιν, από το «κουλούρι» (ξύλινο στεφάνι), που ήταν περασμένο στο «στήγερο», έδεναν με ένα σχοινί (τον «αέρα») δύο άλογα από το «ζυγό» ή τις «λαιμαργιές», που ήταν περασμένες στο λαιμό τους, το ένα δίπλα στο άλλο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε εύκολα να γυρίζουν γύρω από το «στήγερο» μαζί, να μην μπορούν να φύγουν, αλλά και να μη σφίγγεται στο λαιμό τους. Τα συνταιριασμένα αυτά ζώα, με την προτροπή του «αλωνάρη» με φωνές και καμτσικιές, έτρεχαν γύρω από το «στήγερο» και πατώντας έλιωναν τα στάχυα.
Ο «αλωνάρης» για τη δουλειά αυτή έπαιρνε αμοιβή, το λεγόμενο «αλωνιά-τικο», σε είδος, συνήθως από τον καρπό που έβγαζε, εκτός εάν γινότανε το αλώνισμα «δανεικαριά». Που σήμαινε, ότι θα πήγαινε ο νυκοκύρης με τη σειρά του να βοηθήσει τον «Αλωνάρη» σε δική του δουλειά, φυσικά αμισθί. Όταν τελείωνε το αλώνισμα, ο Αλωνάρης έφευγε. Το αφεντικό με την οικογένειά του μάζευε το περιεχόμενο του αλωνιού, το «λιώμα», όπως το λέγανε, κοντά στο «στήγερο», σε σωρό και αν φυσούσε αέρας άρπαζαν τα «δεκριάνια» και τα φτυάρια και άρχιζαν το «λίχνισμα». Ο αέρας έπαιρνε τα άχυρα, αφήνοντας τον καρπό να πέσει κάτω σε σωρό. Όταν τελείωνε το «λίχνισμα» και είχε πλέον χωρίσει ο καρπός από τα άχυρα, ξεκίναγε μια άλλη επίπονη δουλειά. Το «δριμόνισμα» για την απαλλαγή του καρπού από άλλα βαρύτερα αντικείμενα και το κοσκίνισμα, για την απαλλαγή από σπόρους, όπως η ήρα η αγριόβρωμη κλπ.
Το «δριμόνι» ήταν ένα πολύ μεγάλο κόσκινο, που το στερέωναν σε δύο ξύλινους στύλους. Το γέμιζαν καρπό και κουνώντας το, τα βαρύτερα αντικείμενα, χώμα και χαλίκια, έφευγαν από τις τρύπες προς τα κάτω, ενώ τα άχυρα και τα άγανα έμεναν στην κορυφή κι από εκεί εύκολα τα αφαιρούσαν. Στο τέλος, καθαρός πλέον ο καρπός, μεταφερόταν στο σπίτι και αποθηκευόταν σε μεγάλα ξύλινα κασόνια που τα έλεγαν και «καναπέδες» ή αμπάρια, έτοιμος για το μύλο ή για ζωοτροφή.
Τα υπολείμματα του αλωνιού μετά τον καθαρισμό του καρπού, τα «σκήβαλα», τα κουβαλούσαν στους αχυρώνες, γιατί χρησίμευαν για τροφή των ζώων τον χειμώνα.
Τα άχυρα τα κουβαλούσαν με μεγάλα σακιά ή τα «χαράργια». Ένα σύστημα από ξύλα δεμένα αραιά και παράλληλα μεταξύ τους (σαν φαρδιά σχοινό-σκαλα), με σχοινί.
Παροιμίες για τον Αλωνάρη
Αλωνάρη με τ' αλώνια και με τα χρυσά πεπόνια.
Αλωνάρης προκομμένος κι ο Φλεβάρης ποντισμένος.
Αλωνάρης τ' αλωνίζει, Αύγουστος τα ξεχωρίζει.
Αλώνια σκεπασμένα, κώλος αναπαμένος.
Αλωνίζει ο διάβολος.
Από κακό αλώνι, κακή σοδειά θα 'χεις.
Από τ Άη-Λιός και πέρα, τον κακό καιρό καρτέρα.
Από τ' Αλωνάρη την δεκάτη θέλει και τ’ αμπέλι δραγάτη.
Από τ' αλώνι και στον μύλο, κι από τον μύλο στον φούρνο.
Από τ' αλώνια και στον μύλο.
Από τον Αλωνάρη και μετά παίρνει ο μυλωνάς φωτιά.
Γάιδαρος έσπειρε, γάιδαρος κουβάλησε, γάιδαρος αλώνισε, γάιδαρος τρώει άχερα.
Έβγα τον Μάρτη στα προσήλια και τον Αλωνάρη πιάσε αποσκήλια.
Είδες μπαρδαλίτσα, τρέχα για σαρωματίτσα.
Έφτιασε κι ο γύφτος αλώνια.
Έχε γερόντου γνώση κι ο Αλωνάρης θα σου δώσει.
Έχει αγέρα αλωνίσιο.
Η αλεπού τον Αλωνάρη βγαίνει να μαζώξει χάρη!
Ήρθε τ' Αη-Λιός, γύρισε ο καιρός τ' αλλιώς.
Κακό τ' αλώνι, κακός αγέρας, κακό και το δριμόνι.
Κακός ο Αλωνάρης και ο νοικοκύρης νηστικός.
Κακός ο αλωνιστής, σάπιο το στυγερό.
Κάλιο λόγια στο χωράφι, παρά μάγγανα στ' αλώνι.
Κατά τον νοικοκύρη και τ' αλώνια.
Κλέψε - κλέψε ο Αλωνάρης, κλέψε κι ο μυλωνάς, κλαίει ο φουκαράς.
Κότα χήνα τον Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη.
Κρατάει τ'αλώνι τον σπόρο του.
Μ' ένα σπόρο δεν θερίζεις.
Μπήκε ο Αλωνάρης, χαίρεται ο μουρντάρης.
Μπονόρα - μπονόρα θέριζε κι' αλώνιζε το γιόμα.
Μπρος πίσω τ' Αηλιός σπορίζει η πέτρα στο γιαλό.
Ο Προκοπής κόβει αγγούρια, η Αγιά Μαρίνο, σύκα κι ο Αηλιάς τα σταφυλάκια μεσ' στα βεργοπανεράκια.
Όξω φτώχεια, μέσα σβουνιά να 'χω αλώνια λαγαρά.
Όπου πολλοί αλωνίζουνε, χάνεται κι ο σπόρος.
Όσο και να σκουπίσεις τ' αλώνια, θα μείνει και για τα πουλιά.
Στ' αλώνια χαίρονται και τα μυρμήγκια.
Τ'Αηλιός καρύδι, της Σωτήρος σταφύλι και της Παναγιάς σύκο.
Τα κακορίζικου το χωριού τον Αλωνάρη μήνα πάντα βρέχει.
Τέλειωσε τ'αλώνισμα κάνε κουμάντο για ξεχειμώνιασμα.
Τζάτζαλα και μάτζαλα και τον Αλωνάρη κάτζαλα.
Τζίτζικας λάλησε, μαύρη ρόγα γυάλισε.
Της Άγιας Μαρίνας σύκο, του Αη - Λιά σταφύλι και του Αγίου Παντελεήμονα γιομίζει το μαντήλι.
Τον Αλωνάρη αρχίζει να παίρνει κι η ελιά το λάδι.
Τον Αλωνάρη βλέπει ο φτωχός τον ιδρώτα του.
Τον Αλωνάρη έβρεχε στον ποντισμένο τόπο.
Τον Αλωνάρη έχει χάρη, τράγος και κριάρι.
Τον Αλωνάρη παίρνει φωτιά και το λιθάρι.
Τον Αλωνάρη χαίρεται κι η φτώχεια.
Τον Ιούλη γιομίζει και του φτωχού το σακούλι.
Τον Μάρτη φάε λάχανα, τον Αλωνάρη ζεστή κουλούρα και στα μεσοσπορίτικα, γάλα από γαϊδούρα.
Τον μήνα, Αλωνάρη, γιομίζει ο νοικοκύρης το πιθάρι.
Φύσα Αλωνάρη και κράτα τη βροχή μην ψοφήσουν οι φτωχοί.
Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Ο Αύγουστος είναι ο 8ος μήνας του Γρηγοριανού (νέου) ημερολογίου και έχει 31 ημέρες. Στο Ρωμαϊκό ημερολόγιο ο Αύγουστος ήταν ο 6ος μήνας. Το όνομά του, προέρχεται από τη λατινική λέξη «Augeo», που σημαίνει αυξάνω. Στη διάρκεια του Αυγούστου αυξάνουν, μεγαλώνουν και ωριμάζουν οι καρποί.
Το 27 π.Χ. η ρωμαϊκή Σύγκλητος, για να τιμήσει τον Οκταβιανό, που «αύξησε τα εδάφη» της αυτοκρατορίας σε Ανατολή, και Δύση, τον ονόμασε «Augustus», Αύγουστο, και έδωσε το όνομά του στον μήνα.
Στη Ελληνική αρχαιότητα ο Αύγουστος αντιστοιχούσε στο μήνα «ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝΑ» (22 Ιουλίου - 19 Αύγ., με 29 μέρες). Σε ανάμνηση της μετοίκησης των ανθρώπων από τους αγρούς στις πόλεις, τον μήνα αυτό τελούταν την γιορτή των γειτόνων, τα «Μεταγείτνια» ή «Μετοίκια» προς τιμή του «Μεταγείτνιου
Ο Αύγουστος λέει ο λαός μας, «είναι ο μήνας που τρέφει τους ένδεκα», γιατί υπάρχει αφθονία φρούτων που τα χαρίζει μ' απλοχεριά σ' ανθρώπους και ζωντανά. Στη σύγχρονη Ελληνική παράδοση τον λένε «Συκολόγο» γιατί ωριμάζουν τα σύκα και «Τραπεζοφόρη», για τον πλούτο των οπωρικών.
«Αύγουστε Τραπεζοφόρη, να 'σουν δυο φορές το χρόνο».
Τον λένε και «Δριμάρη», από τις δρίμες. Δρίμες είναι οι πρώτες έξι μέρες του μήνα και ο λαός μας τις θεωρεί πολύ δυσοίωνες. Αυτές τις μέρες, οι άνθρωποι της υπαίθρου ζουν με το φόβο των προλήψεων. Δε λούζονται μη τους πέσουν τα μαλλιά, δεν κάνουν μπάνιο γιατί το σώμα θα γεμίσει εξανθήματα κι ούτε πλένουν ρούχα, γιατί θα καταστραφούν. Ακόμα, δεν κόβουν ξύλα και δεν κάνουν διάφορες δουλειές. Λένε χαρακτηριστικά:
«Τ' Αυγούστου οι Δρίμες στα πανιά και του Μαρτιού στα ξύλα». Τα παιδιά, τα μεσημέρια, τα κλείνουν μέσα στο σπίτι γιατί λένε, αν βγουν έξω και τύχει και περάσουν κάπου απόμερα ή από τρίστρατο, οι Δρίμες θα τους κάνουν μεγάλο κακό. Αλλού πιστεύουν πως οι Δρίμες είναι οι Δώδεκα πρώτες μέρες του Αυγούστου και τα καιρικά φαινόμενα της κάθε μέρας αντιστοιχούν στον καιρό που θα έχει σ' ένα μήνα. Γι' αυτό τις λένε και «μερομήνια». Οι πιο γνωστικοί κι έμπειροι γέροντες, «μηνολογιάζουν», δηλαδή προμαντεύουν τον καιρό όλου του χρόνου. Παρατηρούν κάθε μέρα την εποχή των Δριμών τα σύννεφα, τον αέρα, την υγρασία και ερμηνεύοντάς τα ανάλογα, λένε τι καιρός θα κάνει στο μήνα που αντιστοιχεί στη μέρα αυτή, ή ακόμα αν θα φέρει καλοτυχιά για κακοτυχιά.
Οι τσοπάνηδες έχουν και τη «σκυλομαντεία». Σηκώνονται βαθιά χαράματα, και κοιτάζουν τα σκυλιά πως κοιμούνται. Κι αν αυτά κοιμούνται ξάπλα με τεντωμένα τα πόδια, λένε: «Καλοχειμωνιά θα 'χουμε». Αν δούνε κοιμούνται μαζεμένα, κουλουριασμένα με το κεφάλι χωμένο στα πόδια τους, λένε: «Κακοχειμωνιά θα 'χουμε φέτος.»
Ο Αύγουστος είναι, κατά κάποιον τρόπο, ο μήνας της ξεκούρασης και του γλεντιού. Αφού έχουν τελειώσει οι εργασίες της συγκομιδής των δημητριακών (θερισμός και αλώνισμα) τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, σ' αυτόν «πέφτουν» και οι μεγάλες γιορτές της Παναγίας στις 15 και στις 23, (μάλιστα, πιστεύει πως ο Δεκαπενταύγουστος είναι η Λαμπρή του Καλοκαιριού) και ο λαός μας τις τιμά με ιδιαίτερη λαμπρότητα και τις πανηγυρίζει ανάλογα. Εξ αιτίας αυτής της ανάπαυλας μέχρι ν' αρχίσει, με το έμπα του Φθινοπώρου, η σκληρή δουλειά με τη συγκομιδή των όψιμων (καλαμπόκια, αραποσίτια, φασόλια, ρεβίθια κλπ), τον τρύγο και αργότερα το λιομάζωμα, ο λαός δικαίως λέει για τον Αύγουστο:
«Αύγουστε, καλέ μου μήνα, να 'σουν δύο φορές το χρόνο»
Παροιμίες για τον Αύγουστο
Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα.
Από Μαρτιού πουκάμισο κι απ' Αύγουστο σιγκούνα.
Αύγουστε, καλέ μου μήνα, να σου ν δυο φορές το χρόνο.
Αύγουστε τραπεζοφόρε, να 'σουν τρεις φορές το χρόνο.
Αυγουστοοικοδέσποινα, καλαντογυρεύτρα. (Η σπάταλη νοικοκυρά τον Αύγουστο, τα Χριστούγεννα ζητιανεύει).
Αύγουστος άβρεχτος, μούστος άμετρος.
Δεκαπέντησεν ο Αύγουστος, πυρώσου και μην εντρέπεσαι.
Επλάκωσεν ο Αύγουστος, η άκρια του χειμώνα.
Ζήσε, Μάη μου, να φας τριφύλλα και τον Αύγουστο σταφύλι.
Ήρθε ο Αύγουστος, πάρε την κάπα σου.
Θεός να φυλάει τα λιόδέντρα, απ'το νερό τα Αυγούστου.
Κάθε πράμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο.
Καλή λαβιά τον Αύγουστο και γέννα τον Γενάρη.
Καλός ο ήλιος του Μαγιού, τ'Αυγούστου το φεγγάρι.
Μακάρι σαν τον Αύγουστο να 'ταν οι μήνες όλοι!
Μπήκε ο Αύγουστος, η άκρη του χειμώνα.
Να 'σαι καλά τον Αύγουστο, που 'ναι παχιές οι μύγες.
Να 'σαι καλά τον Αύγουστο με δεκαοχτώ βελέντζες.
Ο Αύγουστος και ο τρύγος δεν είναι κάθε μέρα.
Ο Αύγουστος πουλά κρασί κι ο Μάης πουλά σιτάρι.
Όποιος φιλάει τον Αύγουστο, τον Μάη θερίζει μόνος.
Ούτε ο Αύγουστος χειμώνας, ούτε ο Μάρτης καλοκαίρι.
Τ'Αυγούστου και του Γεναριού τα δυο χρυσά φεγγάρια.
Τ'Αυγούστου οι δρίμες στα πανιά και του Μαρτιού στα ξύλα.
Τ'Αυγούστου το νερό αρρώστια στον λιόκαρπο.
Τ' Αυγούστου τα βοριάσματα, χειμώνα αναθυμιούνται
Τ'Αυγούστου τα πεντάλαρα, τον Μάη αναζητούνται.
Τον Αύγουστο τον χαίρεται, οπόχει να τρυγήσει.
Του Αυγούστου το νερό, αρρώστια στον ελιοκαρπό.
Ίσως, είναι παγκόσμια μοναδικότητα, που ο λαός μας έχει κρατήσει τον απλό χαρακτηρισμό του καλού καιρού (Καλοκαίρι) στη θέση μιας εποχής του χρόνου (του Θέρους) και μάλιστα με την επιθυμητή του προέκταση σε έξι ή σε οκτώ μήνες.
«Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο Χειμώνα». Αποκαλύπτεται έτσι σαν η αιώνια λαχτάρα των ανθρώπων της Ελληνικής υπαίθρου η «καλοκαιριά», γιατί την περίμεναν σαν απολύτρωση από το κρύο, την πενιχρή στέγαση και τον περιορισμό τους γύρω από το τζάκι...
Ο ΙΟΥΝΙΟΣ
Ο Ιούνιος είναι ο 6ος μήνας του Γρηγοριανού (νέου) ημερολογίου. Στην ελληνική αρχαιότητα και στο Αττικό ημερολόγιο, στον Ιούνιο αντιστοιχούσε ο μήνας «ΣΚΙΡΟΦΟΡΙΩΝ» (24 Μάιου- 21 Ιουνίου), όπου οι αρχαίοι εόρταζαν τα «Σκιροφόρια», εορτή αφιερωμένη στο θερινό ηλιοστάσιο. Ο ιερέας του Ηλίου με την ιέρεια της Αθηνάς και του Ποσειδώνα κρατώντας ομπρέλες (σκίρα, εξ ου και σκιροφόρεια) πήγαιναν να θυσιάσουν στο θεό Ήλιο.
Στην αρχαία Ρώμη ήταν αφιερωμένος στη θεά του γάμου «Juno» (Ηρα) απ' όπου, κατά μια εκδοχή, πήρε το όνομά του. Κατά μια άλλη εκδοχή, ο Ιούνιος αντλεί το όνομά του από την λατινική λέξη «juventus» (νέος), που γενικά σημαίνει την κατάσταση της νεανικής ωριμότητας, που όλα ωριμάζουν και αναμένουν το θερισμό. Κατά μία Τρίτη εκδοχή, ο Ιούνιος πήρε το όνομά του από τον πρώτο ύπατο της Ρώμης, Λεύκιο Ιούνιο Βρούτο.
Το μήνα αυτό ο λαός τον ονομάζει και «θεριστή» ή «δραπανιάρη», γιατί θερίζουν τα δημητριακά.
Οι γεωργοί με φόβο για το χαλάζι, τις ξαφνικές και δυνατές βροχές και τους πιθανούς αγέρηδες, τούτο το μήνα «φύλαγαν», τις μικρογιορτές του «θεριστή». Στις 12 του μήνα του Αγίου Ονούφριου. Με μια λαογραφική παρετυμολογία γινόταν «Νούφρης», «Ρούφνης» και κατά τη λαϊκή δοξασία ρουφάει τα στάχυα, τιμωρώντας με αυτό τον τρόπο, όσους δεν τον γιορτάζουν. Έτσι, εκείνη τη μέρα οι γεωργοί δεν θέριζαν.
Στις 14 του μήνα, του Αγίου Ελισαίου. Ο άγιος ήταν μαθητής του προφήτη Ηλία, που αναλήφθηκε στους ουρανούς με άρμα πυρός. Κατά την ίδια λαογραφική παρετυμολογία γίνεται Ελισαίος - Λυσσαίος. Θεωρήθηκε δεισιδαιμονικά μέσα στην εποχική ζέστη του καλοκαιριού, θεραπευτής της λύσσας ή και τιμωρός. Την ημέρα της γιορτής του οι γεωργοί δεν «καμάτευαν» (δούλευαν), γιατί πάθαιναν λύσσα οι ίδιοι και τα ζώα τους...
Παρά την επείγουσα και σκληρή δουλειά του θερισμού, μέσα στον Ιούνιο υπάρχει και μια μεγάλη γιορτή -ανάσα ξεκούρασης- που γιορτάζεται ανάλογα. Μιλάμε φυσικά για τ' Αϊ Γιαννιού του Κλήδονα ή Λαμπαδάρη ή Ριγανά, που παίρνει το όνομα αντίστοιχα από το έθιμο του Κλήδονα, από τις φωτιές που άναβαν ή το μάζεμα της ρίγανης, στις 24 Ιουνίου.
Ο Κλήδονας είναι έθιμο με πανάρχαιες ρίζες. Στην αρχαιότητα «κληδόνα», ήταν μια μαγικοθρησκευτική τελετουργία, με τυχαίες κινήσεις και ασυνάρτητα λόγια στα οποία οι ενδιαφερόμενοι απέδιδαν προφητική σημασία. Ένα δεύτερο δρώμενο ήταν οι φωτιές, που άναβαν και είχαν καθαρτήριο ή διαβατήριο χαρακτήρα...
Στους βυζαντινούς χρόνους, την παραμονή του Αγίου Ιωάννη, οι άνθρωποι συναθροίζονταν σε κάποιο σπίτι, όπου γινόταν τραπέζι σαν να επρόκειτο για γαμήλιο δείπνο. Εκεί παρευρισκόταν κάποιο νεαρό κορίτσι ντυμένο νύφη. Στο τέλος της βραδιάς, ο κάθε παριστάμενος έριχνε ένα αντικείμενο σ' ένα αγγείο με νερό, από όπου το ανέσυρε στη συνέχεια η «νύφη» υπό μορφή κλήρου ως απάντηση στην ερώτηση του καθένα για το τι επιφύλασσε το μέλλον. Στη νεοελληνική λαϊκή παράδοση, το έθιμο εξελίχθηκε και σε μια όμορφη ιεροτελεστία, περισώζοντας τους ερωτικούς χρησμούς και τις φωτιές, οι οποίες είχαν καθαρτήριο και διαβατήριο χαρακτήρα, και όσοι τις πηδούσαν καθαροί και δυνατοί θα έμπαιναν στη νέα περίοδο.
Την παραμονή του Αγίου Ιωάννη στις 24 Ιουνίου, οι ανύπανδρες κοπέλες μαζεύονται σε ένα από τα σπίτια του χωριού, και αναθέτουν σε μια κοπέλα της συντροφιάς, συνήθως σε μια «Μαρία» της οποίας και οι δύο γονείς ζουν, να φέρει από το πηγάδι ή την πηγή το «αμίλητο νερό». Η ονομασία αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι η εν λόγω κοπέλα και η συνοδεία της πρέπει να ολοκληρώσουν την αποστολή αυτή απόλυτα σιωπηλές. Επι-Καρπούζι, Καλοκαιρινή γεύση στρέφοντας στο σπίτι, όπου τελείται ο κλήδονας, αδειάζουν το νερό σε πήλινο δοχείο, στο οποίο η κάθε κοπέλα ρίχνει ένα αντικείμενο, το λεγόμενο ριζικάρι. Συνήθως, πρόκειται για κάποιο προσωπικό αντικείμενο, συχνά μάλιστα πολύτιμο. Στη συνέχεια, το δοχείο σκεπάζεται με κόκκινο ύφασμα, το οποίο δένεται γερά με ένα κορδόνι ("κλειδώνεται", παρετυμολογία του κλήδονα) και τοποθετείται σε ανοιχτό χώρο.
«Κλειδώνουμε τον κλήδονα με τ'Αγιαννιού τη χάρη, κι όποια 'χει καλό ριζικό να δώσει να τον πάρει».
Εκεί παραμένει όλη τη νύχτα υπό το φως των άστρων, για να "ξαστριστεί". Οι κοπέλες επιστρέφουν ύστερα στα σπίτια τους. Λέγεται ότι τη νύχτα αυτή θα δουν στα όνειρά τους το μελλοντικό τους σύζυγο. Το μεσημέρι, ή το απόγευμα, συναθροίζονται πάλι οι ανύπανδρες κοπέλες. Αυτήν τη φορά όμως στην ομήγυρη μπορούν να συμμετέχουν και παντρεμένες γυναίκες, συγγενείς και γείτονες και των δύο φύλων, καλεσμένοι για να παίξουν το ρόλο μαρτύρων της μαντικής διαδικασίας λέγοντας...
«Ανοίγουμε τον Κλήδονα με τ'Αγιαννιού την χάρη, και όποια έχει καλό ριζικό σήμερα ναν το πάρει».
Και ανασύρει ένα-ένα από το αγγείο τα αντικείμενα, που αντιστοιχούν στο «ριζικό» κάθε κοπέλας, απαγγέλλοντας ταυτόχρονα δίστιχα, είτε όπως τα θυμάται, είτε από συλλογή τραγουδιών ή ακόμη από ημεροδείκτες. Το δίστιχο, που αντιστοιχεί στο αντικείμενο της κάθε κοπέλας, θεωρείται ότι προμηνύει το μέλλον της και σχολιάζεται από τους υπόλοιπους, που προτείνουν τη δική τους ερμηνεία σε σχέση με την ενδιαφερόμενη. Προς το σούρουπο, όταν τελειώσει η μαντική διαδικασία, η κάθε κοπέλα
γεμίζει το στόμα της με μια γουλιά αμίλητο νερό και στέκεται μπροστά σε ανοιχτό παράθυρο, έως ότου ακούσει το πρώτο ανδρικό όνομα. Αυτό πιστεύεται ότι θα είναι και το όνομα του άνδρα, που θα παντρευτεί. Μετά το τέλος όλης αυτής της διαδικασίας στήνεται μεγάλο γλέντι, στο οποίο συμμετέχει όλο το χωριό. Ανάβουν μεγάλες φωτιές στις γειτονιές και οι νεώτεροι τις πηδούν. Είναι καλό για την υγεία...
Λαϊκή μαντική διαδικασία, από τις πιο τελετουργικές όλων των παραδόσεων του τόπου μας, το έθιμο του κλήδονα, σύμφωνα με το οποίο αποκαλύπτεται στις άγαμες κοπέλες η ταυτότητα του μελλοντικού τους συζύγου, έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα. Η αναφορά στην Πυθία είναι έκδηλη, ενώ η ίδια η λέξη υπάρχει από την εποχή του Ομήρου: κληδών ονομαζόταν ο προγνωστικός ήχος, και κατ' επέκταση το άκουσμα σιωνισμού ή προφητείας, ο συνδυασμός τυχαίων και ασυνάρτητων λέξεων ή πράξεων κατά τη διάρκεια μαντικής τελετής, στον οποίο αποδιδόταν προφητική σημασία.
Ο θερισμός ήταν μια επίπονη εργασία, αφού γινόταν ολημερίς κάτω από το λιοπύρι, χειρωνακτικά. Κύριο εργαλείο για την εργασία αυτή ήταν το δρεπάνι. Οι θεριστάδες, με μεγάλα ψάθινα καπέλα οι άνδρες, και άσπρα τσεμπέρια οι γυναίκες, ακροβολίζονταν μπροστά στο αθέριστο χωράφι και ο καθένας έπαιρνε τον δικό του «έργο» που αντιστοιχούσε σε μια «σποργιά». Παρά τις δύσκολες συνθήκες έβρισκαν το κουράγιο να κουβεντιάζουν, να αστειεύονται, αλλά και να τραγουδούν. Από μακριά, μέσα στο τρέμουλο του καλοκαιριού, τα άσπρα τσεμπέρια και τα λευκά πουκάμισα όπως πρόβαλλαν και χάνονταν με το σκύψιμο των θεριστάδων, φάνταζαν σαν αφρισμένα κύματα στην άπλα του αθέριστου χωραφιού.
Τα θερισμένα στάχια, αφήνονταν λυτά σε «χειρόβολα» επάνω στις κομμένες καλαμιές. Όταν μαζεύονταν πολλά χειρόβολα, για να μη τα σκορπίσει ο αέρας, ένας από τους θεριστάδες, που ήξερε, αναλάμβανε να τα δέσει σε «δεμάτια» ή «δεματοπούλες» όπως τις έλεγαν, χρησιμοποιώντας για «δέματα» μουσκεμένη από το βράδυ σίκαλη ή φλούδες σε λωρίδες από φρεσκοκομμένες κλάρες μουριάς.
Προχωρώντας οι θεριστάδες, πίσω τους πρόβαλλαν δεκάδες όρθιες δεματοπούλες που περίμεναν τη μεταφορά τους με τα ζώα στο αλώνι, όπου με ξεχωριστή τέχνη τις απόθεταν σε μεγάλες «θημωνιές».
Η μεταφορά συνήθως γινόταν πολύ πρωί, που τα στάχυα ήταν «λουρω-μένα» από την πρωινή δροσιά για να μη τρίβονται και πέφτει ο καρπός στο δρόμο. Γι' αυτό ο νοικοκύρης φρόντιζε να συγκεντρώνει όσο περισσότερα ζώα μπορούσε, δανειζόμενος από άλλους συγχωριανούς του, ώστε η μεταφορά να γίνει μαζικά και όσο μπορούσε πιο πρωί. Οι άνθρωποι βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα το Θερισμό, γιατί φοβούνταν την αλλαγή του καιρού, καθόλου ασυνήθιστη αυτή την εποχή, κι αν έμενε αθέριστο το χωράφι υπήρχε φόβος να πάθει ζημιά ο καρπός.
«Μη σε γελάσει ο βάτραχος και το χελιδονάκι, αν δε λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είν' καλοκαιράκι».
Έτσι έσπευδαν μαζικά στο χωράφι να μαζέψουν τον καρπό. Την αγωνία τους να τελειώσουν γρήγορα, την εξέφραζαν με την παροιμία:
«Θέρος, τρύγος, πόλεμος».
Παροιμίες για τον Θεριστή
Άλλοι σπέρνουν και θερίζουν κι άλλοι τρων και μαγαρίζουν.
Από την αρχή του Θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή.
Από το θέρος ως τις ελιές, δεν απολείπουν οι δουλειές.
Γενάρη πίνουν το κρασί, το Θεριστή το ξίδι.
Θέλεις θέριζε και δέσε, θέλεις δέσε και κουβάλα.
Θεριστή και Αλωνάρη μην υπολογίσεις το ταγάρι.
Θέρος, τρύγος, πόλεμος.
Μάρτης έβρεχε, θεριστής εχαίρονταν.
Μάρτης έβρεχε, Θεριστής τραγούδαγε.
Πρωτόλη (Ιούνιε), Δευτερόλη (Ιούλιε) μου, ψτωχολογιάς ελπίδα.
Το τραγούδι του Θεριστή, η χαρά του Αλωνιστή.
Τον Ιούνιο αφήνουν το δρεπάνι και σπέρνουν το ρεπάνι.
Ο ΙΟΥΛΙΟΣ
Ο Ιούλιος ή Ιούλης, λατ. Iulius. Ο Μάρκος Αντώνιος ονόμασε τον μήνα αυτό Ιούλιο προς τιμήν του Ιουλίου Καίσαρα, που γεννήθηκε αυτό τον μήνα, το έτος 100 π.Χ.
Την Πανσέληνο του «Θερινού Ηλιοστασίου» οι αρχαίοι Έλληνες τη γιόρταζαν με θυσίες και γλέντια. Άλλωστε συνέπιπτε με την «Πρωτοχρονιά» τους.
Σε Αθήνα και Σπάρτη, οι πλούσιοι οργάνωναν πολυδάπανες τελετές και συναγωνίζονταν στις θυσίες προσφέροντας «εκατόμβες» - μέχρι και εκατό βόδια- ο καθένας. Γι' αυτό ο μήνας, από «ΚΡΟΝΙΟΣ» μετονομάστηκε, «ΕΚΑΤΟΜΒΑΙΩΝ». (22 Ιουνίου - 21 Ιουλίου) Στο Αρκαδικό όρος Λύκαιο, απ' τα πανάρχαια χρόνια, αποδίδονταν τιμές στο Θεό πού δωρίζει τον ήλιο και το φως. Στα μέσα του Καλοκαιριού ανέβαιναν στο Όρος και προσέφεραν θυσίες στο Λύκαιο Δία και οργάνωναν αγώνες και χορούς.
Οι Αρκάδες υπερηφανεύονταν πως τα Λύκαια, ήταν οι πρώτοι γνωστοί Πανελλήνιοι Αγώνες. Την τελευταία νύκτα, «Λαμπαδηδρόμοι» κατέληγαν στο βωμό του Διός, όπου χόρευαν τον «πυρίχη χορό» γύρω απ' το βωμό, κρατώντας πυρσούς.
Σε αντίστοιχες τελετές, στον Ταΰγετο, άναβαν φωτιές, τελούσαν ιπποδρομίες και θυσίαζαν άλογα στον Απόλλωνα.
Ο Θησέας αντέγραψε τις αρκαδικές τελετές στην Αθήνα και καθιέρωσε τα Παναθήναια.
Αργότερα ο Πεισίστρατος έδωσε λαμπρότητα στις τελετές. Ο «Πυ-ρίχης χορός», η Λαμπαδηδρομία και οι ιπποδρομίες διατηρήθηκαν στα Παναθήναια.
Η Εκκλησία, στην προσπάθειά της να εκχριστιανίσει κάποια λαϊκά έθιμα, τοποθέτησε την εορτή του Προφήτου Ηλία στις 20 Ιουλίου, ημέρα πού αντιστοιχούσε περίπου με τη λήξη των Παναθηναίων. Για να σταματήσει τις ειδωλολατρικές λαμπαδηδρομίες, καθιέρωσε στην Αγία Σοφία, και ίσως σε πολλούς άλλους Ναούς, τελετουργίες προς τιμήν του Προφήτη Ηλία, που γρήγορα εξελίχθηκαν σε λαϊκοθρησκευτικά δρώμενα. Σε πολλές περιοχές στα εξωκκλήσια του Αη Λιά, που βρίσκονται πάντα σε βουνοκορφές, ανάβεται, αποβραδίς ή ανήμερα της γιορτής, μεγάλη φωτιά στην οποία ρίχνουν άφθονο λιβάνι, προσφορά στον Άγιο Ηλία. Αλλού το έθιμο παίρνει τη μορφή θυσίας ενός ζώου, με το κρέας του οποίου γινόταν φαγοπότι των πιστών που συμμετείχαν στην τέλεση του εθίμου. Η λατρεία του Προφήτη Ηλία στις κορυφές των βουνών, συνεχίζει προφανώς αρχέγονες λατρευτικές συνήθειες προς τον θεό Ήλιο ή τον Δία Υέτιο ή Κεραύνιο ή Λύκαιο (στην Αρκαδία, στο Λύκαιον όρος, ο Ζευς λατρευόταν ως όμβριος και ηλιακός ταυτόχρονα), αρχέγονες λατρευτικές συνήθειες, που απαντώνται όχι μόνο στους Έλληνες, αλλά και σε πολλούς άλλους ευρωπαϊκούς λαούς. Ακόμη και η απεικόνιση της αναλήψεως του Προφήτη Ηλία ως αρματηλάτη, ακριβώς όπως ο Ήλιος ή ο Μίθρας πάνω στο άρμα του ήλιου, δείχνει τη σχέση. (Αικατ. Πολύμερου - Καμηλάκη Διευθύντρια του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών)
Κατά τη λαϊκή παράδοση, ο Αη-Λιάς ήταν ναύτης. Από το τράβα - τράβα το κουπί (κουπιά και δαγκιά το 'χαν τότε), βαρέθηκε ο άνθρωπος. Πήρε το κουπί στον ώμο κι έφυγε να πάει να βρει τόπο, που να μην ξέρουν ούτε κουπί, ούτε καράβι,ούτε θάλασσα. Πάει στο πρώτο χωριό, ρωτάει·
- «Πώς το λεν τούτο;»
- «Κουπί!» του λεν. Πάει στ' άλλο- ρωτάει" -«Πώς το λεν τούτο;» -«Κουπί.»
Μπρε διάτανε! Απελπίστηκε. Αποδώ, αποκεί, ρωτάει σ' ένα χωριό που ήταν κατάκορφα στο βουνό'
-«Πώς το λεν τούτο;» -«Ξύλο!»
Δόξα σοι ο Θεός! Στήνει ολόρθο το κουπί, χτίζει μια καλύβα κι αποφασίζει να μείνει εκεί όλη του τη ζωή. Γι' αυτό τον Αη-Λιά τον βάνουν πάντα στα ψηλώματα.»
Αυτό το μήνα γουρμάζουν, ωριμάζουν τα σταφύλια.
«Της Αγια Μαρίνης ρόγα, του Αη Αιός σταφύλι και της Παναγιάς κοφίνι».
Ο μήνας αυτός και ο προηγούμενος είναι η εποχή της απολαβής από τη σπορά
των δημητριακάων. Οι αγρότες σπεύδουν...
«να θερίσουν ό,τι έσπειραν».
Είναι ο μήνας της ανταμοιβής του μόχθου και της αγωνίας μιας χρονιάς. Η ευλογημένη ώρα που χαρακτηρίζεται από την ένταση και τη σκληρή δουλειά του θερισμού στα χωράφια, κάτω από το λιοπύρι και τη ζέστη, που συνεχίζεται με ίδιες συνθήκες στ' αλώνια με τ' αλώνισμα και αποζημιώνεται με τη μοναδική χαρά της συγκέντρωσης στ' αμπάρια του σπιτιού, του χρυσοκίτρινου σιταριού και των άλλων δημητριακών, η ύπαρξη των οποίων καθορίζει τη συνέχεια και τη ζωή στον τόπο μας από αρχαιοτάτων χρόνων! Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου τυχαίο το γεγονός που ο λαός της υπαίθρου ονοματίζει τους δύο πρώτους μήνες του Καλοκαιριού, με ονόματα παρμένα από τη διαδικασία συγκομιδής και επεξεργασίας των δημητριακών. Θεριστής ο Ιούνιος, από το θερισμό τους, και Αλωνάρης ο Ιούλιος από το αλώνισμα.
Το αλώνισμα
Μετά το θερισμό και το κουβάλημα των «δεματιών» στ΄ αλώνια και ενώ είχε μπει ο Ιούλιος (Αλωνάρης) ακολουθούσε το αλώνισμα, που γινόταν στ' αλώνια που ήταν όλα μαζί στην άκρη του χωριού, στους πεδινούς οικισμούς ή βρίσκονταν διάσπαρτα σε διάφορα σημεία κοντά στα χωράφια στους ορεινούς οικισμούς, λόγω της μορφολογίας του εδάφους, αλλά και τις δυσκολίες στη μεταφορά των δεματιών.
Το αλώνι ήταν ένας χώρος κυκλικός, επίπεδος και στρωμένος με πέτρινες πλάκες. Όσοι δεν μπορούσαν να έχουν πέτρινο αλώνι, από μέρες είχαν φροντίσει ν' αλείψουν το χωμάτινο κυκλικό χώρο με ένα παχύ στρώμα λιωμένης βοδινής κοπριάς, η οποία όταν στέγνωνε γινόταν στερεή σαν πέτρα. Στο κέντρο του αλωνιού υπήρχε ένας στύλος ύψους 1,5 μ. περίπου όπου τον λέγανε «στήγερο».
Έλυναν τις δεματοπούλες και άπλωναν τα στάχυα σ' όλο το πλάτος του αλωνιού. Κατόπιν, από το «κουλούρι» (ξύλινο στεφάνι), που ήταν περασμένο στο «στήγερο», έδεναν με ένα σχοινί (τον «αέρα») δύο άλογα από το «ζυγό» ή τις «λαιμαργιές», που ήταν περασμένες στο λαιμό τους, το ένα δίπλα στο άλλο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε εύκολα να γυρίζουν γύρω από το «στήγερο» μαζί, να μην μπορούν να φύγουν, αλλά και να μη σφίγγεται στο λαιμό τους. Τα συνταιριασμένα αυτά ζώα, με την προτροπή του «αλωνάρη» με φωνές και καμτσικιές, έτρεχαν γύρω από το «στήγερο» και πατώντας έλιωναν τα στάχυα.
Ο «αλωνάρης» για τη δουλειά αυτή έπαιρνε αμοιβή, το λεγόμενο «αλωνιά-τικο», σε είδος, συνήθως από τον καρπό που έβγαζε, εκτός εάν γινότανε το αλώνισμα «δανεικαριά». Που σήμαινε, ότι θα πήγαινε ο νυκοκύρης με τη σειρά του να βοηθήσει τον «Αλωνάρη» σε δική του δουλειά, φυσικά αμισθί. Όταν τελείωνε το αλώνισμα, ο Αλωνάρης έφευγε. Το αφεντικό με την οικογένειά του μάζευε το περιεχόμενο του αλωνιού, το «λιώμα», όπως το λέγανε, κοντά στο «στήγερο», σε σωρό και αν φυσούσε αέρας άρπαζαν τα «δεκριάνια» και τα φτυάρια και άρχιζαν το «λίχνισμα». Ο αέρας έπαιρνε τα άχυρα, αφήνοντας τον καρπό να πέσει κάτω σε σωρό. Όταν τελείωνε το «λίχνισμα» και είχε πλέον χωρίσει ο καρπός από τα άχυρα, ξεκίναγε μια άλλη επίπονη δουλειά. Το «δριμόνισμα» για την απαλλαγή του καρπού από άλλα βαρύτερα αντικείμενα και το κοσκίνισμα, για την απαλλαγή από σπόρους, όπως η ήρα η αγριόβρωμη κλπ.
Το «δριμόνι» ήταν ένα πολύ μεγάλο κόσκινο, που το στερέωναν σε δύο ξύλινους στύλους. Το γέμιζαν καρπό και κουνώντας το, τα βαρύτερα αντικείμενα, χώμα και χαλίκια, έφευγαν από τις τρύπες προς τα κάτω, ενώ τα άχυρα και τα άγανα έμεναν στην κορυφή κι από εκεί εύκολα τα αφαιρούσαν. Στο τέλος, καθαρός πλέον ο καρπός, μεταφερόταν στο σπίτι και αποθηκευόταν σε μεγάλα ξύλινα κασόνια που τα έλεγαν και «καναπέδες» ή αμπάρια, έτοιμος για το μύλο ή για ζωοτροφή.
Τα υπολείμματα του αλωνιού μετά τον καθαρισμό του καρπού, τα «σκήβαλα», τα κουβαλούσαν στους αχυρώνες, γιατί χρησίμευαν για τροφή των ζώων τον χειμώνα.
Τα άχυρα τα κουβαλούσαν με μεγάλα σακιά ή τα «χαράργια». Ένα σύστημα από ξύλα δεμένα αραιά και παράλληλα μεταξύ τους (σαν φαρδιά σχοινό-σκαλα), με σχοινί.
Παροιμίες για τον Αλωνάρη
Αλωνάρη με τ' αλώνια και με τα χρυσά πεπόνια.
Αλωνάρης προκομμένος κι ο Φλεβάρης ποντισμένος.
Αλωνάρης τ' αλωνίζει, Αύγουστος τα ξεχωρίζει.
Αλώνια σκεπασμένα, κώλος αναπαμένος.
Αλωνίζει ο διάβολος.
Από κακό αλώνι, κακή σοδειά θα 'χεις.
Από τ Άη-Λιός και πέρα, τον κακό καιρό καρτέρα.
Από τ' Αλωνάρη την δεκάτη θέλει και τ’ αμπέλι δραγάτη.
Από τ' αλώνι και στον μύλο, κι από τον μύλο στον φούρνο.
Από τ' αλώνια και στον μύλο.
Από τον Αλωνάρη και μετά παίρνει ο μυλωνάς φωτιά.
Γάιδαρος έσπειρε, γάιδαρος κουβάλησε, γάιδαρος αλώνισε, γάιδαρος τρώει άχερα.
Έβγα τον Μάρτη στα προσήλια και τον Αλωνάρη πιάσε αποσκήλια.
Είδες μπαρδαλίτσα, τρέχα για σαρωματίτσα.
Έφτιασε κι ο γύφτος αλώνια.
Έχε γερόντου γνώση κι ο Αλωνάρης θα σου δώσει.
Έχει αγέρα αλωνίσιο.
Η αλεπού τον Αλωνάρη βγαίνει να μαζώξει χάρη!
Ήρθε τ' Αη-Λιός, γύρισε ο καιρός τ' αλλιώς.
Κακό τ' αλώνι, κακός αγέρας, κακό και το δριμόνι.
Κακός ο Αλωνάρης και ο νοικοκύρης νηστικός.
Κακός ο αλωνιστής, σάπιο το στυγερό.
Κάλιο λόγια στο χωράφι, παρά μάγγανα στ' αλώνι.
Κατά τον νοικοκύρη και τ' αλώνια.
Κλέψε - κλέψε ο Αλωνάρης, κλέψε κι ο μυλωνάς, κλαίει ο φουκαράς.
Κότα χήνα τον Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη.
Κρατάει τ'αλώνι τον σπόρο του.
Μ' ένα σπόρο δεν θερίζεις.
Μπήκε ο Αλωνάρης, χαίρεται ο μουρντάρης.
Μπονόρα - μπονόρα θέριζε κι' αλώνιζε το γιόμα.
Μπρος πίσω τ' Αηλιός σπορίζει η πέτρα στο γιαλό.
Ο Προκοπής κόβει αγγούρια, η Αγιά Μαρίνο, σύκα κι ο Αηλιάς τα σταφυλάκια μεσ' στα βεργοπανεράκια.
Όξω φτώχεια, μέσα σβουνιά να 'χω αλώνια λαγαρά.
Όπου πολλοί αλωνίζουνε, χάνεται κι ο σπόρος.
Όσο και να σκουπίσεις τ' αλώνια, θα μείνει και για τα πουλιά.
Στ' αλώνια χαίρονται και τα μυρμήγκια.
Τ'Αηλιός καρύδι, της Σωτήρος σταφύλι και της Παναγιάς σύκο.
Τα κακορίζικου το χωριού τον Αλωνάρη μήνα πάντα βρέχει.
Τέλειωσε τ'αλώνισμα κάνε κουμάντο για ξεχειμώνιασμα.
Τζάτζαλα και μάτζαλα και τον Αλωνάρη κάτζαλα.
Τζίτζικας λάλησε, μαύρη ρόγα γυάλισε.
Της Άγιας Μαρίνας σύκο, του Αη - Λιά σταφύλι και του Αγίου Παντελεήμονα γιομίζει το μαντήλι.
Τον Αλωνάρη αρχίζει να παίρνει κι η ελιά το λάδι.
Τον Αλωνάρη βλέπει ο φτωχός τον ιδρώτα του.
Τον Αλωνάρη έβρεχε στον ποντισμένο τόπο.
Τον Αλωνάρη έχει χάρη, τράγος και κριάρι.
Τον Αλωνάρη παίρνει φωτιά και το λιθάρι.
Τον Αλωνάρη χαίρεται κι η φτώχεια.
Τον Ιούλη γιομίζει και του φτωχού το σακούλι.
Τον Μάρτη φάε λάχανα, τον Αλωνάρη ζεστή κουλούρα και στα μεσοσπορίτικα, γάλα από γαϊδούρα.
Τον μήνα, Αλωνάρη, γιομίζει ο νοικοκύρης το πιθάρι.
Φύσα Αλωνάρη και κράτα τη βροχή μην ψοφήσουν οι φτωχοί.
Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Ο Αύγουστος είναι ο 8ος μήνας του Γρηγοριανού (νέου) ημερολογίου και έχει 31 ημέρες. Στο Ρωμαϊκό ημερολόγιο ο Αύγουστος ήταν ο 6ος μήνας. Το όνομά του, προέρχεται από τη λατινική λέξη «Augeo», που σημαίνει αυξάνω. Στη διάρκεια του Αυγούστου αυξάνουν, μεγαλώνουν και ωριμάζουν οι καρποί.
Το 27 π.Χ. η ρωμαϊκή Σύγκλητος, για να τιμήσει τον Οκταβιανό, που «αύξησε τα εδάφη» της αυτοκρατορίας σε Ανατολή, και Δύση, τον ονόμασε «Augustus», Αύγουστο, και έδωσε το όνομά του στον μήνα.
Στη Ελληνική αρχαιότητα ο Αύγουστος αντιστοιχούσε στο μήνα «ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝΑ» (22 Ιουλίου - 19 Αύγ., με 29 μέρες). Σε ανάμνηση της μετοίκησης των ανθρώπων από τους αγρούς στις πόλεις, τον μήνα αυτό τελούταν την γιορτή των γειτόνων, τα «Μεταγείτνια» ή «Μετοίκια» προς τιμή του «Μεταγείτνιου
Ο Αύγουστος λέει ο λαός μας, «είναι ο μήνας που τρέφει τους ένδεκα», γιατί υπάρχει αφθονία φρούτων που τα χαρίζει μ' απλοχεριά σ' ανθρώπους και ζωντανά. Στη σύγχρονη Ελληνική παράδοση τον λένε «Συκολόγο» γιατί ωριμάζουν τα σύκα και «Τραπεζοφόρη», για τον πλούτο των οπωρικών.
«Αύγουστε Τραπεζοφόρη, να 'σουν δυο φορές το χρόνο».
Τον λένε και «Δριμάρη», από τις δρίμες. Δρίμες είναι οι πρώτες έξι μέρες του μήνα και ο λαός μας τις θεωρεί πολύ δυσοίωνες. Αυτές τις μέρες, οι άνθρωποι της υπαίθρου ζουν με το φόβο των προλήψεων. Δε λούζονται μη τους πέσουν τα μαλλιά, δεν κάνουν μπάνιο γιατί το σώμα θα γεμίσει εξανθήματα κι ούτε πλένουν ρούχα, γιατί θα καταστραφούν. Ακόμα, δεν κόβουν ξύλα και δεν κάνουν διάφορες δουλειές. Λένε χαρακτηριστικά:
«Τ' Αυγούστου οι Δρίμες στα πανιά και του Μαρτιού στα ξύλα». Τα παιδιά, τα μεσημέρια, τα κλείνουν μέσα στο σπίτι γιατί λένε, αν βγουν έξω και τύχει και περάσουν κάπου απόμερα ή από τρίστρατο, οι Δρίμες θα τους κάνουν μεγάλο κακό. Αλλού πιστεύουν πως οι Δρίμες είναι οι Δώδεκα πρώτες μέρες του Αυγούστου και τα καιρικά φαινόμενα της κάθε μέρας αντιστοιχούν στον καιρό που θα έχει σ' ένα μήνα. Γι' αυτό τις λένε και «μερομήνια». Οι πιο γνωστικοί κι έμπειροι γέροντες, «μηνολογιάζουν», δηλαδή προμαντεύουν τον καιρό όλου του χρόνου. Παρατηρούν κάθε μέρα την εποχή των Δριμών τα σύννεφα, τον αέρα, την υγρασία και ερμηνεύοντάς τα ανάλογα, λένε τι καιρός θα κάνει στο μήνα που αντιστοιχεί στη μέρα αυτή, ή ακόμα αν θα φέρει καλοτυχιά για κακοτυχιά.
Οι τσοπάνηδες έχουν και τη «σκυλομαντεία». Σηκώνονται βαθιά χαράματα, και κοιτάζουν τα σκυλιά πως κοιμούνται. Κι αν αυτά κοιμούνται ξάπλα με τεντωμένα τα πόδια, λένε: «Καλοχειμωνιά θα 'χουμε». Αν δούνε κοιμούνται μαζεμένα, κουλουριασμένα με το κεφάλι χωμένο στα πόδια τους, λένε: «Κακοχειμωνιά θα 'χουμε φέτος.»
Ο Αύγουστος είναι, κατά κάποιον τρόπο, ο μήνας της ξεκούρασης και του γλεντιού. Αφού έχουν τελειώσει οι εργασίες της συγκομιδής των δημητριακών (θερισμός και αλώνισμα) τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, σ' αυτόν «πέφτουν» και οι μεγάλες γιορτές της Παναγίας στις 15 και στις 23, (μάλιστα, πιστεύει πως ο Δεκαπενταύγουστος είναι η Λαμπρή του Καλοκαιριού) και ο λαός μας τις τιμά με ιδιαίτερη λαμπρότητα και τις πανηγυρίζει ανάλογα. Εξ αιτίας αυτής της ανάπαυλας μέχρι ν' αρχίσει, με το έμπα του Φθινοπώρου, η σκληρή δουλειά με τη συγκομιδή των όψιμων (καλαμπόκια, αραποσίτια, φασόλια, ρεβίθια κλπ), τον τρύγο και αργότερα το λιομάζωμα, ο λαός δικαίως λέει για τον Αύγουστο:
«Αύγουστε, καλέ μου μήνα, να 'σουν δύο φορές το χρόνο»
Παροιμίες για τον Αύγουστο
Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα.
Από Μαρτιού πουκάμισο κι απ' Αύγουστο σιγκούνα.
Αύγουστε, καλέ μου μήνα, να σου ν δυο φορές το χρόνο.
Αύγουστε τραπεζοφόρε, να 'σουν τρεις φορές το χρόνο.
Αυγουστοοικοδέσποινα, καλαντογυρεύτρα. (Η σπάταλη νοικοκυρά τον Αύγουστο, τα Χριστούγεννα ζητιανεύει).
Αύγουστος άβρεχτος, μούστος άμετρος.
Δεκαπέντησεν ο Αύγουστος, πυρώσου και μην εντρέπεσαι.
Επλάκωσεν ο Αύγουστος, η άκρια του χειμώνα.
Ζήσε, Μάη μου, να φας τριφύλλα και τον Αύγουστο σταφύλι.
Ήρθε ο Αύγουστος, πάρε την κάπα σου.
Θεός να φυλάει τα λιόδέντρα, απ'το νερό τα Αυγούστου.
Κάθε πράμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο.
Καλή λαβιά τον Αύγουστο και γέννα τον Γενάρη.
Καλός ο ήλιος του Μαγιού, τ'Αυγούστου το φεγγάρι.
Μακάρι σαν τον Αύγουστο να 'ταν οι μήνες όλοι!
Μπήκε ο Αύγουστος, η άκρη του χειμώνα.
Να 'σαι καλά τον Αύγουστο, που 'ναι παχιές οι μύγες.
Να 'σαι καλά τον Αύγουστο με δεκαοχτώ βελέντζες.
Ο Αύγουστος και ο τρύγος δεν είναι κάθε μέρα.
Ο Αύγουστος πουλά κρασί κι ο Μάης πουλά σιτάρι.
Όποιος φιλάει τον Αύγουστο, τον Μάη θερίζει μόνος.
Ούτε ο Αύγουστος χειμώνας, ούτε ο Μάρτης καλοκαίρι.
Τ'Αυγούστου και του Γεναριού τα δυο χρυσά φεγγάρια.
Τ'Αυγούστου οι δρίμες στα πανιά και του Μαρτιού στα ξύλα.
Τ'Αυγούστου το νερό αρρώστια στον λιόκαρπο.
Τ' Αυγούστου τα βοριάσματα, χειμώνα αναθυμιούνται
Τ'Αυγούστου τα πεντάλαρα, τον Μάη αναζητούνται.
Τον Αύγουστο τον χαίρεται, οπόχει να τρυγήσει.
Του Αυγούστου το νερό, αρρώστια στον ελιοκαρπό.